Βασικές (προϋπο)θέσεις μάχης για τους αγώνες στο δημόσιο τομεα

Τί μπορεί να περιγράψει την επίθεση που βιώνουμε ως εκμεταλλευόμενοι από την υπογραφή του μνημονίου και μετά από την κυβέρνηση Παπανδρέου; Φτάνει να πεις λέξεις όπως αμηχανία, ξεπέρασμα, μούδιασμα, έκπληξη, δέος; Όλα αυτά μαζί σε επαρκείς δόσεις μπορούν να εξηγήσουν την ήττα που έχουμε υποστεί ως ανταγωνιστικό κίνημα στις (λιγοστές, σε σχέση με το εύρος αυτής της επίθεσης) μάχες που έχουμε δώσει τους τελευταίους μήνες;

Αυτή η τελευταία ερώτηση είναι σημαντική, ή μάλλον είναι η σημαντικότερη ερώτηση όχι απλώς επειδή πρέπει να λέμε τα πράγματα με το όνομα τους, αλλά κυρίως επειδή για να καταφέρουμε να συνέλθουμε από το σοκ που έχουμε υποστεί και να αποπειραθούμε να θέσουμε τους όρους για την αντεπίθεση μας, πρέπει καταρχήν να κατανοήσουμε τι έχει συμβεί. Κι αυτό που έχει συμβεί είναι ότι μπροστά στην μεγαλύτερη επίθεση που δέχτηκαν οι εκμεταλλευόμενοι σ’ αυτό τον τόπο τα τελευταία σαράντα (τουλάχιστον) χρόνια, η άμυνα που πρόταξαν ως τώρα ήταν ανεπαρκής.

Αυτό πρακτικά σημαίνει δύο πράγματα: το πρώτο ότι η κυβέρνηση και το κράτος συνολικότερα (δηλαδή τα κόμματα, οι ιδεολογικοί θεσμοί, τα συνδικάτα κλπ) απολαμβάνουν κάποιου τύπου συναίνεση (δηλαδή υλική ή/και ιδεολογική στήριξη) στην απόφαση και στην εφαρμογή των μέτρων που περιλαμβάνει το μνημόνιο. Με άλλα λόγια ότι υπάρχουν κοινωνικά στρώματα που είτε στηρίζουν αυτά τα μέτρα επειδή έχουν άμεσο συμφέρον από την εφαρμογή τους, είτε τα ανέχονται. Το δεύτερο ότι οι δυνάμεις που ανταγωνίζονται σ’ αυτή την φάση την κυβερνητική πολιτική δεν έχουν εκείνους τους συσχετισμούς που θα τους επέτρεπαν την επιτυχή αντιπαράθεση μαζί της.

Πρακτικά έτσι κατανοούμε εμείς της δύο διαστάσεις αυτής της ήττας, κι αυτό αποτελεί κάτι που πρέπει να αναπτυχθεί στις λεπτομέρειες του για να γίνει χειροπιαστό. Ωστόσο, σ’ αυτό το κείμενο θέλουμε να ασχοληθούμε με μια πτυχή αυτού του φαινομένου που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αφορά και τις δύο διαστάσεις αυτής της ήττας, κι ακόμα περισσότερο θα αποτελεί όλο και πιο σημαντικό διακύβευμα στους αγώνες που μέλλονται για να ρθουν.

