Εμπειρίες από τον αγώνα των Αιγυπτίων αλιεργατών της Μηχανιώνας

Παρακάτω επιλέγουμε να αναδημοσιεύσουμε μια σειρά κειμένων που αποτελούν κινηματικές εμπειρίες από την πολύμηνη απεργία των Αιγυπτίων αλιεργατών στη Μηχανιώνα της Θεσσαλονίκης το 2010. Όπως αναφέρεται στο indymedia τα δύο πρώτα κείμενα έχουν γραφεί από συντρόφους που παρακολούθησαν την απεργία, ενώ το τελευταίο προέρχεται από το σωματείο των ίδιων των αλιεργατών.

Σχετικά με τα όρια και τις δυνατότητες του απεργιακού αγώνα των Αιγύπτιων ψαράδων της Μηχανιώνας

“Στη Νέα Μηχανιώνα Θεσσαλονίκης, στις αρχές του 2010, οι περίπου 250 Αιγύπτιοι αλιεργάτες ξεσηκώθηκαν μετά την αυθαίρετη απόφαση των ιδιοκτητών αλιευτικών σκαφών να τους περικόψουν κατά 60% τους μισθούς και συσπειρωμένοι με τα ταξικά τους Συνδικάτα έδωσαν απάντηση. Παρά την εργοδοτική τρομοκρατία και τις απειλές, οι μετανάστες δε λύγισαν. Επί τρεις μήνες συνέχισαν τις απεργιακές τους κινητοποιήσεις και έσπασαν τους απεργοσπαστικούς μηχανισμούς που έστησαν οι εργοδότες. Δεν υποχώρησαν ακόμη και όταν οι εργοδότες προχώρησαν ακόμη και σε …τρεις αγωγές για να βγάλουν παράνομο και καταχρηστικό τον απεργιακό τους αγώνα.” (Ριζοσπάστης, 30/1/2011, Η ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΠΑΜΕ ΜΕ ΤΟΥΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ ΕΡΓΑΤΕΣ)

Ο απεργιακός αγώνας των ψαράδων στη Μηχανιώνα ήταν γέννημα της ανάγκης, τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο… Κι αν το πρώτο σήμαινε το προχώρημά του με όρους που θα ήταν “αρεστοί” στο χώρο της ανατροπής (πράμα που βάζει πιο έντονα το θέμα των ευθυνών που είχαν σε σχέση με το προχώρημα αυτό -τουλάχιστον στο κομμάτι που τους αναλογεί- όσους συμμετείχαν στην ιστορία) το δεύτερο έχει να κάνει με τ’ ότι αποτέλεσε ένα ταξικό στην ουσία του αγώνα κι αυτό είναι αρκετό για να πάει η κουβέντα παρακάτω.

Μόνο που τα όρια κι οι δυνατότητες ενός αγώνα πολλές φορές δεν εξαρτώνται αποκλειστικά απ’ αυτούς που τον διεξάγουν άμεσα αλλά διαμορφώνονται σε μεγάλο βαθμό και κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες -που στην περίπτωσή μας υπήρχαν- από δυνάμεις που παίρνουν θέση στο πλάι του ή και μπροστά του, με σκοπό είτε να σταθούν αλληλέγγυες είτε και να τον χειραγωγήσουν, ξεκινώντας προφανώς από διαφορετικές αφετηρίες κι έχοντας ανάλογα κίνητρα. Η απεργία των αλιεργατών απ’ την Αίγυπτο αποτελεί ξεκάθαρα παράδειγμα μιας τέτοιας περίπτωσης. Κάπως έτσι έφτασε να μετατραπεί η αγωνία των ψαράδων για τα χαμηλά μεροκάματα που όσο πήγαιναν κι έπεφταν σε μια απεργία η διάρκεια της οποίας δε συναντάται συχνά αφού κράτησε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο για τρεις ολόκληρους μήνες και κατέληξε με το χειρότερο φαινομενικά τρόπο. Αν τα πράματα πήγαν όπως τελικά πήγαν (η αναφορά γίνεται στο σύνολο των γεγονότων κι όχι αποκλειστικά στην κατάληξή τους) η αιτία γι’ αυτό θα πρέπει ν’ αναζητηθεί σ’ αυτήν ακριβώς την άμεση εμπλοκή των δυνάμεων που προαναφέρθηκαν, δηλαδή του τοπικού συνδικαλιστικού μηχανισμού του ΚΚΕ απ’ τη μια και των συντρόφων που συμμετείχαν στη Συνέλευση Αλληλεγγύης απ’ την άλλη κι αυτό χωρίς την παραμικρή διάθεση να υποτιμηθούν παράγοντες που έχουν να κάνουν με τις ιδέες, τις αντιλήψεις και τη συνείδηση που οι ίδιοι οι απεργοί κουβαλούσαν απ’ τον τόπο τους ή είχαν αναπτύξει μέσα απ’ την παραμονή τους στην Ελλάδα και το είδος της δουλειάς τους. Αν για παράδειγμα, το ΠΑΜΕ δεν έστηνε και στήριζε τον αποκλεισμό της σκάλας στη Μηχανιώνα το Γενάρη, δίνοντας δημοσιότητα στην πρώτη αυτή εκδήλωση της απεργίας, οποιαδήποτε μορφή ομαδικής αντίδρασης των ψαράδων στην περίπτωση που αυτοί θα έμεναν απομονωμένοι, πολύ περισσότερο δε αν έπαιρνε τη μορφή τυχόν άρνησής τους να μπουν στη θάλασσα, θα είχε πιθανότατα τελειώσει μέσα σε μερικές ώρες: τα ΜΑΤ του Λιμενικού σε συνεργασία με τον αποτελούμενο απ’ τ’ αφεντικά, τα τσιράκια τους και τους ακροδεξιούς όχλο θα έλυναν το “πρόβλημα” άμεσα και ζήτημα είναι αν κανένας on line σύντροφος θ’ αλίευε κάποια αναφορά απ’ τα ψιλά των ειδήσεων ώστε να την αναδημοσιεύσει σε κάποιο επαναστατικό ιστότοπο προς ενημέρωση των υπολοίπων.

Στον πυρήνα όμως κάθε κουβέντας που αφορά τις δυνατότητες ενός αγώνα δεν παύουν να βρίσκονται οι άνθρωποι που τον ξεκινάνε κι ας μην εξαρτώνται τα πάντα απ’ αυτούς. Τι σόι τύποι ήταν αυτοί λοιπόν και τι είδους αντιλήψεις είχαν σε σχέση με τον αγώνα που αποφάσισαν να βάλουν μπροστά; Επίσης, η φύση της δουλειάς στην οποία απασχολούνταν επέδρασε στις εξελίξεις και πως; Και τέλος, πως επέδρασε το πεδίο του αγώνα στην εξέλιξη του, δηλαδή η Μηχανιώνα, ιδωμένη τόσο ως συγκεκριμένος γεωγραφικά τόπος, όσο κι ως τοπική κοινωνία με τους ανθρώπους που τη συνοδεύουν -των μεταναστών συμπεριλαμβανομένων- που διαμορφώνονται απ’ αυτήν αλλά και που με τη σειρά τους τη διαμορφώνουν; Η απόπειρα ν’ απαντηθούν τα παραπάνω ερωτήματα -ελλιπής σε κάθε περίπτωση αφού βασίζεται σε μια προσωπική θεώρηση- θα κινηθεί προς την κατεύθυνση της εξέτασης μερικών βασικών παραγόντων που προϋπάρχουν ενός αγώνα μ’ αποτέλεσμα να τον επηρεάζουν σημαντικά. Μ’ άλλα λόγια πρόκειται για μια πρόχειρη ματιά πάνω σε κείνες τις συνθήκες που συνηθίζεται ν’ αποκαλούνται “αντικειμενικές”, συνθήκες που πολύ συχνά χαρακτηρίζονται απ’ το εξής αξιοπρόσεκτο: όταν είναι υπέρ σου, σε βοηθάνε σε μικρό βαθμό αλλά όταν είναι εναντίον σου σε χαντακώνουν μια και καλή αν δεν πάρεις την κατάσταση στα χέρια σου κι αφήσεις τα πράματα να πάνε στην τύχη!

