I Belong To The _______ Generation[*]. Νέοι εργαζόμενοι και κινητοποιήσεις των ανέργων

Νέοι εργαζόμενοι και κινητοποιήσεις των ανέργων.

Στην αρχή της ταινίας “Reality Bites” (1993), η Winona Ryder, υποδυόμενη την αριστούχο του πανεπιστημιακού έτους της, απευθύνεται στους τέως συμφοιτητές της στην τελετή αποφοίτησης:

“Και αναρωτιούνται γιατί εμείς που διανύουμε τα 20 αρνούμαστε να δουλεύουμε 80-ωρες εβδομάδες προκειμένου να μπορέσουμε να αγοράσουμε τις BMW τους. Γιατί δεν ενδιαφερόμαστε για την αντικουλτούρα που έχουν κατασκευάσει. Λες και δεν τους είδαμε να ξεκοιλιάζουν την επανάστασή τους για ένα ζευγάρι παπουτσιών τρεξίματος. Αλλά το ερώτημα παραμένει: Τι κάνουμε απο εδώ και πέρα; Πώς επισκευάζουμε όλες τις ζημιές που κληρονομήσαμε; Η απάντηση είναι απλή. Η απάντηση είναι… Η απάντηση είναι…

Δεν ξέρω.”

Η ταινία συνεχίζει με την παράθεση της ανέλπιδης πορείας του κάθε πρωταγωνιστή. Ο ξεπεσμένος άνεργος αλλά κρυφά ελπίζων ρόκερ που “απέχει μόνο μερικούς πόντους IQ απο ένα πτυχίο φιλοσοφίας”. Η πρώην αριστούχα που διδάσκεται βιωματικά την πραγματική διάσταση αυτών που βροντοφώναζε στην αποφοίτησή της. Η φίλη της που εξυγιαίνει την εργασία της στην GAP με μία υπερκινητική σεξουαλική ζωή, θεωρώντας μάλιστα το τεστ για AIDS “τελετή ενηλικίωσης”. Ο ανηδονικός γιάπης που πασχίζει να αποκαταστήσει τις “απλές απολαύσεις” που του κόστισε η εργασιακή σταθερότητα. Ο ομοφυλόφιλος φίλος τους, ο οποίος φαίνεται πως έχει σημασία στον κόσμο της ταινίας μόνο ως ένα διακοσμητικό γελαστό παιδί που κάποια στιγμή αποκαλύπτει την μη-κανονικότητά του στους γονείς του.

Κι αν οι σταρ δεκαετίες πριν εγκατέλειψαν την θεϊστική τους υπόσταση και προσπάθησαν να εμφανιστούν στο πανί σαν είδωλα των θεατών τους, αυτό δεν σημαίνει ότι το πέτυχαν ποτέ. Όσο ηρωική και γειωμένη κι αν ακούγεται η ομίλια της Winona, δεν είναι τίποτα άλλο από την φυσική τάση της πολιτιστικής βιομηχανίας της δεκαετίας του ’90 να υπάγει τις αλλαγές στην κατάσταση της εργασίας σε μία νέα συνθήκη κουλτούρας με ενδεχόμενη εικαστική αξία.

Έγινε κοινώς γνωστή ως Generation X απ’ το ομώνυμο βιβλίο του συγγραφέα Douglas Coupland και παρουσιάστηκε ως η νέα γενιά εργαζομένων, αποκλεισμένη απ’ το αμερικάνικο όνειρο, οριοθετημένη στην πραγματικότητα της McJob [2], με μοναδική δυνατότητα φυγής και επιβίωσης το πολιτιστικό κεφάλαιο – όπως μας πληροφορεί και η παραπάνω ταινία, όπου η ελπίδα έρχεται με την μορφή μιας ευκαιρίας για το γύρισμα ενός σήριαλ για την ζωή των πρωταγωνιστών. Στον αντίποδά της εικόνας αυτής, τα μεσήλικα και υπερήλικα μεσαία στρώματα της χρηματοπιστωτικής ευδαιμονίας των αμερικάνικων προαστίων, ίδια κι απαράλλακτα απο την δεκαετία του ’50.