Η πτυχή αυτή αφορά τους εργαζόμενους στο δημόσιο τομέα και τους αγώνες της επόμενης περιόδου στους οποίους θα εμπλακούν (αν εμπλακούν) εν όψει της συνεχιζόμενης εφαρμογής των περιοριστικών πολιτικών, των ιδιωτικοποιήσεων και των αλλαγών των εργασιακών σχέσεων που πρόκειται σύντομα να επεκταθούν. Ενδεικτικά, πέρα από το κλείσιμο αρκετών δημόσιων οργανισμών, την ιδιωτικοποίηση του οσε και ενός τμήματος της δεη, τις περαιτέρω περικοπές σε μισθούς και σε επιδόματα κλπ, σχέδια που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είναι έτοιμα να υλοποιηθούν το αμέσως επόμενο διάστημα, υπάρχει πάντα μετέωρη η εφαρμογή των νόμων που έχουν περάσει σε παιδεία, υγεία, δήμους, κλπ, κλπ. Σχέδια που αφενός περιλαμβάνουν απολύσεις, μειώσεις μισθών, αλλαγή εργασιακών σχέσεων, αφετέρου μετακύλιση ενός μέρους του κόστους της αναπαραγωγής μας ως εκμεταλλευόμενων, από το κράτος στους δικούς μας ώμους. Για παράδειγμα όταν το καινούργιο νομοσχέδιο για την υγεία επιβάλλει την ολοήμερη λειτουργία των νοσοκομείων, ουσιαστικά με πρόσχημα την καλύτερη εξυπηρέτηση των ασθενών, αυτό που κάνει είναι να ιδιωτικοποιεί την δημόσια περίθαλψη, αναγκάζοντας τους ασθενείς να πληρώνουν ακόμα και για στοιχειώδεις τακτικές εξετάσεις και ραντεβού στα δημόσια νοσοκομεία. Δηλαδή θεσμίζεται με κρατική βούλα αυτό που μέχρι τώρα ήταν άτυπο: η σχεδόν πλήρης εμπορευματοποίηση της υγείας.

Τι είναι λοιπόν αυτό που θέλουμε να συζητήσουμε; Αυτό που μπορεί να παρατηρήσει κάποιος και παρά τις περί του αντιθέτου ισχυρισμούς, είναι ότι η επίθεση του κράτους στους εκμεταλλευόμενους του δημοσίου, μοιάζει να απολαμβάνει την ανοχή και πολλές φορές και την στήριξη των υπόλοιπων εργαζομένων, παρά το γεγονός ότι η επίθεση στον δημόσιο τομέα αφορά και τους υπόλοιπους εργαζόμενους τόσο άμεσα, όσο κι έμμεσα. Για παράδειγμα αν ιδιωτικοποιηθούν οι σιδηρόδρομοι είναι βεβαιότατο ότι αφενός πολλές γραμμές θα πάψουν να υπάρχουν, αφετέρου ότι το κόστος μεταφοράς θα αυξηθεί δραματικά. Αυτό προφανώς θα επιβαρύνει τους εκμεταλλευόμενους που χρησιμοποιούν σε καθημερινή βάση το τραίνο για τις μετακινήσεις τους, πάει να πει ότι υπάρχει μια υλική βάση κοινών συμφερόντων μεταξύ εργαζομένων στον οσε και «ταξιδιωτών». Αυτό εννοούμε όταν λέμε ότι η επίθεση στο δημόσιο τομέα αφορά άμεσα τους εργαζομένους εκεί. Αφετέρου τους αφορά έμμεσα επειδή είναι προφανές ότι αν δεν αντιδρά κάποιος σ’ αυτό που συμβαίνει στο διπλανό του, πολύ σύντομα θα έχει κι αυτός την ίδια μοίρα. Κι αυτό εννοούμε όταν λέμε ότι τους αφορά έμμεσα. Ωστόσο αυτή η υλική βάση δεν μοιάζει μέχρι τώρα να είναι σοβαρή προϋπόθεση για την θεμελίωση κοινωνικών συμμαχιών. Κι αυτό είναι κάτι που πρέπει να εξηγηθεί. Πριν ωστόσο θα πρέπει να δώσουμε στις γενικές του γραμμές, ένα περίγραμμα των παραδοσιακών εργασιακών σχέσεων του δημόσιου τομέα.