Το βασικό χαρακτηριστικό του αγώνα ήταν ότι διεξάγονταν από μετανάστες. Σύμφωνοι, δεν ήταν στη μοίρα, για παράδειγμα, των πρώτων Αλβανών που ήρθαν στην Ελλάδα αφού πολλοί εξ’ αυτών βρίσκονταν για πολλά χρόνια στη χώρα έχοντας μάλιστα αποκτήσει και πράσινη κάρτα, κάτι επιπλέον δηλαδή απ’ τα διακαιώματα που απέρρεαν απ’ τη διακρατική συμφωνία Ελλάδας-Αιγύπτου. Επίσης έκαναν μια δουλειά δύσκολη που απαιτεί και μια εξειδίκευση, κάτι που δεν έκανε εύκολη την αντικατάστασή τους απ’ τη μια μέρα στην άλλη. Σ’ όποια μοίρα όμως κι αν είναι ο μετανάστης νοιώθει τις περισσότερες φορές φόβο, ιδιαίτερα όταν ξεκινά ένα αγώνα στον οποίον συμμετέχουν αποκλειστικά συμπατριώτες του. Φόβο κατ’ αρχήν απέναντι στις κρατικές αρχές και δεν πρόκειται ν’ αναλύσουμε εδώ το γιατί συμβαίνει αυτό. Εκτός του ότι είναι εύκολα αντιληπτό, τό ‘χουν κάνει άλλοι νωρίτερα και με μεγαλύτερη επιτυχία απ’ ότι θα σημείωνε μια τέτοια απόπειρα στα πλαίσια αυτού του κειμένου. Επιπλέον υπήρχε ο φόβος για την πρεσβεία τους. Αυτή είχε δείξει δείγματα γραφής από νωρίς με το αρχικό κείμενο συμφωνίας (που κατόπιν πάρθηκε πίσω λόγω των απίθανων όρων που περιείχε) αλλά και στη συνέχεια οι συστάσεις της προς τους απεργούς εύκολα μπορούσαν ν’ αποκωδικοποιηθούν απ’ τους τελευταίους και συνοψίζονταν πάνω κάτω στο εξής: αν ξεπερνιόταν κάποια όρια (όπως το άνοιγμα του αγώνα σ’ άλλα λιμάνια) ίσως άρχιζαν να ενδιαφέρονται οι Αιγυπτιακές αρχές περισσότερο για κάποιους τουλάχιστον απ’ αυτούς. Με δεδομένο τ’ ότι οι οικογένειές τους βρίσκονταν πίσω στην πατρίδα τους, το να μπλέξουν με κάποιες υπηρεσίες ενός καθεστώτος σαν κι αυτό του Μουμπάρακ δε τους χαροποιούσε ιδιαίτερα. Έπειτα όπως και να το κάνουμε, όλοι λίγο πολύ γνωρίζουν καλά πως λίγα πράγματα μπαίνουν πάνω απ’ τις διακρατικές εμπορικές-οικονομικές συμφωνίες. Αυτό όμως που θα πρέπει να επισημανθεί είναι ότι οι φόβοι αυτοί αν και υπαρκτοί και βάσιμοι δε στάθηκαν ικανοί να εμποδίσουν από μόνοι τους το ξέσπασμα μιας απεργίας. Η θεσμική κάλυψη που της παρείχε το ΚΚΕ δεν αποτελεί την αποκλειστική αιτία για το ξεπέρασμα του φόβου αυτού. Εξ’ άλλου ήταν ακριβώς αυτό το ξεπέρασμα που έστρεψε και την προσοχή μερικών ακόμα ανθρώπων, πέραν του ΠΑΜΕ, στη Μηχανιώνα αφού η παρακίνηση κι η υποστήριξη ενός κομματικού μηχανισμού δεν είν’ αρκετή από μόνη της να σπρώξει τα πράγματα μπροστά, αν απουσιάζει κάτι βασικό: η συνείδηση της εκμετάλλευσης.

“Καθαροί” ταξικοί αγώνες δεν υπάρχουν και πολύ περισσότερο, η έκβασή τους δεν κρίνεται αναγκαστικά απ’ το βαθμό της συνείδησης των αγωνιζόμενων, αν βέβαια αυτή μπορεί να μετρηθεί. Απ’ την άλλη, κανείς δεν παραγνωρίζει το σημαντικό ρόλο της αντίληψης που έχουν οι ίδιοι οι άνθρωποι που μάχονται γι’ αυτό που κάνουν. Αν αφήσει κάποιος στην άκρη τις αναφορές του Ριζοσπάστη στο “ταξικό” Σωματείο Αιγύπτιων Αλιεργατών και στον “ηρωικό αγώνα που διεξάγουν οι 170 αιγύπτιοι αλιεργάτες, ενωμένοι σα μια γροθιά” θα μπορέσει να δει την πραγματικότητα. Οι απεργοί είχαν τη γενική συνείδηση μιας μάχης του δίκιου εναντίον του άδικου που συνοδεύονταν βέβαια κι απ’ τις -βάσιμες κάποιες φορές ή αστήριχτες άλλες- αντιλήψεις τους περί ταχτικής. Εξέφραζαν μάλιστα και την απορία τους σχετικά με το πως γίνεται άνθρωποι που δεν πιστεύουν στο θεό να υποστηρίζουν στην πράξη το λόγο του, δηλαδή το δίκιο των εργαζόμενων. Ενώ όμως αυτή η βάση, η ιδιαίτερη θεώρηση των ψαράδων, έφτανε και παρα-έφτανε για να υπάρξει επαφή κι επικοινωνία με την πλευρά των αλληλέγγυων συντρόφων, απουσίαζε εκείνη η συνείδηση που αποκαλείται ταξική, όχι γιατί ο αγώνας τους δεν είχε τέτοιο χαρακτήρα αλλά γιατί απλά οι συγκεκριμένοι άνθρωποι είχαν διαφορετικές αναφορές. Δεν ίσχυαν κάποια πράματα που πιθανώς να φαντάζονταν ορισμένοι σύντροφοι, ιδίως όσοι δεν είχαν άμεση επαφή με την απεργία και πάντως όχι η ωραιοποιημένη εικόνα που πλάσσαρε το ΚΚΕ για τους δικούς του λόγους. Ίσως πιο κοντά στην αλήθεια να είναι τα λόγια ενός συμπατριώτη τους και παλιού τους συνάδερφου που έζησε από κοντά τα γεγονότα: “Ακόμα και τώρα που η απεργία τελείωσε, αρκετοί απ’ τους ψαράδες δεν κατάλαβαν τι ακριβώς έγινε!”. Μια άποψη που φαντάζει ίσως χοντροκομμένη κι υπερβολική, δίνει όμως το στίγμα μιας αντίληψης που αν ήταν διαφορετική και μετουσιώνονταν σε δράση ίσως άλλαζε την κατάσταση, διευρύνοντας τα όρια του αγώνα. Προς αυτή την κατεύθυνση αναλήφθηκαν πρωτοβουλίες απ’ τη μεριά της Συνέλευσης Αλληλεγγύης που δε γνώρισαν επιτυχία ενώ απ’ την άλλη το ΚΚΕ βολεύονταν με το συνομιλεί με τα μέλη της διοίκησης του σωματείου κι ένα μικρό πυρήνα ανθρώπων με τους υπόλοιπους απλά ν’ ακολουθούν.

