Όντας κομμάτι των εκμεταλλευόμενων αυτής της κοινωνίας αντιμετωπίζουμε κοινά προβλήματα στην καθημερινότητά μας και βιώνουμε συνθήκες καταπίεσης, που στην εν λόγω μάλιστα συγκυρία διαρκώς οξύνονται και τις οποίες θέλουμε να ανατρέψουμε προς όφελος τόσο της δικής μας ζωής όσο και των άλλων. Στην αντίληψη μας, οι αγώνες χρησιμεύουν και μπορούν να προσφέρουν λύσεις στα πρακτικά ζητήματα που μας απασχολούν, αφού αποτελούν έναν τρόπο συλλογικής απάντησης απέναντι στην επίθεση που δεχόμαστε. Αποτελούν, δηλαδή, μια οδό συλλογικής διεκδίκησης προκειμένου να υπερασπιστούμε τις ανάγκες και τις επιθυμίες μας μαζί με άλλους ανθρώπους στο εδώ και τώρα, ενώ ταυτόχρονα βάζουν σε μια δευτερεύουσα ανάγνωση ένα λιθαράκι στο δρόμο προς την κοινωνική απελευθέρωση. Μας ενδιαφέρουν, λοιπόν, ακριβώς για τον συλλογικό και ιστορικό χαρακτήρα που εμπεριέχουν, συνεπώς για τον κοινωνικό τους χαρακτήρα, αφού μέσα στους αγώνες οι άνθρωποι έρχονται σε επαφή, αλληλεπιδρούν και οικοδομούν κοινότητες, έτσι που ακόμα κι αν το επιμέρους αίτημα/διεκδίκηση –που ενδεχομένως υπάρχει– δεν επιτευχθεί, οι σχέσεις διατηρούνται, διαμορφώνουν τις κοινωνίες και παράλληλα αφήνουν μια παρακαταθήκη για το μέλλον με τη γνώση και την εμπειρία που αποκτάται κατά τη διάρκεια τους.
Τον τελευταίο καιρό, οι αγώνες έχουν αλλάξει. Μαζί έχει αλλάξει και ο τρόπος με τον οποίο τους αντιλαμβανόμαστε. Η σχέση των εργαζόμενων με την εργασία τους έχει μεταβληθεί ριζικά δίνοντας τη θέση σε επισφαλείς δουλειές, ανασφάλιστες ή μαύρες, σε εργασίες με ατομικές συμβάσεις περιορισμένης διάρκειας, με ευέλικτα ωράρια και περίοδοι εντατικής εργασίας τις διαδέχονται περίοδοι εκτεταμένης ανεργίας. Όλος αυτός ο κόσμος της επισφάλειας, των μεταναστριών και γενικότερα των νέων εργαζομένων δεν μπορεί να διαμεσολαβηθεί από τις παραδοσιακές μορφές συνδικαλιστικής οργάνωσης όπως τα συνδικάτα (γραφειοκρατικοποιημένα ή μη) ή τα σωματεία όχι μόνο γιατί αυτά μπορεί να «μην το επιθυμούν» ή επειδή είναι «ξεπουλημένα», αλλά γιατί ιστορικά είχαν φτιαχτεί ώστε να προασπίζουν μια άλλη μορφή εργασιακής σχέσης που πλέον αρχίζει να εξαλείφεται. Γιατί επίσης είναι αδύνατο να διαμεσολαβήσουν κάποιον που σε λιγότερο από ένα χρόνο έχει αλλάξει πέντε διαφορετικές δουλειές ή που δουλεύει ταυτόχρονα σε τρεις διαφορετικές ή που τα τελευταία τρία χρόνια είναι άνεργος. Από την άλλη όμως πλευρά, και ταυτόχρονα, οι παραδοσιακές αυτές μορφές οργάνωσης των εργαζομένων παραμένουν οι μόνες που μπορούν να κηρύξουν και να διοργανώσουν μια γενική απεργία (έστω κι αν αυτό έχει καταντήσει να γίνεται για λόγους «εκτόνωσης»). Οι μόνες, επίσης, που επίσημα διαπραγματεύονται το κόστος της εργατικής μας δύναμης. Αυτή η κατάσταση έχει οδηγήσει σε ένα διπλό παράδοξο: από τη μια πλευρά να υπάρχουν αγώνες μέσα στους οποίους συναντάμε αδιαχώριστα παλιά και νέα στοιχεία, γερασμένες οργανωτικές μορφές και νέους τρόπους δράσης. Από την άλλη πλευρά, η γλώσσα που χρησιμοποιούμε προκειμένου να κατανοήσουμε αυτούς τους αγώνες παραμένει κολλημένη σε όρους και κατηγορίες σκέψης που εμποδίζουν την περιγραφή αυτού που κάνουμε. