Απολογισμός του φοιτητικού αγώνα του Σεπτέμβρη του 2011 στη Θεσσαλονίκη

Το παρακάτω κείμενο είναι από συντρόφους και συντρόφισσες του Αυτόνομου Σχήματος Φυσικού του Α.Π.Θ (Persona Non Grata) και αφορά το φοιτητικό αγώνα του 2011 στη Θεσσαλονίκη. Το αναδημοσιεύουμε γιατί πιστεύουμε ότι αποτελεί πολύτιμη μεταφορά εμπειρίας και αποτίμησης ενός αγώνα και συνεισφέρει στον κινηματικό διάλογο. Μπορείτε, επίσης, να το κατεβάσετε κι από εδώ.

Ένας απολογισμός του φοιτητικού αγώνα του Σεπτέμβρη του 2011 στη Θεσσαλονίκη και της εμπλοκής μας ως αυτόνομων με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον

Στο κείμενο αυτό κάνουμε έναν απολογισμό όσων συνέβησαν στη Θεσσαλονίκη κατά τη διάρκεια του αγώνα του Σεπτέμβρη του 2011 και προσπαθούμε να εκτιμήσουμε τις δυναμικές και τα όρια τόσο του αγώνα όσο και της παρουσίας του αυτόνομου κόσμου σε αυτόν. Αναζητούμε του τρόπους να ξεπεράσουμε τα όρια που συναντήσαμε και μεταφέρουμε κάποιες εμπειρίες από τις σχετικές προσπάθειες. Τέλος, καταθέτουμε μια οπτική για την εποχή που διανύουμε και κάποια συμπεράσματα μας όσον αφορά τις θέσεις μάχης που είναι αναγκαίο να πάρουμε καθώς η αναδιάρθρωση εξελίσσεται.

Ενότητες:

Επί της μεθόδου

Το αν εκτιμούμε ένα κίνημα ως επιτυχημένο ή αποτυχημένο έχει να κάνει με τις προσδοκίες μας από αυτό. Η απογοήτευση που ακολουθεί συχνά το κλείσιμο ενός κύκλου αγώνα έχει να κάνει με την παράλειψη από μέρους μας της ιστορικότητας των πραγμάτων. Αυτά που συμβαίνουν (ή αυτά που δε συμβαίνουν) την περίοδο ενός κινήματος –συμπεριλαμβάνεται και ο τερματισμός ή η συνέχιση του αγώνα- είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της προεργασίας (ή της απουσίας της) που έχει γίνει πριν το ξέσπασμα του. Συχνά αγνοούμε αυτή την πραγματικότητα και προσμένουμε να συμβούν τον καιρό του κινήματος υπερβάσεις και ρήξεις από μόνες τους χωρίς να έχουν δουλευτεί. Η προσμονή αυτή έρχεται από την κουλτούρα του just in time. Την κουλτούρα του «τα θέλουμε όλα και τα θέλουμε τώρα» όχι με τη ζωτικότητα που τέθηκε και τίθεται από τα ριζοσπαστικά κινήματα αλλά όπως ενσωματώθηκε από το σύστημα στα νεοφιλελεύθερα ιδεολογήματα της κατανάλωσης, της απόλαυσης χωρίς κόπο, της άμεσης ικανοποίησης του Εγώ μαζί με την απουσία οποιασδήποτε δέσμευσης σε ένα συλλογικό σχέδιο σε βάθος χρόνου. Η αποτίμηση λοιπόν του κινήματος, της παρουσίας μας σε αυτό καθώς και η εκτίμηση των επόμενων βημάτων μας θα πρέπει να γίνουν σε βάση σχετική και όχι απόλυτη. Θα πρέπει να δούμε δηλαδή αν υπήρξε πρόοδος σε σχέση με προηγούμενα κινήματα, αν μπήκαν βάσεις για να προχωρήσουμε περαιτέρω κλπ και να αποφύγουμε εκτιμήσεις με κριτήριο απόλυτους στόχους του στυλ αν έπεσε ο νόμος ή όχι κλπ. Άλλωστε η αναδιάρθρωση δεν είναι θέμα αυτού του νόμου. Είναι μια ιστορική διαδικασία 15-20 χρόνων και η αναχαίτισή της αν συμβεί θα μπορέσει να συμβεί από τη σταδιακή σύνθεση και συγκρότηση ενός κινήματος με ποιοτικά χαρακτηριστικά και στοχευμένα περιεχόμενα – κάτι το οποίο μπορεί να συγκροτηθεί μόνο σε βάθος χρόνου. Από την άλλη βέβαια, η κριτική πρέπει να γίνεται και με βάση τι αγώνας αναλογεί στην παρούσα συγκυρία, καθώς κάθε εποχή απαιτεί διαφορετικούς τρόπους και δυναμική ώστε να έχει κάποια θετικά αποτελέσματα ο αγώνας που δόθηκε σε αυτήν.

Με μια γρήγορη (αισιόδοξη) ματιά

Αποτιμώντας τον αγώνα του Σεπτέμβρη από αυτή τη σκοπιά μπορούμε να πούμε ότι είχε μια δυναμική αλλά συνάντησε και όρια, ήταν σε πολλά σημεία αντιφατικός, έφερε πράγματα από το παρελθόν αλλά στράφηκε και προς το μέλλον δείχνοντας κατευθύνσεις, είχε πλούτο συζητήσεων, ζυμώσεων, αντιπαραθέσεων, δράσεων, άνοιξε και πάλι το παράθυρο για να ξεχυθεί η δημιουργικότητα και η φαντασία από τη ατομική έκφραση στα εδάφη του συλλογικού, έσπασε τη μιζέρια της φοιτητικής κανονικότητας. Αν πρέπει οπωσδήποτε να μιλήσουμε με όρους αποτυχίας-επιτυχίας σε σχέση με το νόμο καθεαυτόν, η αποτίμηση είναι θετική, καθώς μπορεί να μην καταφέραμε να τον ρίξουμε, αλλά από την αρχή ξέραμε ότι κάτι τέτοιο ήταν εξαιρετικά δύσκολο, δεδομένης της έκτασης και της έντασης της επίθεσης των από πάνω αυτή την περίοδο. Παρ’ όλα αυτά δημιούργησε δυνατότητες για το μπλοκάρισμα της εφαρμογής του με δυο τρόπους. Πρώτον τον απονομιμοποίησε σχεδόν καθολικά στις συνειδήσεις των φοιτητών δίνοντας στους αγωνιζόμενους για τα επόμενα χρόνια την ηθική και πολιτική νομιμοποίηση για το συγκρουσιακό μπλοκάρισμα της εφαρμογής του (σπάσιμο συνελεύσεων τμημάτων, συγκλήτων κλπ). Είναι χαρακτηριστικό ότι με εξαίρεση μια μικρή ομάδα φοιτητών κανείς δεν υπερασπίστηκε το νόμο και επίσης ότι σε αντίθεση με το κίνημα του 2006-2007 όπου υπήρχε πολιτικός λόγος γύρω από το νόμο (υπέρ και κατά), σε αυτόν τον αγώνα τα επιχειρήματα δεν αφορούσαν το νόμο (ο οποίος ήταν δεδομένο ότι είναι απαράδεκτος) αλλά το ότι «δεν τη βγάζουμε και θέλουμε να τελειώσουμε, οπότε όχι στην κατάληψη». Δεύτερον, πολιτικοποίησε κόσμο και έφτιαξε κοινότητες αγώνα. Χωρίς αυτήν την πολιτικοποίηση κόσμου θα ήταν δυσκολότερο οποιοδήποτε μελλοντικό μπλοκάρισμα λόγω χαμηλότερης δυναμικής αλλά κυρίως γιατί θα έλειπε η ώθηση, ο αυθορμητισμός και οι ιδέες που έχει να δώσει αυτός ο κόσμος στο κίνημα.

Η υποχώρηση του αγώνα

Το ατυχές στον αγώνα του Σεπτέμβρη ήταν ότι υποχώρησε αρκετά νωρίς ώστε να μην προλάβει να συναντηθεί με άλλους αγώνες και να πάρει ώθηση από αυτό. Ενώ αντιληφθήκαμε την ανάγκη της διεύρυνσης και απευθυνθήκαμε αρχικά στους μαθητές, ο αγώνας σταμάτησε πριν προλάβει να συναντηθεί με αυτούς ενώ κάτι τέτοιο ήταν εφικτό με τις καταλήψεις στα σχολεία να επεκτείνονται. Οι παρεμβάσεις σε ΔΕΗ και νοσοκομεία άνοιξαν ένα δρόμο αλλά το κίνημα ξεφούσκωσε πριν προλάβουν να προχωρήσουν. Άλλες συναντήσεις επίσης δεν έγιναν. Επιπλέον ούτε στο επίπεδο του δρόμου έγινε συνάντηση, είτε στη ΔΕΘ είτε σε κάποια γενική απεργία. Οι αιτίες αυτής της υποχώρησης του αγώνα είναι πολλές και αρκετές από αυτές έχουν να κάνουν με το εσωτερικό του κινήματος και θα πρέπει να τις αποδομήσουμε στα χρόνια που έρχονται:

  • Η επίθεση των αφεντικών δεν είναι εικόνα στις ειδήσεις. Είναι υλικότατη και δημιουργεί ασφυξία όταν κάποιος καλείται να παρατείνει τις σπουδές του ακόμη και αν αυτό είναι για τον αγώνα εναντία στην υλική επίθεση. Το ζήτημα της υλικής επίθεσης θα πρέπει σταδιακά να απαντηθεί με πολιτικούς τρόπους. Αφενός μέσα από τη δημιουργία κοινοτήτων, κοινών τόπων και εδαφών όπου η αλληλεγγύη θα παίρνει τη θέση της πάνω από και ενάντια στις μεσολαβήσεις και τους καταναγκασμούς του εμπορεύματος. Αφετέρου μέσα από αγώνες ενάντια σε αυτή την υλική επίθεση οι οποίοι όμως θα έχουν ως απόληξη της άμεση δράση και όχι ένα πλαίσιο αιτημάτων προς το κράτος του τύπου (όχι στο τάδε, όχι στο δείνα) ή μια καταγγελία. Οι πρακτικές μορφές μένει να βρεθούν (αν και δεν είμαστε στο μηδέν) και να οργανωθούν με επιμονή και υπομονή: αυτομειώσεις, αρνήσεις πληρωμών, συλλογικές κουζίνες, καταλήψεις στέγης, μαζικές απαλλοτριώσεις, υπεράσπιση-επανασύσταση των κοινών, συλλογικοί μπαξέδες, αντιεμπορευματικά δίκτυα ανταλλαγής και λοιπά και λοιπά…
  • Η ψευδαίσθηση των ατομικών λύσεων και του ατομικού δρόμου είναι επίσης ένα κομβικό σημείο. Η αποδόμηση αυτού του ιδεολογήματος θα πρέπει να είναι πολλαπλή. Αρχικά ξεκινάει από την απομυθοποίηση του «θα βγω στο εξωτερικό και θα τα καταφέρω…» και του άλλου όμοιου «αν είσαι καλός δε χάνεσαι…». Συνεχίζει στην ανάγκη να είμαστε στα μαθήματα και να κράζουμε τους καθηγητές όποτε πάνε να σπείρουν το φαρμάκι της καριέρας στα μυαλά. Προχωρά στην επίθεση στην αριστερά: δε θέλουμε «καριέρα για όλους» (βλ. πτυχία με αξία). Θέλουμε να επανεφεύρουμε τις κοινότητες και την αλληλεγγύη. Θέλουμε να σπάσουμε την εξατομίκευση ακόμη και αν αυτή εκφράζεται με όρους ατομικών δικαιωμάτων. Στέκεται στο ζήτημα των δομών και του αδιαμεσολάβητου χαρακτήρα τους. Έστω ότι κάποιος παίρνει τη μεγάλη απόφαση να φύγει από τον ατομικό δρόμο και να μπει στον αγώνα και έρχεται στη γενική συνέλευση ή στη συντονιστική επιτροπή. Πόσο εύκολο είναι να νιώσει τη χαρά του αγώνα και της αλληλεγγύης, να μην αποκαρδιωθεί από τη συμμετοχή σε διαδικασίες που συχνά δεν ξεφεύγουν από το μίζερο πλαίσιο της καθημερινότητάς του. Διαδικασίες όπου συχνά κυριαρχεί η γκρίνια, η θυματοποίηση και η λογική της καταγγελίας. Κόντρα σε αυτές τις λογικές, να πιστέψουμε στη συλλογική μας δύναμη και να φωνάξουμε ότι Ο ΑΓΩΝΑΣ ΕΙΝΑΙ ΧΑΡΑ. Δεν είναι μιζέρια.
  • Η αγία ελληνική οικογένεια είναι ίσως από τις σπουδαιότερες παραμέτρους της ύφεσης του συγκεκριμένου αγώνα. Οι λόγοι δεν έχουν μάλλον να κάνουν τόσο με την οικονομική πίεση. Η οικονομική πίεση υπάρχει αλλά δεν είναι η πρώτη φορά στη ιστορία αυτής της χώρας που υπάρχει οικονομική πίεση. Αυτό βέβαια που πρώτη φορά συμβαίνει είναι η οικονομική καταβαράθρωση μετά από μια 15ετία γενικευμένου μικροαστισμού και ατομικισμού. Και κάπου εδώ πρέπει να αναζητηθεί η αιτία του προβλήματος. Στην κουλτούρα του κυρ-Παντελή (1) που έχει αναπτύξει η ελληνική οικογένεια: «εσύ παιδί μου διάβαζε να τελειώσεις και μη μπλέκεις μ’ αυτά…» ακούγεται καθημερινά στα τηλέφωνα του κάθε φοιτητή και της κάθε φοιτήτριας. Επίσης μια σημαντική καινοτομία, απούσα σε παρελθούσες εποχές οικονομικής πίεσης είναι και ο ακρωτηριασμός της διανοητικής και υπαρξιακής αυτονομίας της νεολαίας. Αν ένα θεμέλιο αυτής της κατάστασης είναι τα media, ένα άλλο η κατανάλωση, ένα τρίτο η γενικευμένη μηχανική μεσολάβηση της επικοινωνίας, ένα τέταρτο το εκπαιδευτικό σύστημα, ένα πέμπτο εξίσου σημαντικό είναι η πνευματική κατοχή των γονέων προς τα τέκνα τους. Η πνευματική αυτή κατοχή δεν είναι καθολική, είναι ωστόσο ιδιαίτερα εκτεταμένη και παίρνει πολλές μορφές. Αλλού η νέτη-σκέτη αυταρχικότητα των γονέων δεν έχει αφήσει τα παιδιά να βιώσουν ποτέ την ελευθερία και τον αυτοπροσδιορισμό και δεν μπορούν να τα καταλάβουν όταν τους μιλάς για αυτά. Αλλού έχει δουλευτεί επιδέξια μια εσωτερικευμένη καταστολή βασισμένη συχνά στις ενοχές οπότε το παιδί ενώ αντιλαμβάνεται την ανάγκη για αυτοπροσδιορισμό, αυτοκαταστέλεται παρουσιάζοντας συχνά την κίνηση αυτή ως ελεύθερη επιλογή. Αλλού η υπερπροστασία έχει ακρωτηριάσει κάθε εμπιστοσύνη του ατόμου στη δύναμή του και κάθε διάθεση για ανάληψη πρωτοβουλιών και ενεργή εμπλοκή σε οτιδήποτε στη ζωή. Χωρίς να γενικεύουμε και αναγνωρίζοντας ότι υπάρχουν και οικογένειες που δίνουν στα παιδιά τους το έδαφος να γίνουν ολοκληρωμένοι άνθρωποι που θα πατούν στα πόδια τους, δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε ότι το κυρίαρχο κοινωνικά είναι αυτό που περιγράφουμε. Πώς αλλιώς να εξηγηθούν τα φαινόμενα φοιτητών και φοιτητριών οι οποίοι έπαιρναν κλαίγοντας τηλέφωνο τους γονείς τους για να τους αναγγείλουν ότι έγινε κατάληψη και θα χάσουν την εξεταστική ή κλαμμένοι πάλι αλλά από χαρά για να τους αναγγείλουν ότι τα κατάφεραν και η κατάληψη επιτέλους έληξε. Η εμφάνιση τέτοιων ακραίων φαινομένων είναι ένας δείκτης. Γιατί ένα ακραίο φαινόμενο (ειδικά όταν πρόκειται για κοινωνικό φαινόμενο) σπάνια στέκεται μόνο του. Σχεδόν πάντα αποτελεί την κορυφή του παγόβουνου ενός εκτεταμένου πλήθους διεργασιών και επιμέρους καταστάσεων. Το πώς τώρα θα χτυπηθεί η επιρροή της οικογένειας πάνω στο φοιτητή (και γενικά στον έλληνα νεολαίο) δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο να βρεθεί και καλό θα ήταν να μας απασχολήσει σοβαρά το θέμα. Μια ιδέα θα μπορούσε να είναι η, με σοβαρούς όρους, προώθηση ενός κινήματος καταλήψεων στέγης. Με αυτό τον τρόπο πετυχαίνει κανείς πολλά τρυγόνια μ’ ένα σμπάρο. Πρώτον, χωρίς ενοίκιο και λογαριασμό για ρεύμα και νερό μειώνεται πολύ η οικονομική εξάρτηση από τους γονείς. Δεύτερον επιλέγοντας οι καταλήψεις στέγης να λειτουργούν ως κοινότητες και όχι ως αθροίσεις συγκατοίκων εισάγεις έναν εντελώς νέο τρόπο διευθέτησης των καθημερινών προβλημάτων σε όλα τα επίπεδα από το ποιος θα μαγειρεύει, μέχρι το οικονομικό και το εργασιακό, από το πώς θέλουμε να ζήσουμε της ζωή μας μέχρι τις ερωτικές σχέσεις και την ανατροφή των παιδιών, από τη διαχείριση των διαπροσωπικών σχέσεων μέχρι τη συζήτηση των αδιεξόδων του καθενός κλπ. Η νέα αυτή θέσμιση των στεγαστικών κοινοτήτων θα μπορούσε στην προοπτική της να αποτελέσει ένα σοβαρό αντίπαλο δέος στην άρθρωση των κοινωνικών σχέσεων γύρω από την οικογένεια. Η εμπειρία βέβαια δείχνει ότι και αυτή η μορφή έχει τις δικές της δυσκολίες, έχει όμως και τις δικές της δυναμικές και ισορροπίες.
  • Η μηντιοκεντρική κουλτούρα σύμφωνα με την οποία τα media αποτελούν τη δημόσια σφαίρα και οτιδήποτε δεν υπάρχει εκεί δεν υπάρχει γενικώς κοινωνικά, έπαιξε επίσης το ρόλο της σε πολλά επίπεδα. Η επιλογή της κυβέρνησης να αποσιωπήσει το κίνημα στα media λειτούργησε εκτονωτικά για πολύ κόσμο ο οποίος θεώρησε ότι ο αγώνας δεν έχει κανένα αντίκρισμα και δεν προξενεί πρόβλημα. Επίσης πιθανόν σε ένα κομμάτι ανένταχτου κόσμου λειτούργησε υπονομευτικά και ως προς την εμπιστοσύνη στις δικές μας δυνάμεις και μέσα υπονομεύοντας κινήσεις αποκεντρωμένης αντιπληροφόρησης όπως οι πορείες γειτονιάς, οι παρεμβάσεις, τα μοιράσματα, οι μικροφωνικές, οι αφισοκολλήσεις κλπ. Ως προς αυτό δεν έχουμε παρά να συνεχίσουμε αυτό που ήδη κάνουμε: επίθεση στα media αλλά και στις θεαματικές αντιλήψεις για τον αγώνα.
  • Σημαντικό ρόλο έπαιξε και η ρητορική που παρουσιάζει το νόμο αυτό ως το χειρότερο απ’ όλους και ότι αυτή η μάχη είναι η πιο μεγάλη κλπ. Αυτό το θέατρο είναι χιλιοπαιγμένο τα τελευταία 25 χρόνια και έχει ένα καλό και αρκετά κακά. Το καλό είναι ότι διευκολύνει την έναρξη του κινήματος εγείροντας αποκαλυψιακού τύπου πανικό (τρεχάτε γιατί χανόμαστε…). Τα κακά είναι πρώτον ότι επικεντρώνοντας στο νόμο και την πτώση του συντελεί στην απογοήτευση του αγωνιζομένου κόσμου όταν βλέπει ότι ο νόμος δεν πέφτει. Επικεντρώνοντας στο νόμο αποσιωπάται όλος ο πλούτος ενός αγώνα καθώς και η ιστορικότητα των αγώνων που αναφέραμε στην αρχή του κειμένου. Έτσι η επιτυχία ή η αποτυχία συνδέεται με την πτώση ή όχι του νόμου και εύκολα κανείς σταματά τον αγώνα όταν βλέπει ότι αυτό δεν μπορεί να το πετύχει. Απ’ την άλλη βέβαια κάθε αγώνας έχει και ένα συγκεκριμένο διακύβευμα, οπότε και το να μην επικεντρώσεις καθόλου στο νόμο διακηρύσσοντας γενικόλογα την διαρκή ανάγκη για αγώνα μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα το να μη γίνει καθόλου αγώνας. Δεύτερον η ρητορική αυτή αποπροσανατολίζει επικεντρώνοντας την κουβέντα στο νόμο ή στην καλύτερη στο πώς οι «προδοτικές κυβερνήσεις» ξεπουλάνε τη δημόσια (καπιταλιστική προσθέτουμε) παιδεία και όχι στην αναδιάρθρωση ως μια ιστορική διαδικασία που ακολουθεί τις ανάγκες των αφεντικών. (Υπάρχει και ένα τρίτο κακό, λίγο άσχετο όμως με το θέμα της ενότητας οπότε το βάζουμε σε υποσημείωση (2))
  • Η αισθητική του κινήματος έπαιξε επίσης το ρόλο της. Η κριτική περί στείρων καταλήψεων που κλείνουν το πανεπιστήμιο, περί πορειών χωρίς νόημα κλπ έχει σίγουρα και μια τέτοια διάσταση. Η μιζέρια και η ρουτίνα, οι άνευρες διαδικασίες και δράσεις χωρίς φαντασία δεν είναι οι καλύτερες προϋποθέσεις για να συμμετάσχεις οπουδήποτε, πόσο μάλλον όταν η στήριξη ή η συμμετοχή στον αγώνα σημαίνει και αφιέρωση προσωπικού χρόνου και ενέργειας. Από την πλευρά μας ως αυτόνομοι κάναμε πολλά για να σπάσει αυτή η μιζέρια αλλά ίσως δεν ήταν αρκετό ή δεν ήμασταν εμείς αρκετοί. Επίσης παίζει και το γεγονός ότι κομμάτι του κόσμου είναι απλώς γκρινιάρης (υπήρξαν στη ΣΘΕ παραδείγματα κόσμου που έκραζε τις στείρες καταλήψεις και μετά από μια εβδομάδα καθημερινής κουζίνας, αντιμαθημάτων στην κατάληψη, εξωστρεφών δράσεων συνέχιζε να κράζει και να γκρινιάζει ότι αυτά είναι ανούσια, ότι στην κατάληψη δε γίνεται τίποτα κλπ).
  • Το ζήτημα των δομών, των διαδικασιών και της κουλτούρας μέσα σε αυτές είναι πολύ σημαντικό. Διαδικασίες εξοντωτικές, με τους γραφειοκράτες να μονοπωλούν, καμιά συντροφικότητα, προσπάθεια να σε καπελώσουν και να κυριαρχήσουν πάνω σου, αδιαφορία για προτάσεις και ιδέες, ανούσιες συζητήσεις για θέματα που δεν αφορούν κανέναν εκτός από τις κομματικές επιτροπές, ιδεοληψίες και δόγματα συνθέτουν το κάδρο της δολοφονίας της διάθεσης για συμμετοχή και εμπλοκή σε πρώτη φάση και για τον ίδιο τον αγώνα σε δεύτερη. Το ζήτημα αυτό έχει ανοίξει ήδη σε ένα βαθμό και σταδιακά πρέπει να επιλυθεί αν θέλουμε οι διαδικασίες να μην απωθούν κόσμο που έρχεται πρώτη φορά σε επαφή με τον αγώνα και το κίνημα.

Μια γενική ματιά στην παρουσία της αυτονομίας

Όσον αφορά την εμπλοκή μας ως αυτόνομων στο κίνημα, είναι κατ’ αρχάς πολύ σημαντικό το γεγονός ότι υπήρξαμε. Αυτό ακούγεται ίσως οξύμωρο αλλά κόσμος που έζησε προηγούμενα κινήματα μπορεί να καταλάβει τη σημασία του. Είναι η πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια που κόσμος με αυτόνομες-ελευθεριακές αντιλήψεις βρέθηκε οργανωμένα και με συνέπεια στις κινηματικές διαδικασίες, έθεσε ζητήματα, αλληλεπίδρασε με τον κόσμο με όρους επικοινωνίας και όχι απλής παρέμβασης-μονόδρομης προπαγάνδας. Στο παρελθόν αυτός ο κόσμος απαξίωνε ως de facto αδιέξοδες και καπελωμένες τις διαδικασίες του κινήματος και συγκροτούσε συνήθως μέσα στους αγώνες μια αυτοαναφορική κοινότητα με βάση την πολιτική ταυτότητα η οποία δρούσε εντός εκτός και επί τα αυτά του κινήματος, χρησιμοποιώντας το περισσότερο εργαλειακά χωρίς να ενδιαφέρεται να αλληλεπιδράσει και να ζυμωθεί με τους αγωνιζόμενους εκτός ίσως από εκείνους που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ασπάζονταν την πολιτική αυτή ταυτότητα κατά τη διάρκεια του αγώνα και γίνονταν κομμάτι της πολιτικής αυτής κοινότητας. Αυτό είχε διάφορες αρνητικές συνέπειες. Μία ήταν ότι οι αυτόνομοι λειτουργούσαν και αυτοί συχνά ως πρωτοπορία κυρίως όσον αφορά την υιοθέτηση συγκρουσιακών πρακτικών. Αν η αριστερά ήταν ο ειδικός της πολιτικής και των περιεχομένων στα αμφιθέατρα, οι αυτόνομοι γίνονταν οι ειδικοί της βίας στο δρόμο συχνά ερήμην των διαθέσεων του ανένταχτου κόσμου. Συνέπεια της (εκτός από μεμονωμένες εξαιρέσεις) απουσίας των αυτόνομων από τις κινηματικές διαδικασίες ήταν πέρα από την αυτοπεριθωριοποίηση, το ότι αφηνόταν στην αριστερά το περιθώριο να τους συκοφαντεί ως απολίτικους (μιλώντας για μπάχαλους) αλλά και να παρουσιάζει τις πολιτικές της αντιλήψεις και πρακτικές ως αυτονόητες και αδιαμφισβήτητες αλήθειες καπελώνοντας το κίνημα. Όλα αυτά ανατράπηκαν σε αυτό το κίνημα. Κόσμος από την αυτονομία βρέθηκε σε πάρα πολλές σχολές οργανωμένα μέσα στις κινηματικές διαδικασίες και αλληλεπίδρασε με ειλικρίνια και ανοιχτότητα με τον κόσμο αρνούμενος να περιχαρακωθεί στην αλήθεια και την ασφάλεια της πολιτικής του ταυτότητας. Χτύπησε στο μέτρο των δυνάμεων του την απόπειρα καπελώματος και χειραγώγησης από την αριστερά καθώς και τις θεαματικές και νομιμόφρονες αντιλήψεις για τη δράση. Αρνήθηκε να παίξει το ρόλο του ειδικού της βίας και έθεσε μπροστά την αναγκαιότητα η όποια σύγκρουση να είναι κοινή απόφαση των αγωνιζόμενων. Έθεσε ζητήματα περιεχομένων με σοβαρότητα και τεκμηρίωση (3). Η οργανωμένη αυτή παρουσία μας στις κινηματικές διαδικασίες της Θεσσαλονίκης δεν είναι άσχετη με τις ποιότητες που εμφάνισε το κίνημα στη Θεσσαλονίκη αν και η ποιότητα αυτή σαφώς προήλθε και από ανένταχτο κόσμο. Είναι εμφανές ότι η σταθερή παρουσία μας στη καθημερινότητα των σχολών και των κινηματικών διαδικασιών μόνο να ωφελήσει μπορεί και πρέπει να συνεχιστεί, να διευρυνθεί και να βαθύνει.