Παραδοσιακά ο δημόσιος τομέας στην Ελλάδα είχε δύο ρόλους: ο ένας ήταν η αναπαραγωγή του κράτους των κομμάτων. Ο άλλος η ανάληψη ενός συνόλου υπηρεσιών είτε ως κατακτήσεις των αγώνων των εκμεταλλευόμενων (δημόσια αγαθά όπως η παιδεία, η υγεία, κλπ), είτε ως πεδία εκμετάλλευσης που ήταν ασύμφορα για την κερδοφορία του ιδιωτικού κεφαλαίου (δημόσια διοίκηση, «προβληματικές επιχειρήσεις», κλπ). Αναπαραγωγή του κράτους των κομμάτων: δηλαδή ένταξη στην κρατική πρόσοδο ενός σημαντικού κομματιού των εκμεταλλευόμενων με σκοπό την δημιουργία κοινωνικών συμμαχιών για την εύρυθμη εφαρμογή των πολιτικών του κράτους και των επιδιώξεων του κεφαλαίου, κι αφετέρου κατασκευή ενός συμπαγούς σώματος υποστηρικτών των κομμάτων. Κι όταν λέμε των κομμάτων, δεν εννοούμε μόνο τα κυβερνητικά κόμματα: το πελατολόγιο που δημιουργήθηκε μέσα από το ρουσφέτι επεκτείνεται σε όλα τα κόμματα, με την αριστερά να κρατάει για τον εαυτό ένα κομμάτι της τοπικής αυτοδιοίκησης, βλέπε –στο λεξικό της ρουσφετολογίας- το λήμμα: «κόκκινοι δήμοι».

Η επιφόρτιση με αυτούς τους ρόλους του δημόσιου τομέα δημιούργησε με τα χρόνια ένα συγκεκριμένο πρότυπο εργασιακών σχέσεων κι ένα καθεστώς παροχής υπηρεσιών, που είναι γνωστά σε όλους, είτε δουλεύουν στο δημόσιο, είτε όχι: αφενός ένα ανώτερο ιεραρχικό κομμάτι με ρόλο διευθυντικό, υψηλούς μισθούς και παροχές, που στην πραγματικότητα δεν δουλεύει ποτέ, και που διατηρεί σχέσεις ιδιοκτησίας με την υπηρεσία του. Δηλαδή μια γραφειοκρατική τάξη που νέμεται ένα κομμάτι της υπεραξίας που παράγουν οι υφιστάμενοι εργαζόμενοι της και που παράλληλα στην συντριπτική της πλειοψηφία έχει δημιουργήσει θύλακες μαύρης οικονομίας (παροχή εξυπηρετήσεων με αντάλλαγμα το «φακελάκι», το «δώρο», το «γρηγορόσημο», κλπ, κλπ, κλπ), μέσα στην κάθε υπηρεσία. Κι από εκεί και κάτω μια μεγάλη μάζα εκμεταλλευόμενων σε διάφορους ιεραρχικούς ρόλους κατανομής εισοδημάτων και εξουσίας, που είτε συμμαχούν με τους προϊσταμένους ενάντια σ’ αυτούς που είναι χρήστες της συγκεκριμένης υπηρεσίας, με αντίτιμο διάφορες εκδουλεύσεις: από λιγότερη δουλειά, μέχρι διάφορα ανταλλάγματα («άγραφες άδειες, ελαστικά ωράρια, κλπ), είτε στρέφονται ενάντια στους προϊσταμένους τους και συμμαχούν με τους χρήστες των υπηρεσιών δουλεύοντας σκληρά, επειδή είναι αναγκασμένοι να βγάζουν δουλειά πολύ παραπάνω από αυτή που τους αναλογεί (τη δουλειά που δεν αποφεύγουν οι ρουφιάνοι, τα βύσματα, κ.α.).

Σ’ αυτό το μοντέλο, που οι αγώνες των προηγούμενων γενιών εργατών είχαν διασφαλίσει για κάποιες δεκαετίες ένα σύνολο προνομίων σε σχέση με τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα, όπως π.χ. μια αποσύνδεση του μισθού από την παραγωγικότητα, ένα καθεστώς μονιμότητας κλπ, τα παραδοσιακά συνδικάτα παίζουν το ρόλο των τοπικών δια-κομματικών οργανώσεων που έχουν λόγο στην διαχείριση του θεσμού και συμβάλλουν στην εύρυθμη λειτουργία του.

Αυτό το γραφειοκρατικό μοντέλο οργάνωσης έχει ένα πολύ συγκεκριμένο περιεχόμενο: την κατανομή ενός περιορισμένου αριθμού πόρων («υποχρηματοδότηση του θεσμού λέγεται αυτό») στους «πολίτες» (δηλαδή στους εκμεταλλευόμενους που δεν έχουν χρήματα για να απευθυνθούν σε ιδιωτικές υπηρεσίες), με τρόπο αφενός να γίνεται «κουτσά-στραβά» η δουλειά κι αφετέρου να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία του θεσμού, και κατ’ επέκταση η αναπαραγωγή των σημερινών κοινωνικών σχέσεων.