Δεν είναι στις προθέσεις κανενός να παρουσιαστούν οι απεργοί ως ένα τσούρμο άμοιρων κι ανεύθυνων ανθρώπων που άγονταν και φέρονταν απ’ τον πρώτο τυχόντα. Όμως η έλλειψη εμπειρίας από ανάλογους αγώνες κι οι συνήθειες που κουβαλούσαν δεν είναι κάτι που μπορεί ν’ αλλάξει ούτε με τα λόγια, ούτε με την ανάληψη ορισμένων δράσεων. Όπως και νά ‘χει αυτά επέδρασαν πάνω στον αγώνα και συνέβαλαν στο να στοιχειωθεί αυτός από μια αντίφαση που τον χαρακτήρισε ως το τέλος του: απ’ τη μια δηλαδή η απεργία με πλήθος προβλημάτων συνεχίζονταν κουτσά στραβά για τρεις μήνες κι απ’ την άλλη χάνονταν χρόνος και δημιουργούνταν ένα κλίμα γενικής παθητικότητας κι αδράνειας, κάτι που μεγάλωνε τις οικονομικές δυσκολίες των απεργών καθώς και την κούρασή τους. Δεν υπήρχαν γενικές συνελεύσεις κι οι αποφάσεις λαμβάνονταν από ένα μικρό πυρήνα ανθρώπων. Ας μη βιαστεί όμως οποιοσδήποτε να τους κατηγορήσει γιατί οι ίδιοι οι σύντροφοι έγιναν μάρτυρες των προσπαθειών απ’ την πλευρά τους να ενημερωθεί και να κινητοποιηθεί ο μεγαλύτερος δυνατός αριθμός των υπόλοιπων απεργών που τις περισσότερες φορές αρκούνταν στο “αποφασίστε εσείς που ξέρετε”. Αυτή η αντίληψη δεν αλλάζει εύκολα, κάτι που αν συνέβαινε θ’ άλλαζε και τις τακτικές τους αφού η έννοια του δίκιου του αγώνα δε λύνει άμεσα όλα τα προβλήματα που προκύπτουν στο πεδίο της δράσης. Όταν μια απεργία ξεκινά με 170 ανθρώπους και σύντομα η πλειοψηφία αναχωρεί για την Αίγυπτο, αφήνοντας όσους έμειναν πίσω να νικήσουν για να επιστρέψουν κι αυτοί με τη σειρά τους, δε μπορείς να περιμένεις και πολλά. Όταν κόντρα στις αρχικές διακηρύξεις των απεργών αφήνονται να δουλεύουν από νωρίς ανενόχλητοι ορισμένοι απεργοσπάστες που προέρχονταν απ’ τις τάξεις τους, δηλαδή απ’ τη Μηχανιώνα, σε δυο τρία μικρά αφεντικά που σύναψαν ξεχωριστές συμφωνίες, δημιουργώντας μάλιστα την ψευδαίσθηση στους υπόλοιπους ότι επίκειται σπάσιμο του μετώπου των πλοιοκτητών, το ίδιο. Τα πράματα γίνονται χειρότερα όταν επαναπαύεσαι στην υποτιθέμενη ουδετερότητα των θεσμών όπως τα δικαστήρια, κάτι το οποίο είναι κατανοητό ως ένα σημείο λόγω της θέσης των ψαράδων αλλά ολέθριο κατά τ’ άλλα αφού αφήνει μεγάλο κενό στη δράση. Όλ’ αυτά τα προβλήματα στις εκτιμήσεις και την τακτική, αν κι αντιμετωπίσιμα υπό προϋποθέσεις, συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στο να κρατήσουν πίσω την απεργία και να δημιουργούν μέρα με τη μέρα ένα βαρύ κλίμα ανάμεσα στους ψαράδες καθώς και μια πίεση που συνεχώς εντείνονταν. Οι εξαιρέσεις επ’ αυτού (όπως η πετυχημένη επιχείρηση εκδίωξης των απεργοσπαστών στα ΚΤΕΛ του Δεντροπόταμου ή η απόφαση των απεργών για το κείμενο-κάλεσμα σε συμπαράσταση που θα μοιράζονταν στα υπόλοιπα λιμάνια λίγο πριν το Πάσχα) ήρθαν πολύ αργά κι όταν πολλά είχαν πια κριθεί για το μέλλον της απεργίας.

Οι αλιεργάτες δε δούλευαν συγκεντρωμένοι σε κάποιο εργοστάσιο ώστε να έχουν την ευκαιρία καθημερινά να έρχονται σ’ επαφή και να συζητάνε τα προβλήματα που προέκυπταν. Κάποιοι απ’ αυτούς στο παρελθόν έλυναν αυτά τα προβλήματα είτε μ’ ατομικές προσφυγές σε υπηρεσίες, είτε σε προσωπικό επίπεδο με τον πλοιοκτήτη. Έτσι, δούλευαν χωρισμένοι σε δεκάδες καϊκια έχοντας ανάλογο αριθμό αφεντικών. Η έλλειψη κοινού χώρου όπως κι αυτή του χρόνου λόγω της δουλειάς αλλά και του ότι πολλοί επέστρεφαν το καλοκαίρι στην πατρίδα τους, εξηγεί εν μέρει τον τρόπο με τον οποίο παίρνονταν οι αποφάσεις κατά τη διάρκεια του αγώνα αφού η συγκεκριμένη δουλειά δεν ευνοούσε τις ομαδικές διαδικασίες. Η υπερβολική πίεση των χαμηλών αμοιβών ξεπέρασε βέβαια με μιας όλα τα παραπάνω, όχι όμως με τρόπο που θα έβαζε πιο γερά τα θεμέλια για την εξέλιξη της απεργίας. Έχοντας παράλληλα προσωπικές σχέσεις με τους πλοιοκτήτες και δουλεύοντας για παράδειγμα, κάποια χρόνιαμε τον πατέρα κι ύστερα με το γιο ως αφεντικό, απέφευγαν την ιδέα μιας άμεσης σύγκρουσης. Οι σχέσεις αυτές όμως καθόλου δε στάθηκαν ικανές ν’ αποτρέψουν τη σχεδιασμένη επίθεση της πλοιοκτησίας που με πρόσχημα την κρίση άρχισε να κατεβάζει τα μερτικά και τις αμοιβές. Ο κατακερματισμός αυτός συνέτεινε και στην αδυναμία των ψαράδων να δουν ότι το μέτωπο των αφεντικών ήταν αραγές κι ότι οι δυο-τρεις που πιθανώς διαφοροποιήθηκαν δε θα ήταν η αιτία που θ’ άλλαζε τη συνολική στάση της πλοιοκτησίας. Έμειναν δηλαδή για μεγάλα χρονικά διαστήματα με σταυρωμένα τα χέρια δίνοντας υπερβολική πίστη στην εσωτερική διαμάχη των αδεντικών που ναι μεν, μπορεί να υπήρξε για λόγους δικής τους τακτικής, όχι όμως στο βαθμό που θα τους έκανε να υποχωρήσουν απέναντι στα αιτήματα της απεργίας. Ενώ ο χρόνος περνούσε παθητικά για τη μια πλευρά, η άλλη οργανώνονταν κι ενθαρρυμένη απ’ την απουσία άμεσης δράσης έφτασε στο σημείο να μπουκάρει σε σπίτια απεργών. Τα χαμένα κέρδη ήταν πολλά κι η απεργία είχε ήδη κρατήσει πολύ για να επέτρεπαν οτιδήποτε άλλο να μπει στη μέση, καθιστώντας τη στάση τους ένα πρωίμιο σε σχέση με την κρίση που θα επακολουθούσε σε λίγο και στο πως κάτω απ’ το συγκεκριμένο πρόσχημα θ’ άρχιζε μια ολομέτωπη επίθεση, όχι απλά ενάντια σε μετανάστες ή απεργούς αλλά στο σύνολο της κοινωνίας.

Αν ο τόπος της απεργίας ήταν λχ η παλιά ιχθυόσκαλα της Μενεμένης ίσως τα πράματα να έπαιρναν άλλη εξέλιξη. Το κέντρο της πόλης θα ήταν κοντά, οι απεργοί θα έμεναν στο κέντρο ή τις δυτικές συνοικίες κι οι ευκαιρίες όπως κι οι προσφερόμενοι χώροι (κάτι που απουσίαζε δραματικά στην πραγματική εστία του αγώνα) για συζητήσεις και δράσεις με πολύ μεγαλύτερο αριθμό απεργών θ’ αποτελούσαν ευνοϊκό παράγοντα για τον ίδιο τον αγώνα. Όμως εδώ τα πράματα ήταν δεδομένα: ότι ήταν να γίνει θά ‘πρεπε να γίνει στη Μηχανιώνα, κάτω από πολύ πιο δύσκολες συνθήκες λόγω και της απόστασης αλλά και των ιδιαιτεροτήτων της μικρής κοινωνίας ενός χωριού, μ’ άλλα λόγια των σχέσεων ανάμεσα σ’ απεργούς που είχαν επιπλέον την ιδιότητα του μετανάστη, των αφεντικών και των κατοίκων. Εδώ ο φόβος ήταν πολύ έντονος μπροστά στην προοπτική να ξεσηκωθεί το χωριό εναντίον τους θεωρώντας ότι η απεργία “έκανε κακό στον τόπο”. Οι ίδιοι οι ψαράδες προσπαθούσαν ν’ αποτρέψουν με κάθε τρόπο οργανωμένη και μαζική δράση στη Μηχανιώνα, μη θέλοντας να δώσουν αφορμές για τέτοιου είδους αντιδράσεις από μέρους των κατοίκων. Ακόμα κι όταν χτυπήθηκαν μέσα στα ίδια τους τα σπίτια ή όταν τους προπηλάκισαν στο δρόμο οι συμμορίες των αφεντικών και των τσιρακιών τους με την ανοχή των μπάτσων ή και μετά την επίσκεψη της Χρυσής Αυγής στο χωριό, κατόπιν πρόσκλησης κατ’ εκτίμηση των ίδιων των ψαράδων, συγκεκριμένου προσώπου-πλοιοκτήτη, αντίδραση στην ουσία δεν υπήρξε. Κι ας θεωρούσαν οι ίδιοι οι απεργοί ότι αυτά δεν ήταν δυνατό να συμβούν λόγω του ότι τ΄αφεντικά έτρεφαν φόβο για τις πιθανές αντιδράσεις των θερμόαιμων αλλά και μεγαλόστομων αράβων. Ο φόβος κι η συγκράτηση στην πραγματικότητα συνόδευαν την άλλη πλευρά κι έκαναν πάνω στην ίδια λογική ακόμα και το ΚΚΕ που αποτέλεσε εξ’ άλλου στόχο των επιθέσεων να μην ξαναπατήσει στη Μηχανιώνα, περιοριζόμενο σ’ ανακοινώσεις ή εκκλήσεις προς την εισαγγελία. Μπορεί πάντως οι κάτοικοι να μην παρασύρθηκαν απ’ τις ιαχές της συμμορίας που καλούσε σε γενικευμένο πογκρόμ εναντίον όλων των Αιγυπτίων που ζούσαν εκεί αλλά πάντως δεν αντέδρασαν κιόλας στους τραμπουκισμούς που στο κάτω κάτω “εξέθεταν τη Μηχανιώνα”, αν αυτό βέβαια ήταν το ζητούμενο. Το πλέγμα όμως των οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων που επικρατεί σε μια τέτοια κοινωνία μόνο εύκολη δεν έκανε την παραπάνω πιθανότητα, ακόμα κι αν μιλάμε για το “προοδευτικό” κομμάτι της. Το χρήμα το διαθέτουν τ’ αφεντικά και μέσω αυτού σκόρπιζαν απειλές προς τον καθένα που θα βοηθούσε μ’ οποιοδήποτε τρόπο τους απεργούς. Η τοπική εξουσία, δεμένη κι αυτή στο άρμα των πλοιοκτητών, απειλούσε έμμεσα με τη σειρά της όποιον σκέφτονταν κάτι τέτοιο. Ο φόβος δεν είχε να κάνει μόνο με τους ξένους αλλά και με τους λίγους ντόπιους που το σκέφτονταν να εκφραστούν δημόσια υπέρ των ψαράδων για ευνόητους λόγους. Θα πρέπει εδώ ν’ αναφερθεί ότι κατά τη διάρκεια του αποκλεισμού στην ιχθυόσκαλα στο ξεκίνημα της απεργίας, ο όχλος έσπασε δυο μαγαζιά, τους ιδιοκτήτες των οποίων θεώρησε υπεύθυνους για το “κουβάλημα” του ΠΑΜΕ στα μέρη τους, κάτι που μαθεύτηκε προς το τέλος της απεργίας. Τουλάχιστον, οι άνθρωποι που κάλεσαν στα μέσα του Γενάρη μια ενημερωτική συζήτηση στα Πανεπιστήμια, η οποία στάθηκε κι η αφορμή για τη δημιουργία της Συνέλευσης Αλληλεγγύης, προέρχονταν απ’ την περιοχή αν και στη συνέχεια εξαφανίστηκαν. Όπως και νά ‘χει, η Μηχανιώνα -ως τόπος κι ως κοινωνία- διαδράματισε σημαντικό ρόλο στη συγκεκριμένη ιστορία, αποδεικνύοντας γι’ άλλη μια φορά το βάρος αυτών των παραμέτρων και το πως επηρεάζουν ένα αγώνα.