Αυτό που αποτελούσε το ζοφερό παρόν της Generation X το 1993, σήμερα έχει φτάσει να αποτελεί την ονειρική διεκδίκηση της Generation Y. Η επισφάλεια, αγγίζοντας με ταχύτατους ρυθμούς την απόλυτη μορφή της, έχει μεταστρέψει την McJob σε Dream Job. Η παγκοσμιοποιημένη συντριβή του κράτους πρόνοιας έχει κάνει την αποπνικτική φτώχεια της φυγής απ’ το σπίτι να θεωρείται προνόμιο σε σχέση με τον οικογενειακό εγκλεισμό. Ο κατακερματισμός και το οικονομικά απροσπέλαστο της πολιτιστικής παραγωγής αρκεί για να τοποθετήσει το MTV της δεκαετίας του ’90 σε μουσείο. Και στην Generation X του τότε έμειναν χρεωμένες κάρτες, μία αδυναμία αυτοκαθορισμού και μία ανεκπλήρωτη φαντασίωση για την Winona Ryder, το απόλυτο ίσως σύμβολο της γενιάς της. Ειρωνικά, στο “Stay Cool” του 2009, 16 χρόνια αργότερα, η Winona υποδύεται μια 37χρονη, που μένει με τους γονείς της έχοντας αγκυροβολήσει στην McJob του τότε.

Είναι όλα αυτά όμως ένα παραμύθι από μία μακρινή εποχή, ανόμοια με την σημερινή; Είναι η αιώνια επιστροφή της πρωτο-εργαζόμενης νεολαίας; Είναι η 30-40χρονη Generation X του σήμερα, η αρχετυπική εικόνα του ανέργου, στην ίδια συνθήκη με την “Generation Y”; Και το βασικό ερώτημα: Σε όποια στρατιωτικοποίηση του πεδίου της εργασίας, υπό ποιές συνθήκες είναι ανεδαφικός, άχρηστος ή βλαβερός ο διαχωρισμός (έστω και με την μορφή υπαγωγής σε μία κουλτούρα όπως η Generation X) μεταξύ της “έμπειρης” μάζας των εργαζομένων και του “ακατέργαστου” νεαρού υλικού;

Οι πιθανές απαντήσεις είναι πολλές. Ωστόσο, μια στατιστική, ψυχολογική, κοινωνιολογική ή οικονομολογική απάντηση, όσο κι αν μπορεί να ενταχθεί σε κάποιο πλάνο φώτισης για την κατάσταση της (μη) εργαζόμενης μάζας στην ελλάδα του 2012, παραμερίζει κάθε δυνατότητα πράξης. Ενδιαφέρον έχει μια πολιτική απάντηση, που παρά τις όποιες “γνωσιακές” αυθαιρεσίες της, στοχεύει στην πυροδότηση της συλλογικοποίησης και στην επένδυσή της στο πεδίο των αγώνων. Τουτέστιν, μία απάντηση που δημιουργεί υλικά την αλήθειά της.

Η κοινωνιολογική απάντηση που ψάχνει να οριοθετήσει την εργασιακή πραγματικότητα στην ταμπέλα της Generation Y απέχει έτη φωτός απ’ την πολιτικοποίησή της, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που η “Γενιά των 700 Ευρώ” χρησίμευσε μόνο για ντοκιμαντέρ και άρθρα εφημερίδων, αριστερών και μη. Συγκεκριμένα, ως καλούπι της, χρησιμοποιήθηκε η εικόνα του άριστου φοιτητή με την υψηλή τεχνική εξειδίκευση που μετακόμιζε σε κάποια σκανδιναβική ή κεντροευρωπαϊκή Σάνγκρι-Λα όπου η οικονομική ανάπτυξη επέτρεπε στην εργασία του να εκτιμηθεί και τα τρένα έρχονταν στην ώρα τους. Αυτό αφορούσε βέβαια κυρίως τα μεσαία στρώματα, με την ευχέρεια να δρομολογήσουν και να υποστηρίξουν την εκπαίδευση και την μετακόμιση (και όχι μετανάστευσή) τους. Η εγχώρια πραγματική “Γενιά των 700 Ευρώ” ουδέποτε είδε 700 ευρώ και ουδέποτε επέλεξε να ονομαστεί έτσι.

Και εγένετο κρίση. Και πάει η Σάνγκρι-Λα. Και μαζί της η κάθε ρητορεία (προς το παρόν τουλάχιστον) για την Γενιά ______ .