Ζωή στις κατειλημμένες σχολές

Οι καταλήψεις των σχολών και η εσωτερική τους ζωή υπήρξαν σε αυτόν τον αγώνα σαφώς ποιοτικότερες από τους πρόσφατους προηγούμενους (το κίνημα 2006-2007 και την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008). Η οργάνωση εκδηλώσεων, αντιμαθημάτων, συζητήσεων αυτομόρφωσης, προβολών, συλλογικών κουζινών, εικαστικών παρεμβάσεων, παιχνιδιών έθεσε στην πράξη το ζήτημα της καθημερινής ζωής. Της ανάγκης να βιώνουμε (όσο αυτό είναι δυνατόν) κατά τη διάρκεια του αγώνα αυτό για το οποίο παλεύουμε και να μην περιμένουμε απλώς τη μεγάλη νύχτα που θα καταλάβουμε τα χειμερινά ανάκτορα για να ζήσουμε αυτά που θέλουμε. Οι διαδικασίες αυτές έδωσαν τη δυνατότητα της δημιουργικής συμμετοχής, της επικοινωνίας και του μοιράσματος, της πολιτικής ζύμωσης σπάζοντας τη στειρότητα των καταλήψεων που έχει παρατηρηθεί στο παρελθόν. Επιπλέον έκαναν βήματα προς τον επαναπροσδιορισμό του τι σημαίνει χρήση των χώρων του πανεπιστημίου από τους φοιτητές κινούμενες σε πολύ πιο ποικίλα και δημιουργικά πεδία από την εναλλασσόμενη διεξαγωγή συνελεύσεων και πάρτι. Περαιτέρω κατάφεραν να θέσουν σε συζήτηση ένα μεγάλο εύρος θεμάτων σπάζοντας τη μονοδιάστατη συντεχνιακή συζήτηση γύρω από το νόμο και το εκπαιδευτικό. Σε διάφορες σχολές άνοιξαν θέματα όπως το ελεύθερο λογισμικό και η πνευματική ιδιοκτησία, η βιοτεχνολογία και η οικολογική γεωργία, η επισφάλεια και οι αντιστάσεις στους χώρους εργασίας, ο φεμινισμός και η εμπλοκή των γυναικών στα κινήματα, η στρατιωτικοποίηση της έρευνας, τα μεταλλεία χρυσού στη Χαλκιδική και η κριτική στο ιδεολόγημα της ανάπτυξης, οι αυτομειώσεις, η αρχιτεκτονική ως πεδίο έκφρασης και ανταγωνισμού απελευθερωτικών και εξουσιαστικών προταγμάτων, η ελευθεριακή εκπαίδευση κ.α.

Οι συζητήσεις αυτές αποτελούν ζωτικό κομμάτι του αγώνα και δεν χρησιμοποιηθήκαν εργαλειακά απλώς «για να φέρουν κόσμο στη σχολή». Αποτιμώντας τες μπορεί κανείς να δει τουλάχιστον δύο ιδιαίτερα σημαντικά πράγματα. Πρώτον ότι άνοιξαν μια συζήτηση από καιρό θαμμένη κάτω από την εμμονή στα φράγκα και τα πτυχία: τη συζήτηση για το τι μαθαίνουμε και τι σκοπό εξυπηρετεί αυτό, για το αν η επιστήμη είναι κάτι ουδέτερο ή κάτι που διατρέχεται από τις κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις και ιδεολογίες, για το τι γνώση και επιστήμη θέλουμε, για το τι ζωή θέλουμε. Δεύτερον αποτελούν ίσως εμβρυακά δείγματα μιας διαδικασίας ρήξης με το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα ως ένα σύστημα που φτιάχτηκε για να εξυπηρετεί τα συμφέροντα των κυρίαρχων. Η εφεύρεση μεθόδων και δομών αυτομόρφωσης των από κάτω αποτελεί το πρώτο βήμα για την αμφισβήτηση μελλοντικά αρχικά του μονοπωλίου και της αυθεντίας του εκπαιδευτικού συστήματος στη μετάδοση και την πιστοποίηση της γνώσης και του συνόλου του στη συνέχεια για χάρη αυτόνομων μορφών εκπαίδευσης από εμάς για εμάς. Εδώ βέβαια μιλάμε για την προοπτική του πράγματος, γιατί είναι δεδομένο ότι από μερικά αντιμαθήματα και συζητήσεις αυτομόρφωσης μέχρι τη σύνθεση με πραγματικούς όρους και από τα κάτω μιας αυτόνομης-ελευθεριακής εκπαιδευτικής πρότασης ο δρόμος είναι μακρύς. Ωστόσο δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει τον πλούτο αυτής της διαδικασίας, ο οποίος εκφράστηκε και στο γεγονός ότι αυτές οι καταλήψεις ήταν σαφώς πιο ζωντανές και με περισσότερο κόσμο απ’ το παρελθόν. Η περεταίρω αναβάθμιση και εμπλουτισμός των κινήσεων αυτών είναι ένα ακόμη στοίχημα για το μέλλον.

Τέλος δεν μπορούμε να παραλείψουμε ένα στοιχείο αμφιλεγόμενο. Παρ’ όλες τις ποικίλες δράσεις και συζητήσεις μέσα στις σχολές, η μεγαλύτερη προσέλευση υπήρχε για άλλη μια φορά κατά τις νυχτερινές ώρες, όταν διεξάγονταν πάρτι ή γλέντια. Το υγιές χαρακτηριστικό σ’ αυτό είναι η κάλυψη της επιθυμίας για διασκέδαση χωρίς να καταφύγει κανείς στα μαγαζιά. Το αρνητικό είναι όταν η κουλτούρα των πάρτι γίνεται αυτοσκοπός, όταν κομμάτι του κόσμου εναποθέτει όλο του το είναι σε αυτά με συνέπεια να μη συμμετέχει στις κινηματικές διαδικασίες λόγω κόπωσης ή επειδή φοβάται να δεσμευτεί.

Κινήσεις εκτός των τειχών

Έξω από τα πανεπιστήμια αναλήφθηκαν διάφορες πρωτοβουλίες δράσης που κινήθηκαν στους άξονες της αντιπληροφόρησης και της απόπειρας διεύρυνσης του αγώνα μέσω της συνάντησης με άλλους καταπιεζόμενους και αγωνιζόμενους. Στο κομμάτι της αντιπληροφόρησης έγιναν μοιράσματα σε γειτονιές, εργασιακούς χώρους, λεωφορεία, σημεία διασκέδασης της νεολαίας, στήθηκαν μικροφωνικές, κολλήθηκαν αφίσες με τα προγράμματα των καταλήψεων, έγιναν καταλήψεις ραδιοφωνικών σταθμών, γράφτηκαν σπρέι σε σχολεία.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι κινήσεις με σκοπό τη σύνδεση με άλλους αγώνες, καθώς εδώ υπήρξε ποιοτική αναβάθμιση σε σχέση με προηγούμενα κινήματα. Από μια μερίδα κόσμου υπήρξε η διάθεση να ξεπεραστεί ο συντεχνιακός χαρακτήρας του κινήματος. Να μη μιλήσουμε μόνο για το πανεπιστήμιο ή, λίγο πιο γενικά, για την εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες. Να ανοίξουμε και ζητήματα που αφορούν εξίσου με εμάς και άλλα κοινωνικά κομμάτια. Επιπρόσθετα υπήρξε η ανάγκη η όποια συνάντηση να μην γίνει μόνο σε επίπεδο συνθηματολογίας και αιτημάτων, ούτε με όρους συνάντησης των «ηγεσιών» των κινημάτων και απλής πρόσθεσης μαζών στο δρόμο με θεαματικούς όρους. Τέθηκε η αναγκαιότητα της συνάντησης και σύμπραξης με πραγματικούς όρους, της σύναψης πραγματικών σχέσεων μεταξύ της αγωνιζόμενης «βάσης» του ενός ή του άλλου κινήματος. Της άμεσης επικοινωνίας και της αμφισβήτησης των επιμέρους ταυτοτήτων και διαχωρισμών μέσα στον κοινό αγώνα. Η αντίληψη αυτή εκφράστηκε σε ποικίλες δράσεις. Η ανάγκη διεύρυνσης του αγώνα στις υπόλοιπες εκπαιδευτικές βαθμίδες εκφράστηκε στη δυναμική παρέμβαση στα σχολεία όπου κόσμος εισέβαλε στις αίθουσες την ώρα του μαθήματος για να καλέσει τους μαθητές σε κοινό αγώνα διαταράσσοντας τη σχολική κανονικότητα. Σαν συνέχεια, όταν οι μαθητικές καταλήψεις ξεκίνησαν και οι μαθητές συναντήθηκαν στο δρόμο με τους φοιτητές και τους δασκάλους στο πανεκπαιδευτικό συλλαλητήριο της ημέρα της απεργίας ΔΟΕ-ΟΛΜΕ στις 22/9, έγινε απόπειρα να οργανωθεί κοινή συνέλευση μετά την πορεία με κατάληψη του κινηματογράφου Ολύμπιον. Ωστόσο η κοινή αυτή συνέλευση τελικά δεν επετεύχθη κυρίως λόγω της έλλειψης καλής προετοιμασίας. Η ανάγκη διεύρυνσης του αγώνα πέρα από τα όρια της εκπαίδευσης εκφράστηκε με τις παρεμβάσεις στη ΔΕΗ, την ΕΥΑΘ, τα νοσοκομεία, τα λεωφορεία του ΟΑΣΘ. Στην ΕΥΑΘ αναρτήθηκαν πανό και έγιναν μοιράσματα. Στη ΔΕΗ αναρτήθηκαν πανό, έγιναν μοιράσματα και βοηθήθηκαν μερικοί χρήστες του ρεύματος να κάνουν ευνοϊκό διακανονισμό και να επανασυνδέσουν το ρεύμα χωρίς να καταβάλουν τέλος επανασύνδεσης. Στα λεωφορεία έγιναν παρεμβάσεις και μοιράσματα οι οποίες σε κάποιες περιπτώσεις συνδυάστηκαν με σαμποτάζ ακυρωτικών μηχανημάτων. Στα νοσοκομεία έγιναν καταλήψεις των ταμείων ενάντια στο αντίτιμο των 5€ και εξασφαλίστηκε η δωρεάν εξέταση των ασθενών κατά τη διάρκεια της παρέμβασης. Επίσης φοιτητές συμπαραστάθηκαν σε κατοίκους οι οποίοι έκαναν μαζική παράσταση στη διεύθυνση υγειονομικής περιφέρειας ενάντια στο κλείσιμο του κέντρου υγείας ζαγκλιβερίου.

Οι δράσεις διεύρυνσης του αγώνα έδειξαν μία κατεύθυνση αλλά δεν μπόρεσαν να προσεγγίσουν την υλοποίηση της πραγματικής σύνδεσης με άλλους αγωνιζόμενους. Σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιξε το γεγονός ότι ο φοιτητικός αγώνας υποχώρησε αρκετά σύντομα πριν προλάβουν να μπουν σε κίνηση και άλλα κοινωνικά κομμάτια. Το γεγονός είναι αρκετά ατυχές αν λάβουμε υπόψη ότι φάνηκε πώς τέτοια κίνηση ήταν εφικτό να υπάρξει. Οι μαθητές ξεκίνησαν καταλήψεις ενώ οι γιατροί βρέθηκαν σε κινητοποιήσεις. Επίσης κομμάτια των δημοσίων υπαλλήλων όπως οι υπάλληλοι του υπουργείου παιδείας, της τοπικής αυτοδιοίκησης, της ΔΕΗ φάνηκε να έχουν διάθεση να κινητοποιηθούν καθώς προχώρησαν σε δράσεις με διάρκεια οι οποίες κορυφώθηκαν στο απεργιακό διήμερο 19-20 Οκτωβρίου και την εβδομάδα που προηγήθηκε αυτού. Η συνέχιση δράσεων προς αυτές τις κατευθύνσεις είναι σημαντική αν και χωρίς καταλήψεις οι δράσεις τείνουν να μην πλαισιώνονται από ανένταχτο κόσμο και να έχουν μειωμένη δυναμική. Μια διέξοδος σε αυτό θα μπορούσε να είναι το να τεθούν αυτά τα ζητήματα μέσα από την οργάνωση ενός κινήματος αυτομείωσης – άρνησης πληρωμής λογαριασμών. Ένα τέτοιο κίνημα πρώτον θα μπορούσε να κινητοποιήσει πολλούς φοιτητές καθώς απαντά σε μια κοινή υλική ανάγκη, δεύτερον θα μπορούσε να συνδέσει τους φοιτητές με άλλα κοινωνικά κομμάτια καθώς οι ανάγκες αυτές δεν είναι μόνο των φοιτητών, τρίτον θα μπορούσε να υλοποιήσει τη σύνδεση με τους εργαζόμενους στις υπηρεσίες αυτές στηρίζοντας τους από τη μια στον αγώνα τους ενάντια στην αναδιάρθρωση – ιδιωτικοποίηση του τομέα τους, καλώντας τους από την άλλη να αμφισβητήσουν τη δική τους συντεχνιακή περιχαράκωση και να δείξουν έμπρακτη αλληλεγγύη με τους άλλους εκμεταλλευόμενους και καταπιεζόμενους.

Πρέπει να σημειώσουμε ότι παρόλο που οι διάφορες παρεμβάσεις (είτε αντιπληροφόρησης είτε διεύρυνσης) έξω από τα πανεπιστήμια ήταν εύστοχες και αναγκαίες για την εξέλιξη του κινήματος, η δυναμική του κόσμου που τις στήριξε ήταν μειωμένη σε σχέση με τις δυνατότητες που έχει επιδείξει το κίνημα στο παρελθόν. Οι δράσεις αυτές στηρίχτηκαν κυρίως από κόσμο της σχολής θετικών επιστημών (ΣΘΕ) και του πολυτεχνείου ενώ από άλλες σχολές συμμετείχαν κυρίως πολιτικοποιημένοι αγωνιστές. Το γιατί συνέβη αυτό πρέπει να αναλυθεί για να αποφευχθεί στο μέλλον. Μέρος των αιτιών βρίσκεται πιθανόν στην παράδοση και την κουλτούρα αγώνα που υπάρχει (ή δεν υπάρχει) σε κάθε σχολή και στο γενικό επίπεδο πολιτικοποίησης του κόσμου κάθε σχολής. Είναι γεγονός ότι και στο παρελθόν η ΣΘΕ και το πολυτεχνείο έχουν παίξει το ρόλο της ατμομηχανής του κινήματος αν και σχολές όπως το μαθηματικό που σ’ αυτό το κίνημα βγήκαν μπροστά, δεν είχαν πρόσφατο παρελθόν αγώνα ή σταθερής παρέμβασης αγωνιστικής κατεύθυνσης και η ΔΑΠ μονοπωλούσε όπως και σε πολλές άλλες. Επίσης σημαντικό ρόλο παίζει και το γεγονός ότι ένα μέρος του κινήματος, κυρίως κομμάτια της αριστεράς, είναι στραμμένο στην κεντρική πολιτική σκηνή και τη προπαγάνδα μέσω media και έτσι δε διαθέτει πολλές δυνάμεις στην δουλειά μυρμηγκιού της σύναψης σχέσεων με άλλα κοινωνικά υποκείμενα ή της αποκεντρωμένης αντιπληροφόρησης. Σίγουρα ωστόσο το φαινόμενο είναι αρκετά πιο σύνθετο και μάλλον οι λόγοι ποικίλουν από σχολή σε σχολή οπότε πρέπει να απαντηθεί κατά περίπτωση από τους άμεσα εμπλεκόμενους σε κάθε σχολή.

Κάτι που εκτός λίγων μεμονωμένων εξαιρέσεων έλειψε από τις εξωστρεφείς δράσεις αυτού του αγώνα ήταν οι επιθετικές ενέργειες παρενόχλησης της κανονικότητας του συστήματος. Μπλοκαρίσματα δρόμων, λιμανιών, αεροδρομίων, σιδηροδρομικών σταθμών νευραλγικών αρτηριών και κόμβων κυκλοφορίας του εμπορεύματος, αποκλεισμοί εργασιακών κατέργων ή κρατικών υπηρεσιών, κατεβάσματα καμερών, καταλήψεις δημοσίων ή ιδιωτικών κτηρίων, ερευνητικών κέντρων, μνημείων υψηλής συμβολικής σημασίας, αυτομειώσεις και απαλλοτριώσεις, σαμποτάζ ακυρωτικών μηχανημάτων στις μεταφορές, ελεγκτικών και εισπρακτικών μηχανισμών, περιφράξεων με όποια μορφή αυτές παίρνουν, διακοπή εκδηλώσεων όπου είναι καλεσμένοι υπουργοί και βουλευτές, κατάληψη τηλεοπτικών σταθμών είναι μορφές και εργαλεία που αγώνες στη Ελλάδα και αλλού έχουν χρησιμοποιήσει στο πρόσφατο παρελθόν ξεδιπλώνοντας την ανταγωνιστική τους δύναμη. Οι αιτίες που τέτοιες δράσεις δεν υπήρξαν γενικευμένα πρέπει μάλλον να αναζητηθούν στην περιορισμένη δυναμική του κινήματος και τις χλιαρές διαθέσεις του κόσμου. Επίσης και σε ένα μακρύ παρελθόν κουλτούρας νομιμοφροσύνης συνέπεια της πολύχρονης ηγεμονίας της αριστεράς στο εσωτερικό του φοιτητικού κινήματος. Παρόλο που στο γενικό κοινωνικό επίπεδο το πρόσφατο παρελθόν αγώνων στην Ελλάδα έχει αμφισβητήσει τον περιορισμό των δράσεων στη νομιμότητα (από την εξέγερση του Δεκέμβρη, ως την Κερατέα και τις γενικές απεργίες), ωστόσο κάθε κοινωνικό κομμάτι έχει και τη δική του εσωτερική ιστορία και συσχετισμούς. Και οι φοιτητικοί αγώνες παρά τον πλουραλισμό και τη ζωντάνια που έχουν επιδείξει ιστορικά είναι ένα πεδίο όπου η αριστερά (με την κουλτούρα της διαμεσολάβησης, της θυματοποίησης και τη νομιμοφροσύνης που κουβαλάει) έχει υπάρξει και παραμένει ακόμα ιδιαίτερα ισχυρή, αν και με φθίνουσα πορεία.

Ο δρόμος

Στο πεδίο του δρόμου όπως ιστορικά συμβαίνει συναντήθηκαν, συντέθηκαν, απέκλιναν, συγκρούστηκαν διαφορετικές πολιτικές αντιλήψεις. Ένα σημαντικό ποιοτικό στοιχείο είναι η πολύμορφη αμφισβήτηση της κουλτούρας που αντιλαμβάνεται εργαλειακά τις πορείες ως έναν τρόπο θεαματικής καταμέτρησης κουκιών. Που είναι στραμμένη στην κεντρική πολιτική σκηνή και ακόμη και αν αρνείται φαινομενικά το διάλογο με την κυβέρνηση επί της ουσίας επιδιώκει την αναγνώρισή της από την κυβέρνηση ως συνομιλητή. Που κατά βάθος δεν ενδιαφέρεται για το κίνημα αλλά για το πώς θα διαμεσολαβήσει το κίνημα είτε στα media, είτε στα κοινοβουλευτικά έδρανα. Στον αντίποδα αυτής της κουλτούρας υπήρξε κόσμος ο οποίος αντιλαμβάνεται το κίνημα πρωτίστως ως πραγματικές σχέσεις πραγματικών ανθρώπων οι οποίοι αγωνίζονται για να ζήσουν με αξιοπρέπεια και όχι για να αλλάξουν τους εκλογικούς συσχετισμούς. Για να αποφασίζουν συλλογικά και από τα κάτω και όχι για να φέρουν νέους κυβερνήτες στη θέση των παλιών. Που αντιλαμβάνεται την απεύθυνση στην κοινωνία όχι ως δημιουργία κεντρικών γεγονότων που θα παιχτούν απ’ τα media αλλά ως την προσπάθεια να συναντηθείς και να μιλήσεις άμεσα με όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους κατά τη διάρκεια του αγώνα. Που αντιλαμβάνεται το κίνημα όχι απλώς σαν ένα στόχο και τα μέσα με τα οποία θα τον πετύχεις, αλλά εξίσου ως μια διάρκεια, ένα έδαφος, μια ευκαιρία άμεσης αλλαγής της καθημερινότητας και του τρόπου που ζούμε και δρούμε. Η αντίθεση αυτή ήταν διαρκής και πολυεπίπεδη μέσα στο κινήμα. Σε επίπεδο δρόμου συμπυκνώθηκε στην προσπάθεια ξεπεράσματος της αγωνιστικής ρουτίνας της μιας κεντρικής πορείας-κηδείας την εβδομάδα που καταλήγει στο υπουργείο και μετά προβλέψιμα επιστρέφει ο καθένας σπίτι ή στη σχολή του. Μπήκε το ζήτημα της αποκέντρωσης το οποίο εκφράστηκε στην οργάνωση πορειών γειτονιάς. Επίσης το ζήτημα της αισθητικής των πορειών τέθηκε μέσα από την οργάνωση νυχτερινών πορειών με μουσικά όργανα σε σημεία διασκέδασης της νεολαίας καθώς και μιας ποδηλατοπορείας που διέσχισε το κέντρο και κάποιες γειτονιές κοντά στο κέντρο. Η αμφισβήτηση εκφράστηκε και εντός των κεντρικών πορειών με ποικίλους τρόπους. Με τη συνέχιση της παράδοσης της επίδρασης της πορείας πάνω στην πόλη με γράψιμο συνθημάτων, βάψιμο ΑΤΜ κλπ, με την προσπάθεια υπερφαλάγγισης των ντουντουκιέρηδων και της επιστροφής της πρωτοβουλίας του φωνάγματος συνθημάτων στον ίδιο τον κόσμο, με την κατάληψη του Ολύμπιον μετά την πορεία στις 22/9 η οποία εκτός από την ανάγκη για συνάντηση με μαθητές και δασκάλους εξέφραζε και τη διάθεση να δίνεται συνέχεια και να μην επιστρέφουμε προβλεπόμενα στην κανονικότητα με το τέλος μιας πορείας.

Ο αγώνας αυτός χαρακτηρίστηκε επίσης από την απουσία συγκρούσεων στο δρόμο. Οι αιτίες για αυτό είναι αρκετές. Η κυριότερη ίσως είναι η συνολική δυναμική του κινήματος και οι διαθέσεις του κόσμου. Ακόμη και στις πιο μαζικές πορείες η πλειοψηφία δεν υπήρξε οργισμένη. Ο παλμός ήταν μέτριος και η όλη παρουσία του κόσμου (ανοιχτά παπούτσια, κοντά παντελόνια, απουσία μαντηλιών, maalox κλπ) δεν έδειχνε ότι είχε κατέβει στο δρόμο έχοντας σκεφτεί ότι υπάρχει περίπτωση να επιλέξει να εμπλακεί σε συγκρούσεις. Ακόμη και στην πορεία της ΔΕΘ όπου έγιναν προετοιμασίες με κόσμο να αγοράζει μάσκες, να συζητάει πώς θα σταθεί στο δρόμο κλπ, η όποια συζήτηση περιστράφηκε γύρω από το πώς θα αμυνθούμε αν μας επιτεθεί αναίτια η αστυνομία (κάτι που θεωρούνταν λίγο πολύ δεδομένο) και όχι για το πώς θα οργανώσουμε μια επιθετική συγκρουσιακή στάση στο δρόμο. Είναι γεγονός ότι ο φόβος της καταστολής ήταν παρών καθ’ όλη τη διάρκεια του κινήματος και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην απουσία συγκρούσεων στο δρόμο. Οι αιτίες αυτού του φόβου έχουν ιστορική καταγωγή στις προηγούμενες πρόσφατες ή παλιότερες εμπειρίες καταστολής που έχει βιώσει σημαντική μερίδα του αγωνιζόμενου κόσμου του φοιτητικού κινήματος αλλά ενισχύονται σημαντικά και από την τρομολαγνεία, τη θυματοποίηση και τη νομιμοφροσύνη που κουβαλούν στην κουλτούρα τους και διαχέουν οι περισσότερες αριστερές οργανώσεις (αν και υπάρχουν εξαιρέσεις από οργανώσεις που στέκονται με αξιοπρέπεια στο δρόμο). Επίσης τροχοπέδη στο σπάσιμο του φόβου αποτελεί και η τάση των αριστερών οργανώσεων να μη συζητούν στις διαδικασίες του κινήματος για το πρακτικό μέρος της υλοποίησης των δράσεων και να επικεντρώνουν μόνο στα πολιτικά περιεχόμενα και το πώς θα περάσουν τη γραμμή τους, πράγμα το οποίο παράγει μια γενική ανοργανωσιά και προχειρότητα που δεν εμπνέει καμία εμπιστοσύνη. Για να σπάσει ο φόβος χρειάζεται μεταξύ άλλων να συζητήσεις για το πώς θες να σταθείς και να δράσεις σε μια πορεία και να κατέβεις συλλογικά, μαζικά και με αλληλεγγύη στο δρόμο δείχνοντας μια σοβαρότητα σε κάθε στάδιο. Όταν μια τέτοια σοβαρότητα δεν υπάρχει και ο καθένας αισθάνεται μόνος είναι πολύ ευκολότερο να φοβηθεί να κάνει το οτιδήποτε. Τέτοια σοβαρότητα και συνέπεια στο δρόμο δεν υπήρξε ούτε από την πλευρά της αυτονομίας και αυτό έπαιξε επίσης το ρόλο του στο να μη σπάσει ο φόβος. Αν και γίνονται κάποια βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, ο κόσμος που έχει αναφορές στην αυτονομία διατηρεί σε μεγάλο βαθμό ακόμη την κουλτούρα του hit’n’run. Παρόλο που συχνά κατεβαίνει στο δρόμο εξοπλισμένος για να σταθεί στην περιφρούρηση, τις περισσότερες φορές τη στιγμή που η αστυνομία επιτίθεται υποχωρεί και αφήνει την περιφρούρηση στις αριστερές οργανώσεις, αν και αυτή η υποχώρηση είναι για να επιστρέψει συνήθως στη δεύτερη γραμμή και όχι για να εξαφανιστεί στο πλήθος όπως γινόταν παλιότερα. Υπάρχει βέβαια και ένας αριθμός ανθρώπων της αυτονομίας που κρατάει αλυσίδες αλλά σίγουρα ο αριθμός αυτός δεν είναι αντιπροσωπευτικός της πραγματικής δυναμικής των αυτόνομων. Η κάλυψη αυτού του ελλείμματος, η σταδιακή σύνθεση μιας αξιόπιστης, σταθερής-και-με-συνέπεια συλλογικής παρουσίας μας στο δρόμο, το να δουλέψουμε την αλληλεγγύη και την εμπιστοσύνη μεταξύ μας είναι ένα σημαντικό στοίχημα για το μέλλον. Πρέπει εδώ να διευκρινιστεί βέβαια ότι η σύγκρουση στο δρόμο καθώς και η περιφρούρηση των μπλοκ δεν είναι θέματα που πρέπει να ανατίθενται στα πιο πολιτικοποιημένα κομμάτια του κινήματος. Είναι ζητήματα που πρέπει να αναλαμβάνονται συλλογικά από όλους τους αγωνιζόμενους φτιάχνοντας τους όρους για το σπάσιμο του διαχωρισμού έμπειρων-άπειρων και στο δρόμο. Ωστόσο σε απόπειρες που έγιναν σε κάποιες συντονιστικές επιτροπές κατάληψης, η περιφρούρηση των μπλοκ να οργανωθεί από όλους τους συμμετέχοντες, δεν υπήρξε διάθεση από ανένταχτο κόσμο να δεσμευτεί και να εμπλακεί στην περιφρούρηση αφήνοντας έτσι το ζήτημα στους πολιτικοποιημένους. Το σπάσιμο και αυτής της ανάθεσης πρέπει να επιδιωχθεί στο μέλλον. Επιπλέον μέρος των αιτιών για την απουσία συγκρούσεων στο δρόμο βρίσκεται και σε πολιτικές αντιλήψεις σχετικά με το πότε και με ποια μορφή ένα κίνημα θα πρέπει να χρησιμοποιεί βία. Για παράδειγμα από κόσμο (που δε φημίζεται για τη νομιμόφρονη αντίληψή του) αρθρώθηκε η κριτική ότι οι οδομαχίες σε επιλεγμένα από την εξουσία πεδία (μπροστά στο υπουργείο, στην πλατεία της ΧΑΝΘ) δεν έχουν κάποιο ιδιαίτερο νόημα καθώς είναι απόλυτα προβλέψιμες, ελεγχόμενες, διαχειρίσιμες, ίσως και εκτονωτικές. Η άσκηση αντιβίας θα πρέπει να επιλέγεται από το κίνημα σε τόπους και χρόνους όπου αυτό έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων και δημιουργεί πραγματικό πρόβλημα στο σύστημα. Μια άλλη κριτική ήταν ότι πριν ένα κίνημα αρχίσει να συγκρούεται στο δρόμο θα πρέπει να έχει γίνει κοινωνικά κατανοητό για ποιο λόγο συγκρούεται. Που σημαίνει ότι σε περιπτώσεις που τα γεγονότα δεν μιλούν από μόνα τους, τότε πριν τη χρήση αντι-βίας θα πρέπει να έχει προηγηθεί ένας σοβαρός κύκλος αντιπληροφόρησης.