Αν όμως υπάρχουν οι λεγόμενες αντικειμενικές συνθήκες που επηρεάζουν καθοριστικά τα όρια και τις δυνατότητες ενός αγώνα, υπάρχουν για να τις αλλάζουν προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση οι άνθρωποι με τη δράση και την πρωτοβουλία που αναλαμβάνουν. Όπου δεν καταφέρνουν τίποτα αφήνουν την ανάμνηση του παρελθόντος κι όπου το κατορθώνουν την υπόσχεση για το μέλλον. Δεν εξαιρούμε τίποτα που να στέκεται στη μέση αυτών των δυο προοπτικών.

Το ΚΚΕ κινήθηκε με συνέπεια στη γραμμή που έχει χαράξει για τους αγώνες: ότι δεν ελέγχεται σαμποτάρεται κι ότι ξεφεύγει απ’ το πλαίσιο συκοφαντείται. Αν το ΚΚΕ μπλέχτηκε απ’ την αρχή στην ιστορία και τη στήριξε ήταν γιατί είχε ένα και μόνο σκοπό: τη διατήρηση στο τέλος ενός σωματείου που θα κρατούσε μαντρωμένο το μεγαλύτερο δυνατό αριθμό μελών, υπό τον όρο ότι αυτό θα καταγράφονταν στην επιρροή του ΠΑΜΕ. Πάνω απ’ αυτό δε θα έμπαινε καμμιά νίκη ή συμβιβασμός που να μην έφερε τη σφραγίδα-έγκρισή του. Το ίδιο συνέβη και με την αλήθεια. Ειρήσθω εν παρόδω, ακόμα περιμένουμε κάποια αναφορά απ’ το Κόμμα σχετικά με το πότε, το πως και το γιατί τελείωσε μια απεργία στην οποία κατά τ’ άλλα όλα πήγαιναν πρίμα. Όμως τι να περιμένει κανείς από τύπους που ανέβασαν στην απεργιακή τους εξέδρα ένα ψαρά, δασκαλεύοντάς τον να φωνάξει και μάλιστα όχι μια φορά “Είμαστε με το ΠΑΜΕ και μόνο με το ΠΑΜΕ”; Ή απ’ αυτούς που ισχυρίζονταν σοβαρά πως οι απεργοσπάστες στα ΚΤΕΛ αποχώρησαν επειδή “επέδειξαν ταξική αλληλεγγύη” αμέσως μόλις ενημερώθηκαν απ’ τους συναδέρφους τους για τα της απεργίας, τη στιγμή που οι ίδιοι οι απεργοί είχαν νωρίτερα εισπράξει ως απάντηση σε τηλεφωνική επικοινωνία μ’ αυτούς την προτροπή να πάνε να γαμηθούν γιατί το μόνο που τους ένοιαζε ήταν να δουλέψουν!

Η μηχανή της συκοφάντησης πήρε μπρος απ’ την αρχή αφού ξεπεράστηκε το πρόβλημα της προσέγγισής μας με τους απεργούς. Θυμόμαστε τις ερωτήσεις τους καθ’ οδόν προς το Πολυτεχνείο για την πρώτη δημόσια κουβέντα που έλαβε χώρα με την παρουσία τους. Αν δηλαδή θα γίνουν φασαρίες, συγκρούσεις, αν θ’ ανάψουν φωτιές, αν υπάρχει παρουσία των μπάτσων κτλ. Δε χρειάστηκε να τους ρωτήσουμε για να καταλάβουμε ποιοι ήταν αυτοί που προσπαθούσαν να τους περάσουν αυτή την εντύπωση. Καθ’ όλη τη διάρκεια της απεργίας τους επαναλάμβαναν ότι μοναδικός σκοπός μας ήταν να δημιουργήσουμε ταραχές στο χωριό κι ότι έχουμε ύποπτη προέλευση. Εντύπωση μας είχε προκαλέσει το γεγονός πως ενώ το ΚΚΕ έριχνε το βάρος του στην ίδια την απεργία και τα διακστήρια που είχαν σχέση μ’ αυτήν, είχε αδιαφορήσει σχετικά με το θέμα των συμβάσεών των ψαράδων, κάτι απαραίτητο για να ρυθμίσουν τα της παραμονής τους. Απ’ τη στιγμή που αρκετοί απ’ αυτούς ήρθαν σε μια πρώτη επαφή με δικηγόρους που ήταν έξω απ’ τον έλεγχο του ΚΚΕ για το ζήτημα αυτό, με τη μεσολάβηση της Συνέλευσης Αλληλεγγύης, είναι ξεκάθαρο πως τους ασκήθηκε ένας εκβιασμός. Ή θα έπρεπε ν’ αφήσουν το συγκεκριμένο θέμα σε κομματικής επιρροής δικηγόρους (όπως και τελικά έγινε αρκετά καθυστερημένα) ή η υποστήριξη των γραφειοκρατών θα σταματούσε, τουλάχιστον με τη μορφή που είχε ως εκείνη τη στιγμή. Κάπου εκεί, οι σχέσεις μας με τους ψαράδες δοκιμάστηκαν ωστόσο είχαν φτάσει σε σημείο που η οριστική διακοπή τους δε φάνταζε εύκολη.