Είχα βρει σοκαριστική την φράση ενός χαμηλόμισθου Γερμανού νοσοκόμου πριν τρία χρόνια, όταν ήμουν 21 χρονών: “Δουλεύω σερί Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή με δύο 4ωρα διαλείμματα για ύπνο, αλλά είμαι χαρούμενος γιατί έχω δουλειά ενώ άλλοι δεν έχουν.” Τις λέξεις “είμαι χαρούμενος” δύσκολα μπορούσε κάποιος να φανταστεί τον εαυτό του να τις χρησιμοποιεί σ’ αυτό το πλαίσιο. Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω αν μιλούσε ελλείψει κριτικής ικανότητας ή αν δήλωνε μία αναπόφευκτη πραγματικότητα. Και εδώ παρουσιάζεται ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ άνεργου και νέου εργαζόμενου: Γνωρίζει – σε κάποιον βαθμό – την λειτουργία της παρούσας οργάνωσης της εργασίας, αδυνατεί ωστόσο να αξιολογήσει τις πραγματικές επιπτώσεις της ανεργίας στην ποιότητά ζωής του και τα όριά τους. Εν αντιθέσει με τον εργαζόμενο που μένει άνεργος, ο νέος εργαζόμενος δεν ξέρει πώς να διεκδικήσει δουλειά, δεν κατέχει κάποια εμπειρική ειδίκευση που μπορεί να τον “τεκμηριώσει” στα μάτια του εργοδότη και – ακόμα και όταν βρεθεί περιστασιακά απασχολούμενος – αδυνατεί να κατανοήσει σε βάθος την φύση της εργασίας του, τόσο ως προς την εργοδοσία όσο και ως προς την ζωή του και να φερθεί ανάλογα.

Η υπαγωγή αυτής της μάζας στην ευρύτερη μάζα των ανέργων μεταθέτει στα ψιλά γράμματα αυτήν την πραγματικότητα. Και όχι μόνο φιλολογικά. Ο νέος εργαζόμενος δεν ορίζεται απλά στην τωρινή συνθήκη της επισφάλειας. Στο μακροπρόθεσμο πλαίσιο είναι αυτός που ορίζει την νέα οργάνωση της κοινωνίας. Είναι προς στιγμήν δύσκολο να προβλέψουμε τις επιπτώσεις που θα έχει η μαζική αδυναμία αποταμίευσης. Είναι αδιανόητη η επιρροή στον θεσμό της οικογένειας αν απαλλαγεί από το οικονομικό κόψιμο του ομφάλιου λώρου, αν το αιώνια παιδί δεν φύγει ποτέ απ’ το σπίτι. Και προφανώς, ούτε με την ισχυρότερη επαγωγική σκέψη δεν μπορεί να προεικονιστεί η δυνατότητα συλλογικής αντίστασης που αυτά θα επιφέρουν.

Και εδώ διαφαίνεται σιγά-σιγά το επιστημολογικό ατόπημα της κινηματικής διαπραγμάτευσης, ένα ατόπημα που έγινε ίσως πιο εμφανές από ποτέ στις λαϊκές συνελεύσεις του καλοκαιριού του 2011: Η ιστορική συνήθεια να ανάγονται οι πραγματικότητες των εκμεταλλευόμενων σε μακροσκοπικές κατηγορίες. Αυτό που σαρκαστικά χαρακτηρίστηκε “group therapy” αναφορικά με τις τοποθετήσεις ανθρώπων χωρίς κινηματική εμπειρία και βιβλιογραφική κατεργασία ίσως υποδεικνύει μία προσπάθεια άρσης των ορίων του θεσπισμένου κινηματικού λόγου και ενδεχομένως, ένα “παράπονο” απέναντι σ’ αυτόν, για την αδυναμία του να εκφράσει κάτι που τον αφορά. Η υλική διάσταση αυτού του φαινομένου είναι ίσως ένας από τους λόγους που όσο κι αν επιχειρεί να αυτοξεπεραστεί, σε έναν βαθμό η πολιτική συσπείρωση συμβαίνει ακόμα υπο ιδεολογικούς όρους.

Έτσι δημιουργείται ένα διττό πρόβλημα μαζικότητας. Αφ’ ενός μεγάλο μέρος του δυνάμει αγωνιζόμενου πληθυσμού απομακρύνεται από τις πιθανές διεκδικήσεις του και αφ’ ετέρου οι πράξεις αγώνα υποτιμούνται ως απλές εκκεντρικότητες μίας απομακρυσμένης κοινότητας. Η συνήθης λύση γι’ αυτό περνάει στο στρατόπεδο του λαϊκισμού. Υποχωρούν οι απόψεις με σκοπό να γίνουν πιο διαπραγματεύσιμες. Ασχέτως του ηθικού κόστους ενός τέτοιου τσαρλατανισμού, βρίσκεται μακριά από το πραγματικό πρόβλημα, το πρόβλημα της εγγύτητας, με την έννοια του απτού ορισμού ενός αγωνιζόμενου υποκειμένου το οποίο να περιέχει εννοιολογικά και διαδικαστικά τις διεκδικήσεις και την υπόσταση του πλήθους που το συγκροτεί.