Όσον αφορά τη στάση των αυτόνομων στο δρόμο είναι θετικό το γεγονός ότι δεν έπαιξαν το ρόλο των ειδικών της βίας. Στο παρελθόν όλες οι αιτίες για τις οποίες οι αγωνιζομενοι φοιτητές δεν επέλεγαν να συγκρουστούν είτε αγνοούνταν είτε, ακόμη χειρότερα, ο κόσμος αρνούμενος να αναλύσει εις βάθος τις συμβαίνει και να αφιερώσει χρόνο εμπλεκόμενος στις διαδικασίες του κινήματος για να το αλλάξει ξεμπέρδευε με ένα «συμβιβασμένοι μικροαστοί». Η απόσταση ανάμεσα σε αυτό που συνέβαινε και σε αυτό που θα θέλαμε να συμβαίνει γεφυρωνόταν με τεχνικό τρόπο: ως μια ακόμη πρωτοπορία οι αυτόνομοι αναλάμβαναν ερήμην του κόσμου να υλοποιήσουν τη Σωστή μορφή παρουσίας στο δρόμο και συγκρούονταν. Και εφόσον η κίνησή τους αυτή ήταν η Σωστή, δεν μπορούσε παρά να υιοθετηθεί από τις μάζες. Αυτή ήταν η λογική της εκτροπής. Αν τώρα οι μάζες αρνούνταν, αυτό ήταν λόγω τις ιδεολογικής τους τύφλωσης (του μικροαστισμού) και της συμβιβασμένης τους ύπαρξης. Αυτός ο τρόπος δράσης δεν άφηνε χώρο στον πλούτο των σχέσεων αλληλεγγύης και εμπιστοσύνης, στην κατανόηση της αναγκαιότητας της σύγκρουσης από τους αγωνιζόμενους, στις εσωτερικές ρήξεις και υπερβάσεις του κάθε συμμετέχοντα σε όλες εκείνες τις διεργασίες και τις δυναμικές που προηγούνται μίας σύγκρουσης που θέλει να είναι ουσιαστική και όχι εκτονωτική. Η επιλογή να μην επαναληφθεί σε αυτό το κίνημα η πεπατημένη, μπορεί να είχε ως άμεση συνέπεια το να μην υπάρξουν σχεδόν καθόλου συγκρούσεις σε αυτόν τον αγώνα, άφησε όμως περιθώριο για τις υπόλοιπες διεργασίες οι οποίες μεσοπρόθεσμα μπορεί να φέρουν πολύ πιο ποιοτικές και ουσιαστικές συγκρούσεις.

Τέλος, αποτιμώντας τις πορείες του Σεπτέμβρη βλέπουμε ότι ήταν πολύ λιγότερο μαζικές σε σχέση με το φοιτητικό κίνημα του 2006-2007. Ακόμη και στις μεγαλύτερες κεντρικές πορείες ο κόσμος δεν ξεπέρασε τις 2.000-2.500 άτομα. Μόνο στην πορεία τις ΔΕΘ ο κόσμος ήταν περισσότερος αλλά αυτό οφείλεται εν πολλοίς στην παρουσία φοιτητών από άλλες πόλεις. Επίσης και οι αποκεντρωμένες πορείες κινήθηκαν σε νούμερα των 100-200 ατόμων. Η μειωμένη παρουσία φοιτητών στο δρόμο μπορεί αρχικά να αποδοθεί στη γενική χαμηλή δυναμική του αγώνα αυτού που πολύ πιθανόν να οφείλεται στο γεγονός ότι ο νόμος είχε ήδη ψηφιστεί, πράγμα που λειτουργεί εκτονωτικά σε πολύ κόσμο ο οποίος συσπειρώνεται ευκολότερα και ποιο μαχητικά για να αποτρέψει την ψήφιση ενός νόμου παρά όταν έχει ήδη ψηφιστεί και φαίνεται σαν «όλα να έχουν τελειώσει». Επίσης σημαντικό ρόλο στη συμμετοχή ή μη του κόσμου στις δράσεις γενικά και στις πορείες ειδικά παίζει ο τρόπος λειτουργίας των δομών του κινήματος. Όσο περισσότερο ο αγώνας οργανώνεται αδιαμεσολάβητα, τόσο περισσότερο ο κόσμος τον αισθάνεται δικό του και τόσο περισσότερο έχει διάθεση να εμπλακεί στις δράσεις. Στο φοιτητικό κίνημα οι περισσότερες διαδικασίες είναι ελεγχόμενες από παραταξιακούς μηχανισμούς και αυτό απωθεί τον κόσμο. Ακόμη σημαντικός παράγοντας για την απουσία μαζικότητας στις πορείες είναι και το ότι πολύ κόσμος θεωρεί ότι αυτές δεν έχουν νόημα. Η θέση αυτή εδράζεται στην εμπειρία των στείρων πορειών-κηδειών καταμέτρησης κουκιών που αναφέραμε στην αρχή. Αυτές οι πορείες πράγματι δεν έχουν ιδιαίτερο νόημα. Η μέχρι πρότινος απουσία της εναλλακτικής αντίληψης για τις πορείες που αναφέραμε έχει οδηγήσει τον κόσμο να απορρίπτει συνολικά τις πορείες θεωρώντας ότι οι πορείες δεν μπορεί παρά να είναι στείρες. Έτσι απέχει από κάθε πορεία. Δυστυχώς προς το παρόν μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά και η μπάλα παίρνει και τις πρωτοβουλίες όσων προσπαθούν να επανανοηματοδοτήσουν τις πορείες. Αυτό πιθανόν οφείλεται εν μέρει στο ότι οι προσπάθειες αυτές είναι για την ώρα αρκετά σποραδικές και η ποιοτική τους διαφοροποίηση δε γίνεται εύκολα ορατή αν δεν την αναζητάς. Από αυτή τη σκοπιά λοιπόν η μικρή μαζικότητα των πορειών είναι έκφραση ενός ακόμη ιστορικού κενού: το παλιό έχει χρεοκοπήσει και το νέο δεν έχει ακόμη συγκροτηθεί. Είναι εμφανής εδώ ένας δρόμος να πορευθούμε: Να εντείνουμε τις προσπάθειες μας για να επανανοηματοδοτήσουμε την παρουσία στο δρόμο.

Τα πολιτικά περιεχόμενα

Τα πολιτικά περιεχόμενα του αγώνα ήταν εμπλουτισμένα σε σχέση με το κίνημα του 2006-2007 κυρίως σε σχέση με την επισφαλή εργασία. Το ζήτημα αυτό αναδείχθηκε από όλες τις τάσεις του κινήματος αν και με αποκλίνουσες κατευθύνσεις: άλλοι το έθεσαν συντεχνιακά μιλώντας για την αξία των πτυχίων και τα επαγγελματικά δικαιώματα επιζητώντας ουσιαστικά την επιστροφή στο οριστικά ξεπερασμένο σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο της προηγούμενης περιόδου, άλλοι έχοντας μια οπτική αμφισβήτησης των διαχωρισμών μεταξύ των εκμεταλλευόμενων και κοινού αγώνα όσων βιώνουν τη συνθήκη της επισφάλειας στη ζωή τους, με στόχο τη συγκρότηση κοινοτήτων αγώνα ενάντια στην επίθεση των αφεντικών και για τη συνολική επανοικειοποίηση της ζωής μας. Ανεξαρτήτως οπτικής η εισαγωγή αυτών των περιεχομένων κεντρικότερα στο λόγο των φοιτητών δεν είναι άσχετη με το γεγονός ότι ολοένα περισσότεροι και περισσότερες αναγκάζονται να δουλεύουν παράλληλα με τις σπουδές.

Ο φοιτητικός αγώνας του Σεπτέμβρη χαρακτηρίστηκε από μια σφοδρή σύγκρουση αντιλήψεων και προσεγγίσεων σε όλα τα επίπεδα η οποία είναι εμφανής και στις θεωρήσεις περί επισφάλειας αλλά είχε πολύ πιο ευρεία έκταση: από τη μια κάποιοι να είναι στραμμένοι προς το κράτος διεκδικώντας, καταγγέλλοντας και απαιτώντας. Από την άλλη κάποιοι να απορρίπτουν τη λογική των αιτημάτων ως οριστικά χρεοκοπημένη και να στρέφονται στη αυτόνομη οργάνωση της δύναμης μας και την άμεση δράση. Από τη μια κόσμος να υπερασπίζεται τη δημόσια δωρεάν παιδεία. Από την άλλη κάποιοι να θέτουν σε αμφισβήτηση τη διεκδίκηση δημόσιας δωρεάν παιδείας γιατί αποτελεί ένα σύστημα που φτιάχτηκε για να εξυπηρετεί τις ανάγκες των αφεντικών. Από τη μια κάποιοι να υπερασπίζονται το δημόσιο ενάντια στο ιδιωτικό, από την άλλη κάποιοι να μιλούν για την ανάγκη υπέρβασης του διπόλου κρατικό-ιδιωτικό υιοθετώντας μια οπτική κοινών-περιφράξεων. Από τη μια άνθρωποι που επικεντρώνουν σε οικονομικά ζητήματα (είτε ως αξία των πτυχίων, είτε ως χρηματοδότηση του πανεπιστημίου) από την άλλη άνθρωποι που θέλουν να διευρύνουν τη συζήτηση στα πεδία του τι μαθαίνουμε και με ποιον τρόπο, τι νόημα έχει η δουλειά που θα κληθούμε να κάνουμε. Από τη μια διαταξικές προσεγγίσεις (συμμαχία με τους καθηγητές ενάντια στις εταιρείες, συμμαχία με μικροαφεντικά ενάντια στο ΔΝΤ και την ΕΕ), από την άλλη ταξικές που συνεχώς αναδείκνυαν των εχθρό στις καθημερινές κοινωνικές σχέσεις (εκεί που ο καθηγητής κάνει τις πτυχιακές εργασίες πνευματική του ιδιοκτησία, εκεί που το αφεντικό δε σου κολλάει ένσημα και σε βάζει να δουλεύεις 10ώρες για 30€ κλπ). Από τη μια εθνικές-εθνικοαπελευθερωτικές αφηγήσεις για το λαό από την άλλη ελευθεριακές-ταξικές-διεθνιστικές να μιλούν για εκμεταλλευόμενους, καταπιεσμένους, προλεταριάτο, ανταγωνιστικό κίνημα. Από τη μια η οπτική για τον αγώνα ως μια συνθήκη που βασίζεται στις άμεσες σχέσεις, από την άλλη η επικέντρωση στις υπερδομές, την κεντρική πολιτική σκηνή, τα media, τις εκλογές. Από τη μια η λογική της από τα κάτω σύνθεσης και αδιαμεσολάβητης δράσης, από την άλλη η λογική του πολιτικού προγράμματος, του κόμματος, της μεσολάβησης. Από τη μια αντιλήψεις που επικεντρώνουν στα φοιτητικά ζητήματα και τη στενά εννοούμενη εργασία, και από την άλλη αντιλήψεις που θέλουν εκτός από αυτά να θέσουν σε συζήτηση και όλο το εύρος της καθημερινής ζωής και του κοινωνικού πλέγματος εξουσιών που μας διαπερνά (από την πατριαρχία ως το οικολογικό ζήτημα και το θέαμα) κλπ

Η παρουσία μας ως αυτόνομων στις κινηματικές δομές έπαιξε σαφώς μείζονα ρόλο στο άνοιγμα των περισσοτέρων από τα παραπάνω ζητήματα. Ωστόσο η παρουσία αυτή ήταν αρκετά ελλειμματική σε σχέση με τον πολιτικό λόγο κυρίως λόγω της απουσίας συλλογικής κατάκτησης των περιεχομένων. Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, στις περισσότερες σχολές τα ζητήματα περιεχομένων τέθηκαν με ατομικό τρόπο από αυτόνομους/αυτόνομες που είχαν εμβαθύνει μέσα από προσωπικά διαβάσματα ή συμμετοχή σε συλλογικότητες εκτός πανεπιστημίου. Λόγω της απουσίας συλλογικής κατάκτησης θέσεων και αναλύσεων, πολύς κόσμος που συμμετέχει σε αυτόνομα σχήματα βρέθηκε να μην μπορεί να υποστηρίξει επαρκώς πράγματα απέναντι στην κριτική της αριστεράς ακόμη και αν συμφωνούσε με αυτά σε γενικές γραμμές και αναγκάστηκε να αναδιπλωθεί. Αυτό εκφράστηκε πολύ χαρακτηριστικά στο σύνθημα «δε θέλουμε πτυχία, δε θέλουμε δουλειά, θέλουμε να ζήσουμε χωρίς αφεντικά» ή στο συναφές «δε θέλουμε δουλειά, πτυχία με αξία, εμπρός για να μπλοκάρουμε την οικονομία». Τα συνθήματα αυτά φωνάχτηκαν από πολύ κόσμο στις πρώτες πορείες αρχές Σεπτέμβρη. Στη συνέχεια υπήρξε μια έντονη κριτική από την αριστερά και το αποτέλεσμα ήταν στις επόμενες πορείες τα συνθήματα να φωνάζονται από αισθητά λιγότερο κόσμο. Αυτό από τη μια είναι ένδειξη υγείας γιατί ο κόσμος δε λειτούργησε με όρους πολιτικής γραμμής. Εφόσον δεν μπορούσε να υποστηρίξει επαρκώς κάποιο σύνθημα, δεν το φώναζε ακόμη και αν κάποιοι έλεγαν ότι είναι σωστό. Από την άλλη είναι ενδεικτικό ενός ελλείμματος αναλυτικής εμβάθυνσης. Το να φωνάζεις ένα σύνθημα και να μην ξέρεις γιατί ώστε να το υπερασπίσεις απέναντι στην κριτική, όπως και το να σταματάς να το φωνάζεις και πάλι χωρίς να τεκμηριώνεις ξεκάθαρα το γιατί το απορρίπτεις δεν απεικονίζει σε αυτή την περίπτωση τόσο την ανοιχτότητα του κόσμου στο να πεισθεί από άλλες αντιλήψεις, όσο την έλλειψη αναλυτικών εργαλείων και πολιτικών θέσεων. Αυτό μπορεί να γίνει πιο ξεκάθαρο από το γεγονός ότι πολύς κόσμος από τους αυτόνομους φώναζε συνθήματα που στη θεωρητική τους προέκταση έχουν αντικρουόμενο μεταξύ τους περιεχόμενο (4). Το φώναγμα συνθημάτων αντιφατικών μεταξύ τους δείχνει σε κάθε περίπτωση ότι δεν έχει γίνει η συζήτηση πάνω στο πώς προκύπτει το καθένα – ανεξαρτήτως με ποιο θα επιλέξει κανείς να συνταχθεί τελικά. Η απουσία συλλογικά κατακτημένων περιεχομένων έχει τα αίτια της κυρίως στο νεαρό των περισσότερων αυτόνομων σχημάτων τα οποία έχουν δημιουργηθεί τα τελευταία 1-2 χρόνια. Δεν είναι τυχαίο ότι σχήματα με μεγαλύτερο παρελθόν είχαν πολύ καλύτερη συνοχή στην παρουσία τους και τα περιεχόμενα. Είναι δεδομένο ότι η συλλογική διαμόρφωση θέσεων απαιτεί αυτομόρφωση και μακρά συζήτηση η οποία δεν κατακτιέται εύκολα σε 1 χρόνο όταν μάλιστα ο κόσμος συναντιέται πρώτη φορά και δεν έχει παρελθόν ζυμώσεων. Πόσο μάλλον όταν τα σχήματα δεν είναι κλειστές ομάδες θεωρητικής ανάλυσης, αλλά πρέπει να αφιερώσουν χρόνο και σε πιο άμεσες δράσεις και παρεμβάσεις στην καθημερινότητα της σχολής. Ωστόσο το έλλειμμα είναι υπαρκτό και ήταν ίσως η μεγαλύτερη αδυναμία της αυτονομίας σε αυτόν τον αγώνα. Χωρίς να αυτομαστιγωνόμαστε είναι ιδιαίτερα σημαντικό το χάσμα να καλυφθεί στο μέλλον τόσο για λόγους καλύτερου πολιτικού προσανατολισμού, όσο και για να γεφυρωθούν οι διαφορές γνώσης μεταξύ «πιο διαβασμένων» και «λιγότερο διαβασμένων» ώστε να αποφευχθούν φαινόμενα διαφορετικών ταχυτήτων, παγιωμένων ρόλων και άτυπων ιεραρχιών.

Οι δομές του φοιτητικού κινήματος και η κρίση τους

Στον αγώνα του Σεπτέμβρη γίναμε για άλλη μια φορά μάρτυρες της κρίσης των δομών του φοιτητικού κινήματος. Της ανεπάρκειάς τους να γίνουν εδάφη έκφρασης και πραγματικής συμμετοχής του ανένταχτου κόσμου (5), ζύμωσης και σύνθεσης των απόψεων, ισότιμης συνδιαμόρφωσης του αγώνα. Οι γενικές συνελεύσεις κυριαρχήθηκαν για άλλη μια φορά από τις παρατάξεις. Υπήρξαν βέβαια στιγμές που αυτό έσπασε από ανένταχτο κόσμο που βγήκε και μίλησε, αλλά ωστόσο και αυτές οι ομιλίες ήταν άλλος ένας μονόλογος μέσα στο γενικό μπάχαλο χωρίς να υπάρχουν συνθήκες ποιοτικής συζήτησης όπου και κάποιος με λιγότερη αυτοπεποίθηση να μπορεί να εκφραστεί.

Στις συντονιστικές επιτροπές κατάληψης παρόλο που οι συνθήκες ήταν καλύτερες και κόσμος μιλούσε, οι απόψεις και οι προτάσεις που ακούγονταν παραγκωνίζονταν ή προσπερνιόνταν από τις αριστερές παρατάξεις εάν δε συμβάδιζαν με τις επιδιώξεις τους. Η προσπάθεια των αριστερών παρατάξεων να καπελώσουν με το δικό τους πολιτικό λόγο και πρακτική το κίνημα ήταν πραγματικά λυσσαλέα. Σε περιπτώσεις όπου τέθηκε επίμονα από κόσμο το ζήτημα ότι θα πρέπει οι διαδικασίες να είναι ισότιμες και ο λόγος και η δράση να συνδιαμορφώνονται από μηδενική βάση μεταξύ των αγωνιζόμενων, μεταχειρίστηκαν κάθε μέσο για να μη συμβεί αυτό και να επιβληθούν: συντριπτική ψυχολογική πίεση, προσθήκη στα κείμενα παραγράφων που δεν είχαν συζητηθεί, αναγραφή σε πανό συνθημάτων που γνώριζαν ότι υπάρχουν διαφωνίες ακόμη και παρακάμπτοντας αποφάσεις συλλόγων (6), συκοφαντίες ότι όσοι έθεταν τα ζητήματα διαδικασιών παίρνουν γραμμή (?!) από συλλογικότητες του αντιεξουσιαστικού χώρου κ.α.. Η εμμονή των αριστερών παρατάξεων να περάσουν τη γραμμή τους και η άρνηση τους να δεχθούν ένα μινιμάρισμα του πολιτικού τους λόγου σε επίπεδα που να καλύπτουν όλους τους συμμετέχοντες στον αγώνα, είχε ως αποτέλεσμα εξοντωτικές πολύωρες διαδικασίες στις οποίες μπορούσαν να ανταπεξέλθουν μόνο πολιτικές οργανώσεις και οι οποίες κούραζαν και έδιωχναν τον κόσμο και απορροφούσαν μεγάλα ποσά ενέργειας τα οποία τα στερούσαν από δημιουργικές πράξεις.

Αντίστοιχη ήταν η κατάσταση και στα συντονιστικά γενικών συνελεύσεων τα οποία για άλλη μια φορά ήταν μόνο ένα πεδίο αντιπαράθεσης της γραφειοκρατίας των αριστερών οργανώσεων για το ποια θα κυριαρχήσει στην άλλη και όλες μαζί πάνω στο κίνημα. Στείρες, πολύωρες διαδικασίες με διαδοχικά λογύδρια που επαναλάμβαναν τα ίδια πράγματα εντεύθεν και εντεύθεν χωρίς να ενδιαφέρονται να συνθέσουν κάτι. Μεγαλοστομίες και ιδεολογικός αυνανισμός από τη μια και από την άλλη πλήρης αδιαφορία για το πρακτικό κομμάτι της υλοποίησης ακόμη και απλών πραγμάτων.
Σε μια προσπάθεια να επιλυθούν τα προβλήματα του συντονιστικού γενικών συνελεύσεων, τάσεις των ΕΑΑΚ πρότειναν τη διεξαγωγή του με αιρετούς και ανακλητούς εκπροσώπους ώστε σε περίπτωση διαφωνιών να γίνεται ψηφοφορία. Πρόκειται για έναν τεχνικό τρόπο επίλυσης του προβλήματος ο οποίος βρίσκεται πολύ μακριά από την ουσιαστική αιτία (και λύση). Η αιτία της δυσλειτουργίας του συντονιστικού γενικών συνελεύσεων (αλλά και των συντονιστικών επιτροπών) είναι πολιτική και βρίσκεται στην ίδια την αντίληψη του πολιτικού προγράμματος που έχουν οι παρατάξεις, την ίδια τη μορφή οργάνωσης του κόμματος όπως αυτή έχει ιστορικά υπάρξει. Η αντίληψη αυτή λέει ότι οι παρατάξεις (ως η πολιτική πρωτοπορία) κατέχουν την αλήθεια για το ποιες είναι οι σωστές στοχεύσεις και δράσεις. Το δε κίνημα είναι τόσο πιο επιτυχημένο όσο περισσότερο υιοθετεί τις απόψεις τους. Με αυτή τη λογική καθεμιά προσπαθεί να περάσει όσα περισσότερα κομμάτια του πολιτικού της προγράμματος κόντρα στις άλλες παρατάξεις και επιβάλλοντας τα στον κόσμο. Και το χειρότερο, ενδιαφέρεται μόνο για το τυπικό μέρος, δηλαδή τη σφραγίδα του συλλόγου και όχι για το κατά πόσο ο κόσμος πραγματικά κατανοεί, ασπάζεται και εκφράζεται από αυτά που γράφει ένα πλαίσιο. Επιπλέον εφόσον γνωρίζουν ήδη το σωστό, κάθε πρόταση που διαφοροποιείται από την άποψή τους είναι εκ προοιμίου λανθασμένη οπότε δεν υπάρχει περίπτωση να πειστούν, ούτε καν να ακούσουν στην πραγματικότητα (να γιατί οι παράλληλοι μονόλογοι). Σε περίπτωση τώρα που κατατεθούν απόψεις που θέτουν σε αμφισβήτηση την οπτική τους πρέπει με κάθε τρόπο να εκμηδενιστούν. Αν κανείς δεχτεί την κατάσταση αυτή ως φυσιολογική, αν δε βλέπει πρόβλημα στην κατάληψη όλου του χώρου και του χρόνου των διαδικασιών από τις πολιτικές πρωτοπορίες και τη σύγκρουση πολιτικών προγραμμάτων ερήμην των αγωνιζομένων τότε θα οδηγηθεί σε μια πρόταση σαν αυτή των αιρετών και ανακλητών. Σε έναν τρόπο δηλαδή κόσμιας διεξαγωγής του πολέμου. «Αντί να ξοδεύουμε τόσες ώρες σε παράλληλους μονόλογους, ας μετρήσουμε από την πρώτη στιγμή τα κουκιά μας (ψήφους) και όποιος έχει περισσότερα θα γίνει αποδεκτός ως κυρίαρχος χωρίς περεταίρω κούραση και θα υιοθετηθεί το δικό του πολιτικό πρόγραμμα» λέει ουσιαστικά η πρόταση των αιρετών κι ανακλητών. Το πρόβλημα όμως είναι ότι και αυτός ο κυρίαρχος είναι τυπικά κυρίαρχος. Είναι στην πραγματικότητα αυτός που έχει καταφέρει να καπελώσει περισσότερους φοιτητές από τους υπόλοιπους, καθώς η πλειοψηφία των φοιτητών ψηφίζει ένα πλαίσιο γιατί λέει κατάληψη, πορεία και πέντε πράγματα που του φαίνονται αγωνιστικά και όχι γιατί συμφωνεί και έχει κατακτήσει τρεις-τέσσερις σελίδες ανάλυσης ενός πλαισίου. Η επιλογή των παρατάξεων να θεωρούν το δεύτερο είναι απλώς η συνειδητή άρνησή τους να αποδεχτούν την εικονικότητα ενός παιχνιδιού στημένου για να εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους.