Απ’ την αρχή ήταν ξεκάθαρο ότι υπήρχε μια βασική προϋπόθεση για να έρθει ο αγώνας πιο κοντά στη νίκη. Να γίνει δηλαδή απόπειρα για ενημέρωση σε πρώτη φάση και σ’ άνοιγμα κατόπιν του αγώνα στα υπόλοιπα λιμάνια όπου απασχολούνταν μεγάλος αριθμός Αιγύπτιων ψαράδων (Κερατσίνι, Καβάλα, Κέρκυρα, Κρήτη κι αλλού). Τίποτα δεν καθιστούσε βέβαιη την επιτυχία μιας τέτοιας απόπειρας μια που υπήρχαν αρκετά προβλήματα όπως η πιθανή αδιαφορία από μέρους των συμπατριωτών τους, οι διαφορετικές συνθήκες δουλειάς κι αμοιβών κ.ά. Ωστόσο για να διαπιστωθεί αυτό θα έπρεπε πρώτα να δοκιμαστεί. Ενώ λοιπόν υπήρξε κατ’ αρχήν συμφωνία των απεργών πάνω στη σημασία αυτού του εγχειρήματος μέσω του μοιράσματος ενός κειμένου που θα γράφονταν απ’ τους ίδιους, όσο επίσης και για τη σπουδαιότητα του ν’ ακουστεί η φωνή τους στην Αθήνα με την οργάνωση μιας ανοιχτής συζήτησης στο Πολυτεχνείο, η κατάσταση άλλαξε άρδην μετά την οργανωμένη απ’ το ΠΑΜΕ κάθοδο στην πρωτεύουσα για μια διαμαρτυρία που έλαβε χώρα στο Υπουργείο Εργασίας (28 Γενάρη). Το κείμενο των απεργών μετατράπηκε σε κείμενο του ΠΑΜΕ, η κουβέντα της Αθήνας αναβλήθηκε κι η προσπάθεια ενημέρωσης των ψαράδων στις άλλες πόλεις τελείωσε πριν καν αρχίσει. Οι δικαιολογίες που προβλήθηκαν ξεκινούσαν απ’ τ’ ότι το τέλος της απεργίας ήταν κοντά (!) λόγω της οικονομικής πίεσης κι έφταναν στον απίθανο ισχυρισμό πως οι απόπειρες για άνοιγμα του αγώνα θα συσπείρωναν τ΄αφεντικά! Το ΚΚΕ εξάντλησε την “επιρροή” του πάνω σ’ αυτό το πολύ σημαντικό ζήτημα και φάνηκε ξεκάθαρα -έστω κι εκ των υστέρων- ότι δεν υπήρχε περίπτωση να επιτρέψει οποιαδήποτε επιθετική κίνηση αν προηγουμένως δεν είχε εξασφαλίσει τον απόλυτο έλεγχο επ’ αυτής. Μόνο που το σημείο αυτό, χρονικά αλλά και τακτικά αφού θα έβαζε από νωρίς τις βάσεις για την προπαγάνδιση της απεργίας έξω απ’ τα όρια της αρχικής του εστίας, ήταν κομβικό. Η αναβολή και το πισωγύρισμα σηματοδότησαν μια περίοδο αδράνειας που κράτησε πολύ κι έδωσε την ευκαιρία στους πλοιοκτήτες να προετοιμάζονται χωρίς να συναντούν σοβαρή αντίσταση. Ακόμα όμως κι όταν μερικοί απ’ τους απεργούς κατανόησαν το λάθος τους κι έβγαλαν λίγες μέρες πριν το Πάσχα μια ανακοίνωση με την υπογραφή του σωματείου τους που απευθύνονταν στους υπόλοιπους Αιγύπτιους αλιεργάτες της Ελλάδας (μ’ αφορμή τη διαφαινόμενη προσπάθεια της πλοιοκτησίας να πετάξει έξω απ’ τη δουλειά όσους διέθεταν πράσινη κάρτα αντικαθιστώντας τους με ψαράδες που θα υπάγονταν αποκλειστικά στο καθεστώς της διμερούς, δηλαδή αναγκαστική επιστροφή στην Αίγυπτο μετά το τέλος της 8μηνης περιόδου) ζητώντας μας να βοηθήσουμε στη διανομή της, το ΚΚΕ έβαλε τέλος επί της ουσίας στην απεργία στέλνοντας μερικούς της άμεσης επιρροής του για δουλειά, συμπαρασύροντας και τους λίγους που είχαν απομείνει χωρίς κουράγιο να συνεχίσουν. Το ουσιαστικό βέβαια τέλος είχε επέλθει νωρίτερα, όταν χάθηκαν οι πραγματικές ευκαιρίες να τεθούν κάποιες βάσεις για μια νικηφόρα προοπτική. Είναι προφανές ότι αν ήταν στο χέρι του ΚΚΕ κανείς δε θ’ αποκτούσε επαφή με την απεργία και κάθε απόπειρα προσέγγισης θα συναντούσε την παγερή αδιαφορία ή την καταγγελία απ’ την πλευρά των αλιεργατών. Απ’ τη στιγμή που αυτό δεν έγινε, τα στελέχη του διακατέχονταν πάντα απ’ την ανησυχία του χειραγωγού και δεν υπάρχει καμμιά αμφιβολία σχετικά με το ποια θα ήταν η επιλογή τους μπροστά στο ενδεχόμενο ν’ αρχίσουν οι απεργοί να παίρνουν αποφάσεις με βάση τις ανάγκες του αγώνα κι όχι τις υποδείξεις του ΠΑΜΕ. Η νυχτερινή επιχείρηση στα ΚΤΕΛ άφησε σίγουρα μια αμηχανία επ’ αυτού ακόμα και στα μέλη του ΚΚΕ όσον αφορούσε τον ικανοποιητικό αριθμό κόσμου που συγκεντρώθηκε από διάφορες συλλογικότητες ο οποίος έδρασε μάλλον οργανωμένα κι αποτελεσματικά, σκορπώντας μια σχετική ανησυχία στα στελέχη του ΠΑΜΕ. Ακόμα όμως και στην περίπτωση που οι αλιεργάτες μας κατήγγειλαν απ’ την αρχή ως προβοκάτορες κι απέκλειαν κάθε παρτίδα, τι όρια θα μπορούσε νά ‘χει μια απεργία που θα πορεύονταν κάτω απ’ την στενό κι αποκλειστικό έλεγχο ενός κόμματος το οποίο στο παρελθόν είχε εκφράσει την υποστήριξη του στις κινητοποιήσεις της ΠΕΠΜΑ (της ένωσης των πλοιοκτητών δηλαδή) στα πλαίσια της υποστήριξης των ντόπιων μεσαίων αφεντικών έναντι του μονοπωλιακού κεφαλαίου, της ΕΟΚ κτλ, κάτι βέβαια που λόγω της πολιτικής του θα το ξανακάνει πιθανώς και στο μέλλον; Κι αν αυτά είναι ψιλά γράμματα για όσους ακολουθούν τις πατριωτικές και λαϊκομετωπικές διακηρύξεις του Περισσού και ξεπερνιούνται εύκολα, ακόμα κι απ’ τους ίδιους τους ΚΚΕδες που χτυπήθηκαν απ’ τα χέρια των πλοιοκτητών, αποτελούν επίσης ψιλά γράμματα και για την έκβαση αγώνων που κατορθώνουν κι επηρεάζουν;

Θα μπορούσε κάποιος εύλογα ν’ αναρωτηθεί γιατί οι δυο πλευρές -απεργοί κι αλληλέγγυοι- δε διέκοψαν την επαφή νωρίτερα, με δεδομένη την απόφαση των πρώτων ν’ ακολουθήσουν στα βασικά σημεία τις υποδείξεις του ΠΑΜΕ. Αφ’ ενός γιατί κατανοούσαμε σ’ ένα βαθμό τη “θεσμολαγνεία” που διακατείχε τους ψαράδες. Πολλοί στην κατάσταση τους θα έβλεπαν μια προοπτική νίκης αν στηρίζονταν σ΄ ένα κομματικό μηχανισμό που τους υπόσχονταν και τους παρείχε βέβαια συγκεκριμένη βοήθεια. Ο μηχανισμός αυτός περιελάμβανε τη στήριξη βουλευτών, κομματικούς δικηγόρους, εκπροσώπηση σε συναντήσεις με τις αρχές, μεταφορά σ’ ελεγχόμενες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας στην πρωτεύουσα κτλ, δημιουργώντας παράλληλα την αίσθηση πως όλ’ αυτά θα μπορούσαν να υποκαταστήσουν την ανάληψη δράσης απ’ τους ίδιους τους απεργούς. Η αίσθηση αυτή μάλιστα εντάθηκε μετά τη δικαστική απόφαση που απέριπτε το παράνομο και καταχρηστικό της απεργίας. Επιπλέον, είχαν συναντήσει την εχθρότητα του Εργατικού Κέντρου του οποίου η πλειοψηφία στήριζε κι αναγνώριζε το εργοδοτικό σωματείο των αλιεργατών που περιελάμβανε απλά κανά δυο Αιγύπτιους για τα μάτια του κόσμου. Αφ’ εταίρου (οι σχέσεις δε διακόπηκαν) γιατί οι ψαράδες δεν αποτελούσαν μια κλειστή κοινότητα που ήταν απόλυτα χειραγωγημένη απ’ την καθοδήγηση του ΠΑΜΕ. Είχαν ανάγκη από κάθε στήριξη και προσπαθούσαν να κρατήσουν τις ισορροπίες με τον τρόπο που αντιλαμβάνονταν οι ίδιοι. Κι αυτό επίσης ήταν κατανοητό εκ μέρους μας. Το βασικό για μας ήταν τ’ ότι ο αγώνας αυτός συγκέντρωνε χαρακτηριστικά που βάρυναν πολύ περισσότερο στις επιλογές μας απ’ την υπαρκτή επιρροή του ΚΚΕ πάνω του κι αυτή η δικαιολογία δε μας ήταν αρκετή για να παραιτηθούμε από μια ιστορία που δε συναντάμε κάθε μέρα δίπλα μας. Αλλά κι απ’ την πλευρά των ψαράδων θεωρούμε ότι κατανοήθηκε κι εκτιμήθηκε, λίγο ή πολύ, η ειλικρινή μας διάθεση να στηρίξουμε ένα αγώνα που καταλαβαίναμε ότι δέχονταν πιέσεις κι επιρροές, φροντίζοντας όμως ταυτόχρονα να τους καταστήσουμε σαφές ότι δε θα ξεπερνούσαμε τα όρια της αφέλειας. Θεωρούμε επίσης ότι είχαν διαπιστώσει κι εκτιμήσει τη διάθεσή μας νά ‘μαστε δίπλα τους ακόμα κι όταν οι καταστάσεις δεν απέπνεαν γαλήνη κι ηρεμία.