Έτσι, ακόμα κι αν ο εγκλεισμός του νέου εργαζόμενου στην οικογένεια είναι ίδιος με την επιστροφή του ανέργου στο πατρικό, ακόμα κι αν η επισφάλεια ή μη απασχόληση του ενός είναι ίδια με του άλλου, ακόμα κι αν οι καταβολές της Generation X δημιουργούν το υπόβαθρο της Generation Y ή ακόμα κι αν οι νέες συνθήκες εκμετάλλευσής που θα θέσει η παρούσα κατάσταση είναι κάτι πολυ μακρινό, οι ψυχολογικές και πολιτιστικές διαφορές τους δεν τους επιτρέπουν να συλλογικοποιηθούν κοινά. Εκεί όπου δεν τίθεται πρόβλημα τυπικής επιβίωσης (αν και μπορεί να διογκωθεί και αυτό), η παραμονή στην οικογενειακή εστία και η άκρατη, ανηδονική, πολυετής και επίπονη φτώχεια δημιουργούν επιθυμίες και προβλήματα διαφορετικής υφής και αντίληψης.

Στον αντίποδα της μακροσκοπικής κοινωνιολογικής κατηγορίας που αδυνατεί να συνυπολογίσει αυτές τις διαφορές, δεν βρίσκεται το group therapy (η μεμονωμένη παράθεση της βιογραφίας του καθενός) αλλά η δυνατότητα πολιτικής συνάντησης με άξονα την εγγύτητα. Η παλαιού τύπου άκριτη μαζικότητα – συμφωνώντας με τον σύντροφο Πολυεργαλείο – που παραπέμπει στην αρχέγονη, αναμφίβολα αναποτελεσματική δομή-κόμμα, μπορεί να αναπαραχθεί και σε μικρότερης εμβέλειας είδωλά της, όπως θα ήταν η ενσωμάτωση των νέων εργαζόμενων στην κουλτούρα του “εργασιακού” κινήματος των ανέργων.

Αυτή η υπαγωγή συμβαίνει πρωτίστως στον χώρο και τον χρόνο της συνάντησης. Η προσπάθεια των νεότερων, λιγότερο έμπειρων πολιτικά και εργασιακά, να αποκτήσουν υπόσταση σ’ αυτή, οδηγεί συχνά σε έναν στείρο ανταγωνισμό λόγων με αφηρημένες κατηγορίες. Οι νέοι εργαζόμενοι γίνονται Δέκα Μικροί Negri. Ταυτόχρονα, η ηλικιακή “δικαιολογία” της ανεργίας και η όποια ασφάλεια μπορεί να έχουν από την οικογένεια, ενδέχεται να οδηγήσει στην αυτο-υποτίμηση των προβλημάτων τους σε σχέση με αυτά των πρώην εργαζομένων που έμειναν άνεργοι και είναι εύκολο να εσωτερικεύσει την προβληματική της ανεργίας τους, μεταθέτοντάς την σε τύψεις για την “τεμπελιά” τους. Ως αποτέλεσμα, το ήδη-πολιτικοποιημένο κομμάτι της μάζας των νέων εργαζομένων, βρίσκεται σε διαρκή αποξένωση από τις διαδικασίες του και είναι πιθανό να θεωρήσει την πολιτική δραστηριότητα από τα κάτω χόμπι και εν καιρώ να εγκαταλείψει την όποια επιθυμία του για συστηματική διεκδίκηση.