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα πάνω σε αυτό είναι η παραδοσιακή διάκριση μεταξύ «ρεφορμιστικού» και «επαναστατικού» (ή «αμυντικού» και «διεκδικητικού») αγώνα. Ένα σχήμα σκέψης που διαγράφει μονομιάς τα πολιτικά ζητήματα που μπορεί να ανοίγει ένας αγώνας, τις φανερές ή μη συγκρούσεις των παλιών με τα νέα στοιχεία, τις διαμάχες πάνω στα περιεχόμενα και τελικά τον ίδιο τον προσανατολισμό του αγώνα. Γιατί οι αγώνες στην αντίληψη αυτή –όπως τουλάχιστον ιστορικά κατέληξε σε εμάς σήμερα– θεωρούνται σαν διαχωρισμένες στιγμές, σαν στιγμιότυπα: μια δηλαδή άχρονη μάχη που διαρκώς έρχεται και χάνεται με την τυπική έναρξη και λήξη ενός αγώνα.
Εμείς αντίθετα όταν αναφερόμαστε σε αγώνες δεν εννοούμε απλώς μια συγκαιρινή μάχη ξεκομμένη από άλλες μάχες. Αντίθετα, αναφερόμαστε στους αγώνες σαν ένα σύνολο μαχών, σαν ένα σύνολο ανταγωνιστικών διεργασιών μέσα στο χρόνο, που κάθε τους πλευρά βρίσκεται σε άμεση αλληλεξάρτηση όχι μόνο με τους αγώνες που προηγήθηκαν, αλλά και με τους αγώνες που πρόκειται να ακολουθήσουν. Με αυτή την έννοια, το αποτέλεσμα ενός αγώνα δεν έχει να κάνει αποκλειστικά με την άμεση έκβασή του. Περισσότερο από αυτό έχει να κάνει με τις βαθύτερες συνέπειές του στη σχέση του με άλλους αγώνες. Με αυτό δεν εννοούμε μονάχα το αν ένας αγώνας θα είναι νικηφόρος ή όχι, το αν θα πετύχει ή θα αποτύχει σε επίπεδο επίτευξης των τρεχόντων αιτημάτων. Για παράδειγμα, ένας αγώνας εργαζομένων για 1 ευρώ παραπάνω στο μισθό δεν είναι ένας αγώνας αποκλειστικά και μόνο για αυτό το 1 ευρώ που αφορά αποκλειστικά και μόνο τους εργαζόμενους του συγκεκριμένου κλάδου που δίνει τον αγώνα. ‘Η η έκβαση του αγώνα στην Κερατέα π.χ. (ή οποιουδήποτε τοπικού αγώνα) δεν αφορά μόνο τους κατοίκους της περιοχής αλλά αφήνει μία παρακαταθήκη για τους επόμενους αγώνες σε επίπεδο γειτονιάς/κοινότητας.
Όταν λέμε ότι οι συνέπειες ενός αγώνα αφορούν και άλλους αγώνες εννοούμε τις μορφές σχέσεων και τα πολιτικά ζητήματα που μπορεί να θέσει ένας αγώνας και πώς αυτά είναι σε θέση να αποτελέσουν παραδείγματα πάλης και οργάνωσης για άλλους αγώνες, σε άλλους κλάδους και για άλλους εκμεταλλευόμενους σε άλλα γεωγραφικά μήκη και πλάτη. Με δυο λόγια, το πώς θα οργανωθείς για να πετύχεις αυτή την αύξηση για το 1 ευρώ παραπάνω στο μισθό είναι ζήτημα το ίδιο σημαντικό με το ίδιο το αποτέλεσμα ενός αγώνα. Γιατί για παράδειγμα και πετυχημένος να είναι ένας αγώνας σε επίπεδο αιτημάτων, αν η έκβασή του έχει (προ)αποφασιστεί χωρίς τους ίδιους τους αγωνιζόμενους μέσα από πολιτικές διαδικασίες που τους αποκλείουν και τους πνίγουν τότε οι συνέπειες του γεγονότος αυτού είναι απείρως σημαντικότερες από ένα πρόσκαιρο νικηφόρο αποτέλεσμα. Εκείνο που διακυβεύεται κάθε φορά σε έναν αγώνα είναι το πώς παλεύουμε, ποιες σχέσεις οικοδομούμε με τους άλλους εκμεταλλευόμενους.