Θ’ αναμένονταν πιθανώς από ένα χώρο του οποίου οι ομαδοποιήσεις κι οι σύντροφοι έχουν πολλές αναφορές σ’ εργατικούς αγώνες ή σε θέματα μεταναστών κι έχουν επιπλέον κινητοποιηθεί όταν εκδηλώνονται επιθέσεις εναντίον αγωνιζόμενων ανθρώπων, μια μεγαλύτερη και πιο ενεργή συμμετοχή σε μια ιστορία που χαρακτηρίζονταν απ’ όλα τα παραπάνω. Για μια σειρά λόγων που είχαν να κάνουν με κακή εκτίμηση κι αντικειμενικές δυσκολίες ή ακόμα και την εντύπωση πως μια συλλογικότητα που δημιουργήθηκε επ’ αυτού ανέλαβε εργολαβικά την υπόθεση, αυτό δεν κατέστη δυνατό. Εξ’ άλλου και πολλοί απ’ τους ανθρώπους που συμμετείχαν στη Συνέλευση απουσίασαν από σημαντικούς αγώνες στο παρελθόν και πιθανότατα αυτό θα συμβεί και στο μέλλον, σε καμμιά όμως περίπτωση επειδή τους απαξίωσαν ή πρόκειται να το κάνουν. Εξαιρούνται βέβαια όσοι τοποθετούνται δημόσια και μ’ επιχειρήματα πάνω σ’ αυτό, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν υπέπεσε στην αντίληψή μας όσον αφορά την απεργία των Αιγύπτιων αλιεργατών στη Μηχανιώνα -αντιθέτως έγιναν αρκετές αναφορές και δόθηκε σημαντική οικονομική βοήθεια. Όπως και νά ‘χει, ένα τέτοιο ενδεχόμενο, μιας μεγαλύτερης κι ενεργητικότερης δηλαδή συμμετοχής στα γεγονότα, ακόμα κι αν αυτή -εννοείται- εκδηλώνονταν έξω απ’ τα όρια της Συνέλευσης, ίσως έδινε άλλη δυναμική και κάλυπτε τα λάθη, τις αδυναμίες και τις παραλείψεις μας, χωρίς να ισχυριζόμαστε πως θ’ άλλαζε δραματικά τα όρια του αγώνα.

Η επικοινωνία με τους απεργούς εμφάνιζε προβλήματα που είχαν σχέση με τη συχνότητα των επαφών αλλά κυρίως με τον περιορισμένο κύκλο των ανθρώπων που συνομιλούσαν αμφότερες οι πλευρές. Οι αντικειμενικές δυσκολίες που δυσχαίρεναν τα πράματα στον τομέα αυτό έχουν αναφερθεί όμως δεν παύει να υπάρχει η αίσθηση πως η συχνότερη και συστηματικότερη απεύθυνση από μεγαλύτερο αριθμό συντρόφων σε ανάλογο κύκλο απεργών ήταν απαραίτητη. Γιατί και καλύτερη αντίληψη των διαθέσεων που επικρατούσαν ανάμεσα στις τάξεις τους θα υπήρχε αλλά κυρίως -κι αυτό ήταν κάτι που έλλειψε ή ίσα που έκανε την εμφάνισή του- θ’ αύξαναν οι ευκαιρίες κι οι πιθανότητες ν’ ανοιχτούν κουβέντες με απεργούς που ίσως έβλεπαν ότι χρειάζονταν μεγαλύτερη δραστηριοποίηση απ’ τους ίδιους, έχοντας να καταθέσουν ενδιαφέρουσες προτάσεις αλλά που πιθανώς αισθάνονταν απομονωμένοι ή έψαχναν κάποιο ερέθισμα για να εκφραστούν προς αυτή την κατεύθυνση. Όσο νωρίτερα το αντιλαμβανόμασταν αυτό και δραστηριοποιούμασταν προς τα κει τόσο πιο πιθανό ήταν ν’ άνοιγαν γόνιμες συζητήσεις μεταξύ των ψαράδων, έστω και περιορισμένης κλίμακας.

Ούτε όμως και σε επίπεδο δράσης στο γήπεδο του αγώνα έγιναν αυτά που απαιτούσαν οι περιστάσεις. Γνωρίζοντας την ύπαρξη του φόβου και των επιφυλάξεων των απεργών στο θέμα αυτό, προτιμήθηκε να τεθεί ως προτεραιότητα η διασφάλιση της “ηρεμίας” στο χωριό μέσω της μη παρουσίας ικανού και προετοιμασμένου κατάλληλα αριθμού συντρόφων που θ’ αναλάμβαναν δράση εξ’ αρχής κι όχι μετά τις επιθέσεις των αφεντικών. Η δικαιολογία που παρουσιάσαμε γι’ αυτό δεν αφορούσε τις αντικειμενικές δυσκολίες τέτοιων δράσεων (μειωμένο ενδιαφέρον, μικρός αριθμός συντρόφων) αλλά τη γενική βούληση των ψαράδων. Μόνο που στις κρίσιμες στιγμές ίσως πρέπει να λαμβάνονται κι άλλοι παράγοντες υπ’ όψη λόγω της υποτιθέμενης εμπειρίας μας σ’ ανάλογες καταστάσεις, όπως και της υποτιθέμενης γνώσης μας (τουλάχιστον κάποιων εξ’ ημών) πάνω στο πως λειτουργούν τα πράματα στα χωριά. Κι όλο αυτό έχει να κάνει με το αν μια σοβαρή παρουσία μας στη Μηχανιώνα απ’ την αρχή, με τους όρους που έπρεπε (μαζικότητα, συχνότητα και “ήρεμο” δυναμισμό) απέτρεπε τις επιθέσεις, μετρίαζε το φόβο των απεργών αλλάζοντας το κλίμα, δημιουργούσε την ελάχιστη επαφή οποιασδήποτε μορφής με μερικούς εκ των κατοίκων και βοηθούσε στο να μετρηθεί καλύτερα αλλά κυρίως νωρίτερα το νταηλίκι της συμμορίας των Νταουλτζήδων, κάτι που μάλλον υπερεκτιμήθηκε και τρέφονταν απ’ την έλλειψη αντίδρασης.