Το δε κομμάτι χωρίς πρότερη συστηματική πολιτική εμπειρία (π.χ. μέσω της σχολής του ή κάποιου στεκιού ή κατάληψης), ήδη διχασμένο με τους νέους εργαζόμενους με πολιτική εμπειρία, απομακρύνεται εις διπλούν. Η κουλτούρα που διαμορφώνει η πολιτικοποιημένη κοινότητα στο σημείο που “δεν έχει βγει στην πραγματική ζωή” και “σιγά, τι προβλήματα έχει, τον ζει ο μπαμπάς και γκρινιάζει” επικαλύπτει σε τεράστιο βαθμό το πολιτικό περιέχομενο της προ-εργασιακής πολιτικοποίησης. Φαίνεται στα μάτια των συνομήλικών τους σαν κοινότητα socializing, αφελής μίμηση της “πραγματικής πολιτικής” των “ώριμων εργαζόμενων ανθρώπων”. Η αποξένωση αυτή καταργείται σε μεγάλο βαθμό μέσω του ελεύθερου χρόνου, όπου αυτές οι κοινότητες συναντιούνται με κοινές συνήθειες και αποδαιμονοποιούν η μία την άλλη, ένα πράγμα που δεν είναι τόσο εύκολο να συμβεί με το ηλικιακο-εργασιακό χάσμα. Αν δε προσθέσουμε και το στερεότυπο του γανιασμένου άντρα εργάτη των βαρέων και ανθυγιεινών ως μοναδικού εκμεταλλευόμενου στον κόσμο, που τόσο συχνά συναντάμε να αναπαράγεται στις διαδικασίες αγώνα, λες και ο μεταφορντισμός δεν υπήρξε ποτέ, το χάσμα μεταξύ των νέων εργαζομένων που θα ήθελαν να διεκδικήσουν κάτι και στις βαμμένες αγωνιστικές κινητοποιήσεις γίνεται τεράστιο.

Ασχέτως λοιπόν των πιθανών αυθαιρεσιών που οδηγούν στον εννοιολογικό διαχωρισμό του νέου εργαζόμενου με τον πρώην εργαζόμενο άνεργο, ο διαχωρισμός αυτός μετατρέπεται πολιτικά στα εξής ερωτήματα: Απο την στιγμή που αποσκοπεί στην ευρύτερη και αποδοτικότερη συσπείρωση των νέων εργαζομένων, είναι αρκετά μεγάλη η μερίδα κόσμου που επιθυμεί να πολιτικοποιήσει τις ανάγκες του ώστε να δικαιολογηθεί ο διαχωρισμός από τις καθ’αυτό πρωτοβουλίες ανέργων; Η ανταλλαγή τεχνογνωσίας, η δικτύωση και η αλληλοϋποστήριξη είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την υπαγωγή στις ταξικές δομές αγώνα; “Δικαιολογείται” η απόσταση απ’τους αγωνές για πολιτισμικούς/ψυχολογικούς λόγους ώστε να επιδιώκεται η εγγύτητα; Και τέλος: μπορεί η εγγύτητα να γεφυρώσει το χάσμα μέταξυ των αναγκών και της πολιτικής έκφρασής τους;

҇ IOρέστης

[*] http://www.youtube.com/watch?v=hLlTnvepqQ4 []

[2] Στο περιθώριο μίας σελίδας του Generation X, ο Douglas Coupland ορίζει την McJob ως “χαμηλών απολαβών, χαμηλού κύρους, χαμηλής αξιοπρέπειας, χαμηλού όφελους, χωρίς μέλλον δουλειά στον τομέα των υπηρεσιών. Θεωρείται συχνά μία ικανοποιητική επιλογή καριέρας από τους ανθρώπους που δεν δούλεψαν ποτέ σε μία.” []

1 Σχόλιο

  1. Λοιπόν με αφορμή το κείμενο του συντρόφου Ι/ Ορέστη, είδα to Reality bites. Έχει ένα ενδιαφέρον σαν φιλμ, με την έννοια ότι εστιάζει στην εργασιακή σχέση της επισφάλειας, σχεδόν 20 χρόνια πριν από σήμερα. Όταν εδώ η επισφάλεια αφορούσε –με αρκετά διαφορετικούς όρους- μόνο μετανάστες και μετανάστριες. Θυμίζω ότι ο πρώτος που μίλησε για απασχόληση και απασχολησιμότητα ήταν ο σημίτης, κι αυτό γύρω στο 1996.

    Μόνο που αυτή την εστίαση, η συγκεκριμένη ταινία την κάνει με όρους χόλυγουντ και όλοι ξέρουμε τι σημαίνει αυτό. Κακά τα ψέματα, το Reality bites, δεν είναι –ούτε με αισθητικά, ούτε με πολιτικά κριτήρια- το Riff-raff των 90ς. Δεν θα σταθώ όμως στην ταινία, θα σταθώ για λίγο στο κείμενο. Εντελώς συνοπτικά.

