Όσοι μεγάλωναν σ’ αυτή την γωνιά του κόσμου τη δεκαετία του 80, δεν ανατράφηκαν μόνο με καρνέισον, οβαλτίνη, κύβο του ρούμπικ και γιο-γιο, ανατράφηκαν και με ενοχές: «κατανάλωνουμε –σαν χώρα- περισσότερα απ’ όσα παράγουμε». Πράγματι. Η ιδεολογία του «καταναλώνουμε περισσότερο απ’όσο παράγουμε» μπορεί να κυκλοφορούσε όλο και περισσότερο από επίσημα χείλη ήδη από την αρχή της δεύτερης τετραετίας της σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης, σε επίσημα όμως χαρτιά, τουλάχιστον τόσο ρητά, κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στην δήλωση για την ανακοίνωση του «προγράμματος σταθερότητας» [1], του τότε πρωθυπουργού ανδρέα παπανδρέου:
«…Η κύρια αιτία του προβλήματος του ισοζυγίου πληρωμών της χώρας μας είναι η τεράστια απόκλιση μεταξύ της διάρθρωσης της ζήτησης για προϊόντα ελληνικά, τόσο από το εσωτερικό, όσο και από το εξωτερικό και της δικιάς μας της εγχώριας παραγωγής. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με το ότι, λόγω της παρατεταμένης διεθνούς οικονομικής κρίσης και των υψηλών διεθνών επιτοκίων, οι άδηλοι πόροι και η εισροή κεφαλαίων από το εξωτερικό –τόσο σημαντικοί για την οικονομία μας- έχουν περιοριστεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Αυτό έχει σα συνέπεια τα υψηλά ελλείμματα του ισοζυγίου πληρωμών. Αυτό, δηλαδή, που απλά περιγράφεται από την φράση «δαπανάμε, σαν κοινωνία, πιο πολύ απ’ ό,τι παράγουμε».
(Έχει πολύ περισσότερο ενδιαφέρον αυτό το απόσπασμα από την απλή ιστορική εντόπιση ενός γενεαλογικού σημείου αρχής. Αλλά ας το αφήσουμε προς το παρόν)
Από τότε, η αντίληψη αυτή δεν έπαψε να αναμασάται από πολιτικούς, δημοσιογράφους, οικονομολόγους και διάφορους αναλυτές. Γνωρίζοντας φάσεις έντονης προβολής, όπως κάθε φορά που έπρεπε να στηριχθεί μία νέα επίθεση στην ζωντανή εργασία και φάσεις έκλειψης, όταν έπρεπε να προβληθούν περισσότερο άλλα αστικά ιδεολογήματα, όπως αυτό της «ισχυρής Ελλάδας».
Σήμερα για άλλη μια φορά επανέρχεται σε μια φάση προβολής, για να στηρίξει τον δημόσιο λόγο σε όλες τις εκδοχές του. Είτε στην σοσιαλδημοκρατική, είτε στην αριστερή εκδοχή του, είτε ακόμα και στην ελευθεριακή. Κι αν αναρωτιέται κάποιος τι σκοπούς εξυπηρετεί η αναβίωση αυτής της ιδεολογίας, αυτοί είναι γνωστοί: «θυσίες για το καλό της πατρίδας». Αν αναρωτιέται όμως για ποιο λόγο έχει διαβρώσει τόσο πολύ ακόμα και ένα λόγο που αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως αντιπολιτευόμενο, με την ευρεία έννοια του πολιτεύματος, δηλαδή ως ριζοσπαστικό/αντικαπιταλιστικό, θα δυσκολευτούμε περισσότερο σε μια ρητή απάντηση.
Μέρος της εναντίωσης σ’αυτή την πολιτική που η σημερινή κυβέρνηση όρισε «πρόγραμμα σταθερότητας και ανάπτυξης» και που την συνόδεψε με τα «νέα οικονομικά μέτρα», πρέπει να είναι και η κατεδάφιση της ιδεολογίας που τη στηρίζει. Γι’ αυτό το λόγο οφείλουμε να σταθούμε κριτικά απέναντι στο ιδεολογικό οχυρό του «καταναλώνουμε περισσότερο απ’ ό,τι παράγουμε».