Το να συνομιλούν οι απεργοί συχνά με μεγάλο αριθμό συντρόφων και με μέλη σωματείων -εκτός φυσικά των “ταξικών” του ΠΑΜΕ που κυρίως έδρασαν μέσω εκπροσώπων- καταθέτοντας εμπειρίες αγώνων κι ειδικότερα εμπειρίες από αγωνιστικές δράσεις μεταναστών, ανθρώπων δηλαδή που ήταν πιο κοντά στην κατάστασή τους, θα έβαζε σίγουρα πιο άμεσα κι έμπρακτα την προοπτική της αρχής μιας εσωτερικής κουβέντας των απεργών σχετικά με την αναγκαιότητα του να πάρουν τον αγώνα στα χέρια τους αφήνοντας τους κομματικούς χειραγωγούς στο περιθώριο. Τα ψηφίσματα συμπαράστασης είναι πολύ καλά όπως κι οι κινήσεις αλληλεγγύης που προέρχονται από μακρυά -με κορυφαία την οικονομική ενίσχυση που έδωσαν οι φιλιππινέζοι ναυτικοί του Aetea Sierra, κάτι, που αν θυμόμαστε καλά, έκανε για λίγο τους ψαράδες να σκύψουν το κεφάλι αναλογιζόμενοι τις ευθύνες τους- όμως τίποτα δεν υποκαθιστά τη ζωντανή επαφή και την καλώς εννοούμενη πίεση που αυτή δημιουργεί. Τα παραπάνω δεν αποτελούν μια απλή υπόθεση και για να γίνει το πράμα πιο συγκεκριμένο θα θυμίσουμε πως στη δεύτερη εκδήλωση του Πολυτεχνείου (26 Μάρτη) ήταν ο παριστάμενος κόσμος που μέσω των ερωτήσεων και των τοποθετήσεών του έβαλε τους απεργούς να σκεφτούν πιο έντονα το θέμα της δραστηριοποίησής τους -αν και με τόσο χαμένο χρόνο νά ‘χει προηγηθεί- και πιθανώς αυτό ήταν που συνέβαλε αρκετά και στην κινητοποίησή τους ενάντια στην απεργοσπαστική επιχείρηση την επόμενη μέρα και στην απόφασή τους να βγάλουν επιτέλους ένα δικό τους κείμενο για τα υπόλοιπα λιμάνια. Αυτό είναι που μας κάνει να πιστεύουμε πως περισσότερος κόσμος θα σήμαινε ίσως και μεγαλύτερη δραστηριοποίησή τους προς τέτοιες κατευθύνσεις βγάζοντάς τους απ’ την απραξία και τις αυταπάτες της υποκατάστασης της άμεσης δράσης απ’ την εκπροσώπηση των κομματικών επιτελείων ή την προσμονή της δικαίωσης αποκλειστικά απ’ τις αίθουσες των δικαστηρίων.

Το να εξεταστεί αν ένας ευρύτερος κύκλος ομάδων και συντρόφων μπορούσε μέσω της άμεσης συμμετοχής και της δράσης του να συμβάλλει στην υλοποίηση των παραπάνω προϋποθέσεων ώστε να διευρυνθούν τα όρια κι οι δυνατότητες του απεργιακού αγώνα των ψαράδων περνά μοιραία απ’ το ν’ απαντηθεί το αν η Συνέλευση Αλληλεγγύης εξάντλησε τα περιθώρια που είχε προς αυτή την κατεύθυνση. Ίσως όσον αφορά τις δημόσιες εκκλήσεις της και με μέτρο την περιορισμένη συμμετοχή στις μαζώξεις της να τα πλησίασε αλλά πάλι ίσως και να υπήρχε έδαφος, έστω και περιορισμένο, αρκεί να συνοδεύονταν από μορφές έμπρακτης παρακίνησης.

Τι είδους εμπειρίες αποκόμισε η κάθε πλευρά και το πως τις αντιλαμβάνεται θα φανεί απ’ τη ζωντανή πραγματικότητα και τους αγώνες που έρχονται. Το κατά πόσο κάποιοι απ’ τους ψαράδες κατάλαβαν ότι υπάρχουν πολλοί που μπορούν να σε καταστρέψουν αλλά κανένας που να μπορεί να σε σώσει αν δεν πάρεις τον αγώνα στα δικά σου χέρια μπορεί να το δούμε σε μια μελλοντική μάχη, όχι κατ’ ανάγκη στη Μηχανιώνα αλλά σε άλλο τόπο κι ανύποπτο χρόνο. Το ίδιο και το αν εμείς είχαμε κάποια συμβολή σ’ αυτό. Με τις συνθήκες πάντως που φαίνεται να διαμορφώνονται στην Ελλάδα μεσούσης της “κρίσης” θα έχουμε αρκετές ευκαιρίες ν’ αποδείξουμε αν κερδίσαμε κάτι μέσω της επαφής μας μ’ αγωνιζόμενους ανθρώπους που αγνοούσαν την ύπαρξή μας και των οποίων την ύπαρξη μόλις και είχαμε ακουστά παρά τη μικρή απόσταση που μας χώριζε. Και θα πρέπει να κριθούμε πιο αυστηρά, αν αυτοί οι αγώνες που θα πυροδοτήσουμε ή θ’ ακολουθήσουμε, παρουσιάζουν αναλογίες κι ομοιότητες μ’ αυτόν που έδωσαν οι άνθρωποι απ’ τα ψαροχώρια του Δέλτα του Νείλου, κάνοντας βέβαια τα δικά τους λάθη. Σαν κέρδος ας οριστεί το κατά πόσο θα καταφέρουμε να συνδυάσουμε την αλληλεγγύη μας στα άμεσα αιτήματα των ανθρώπων που θα συναντήσουμε, με το μοίρασμα της πεποίθησης ότι ο καινούριος κόσμος δε θα χαριστεί απ’ τ’ αφεντικά και τους μηχανισμούς τους αλλά θα πρέπει να κατακτηθεί με κάθε δυνατό μέσο.

Ιούλης του 2010

Το επόμενο κείμενο αναφέρεται στην εμπειρία από τους τρόπους προσέγγισης των αλιεργατών και προχωρά στην κριτική αποτίμησή τους

Τρόπος προσέγγισης

Το πρώτο πράγμα που καθόρισε τον τρόπο προσέγγισης μας ήταν ο τρόπος που είδαμε των αγώνα των Αιγύπτιων αλιεργατών και αυτούς του ίδιους: σαν απεργούς, σαν ανταγωνιστικά υποκείμενα, και όχι σαν «έρμαια των διαθέσεων της ρατσιστικής κοινωνίας της Μηχανιώνας». Αυτό αναγκαστικά σήμαινε την ουσιαστική επικοινωνία και στήριξή μας και απέκλειε αλεξιπτωτισμούς (που αρχίζουν και τελειώνουν πχ σε μια αντιφασιστική πορεία στο χωριό). [1]

Για αυτό και από τη στιγμή που καταλήχτηκε η οπτική του κόσμου που θα στήριζε τον αγώνα επιδιώχθηκε η επίσκεψή μας στο χωριό και η επαφή μας με τους Αιγύπτιους αλιεργάτες. Η γνωριμία μας εκείνη τη χρονική στιγμή με κάποιους από τους ενεργά εμπλεκόμενους απεργούς έπαιξε σημαντικό ρόλο για τη συνέχεια.

Δύο ήταν τα πολύ σημαντικά χαρακτηριστικά της προσέγγισής μας που επέτρεψαν τη δημιουργία πραγματικών σχέσεων μεταξύ μας:

  • Η προσωπική επαφή ατόμων της συνέλευσης με τους απεργούς. Με τα προβλήματα της γλώσσας και της απόστασης του χωριού από την πόλη της Θεσσαλονίκης αυτό σήμαινε επί μήνες μια επίπονη διαδικασία καθημερινών σχεδόν συναντήσεων και συζητήσεων. Είχαμε έτσι μια όσο το δυνατόν πιο αδιαμεσολάβητη εικόνα των διαθέσεων και των πρακτικών των υποκειμένων. Αυτό βέβαια σήμαινε επίσης ότι είχαμε τη δυνατότητα να σχετιστούμε μαζί τους όχι μόνο με αναφορά τον αγώνα, αλλά και επί του προσωπικού και επιπλέον, να ανοίξουμε συζητήσεις για θέματα πέρα από την ίδια την απεργία.. Σημαντικό ρόλο εδώ έπαιξαν και οι επαφές μας με ένα Αιγύπτιο, πρώην συνάδελφο των απεργών, σαν εξωτερικού παρατηρητή αλλά γνώστη της κατάστασης.
  • Η αλληλεγγύη με όρους ισοτιμίας στον αγώνα, η αλληλεγγύη με όρους όχι ιδεολογικούς, αλλά στήριξης στις πραγματικές τους ανάγκες. Με λογικές αλληλεγγύης μεταξύ εκμεταλλευόμενων και καταπιεζόμενων, και όχι πατερναλισμού ή φιλανθρωπίας. Οι προτάσεις για μαθήματα της ελληνικής γλώσσας για την απόκτηση εγγράφων, η επαφή με δικηγόρο για τις συμβάσεις τους και την ανανέωση των πράσινων καρτών, η οικονομική ενίσχυση πέρα φυσικά από την πολιτική στήριξη του αγώνα, αλλά και ο σεβασμός στις αποφάσεις τους (υπήρχαν ωστόσο προτάσεις για συγκεκριμένες μορφές αγώνα από μέρους μας όπως και διαφωνίες σε σχέση με επιλογές, έμπαιναν όμως προς συζήτηση), ενίσχυσαν τους δεσμούς εμπιστοσύνης.

Η προσωπική επαφή δε θα μπορούσε βέβαια να υποκαταστήσει τις συλλογικές συνελεύσεις απεργών και αλληλέγγυων, όπου συναντιούνται και τα δύο κομμάτια του αγώνα. Τις περισσότερες φορές που επιδιώχθηκε αυτό, βρεθήκαμε με έναν-δύο από τους Αιγύπτιους, με εξαίρεση μία αρκετά μαζική συνέλευση από μέρους των αλιεργατών (που όμως επιτεύχθηκε γιατί βρίσκονταν όλοι στο κέντρο της πόλης εξαιτίας της εκδίκασης της νομιμότητας της απεργίας, είχαν άμεσα το πρόβλημα της ανανέωσης των αδειών παραμονής και πάλι, όχι χωρίς προβλήματα, όπως να μην καταλαβαίνουν όλοι τι συζητούσαμε κλπ).

