Κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων των δημοτικών υπαλλήλων τον Οκτώβριο του 2011, ύστερα από τις εξαγγελίες για μειώσεις μισθών και εργασιακή εφεδρεία, πραγματοποιήθηκε στο δήμο που δουλεύω (κάπου στην Αθήνα), γενική συνέλευση του σωματείου εργαζομένων, προκειμένου να αποφασιστεί ένα πλάνο αντίστασης. Παρά το γεγονός ότι η συνέλευση έλαβε χώρα Σάββατο και εκτός ωραρίου εργασίας, η προσέλευση ήταν ιδιαίτερα μεγάλη και δεν είχε καμία σχέση με αυτή άλλων ετών. Αντίστοιχα θετικότερο ήταν και το γενικότερο κλίμα που επικρατούσε, μίλησαν αρκετοί, ακούστηκαν όλες οι απόψεις με σεβασμό κ.λ.π. Στη συνέλευση αυτή εκτός από τη συμμετοχή του σωματείου στις κινητοποιήσεις της ΠΟΕ – ΟΤΑ, οι οποίες προέβλεπαν κατάληψη των χώρων πάρκινγκ των δήμων και των ΧΥΤΑ προκειμένου να μη βγουν τα απορριμματοφόρα για την περισυλλογή των σκουπιδιών και απεργία ύστερα από δύο ημέρες, αποφασίστηκε να πραγματοποιηθεί επιπλέον κατάληψη όλων των χώρων του δήμου για κάποιες ώρες και πορεία στην ευρύτερη περιοχή και στη λαϊκή αγορά για ενημέρωση των κατοίκων.
Πράγματι, ύστερα από δύο μέρες υπήρξε συγκέντρωση των εργαζομένων έξω από το δημαρχείο προκειμένου να πραγματοποιηθεί η πορεία. Κατά τη διάρκεια της αναμονής κάποιος ανέφερε κάτι για μια ελληνική σημαία. Μια εργαζόμενη ρώτησε περί τίνος πρόκειται και της είπαν ότι κάποιος εργαζόμενος ζήτησε να του φέρουν μια ελληνική σημαία, για να πορευτεί στην πορεία καλυμμένος με αυτή. Η γυναίκα αντέδρασε, εφόσον η χρήση συμβόλων και πόσο μάλλον πατριωτικών δεν είχε αποφασιστεί στη γενική συνέλευση και ενημέρωσε και άλλους συναδέλφους για το επικείμενο γεγονός, αλλά σε πρώτη φάση σταμάτησε το θέμα, εφόσον δεν ήταν μπροστά ο άμεσα ενδιαφερόμενος.
Αργότερα, όταν εμφανίστηκε η σημαία μια άλλη εργαζόμενη άρχισε να διαμαρτύρεται έντονα και να δηλώνει την αντίθεσή της με τη χρήση συμβόλων τα οποία παραπέμπουν σε φασιστικές νοοτροπίες και πρακτικές. Στην αντίδρασή της συσπειρώθηκαν εργαζόμενοι οι οποίοι ήταν υπέρ της χρήσης σημαίας και η κατάσταση άρχισε να πολώνεται. Κάποιοι άλλοι συνάδελφοι που παρακολούθησαν το γεγονός, έσπευσαν να συνδράμουν την εργαζόμενη και να θέσουν και εκείνοι σαφώς ότι στην πορεία δεν πρέπει να υπάρχουν σημαίες. Υπέρ αυτής της θέσης τάχθηκαν και μέλη του ΠΑΜΕ και της ΑΣΚ ΟΤΑ, κάποιοι από τους οποίους είναι και στο Δ.Σ. του σωματείου. Η κατάσταση σύντομα έγινε έκρυθμη και ακούγονταν με τρομερή εμπάθεια και υστερία επιχειρήματα ότι αφού είμαστε Έλληνες γιατί να μην πάρουμε τη σημαία μας, ή ότι το μνημόνιο θέτει ζήτημα εθνικής κυριαρχίας, ότι σιγά να μην αφήσουμε τη σημαία μήπως και θιχτούν οι μετανάστες που θα μας δουν στο δρόμο κ.α. Από την άλλη πλευρά τονίστηκε ο εργατικός-ταξικός χαρακτήρας των κινητοποιήσεων και ότι τέτοιου είδους σύμβολα τα οποία ταυτίζονται με επιθέσεις εναντίων μεταναστών και ρατσιστικά πογκρόμ, δεν μπορούν να είναι αποδεκτά στις κινητοποιήσεις μας. Όταν ηρέμησαν ελαφρώς τα πνεύματα και εκτός από τις υστερικές κορώνες μπορούσε να γίνει και διάλογος, ενδιαφέρον είχε ότι κάποιοι οι οποίοι υποστήριζαν την εθνική τους ταυτότητα, χωρίς όμως φανατισμό άρχισαν να ζητούν επιχειρήματα από την πλευρά που είχε ξεκινήσει το θέμα με τη σημαία. Όταν τους εξηγήθηκε ότι στις εργατικές και ταξικές μας διεκδικήσεις θέλουμε κοντά μας όλους τους εργάτες που είναι σε παρόμοια ή χειρότερη φάση, ακόμα και αν είναι από άλλες χώρες και πως η σημαία μπορεί να λειτουργήσει διασπαστικά προς όφελος του αγώνα, όταν διευκρινίστηκε ότι πολλές φορές – σχεδόν πάντα – το εθνικό λειτουργεί ενάντια και εις βάρος του ταξικού, κάποιοι μπήκαν σε σκέψεις και βρήκαν κάποιο δίκαιο στην ισχυρά εκδηλούμενη αντίδραση κατά της σημαίας.