Η κεντρικότητα της σημασίας των κοινωνικών αγώνων για εμάς επομένως δεν είναι μια θέση αρχής, μια ιδεολογική πίστη ή κάποιο θέσφατο. Αντίθετα είναι ένας τρόπος να δρούμε και να στεκόμαστε απέναντι στις καταστάσεις τις οποίες η κρίση και η επίθεση των αφεντικών μας φέρνουν αντιμέτωπους. Αποτελεί δηλαδή μια πολιτική στάση για εμάς γιατί μέσα στους αγώνες αυτούς φτιάχνουμε τις σχέσεις, οικοδομούμε τις μελλοντικές συνεργασίες και την ενότητα εκείνη που είναι σε θέση να σπάσει τους διαχωρισμούς μέσα στους οποίες ζούμε και μας έχουν επιβληθεί (και που πολλές φορές ηθελημένα ή αθέλητα αναπαράγουμε).
Οι σημερινοί αγώνες αποτελούν αφορμή πολιτικοποίησης για ένα μεγάλο μέρος εκμεταλλευόμενων και καταπιεζόμενων. Με αυτήν την έννοια, το να συμμετέχουμε στους σημερινούς αγώνες σημαίνει να αναζητούμε στην πράξη να αναδείξουμε τα ριζοσπαστικά τους στοιχεία και να αναρωτιόμαστε διαρκώς πάνω στο νόημά τους. Με ποιο τρόπο; Όχι αναζητώντας τις συνήθεις ιδεολογικές καθαρότητες. Ούτε όμως και μέσα από κάποια εξωτερική στάση προς τα προβλήματα και τις «αντιφάσεις» αυτών των αγώνων: το ζήτημα δεν είναι να υποδείξουμε τα «σωστά» χαρακτηριστικά στους υπολοίπους παίρνοντας τη θέση του κόμματος, του «ειδικού», της «φωτισμένης» (ή μη) πρωτοπορίας ή του ακτιβιστή που «εκτρέπει» προς αυτό που θεωρεί (εκείνος και από πριν) «σωστό».
Αυτό σημαίνει αντιθέτως την ενεργή εμπλοκή μας μαζί με άλλους εκμεταλλευόμενους σε μια κοινή εμπειρία πάλης στη βάση των δικών μας αναγκών σε σχέση με αυτές των υπόλοιπων. Σε μια συλλογική δηλαδή επεξεργασία των λαθών από προηγούμενες μικρές ή μεγάλες μάχες. Σε μια επεξεργασία των τρόπων δράσης που είναι δυνατό να παράγουν αποτελέσματα. Στην κυκλοφορία επομένως των αγώνων, δηλαδή στην επικοινωνία, στην μετάδοση και στην ενεργή οικειοποίηση από αγώνα σε αγώνα των περιεχομένων και των μορφών δράσης από άλλους αγώνες. Στην κριτική αποτίμηση αυτών των εμπειριών και το μπόλιασμά τους με τις εμπειρίες των υπόλοιπων αγωνιζόμενων με κριτήριο τη χρησιμότητά τους για το κίνημα. Με απώτερο σκοπό την ανάδειξη μιας συλλογικής επινοητικότητας που να είναι σε θέση να προκρίνει τις δυνατότητες του παρόντος απέναντι στην κρίση του καπιταλιστικού κόσμου.