Το πρόβλημα λοιπόν είναι ότι οι δομές του κινήματος έχουν γίνει ένα θέατρο που παίζουν οι παρατάξεις με τον αγωνιζόμενο κόσμο στη θέση του θεατή. Και εδώ βρίσκεται η λύση του προβλήματος. Θα πρέπει οι διαδικασίες να σταματήσουν να είναι πεδίο σύγκρουσης συμπαγών πολιτικών προγραμμάτων – έτοιμων λύσεων και να αρχίσει ο αγωνιζόμενος κόσμος να μιλά για τον εαυτό του και να συνδιαμορφώνει με ισότιμες διαδικασίες το λόγο και τη δράση του αγώνα πέρα από την υπεράσπιση αναμφισβήτητων αληθειών, κομματικών γραμμών και μικροπολιτικών επιδιώξεων. Και αν αυτό σημαίνει ότι το επίπεδο της ανάλυσης θα πέσει, αυτό δεν είναι παρά μια επιστροφή στην πραγματικότητα. Καλύτερα ένα χαμηλό επίπεδο ανάλυσης που σταδιακά αυξάνει αλλά σε κάθε του στιγμή είναι συλλογικά κατακτημένο από τους αγωνιζόμενους, παρά μια φοβερή και τρομερή ανάλυση που την καταλαβαίνουν πέντε άνθρωποι και φοριέται στους υπόλοιπους. Αν τώρα υπό αυτές τις συνθήκες προκύπτουν κάπου διαφωνίες η ιστορία των κινημάτων έχει εφεύρει μια μεγάλη ποικιλία μορφών διαχείρισής τους. Στο επίπεδο του πολιτικού λόγου μπορεί να υπάρχει ένα μίνιμουμ κοινό κείμενο που καλύπτει όλους τους αγωνιζόμενους και από εκεί και πέρα η κάθε ομάδα ή άτομο εμβαθύνει περαιτέρω τα ζητήματα σε δικά της κείμενα. Σε επίπεδο δράσης, όταν δεν υπάρχουν μικροπολιτικές επιδιώξεις ανοίγει ένα μεγάλο πεδίο δυνατοτήτων σύνθεσης απόψεων. Αν αυτό δεν αρκεί υπάρχει η επιλογή να δράσεις από κοινού σε όσα συμφωνείς και στα υπόλοιπα να δράσει ο καθένας μόνος του και να φανεί στην πράξη ποιος έχει δίκιο. Αν αυτό δεν είναι εφικτό υπάρχουν οι υποχωρήσεις και η συναίνεση. Αν πάλι αυτό δεν επαρκεί υπάρχει το να αφήσεις προς στιγμήν στην άκρη το συγκεκριμένο ζήτημα και να ξανασυζητηθεί μετά από κάποιο καιρό για να το σκεφτεί ο καθένας και να έρθουν ίσως και νέα στοιχεία στη συζήτηση. Η αλλαγή αυτή νοοτροπίας θα μπορούσε άμεσα να επιλύσει πολλά από τα προβλήματα και των συντονιστικών επιτροπών και του συντονιστικού γενικών συνελεύσεων. Αλλά για να συμβεί κάτι τέτοιο θα πρέπει να ξεπεραστούν οι παρατάξεις και οι αγκυλώσεις τους. Στη Θεσσαλονίκη σε σχολές που δεν υπάρχουν παρατάξεις (θεάτρου, κινηματογράφου, μουσικό ΑΠΘ, μουσικό ΠΑΜΑΚ, φαρμακευτική) αυτό συνέβη στις συντονιστικές επιτροπές και είναι ήδη ένα καλό δείγμα του πώς μπορούν να γίνουν τα πράγματα. Σε σχολές που έχουν παρατάξεις τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα. Η εμπειρία από κάποιες σχολές δείχνει ότι ακόμη και αν ανένταχτος κόσμος βρεθεί μαζικά, συγκροτημένα και γνωρίζοντας τι επιδιώκει στις συντονιστικές επιτροπές, είναι αδύνατον να υπερβεί τις αγκυλώσεις των παρατάξεων (7). Φαίνεται πώς είναι αναγκαίο οι ανένταχτοι αγωνιζόμενοι να συγκροτηθούν και να αρχίσουν να δρουν σε δομές όπου δε συνυπάρχουν καθόλου με μέλη παρατάξεων. Οι μορφές που θα μπορούσε να πάρει αυτή η συγκρότηση μένει να εφευρεθούν ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες κάθε σχολής. Μια πολιτική πρόταση-απάντηση που έχει κατατεθεί και βρίσκεται σε τροχιά εφαρμογής έρχεται και πάλι από το φυσικό του ΑΠΘ και αφορά την εισαγωγή μια νέας δομής στο φοιτητικό κίνημα της συνέλευσης αδιαμεσολάβητου αγώνα (ΣΑΑ) η οποία λειτουργεί ως μια συντονιστική επιτροπή χωρίς παρατάξεις (8).

Αξίζει εδώ να σημειώσουμε κάτι για το ρόλο των αυτόνομων σχημάτων μέσα σε αυτές τις διαδικασίες συγκρότησης των ανένταχτων αγωνιζόμενων. Τα αυτόνομα σχήματα όντας πολιτικές συλλογικότητες, εμβαθύνουν στα ζητήματα και έχουν (αν όχι στο παρόν, τουλάχιστον στην προοπτική του πράγματος) πιο συγκροτημένες αναλύσεις από το «μέσο ανένταχτο αγωνιζόμενο φοιτητή». Αυτό είναι χρήσιμο και αναγκαίο για να ανοίγουν με όρους παρέμβασης ζητήματα μέσα στον αγώνα αλλά έχει και τον κίνδυνο (αν κανείς δεν το διαχειριστεί σωστά) να μετατραπούν οι αυτόνομοι σε ακόμη μια πολιτική πρωτοπορία του κινήματος η οποία όπως οι παρατάξεις προσπαθεί να καπελώσει τους αγωνιζόμενους με το πολιτικό της περιεχόμενο. Σε δομές τύπου ΣΑΑ ανοίγουν ζητήματα ταυτότητας, καθαρότητας και πώς τα διαχειρίζεσαι όταν καλείσαι να συνυπάρξεις με συναγωνιστές που δεν-είναι-εχθροί-αλλά-δεν-είναι-σαν-εσένα. Η διαχείριση των ταυτοτήτων και της συνύπαρξης είναι ένα παιχνίδι με λεπτές ισορροπίες που δεν έχει συνταγή, είναι μια διαρκής ένταση που επανεξετάζεται και βρίσκει ισορροπία ανά περίπτωση. Ωστόσο σε γενικές γραμμές πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι τέτοιες δομές είναι δομές αγώνα, δομές του φοιτητικού κινήματος και όχι πολιτικές συλλογικότητες. Συγκροτούνται πάνω στις κοινές ανάγκες και στον αγώνα γι’ αυτές και όχι πάνω στην υιοθέτηση της ίδιας πολιτικής ταυτότητας. Αυτό σημαίνει ότι αν τα αυτόνομα σχήματα βρεθούν εντός τους αξιώνοντας να γίνει αποδεκτό όλο τους το πολιτικό περιεχόμενο το μόνο που θα καταφέρουν θα είναι να τις διαλύσουν ή να τα «ξεράσει η διαδικασία». Κι αυτό γιατί θα λειτουργήσουν και αυτά σαν πρωτοπορία που απαιτεί να γίνει αποδεκτό το πολιτικό της πρόγραμμα. Αυτό που χρειάζεται σε αυτές τις διαδικασίες (και αυτό που ήδη κάνουμε και μας διαφοροποιεί από τις παρατάξεις) είναι να αφήσουμε στην άκρη το δογματισμό και την περιχαράκωση και όσο μιλάμε άλλο τόσο να ακούμε, όσο προσπαθούμε να πείσουμε άλλο τόσο να είμαστε έτοιμοι και ανοιχτοί να πειστούμε και να συνθέσουμε. Και κυρίως να έχουμε υπομονή και κατανόηση. Να αποδεχτούμε ότι ο κόσμος μπορεί να μην έχει εμβαθύνει τόσο σε κάποια ζητήματα και να μην έχουμε το ρόλο του δικαστή. Χωρίς να σημαίνει ότι δε θέτουμε ζητήματα που θεωρούμε κομβικά, είναι σημαντικό με τι στάση μας να φτιάχνουμε τους όρους όπου ο καθένας να αισθάνεται άνετα να εκφραστεί και όπου μπορεί να υπάρξει ποιοτική ζύμωση.

Όσον αφορά το τι πράξαμε ως αυτόνομοι στον αγώνα του Σεπτέμβρη αναφορικά με το ζήτημα των δομών, το πιο σημαντικό ήταν ότι προβάλαμε σθεναρή αντίσταση και σε σημαντικό βαθμό αποτρέψαμε το καπέλωμα. Η αντίσταση αυτή, συνεχής σε όλη τη διάρκεια του αγώνα, συμπυκνώθηκε στο μπλοκάρισμα του συντονιστικού γενικών συνελεύσεων όταν τα ΕΑΑΚ προσπάθησαν να περάσουν ως ειλημμένη την απόφαση για πανελλαδική πορεία και πανελλαδικό συντονιστικό και κυρίως στο μπλοκάρισμα αυτής της πρότασης στις συντονιστικές επιτροπές και τις γενικές συνελεύσεις της εβδομάδας που ακολούθησε. Επίσης πολύ σημαντικό ήταν και το μπλοκάρισμα στις συντονιστικές επιτροπές της Θεσσαλονίκης της πρότασης για αιρετούς και ανακλητούς εκπροσώπους η οποία θα γραφειοκρατικοποιούσε το κίνημα. Ωστόσο πρέπει να τονίσουμε ότι πάντα είναι ευκολότερο να κατακρίνεις κάποιον που κάνει κάτι λάθος παρά να λύνεις το πρόβλημα. Που σημαίνει ότι όσο και αν καταφέρνουμε να μπλοκάρουμε τη λειτουργία δομών που μας καπελώνουν, δε θα πετύχουμε τίποτα όσο δε συνθέτουμε την αντιπρόταση. Έτσι λοιπόν δε θα πρέπει να μένουμε σε μια υπερφίαλη ικανοποίηση από τα όσα κάναμε. Έχουμε πολύ δουλειά μπροστά μας αν θέλουμε πραγματικά να επιλυθεί το πρόβλημα και πρέπει να προχωρήσουμε.

Ο συντονισμός μεταξύ των αυτόνομων

Ο συντονισμός μεταξύ των αυτόνομων κατά τη διάρκεια του αγώνα του Σεπτέμβρη ήταν ιδιαίτερα ελλιπής. Η δομή της δικτύωσης των αυτόνομων σχημάτων και ατόμων ΑΕΙ-ΤΕΙ Θεσσαλονίκης (στο εξής δικτύωση) η οποία δημιουργήθηκε για να εξυπηρετήσει αυτό το σκοπό υπολειτούργησε. Οι λόγοι για αυτό είναι κυρίως ιστορικοί και πολιτικοί.
Οι ιστορικοί λόγοι έχουν να κάνουν με το νεαρό της ηλικίας των περισσότερων σχημάτων. Έχοντας δημιουργηθεί τα περισσότερα τα τελευταία δύο χρόνια, δεν έχουν καν προλάβει να συγκροτηθούν επαρκώς τα ίδια, οπότε προέχει αυτή η διαδικασία από τη συνάντηση και σύμπραξη με άλλα σχήματα. Αυτό είναι μια γενική συνθήκη που διατρέχει τη δικτύωση με κίνημα ή χωρίς. Επιπλέον τα νεαρά σχήματα δεν είχαν προλάβει λόγω της σύντομης παρουσίας τους να δημιουργήσουν στη σχολή τους έναν κύκλο ανθρώπων με τον οποίο επικοινωνούν ή να στήσουν κοινότητες αγώνα. Έτσι η πρώτη τους προτεραιότητα και αναγκαιότητα κατά τη διάρκεια του αγώνα ήταν να δουλέψουν πάνω σε αυτές τις κοινότητες αγώνα στη σχολή τους και όχι να πάρουν πρωτοβουλίες από κοινού με άλλα σχήματα.

Οι πολιτικές αιτίες βρίσκονται στην αντι-πρωτοποριακή θεώρησή μας για το κίνημα. Η δικτύωση αποτελεί το έδαφος συγκρότησης των αυτόνομων με όρους πολιτικής ταυτότητας. Έχοντας την αντίληψη που εκθέσαμε παραπάνω, ότι ο λόγος και η δράση του κινήματος πρέπει να συντίθεται από τα κάτω από τους εμπλεκόμενους στον αγώνα και όχι από τη μια ή την άλλη πολιτική πρωτοπορία, μπορούμε να πούμε ότι η λειτουργία της δικτύωσης είναι περιττή όταν υπάρχουν ζωντανές κοινότητες αγώνα. Η πραγματικότητα όμως είναι πιο πολύπλοκη από ένα απλό ναι ή όχι σε αυτή τη θέση. Όσον αφορά τον τρόπο λειτουργίας των δομών του φοιτητικού κινήματος αυτή η θέση είναι σωστή, αλλά στην ιδανική εκδοχή των πραγμάτων. Αν δηλαδή οι συντονιστικές επιτροπές και τα συντονιστικά γενικών συνελεύσεων ήταν πραγματικά αμεσοδημοκρατικά, δεν διέπονταν από τη λογική της πολιτικής κυριαρχίας και αποτελούνταν από ειλικρινείς ανθρώπους. Σε αυτή την περίπτωση ο καθένας θα κατέθετε τις προτάσεις του στη συντονιστική του επιτροπή, αυτές θα πήγαιναν σε όλες τις συντονιστικές επιτροπές μέσω του συντονιστικού γενικών συνελεύσεων και θα επέστρεφαν οι αποφάσεις για την υλοποίηση ή μη της πρότασης, για τροποποιήσεις κλπ. Η εμπειρία όμως του κινήματος του 2006-2007 (η οποία σαφώς δεν άλλαξε το Σεπτέμβρη) δείχνει ότι οι αριστερές οργανώσεις σαμποτάρουν την κυκλοφορία της πληροφορίας όταν αυτή αφορά προτάσεις που δεν εγκρίνουν ή θεωρούν εχθρικές. Έτσι πολλές προτάσεις δε φτάνουν ποτέ σε άλλες συντονιστικές επιτροπές ή υπονομεύονται με γραφειοκρατικούς όρους στο συντονιστικό γενικών συνελεύσεων. Εδώ λοιπόν προκύπτει η αναγκαιότητα να υπάρχει και ένας τρόπος διακίνησης της πληροφορίας που δε θα ελέγχεται από τις γραφειοκρατίες. Η δικτύωση μπορεί να παίξει έναν τέτοιο ρόλο. Αυτό βέβαια όχι με τη λογική ότι φτιάχνουμε και εμείς το μηχανισμό μας, καβατζωνόμαστε και οι ανένταχτοι ας πάνε να πνιγούν, αλλά με τη λογική ότι διεξάγουμε διαρκώς τη μάχη για την αμεσοδημοκρατικοποίηση των δομών – αλλά μέχρι να το πετύχουμε καλύπτουμε και μερικές άμεσες πρακτικές αναγκαιότητες του αγώνα. Επιπλέον η δικτύωση (και γενικότερα η συγκρότηση με πολιτικούς όρους) μπορεί να συνεισφέρει πολλά και χρήσιμα στο κίνημα αν δεν αντιληφθεί τον εαυτό της με όρους πολιτικής κυριαρχίας πάνω του. Για παράδειγμα το να επιλέξεις να ανοίξεις συντονισμένα κάποια ζητήματα περιεχομένου που θεωρείς κομβικά είναι πολύ χρήσιμο αν το κάνεις με όρους παρέμβασης και όχι με όρους επιβολής της εισαγωγής του στα πλαίσια χωρίς να είναι κατακτημένο. Επίσης το να πάρεις κάποιες πρωτοβουλίες δράσης είναι εξίσου χρήσιμο αν δε γίνεται στην πλάτη συμφοιτητών που δεν το έχουν επιλέξει και χρησιμοποιείς υπογραφές που δεν τους καπελώνουν. Υπάρχουν δράσεις που θα είχαν να προσθέσουν ποιοτικές πινελιές στον καμβά των μορφών και περιεχομένων του αγώνα αλλά απαιτούν ένα επίπεδο ανάλυσης, δέσμευσης και υπέρβασης. Για παράδειγμα δράσεις που σχετίζονται με περιεχόμενα αρκετά μακρινά από τη μέση κινηματική συζήτηση ή άλλες που φλερτάρουν με το ενδεχόμενο σύλληψης. Τέτοιες προτάσεις πολλές φορές βλέπεις ότι δεν έχει νόημα να συζητηθούν σε μια ανοιχτή κινηματική διαδικασία γιατί εκεί ο κόσμος δεν έχει κατακτημένα πολύ βασικότερα. (όταν για παράδειγμα μια διαδικασία συζητάει γιατί είναι κακό το ν+2, δεν έχει νόημα να βάλεις στο τραπέζι το γιατί είναι κακό να διεκδικούμε πτυχία με αξία, όταν συζητάει για το αν πρέπει η σχολή να είναι κατειλημμένη και να μπλοκάρεται η έρευνα και η διδασκαλία, δεν έχει νόημα να βάλεις σε συζήτηση μια κατάληψη σε κεντρικό κτήριο της πόλης που θα μπλοκάρει και άλλες καπιταλιστικές λειτουργίες ή θα προκαλέσει σε συμβολικό επίπεδο κλπ). Σε αυτές τις περιπτώσεις η δικτύωση μπορεί να παίξει ένα ρόλο στη διεξαγωγή των δράσεων. Και πάλι όχι με όρους μεσολάβησης των ειδικών, αλλά με όρους ότι προσπαθούμε να βάλουμε όσο περισσότερα ζητήματα μέσα στις διαδικασίες του κινήματος αλλά αν κάπου κρίνουμε ότι αυτό θα πετύχει μόνο να προκαλέσει σύγχυση και δε θα βγει άκρη κινούμαστε και αυτόνομα. Και βέβαια πάντα χωρίς να καπελώνουμε ή να παίζουμε παιχνίδια στις πλάτες άλλων όπως π.χ. χρησιμοποιώντας τη μαζικότητα μιας πορείας στην οποία ο κόσμος δεν ξέρει τι θα συμβεί κλπ.

Ένας ακόμη λόγος που η δικτύωση υπολειτούργησε ήταν το ότι κατά τη διάρκεια του κινήματος πολύς κόσμος μπήκε σε έναν αυτόματο πιλότο κινηματικής ρουτίνας και έχασε τη μπάλα. Από ένα σημείο και μετά άκουγες από αρκετούς συντρόφους και συντρόφισσες ότι έχουν χαθεί μέσα στον επαναλαμβανόμενο κύκλο γενική συνέλευση-συντονιστική επιτροπή-συντονιστικό γενικών συνελεύσεων-πορεία-συντονιστική επιτροπή-γενική συνέλευση και δεν ξέρουν τελικά γιατί κάνουν ό,τι κάνουν. Το αριστερό τελετουργικό έχει πράγματι και αυτή την ικανότητα. Πέρα από τη γενική ανουσιότητα και φλυαρία, απαιτεί από σένα και μια τέτοια αφιέρωση χρόνου και δυνάμεων που αν δεν είσαι προετοιμασμένος ή δεν έχεις ένα σημείο ανασυγκρότησης στο τέλος σε καταπίνει. Η δικτύωση ήταν ένα από τα (αρκετά) παράπλευρα θύματα αυτής της ρουφήχτρας. Πολύς κόσμος ξοδεύοντας τόσες δυνάμεις στα παραπάνω, δεν είχε καθόλου ενέργεια για τη δικτύωση και τυχόν προτάσεις που θα μπορούσε να υλοποιήσει. Αυτό είναι αρκετά ατυχές γιατί ένα από τα βασικά πράγματα που μπορεί να επιτελέσει είναι ακριβώς αυτό του σημείου ανασυγκρότησης, συλλογικού αναστοχασμού, της ανταλλαγής εμπειριών από πολλά μέτωπα μεταξύ ανθρώπων που έχουν κοινό κώδικα, του προσανατολισμού.

Τέλος φαίνεται ότι κάποιο ρόλο στην υπολειτουργία της δικτύωσης έπαιξε και η κουλτούρα της «ουράς» που έχει αναπτυχθεί ιστορικά σε αρκετό κόσμο της αυτονομίας. Δηλαδή το να αφήνεις την πρωτοβουλία των κινήσεων στην αριστερά και εσύ απλώς να ακολουθείς από πίσω. Αυτή η κουλτούρα κάνει τον κόσμο να επαναπαύεται και να μην παίρνει πρωτοβουλίες αφού «τα πράγματα θα γίνουν και μόνα τους από άλλους». Το μέγεθος βέβαια την αντίφασης γίνεται ορατό στο γεγονός ότι ο κόσμος από τη μια επαναπαύεται στο να ακολουθεί τις πρωτοβουλίες τις αριστεράς και από την άλλη συνεχίζει να τις κριτικάρει ως αδιέξοδες, μίζερες κλπ. Αυτή η κουλτούρα επίσης πρέπει να σπάσει στο μέλλον. Εφόσον θέλουμε τους αγώνες στα χέρια μας, θα πρέπει να αναλάβουμε και τις ευθύνες που αυτό συνεπάγεται. Αλλιώς καλύτερα να σταματήσουμε να γκρινιάζουμε και να κριτικάρουμε.

Τα αυτοοργανωμένα μπλοκ αντικατάληψης και μια απόπειρα προσέγγισης της πολιτικής τους σημασίας

Η ανάδυση σε αρκετές σχολές αυτοοργανωμένων μπλοκ αντικατάληψης ενάντια στον αγώνα και ενάντια στις παρατάξεις σημαίνει (9) το τέλος του προηγούμενου μοντέλου μεσολάβησης. Πέρα από την αδυναμία της αριστεράς να μεσολαβήσει τους αγώνες, πλέον οι υπάρχουσες δομές δεν μπορούν να μεσολαβήσουν ούτε καν εκείνους που έχουν συνδέσει τα συμφέροντά τους με το σύστημα και την επιβίωση των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων και αξιών και οι οποίοι στο παρελθόν συνδέονταν κυρίως με τη ΔΑΠ και την ΠΑΣΠ. Στο πεδίο που διαμορφώνεται από αυτή την εξέλιξη όσοι και όσες αγωνιζόμαστε για την κοινωνική απελευθέρωση πρέπει να είμαστε εξαιρετικά προσεκτικοί και προσεκτικές. Είναι νωρίς ακόμη για να μιλήσει κανείς με βεβαιότητα, αλλά στο ιστορικό κενό που δημιουργείται φαίνεται σταδιακά να συγκροτούνται με κοινωνικούς όρους τα ρεύματα των οποίων η σύγκρουση τα επόμενα χρόνια θα καθορίσει το αν η επίλυση της κρίσης θα κινηθεί στην κατεύθυνση της κοινωνικής απελευθέρωσης ή της διαιώνισης των καπιταλιστικών σχέσεων με νέες μορφές. Τα δύο αυτά ρεύματα (θα μπορούσαμε σχηματικά να τα ονομάσουμε το ρεύμα της κοινωνικής απελευθέρωσης και το ρεύμα της εθνικής σωτηρίας) χρησιμοποιούν επί του παρόντος μέχρι ένα σημείο την ίδια φρασεολογία αλλά εννοούν εντελώς διαφορετικά πράγματα. Για παράδειγμα μιλούν και τα δύο ενάντια στα κόμματα. Οι μεν όμως απορρίπτουν τα κόμματα ως την τρέχουσα μορφή του κράτους επιδιώκοντας κατά βάθος την εξάλειψη κάθε μορφής κρατικής εξουσίας μέσα από τη γενικευμένη αυτοδιεύθυνση, ενώ οι δε απορρίπτουν τα κόμματα γιατί «με τη διαφθορά τους έχουν διαλύσει το κράτος» αποζητώντας στο βάθος ένα ισχυρό κράτος με πυγμή στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Μιλούν επίσης για άμεση δημοκρατία αλλά οι μεν εννοούν άμεση δημοκρατία μέσα σε κοινότητες που αγωνίζονται για την εξάλειψη κάθε σχέσης εκμετάλλευσης και καταπίεσης πέρα από εθνικούς διαχωρισμούς, ενώ οι δε εννοούν άμεση δημοκρατία των πολιτών – θέτοντας στο κέντρο την τυπική πολιτική ισότητα και αποσιωπώντας το ζήτημα των ανισοτήτων που προκύπτουν από τις σχέσεις ιδιοκτησίας και τις κοινωνικές ιεραρχίες. Επιπλέον μιλώντας για πολίτες και όχι για εκμεταλλευόμενους-καταπιεζόμενους καταφάσκουν στους εθνικούς διαχωρισμούς καθώς και στο κράτος ως αρμόδιο να ορίζει ποιος είναι πολίτης (10). Ακόμη αμφότεροι αναφέρονται στον άδικο τρόπο λειτουργίας του καπιταλισμού, αλλά οι μεν εννοούν τη ριζική του λειτουργία που έγκειται στις περιφράξεις και την ιδιοκτησία, τη μισθωτή εκμετάλλευση, την εμπορευματοποίηση κάθε σχέσης και αγαθού, την ύπαρξη ιεραρχιών ενώ οι δε αναφέρονται στην έλλειψη αξιοκρατίας και στο γεγονός ότι δεν μπορούν πλέον να γίνουν μικροαφεντικά ή να ανελιχθούν μέσα στις κοινωνικές ιεραρχίες.

Η κοινή φρασεολογία δε θα πρέπει να μας μπερδεύει. Άλλωστε οι κοινωνικές συγκρούσεις που έρχονται θα είναι όπως πάντα συγκρούσεις και για το νόημα των λέξεων. Το ρεύμα της εθνικής σωτηρίας πίσω από τη βιτρίνα επιδιώκει απλώς τη διατήρηση του υπάρχοντος, ίσως με μια αλλαγή προσωπείου και αποκαθιστώντας τη δυνατότητα για κάποιους να ανελιχθούν σπρώχνοντας τους υπόλοιπους ακόμη πιο κάτω. Η πρακτική του το δείχνει. Μέσα στα πανεπιστήμια για παράδειγμα το έξω οι παρατάξεις και το άμεση δημοκρατία πηγαίνει μαζί με το όχι στις καταλήψεις και μαζί με την υπεράσπιση της κανονικής (καπιταλιστικής) λειτουργίας του πανεπιστημίου. Η κριτική του στην ποιότητα σπουδών συνοδεύεται από την «ανάγκη για σύνδεση αυτών που μαθαίνουμε με την αγορά εργασίας» (δηλ. να μαθαίνουμε ότι είναι απαραίτητο προκειμένου να είμαστε καπιταλιστικά αξιοποιήσιμοι). Η κριτική του στο καθηγητικό κατεστημένο εξαντλείται στην καλύτερη περίπτωση στη διαφθορά, τις πελατειακές σχέσεις και την ανικανότητα κάποιων να διδάξουν και καθόλου δε θίγει το σκληρό πυρήνα της πνευματικής ιδιοκτησίας, των πατεντών, της στρατιωτικοποίησης της έρευνας, της εκμετάλλευσης της εργασίας των ερευνητών, της διάχυσης της ιδεολογίας του συστήματος μέσα στα μαθήματα. Τα ζητήματα αισθητικής που θέτει αφορούν το ότι υπάρχουν αφίσες και συνθήματα στους τοίχους της σχολής. Τώρα για την αισθητική της διαφημιστικής βιομηχανίας και της τηλεόρασης, για την αισθητική του facebook και των club, για την αισθητική των αιθουσών λευκών κελιών τίποτα. Οι στόχοι του εντέλει αφορούν την υπεράσπιση των κοινωνικών ιεραρχιών, την ομαλή αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων, το τρίπτυχο ησυχία τάξη και ασφάλεια.

Η εσωτερική συνοχή των δύο ρευμάτων είναι προς το παρόν «χαλαρή», όχι ως προς τον πυρήνα των αντιλήψεων που τα συγκροτούν αλλά ως προς τους ανθρώπους που τα πλαισιώνουν. Υπάρχει ρευστότητα και κινητικότητα, κόσμος που κυκλοφορεί και ψάχνεται. Τα ίδια τα ρεύματα συχνά συνυπάρχουν, διαλέγονται, αντιπαρατίθενται, ενίοτε συγκρούονται τηρώντας όμως (προς το παρόν) το δημοκρατικό σαβουάρ βιβρ. Η κατάσταση αυτή είναι μάλλον πρόσκαιρη. Είναι η περίοδος που η επίθεση των αφεντικών έχει μειώσει την αποχαύνωση των από κάτω, αυτοί συνειδητοποιούν ότι όσα συμβαίνουν δεν είναι μπόρα που θα κοπάσει μόνη της και αρχίζουν να ψάχνονται για το τι τους συμβαίνει και τι μπορούν να κάνουν. Παράλληλα τα πράγματα δεν έχουν ακόμη οξυνθεί σε βαθμό που να απαιτούν να πάρει ο καθένας πολύ συγκεκριμένη θέση. Δεν είναι ακόμα η εποχή που η μια θέση είναι ταυτόχρονα αντίθεση σε μια άλλη. Ούτε η εποχή που η συνέχιση εδώ ή εκεί της ομαλής λειτουργίας του συστήματος ή η διατάραξή της είναι ζήτημα ζωής και θανάτου για τους μεν ή για τους δε. Καθώς όμως η κρίση θα οξύνεται η κοινωνική σύγκρουση θα γίνει εκρηκτική. Και τότε το ρεύμα της εθνικής σωτηρίας, μπορεί να γίνει ρεύμα της τάξης ή και ρεύμα του φασισμού. Από ένα σημείο και πέρα όλο και περισσότερο το δημοκρατικό σαβουάρ βιβρ θα αμφισβητείται ανοιχτά. Η απαγόρευση της ελεύθερης διακίνησης εντύπων πολιτικών συλλογικοτήτων στις συγκεντρώσεις των αγανακτισμένων, η συγκέντρωση φοιτητών της νομικής του ΑΠΘ για να σπάσουν την κατάληψη παρά το γεγονός της δημοκρατικής της ψήφισης στη γενική συνέλευση του συλλόγου τους, η απαγόρευση αφισοκόλλησης στο όνομα της καθαρ(ι)ότητας σε διάφορους χώρους στις σχολές είναι δείγματα στο σήμερα αυτού που μπορεί να γενικευτεί αύριο.