Τελικά, λόγω της έντονης και ανυποχώρητης αντίδρασης μερικών, επικράτησε η άποψη ότι η σημαία δε θα ακολουθήσει την πορεία, με αποτέλεσμα κάποιοι φανατισμένοι υπερπατριώτες να μην ακολουθήσουν αρχικά. Αργότερα συνδέθηκαν με το κύριο σώμα της πορείας, χωρίς όμως να κρατάνε την ελληνική σημαία.
Εν κατακλείδι, θεωρείται ιδιαίτερα σημαντικό ότι τέτοιου είδους πρακτικές (σημαίες κ.λ.π.) μπαίνουν ως ζήτημα στο πλαίσιο του αγώνα των δημοτικών υπαλλήλων και δε γίνονται άκριτα αποδεκτές. Αυτή τη στιγμή είναι από τις λίγες φορές που υπάρχουν έντονες και αγωνιστικές κινητοποιήσεις στο δήμο με μεγάλη συμμετοχή, η οποία ξεπερνά τις παρατάξεις και το Δ.Σ. του σωματείου. Όπως είναι λοιπόν αναμενόμενο, πολλοί συνάδελφοι γνωρίζονται μεταξύ τους για πρώτη φορά και συμμετέχουν σε έναν κοινό αγώνα. Ως εκ τούτου κάποια ζητήματα τίθενται από την αρχή και τίποτα δε είναι αυτονόητο. Είναι λοιπόν σημαντικό τα θέματα που προκύπτουν να μπαίνουν υπό διαπραγμάτευση. Είναι ελπιδοφόρο το γεγονός ότι ήταν αρκετοί οι εργαζόμενοι οι οποίοι αντέδρασαν, παρά τις αρχικές αμφιβολίες που υπήρχαν για τη θέση που θα κρατήσουν.
Τα ζητήματα που προκύπτουν από τέτοιου είδους γεγονότα είναι πως μπορούν να ξεπεραστούν αντιλήψεις περί εθνικής ταυτότητας και εθνικής υπερηφάνειας, οι οποίες διατρέχουν μεγάλο μέρος της κοινωνίας, με τέτοιο τρόπο ώστε να μη διασπάσουν τους εργαζόμενους και να διατηρηθεί ένα κοινό μέτωπο αγώνα. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι ορισμένοι από εκείνους οι οποίοι κυριεύθηκαν από εθνικό πυρετό, είχαν κρατήσει αρκετά δυναμική στάση στη συνέλευση και στις προηγούμενες δράσεις. Είναι σημαντικό να προσπαθήσουν και εκείνοι οι οποίοι διαπνέονται από αντιρατσιστικές πεποιθήσεις να ξεπεράσουν τα δικά τους στερεότυπα, βάσει των οποίων βλέπουν την ελληνική σημαία ως κόκκινο πανί και όποιον τη φέρει ως φασίστα, να συγκρατήσουν τη δικαιολογημένη οργή τους και να μην καταδικάζουν συλλήβδην, αλλά να θέτουν τα ζητήματα με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι αποδοτικά για το κίνημα. Οι ζυμώσεις αυτές είναι σημαντικές προκειμένου να δουν οι εργαζόμενοι τι πραγματικά τους ενώνει και τι τους διαχωρίζει από άλλα αγωνιζόμενα κομμάτια της κοινωνίας και να διοχετεύσουν την ενέργειά τους προς όφελος του αγώνα και όχι προς το όφελος των εθνικών συμφερόντων, τα οποία όχι μόνο δεν ταυτίζονται με τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, αλλά στρέφονται ενάντια σε ανθρώπους, οι οποίοι είναι επίσης εκμεταλλευόμενοι.
Simon de M.
Υποβολή απάντησης