Αυτό είναι και το διακύβευμα του εγχειρήματος της ΣΚΥΑ: η συμβολή προς την κατεύθυνση αυτή. Από τη μία πλευρά η συμβολή, με τις μικρές μας δυνάμεις, στη δημιουργία νέων θεσμών που να εγγράφουν αυτήν την εμπειρία αγώνα του κινήματος σε έναν χρονικό ορίζοντα ώστε να είναι άμεσα αξιοποιήσιμη από το ίδιο. Από την άλλη πλευρά, η κριτική στήριξη ενός κόσμου που κινητοποιείται, κατά κύριο λόγο, μέσα από τις πιο παραδοσιακές δομές και που αναζητά απαντήσεις στα νέα ζητήματα που τίθενται. Γιατί μόνο μέσα από μια τέτοιου είδους συλλογική επεξεργασία αυτών των εμπειριών είναι δυνατό να αναδειχθεί, μέσα από το κέλυφος του παλιού, ένας νέος πολιτικός ορίζοντας που να είναι σε θέση να χτίσει σταδιακά μια στρατηγική του κινήματος. Στο πώς για παράδειγμα θα καταφέρουν να συναντηθούν τα κινήματα άρνησης πληρωμών με τη βάση των συνδικάτων των μεταφορών ώστε να καταργήσουν στην πράξη τις αυξήσεις στα εισιτήρια, στο πώς θα κινητοποιηθούν από κοινού γονείς, μαθητές και εκπαιδευτικοί ενάντια στις συγχωνεύσεις των σχολείων ή στο πώς θα κάνουν τις καταλήψεις μαζί φοιτητές, καθηγητές και διοικητικοί υπάλληλοι.
Αποτελεί διακύβευμα το εγχείρημα αυτό για εμάς γιατί περιλαμβάνει ένα μεγάλο βαθμό πειραματισμού, ανάληψης κινδύνων, αλλά και πρωτοβουλιών χωρίς τις οποίες όμως είναι αδύνατο να δοκιμάσουμε στην πράξη την εμπειρία που έχουμε αποκτήσει. Αποτελεί διακύβευμα επίσης γιατί η ίδια η μορφή της ΣΚΥΑ, αυτή της συνέλευσης –και όχι της «κλειστής», λίγο-πολύ, πολιτικής ομάδας με τις ληγμένες θεωρητικές συμφωνίες– συνενώνει ένα κόσμο με διαφορετικές πολιτικές διαδρομές και διαφορετικές εμπειρίες αγώνα και αποτελεί μια μορφή οργάνωσης με ανοιχτά για εμάς ακόμα ζητήματα που ψάχνει τις απαντήσεις. Διακύβευμα τέλος γιατί το περιεχόμενο της πολιτικής δραστηριότητας έχει αλλάξει και δεν είναι πλέον αυτό που ήταν: αφορά δηλαδή την επινόηση διαφορετικών τρόπων οικοδόμησης της ενότητας με τους υπόλοιπους εκμεταλλευόμενους. Διαφορετικοί τρόποι με την έννοια ότι η ενότητα δεν αναζητάτε πλέον στη βάση μόνο του οικονομικού συμφέροντος, αλλά σε μια πολλαπλότητα αναγκών και επιθυμιών μεταξύ των αγωνιζόμενων. Πολλαπλότητα που οφείλει να περιλάβει τη διαφορετικότητα των εκμεταλλευόμενων και καταπιεζόμενων υπερβαίνοντάς την.
Αν λοιπόν παλιότερα το πολιτικό στοίχημα ήταν να κοινωνικοποιήσουμε τις αντιστάσεις, δηλαδή να τις εξαπλώσουμε σε νέους χώρους και πεδία, σήμερα πλέον περισσότερο από αυτό είναι να οργανωθούν αυτές οι αντιστάσεις: να αποκτήσουν μια συνολική προοπτική απέναντι στη συνολικότητα της επίθεσης που δεχόμαστε. Αυτή η οργάνωση των αντιστάσεων περνά μέσα από τη ζύμωση των νέων σχέσεων μεταξύ των εκμεταλλευόμενων και καταπιεζόμενων μέσα στο κοινωνικό εργαστήρι των σημερινών αγώνων. Σε μια προσπάθεια λοιπόν να γίνουμε γέφυρες σχέσεων και να μοιραστούμε μια πρώτη κριτική αποτίμηση τρεχόντων ζητημάτων των αγώνων, εκδίδουμε αυτό το έντυπο, ελπίζοντας να εμπλουτίσει τον κινηματικό διάλογο, αλλά και να συνεισφέρει στη μελλοντική έκβαση των αγώνων που έπονται: με λίγα λόγια, δηλαδή, στην κυκλοφορία τους…
Συνέλευση για την Κυκλοφορία των Αγώνων
από τη Σφήκα τεύχος 0 Μάης του 2011
Υποβολή απάντησης