Μπροστά σ’ αυτά τα ενδεχόμενα ως αυτόνομοι θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί, να έχουμε τα αυτιά και τα μάτια ανοιχτά, να μην μπερδευτούμε από τη βιτρίνα, να μην αρκεστούμε στην επιφάνεια της όμοιας φρασεολογίας, να ανοίγουμε τα ζητήματα από την οπτική μας και να επιμένουμε να φορτίζουμε τις λέξεις με ριζοσπαστικά νοήματα. Ως κομμάτι του ρεύματος της κοινωνικής απελευθέρωσης να εμποδίσουμε όσο μπορούμε την ενσωμάτωσή του από το άλλο ρεύμα, να συνδράμουμε στην εσωτερική του συγκρότηση και όταν οι καιροί φέρουν το ρεύμα αυτό προ των ιστορικών του ευθυνών να συνεισφέρουμε ώστε να γίνει το ρεύμα της κοινωνικής εξέγερσης και της κοινωνικής επανάστασης.

Το επόμενο διάστημα…

Το επόμενο διάστημα θα διεξαχθεί μέσα στις σχολές ένας πολυεπίπεδος πόλεμος χαμηλής έντασης. Πόλεμος από το κράτος για την εφαρμογή του νόμου σε όλα τα επίπεδα. Πόλεμος από τους καθηγητές να εντατικοποιήσουν και να πειθαρχήσουν τους φοιτητές καθώς και να τους δημιουργήσουν αισθήματα ενοχής για τον αγώνα που έδωσαν. Πόλεμος από τις αριστερές παρατάξεις για να ενσωματώσουν στους μηχανισμούς τους τον κόσμο που συμμετείχε στον αγώνα. Ο πόλεμος αυτός είναι εξίσου σημαντικός (αν όχι σημαντικότερος) με τον αγώνα του Σεπτέμβρη και η έκβασή του θα κρίνει πολλά τόσο για το μπλοκάρισμα της αναδιάρθρωσης, όσο και για το πόσο ευνοϊκές θα είναι οι συνθήκες για αγώνα στο μέλλον. Είναι αναγκαίο να συνεχίσουμε και να εντείνουμε την παρουσία μας στην καθημερινότητα των σχολών και να παλέψουμε σε όλα τα μέτωπα. Κάνουμε μια παρατήρηση για αυτόν τον πόλεμο: ένα από τα κύρια όπλα των εξουσιαστικών μηχανισμών κάθε είδους είναι το γεγονός ότι κάθε νέα φουρνιά φοιτητών δεν γνωρίζει τι γινόταν μέχρι την προηγούμενη χρονιά στο πανεπιστήμιο. Έτσι μπορούν να της παρουσιάζουν ριζικές αλλαγές ως πράγματα που γίνονταν από πάντα. Ουσιαστικά για κάθε νέα γενιά η αλλαγή δεν είναι ορατή γιατί δε γνωρίζει το πριν (11). Ερχόμενη μάλιστα από την ασφυκτικά πειθαρχημένη και εντατικοποιημένη πραγματικότητα του σχολείου, μπορεί να αντιμετωπίζει καινοφανείς καταστάσεις (όπως π.χ. στο επίπεδο του ελέγχου την ανάκριση από τους φύλακες, το κλειδωμένο πανεπιστήμιο ή τις απουσίες στα μαθήματα) ως φυσιολογικές. Αντίστοιχα πράγματα ισχύουν και με τις αριστερές παρατάξεις και τον αγώνα. Η άγνοια του νέου κόσμου για το πώς συμπεριφέρθηκαν στα προηγούμενα κινήματα, τους επιτρέπει να παρουσιάζονται σαν επαναστατικές, ριζοσπαστικές, αμεσοδημοκρατικές κλπ. Απέναντι σε αυτά τα δεδομένα είναι κρίσιμο από την πλευρά μας να αναδεικνύουμε συνεχώς σε κάθε μέτωπο την ιστορικότητα των πραγμάτων. Για άλλη μια φορά η πάλη ενάντια στην εξουσία είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη…

Ο πόλεμος αυτός θα συνδυαστεί με μια θεμελιώδη αλλαγή η οποία θα φέρει όσους αγωνιζόμαστε στα πανεπιστήμια σε εξαιρετικά δυσμενή θέση εάν δε λάβουμε εγκαίρως τις απαραίτητες θέσεις μάχης. Για να γίνουμε σαφείς, η πολυμέτωπη επίθεση των αφεντικών θέτει σε κρίση το μοντέλο πολιτικοποίησης των φοιτητών που ίσχυε μέχρι σήμερα. Αυτό το βλέπουμε ήδη γύρω μας σε κάποιο βαθμό, αλλά όσο η επίθεση δεν αναχαιτίζεται θα πάρει εξαιρετικά ευρείες διαστάσεις. Διαστάσεις τέτοιες που μπορεί να μας φέρουν μπροστά στη διάλυση του συνόλου της κουλτούρας αγώνα μέσα στα πανεπιστήμια και της αντιφατικής αλλά πλούσιας κληρονομιάς που έχει παράξει κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο. Μια διάλυση που δε θα σαρώσει μόνο τους μηχανισμούς της αριστερής μεσολάβησης (κάτι το οποίο ίσως να ήταν και προωθητικό για τους αγώνες) αλλά θα πλήξει κάθε μορφή αγώνα και ίσως μάλιστα περισσότερο τις μη ιεραρχικές διαδικασίες οι οποίες απαιτούν μεγάλη προσωπική εμπλοκή και καταβολή δυνάμεων και χρόνου. Ωστόσο υπάρχουν επιλογές για να αποφύγουμε κάτι τέτοιο, οι οποίες όμως απαιτούν επαναπροσδιορισμό των στοχεύσεων και των μεθόδων μας. Ας το δούμε αναλυτικά:

Μέχρι σήμερα οι διαδικασίες αγώνα μέσα στα πανεπιστήμια είχαν συχνότερα τη θέση μιας δραστηριότητας ελεύθερου χρόνου και σπανιότερα το ρόλο να καλύπτουν ανάγκες των συμμετεχόντων. Η συμμετοχή είχε για αρκετό κόσμο, περισσότερο υπαρξιακό χαρακτήρα (να κάνω κάτι για την αδικία που υπάρχει στον κόσμο, για να αισθανθώ καλά) ή χαρακτήρα ταύτισης με ένα lifestyle, ενώ ήταν σπανιότερες οι περιπτώσεις που κόσμος προσπαθούσε μέσα από τη συμμετοχή σε ομάδες να απαντήσει στις δικές του προσωπικές ανάγκες. Επιπλέον όταν συνέβαινε αυτό το τελευταίο, αφορούσε κυρίως κομμάτια της καθημερινότητας μέσα στις σχολές και δεν άγγιζε σχεδόν ποτέ άλλες πτυχές της ζωής μας. Αυτό κατ’ αρχάς δεν είναι ούτε καλό, ούτε κακό. Είναι απλώς αυτό που συνέβαινε και αντιστοιχούσε στην προηγούμενη ιστορική περίοδο. Στο πρόσφατο παρελθόν (πριν από την όξυνση της επίθεσης των αφεντικών – σχηματικά έως τις αρχές του 2010) παρά τις όποιες απόπειρες υποτίμησης των ζωών μας, μπορούμε να πούμε ότι οι φοιτητές πέρα από την προοπτική της ανεργίας/επισφαλούς εργασίας μετά την αποφοίτηση, δεν αντιμετώπιζαν στην πλειοψηφία τους σοβαρά προβλήματα. Ή για να το πούμε καλύτερα, αντιμετώπιζαν προβλήματα αλλά «κουτσά-στραβά» κατάφερναν να τα παλεύουν. Τα μέσα οικογενειακά εισοδήματα ήταν αρκετά ψηλότερα (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όλα ήταν εντάξει) ώστε ο κόσμος να την παλεύει και να μη δέχεται πολλές πιέσεις να τελειώσει γρήγορα, η απόπειρα αναδιάρθρωσης τού 2007 μπλοκαρίστηκε σε μεγάλο βαθμό και μαζί της μπλοκαρίστηκε και η εντατικοποίηση, η υπονόμευση των δωρεάν παροχών προς τους φοιτητές κλπ, οι εργαζόμενοι φοιτητές υπήρχαν μεν αλλά σε μικρά ποσοστά κλπ. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο το πεδίο δράσης μιας φοιτητικής συλλογικότητας ήταν περιορισμένο: η πολιτική παρέμβαση με σκοπό τη συνειδητοποίηση κόσμου (μοίρασμα κειμένων, προβολές ιστορικού περιεχομένου, εκδηλώσεις κλπ), μικροαγώνες για μικροδιακυβεύματα μέσα στις σχολές (π.χ. υλικοτεχνικά ζητήματα), δραστηριότητες και δομές για τον ελεύθερο χρόνο (συντροφικές κουζίνες, εικαστικές παρεμβάσεις, πάρτυ και γλέντια, βιβλιοθήκες, προβολές ταινιών, στέκια, δωρεάν μαθήματα κλπ), αλληλεγγύη σε αγώνες άλλων και κυκλοφορία τους μέσα στα πανεπιστήμια (π.χ. αλληλεγγύη στην Κούνεβα και αγώνας ενάντια στις εργολαβίες, Banquet, απεργία πείνας 300 μεταναστών, Κερατέα, μεταλλεία Χαλκιδικής κλπ). Υπήρχαν βέβαια και περίοδοι έξαρσης των κινηματικών δραστηριοτήτων (καταλήψεις 2006-2007, εξέγερση Δεκέμβρη 2008) όπου οι δυνατότητες για δράση πολλαπλασιάζονταν, αλλά και πάλι η υλική πραγματικότητα δεν έθετε πιεστικά την ανάγκη να ανοίξουν ζητήματα καθημερινότητας και αναγκών και να αναζητηθούν συλλογικές απαντήσεις σε αυτά. Έτσι οι κινηματικές δράσεις εστίαζαν περισσότερο σε άλλα πεδία.

Όλα αυτά καθόλου ασήμαντα δεν είναι καθώς έφτιαξαν το έδαφος για να μιλάμε σήμερα και επίσης μας έχουν δώσει μια μεγάλη φαρέτρα μορφών δράσης για να συνεχίσουμε. Ωστόσο μπροστά σε αυτό που συμβαίνει σήμερα, το προηγούμενο μοντέλο μετατρέπεται σε επιλογή πολυτελείας. Αυτό με την έννοια ότι καθώς η επίθεση συνεχίζεται ο ελεύθερος χρόνος μειώνεται, η πίεση να τελειώσεις τις σπουδές αυξάνεται, τα φράγκα μειώνονται οπότε πολύς κόσμος χρειάζεται να δουλεύει για να τη βγάζει, αν δεν βρίσκεις δουλειά προκύπτουν ζητήματα επιβίωσης κλπ. Μέσα σε αυτή την κατάσταση πολύς κόσμος οδηγείται να περικόψει δραστηριότητες και η μοίρα των πολιτικών διαδικασιών του προηγούμενου μοντέλου είναι ότι για τον περισσότερο κόσμο θα είναι η πρώτη περικοπή καθότι ο συντελεστής δαπάνη ενέργειας – απόλαυση είναι χαμηλότερος σε σχέση με άλλες δραστηριότητες. Αυτό το βλέπουμε ήδη: κόσμος χάνεται, αποστασιοποιείται, εμφανίζεται περιστασιακά κλπ. Και η εξήγηση είναι πολύ απλή: από κάτι που απαιτεί αφιέρωση χρόνου και ενέργειας και στο οποίο συχνά αργείς να δεις αποτέλεσμα, μπορείς και να λείψεις όταν δεν εξαρτάται η ζωή σου από αυτό… Και σαν επόμενο βήμα: αν δεν εξαρτάται η ζωή σου από αυτό, «ε δε χάλασε κι ο κόσμος ρε φίλε άμα σταματήσει να γίνεται».

Αναζητώντας τις πολιτικές απαντήσεις στην κατάσταση που διαμορφώνεται, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τι συμβαίνει σήμερα στη ζωή μας ως φοιτητών. Δηλαδή πώς μετασχηματίζονται οι συνθήκες τις ζωής μας, τι ρεύματα ερμηνειών και συμπεριφορών διαμορφώνονται γύρω από αυτούς τους μετασχηματισμούς, πώς τη βγάζουμε, πού αναζητούμε καταφύγιο καθώς πολλές σταθερές του κόσμου μας καταρρέουν και κατά πόσο όλα αυτά σχετίζονται με διαδικασίες αγώνα. Ξεκινώντας από τους εαυτούς μας και από αυτά που βλέπουμε σε συμφοιτητές/συμφοιτήτριες είναι αναμφισβήτητο ότι βρισκόμαστε όλοι αντιμέτωποι με τη λεηλασία των ζωών μας. Αυτό δεν είναι μια απλή διαπίστωση ή μια διακήρυξη. Μεταφράζεται στην καθημερινότητα του καθενός και της καθεμιάς. Αλλουνού του μειώνουν τα χρήματα, αλληνής απολύουν τους γονείς και τρώει φρίκες, άλλος πρέπει να δουλέψει και δεν έχει χρόνο για χάσιμο, όλοι μας δεν ξέρουμε τι θα κάνουμε τελειώνοντας, άλλη τρώει πίεση για να τελειώσει άμεσα γιατί η οικογένεια χρωστάει δάνεια… Επίσης υπάρχουν ένα κάρο άλλα ζητήματα της καθημερινότητας που μας απασχολούν: το αν θα συνεχίσεις ή όχι να σπουδάζεις μετά το πρώτο πτυχίο, το αν τελειώνοντας τις σπουδές θα επιστρέψεις στους γονείς, θα φύγεις στο εξωτερικό ή θα προσπαθήσεις να συνεχίσεις τη ζωή σου εκεί που είσαι, το πώς μπορούμε να τρώμε ποιοτικό φαγητό και όχι σαβούρες, θέματα σεξουαλικότητας, σχέσεων, θέματα υπαρξιακά κλπ. Παρατηρούμε ότι ενώ όλα αυτά τα ζητήματα απασχολούν τον καθένα και την καθεμιά μας, μέχρι σήμερα δεν έχουν μπει στις συλλογικές διαδικασίες. Ενώ όλοι/όλες τα ζούμε καταφεύγουμε για την αντιμετώπισή τους είτε στην οικογένεια, είτε στις φιλικές σχέσεις. Οι φιλικές σχέσεις συνήθως έχουν συμβουλευτικό ρόλο και αδυνατούν να δώσουν πρακτικές απαντήσεις πέρα από μερικά δανεικά ή ηθική συμπαράσταση. Υπάρχουν βέβαια και οι γνωριμίες, το μέσο, το «ο φίλος μου ξέρει τον τάδε που μπορεί να μεσολαβήσει κλπ». Αλλά αυτό πάντα αφήνει απ’ έξω όσους δεν έχουν τα κατάλληλα κονέ. Από την άλλη η οικογένεια έχει τα καλά της (το ότι δε θα σε αφήσουν αβοήθητο ή να πεινάσεις, μια οικειότητα, ένα αίσθημα ασφάλειας), έχει όμως και κάμποσα κακά που χρειάζεται να υπερβεί κανείς για να γίνει ολοκληρωμένος άνθρωπος: τις συμβάσεις, τα κατά συνθήκη ψεύδη, την υπερπροστασία ή την αυταρχικότητα ή γενικά το να τα βρίσκεις όλα έτοιμα, τις καθημερινές προστριβές της συμβίωσης με τους γονείς αν μετά τις σπουδές επιστρέψεις σπίτι, ενίοτε την ανάγκη να κρύβεις τις ιδέες σου και το να μην αγωνίζεσαι φανερά, το καυτό τετράπτυχο «να τελειώσεις τις σπουδές-να τελειώσεις το στρατό (για τα αγόρια)-να βρεις μια δουλειά-ν’ ανοίξεις το δικό σου σπιτικό» που επικρέμεται πιεστικά πάνω απ’ τα κεφάλια μας λες και δεν υπάρχουν άλλοι τρόποι για να ζήσει κανείς τη ζωή του κλπ.

Το ότι ο καθένας και η καθεμιά καταφεύγει κατά κύριο λόγο στην οικογένεια για την επίλυση των προβλημάτων του έχει μια ιδιαίτερα σοβαρή επίπτωση: την υπονόμευση της προοπτικής οι ανάγκες μας και οι επιθυμίες μας να συλλογικοποιηθούν και να επιδιώξουν την πραγματοποίηση τους μέσα από τον αγώνα. Γιατί η οικογένεια πρώτον συνδέει την κάλυψη των αναγκών των μελών της με ένα κάρο θεσμών διαμεσολάβησης (από τον βουλευτή ξάδερφο ή το γνωστό του γνωστού που θα βρει δουλειά για το παιδί, μέχρι «τον τάδε οικογενειακό φίλο που δουλεύει στη δείνα υπηρεσία και μπορεί να μεσολαβήσει για να γίνει η δουλειά μας») και δεύτερον δρα πάντα αποκλειστικά για λογαριασμό των μελών της και μόνο, συχνά μάλιστα πατώντας άλλους που αντιμετωπίζουν τις ίδιες δυσκολίες με τα μέλη της. Με αυτό τον τρόπο οι άνθρωποι με κοινές ανάγκες κατακερματίζονται και οδηγούνται στον αλληλο-κανιβαλισμό του ατομικού-οικογενειακού δρόμου. Η φιλία από την άλλη μπορεί να είναι εξαιρετικά βοηθητική και απελευθερωτική και χωρίς τις εξουσιαστικές σχέσεις της οικογένειας. Ωστόσο έχει την αδυναμία ότι όσο παραμένει αποκομμένη από κάποιον αγώνα δεν μπορεί να ξεφύγει από τα όρια που της θέτει η νομιμότητα. Αναζητεί δηλαδή λύσεις θεωρώντας κάποια πράγματα δεδομένα και μας αποκόπτει από τον πλούτο των επιλογών που ανοίγονται όταν συλλογικά αμφισβητούμε τους «κανόνες του παιχνιδιού».

Μέσα από τα παραπάνω συμπεραίνουμε ότι αν θέλουμε να αντιπαρατεθούμε με κάποια προοπτική στη κατάσταση συνθηκολόγησης και εγκατάλειψης των διαδικασιών αγώνα που απλώνεται με αυξανόμενους ρυθμούς μέσα στα πανεπιστήμια θα χρειαστεί ανάμεσα στα άλλα:

  1. να φέρουμε στο προσκήνιο των διαδικασιών στις οποίες συμμετέχουμε τα ζητήματα που μας απασχολούν καθημερινά. Όχι να εγκαταλείψουμε τις μορφές δράσης που υπήρχαν μέχρι πρότινος, αλλά να φέρουμε σε πρώτο πλάνο τις δικές μας ανάγκες. Να αναζητήσουμε τους κοινούς τόπους των αναγκών μας και να αγωνιστούμε γι’ αυτές
  2. να βαδίσουμε πέρα από την οικογένεια. Γίνεται εμφανές ότι η ενίσχυση των συλλογικών δρόμων κάλυψης των αναγκών και των επιθυμιών μας, είναι ταυτόχρονα αποδυνάμωση των οικογενειακών δρόμων. Ο σκοπός δεν είναι να καταγγείλουμε το θεσμό της οικογένειας ούτε να του επιτεθούμε ευθέως. Ο σκοπός είναι να συνειδητοποιήσουμε κατ’ αρχάς τους τρόπους με τους οποίους δρομολογούνται από το θεσμό αυτό οι ζωές μας και να πάρουμε τα ρίσκα να αμφισβητήσουμε την πεπατημένη.

Επιπλέον καθώς θα κινούμαστε σε αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να καταπιαστούμε και με το θέμα της ψυχολογίας και της επικοινωνίας μέσα στις συλλογικές διαδικασίες, καθώς η απομάκρυνση αγωνιστών από το κίνημα έχει να κάνει και με τέτοιους λόγους και προβληματισμούς που έχουμε μάθει να μην τους βάζουμε σε συζήτηση, ενώ υπάρχουν στα κεφάλια όλων μας. Είναι σημαντικό να βελτιώσουμε τον τρόπο λειτουργίας των ομάδων έτσι ώστε να χωρούν όλα τα ζητήματα που μας απασχολούν. Αρκετές φορές στις συλλογικότητες παρατηρούνται ακαμψίες οι οποίες δυσχεραίνουν το να τεθούν τέτοια θέματα. Φτιάχνεται ένα κλίμα όπου αυτά αγνοούνται ή περιθωριοποιούνται καθώς θεωρούνται «τα υπαρξιακά του καθενός», «τα προσωπικά του» κλπ τα οποία πρέπει να τα επιλύσει μόνος/μόνη. Επίσης συχνά υπάρχει αποξένωση ή ρηχότητα στις σχέσεις των συναγωνιστών. Μπορεί λόγου χάρη με κάποιον να έχεις κάνει πάρα πολλές πολιτικές συζητήσεις και να συμφωνείς σε όλα, αλλά να μην τον έχεις γνωρίσει σαν άνθρωπο. Υπάρχει επίσης το lifestyle το οποίο επικρέμεται ως δικαστής πάνω από το κεφάλι όποιου θέλει απλώς να είναι ο εαυτός του ή να επικοινωνήσει πιο βαθιά. Ακόμη υπάρχουν φορές που αποθαρρύνεσαι ή ντρέπεσαι να αρθρώσεις μια διαφορετική γνώμη γιατί ενδέχεται οι άλλοι να την κοροϊδέψουν ή να την αγνοήσουν και να πρέπει να πολεμήσεις για να ακουστεί. Όλες αυτές οι καταστάσεις μάς δυσχεραίνουν στο να εκτεθούμε και να θέσουμε σε συζήτηση ζητήματα τα οποία είναι ευαίσθητα (αλλά και σημαντικά) για εμάς. Προφανώς βέβαια δε αποσκοπούμε με όλα αυτά να μηδενίσουμε τις συλλογικές διαδικασίες. Μιλάμε ως μέλη τους, ως κάποιοι που πιστεύουμε σε αυτές και αναδεικνύουμε κάποιες αντιφάσεις που θέλουμε να ξεπεράσουμε για να τις κάνουμε ακόμη καλύτερες. Πέρα από αυτές τις αντιφάσεις υπάρχει και πολλή συντροφικότητα και αλληλεγγύη. Ίσως όχι όση θα θέλαμε, αλλά σίγουρα πολύ περισσότερη από οπουδήποτε αλλού στην κοινωνία. Αυτό που λέμε δεν είναι τίποτα περισσότερο από το γεγονός ότι ως παιδιά αυτής της κοινωνίας κουβαλάμε μέσα μας και μέσα στις διαδικασίες αρκετά από αυτά που πολεμάμε. Έτσι λοιπόν θα πρέπει να μεριμνούμε διαρκώς για να καταπολεμάμε συλλογικά αυτές τις καταστάσεις και μέσα στις κοινότητες αγώνα. Εντέλει λέμε ότι για να μπορέσουμε να πορευθούμε σε μια εποχή γενικευμένου κοινωνικού κανιβαλισμού, είναι ζωτικής σημασίας το να μην αποστερούμε τη σχέση μας ως συναγωνιστές από την τρυφερότητα και την κατανόηση.

Κλείνοντας, θέλουμε να μοιραστούμε τη βεβαιότητα ότι θέσεις μάχης όπως οι παραπάνω είναι εφικτές μέσα στην εποχή που διανύουμε. Το αν θα βρεθούν οι άνθρωποι που θα πάρουν τα ρίσκα και θα δουλέψουν με επιμονή και συνέπεια για να τις υλοποιήσουν είναι το μεγάλο στοίχημα για το μέλλον… Και το μεγάλο ερώτημα που θα κληθεί να απαντήσει ο καθένας και η καθεμιά ατομικά και συλλογικά: Μέσα στην εντεινόμενη κρίση του καπιταλιστικού κόσμου θα τολμήσουμε να μεταφέρουμε τις συλλογικές διαδικασίες από το περιθώριο της ζωής μας στο κέντρο της; Να τις κάνουμε από ασχολία του ελεύθερου χρόνου, τρόπο ζωής και κάλυψης αναγκών; Να ακουμπήσουμε πάνω τους…;

Μάρτης 2012
Αυτόνομο Σχήμα Φυσικού (Persona non Grata)
blog: autonomofysiko.wordpress.com

Υποσημειώσεις

(1) βλ. το τραγούδι «έντιμε άνθρωπε κυρ-Παντελή» του Πάνου Τζαβέλα. []

(2) Είναι απαράδεκτο αν αγωνιζόμαστε για την κοινωνική απελευθέρωση να θεμελιώνουμε έναν αγώνα σε συναισθηματικές αποκρίσεις όπως ο πανικός. Η πρακτική αυτή είναι νεοφιλελεύθερη στην ουσία της. Ο νεοφιλελευθερισμός ανέδειξε σε κεντρικό του εργαλείο την συναισθηματική καθήλωση των υπηκόων σε νηπιακά στάδια όπου η όποια συνεκτική σκέψη δεν έχει νόημα καθώς κάθε ανάγκη μπορεί άμεσα να καλυφθεί μέσα από την κατανάλωση. Ήταν αυτός που ύμνησε τη διαρκή νεότητα και την παιδικότητα ενσωματώνοντας με στρεβλό τρόπο της κριτικές των ‘60s-‘70s ενάντια στον πουριτανισμό. Σαν φυσική εξέλιξη αυτής της πραγματικότητας, εισήχθηκαν την τελευταία δεκαετία οι πολιτικές του φόβου για την εγκαθίδρυση της γενικευμένης επιτήρησης και ελέγχου του πληθυσμού. Με βάση το φόβο για την τρομοκρατία, για τη μία ή την άλλη υγειονομική απειλή κλπ τα κράτη επιδιώκουν να προκαλέσουν τον πανικό για να δικαιολογήσουν τις πολιτικές τις ασφάλειας και της καθαρ(ι)ότητας. Η απάντηση των κινημάτων σε αυτή την κατάσταση δε θα πρέπει να είναι η προσπάθεια να προκαλέσουν και αυτά τον πανικό στον πληθυσμό για να εξηπυρετήσουν τις δικές τους επιδιώξεις, αλλά να διαλύσουν τη θεμελίωση της πολιτικής στον πανικό και το φόβο και να αποκαταστήσουν την ανάγκη για συνεκτικότητα της σκέψης και των νοημάτων στον πολιτικό λόγο. []

(3) Για να δώσουμε ένα μόνο ενδεικτικό παράδειγμα ήταν η πρώτη φορά που η αριστερά δεν μπόρεσε να παρουσιάσει το σύνθημα «δε θέλουμε πτυχία δε θέλουμε δουλειά, θέλουμε να ζήσουμε χωρίς αφεντικά» ως μια εφηβική αντίδραση κάποιων κατά βάθος απολίτικων και βολεμένων. Αυτή η ρητορική απαντήθηκε και η άρνηση της διεκδίκησης πτυχίων με αξία τεκμηριώθηκε με πολιτικά επιχειρήματα από κόσμο μέσα στις διαδικασίες αμφισβητώντας ένα από τα θέσφατα των μέχρι σήμερα φοιτητικών διεκδικήσεων. []