Δε γνωρίζουμε τί βαθμό αφαίρεσης μπορεί να κρύβει η συμπύκνωση τόσων κοινωνικών σχέσεων σε μια τόσο σύντομη περιγραφή, ωστόσο δεν είναι στόχος μας μια λεπτομερής εξέταση της κατάστασης που επικρατεί στο δημόσιο τομέα, παρά μόνο μερικές γενικές παρατηρήσεις σαν βάση για την συζήτηση που θέλουμε να ανοίξουμε.

Το μοντέλο παροχής υπηρεσιών και το συγκεκριμένο καθεστώς εργασίας που περιγράψαμε ευνόησε για δεκαετίες μια κατάσταση προβληματικών κοινωνικών σχέσεων που στρεφόταν αφενός ενάντια στο χρήστη των υπηρεσιών του δημοσίου (ειδικά αν αυτός ήταν εκμεταλλευόμενος/εκμεταλλευόμενη) κι αφετέρου ενάντια σ’ αυτό το κομμάτι των εκμεταλλευόμενων του δημοσίου που προσπαθούσαν να αντιπαλέψουν στην καθημερινότητα τον παραλογισμό της έλλειψης οργάνωσης, της γραφειοκρατικής δομής, της ρουφιανιάς και της υποχρηματοδότησης των υπηρεσιών. Ένα κομμάτι που ρητά ή άρρητα, βρίσκεται εδώ και χρόνια να αντιπαλεύει αυτό τον παραλογισμό στην καθημερινότητα του, όσο και στις ταξικές μάχες που δίνει ο κλάδος του, και οι οποίες σε μεγάλο βαθμό είναι υπονομευμένες από τον κορπορατισμό των συνδικάτων του κάθε κλάδου. Δάσκαλοι που λιώνουν για να μάθουν δύο γράμματα σε παιδιά από περιοχές φτωχές και με μεγάλη πλειοψηφία παιδιών μεταναστών μέσα στην τάξη, υπάλληλοι ταχυδρομείου ή τράπεζας που λιώνουν μπροστά στον κισέ, κοινωνικοί λειτουργοί που θα πρέπει να ξεπεράσουν τις συμπληγάδες της γραφειοκρατίας για να βοηθήσουν στοιχειωδώς κάποιο άνεργο, γιατροί που τρώνε τα 24ωρα με το κουτάλι για να καλύψουν τις τρύπες ενός διάτρητου συστήματος περίθαλψης, υπάλληλοι των σιδηροδρόμων που θα κάνουν τα στραβά μάτια σε λαθρεπιβάτες, και τόσοι άλλοι, που είτε το θέλει το κράτος, είτε το όχι, είτε υφίστανται την απαξίωση του χαρακτηρισμού «δημόσιος υπάλληλος» και την μνησικακία ακόμα και των πολιτικοποιημένων εκμεταλλευόμενων επειδή «απολαμβάνουν ένα προνομιακό καθεστώς εργασίας», είτε όχι, αποτελούν αυτό το κομμάτι της ζωντανής εργασίας που κρατάει όρθιο ένα ολόκληρο κρατικό σύστημα παροχής υπηρεσιών. Και είναι αυτό το κομμάτι που τραβάει κόντρες ενάντια στις πολιτικές του κράτους και σηκώνει το βάρος της αντίστασης και στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο, όπως και στην καθημερινότητα του ενάντια στους προϊσταμένους του και στους ρουφιάνους τους.