Στις παραδοσιακές αριστερές αναλύσεις του ελληνικού καπιταλισμού και του ελληνικού μοντέλου παραγωγής και ανάπτυξης, η ελλάδα αντιμετωπίζεται ως «εξαρτημένη χώρα»: ως χώρα δηλαδή που επειδή δεν έχει αναπτύξει βαριά βιομηχανία, είναι αναγκασμένη να βασίζεται στις ξένες επενδύσεις που αναπτύσσονται στην επικράτεια της και στην εισαγωγή βασικών βιομηχανικών προϊόντων από το εξωτερικό. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, αυτό οφείλεται στο ότι «το ντόπιο κεφάλαιο είναι παρασιτικό» (ας θυμηθούμε και την λματ, την λούμπεν μεγαλοαστική τάξη, όπως χαρακτήριζε 17Ν ένα μεγάλο κομμάτι των ντόπιων μεγαλοαφεντικών), δηλαδή δεν παράγει τίποτα σημαντικό, παρά μόνο υπηρεσίες για το «ξένο» κεφάλαιο. Αυτή η κατάσταση, αναγκάζει την εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση να εισάγει από το εξωτερικό, από πρώτες ύλες (πετρέλαιο, κλπ) μέχρι προϊόντα της βαριάς αυτοκινητοβιομηχανίας (π.χ αυτοκίνητα, στατιωτικό εξοπλισμό, αεροπλάνα, πλοία), πράγμα που έχει σαν αποτέλεσμα –σύμφωνα πάντα με την αφήγηση της «εξαρτημένης Ελλάδας»- αφενός την «παράδοση της ανάπτυξης της στους ξένους», αφετέρου την «εξάρτηση» της από αυτούς και από τα συμφέροντα τους, προκειμένου να επιτευχθεί κάποιου είδους ανάπτυξη. Με αυτή την έννοια, «προκειμένου το ξένο κεφάλαιο να εκμεταλλεύεται τον ελληνικό λαό», αναγκάζει συνεχώς το ελληνικό κράτος να κάνει εισαγωγές ξένων προϊόντων με σκοπό να καλύψει τις ανάγκες του, και άρα να παρουσιάζει μία διαρκώς επειδεινούμενη έλλειψη εμπορικού ισοζυγίου, πράγμα που αντανακλά στην αυξητική τάση του δημόσιου χρέους. Με ελαφρές παραλλαγές και κάποιες πιο εκλεπτυσμένες εκδοχές αυτής της γραμμής σκέψης, αυτή είναι η θεωρία της «εξαρτημένης χώρας» και η βάση του «καταναλώνουμε περισσότερο απ’ ό,τι παράγουμε». Διαβάστε για παράδειγμα μια πιο εκλεπτυσμένη εκδοχή αυτής της αντίληψης:
«…στην πραγματικότητα δηλαδή τόσο το εξωτερικό όσο και το δημόσιο χρέος άρχισαν να εκρήγυνται αμέσως μετά την ένταξη μας στην εοκ την δεκαετία του 1980, που συνέπεσε με την άνοδο του πασοκ στην εξουσία. Το μεν εξωτερικό χρέος, διότι οι οικονομικές και πολιτικές ελίτ στη χώρα μας, αφήνοντας ουσιαστικά την όλη αναπτυξιακή διαδικασία στις δυνάμεις της αγοράς, δημιούργησαν το παράδοξο μιας «καταναλωτικής κοινωνίας χωρίς παραγωγική βάση», με αποτέλεσμα να καταναλώνουμε πολύ περισσότερα απ’ ό,τι παράγουμε κ;αι αντίστοιχα να εισάγουμε πολλαπλάσια απ’ ό,τι εξάγουμε» [2].