(4) Για παράδειγμα η έννοια του λαού (με το έθνος-κράτος-έδαφος στο οποίο ασκεί την λαϊκή του κυριαρχία) είναι αντίθετη με μια αντικρατική προσέγγιση που επικεντρώνει στις κοινότητες και την αυτοθέσμιση. Είναι επίσης αντίθετη με την οπτική της υπέρβασης των εθνικών διαχωρισμών και του κοινού αγώνα των εκμεταλλευομένων. Συσκοτίζει τέλος τις αντιθέσεις που θέλει να αναδείξει μια ταξική οπτική βάζοντας στο ίδιο λαϊκό «στρατόπεδο» τους εργάτες και τα μικροαφεντικά. Ή, ένα άλλο παράδειγμα, η οπτική που θεωρεί ότι τα κοινά αγαθά που βρίσκονται στα χέρια του κράτους δεν είναι εμπορεύματα στην καλύτερη περίπτωση ταυτίζεται με την αριστερή σοσιαλιστική-σοσιαλδημοκρατική θέση που μιλάει για κοινωνικοποίηση και εννοεί κρατικοποίηση-εθνικοποίηση. Από μια ελευθεριακή σκοπιά, τα κοινά αγαθά παύουν να είναι εμπορεύματα όταν εξαλείφεται κάθε περίφραξή τους (κρατική ή ιδιωτική) και η διαχείρισή τους αναλαμβάνεται από τις κοινότητες των ανθρώπων. []

(5) Τη διάκριση ανάμεσα σε ανένταχτους και πολιτικοποιημένους / οργανωμένους-σε-ομάδες αγωνιστές δεν την κάνουμε επειδή θεωρούμε τους πολιτικοποιημένους (όπου εντάσσουμε και τον εαυτό μας) φωστήρες-κατόχους κάποιας επαναστατικής αλήθειας. Δε μας ενδιαφέρει να αναπαράγουμε αυτό το διαχωρισμό. Αντίθετα, θέλουμε να τον εξαλείψουμε. Ωστόσο ο διαχωρισμός αυτός, αυτή τη στιγμή υπάρχει. Όχι επειδή κάποιοι γεννήθηκαν επαναστάτες, αλλά γιατί οι άνθρωποι που συμμετέχουν χρόνια σε αγώνες και κινήματα έχουν περισσότερες εμπειρίες για αυτά τα θέματα, από ανθρώπους που συμμετέχουν πρώτη φορά. Έτσι λοιπόν αν συμπεριφερθούμε σαν να μην υπήρχε αυτή η διαφοροποίηση, σαν να είχαν όλοι τις ίδιες εμπειρίες, τότε απλώς θα ωθήσουμε τους ανένταχτους στη σιωπή και το περιθώριο καθώς η συζήτηση μέσα στις διαδικασίες θα γίνεται σε ένα επίπεδο στο οποίο δε θα μπορούν να συνεισφέρουν. Προσδιορίζουμε λοιπόν αυτή τη διαφορά γνώσεων, για να τη φέρουμε στο φως και να λάβουμε τα κατάλληλα μέτρα για να την εξαλείψουμε. Για να προσδιορίσουμε τον τρόπο λειτουργίας των διαδικασιών και τη δική μας στάση μέσα σ’ αυτές έτσι ώστε όλοι οι αγωνιζόμενοι να χωρούν. Από την άλλη πρέπει να πούμε ότι δεν αντιμετωπίζουμε τους ανένταχτους αγωνιστές ως παιδάκια νηπιαγωγείου που χρήζουν προστασίας, αλλά ως πολιτικά όντα. Αυτό σημαίνει ότι έχουν ευθύνη για το λόγο τους και την πράξη τους και δε βρίσκονται στο απυρόβλητο της κριτικής. Αυτό για το οποίο μιλάμε δεν είναι τίποτα περισσότερο από το σεβασμό στη διαφορετικότητα μεταξύ αγωνιστών που θέλουν να δρουν ισότιμα. Τέλος, θέλουμε να επισημάνουμε ότι για εμάς η κατάσταση του ανένταχτου δεν κουβαλάει από μόνη της κάποια θετικότητα. Δηλαδή θεωρούμε ότι το να οργανώνεσαι και να παλεύεις συλλογικά με συνέπεια και συνέχεια για αυτά που θες είναι σημαντικό γιατί έτσι μόνο μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα. Προφανώς δε μιλάμε για οργάνωση σε κόμματα και παρατάξεις, αλλά σε δομές αδιαμεσολάβητης και ισότιμης δράσης. []

(6) Για παράδειγμα το πανό της σχολής θετικών επιστημών ΑΠΘ στην πορεία της ΔΕΘ έγραφε μεταξύ άλλων «έξω από την ΕΕ και το ΔΝΤ» τη στιγμή που ο σύλλογος φοιτητών φαρμακευτικής δεν είχε καμία τέτοια αναφορά στην απόφασή του και είχε θέσει ρητή διαφωνία επί της αναγραφής αυτού του συνθήματος, ενώ στο φυσικό η διατύπωση αυτή είχε μπει συναινετικά με τον όρο να μπει πακέτο με τη φράση «καμιά ειρήνη με κράτος και ξένα και ντόπια αφεντικά» στο προτεινόμενο κείμενο-πλαίσιο που κατέβηκε σε μια γενική συνέλευση, με τον όρο το πακέτο να βγει από το επόμενο πλαίσιο μέχρι να συζητηθεί αναλυτικά το ζήτημα. []

(7) Ενδεικτικό είναι το κείμενο «συνεχίζουμε τον αγώνα , επαναπροσδιορίζουμε τις δομές» που έγραψαν ανένταχτοι φοιτητές από την κατάληψη του φυσικού ΑΠΘ οι οποίοι βρέθηκαν στη συντονιστική επιτροπή και μετά από μεγάλη προσπάθεια αλλαγής του τρόπου διεξαγωγής της τελικά αποχώρησαν μπροστά στο τείχος που συνάντησαν. Το κείμενο υπάρχει στο παράρτημα 1. []

(8) Το κείμενο «Σκέψεις για την εποχή, για το τι να κάνουμε και μια πρακτική πρόταση για την επανοικειοποίηση του συλλόγου φοιτητών φυσικού» με το οποίο εισήχθη η συνέλευση αδιαμεσολάβητου αγώνα βρίσκεται στο παράρτημα 3. Υπογράφεται από το αυτόνομο σχήμα φυσικού αλλά αποτέλεσε καρπό αναστοχασμού πάνω σε μια ιστορία διεργασιών και προσπαθειών αλλαγής του τρόπου διεξαγωγής των γενικών συνελεύσεων και συντονιστικών επιτροπών που ενέπλεξε πολύ περισσότερο και ανένταχτο κόσμο. Επίσης στο παράρτημα 2 υπάρχει το πρώτο πλαίσιο που κατέβασε η συνέλευση αδιαμεσολάβητου αγώνα σε γενική συνέλευση στο οποίο υπάρχει και μια ενότητα όπου η ίδια περιγράφει τον εαυτό της. []

(9) Σημαίνει με την έννοια όχι της σημασίας αλλά της σήμανσης. Η μορφή του ρήματος είναι «σημαίνει-σήμανε-θα σημάνει» όχι η άλλη: «σημαίνει-σήμαινε-θα σημαίνει». []

(10) Επίσης δεν μπορούμε να παραλείψουμε ότι υπάρχει μια συνέχεια μεταξύ της πατριωτικής ρητορικής περί πολιτών και της εθνικιστικής περί ελλήνων. Χωρίς να λέμε ότι ταυτίζονται οι μεν και οι δε, βλέπουμε ότι οι εθνικιστές είναι απλώς η κορφή του πατριωτικού παγόβουνου. Η ύπαρξη τους στο πολιτικό σκηνικό νομιμοποιείται από τη θάλασσα του πατριωτικού λόγου που ξεκινάει από την άκρα αριστερά, διασχίζει κοινωνικές κινήσεις όπως οι αγανακτισμένοι και φτάνει ως τη λεγόμενη «λαϊκή» δεξιά. []

(11)  παίρνεις για παράδειγμα σε ένα μάθημα ένα βιβλίο. Αν δε βρεθεί κάποιος να σου πει ότι μέχρι πέρυσι έδινα δυο δεν καταλαβαίνεις την αλλαγή. []

–*–

Παράρτημα 1

κείμενο ανένταχτων αγωνιζόμενων που αποχώρησαν από τη συντονιστική επιτροπή του φυσικού ΑΠΘ

συνεχίζουμε τον αγώνα, επαναπροσδιορίζουμε τις δομές

Το φοιτητικό κίνημα δεν είναι στάσιμο αλλά παίρνει τα χαρακτηριστικά του από τον κόσμο που συμμετέχει ενεργά σ’ αυτό. Συνεπώς τα όργανα του φοιτητικού κινήματος δεν μπορούν να προσδιορίζονται μόνο ιστορικά. Όταν ανανεώνονται τα πρόσωπα που το απαρτίζουν γεννιέται η ανάγκη να επαναπροσδιοριστούν και τα ίδια τα όργανα του.

Δεν μπορούμε να θεωρούμε κεκτημένες και μη αμφισβητήσιμες διαδικασίες του κινήματος όπου δεν μπορούν να συμμετέχουν όλοι ισότιμα. Οτιδήποτε «κεκτημένο» δεν συνεπάγεται ότι είναι και κατεκτημένο απ΄ όλους.

Θεωρούμε αναγκαίο οι δομές μέσα από τις οποίες θα δρούμε να χαρακτηρίζονται από αλληλεγγύη, συντροφικότητα, εμπιστοσύνη, απαλλαγμένες από λογικές ανάθεσης και όλοι να συμμετέχουμε ισότιμα και να μπορούμε να συνδιαμορφώνουμε από μηδενική βάση (πάντα κάτω από ένα κινηματικό πρίσμα). Οι αποφάσεις θέλουμε να παίρνονται από τα κάτω και οι αναλύσεις να μην αναλώνονται σε αντιπαραθέσεις έτοιμων πολιτικών γραμμών. Ανάγκη μας είναι να πορευτούμε ο ένας πλάι στον άλλο και όχι οι πολλοί πίσω από λίγους. Να αποφασίζουμε εμείς για εμάς.

Θέλοντας να εκφραστούμε και να δράσουμε συλλογικά μέσα από τα όργανα του φοιτητικού κινήματος και συγκεκριμένα μέσα από τη συντονιστική επιτροπή, συμμετείχαμε διεκδικώντας μία ισότιμη διαδικασία.

Στην πορεία φάνηκε ότι δεν υπήρχε διάθεση να αμφισβητηθεί η υπάρχουσα παραταξιακή- κομματοκεντρική κουλτούρα (κάτι σαν αυτό που βλέπουμε στη γενική συνέλευση με τους παράλληλους μονολόγους και την αντιπαράθεση μηχανισμών). Ενώ φαινομενικά υπήρχε χώρος να ακουστούν οι διαφορετικές απόψεις στην πράξη δεν λαμβάνονταν ουσιαστικά υπόψη στη διαμόρφωση του πλαισίου. Μερικά ενδεικτικά παραδείγματα είναι τα παρακάτω: 1) Ενώ είχαμε καταλήξει όλοι από κοινού σε ένα κείμενο, προστίθενταν παράγραφοι χωρίς να έχουν περάσει από τη συλλογική διαδικασία. 2)Για εμάς σε μια σωστή διαδικασία ο κόσμος του κινήματος πρέπει να συνδιαμορφώνει το περιεχόμενο από μηδενική βάση, να μπαίνουν μόνο τα από κοινού συμφωνημένα και όπου υπάρχει διαφωνία να μην μπαίνει τίποτα μέχρι να συζητηθούν. Στη συντονιστική επιτροπή υπήρξε άρνηση να φύγουν από το πλαίσιο θέσεις στις οποίες υπήρχαν διαφωνίες μέχρι αυτές να συζητηθούν. 3)Στο πανό της ΣΘΕ στην πορεία της ΔΕΘ μπήκαν θέσεις που ήταν γνωστό ότι δεν συμφωνούσαν όλοι.

Όπως γίνεται εμφανές, πολλά από τα χαρακτηριστικά που αναφέραμε παραπάνω και θεωρούμε απαραίτητα για μια υγιή διαδικασία έλλειπαν από τη συντονιστική επιτροπή. Η διαφωνία μας δεν ήταν πολιτική αλλά επί της διαδικασίας. Αυτός είναι ο λόγος που αποχωρίσαμε και αποφασίσαμε να δράσουμε ανεξάρτητα και παράλληλα προς αυτήν.

Η αποχώρηση μας από τη συντονιστική επιτροπή δεν σημαίνει αποχώρηση από το κίνημα. Δεν έχουμε σκοπό να πάμε σπίτι μας και δεν νομίζουμε ότι αυτό αποτελεί λύση. Καλούμε τον κόσμο να μπεί στις διαδικασίες, να τις ζωντανέψει και να εκφραστεί μέσα από αυτές.

Εμείς από την πλευρά μας θα συνεχίσουμε δημιουργώντας μια δομή μέσα από την οποία να μπορούμε να εκφραστούμε και λειτουργήσουμε με τον τρόπο που θέλουμε. Μια συνέλευση στην οποία καλούμε κάθε συμφοιτητή και συμφοιτήτρια να έρθει να βάλει τη δημιουργικότητα και τη φαντασία του/της, να συνδιαμορφώσει από κοινού τον λόγο και τις δράσεις, το σύνολο του αγώνα μας.

Και μην ξεχνάς, εμείς για εμάς.

Η συζήτηση για τις δομές του κινήματος και τις μορφές οργάνωσής τους έχει ξεκινήσει…


28/9/2011
Κάποιες-κάποιοι από το κατειλημμένο φυσικό ΑΠΘ

Παράρτημα 2

Το πρώτο πλαίσιο της συνέλευσης αδιαμεσολάβητου αγώνα

ΠΛΑΙΣΙΟ ΑΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΟΥ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ Σ.Φ. ΦΥΣΙΚΟΥ

Βρισκόμαστε σε μια συγκυρία όπου βιώνουμε μια συνολική επίθεση σε κάθε πτυχή της ζωής μας, με νέα μέτρα να προστίθενται καθημερινά και με το πολιτικό σύστημα να χρησιμοποιεί οποιοδήποτε επικοινωνιακό όπλο έχει για να μας τρομοκρατήσουν και να μας πείσουν ότι αυτή η πολιτική είναι μονόδρομος για νq «βγούμε από την κρίση», δηλαδή τη κρίση της δικιάς τους κερδοφορίας. Το τελευταίο καιρό μάλιστα, η όποια βιτρίνα δημοκρατίας και κοινωνικής δικαιοσύνης έχει πέσει και πλέον το καπιταλιστικό σύστημα και οι ιεραρχικές κοινωνικές σχέσεις μας δείχνουν το πραγματικό τους πρόσωπο: αυτό της άγριας εκμετάλλευσης και καταπίεσης, της τρομοκράτησης, της εξαθλίωσης του κόσμου στο βωμό της κερδοφορίας του κεφαλαίου και των αφεντικών.

Αυτή είναι η πραγματικότητα, που μάλιστα προβάλλεται και από τα ΜΜΕ , αλλά τελείως διαστρεβλωμένα: ως κατεύθυνση για τη «σωτηρία της χώρας», για τον «εξορθολογισμό της οικονομίας μας», των «θυσιών όλων μας, για να γυρίσουμε στην ανάπτυξη» και μιας συνειδητής προσπάθειας τρομοκράτησης της κοινωνίας.

Υπάρχει όμως και μια πραγματικότητα που συνειδητά αποσιωπάται. Αυτή των συλλογικών κοινωνικών αγώνων που εναντιώνονται σε αυτήν την πολιτική κατεύθυνση . Των μαχητικών απεργιών διαρκείας από διάφορους κλάδους τον τελευταίο καιρό, κόντρα στη μεμονωμένες, συμβολικές και ακίνδυνες για το σύστημα απεργίες μίας, δύο ημερών, που προτάσσουν οι κομματικές ηγεσίες. Των καταλήψεων υπουργείων και άλλων δημόσιων κτηρίων, των συνελεύσεων γειτονίας που βασίζονται και κινούνται σε σχέσεις ισοτιμίας και αλληλεγγύης, των συνελεύσεων που αντιτίθενται σε συγκεκριμένα κομμάτια της επίθεσης, (π.χ. δείχνοντας έμπρακτα τις σχέσεις αλληλεγγύης, επανασυνδέοντας το ρεύμα σε όποιον το κόψουν λόγω μη πληρωμής του χαρατσιού ή π.χ. ενάντια στο αντίτιμο για τα νοσοκομεία). Ταυτόχρονα, αγώνες έχουν ξεσπάσει και ξεσπούν και στο εξωτερικό, όπως οι αραβικές εξεγέρσεις, το κίνημα στη Χιλή ή οι μαχητικές διαδηλώσεις που ξαναξεκινάν στην Αγγλία.

Δεν πρέπει να έχουμε την αυταπάτη ότι τα μέτρα και η πολιτική αυτή θα σταματήσει μόνη της, ότι αν ο καθένας λειτουργήσει ατομικά και κοιτώντας τη πάρτη του, θα αντέξει και θα διασωθεί από αυτήν την κατάσταση. Αν δεν συνειδητοποιήσουμε ότι οι ανάγκες μας είναι κοινές, αν δεν αντισταθούμε συλλογικά, αν δεν κατανοήσουμε ότι ο δρόμος που θα βαδίσουμε μπορεί να χτιστεί μόνο με το δικό με το δικό μας κόπο και όχι από κάποιους σωτήρες, αυτή η «ασφαλής και σίγουρη» προαναφερθείσα κατάσταση άγριας εκμετάλλευσης και εξαθλίωσης θα παγιωθεί.

Με αφορμή την 17 Νοέμβρη, και τι σημαίνει για εμάς σήμερα το βασικό σύνθημα εκείνης της εξέγερσης, θα θέλαμε να πούμε δυο λόγια για την κατάσταση στην κοινωνία και μέσα στο πανεπιστήμιο και το πώς μπορούμε να κινηθούμε.

ΨΩΜΙ

Η λέξη «ψωμί» δε θα μπορούσε ποτέ να αντιπροσωπεύσει απλά και μόνο την έννοια της τροφής. Σε αυτή συγκεντρώνεται η αρχική προϋπόθεση της ύπαρξης του ανθρώπου. Συμπεριλαμβάνει όλα εκείνα που χρειάζεται προκειμένου να ζήσει. Το υπάρχον σύστημα ανέκαθεν είχε τη πρόθεση τα μέλη της κοινωνίας να κοπιάζουν τα μέγιστα προκειμένου να καταφέρουν να επιβιώνουν. Εξ ου και η πάγια τακτική του να εμπορευματοποιεί κάθε αγαθό που καλύπτει τις ανάγκες των ανθρώπων. Από το φαγητό και το νερό, τη στέγη, το ρεύμα και τον ρουχισμό, μέχρι τη μόρφωση και τη ψυχαγωγία του.

Στην πτυχή του κοινωνικού συνόλου που ονομάζεται «φοιτητές» αυτή η κερματοποίηση κάθε μπουκιάς του (διατροφικής, βιοτικής και πνευματικής) έρχεται με τις συνεχείς προσπάθειες χρηματικής εκμετάλλευσης των αναγκών μας. Ας μην ξεχνάμε τις περικοπές στη διανομή συγγραμμάτων, το περσινό ενδεχόμενο λουκέτο της λέσχης, που εξακολουθεί να απειλεί, την επιβολή επίδειξης πάσο, το αντίτιμο σε άλλες λέσχες, το φωτεινό παράθυρο που άνοιξε στις εστίες και τα 150 ευρώ μηνιάτικο για εκείνους που δε δικαιούνται πλέον να μένουν εκεί, το πεντάευρω στις κατασκηνώσεις, το δεκάευρω στο γυμναστήριο. Και όσο μικρά κι αν είναι τα ποσά, δεν αλλάζουν το γεγονός ότι σιγά σιγά θα μας γίνουν συνήθεια.

Η απάντησή μας σε όλα αυτά είναι οι συνεχιζόμενοι και εντεινόμενοι αγώνες, αλλά και η δημιουργία συλλογικών δομών, κάτι που προτείναμε και κατά τη διάρκεια των καταλήψεων του Σεπτέμβρη. Στο θέμα της διατροφής μας, οι αγώνες για τη λέσχη συνδυάζονται και με τη συλλογική κουζίνα. Μια προσπάθεια κατά την οποία μαγειρεύουμε διαδοχικά ο καθένας για τους υπόλοιπους, μειώνοντας έτσι τα καθημερινά μας έξοδα, αποφεύγοντας την σύγχρονη γαστρονομική κουλτούρα του έτοιμου σάπιου φαγητού, και φέρνοντας μέσα στη σχολή ένα μακρύ νοητό τραπέζι στο οποίο καθόμαστε και τρώμε όλοι μαζί.

ΠΑΙΔΕΙΑ

Η έννοια της παιδείας σε ένα σύστημα που κινείται γύρω από το κέρδος χάνει ολοένα και περισσότερο το νόημά της. Δεν εμπεριέχει την ουσιαστική γνώση του κόσμου που μας περιβάλλει και την καλλιέργεια του ανθρώπινου πνεύματος και της ψυχής. Αντί αυτού, προάγει την υπερεξειδίκευση και τη συσσώρευση πληροφοριών, που θα χρησιμοποιηθούν από το άτομο περισσότερο για τη συντήρηση και την ανάπτυξη του ίδιου του συστήματος , παρά για τον άνθρωπο και τον κόσμο. Καθίσταται, δηλαδή, ένα εμπορικό προϊόν το οποίο διακινείται αποκλειστικά μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος και το οποίο θρέφει άβουλους καταναλωτές και μυαλά στις υπηρεσίες των επιχειρήσεων.

Ως φοιτητές βιώνουμε αυτή την κατάσταση σε ένα κυρίαρχο κομμάτι της ζωή μας. Με το νόμο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, μάλιστα, που πρόσφατα ψηφίστηκε, αυτή η κατάσταση τείνει να παγιωθεί. Είναι αναγκαίο, λοιπόν, εμείς οι ίδιοι αφενός να μπλοκάρουμε τη συνεχή εμπορευματοποίηση της εκπαίδευσης, αφετέρου να εφεύρουμε διαδικασίες συλλογικής αυτομόρφωσης. Να φτιάξουμε δομές που θα διευκολύνουν την κυκλοφορία, την ανταλλαγή και τη σύνθεση των γνώσεων και των δυνατοτήτων του καθενός και της καθεμιάς. Να αμφισβητήσουμε τις ιεραρχίες του κυρίαρχου εκπαιδευτικού συστήματος (π.χ. αυθεντία του καθηγητή, επιβολή στους φοιτητές). Να σπάσουμε την αποκλειστικότητα που έχει πάνω στο τι μαθαίνουμε, πως το μαθαίνουμε και την πιστοποίηση ότι το μάθαμε, η οποία παραγκωνίζει κάθε εναλλακτική πρόταση μάθησης. Να είμαστε εμείς αυτοί που θα διαχειριζόμαστε το κοινωνικό αγαθό της γνώσης με άξονα τις κοινές μας ανάγκες. Ως κομμάτι αυτής της διαδικασίας είναι σημαντική η διεξαγωγή αντιμαθημάτων, όπου ο καθένας και η καθεμία μπορεί να μοιραστεί τις γνώσεις και την πείρα του πάνω σε κάποιο θέμα που τον-την ενδιαφέρει. Επίσης, μια πρόταση είναι το στήσιμο ελεύθερης βιβλιοθήκης στη σχολή, που θα μπορεί να λειτουργήσει ως πεδίο ανταλλαγής απόψεων και εμπειριών.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Πως μπορούμε να μιλάμε για ελευθερία όταν χιλιάδες κάμερες καταγράφουν τα πάντα, όταν διαδηλώνεις υπερασπιζόμενος έναν πιο ανθρώπινο τρόπο ζωής και σε φλομώνουν στα χημικά και με την παραμικρή αφορμή (πλέον και χωρίς αυτήν) σε σαπίζουν στο ξύλο? Πως μπορούμε να μιλάμε για ελευθερία σκέψης και έκφρασης σε μια κοινωνία που γεμίζει τα παιδιά με ένα κάρο άχρηστες πληροφορίες χωρίς να τους μαθαίνει πως να τις επεξεργάζονται, να τις κρίνουν και να τις αναδημιουργούν? Μέσα σε αυτόν τον καταιγισμό πληροφοριών και προτύπων μιας υπερκαταναλωτικής κοινωνίας κανείς δεν είναι πραγματικά ελεύθερος. Ο καθένας εγκλωβίζεται μέσα σε ρόλους που του επιβάλλονται.

Ακόμα και μέσα στο πανεπιστήμιο, έναν δημόσιο χώρο που «εξελίσσεται η σκέψη, η επιστήμη, ανοίγουν νέοι δρόμοι», οι φύλακες είναι εκεί για να σε ελέγχουν, οι χώροι του είναι κλειδωμένοι και δεν υπάρχει ελεύθερη πρόσβαση από όποιον το επιθυμεί, όποτε αυτός έχει ανάγκη να βρεθεί εκεί. Για να πάρουμε πάσο είμαστε υποχρεωμένοι να δώσουμε τα στοιχεία μας μαζί με φωτογραφία σε μια επιχείρηση, χωρίς το πανεπιστήμιο να φέρει καμία ευθύνη για το πώς αυτά θα χρησιμοποιηθούν. Μπορεί τελικά να ‘χεις μια ψευδαίσθηση ελευθερίας και ανωνυμίας όταν ζεις σε μια μεγάλη πόλη αποξενωμένος από τους ανθρώπους γύρω σου, αλλά το μάτι του «μεγάλου αδερφού» ξαγρυπνά. Ελευθερία θα ήταν να μαθαίνουμε να σκεφτόμαστε και όχι να απομνημονεύουμε. Να έχουμε πρόσβαση σε όλα τα απαραίτητα αγαθά, χωρίς να είμαστε υποχρεωμένοι να δουλεύουμε όλη μέρα προκειμένου να τα αποκτήσουμε. Να σπουδάζουμε φυσική για να μάθουμε πως λειτουργεί ο κόσμος γύρω μας και να μπορέσουμε να συνεισφέρουμε στην κοινωνία που ζούμε κι όχι για να βρούμε μια καλύτερη και πιο καλοπληρωμένη δουλειά. Να τριγυρνάμε ελευθέρα σε μια πόλη χωρίς αστυνόμευση και σε ένα πανεπιστήμιο χωρίς φύλακες, γιατί τίποτα από αυτά δεν μπορεί να σου προσφέρει καμία αίσθηση ασφάλειας-μόνο τρομοκρατία. Αυτό που θα σε κάνει να νοιώσεις ασφάλεια είναι ζωντανοί δρόμοι, γεμάτοι ανθρώπους κι όχι δρόμοι νεκροί και περιφρουρημένοι. Να μην ζούμε μέσα σε πλασματικές ανάγκες και τελικά να είμαστε πάντα ανικανοποίητοι. Ελευθερία είναι να μπορείς να σκέφτεσαι πέρα από τα όρια αυτής της στενόμυαλης κοινωνίας.

ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΑΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΟΥ ΑΓΩΝΑ

μια νέα δομή του φοιτητικού κινήματος

Για την υλοποίηση των αποφάσεων του συλλόγου, τη συνδιαμόρφωση πλαισίων, τη διεξαγωγή των αγώνων, εισάγουμε μια νέα δομή, τη συνέλευση αδιαμεσολάβητου αγώνα (ΣΑΑ). Κάνουμε αυτή την επιλογή γιατί θεωρούμε αναγκαίο οι δομές μέσα από τις οποίες δρούμε σαν φοιτητικό κίνημα να χαρακτηρίζονται από αλληλεγγύη, συντροφικότητα, εμπιστοσύνη, απαλλαγμένες από λογικές ανάθεσης και όλοι-όλες να συμμετέχουμε ισότιμα και να μπορούμε να συνδιαμορφώνουμε από μηδενική βάση (πάντα κάτω από ένα κινηματικό πρίσμα) το πολιτικό περιεχόμενο και τις δράσεις των αγώνων μας. Οι αποφάσεις θέλουμε να παίρνονται από τη βάση και οι αναλύσεις να μην αναλώνονται σε αντιπαραθέσεις έτοιμων πολιτικών προγραμμάτων και κομματικών γραμμών. Ανάγκη μας είναι να πορευτούμε ο ένας πλάι στην άλλη και όχι οι πολλοί πίσω από λίγους. Να αποφασίζουμε εμείς για εμάς. Η συνέλευση αδιαμεσολάβητου αγώνα δεν είναι πολιτική συλλογικότητα. Είναι δομή του φοιτητικού κινήματος. Η θέση και ο ρόλος της είναι αντίστοιχοι με αυτούς που στους προηγούμενους αγώνες κατείχε η συντονιστική επιτροπή. Στη συνέλευση αδιαμεσολάβητου αγώνα δεν μπορούν να συμμετέχουν 1) Φασίστες, ρατσιστές, εθνικιστές είτε κατεβαίνουν σε εκλογές είτε όχι. 2) Όσοι θεωρούν τον καπιταλισμό ένα ανθρώπινο σύστημα. 3)Παραταξιακοί, δηλαδή όλοι όσοι είναι μέλη ομάδων και οργανώσεων που κατεβαίνουν στις φοιτητικές εκλογές ή σε άλλες εκλογές όπου αναδεικνύονται άνθρωποι με δικαίωμα να αποφασίζουν για εμάς χωρίς εμάς.. Οι τρεις αυτές προϋποθέσεις συμμετοχής στη συνέλευση αδιαμεσολάβητου αγώνα δεν εισάγονται με σκοπό την περιχαράκωση. Εισάγονται γιατί η εμπειρία των προηγούμενων κινημάτων δείχνει ότι μόνο έτσι μπορεί να δημιουργηθεί το έδαφος ώστε να μπορούμε να εκφραστούμε και να δρούμε αδιαμεσολάβητα. Η θέλησή μας να οργανωνόμαστε με αυτό τον τρόπο συνεπάγεται ότι δε χωράνε αντιλήψεις και πρακτικές εξ’ ορισμού αντιπαραθετικές.