Η συνέλευση ποτέ δε θεώρησε την επικοινωνία με τους αλιεργάτες μοναδικό της προνόμιο και μεσολαβητή των διαθέσεων των απεργών προς την πόλη και τα υπόλοιπα πολιτικά/κοινωνικά υποκείμενα. Αντίθετα, επιδίωξε μέσα από τις εκδηλώσεις για τη συνέχιση του αγώνα να ανοιχτεί αυτός όσο το δυνατόν περισσότερο και οι ίδιοι οι απεργοί να έρθουν σε επαφή με κόσμο που μπορεί να ενδιαφερόταν για τον αγώνα τους, αλλά για κάποιο λόγο δεν επέλεξε να συμμετέχει στη συνέλευση αλληλεγγύης.

Εμπόδιο σε όλη αυτή την κατάσταση από την αρχή μέχρι το τέλος προσπάθησε να αποτελέσει το ΠΑΜΕ. Με τις επιδιώξεις του να μονοπωλήσει τον αγώνα συκοφάντησε πολλές φορές τη συνέλευση, επιχείρησε να τρομοκρατήσει τους αλιεργάτες σχετικά με τα «μέσα» που θα χρησιμοποιούσε αυτή, ενώ προσπάθησε να σαμποτάρει κινήσεις μας ώστε να ανακτήσει τον έλεγχο και να φανεί εγγυητής των άμεσων συμφερόντων των απεργών.

Αξίζει ίσως να σημειωθεί η προσέγγιση της συνέλευσης με το χωριό της Μηχανιώνας. Πέρα από πολύ λίγους κατοίκους, συγγενείς ως επί το πλείστον των Αιγυπτίων, συλλογική απόπειρα δεν έγινε παρά στις 13 Μαρτίου, με ένα μοίρασμα κειμένου στο χωριό. Πέρα από υλικά και πολιτικά όρια της συνέλευσης, οι ίδιοι οι Αιγύπτιοι ήταν επιφυλακτικοί με τη μαζική παρουσία μας στο χωριό. Επομένως, και χωρίς να παραβλέπουμε τα πλέγματα οικονομικών, πολιτικών κλπ σχέσεων που υπάρχουν σε τέτοιες μικρές κοινωνίες (τα οποία και θα δυσχέραιναν συστηματικότερες απόπειρές μας), μπορούμε να πούμε ότι η προσέγγιση μας με τους κατοίκους της Μηχανιώνας σε σχέση με την προσέγγιση μας με τους αλιεργάτες ήταν εμφανώς δυσανάλογη.

Τέλος, μια κριτική αποτίμηση στα όρια που είχε η μεθοδολογία της προσέγγισης της συνέλευσης:

  • Η απόσταση του χωριού και οι δυσκολίες στη γλώσσα απέκλειαν εξαρχής κάποιο κόσμο της συνέλευσης από τη συστηματική επικοινωνία με τους Αιγύπτιους. Ανάλογα, ο διαφορετικός βαθμός εμπλοκής κάθε υποκειμένου στον αγώνα δεν επέτρεψε την επαφή με περισσότερους απεργούς.
  • Η αναθετικότητα που υπήρξε από μεγάλο μέρος των απεργών τόσο προς το ΠΑΜΕ όσο και προς το κομμάτι τους που επικοινωνούσε με τη συνέλευση αλληλεγγύης και ήταν από το πιο ενεργά αναμεμιγμένο στον αγώνα ήταν πρόβλημα στο πόσοι επικοινωνούν και με ποιους.
  • Η προσωπική επαφή δημιούργησε δεσμούς και άρα επαφές μεταξύ αλιεργατών και συγκεκριμένων ατόμων της συνέλευσης, με αποτέλεσμα από ένα χρονικό σημείο κι έπειτα απόπειρες προσέγγισης από άλλους-ες αλληλέγγυους-ες της συνέλευσης (που δεν είχαν αναλάβει αυτό το κομμάτι ως τότε) να συναντούν την απροθυμία των ίδιων των Αιγυπτίων.
  • Με δεδομένη μια κουλτούρα για το ρόλο της γυναίκας που είχαν/ έχουν οι Αιγύπτιοι, χωρίς αυτό να σημαίνει φυσικά ότι δε σέβονταν/ δεν συνυπολόγιζαν τις γυναίκες της συνέλευσης, μπορούμε να πούμε ότι δεν επιδίωξαν τον ίδιο βαθμό συσχέτισης με αυτές.

[1] Σε καμία περίπτωση δεν παραγνωρίζεται το γεγονός της ταυτότητας του μετανάστη –έστω και λίγους μήνες νόμιμου. Άλλωστε ήταν κάτι που λαμβάναμε υπ’όψη, πρακτικά και πολιτικά, σχετικά με διάφορες παραμέτρους που προέκυπταν όπως η πρεσβεία, οι άδειες παραμονής, το νομικό πλαίσιο στο οποίο υπάγονταν οι Αιγύπτιοι, η σχέση τους με το χωριό, οι τρικλοποδιές από πλευράς κρατικών (και παρακρατικών) κλπ.

Το επόμενο κείμενο προέρχεται από το σωματείο των Αιγυπτίων αλιεργατών και προοριζόταν για μοίρασμα σε άραβες αλιεργάτες. Τελικά, λόγω της λήξης της απεργίας δεν κατάφερε να μοιραστεί

Στ’ όνομα του φιλεύσπλαχνου Θεού!

Προς κάθε ενδιαφερόμενο απ’ τους Αιγύπτιους ψαράδες στην Ελλάδα.

Θερμούς χαιρετισμούς!

Εμείς, το Σωματείο των Αιγύπτιων ψαράδων που εργάζονται στο λιμάνι της Μηχανιώνας στη Θεσσαλονίκη, σας ενημερώνουμε ότι βρισκόμαστε σ’ απεργία απ’ τις 6 Γενάρη μέχρι και σήμερα κι επίσης ότι είμαστε αποφασισμένοι να προστατέψουμε τα δικαιώματα όλων των Αιγύπτιων ψαράδων στην Ελλάδα κι αναμένουμε την υποστήριξή σας. [Όπως ξέρετε προστατεύαμε κι ακόμα προστατεύουμε όλα τα δικαιώματα των Αιγύπτιων ψαράδων στην Ελλάδα].

Και ιδού οι αιτίες της απεργίας:

  1. Τελευταία έχουν μειωθεί οι μισθοί των ψαράδων μ’ ένα τρόπο που τώρα φαίνεται ξεκάθαρα προκλητικός.
  2. Κι [απεργούμε] επειδή ο ασφαλιστικός φορέας του ΟΓΑ δεν καλύπτει τις περιπτώσεις των ατυχημάτων και το θάνατο κάποιου όπως συνέβαινε παλιότερα όταν υπαγόμασταν στο ΙΚΑ κι έχει ήδη υπάρξει περίπτωση θανατηφόρου ατυχήματος στην Καβάλα καθώς και πολλοί τραυματισμοί και μόνον ο Θεός γνωρίζει πως ζουν οι οικογένειές τους. Κι αυτό μπορεί να συμβεί και σε μας.

Πολύ σημαντικό!

Και να γνωρίζετε ότι ο πρόεδρος των πλοιοκτητών όλης της Ελλάδας μαζί μ’ έναν απ’ τους μεγαλύτερους δουλέμπορους στην Ελλάδα [ΔΥΣΑΝ. ΟΝΟΜΑ] θέλουν ν’ απαγορεύσουν σ’ οποιονδήποτε διαθέτει πράσινη κάρτα να εργάζεται στην αλιεία οπουδήποτε στην Ελλάδα κι όχι μόνο στο λιμάνι της Μηχανιώνας. Κι αυτος είναι ο προσωπικός τους στόχος.

Κι εμείς ως τώρα αντιστεκόμαστε εναντίον αυτών που επιθυμούν να μειώσουν τους μισθούς μας χρησιμοποιώντας κάθε νόμιμο τρόπο.

Σας παρακαλούμε να προσέξετε όλη αυτή την κατάσταση γιατί σε λίγο αυτό θα φτάσει και σε σας και δεν απέχετε πολύ απ’ αυτό.

Θεέ μου, εγώ έχω ειδοποιήσει! [έκανα ότι μπορούσα]

Σωματείο Αιγύπτιων Αλιεργατών Ν. Μηχανιώνας Θεσ/νίκης

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*