    Πρώτον. Αν έχω καταλάβει καλά, το κείμενο του συντρόφου προσπαθεί να μιλήσει για μια φιγούρα ανέργου, στην οποία αναγνωρίζει τον εαυτό του, που ανήκει σε κείνη την κατάσταση, που συνήθως έχει ένα post μπροστά της (δηλαδή αυτών που βρίσκονται σε μια μετά-φάση: μετά-φοιτητική, μετα-φορντική, κλπ). Πρόκειται για ανθρώπους δεν έχουν βγει ακόμα στην αγορά εργασίας, ή που μόλις έχουν βγει, που μόλις έχουν τελειώσει σπουδές τους, ή που παραδέρνουν από μεταπτυχιακό σε μεταπτυχιακό κάνοντας παράλληλα καμιά μαύρη, κακοπληρωμένη και γενικά επισφαλή δουλειά, που αλλάζουν συνεχώς δουλειές, «που δεν την βγάζουν» από μόνοι τους και που (γι’αυτό) δεν έχουν ακόμα διαρρήξει τους δεσμούς τους με την οικογένεια (άρα που διατηρούν ακόμα διαφόρων ειδών καβάτζες), που δεν έχουν τις «υποχρεώσεις» (παιδιά, κλπ) των ηλικιακά μεγαλύτερων εκμεταλλευόμενων.

    Για μας που ανήκουμε σε μια παράδοση σκέψης και δράσης, για την οποία η μελέτη της σύστασης (σύνθεσης) της εκμεταλλευόμενης υποκειμενικότητας με όρους πολιτικούς κι όχι κοινωνιολογικούς έχει βαρύνουσα σημασία, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε τα διακριτά χαρακτηριστικά αυτής της φιγούρας. Είναι σημαντικό να ερευνήσουμε τις κοινωνικές τις συμπεριφορές σε σχέση με την εργασία και την ανεργία, τις ανάγκες και τις επιθυμίες της, τις στάσεις ζωής που υιοθετεί ειδικά μέσα στις συνθήκες της κρίσης. Είναι σημαντικό αν μη τι άλλο για ένα λόγο: αν το κέντρο της πολιτικής μας δραστηριότητας μέσα στις συνθήκες της κρίσης, είναι καταρχήν να σταθούμε δίπλα στους ανθρώπους που είναι κοντά μας, ξέρουμε καλά ότι κοντά μας η φιγούρα ανθρώπου με αυτά τα χαρακτηριστικά είναι από τις κυρίαρχες.

    Δεύτερο. Το κείμενο προσπαθεί να εστιάσει στις πιθανές διαφοροποιήσεις των πολιτικών συμπεριφορών που μπορεί να αναπτύξει αυτή η φιγούρα σε σχέση με αυτές τις συμπεριφορές που μπορεί να αναπτύξουν οι πρώην εργαζόμενοι και νυν άνεργοι, δηλαδή οι άνθρωποι που χάσανε την δουλειά τους μέσα στην δίνη της κρίσης. Κι αυτό το κάνει βάζοντας το ερώτημα της δυνατότητας μιας πιθανής συνάντησης αυτών των υποκειμένων. Εδώ ωστόσο υπάρχουν διάφορα ζητήματα που χρειάζονται συζήτηση. Το πρώτο είναι ότι οι συναντήσεις (όπως και οι συνθέσεις, οι συγκρούσεις κλπ) δεν λαμβάνουν χώρα εννοιολογικά ούτε θεωρητικά, λαμβάνουν χώρα καταρχήν στο έδαφος της πραγματικότητας. Το δεύτερο είναι ότι όταν μιλάμε για την πραγματικότητα και το έδαφος της, πρέπει να χουμε πάντα στο μυαλό μας πραγματικές κοινωνικές διαδικασίες και πρακτικές κοινωνικές σχέσεις. Κοινωνικές σχέσεις που αναπτύσσονται στην βάση συγκεκριμένων κοινωνικών αναγκών. Αν καταρχήν διαχωρίζει κάτι αυτές τις δύο φιγούρες ανέργων που αδρά σκιαγραφήθηκαν αυτό το πράγμα είναι η διαφοροποίηση των αναγκών τους. Ωστόσο αυτός ο διαχωρισμός δεν είναι ούτε τελεσίδικος, ούτε αγεφύρωτος. Για να πω την αλήθεια όμως, το βασικό μας πολιτικό ζήτημα δεν είναι (και δεν πρέπει να είναι) αυτό τώρα.

    1. Ταινία του Κεν Λόουτς που απεικονίζει τις επιπτώσεις του θατσερισμού στην νέα εργατική τάξη του δευτερογενούς τομέα, αλλά και τις αντιστάσεις που αναπτύσσει στην καθημερινότητα της. Αξίζει να την δει κάποια/ κάποιος (εφόσον δεν την έχει δει).

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*