Η πρώτη προϋπόθεση μπαίνει γιατί οι αγώνες μας δεν μπορεί να στρέφονται εναντίον άλλων καταπιεσμένων κοινωνικών ομάδων (όπως οι μετανάστες) ή να αναπαράγουν ρατσιστικές ανισότητες ή διακρίσεις (με βάση τη σεξουαλική προτίμηση, την ηλικία, το χρώμα του δέρματος, την καταγωγή και τη γλώσσα, την κατάσταση της υγείας κλπ). Επίσης δεν μπορούν να στοχεύουν σε καταστάσεις ανελευθερίας και απαγόρευσης των κινηματικών δραστηριοτήτων.

Η δεύτερη προϋπόθεση μπαίνει γιατί η ΣΑΑ είναι πρωτίστως μια δομή αγώνα και όχι μια δομή ενάντια στις παρατάξεις. Υπάρχει συχνά η τάση να κατηγορούνται για όλα τα δεινά που ζούμε τα κόμματα και οι παρατάξεις και ο κόσμος να απαιτεί την κατάργηση τους πιστεύοντας ότι αυτό θα λύσει τα προβλήματα. Η δεύτερη προϋπόθεση λέει ότι η ρίζα του προβλήματος βρίσκεται στο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα και τις σχέσεις κυριαρχίας ανάμεσα στους ανθρώπους, και τα δεινά που ζούμε συμβαίνουν όχι εξαιτίας των παρατάξεων αλλά εξαιτίας του συστήματος και του ότι δεν αγωνιζόμαστε εμείς οι ίδιοι καθημερινά για να το εμποδίσουμε. Μπορεί οι παρατάξεις να είναι μέρος του προβλήματος αλλά είναι μόνο αυτό: μέρος, όχι όλο το πρόβλημα. Υπό αυτό το πρίσμα η λύση δε βρίσκεται στην κατάργηση των παρατάξεων έτσι απλά (που θα χαροποιούσε πολύ και όσους θέλουν να εξαλείψουν κάθε κινηματική ζωή από το πανεπιστήμιο) αλλά στο να διεξάγουμε αγώνες ενάντια στις εκφάνσεις του καπιταλισμού στη ζωή μας και στο να τους αυτοοργανώνουμε προσπερνώντας τις παρατάξεις και τη διαμεσολάβησή τους.

Η τρίτη προϋπόθεση μπαίνει γιατί οι εκλογές είναι μια διαδικασία ανάδειξης αντιπροσώπων, δηλαδή μεσολαβητών και άρα εξ’ ορισμού εχθρική με την αδιαμεσολάβητη δράση. Είναι επίσης και μια διαδικασία συμπύκνωσης της παραταξιακής λογικής που βλέπει τον αγώνα ως αντιπαράθεση έτοιμων πολιτικών προγραμμάτων και όχι ως την σύνθεση των όποιων προτάσεων από όλους τους αγωνιζόμενους. Η λογική αυτή στους προηγούμενους αγώνες μετέτρεψε τις συντονιστικές επιτροπές σε πεδίο αντιπαράθεσης παραταξιακών μηχανισμών μην αφήνοντας περιθώριο στους υπόλοιπους αγωνιζόμενους να συμμετέχουν με ισότιμους όρους και πολλές φορές καπελώνοντάς τους. Η προϋπόθεση αυτή βέβαια, δε σημαίνει ότι αν κάποιος συμφοιτητής συμμετείχε στο παρελθόν σε εκλογικό ψηφοδέλτιο αποκλείεται δια παντός. Εάν σκέφτεται να σταματήσει να συμμετέχει από εδώ και στο εξής μπορεί να έρθει για να δει τι σημαίνει αδιαμεσολάβητος αγώνας και να κρίνει.

Το γεγονός ότι οι παρατάξεις αποκλείονται από τη συμμετοχή στη συνέλευση αδιαμεσολάβητου αγώνα δε σημαίνει ότι αποκλείονται και από τη συμμετοχή στις δράσεις του συλλόγου. Οι δράσεις του φοιτητικού κινήματος πρέπει να χαρακτηρίζονται από δημοκρατία στο εσωτερικό τους. Έτσι λοιπόν αν υπάρχουν άτομα, οργανώσεις, ομάδες που θέλουν να οργανώσουν εκδηλώσεις μέσα σε μια κατάληψη της σχολής, αν θέλουν να βρεθούν στο μπλοκ του συλλόγου σε μια πορεία με το δικό τους λόγο κλπ μπορούν να το κάνουν, αρκεί βέβαια να χρησιμοποιούν τη δική τους υπογραφή και να μην προσπαθούν να καπελώσουν το σύλλογο και τις αποφάσεις του. Εξαίρεση αποτελούν εκδηλώσεις, κείμενα, δράσεις εθνικιστικού-φασιστικού περιεχομένου.

Δράσεις:

  • Κατάληψη της σχολής από Τετάρτη 16/11 έως Παρασκευή 18/11
  • Συνέλευση Αδιαμεσολάβητου Αγώνα την Τετάρτη 16/11 στις 1200
  • Συντροφική Κουζίνα τη Τετάρτη 16/11 στις 2000
  • Συζήτηση για τη δημιουργία συλλογικής βιβλιοθήκης, τη Πέμπτη 17/11 στις 1200
  • Συμμετοχή του συλλόγου στη πορεία του Πολυτεχνείου, την Πέμπτη 17/11 στις 1800
  • Αντιμάθημα Φυσικής “Οπτική της φωτογραφίας” τη Παρασκευή 18/11, στις 1500
  • Παράσταση διαμαρτυρίας στον υπεύθυνο κτηρίου για το κλείδωμα των αιθουσών και των πλαϊνών και πίσω εισόδων της σχολής, τη Τρίτη 22/11 στις 1200, και άνοιγμά τους αν το αίτημα δε γίνει δεκτό
  • Νέα Γενική Συνέλευση τη Δευτέρα 28/11 ή, εξ αναβολής, την Τρίτη 29/11, στις 1200 στην Α11

Η απόφαση αυτή θα υλοποιηθεί στο βαθμό που ο κόσμος που την ψήφισε θα τη στηρίξει έμπρακτα. Ο καθένας και η καθεμιά ας αναλάβει την ευθύνη της συμμετοχής.

Κάθε περαιτέρω ιδέα δράσεων είναι παραπάνω από ευπρόσδεκτη.

Το επόμενο πλαίσιο θα συνδιαμορφωθεί από μηδενική βάση από όσες και όσους θα συμμετέχουν στη συνέλευση αδιαμεσολάβητου αγώνα.


15.11.2011
Συνέλευση Αδιαμεσολάβητου Αγώνα

Παράρτημα 3

Mια πρόταση για την υπέρβαση των παρατάξεων στους φοιτητικούς αγώνες

Σκέψεις για την εποχή, για το τι να κάνουμε και μια πρακτική πρόταση για την επανοικειοποίηση του συλλόγου φοιτητών φυσικού

Ναι αγαπημένη μου
εμείς γι’ αυτά τα λίγα και απλά πράγματα πολεμάμε
για να μπορούμε να ‘χουμε μια πόρτα, έν’ άστρο, ένα σκαμνί
ένα χαρούμενο δρόμο το πρωί
ένα ήρεμο όνειρο το βράδυ
για να ‘χουμε έναν έρωτα που να μη μας τον λερώνουν
ένα τραγούδι που να μπορούμε να το τραγουδάμε…

Τάσος Λειβαδίτης

Κάθε μέρα, ολοένα και περισσότερο συνειδητοποιούμε ότι ο καπιταλιστικός κόσμος δεν μπορεί να γίνει πια ανεκτός. Δεν είναι μόνο η οικονομική εξαθλίωση στην οποία εξωθούνται ολοένα και περισσότεροι ανάμεσά μας. Είναι πολύ περισσότερα. Είναι που όλο και περισσότερο πρέπει να ζούμε σαν μηχανές, είναι το «πιο γρήγορα, πιο γρήγορα» που ακούμε από όλες τις μεριές, είναι η αίσθηση ότι η ζωή μας δεν έχει νόημα, είναι η μοναξιά, η κατάθλιψη, η θλιμμένη φάτσα που έχουμε κάθε πρωί στο λεωφορείο, το γαμημένο ξυπνητήρι, το ότι κάθε πρωί σηκωνόμαστε με βρισιές, με κατάρες για την αποπνικτική μέρα που ξημερώνει, αντί με τη χαρά ότι θα ζήσουμε άλλη μια όμορφη μέρα. Είναι που για την εξουσία είμαστε αριθμοί. Είναι η αβεβαιότητα για το αύριο. Είναι που δεν ξέρεις ούτε καν πώς λένε αυτόν που μένει στο απέναντι μπαλκόνι. Είναι οι πλαστικές ντομάτες που τρώμε, ο βρωμερός αέρας που αναπνέουμε, ο καρκίνος που όλοι λίγο πολύ έχουμε στο τσεπάκι. Είναι που αντί να ακούμε το κελάηδισμα των πουλιών, τον αχό του ποταμού, το θρόισμα των φύλλων, ακούμε κορναρίσματα και μαρσαρίσματα. Είναι που δεν μπορούμε να βρούμε ένα μέρος να κάτσουμε να ακούσουμε το κύμα που σκάει στη ακροθαλασσιά γιατί σε κάθε όμορφη παραλία φυτρώνει και από ένα beach bar.

Είναι που σπουδάζουμε τη φυσική, την επιστήμη που μελετά το φυσικό κόσμο, μέσα σε αμφιθέατρα που δεν έχουν παράθυρα και φωτίζονται μόνο με τεχνητό φωτισμό. Είναι που το πανεπιστήμιο μοιάζει όλο και περισσότερο με το σχολείο, που εξαιτίας του μεγέθους της ύλης αρχίζουμε πάλι να σημειώνουμε τα SOS που πέφτουν στις εξετάσεις, που αντί να μαθαίνουμε για τη χαρά της γνώσης, μαθαίνουμε για τις εξετάσεις και το πτυχίο, που οι υποχρεωτικές παρουσίες στα μαθήματα γίνονται ένα όλο και πιο εκτεταμένο φαινόμενο, που πολλοί αντιδραστικοί καθηγητές εκμεταλλεύονται τη θέση ισχύος τους για να προπαγανδίζουν τις ιδέες τους και να εκβιάζουν τη σιωπή των φοιτητών που διαφωνούν. Είναι που αν θες να τελειώσεις το φυσικό στα τέσσερα ή στα πέντε χρόνια έχεις ελάχιστα περιθώρια χρόνου να κάνεις στη ζωή σου άλλα πράγματα εκτός από το να διαβάζεις. Είναι που οι καθηγητές παραδίδουν το μάθημα τόσο γρήγορα που νομίζεις ότι έχουν πάρει κοκαΐνη. Είναι που «αυτοί που δε θέλουν να διδάξουν, διδάσκουν αυτούς που δε θέλουν να μάθουν», που από καθηγητές και φοιτητές υπάρχει ένα κλίμα «άντε να τελειώνουμε» και αν ρωτήσεις παραπάνω από μία ερώτηση η οποία στοχεύει στη γνώση και ξεφεύγει από τα στενά πλαίσια της εξεταστέας ύλης σου λένε ότι δεν υπάρχει χρόνος (αλλά ούτε και διάθεση) λόγω της μεγάλης ποσότητας της ύλης, της εντατικοποίησης και του ότι πολύς κόσμος μπαίνει στη σχολή όχι γιατί θέλει να μάθει αλλά εξαναγκασμένος προκειμένου να μη βιώσει την ακραία εκμετάλλευση του ανειδίκευτου εργάτη. Είναι που προάγεται ο ανταγωνισμός και ο ατομισμός και όχι η συνεργασία και η αλληλεγγύη μεταξύ των φοιτητών. Είναι που αναγκάζεσαι να αφήσεις τις σπουδές για να δουλέψεις, ή που τα κάνεις μαζί και δεν έχεις χρόνο για τον εαυτό σου.

Είναι που στη δουλειά σε αντιμετωπίζουν σαν δούλο, που το αφεντικό σε εξευτελίζει και σου συμπεριφέρεται σα σκουπίδι. Είναι που για να βγάζουν φράγκα τα αφεντικά δεν κάνουν προσλήψεις και σε εξαναγκάζουν να εντατικοποιείσαι και να κάνεις τη δουλειά δυό ή τριών ανθρώπων. Είναι τα ελαστικά, σπαστά και ευέλικτα ωράρια, είναι που δουλεύεις 4 ώρες το πρωί, τέσσερις τα απόγευμα και τρως όλη σου τη μέρα στη δουλειά και τα λεωφορεία. Είναι που άλλοι σου λένε τι θα κάνεις και πώς θα το κάνεις, που δεν έχεις κανένα έλεγχο πάνω στην εργασία σου, που πολλές φορές η δουλειά σου δεν έχει κανένα νόημα. Είναι που δουλεύεις μαύρα και τώρα με το αντίτιμο που μπαίνει στις εφημερίες στα νοσοκομεία δε θα έχεις καμία πρόσβαση σε δωρεάν περίθαλψη. Είναι τα εργατικά ατυχήματα επειδή τα αφεντικά περικόπτουν τις δαπάνες για ασφαλείς συνθήκες εργασίας. Είναι που σε αναγκάζουν να δουλεύεις απ’ το πρωί ως το βράδυ για ψίχουλα, που πρέπει να κάνεις δυο δουλειές (και αν βρεις) για να τη βγάλεις. Είναι που σε εκβιάζουν ότι αν δεν υποτιμήσεις τον εαυτό σου με κάθε τρόπο και αν δε δουλέψεις για λιγότερα θα σε απολύσουν. Είναι που σου κόβουν τα ρεπό ή σε αφήνουν απλήρωτο για μήνες και απαιτούν να συνεχίσεις να δουλεύεις σαν να μην τρέχει τίποτα. Είναι που είσαι αναλώσιμος, που ανά πάσα στιγμή μπορούν να σε διώξουν και να πάρουν στη θέση σου κάποιον άλλο. Είναι που μέσα σ’ όλα αυτά θα πρέπει να είσαι ευδιάθετος και ευγενικός με τους πελάτες, να έχεις διαρκώς εκείνο το πλαστικό χαμόγελο ανεξαρτήτως τι συμβαίνει στη ζωή σου. Είναι που αν είσαι γυναίκα δεν φτάνουν όλα αυτά, έχεις και το αφεντικό ή τον προϊστάμενο να σου την πέφτει. Είναι που αν αντιμιλήσεις, αν προσπαθήσεις να αγωνιστείς και να αντισταθείς θα δεχθείς κάθε είδους επίθεση, συκοφάντηση και τρομοκράτηση από τα αφεντικά, από «συναδέλφους» που για να επιπλεύσουν στη λάσπη της εκμετάλλευσης παίρνουν το μέρος των αφεντικών ή από επαγγελματίες συνδικαλιστές που τα έχουν βρει με το αφεντικό.

Είναι τα πυρηνικά απόβλητα, οι πετρελαιοκηλίδες και τα καμένα δάση. Είναι οι ξαπλώστρες που πληρώνεις στις παραλίες και το ότι δεν μπορείς να πάρεις μια σκηνή και να στήσεις κάπου και να μείνεις όπως συμβαίνει εδώ και χιλιάδες χρόνια στη ιστορία του είδους μας. Είναι τα απλανή βλέμματα στα μπαρ και έξω από τα μπαρ, είναι που βρίσκεσαι με την παρέα σου και αντί να μιλήσεις, να παίξεις να γελάσεις και να κλάψεις, πίνει σιωπηλά ο καθένας τον καφέ του ενώ παράλληλα παίζει στο κινητό του. Είναι οι επιδερμικές σχέσεις, οι επιφανειακές χρησιμοθηρικές «φιλίες», το ότι μπορεί να έχεις 125 «φίλους» στο facebook αλλά ούτε έναν να σε στηρίξει σε μια δύσκολη στιγμή, να μοιραστείς μαζί του τους φόβους σου ή τη χαρά σου χωρίς να σε φθονεί γι’ αυτήν πίσω από την πλάτη σου. Είναι που όλο και λιγοστεύουν αυτά που προσφέρονται δωρεάν με αγάπη και τρυφερότητα και όλο και περισσότερο αυξάνονται αυτά που προσφέρονται επί πληρωμή. Είναι που δεν μπορείς να είσαι ο εαυτός σου, που αν δε φορέσεις τη μάσκα σου βγαίνοντας από το σπίτι είσαι ο «μίζερος» και ο «αρνητικός απέναντι σε όλα». Είναι που αντί να λες στον άλλο «να βρεθούμε» του λες «να πάμε για καφέ», σαν να μην υπάρχει φιλία χωρίς κατανάλωση, που άμα πεις στον άλλο «δε γουστάρω ρε μαλάκα να πληρώσω στο bar για να σε δω» θα το πάρει σαν «είσαι τσιγκούνης» και αν επιμείνεις θα μείνεις μόνος. Είναι για κάποιους ανάμεσά μας ο ρατσισμός, το να σε υποτιμούν μόνο και μόνο επειδή έχεις άλλο χρώμα δέρματος ή μιλάς σπαστά ελληνικά ή έχεις «περίεργο όνομα».

Είναι που κάθε διαπροσωπική στιγμή γίνεται διαφήμιση, που σου δείχνουν μια χαρούμενη οικογένεια για να σου πουλήσουν το νέο υπερμαλακό κωλόχαρτο, που η lacta είναι η σοκολάτα του έρωτα. Είναι που ωθούμαστε να αρνηθούμε τον εαυτό μας και να συμμορφωθούμε με τα κυρίαρχα πρότυπα στα οποία για να αρέσεις αν είσαι άντρας πρέπει να μην κλαις, να μην έχεις φόβους, να είσαι γυμνασμένος, μάγκας, δυνατός και γαμιάς και αν είσαι γυναίκα πρέπει να φοράς στριγκάκια, να είσαι αδύνατη σαν μοντέλο, να είσαι βαμμένη και χτενισμένη καταλλήλως για την περίσταση, να μην παραλείπεις να ξυρίζεσαι κάθε μέρα και να είσαι και λίγο γατούλα. Είναι επίσης που αν είσαι γυναίκα έχεις τον κάθε «γαμιά» να σου φωνάζει από το αυτοκίνητο που περνάει εξευτελιστικά σχόλια, είναι που τρέμεις κάθε φορά στο δρόμο όταν γυρνάς μετά τις έντεκα στο σπίτι μην τυχόν και κάποιος ακόμη πιο γαμιάς σε βιάσει. Είναι που η ερωτική επαφή έχει γίνει γαμήσι, που ακόμη κι αν είναι για μια μόνο βραδιά αντί αυτή να είναι ένα παιχνίδι, ένα αντάμωμα, ένας πειραματισμός, ένα ταξίδι, ένα μοίρασμα, μια εξερεύνηση, είναι χρησιμοποίηση του άλλου, προσπάθεια να κάνεις αυτό που είδες στην τσόντα προχθές, μια αλκοολική –συνήθως- εκσπερμάτωση και μια ακόμη αφορμή για να περηφανευτείς στον εαυτό σου και στην παρέα σου. Είναι που δεν υπάρχει ισοτιμία, σεβασμός, ειλικρίνεια αλλά υποκρισία, ψευτιά και προσπάθεια να εκμεταλλευτείς ερωτικά τον άλλο.

Είναι που μεταφερόμαστε αντί να ταξιδεύουμε. Είναι που σε λίγο αντί να βρεθούμε με τους φίλους μας θα κάνουμε τηλεδιάσκεψη. Είναι που όσο πληθαίνουν τα μέσα επικοινωνίας τόσο χάνεται η πραγματική επικοινωνία, που το έρχομαι να σε δω στη γιορτή σου, έγινε αρχικά σε παίρνω τηλέφωνο και έπειτα σου στέλνω SMS. Είναι που όλο και αυξάνονται οι παρέες στις οποίες τα κινητά παίζουν μουσική και όλο και λιγοστεύουν εκείνες που τραγουδούν οι ίδιες. Είναι που όλο και περισσότερο φωτογραφίζουμε τη ζωή μας αντί να τη ζούμε. Είναι που μόνο sex δεν κάνουμε ακόμα μέσω facebook. Είναι που ενώ παλιά υπήρχε σε κάθε γειτονιά μια βρύση, σήμερα είναι σχεδόν όλες κλειστές και πρέπει να αγοράζεις μπουκαλάκια για να πιεις νερό. Είναι η ερημοποίηση των εδαφών και τα εγκαύματα που κάνεις αν μείνεις 20 λεπτά χωρίς αντηλιακό κάτω από τον ήλιο του καλοκαιριού. Είναι που η πράσινη ανάπτυξη είναι πράσινη καπιταλιστική ανάπτυξη και είναι ο τρόπος για να αποκτήσει ο ήλιος και ο αέρας ιδιοκτήτη στον οποίο εμείς οι υπόλοιποι θα πληρώνουμε αντίτιμο. Είναι που η (καπιταλιστική) νανοτεχνολογία και η (καπιταλιστική) βιοτεχνολογία παρουσιάζονται ως ο τρόπος να θεραπευτούν ασθένειες αλλά στην πραγματικότητα είναι ο τρόπος με τον οποίο οι εξουσιαστές επιδιώκουν να επεκτείνουν τη μηχανοποίηση και τον έλεγχό τους πάνω στη ζωή μέχρι το απειροστό μέγεθος των κυττάρων και των μορίων. Είναι που από όλα πρέπει να βγαίνει κέρδος…

Ο καπιταλιστικός κόσμος… Γύρω μας και μέσα μας… Ο κόσμος της «ελευθερίας, ισότητας, αδελφοσύνης »… Ας σταθούμε λίγο να τον θαυμάσουμε…

Δε μας αρέσει αυτός ο κόσμος, δεν τον θέλουμε. Είναι εξαιρετικά βίαιος και αφιλόξενος για τη ζωή.

Πόσες και πόσες φορές δεν έχουμε σκεφτεί ότι θέλουμε να τα παρατήσουμε όλα, να αποσυνδεθούμε, να φύγουμε και να πάμε να ζήσουμε αλλού, αλλιώς. Χωρίς καπιταλισμό και εξουσία, χωρίς η κάθε σχέση να μετατρέπεται σε αγοροπωλησία και κάθε αγαθό σε εμπόρευμα. Χωρίς το θέαμα να διαστρεβλώνει και να απονοηματοδοτεί τις σκέψεις και τις πράξεις μας. Ο λόγος που δεν το κάνουμε είναι ότι ξέρουμε πώς αν αυτό το σύστημα δε σταματήσει να υπάρχει θα μας βρει όπου και να πάμε. Είναι στη φύση του να επεκτείνεται και αν δεν πεθάνει (η καλύτερα αν δεν το σκοτώσουμε φτιάχνοντας μια νέα μορφή συνύπαρξης), θα εξαπλωθεί αργά ή γρήγορα παντού.

Δε λέμε ότι όλα είναι μαύρα. Όμως, βιώνουμε ή βλέπουμε άλλους να βιώνουνε τέτοια προβλήματα και δεν μπορούμε να εθελοτυφλούμε απέναντι σε αυτά στο όνομα της «αισιοδοξίας». Η πραγματική αισιοδοξία, ελπίδα και διάθεση για αληθινή ζωή είναι που μας οδηγεί να ευχαριστιόμαστε τη ζωή, να κρατάμε τα ωραία, αληθινά και ουσιαστικά πράγματα αλλά ταυτόχρονα να προσπαθούμε να λύσουμε τα προβλήματα που υπάρχουν και όχι να κρυφτούμε πίσω από το δάχτυλό μας και να τα αγνοήσουμε. Και επειδή αντιλαμβανόμαστε ότι πολλά από αυτά τα προβλήματα έχουν ως κύριο αίτιο την εμπορευματοποίηση και τον κατακερματισμό που προωθεί αυτό το σύστημα σε κάθε πτυχή της ζωής μας, θεωρούμε ότι θα τα λύσουμε συλλογικά και όχι ατομικά και γι αυτό και συλλογικοποιούμαστε.

Κάποιοι και κάποιες απελπίζονται και δραπετεύουν ατομικά. Το ρίχνουν στα ναρκωτικά, στα video game, στο αλκοόλ, στο οπαδιλίκι.

Άλλοι πάλι προσπαθούν να συμφιλιωθούν με την κατάσταση απωθώντας στα βάθη της ψυχής τους το γεγονός ότι είναι άνθρωποι με όνειρα και αισθήματα και όχι ρομπότ. Γίνονται κυνικοί σε μια προσπάθεια να αμυνθούν απέναντι στην καθημερινή βία που δέχονται: «τι να κάνουμε έτσι έχουν τα πράγματα», «αν δεν πατήσεις επί πτωμάτων δε θα επιβιώσεις» κλπ. Πιέζουν τον εαυτό τους να αποδεχτεί αυτή την κατάσταση ως φυσιολογική ενώ ξέρουν ότι δεν είναι.

Μερικοί κυριευμένοι από την (δίκαιη) οργή τους χάνουν την ψυχραιμία τους. Προσπαθούν να αντεπιτεθούν αλλά μέσα στην οργή τους χάνουν τον ορίζοντα. Λένε «ας κάνουμε κάτι, οτιδήποτε». Αλλά έτσι ξεχνούν να σχεδιάσουν και οι πράξεις τους γίνονται «τουφεκιές στον αέρα»: Καθώς δεν αποτελούν επιμέρους στιγμές μιας πορείας αλλά μόνο διάσπαρτες πράξεις, αδυνατούν να δημιουργήσουν περάσματα προς έναν καινούριο κόσμο.