Αν σήμερα εκτός από τα αφεντικά παντός είδους, που θέλουν να διαλυθεί ο δημόσιος τομέας για να πάρουν ένα κομμάτι από την πίτα που θα μοιραστεί, η κατάσταση αυτή έχει την ανοχή κι ενός κομματιού των υπόλοιπων εργαζόμενων, οι αιτίες μπορεί να βρεθούν ακριβώς σ’ αυτή την συνθήκη που έχουν διαμορφώσει οι μηχανισμοί του κράτους για τους σκοπούς που αναλύσαμε παραπάνω. Άρα, καταρχάς πρέπει να παραδεχτούμε ότι δεν είναι σκέτη προπαγάνδα μια κάποια «συναίνεση στις μεταρρυθμίσεις που γίνονται» για την οποία μιλάει η κυβέρνηση. Αν κι η αλήθεια είναι ότι μπροστά στην γενικότητα της επίθεσης που δέχεται συνολικά η εκμεταλλευόμενη υποκειμενικότητα, αυτό το κλίμα έχει αρχίσει να αλλάζει, αφού οι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα χτυπιούνται κι αυτοί, και θα χτυπηθούν ακόμα περισσότερο στο εγγύς μέλλον. Αυτό όμως δεν αλλάζει τις παραμέτρους της κατάστασης που θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε ως εκμεταλλευόμενοι στο δημόσιο τομέα, στις μελλοντικές μάχες που θα δώσουμε.

Μιας κατάστασης που αφενός θα πρέπει να ανοίξει το εσωτερικό μέτωπο σε κάθε χώρο δουλειάς και σε κάθε υπηρεσία και αφετέρου θα πρέπει να ανοίγει το εξωτερικό μέτωπο αναζητώντας κοινωνικές συμμαχίες στους εκμεταλλευόμενους με τους οποίους ερχόμαστε καθημερινά σε επαφή.

Να ανοίξουμε το εσωτερικό μέτωπο σημαίνει: να διεξάγουμε εμφύλιο πόλεμο ενάντια όχι μόνο στην συνδικαλιστική γραφειοκρατία αλλά και στην εργασιακή γραφειοκρατία. Προϊστάμενοι που δεν αρνούνται έμπρακτα το ρόλο που τους έχει αναθέσει το κράτος και οι ρουφιάνοι τους όσο χαμηλά στην εργασιακή ιεραρχία και να βρίσκονται· εργαζόμενοι που εφαρμόζουν ατομικά και για την πάρτη τους την λούφα («άρνηση της εργασίας» το λέγαμε αυτό παλιά, όταν στρεφόταν ενάντια στα αφεντικά) ενάντια στους εκμεταλλευόμενους χρήστες των υπηρεσιών· άνθρωποι που έχουν σημαία τους το χρηματισμό, είτε ζητώντας «γρηγορόσημο» ή φακελάκι, άμεσα ή έμμεσα. Όλοι αυτοί πρέπει να βρεθούν στο στόχαστρο μας άμεσα, ρητά και συνειδητά, όπως και το σύνολο της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, κόντρα στις προσπάθειες που θα κάνει η αριστερά να συγκαλύψει το καθεστώς που κυριαρχεί, και που ένα στελεχικό της κομμάτι αποτελεί μέρος αυτού του καθεστώτος (αφού κατέχει ιεραρχικές ή συνδικαλιστικές θέσεις).

Για να αντιπαρατεθούμε αποτελεσματικά στην επίθεση του κράτους πρέπει πρώτα να διεξάγουμε εμφύλιο πόλεμο μέσα στις δικές μας γραμμές, κι αυτό τον πόλεμο να τον κάνουμε φανερό στους άλλους εκμεταλλευόμενους. Για αυτό πρέπει να του δώσουμε ξεκάθαρη υλική και ιδεολογική μορφή. Γιατί στην πραγματικότητα ο πόλεμος αυτός είναι υπαρκτός και μαίνεται σχεδόν σε κάθε χώρο δουλειάς, έστω κι αν δεν παίρνει παρά οριακά ρητές μορφές.

Θα πρέπει να δημιουργήσουμε αυτούς τους συσχετισμούς δύναμης μέσα στους χώρους δουλειάς μας, ώστε να είμαστε έτοιμοι να ξεμπροστιάσουμε τους «πράκτορες» του κράτους και να τους θέσουμε απέναντι μας, αρνούμενοι την χρόνια τακτική που εφαρμόζαμε μέχρι τώρα: «είναι συνάδελφος, τον βλέπω κάθε μέρα, πώς να συγκρουστώ μαζί του», τακτική ουσιαστικής συγκάλυψης, (ή στην καλύτερη περίπτωση: ανοχής) προϊσταμένων, απατεώνων και ρουφιάνων.

Δε συνεργαζόμαστε με ρουφιάνους, τους απομονώνουμε, τους εκθέτουμε, στους στήνουμε στον τοίχο. Καταλαβαίνουμε ότι αυτή η συνθήκη απαιτεί χρόνια πολιτικής δουλειάς και δεν είναι εύκολη επειδή θα πρέπει να δημιουργηθούν πρώτα οι συσχετισμοί που θα την επιτρέψουν. Ωστόσο έχουμε την γνώμη ότι στους περισσότερους χώρους δουλειάς και κάτω από μια επιφάνεια εργασιακής ειρήνης και «προσωπικών συγκρούσεων», κρύβονται βαθιές αντιθέσεις συμφερόντων και αναπτύσσονται πολλές έμπρακτες συγκρούσεις. Είναι στο χέρι μας, με υπομονή και επιμονή να βοηθήσουμε στο να δοθεί νόημα σε αυτές τις συγκρούσεις, προκειμένου να πάρουν αυτές (οι καθημερινές συγκρούσεις) την κατεύθυνση της κοινότητας συμφερόντων και επιθυμιών.

Ας δώσουμε ένα παράδειγμα όμως για το τι ακριβώς εννοούμε με αυτό που λέμε, από ένα χώρο υγείας, από την δουλειά μας δηλαδή. Στο τμήμα επειγόντων περιστατικών ενός κέντρου υγείας, κάποιοι ειδικευόμενοι γιατροί (γιατροί δηλαδή που θα βρεθούν για κάποιο χρονικό διάστημα της ειδικότητας τους εκεί), έχουν γνωριστεί καλά μέσα από την καθημερινή τους συνεργασία και προσπαθώντας να αντιπαλέψουν τον παραλογισμό της καθημερινής τους εργασίας έχουν αρχίσει κόντρες με την διεύθυνση και τους ρουφιάνους της. Από αυτό το τμήμα περνάνε όλοι οι καινούργιοι ειδικευόμενοι επειδή πρέπει να αποκτήσουν μια στοιχειώδη εμπειρία, προκειμένου να εκπαιδευθούν στοιχειωδώς πριν αρχίζουν να εφημερεύουν. Σ’ αυτό λοιπόν το τμήμα, προσέρχεται σε κάποια φάση μια ειδικευόμενη, με μικροαστική καταγωγή (κόρη ξεπεσμένου γουνέμπορου) και συντηρητικές καταβολές, και με μια ατομικίστικη συμπεριφορά αντιμετώπισης των πραγμάτων. Εν πάσει περιπτώσει τέτοιες συμπεριφορές δεν βοηθούν την καθημερινή συνεργασία στο συγκεκριμένο τμήμα κι αυτό της γίνεται κατανοητό πολύ σύντομα. Για παράδειγμα την παραμονή μιας απεργίας των γιατρών ξεκινάει μια συζήτηση για το πόσο σημαντική είναι η συλλογική διεκδίκηση και η συμμετοχή σε ένα αγώνα (έστω κι αν καλείται από το συνδικαλιστικό όργανο μας), και πως έχουμε ανάγκη ο ένας τον άλλο κι άρα πρέπει να συμμετέχουμε σε αγώνες κλπ. Χωρίς να χρειαστεί να μεταφερθεί εδώ ολόκληρη η συζήτηση, που γίνεται σε ένα διάλλειμμα από την δουλειά, λέμε συνοπτικά ότι η συγκεκριμένη εργαζόμενη υπερασπίζεται μια θέση που συμπυκνώνεται στα μότο «δεν γίνεται τίποτα», «εγώ κοιτάω μόνο την πάρτη μου», «ο καθένας πρέπει να κοιτάει μόνο την πάρτη του», κλπ.