Εμάς αυτός ο κόσμος μας έχει κουράσει, τον έχουμε βαρεθεί, τον έχουμε σιχαθεί, η καθημερινότητά του μας εξοργίζει, αλλά παραμένουμε ψύχραιμοι. Σχεδιάζουμε και πράττουμε συλλογικά. Παίρνουμε δύναμη από την αλληλεγγύη μεταξύ μας, από τον αγώνα μας και την ιστορία αυτών που αγωνίστηκαν πριν από εμάς και προχωράμε. Δεν είμαστε απελπισμένοι. Είμαστε μόνο λίγο φοβισμένοι σχετικά με το πού μπορούν να φτάσουν για να μας εμποδίσουν αυτοί που έχουν συμφέρον να μην σταματήσει η εκμετάλλευση και η καταπίεση που ζούμε. Αλλά ο φόβος μας αυτός είναι μικρός μπροστά στο φόβο ότι θα ζήσουμε όλη μας τη ζωή στον κόσμο που περιγράψαμε παραπάνω και στη θέλησή μας να μη συμβεί αυτό. Μικρός μπροστά στη θέλησή μας να φτιάξουμε έναν άλλο κόσμο στον οποίο θα μπορούμε να ζήσουμε. Θέλουμε η ζωή μας να έχει νόημα. Να είναι δημιουργία και χαρά, όχι αλλοτρίωση και κατάθλιψη. Να μπορούμε να είμαστε ο εαυτός μας, να χτίζουμε σχέσεις ανθρώπινες και βαθιές με τρυφερότητα, κατανόηση και αλληλεγγύη. Να μπορούμε να ονειρευόμαστε και να γελάμε δίχως φόβο. Να ξέρουμε ότι το φαΐ που τρώμε είναι καθαρό από χημείες και λοιπές μαλακίες, ότι ο αέρας που αναπνέουμε δε μας σκοτώνει λίγο λίγο. Θέλουμε να ζούμε με ανθρώπινους ρυθμούς. Να μπορούμε να ξυπνάμε κάθε πρωί με τη χαρά που ξυπνάμε για να πάμε μια εκδρομή. Όχι κάθε μέρα να είναι εκδρομή, δε μας πειράζει να εργαζόμαστε δεν είναι εκεί το θέμα. Το θέμα είναι ο τρόπος που δουλεύουμε. Άλλο να δουλεύεις σε μια δουλειά με τ’ αφεντικό πάνω απ΄ το κεφάλι σου, με ρυθμούς απάνθρωπους και εξοντωτικούς, φτιάχνοντας κάτι που άλλοι σου έχουν πει πώς θα είναι και το οποίο συχνά δεν έχει καμία χρησιμότητα, και άλλο να δουλεύεις συλλογικά και συντροφικά με ανθρώπινους ρυθμούς, με τα αστεία και τα καλαμπούρια παράλληλα με τη δουλειά, χωρίς να σε εκμεταλλεύονται και για να φτιάξεις κάτι που έχεις αποφασίσει συλλογικά για το πώς θα είναι και ποια είναι η χρησιμότητά του. Τότε και η αγγαρεία ακόμη γίνεται ευχάριστα. Θέλουμε να μην αναγκαζόμαστε να ανταγωνιζόμαστε τους συνανθρώπους μας. Θέλουμε να αυτοπροσδιοριζόμαστε, να αποφασίζουμε εμείς για τη ζωή μας και όχι να μας λένε πώς θα ζήσουμε. Θέλουμε ο πόλεμος εναντίον της ζωής να σταματήσει.

Και τι να κάνουμε λοιπόν;

Αυτό που για εμάς τους από κάτω κάνει την κατάσταση ανυπόφορη αλλά και αυτό που μας εμποδίζει να την αλλάξουμε, είναι ότι ο καθένας και η καθεμιά μας είναι μόνος/η. Ότι δεν έχει κάποιους με τους οποίους μπορεί να μοιραστεί τα προβλήματα του, τις σκέψεις του, τους φόβους του, τα όνειρά του. Και αν αυτό δεν ισχύει ακόμα σε απόλυτο βαθμό –πράγματι υπάρχουν ακόμη εδώ κι εκεί κάποιες σχέσεις, χώροι, φιλίες, παρέες, κοινότητες όπου υπάρχει ακόμα η αλληλεγγύη και το μοίρασμα και δεν έχει κυριαρχήσει το εμπόρευμα και η εξατομίκευση- είναι γιατί οι αντιστάσεις (συλλογικές και ατομικές) είναι ακόμη ζωντανές. Ωστόσο δεν έχουμε αμφιβολία ότι η κατεύθυνση του καπιταλισμού είναι ακριβώς προς την καταστροφή κάθε συλλογικότητας και αυτό ακριβώς πρέπει να αποτρέψουμε-αντιστρέψουμε.

Έχουμε ξεχάσει να βοηθούμε και να στηρίζουμε ο ένας τον άλλο, να συνεργαζόμαστε για να φτιάξουμε κάτι κοινό, να αγωνιζόμαστε από κοινού για να αλλάξουμε τα πράγματα, να μαθαίνουμε ο ένας απ’ τον άλλο και να αλλάζουμε τους εαυτούς μας. Μας έχουν κάνει να φοβόμαστε να εκφραστούμε, να ντρεπόμαστε που θέλουμε να παραμείνουμε άνθρωποι. Τα τελευταία 20 χρόνια αυτό ήταν το μεγαλύτερο μάθημα που έπρεπε να μάθει ο καθένας: «έχεις τη ζωή σου, κοίτα να τη ζήσεις και μη σε νοιάζει για τους άλλους. Κοίτα την πάρτη σου, κοίτα τη δουλειά σου… Πρέπει να είσαι σκληρός γιατί αλλιώς θα σε πατήσουν…, κλείσου στο καβούκι σου γιατί το να δείχνεις ότι έχεις ανάγκη τους άλλους ανθρώπους, είναι αδυναμία…».

Φτάνει πια με όλα αυτά. Μας έχουν κάνει κούκλες με παγωμένο βλέμμα πίσω από τη βιτρίνα. Παγωμένοι και σε απόσταση ασφαλείας, ο καθένας με το δικό του «μην αγγίζετε» κρεμασμένο στο λαιμό του. Πρέπει να σπάσουμε αυτή τη βιτρίνα, να ξεκρεμάσουμε τα «μην αγγίζετε» και να αρχίσουμε να επικοινωνούμε ξανά. Χωρίς ντροπή, χωρίς φόβο να πούμε ότι έχουμε ανάγκη την τρυφερότητα και την κατανόηση των άλλων ανθρώπων, χωρίς φόβο να αντικρίσουμε τα αδιέξοδα της ζωής μας και να παραδεχτούμε και τα δικά μας λάθη. Χρειάζεται να ξαναδημιουργήσουμε την κοινότητα. Στις γειτονιές, στα σχολεία και τα πανεπιστήμια, στις δουλειές να αρχίσουμε ξανά να μιλάμε, να επικοινωνούμε βαθιά και όχι τυπικά, να χτίζουμε σχέσεις. Αυτό είναι το πρώτο βήμα. Δεν είναι εύκολο. Χρειάζεται προσωπικές υπερβάσεις, χρόνο καθώς οι σχέσεις εμπιστοσύνης δε φτιάχνονται από τη μια μέρα στην άλλη και επίσης να βρεθούν και άλλοι άνθρωποι που να θέλουν να το κάνουν. Να οργανωθούμε, να φτιάξουμε τόπους συνάντησης, διαδικασίες συζήτησης και να αρχίσουμε να δρούμε από κοινού.

Φτιάχνοντας τέτοιες κοινότητες αρχίζουμε ήδη να αλλάζουμε την κατάσταση. Δεν είμαστε πια μόνοι και αδύναμοι. Έχουμε πολύ περισσότερες δυνατότητες. Μπορούμε να μοιραστούμε σκέψεις, συναισθήματα, πράγματα, γνώσεις και να αλληλοβοηθηθούμε. Μπορούμε ανάλογα με τις δυνάμεις μας να αρχίσουμε να αλλάζουμε άμεσα λιγότερα ή περισσότερα κομμάτια της καθημερινής μας ζωής. Μπορούμε να υπερασπιστούμε ο ένας τον άλλο απέναντι στις επιθέσεις και την καταστολή των από πάνω. Μπορούμε να αρχίσουμε να αγωνιζόμαστε για να αλλάξουμε μικρότερα ή μεγαλύτερα πράγματα. Μπορούμε συζητώντας να αλλάξουμε τους εαυτούς μας.

Και στη συνέχεια, αφού φτιάξουμε αυτές τις κοινότητες να προχωρήσουμε. Να ξεκινήσουμε να επανακαταλαμβάνουμε-απελευθερώνουμε μία μία όλες τις περιοχές του φυσικού κόσμου και της καθημερινής ζωής μας οι οποίες έχουν καταληφθεί από το εμπόρευμα. Όλες τις περιοχές οι οποίες έχουν περιφραχθεί-κλαπεί από τις ανθρώπινες κοινότητες για να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα των εξουσιαστών. Παράλληλα οι επιμέρους κοινότητες να δικτυωθούμε ώστε να μπορούμε να δρούμε πιο αποτελεσματικά και συντονισμένα.

Θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι η πορεία αυτή δε θα είναι εύκολη. Όχι μόνο γιατί αυτοί που θα σταθούν απέναντί μας θα είναι αρκετοί (και δε θα προέρχονται μόνο από τους από πάνω αλλά θα είναι και κάποιοι από τους από κάτω οι οποίοι θα επιλέξουν να πάρουν το μέρος των από πάνω). Αλλά γιατί αυτή η πορεία θα είναι ταυτόχρονα και μια εσωτερική μάχη του καθενός και της καθεμιάς μας με τον εαυτό του/της. Θα πρέπει παράλληλα με τον εξωτερικό αγώνα να πολεμήσουμε και τα εξουσιαστικά πρότυπα και συμπεριφορές που υπάρχουν μέσα μας καθώς και τις αλλότριες στάσεις ζωής που έχουμε υιοθετήσει ως αποτέλεσμα του ότι γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε σε έναν εξουσιαστικό και εμπορευματικό κόσμο. Πέρα από κάθε ντροπή και εγωισμό θα χρειαστεί να συζητήσουμε συλλογικά για τις συμπεριφορές αυτές και να βρούμε τους τρόπους με τους οποίους θα τις ξεπεράσουμε.

Τέλος, η δυσκολία βρίσκεται στο ότι οι μεσσίες μάς τελείωσαν. Δεν υπάρχουν πια έτοιμες λύσεις (ευτυχώς λέμε εμείς). Ούτε μπαμπάς Λένιν, ούτε κόμμα με την «σίγουρη» αλήθεια του. Τα τελευταία 100 χρόνια έγινε σαφές πώς όσοι είχαν τέτοιες έτοιμες λύσεις και ανέβηκαν στη εξουσία για να τις εφαρμόσουν, ανεξαρτήτως αν ήταν αριστεροί ή δεξιοί, κατέληξαν εν’ ονόματι αυτών των λύσεων να σφαγιάσουν τους από κάτω, ακόμα κι αυτούς που τους ανέβασαν στην εξουσία. Μόνοι μας θα φτιάξουμε τις λύσεις, με πειραματισμό και λάθη. Ο δρόμος φτιάχνεται περπατώντας. Όχι πια με ένα έτοιμο ολοκληρωμένο ιδεολογικό σχέδιο που θα προσπαθήσει να κάνει την πραγματικότητα να του μοιάζει, αλλά μόνο με μερικές βασικές αρχές με βάση τις οποίες θα αναζητούμε συγκεκριμένες λύσεις πάνω στα συγκεκριμένα προβλήματα που μας θέτει η ίδια η πραγματικότητα. Θα βαδίσουμε ρωτώντας που είπαν και κάποιοι πριν από εμάς… Ίσως να ακούγεται λίγο επισφαλές όλο αυτό. Είναι επισφαλές όντως. Όταν δεν έχεις μπαμπά, όταν έχεις τη ζωή σου στα χέρια σου παίρνεις κάποια ρίσκα… Η χειραφέτηση είναι δύσκολη αλλά είναι απαραίτητη. Κανείς δε σου εγγυάται την επιτυχία. Αλλά εδώ που φτάσαμε μήπως σου εγγυάται κανείς τίποτα όταν έχεις μπαμπά; Ας κοιτάξουμε τριγύρω… Ας κοιτάξουμε την ιστορία των τελευταίων 100 χρόνων… Σίγουρα πάντως ακόμη και αν κάνουμε λάθη, η ζωή μας θα έχει νόημα γιατί θα είναι δικές μας οι επιλογές. Αλλά δεν ξεκινάμε και από το μηδέν. Έχουμε την ιστορία και την εμπειρία των λαθών του παρελθόντος ώστε να μην τα επαναλάβουμε, αλλά να χαράξουμε νέες πορείες. Έχουμε επίσης παραδείγματα επιτυχημένων επιλογών και μορφών οργάνωσης και δράσης τα οποία είτε υπήρξαν για κάποιο χρονικό διάστημα στο παρελθόν πριν κατασταλούν είτε υπάρχουν στο παρόν και από τα οποία μπορούμε να πάρουμε ιδέες και εμπειρίες για το τι να κάνουμε. Έχουμε τέλος τις διαδικασίες μας οι οποίες είναι μια δικλείδα ασφαλείας ότι δε θα οδηγηθούμε σε νέους ολοκληρωτισμούς αφού οι επιλογές γίνονται από όλους και όχι από κάποιους που διατάζουν. Άλλωστε άλλοι στο Μεξικό και αλλού στο κόσμο που ξεκίνησαν πριν από εμάς προς την ίδια κατεύθυνση, έχουν φτάσει κάπου …

Και πρακτικά πώς; (μια ανάλυση και μια πρόταση για την πραγματικότητα του φυσικού)

Στο φυσικό η κοινότητα αν και χαροπαλεύει, ωστόσο είναι ακόμα ζωντανή. Υπάρχει αρκετός κόσμος ο οποίος συζητάει και δείχνει αλληλεγγύη με τους συμφοιτητές του. Οι άνθρωποι που είναι στο lifestyle και δεν τους νοιάζει τίποτα άλλο πέρα από τον εαυτούλη τους, τα πάρτι και την καριέρα είναι λιγότεροι και σίγουρα χαλαρότεροι και πιο προσεγγίσιμοι απ’ ότι σε άλλες σχολές. Επιπλέον υπάρχει μια κουλτούρα αγώνα. Κάνουμε συχνά γενικές συνελεύσεις οι οποίες παίρνουν «αγωνιστικές αποφάσεις» και υπάρχουν αρκετοί που ενδιαφέρονται για το τι συμβαίνει γύρω τους και θέλουν να κάνουν κάτι για να αλλάξουν τα πράγματα. Ωστόσο παρά τις ευνοϊκές για συζήτηση και αγώνα συνθήκες, σπάνια (έως ποτέ) οι αγώνες βρίσκονται πραγματικά στα χέρια μας, στα χέρια των αγωνιζόμενων φοιτητών και φοιτητριών. Αυτό που συμβαίνει είναι το γνωστό θέατρο που έχει παρακολουθήσει όποια και όποιος έχει συμμετάσχει έστω σε μία γενική συνέλευση: υπάρχουν από τη μια οι παρατάξεις οι οποίες βγαίνουν ως ειδικοί-παντογνώστες και μιλάν για κάθε τι μονοπωλώντας τη συνέλευση. Από την άλλη υπάρχει ο μη οργανωμένος κόσμος ο οποίος δεν τα έχει και τόσο ξεκάθαρα στο μυαλό του τα πράγματα και ο οποίος φοβάται να μιλήσει μην τυχόν και πει κάτι «λάθος» και πέσουν όλοι να τον φάνε. Η συμμετοχή του μη οργανωμένου κόσμου περιορίζεται στο να ψηφίσει στο τέλος το ένα είναι το άλλο πλαίσιο-έτοιμο πακέτο, το οποίο βέβαια δεν εκφράζει τις δικές του σκέψεις αλλά είναι το λιγότερο κακό σε σχέση με τα υπόλοιπα. Σε αυτές τις συνθήκες δεν υπάρχει περιθώριο για την κοινότητα. Ούτε χώρος για προβληματισμό υπάρχει, ούτε για να πεις πώς νοιώθεις, ούτε για επικοινωνία και μοίρασμα βαθύτερο από τα τετριμμένα σλόγκαν και τον ξύλινο λόγο, ούτε περιθώριο να συνδιαμορφώσεις το τι θα κάνεις και πώς θα αγωνιστείς.

Λέμε πως αυτό δε συμβαίνει κατά τύχη. Τα πράγματα είναι έτσι γιατί όλες οι παρατάξεις έχουν συμφέρον να είναι έτσι. Έχουν συμφέρον να μην υπάρχουν αγωνιζόμενοι άνθρωποι με αυτοπεποίθηση και εμπιστοσύνη στη συλλογική τους δύναμη, αλλά παθητικοί ψηφοφόροι που εναποθέτουν τις δυνάμεις τους στους ειδικούς. Έχουν συμφέρον γιατί μόνο έτσι γίνεται αναγκαία η ύπαρξή τους. Αν ο κόσμος καταλάβει ότι μπορεί να αποφασίσει μόνος του και αρχίσει να παίρνει πρωτοβουλίες δε θα χρειάζεται ούτε κόμματα, ούτε κυβερνήτες, ούτε κάθε είδους ειδικούς (του συνδικαλισμού, του αγώνα, της ζωής κλπ) και τότε όλοι αυτοί θα πρέπει να αλλάξουν δουλειά. Λέμε όλες οι παρατάξεις και το εννοούμε. Δε χαριζόμαστε πια ούτε στις αριστερές και ακροαριστερές παρατάξεις κι ας λένε στα λόγια ότι παλεύουν για τη συμμετοχή του κόσμου στους αγώνες, ας μιλούν για αμεσοδημοκρατία. Γιατί έχουμε εμπειρία. Έχουμε δει ξανά και ξανά με τις πράξεις τους να επιδιώκουν το ακριβώς αντίθετο, να καπελώσουν, να χαλιναγωγήσουν, να κατευθύνουν, να κλείσουν τη συζήτηση για ζητήματα που κατά την άποψή τους δεν είναι πολιτικά (τα 2/3 της πρώτης σελίδας για τις αριστερές παρατάξεις δεν είναι πολιτικά), να έχουν στο πίσω μέρος του μυαλού τους τις ψήφους. Πιστεύουμε μάλιστα ότι και αυτές έχουν εξίσου μεγάλη ευθύνη για την κατάσταση που επικρατεί ακριβώς λόγω της διγλωσσίας τους. Γιατί είναι εύκολο να καταλάβεις που το πάνε αυτοί οι οποίοι μιλάνε καθαρά ενάντια στον αγώνα αλλά πολύ δυσκολότερο αυτοί που, ενώ στην πράξη θέλουν να τον καπελώσουν ή σε κάποια βολική στιγμή να τον ξεπουλήσουν για να αναδειχθούν οι ίδιοι, στα λόγια είναι υπέρ του. Αυτό που λέμε, δε σημαίνει ότι δεν υπάρχει κόσμος στη βάση των αριστερών παρατάξεων που να θέλει να αγωνιστεί και μάλιστα με τις καλύτερες των προθέσεων, αλλά πιστεύουμε ότι είναι καταδικασμένοι να αφομοιωθούν ή να χρησιμοποιηθούν από τους μηχανισμούς για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους.

Απέναντι σε αυτή την κατάσταση θέλουμε να δημιουργήσουμε μια διαδικασία ισότιμης συζήτησης και οργάνωσης της δράσης μας στην οποία να μπορεί ο καθένας και η καθεμιά να εκφραστεί χωρίς να φοβάται να κάνει λάθος, όπου να μπορεί να λέει πώς νοιώθει και να μπορεί να βάλει ζητήματα που τον/την απασχολούν και να δούμε πώς μπορούμε όλοι μαζί να τα επιλύσουμε. Ζητήματα που δε θα αφορούν μόνο τις κεντρικές πολιτικές των από πάνω αλλά εξίσου την κοινή μας καθημερινότητα στη σχολή, την καθημερινότητα του καθενός έξω από τη σχολή, την αλληλεγγύη σε άλλους αγωνιζόμενους και ότι άλλο θέλει ο καθένας και η καθεμιά να θέσει προς συζήτηση.

Η πρώτη σκέψη που έρχεται στο μυαλό του καθενός είναι να αλλάξουμε τον τρόπο διεξαγωγής της γενικής συνέλευσης. Αν και αυτό θα θέλαμε και εμείς ωστόσο νομίζουμε ότι η προσπάθεια αυτή άμεσα δεν έχει νόημα γιατί απαιτεί μια τεράστια σπατάλη ενέργειας. Πρακτικά ακόμη και αν έχουμε κάποιες προτάσεις για την αλλαγή του τρόπου λειτουργίας της συνέλευσης, ακόμη και αν αυτές οι προτάσεις ψηφιστούν από το σύλλογο φοιτητών θα πρέπει να συγκρουόμαστε συνεχώς με τους παραταξιακούς προκειμένου να εφαρμοστούν στην πράξη καθώς δε θα δεχτούν έτσι εύκολα τον περιορισμό των εξουσιών τους. Έτσι αντί να αφιερώνουμε τις δυνάμεις μας σε δημιουργικά πράγματα, θα την σπαταλούμε στη σύγκρουση με τους παραταξιακούς. Επιπλέον το καλύτερο που θα καταφέρουμε είναι ένας μικρός περιορισμός του μπάχαλου που αποτελεί τώρα η γενική συνέλευση. Σε καμία περίπτωση όμως δε θα μπορέσουμε να δημιουργήσουμε έδαφος για έκφραση του καθενός, για ποιοτική συζήτηση και βαθύτερη επικοινωνία όσο θα υπάρχουν μέσα στη συνέλευση παρατάξεις.

Συνεπώς η πρότασή μας είναι η εξής. Όλοι εμείς που είμαστε αποκλεισμένοι από τη λήψη των αποφάσεων και θέλουμε να συνδιαμορφώσουμε οι ίδιοι τα περιεχόμενα των αγώνων μας, αντί να σπαταληθούμε μέσα στη γενική συνέλευση, να κάνουμε αυτό που θέλουμε σε μια άλλη συνέλευση και στη γενική συνέλευση να πηγαίνουμε πλαίσια, ψηφίσματα ή άλλες προτάσεις που θα έχουμε φτιάξει από κοινού στη δικιά μας συνέλευση με το δικό μας τρόπο. Να δημιουργήσουμε μια συνέλευση αδιαμεσολάβητου αγώνα από την οποία θα αποκλείονται όλοι οι παραταξιακοί. Στη συνέλευση αυτή θα κουβεντιάζουμε ζητήματα που θέλει να θέσει κάθε συμφοιτητής και συμφοιτήτρια που συμμετέχει και θα αποφασίζουμε τι θέλουμε να κάνουμε για κάθε ένα. Στη συνέχεια με βάση τα εκάστοτε ζητήματα θα συνδιαμορφώνουμε από μηδενική βάση τα πλαίσια και τα ψηφίσματα που θα κατεβαίνουν στη γενική συνέλευση του συλλόγου φοιτητών. Στην περίπτωση που η πρότασή μας είναι σε μορφή πλαισίου, αν το πλαίσιο ψηφίζεται, θα υλοποιούμε τις προτάσεις μας και στη συνέχεια με νέα συζήτηση θα διαμορφώνεται και πάλι από μηδενική βάση ένα πλαίσιο για την επόμενη συνέλευση. Αν το πλαίσιο δεν ψηφίζεται θα δρούμε αυτόνομα για όσα ζητήματα δεν επιβάλλεται να υπάρχει απόφαση συλλόγου, ενώ για τα υπόλοιπα θα περιμένουμε.

Κάποιος μπορεί να πει ότι μια τέτοια διαδικασία είναι ουσιαστικά καπελωμένη από εμάς, το αυτόνομο σχήμα. Π.χ. εξωτερικά η διαδικασία που προτείνουμε μοιάζει πολύ με το Μ.Α.Σ. και τις επιτροπές αγώνα του ΚΚΕ. Πιστεύουμε ότι οι δύο διαδικασίες είναι πολύ διαφορετικές. Στις επιτροπές αγώνα του ΚΚΕ, δεν υπάρχει περιθώριο να αμφισβητήσεις τη γραμμή του ΚΚΕ και τα πλαίσια της επιτροπής αγώνα είναι πλαίσια ΚΚΕ. Στη διαδικασία που προτείνουμε δεν χρειάζεται να είσαι αυτόνομος για να συμμετέχεις. Δε ζητάμε από όλους να γίνουν αυτόνομοι. Τα πλαίσια δε θα έρχονται έτοιμα, θα συνδιαμορφώνονται από μηδενική βάση. Όποιος θέλει να προτείνει κάτι θα μπορεί να το φέρει, να το συνδιαμορφώσουμε και να μπει στο πλαίσιο που θα κατέβει στη γενική συνέλευση. Επίσης κάποια κομμάτια που θα προτείνει για το πλαίσιο κόσμος του αυτόνομου σχήματος θα συνδιαμορφώνονται όπως όλα τα υπόλοιπα, δε θα μπαίνουν έτσι. Επιπλέον ο κόσμος του αυτόνομου σχήματος θα συμμετέχει σε αυτή τη συνέλευση σαν άτομα και όχι σαν σχήμα ώστε να είναι η διαδικασία ισότιμη. Θεωρούμε πολύ σημαντικό η πολιτική που βγαίνει από την συνέλευση αδιαμεσολάβητου αγώνα να είναι συνδιαμορφωμένη και κατεκτημένη από όλους που ήταν μέσα, γιατί εναντιωνόμαστε στο να βγαίνει μια πολιτική θέση από κάποιους «ειδικούς» ενώ οι άλλοι απλά να επικροτούν. Σε καμία περίπτωση δε θέλουμε να επιβάλλουμε τις ιδέες και τις πολιτικές απόψεις του σχήματος.

Επειδή, όμως, θέλουμε η διαδικασία να είναι ισότιμη, απαιτείται υπευθυνότητα και δέσμευση από τον καθένα μας. Εφόσον θέλουμε να πάρουμε στα χέρια μας τους αγώνες, τότε πρέπει να καταλάβουμε ότι και η ευθύνη του αγώνα βρίσκεται στα χέρια μας.

Επιπροσθέτως, όντας κάθετα αντίθετοι με τη λογική της ανάθεσης, αλλά και με τη λογική που λέει ότι οι ειδικοί παράγουν την πολιτική και οι υπόλοιποι ψηφίζουν τη λιγότερο κακή, δεν μπορούμε παρά να ζητάμε την ψήφιση του πιθανού πλαισίου που θα κατεβαίνει στη Γ.Σ. μόνο από αυτούς που το συνδιαμόρφωσαν ή από αυτούς που θέλουν να έρθουν στην επόμενη συνέλευση αδιαμεσολάβητου αγώνα. Επίσης το πλαίσιο θέλουμε να ψηφίζεται μόνο από άτομα που είναι πρόθυμα να συμμετέχουν στην πραγμάτωση των δράσεων που το πλαίσιο καλεί.

Παρ’ όλο που τα πλαίσια μέσα στη συνέλευση αδιαμεσολάβητου αγώνα θα συνδιαμορφώνονται από μηδενική βάση, θεωρούμε αναγκαίο να μπουν ορισμένα μίνιμουμ για το ποιοι θα συμμετέχουν στη συνέλευση προκειμένου να είναι εφικτή αυτή η συνδιαμόρφωση. Δηλαδή να μπορούμε να συζητήσουμε εποικοδομητικά και να μην αναλωνόμαστε σε συζητήσεις που δε θα βγάλουν κάπου. Έτσι λοιπόν στη συνέλευση αδιαμεσολάβητου αγώνα δεν μπορούν να συμμετέχουν:

  • Παραταξιακοί, δηλαδή όλοι όσοι είναι μέλη ομάδων και οργανώσεων που κατεβαίνουν στις φοιτητικές εκλογές ή σε άλλες εκλογές όπου αναδεικνύονται άνθρωποι με δικαίωμα να αποφασίζουν για εμάς χωρίς εμάς
  • Φασίστες, ρατσιστές, εθνικιστές ακόμη και αν δεν κατεβαίνουν σε εκλογές
  •  Όσοι θεωρούν τον καπιταλισμό ένα ανθρώπινο σύστημα, όσοι δηλαδή δεν βλέπουν πουθενά πρόβλημα σε αυτά που περιγράψαμε στην πρώτη σελίδα του κειμένου.

Τα χαρακτηριστικά αυτά μπαίνουν γιατί αλλιώς η συνδιαμόρφωση είναι ανέφικτη όσο καλή διάθεση και αν υπάρχει. Αν π.χ. πεις σε κάποιον ότι δε θέλεις να σε εκμεταλλεύονται και να βγάζουν κέρδος εις βάρος σου και αυτός σου πει ότι δεν έχει πρόβλημα ή ότι του αρέσει, δε πρόκειται να βγει άκρη ποτέ γιατί ο άνθρωπος με τον οποίο μιλάς δεν αισθάνεται ότι υπάρχει πρόβλημα.

Σας καλούμε σε συζήτηση για τη σύσταση συνέλευσης αδιαμεσολάβητου αγώνα την Τρίτη 14/12 στις 17:00 στο φουαγιέ του Φυσικού

8/12/2010
Αυτόνομο Σχήμα Φυσικού (persona non grata)

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*