Οι καλές προθέσεις των συνομιλητών και η απόπειρα τους να φέρουν στην επιφάνεια μια άλλη αντίληψη των πραγμάτων, εμποδίζουν τη συζήτηση να φτάσει σε άσχημους δρόμους, αλλά ωστόσο σύντομα γίνεται φανερή όχι απλώς η διαφωνία, αλλά η αμοιβαία δυσαρέσκεια των φορέων των απόψεων και το ότι «εμείς οι υπόλοιποι που δουλεύουμε εδώ, πιστεύουμε ότι πρέπει να είμαστε συλλογικοί και είμαστε εχθρικοί στην λογική κοιτάω την πάρτη μου». Γίνεται φανερή λοιπόν στις λέξεις η εχθρότητα των αντιλήψεων (στις λέξεις όχι στην πράξη). Μετά από κάμποση ώρα μπαίνει στο τμήμα επειγόντων ένας παππούς που κρατάει το στήθος του, όλοι οι υπόλοιποι ήδη ασχολούμαστε με κάποιον άλλο ασθενή, οπότε τυχαίνει να πέσει σ’αυτή –την άπειρη- ο κλήρος να δει ένα περιστατικό, τυπικά δύσκολο. Δίνει εντολή στην νοσηλεύτρια να κάνει στον παππού ένα καρδιογράφημα, έλα όμως που δεν ξέρει να ερμηνεύει το καρδιογράφημα! Για να δούμε δουλεύει πάντα το σύστημα «εγώ κοιτάω μόνο την πάρτη μου»;

Εδώ μια παρένθεση: ούτε ο γράφων, ούτε κανένας άλλο από το τμήμα επειγόντων, προκειμένου να «νουθετήσουμε» κάποιον, θα βάζαμε σε κίνδυνο την ζωή κανενός ασθενούς. Βλέποντας από απόσταση το περιστατικό με τον παππού που κρατούσε το στήθος του, και ρίχοντας μια ματιά (με τρόπο) στο καρδιογράφημα, είχαμε την εμπειρία να καταλάβουμε ότι ο ασθενής δεν κινδύνευε άμεσα.

Λοιπόν, βλέποντας γύρω της πέντε ανθρώπους (τόσοι είμασταν οι συνάδελφοι στο τμήμα επειγόντων) που σφύριζαν αδιάφορα στις εκκλήσεις που έκανε το βλέμμα της να συνδράμουν στην ερμηνεία του καρδιογραφήματος, η συγκεκριμένη «συνάδελφος» άρχισε να κοκκινίζει, να πρασινίζει, να κιτρινίζει (να παίρνει δηλαδή όλες τις αποχρώσεις απελπισίας της ίριδας), κι άρχισε να τρέχει προς τον διευθυντή για να ζητήσει βοήθεια.

Αυτό συνιστούσε ήδη ένα πλήγμα στο κύρος της ως γιατρού αφενός και αφετέρου μια ένδειξη «μη-προσαρμογής» της («γιατί δεν ζήτησες βοήθεια από τους παλιούς;», αναρωτήθηκε η ιεραρχία) στο συγκεκριμένο τμήμα, που της στοίχισε αρκετά στην συνέχεια. Η συνέχεια της ιστορίας δεν έχει πολύ ενδιαφέρον (δεν ήρθε γονατιστή η συγκεκριμένη «συνάδελφος» να ασπαστεί τις αρχές της συλλογικότητας και του κομμουνισμού, κατάλαβε όμως καλά πως έχουν τα πράγματα, έστω κι αν δεν μπόρεσε να τα ερμηνεύσει επαρκώς). Πιο πολύ αυτό το παράδειγμα αναφέρθηκε για να κάνουμε κατανοητό τι εννούμε όταν λέμε «άρνηση συνεργασίας» με όσους επενδύουν «στην πάρτη τους». Είναι κι αυτό μια στιγμή αυτό που είπαμε «να ανοίξουμε το εσωτερικό μέτωπο».

Μόνο με αυτό τον τρόπο, όταν ανοίξουμε δηλαδή το εσωτερικό μέτωπο, θα δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για να ανοίξει το εξωτερικό μέτωπο έμπρακτα και σε βάθος: τόσο ενάντια στις πολιτικές της κυβέρνησης, όσο και προς τους εκμεταλλευόμενους χρήστες των υπηρεσιών υγείας. Θα δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις σημαίνει ότι θα στριμώξουμε την συνδικαλιστική γραφειοκρατία και οριακά θα προετοιμάσουμε το έδαφος για να την υπερβούμε, αφού στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων δεν έχουμε ακόμα τους συσχετισμούς για να το κάνουμε αυτό.

Η πραγματική σημασία του συνθήματος «παίρνουμε τον αγώνα στα χέρια μας» δεν σημαίνει απλώς ένα οργανωτικό άλμα προς την κατεύθυνση της αυτονομίας, σημαίνει κυρίως μια διαδικασία μέσα από την οποία θα τεθούν με έμπρακτο τρόπο οι θεματικές των αναγκών και των επιθυμιών μας ως εκμεταλλευόμενων και θα αναζητηθεί η δημιουργία της κοινότητας με τους υπόλοιπους εκμεταλλευόμενους από άλλους χώρους. Γιατί ας μην γελιώμαστε: δεν μπορώ εγώ σαν δάσκαλος να ζητήσω την συμπαράσταση του «γονιού» στην απεργία μου, όταν αυτός γνωρίζει ότι είμαι αδιάφορος απέναντι στο πρόβλημα μάθησης του παιδιού του· δεν μπορώ σαν γιατρός να ζητήσω την βοήθεια του «χρήστη υγείας», όταν πριν του έχω πάρει φακελάκι, ή τον έχω κάνει μπαλάκι προκειμένου να αποφύγω την ευθύνη της κατάστασης υγείας του· δεν μπορώ σαν οδηγός του ησαπ να ζητήσω την συμπαράσταση του «επιβάτη» όταν ποτέ στην απεργία μου δεν έχω βάλει το ζήτημα τις μεταφορές των εργαζόμενων στον τόπο δουλειάς να της πληρώνουν τα αφεντικά (τουλάχιστον). Επειδή οι μορφές «γονιός», «χρήστης υγείας», «επιβάτης» είναι οι πολλαπλές εκφάνσεις της καθημερινότητας της κοινωνικής σχέσης εκμεταλλευόμενος (παρόμοιους ρόλους αναλαμβάνουν και τα αφεντικά, μόνο που αυτά έχουν τον τρόπο στην τσέπη (χρήμα) και στο μπράτσο τους (κύρος) να ξεπερνάνε έμπρακτα τα περισσότερα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε εμείς). Στην ανάδειξη της κοινότητας των συμφερόντων που ορίζουν αυτές οι κοινωνικές σχέσεις και στην ενδυνάμωση τους βρίσκεται το κρυμμένο μυστικό της σύνδεσης μας με τους υπόλοιπους εκμεταλλευόμενους. Αφενός αναδεικνύουμε ότι είμαστε ένα κομμάτι των εργαζομένων στο δημόσιο που συγκρουόμαστε με την εργασιακή και συνδικαλιστική γραφειοκρατία, τους ρουφιάνους της και τις πρακτικές της. Αφετέρου οικοδομούμε σχέσεις εμπιστοσύνης και αλληλεγγύης με αυτούς τους ανθρώπους που ερχόμαστε καθημερινά σε επαφή. Στη βάση δηλαδή των καθημερινών σχέσεων παρόχου υπηρεσίας-χρήστη υπηρεσίας, οικοδομούμε πολιτικές σχέσεις αλληλεγγύης.

Για να δώσω ένα παράδειγμα: με μια ομάδα συναδέλφων όταν κάναμε επίσχεση εργασίας για να διεκδικήσουμε δεδουλευμένα στο χώρο υγείας που δουλεύουμε, βγήκαμε στο δρόμο και μοιράσαμε στην τοπική κοινότητα προκηρύξεις που αφενός εκθέταμε την δική μας κατάσταση, αφετέρου κάναμε κατανοητό στους χρήστες υγείας ότι το δικό μας πρόβλημα είναι και δικό τους, φέρνοντας στο φως τα προβλήματα περίθαλψης λόγω των ανεπαρκειών αυτού του χώρου υγείας.

Υποθέτουμε βάσιμα ότι πάνω στις ανιδιοτελείς καθημερινές σχέσεις ανταλλαγής υπηρεσιών μπορεί να ανακαλυφθεί ένας πλούτος ανταγωνιστικών πρακτικών, που η ανάπτυξη του θα είναι και ο κρίσιμος παράγοντας για τους αγώνες που θα δώσουμε το επόμενο διάστημα. Συνθήκη κρίσιμη που αποτελεί κι ένα στοίχημα όχι μόνο για να δημιουργηθούν ρήγματα στις συμμαχίες του κράτους, αλλά και για να φτιάξουμε εμείς οι από κάτω τις δικές μας κοινότητες αγώνα.

Hobo, 13/08/2010

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*