Δεν θα μας απασχολήσει η καταγωγή της αντίληψης «περί εξάρτησης» (λενινιστική αντίληψη περί «ιμπεριαλιστικής αλυσίδας», κλπ). Στον ένα ή στον άλλο βαθμό, αυτά έχουν ξαναγραφτεί και τέτοιες αντιλήψεις έχουν υποστεί την κριτική που τους αναλογεί. Ούτε και τα ιδεολογικά και υλικά της παρεπόμενα θα μας απασχολήσουν προς το παρόν. Το γεγονός δηλαδή ότι αποτελεί μια επικίνδυνη για το ανταγωνιστικό κίνημα ιδεολογία αφού βγάζει λάδι το ελληνικό κεφάλαιο, και ίσα-ίσα προωθεί συμμαχίες με την «υπεύθυνη ελληνική αστική τάξη», που συμβάλλει στην «εθνική ανάπτυξη», δηλαδή στην εκμετάλλευση των ελλήνων και ξένων εργατών και εργατριών προς όφελος του κέρδους των ελληνικών αφεντικών. Αυτό σημαίνει «συμβολή στην εθνική ανάπτυξη»: οι ελληνικές σημαίες στα πλωτά κάτεργα του βαρδινογιάννη και του λάτση για να συνεχίζεται η απρόσκοπτη εκμετάλλευση ελλήνων και πακιστανών εργατών, ο «εθνικά υπερήφανος» οτε στην ρουμανία και η ιντρακόμ του Κόκκαλη στην Βουλγαρία να εκμεταλλεύονται βαλκάνιους εργάτες και εργάτριες, ο «δυναμικός» Άκτωρ του Μπόμπολα στο Ντουμπάι να εκμεταλλεύεται εργάτες από την αραβία και την ανατολή. Με αυτή την εθνικά υπερήφανη αστική τάξη, τόσο το κκε, όσο και ο συνασπισμός, όσο κι ένα κομμάτι της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς θέλει να συμπορευτεί για μια «υγιή εθνική ανάπτυξη».
Αλλά ας τα αφήσουμε όλα αυτά για να στραφούμε σε κάτι άλλο που αξίζει να μας απασχολήσει: στις θεμελιώδεις παραδοχές αυτής της αντίληψης, που αποτελούν μια χάρτινη (αφενός κατασκευασμένη σε χαρτιά, αφετέρου για να ενισχύσει “χαρτιά”, δηλαδή κύρος και πλούτο), ιδεολογική κατασκευή, σ’ ένα καλά οργανωμένο ψέμα δηλαδή. Στην ιδέα ότι το ελληνικό κεφάλαιο είναι παρασιτικό.
Η ιδέα αυτή προέρχεται καταρχήν από μια παρανόηση. Η παρανόηση συνίσταται σε αυτό που δεν μπορεί να χωνέψει με τίποτα σύμπασα σχεδόν η αριστερά στην ελλάδα, ότι δηλαδή το παραγωγικό μοντέλο έχει αλλάξει ριζικά από την εποχή του Μαρξ: τότε η καπιταλιστική παραγωγή σήμαινε σχεδόν αποκλειστικά βιομηχανική παραγωγή• σήμερα ο κύριος παραγωγικός τομέας που απασχολεί και το μεγαλύτερο κομμάτι ζωντανής εργασίας, είναι ο τριτογενής τομέας, οι υπηρεσίες δηλαδή. Κι αυτό όχι μόνο στο μικρό ελληνικό χωριό, αλλά παγκόσμια. Κι αν παραγωγή υπάρχει όπου υπάρχει εργασία η οποία είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης, εργασία δηλαδή που παράγει κέρδος για κάποιους, έτσι και η εργασία στις υπηρεσίες είναι παραγωγική. Με αυτή την έννοια, ο τουρισμός [3] και οι θαλάσσιες μεταφορές, οι τομείς δηλαδή που ο ελληνικός καπιταλισμός έχει «συγκριτικό πλεονέκτημα» μέσα τον διεθνή καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας, είναι εξίσου παραγωγικοί όσο και μία αυτοκινητοβιομηχανία, ή ένα χωράφι που καλλιεργούνται ελαιόδενδρα. Με λίγα λόγια: το ελληνικό κεφάλαιο είναι εξίσου παραγωγικό με οποιαδήποτε άλλο, άσχετα από το ότι δεν έχουμε κάτσει να ψάξουμε στα σοβαρά τι ακριβώς παράγει και που διαθέτει το προϊον που παράγει. [4]
Απόδειξη γι’αυτό, είναι η τεράστια ανάπτυξη της ελληνικής βιομηχανίας μετάλλων την περίοδο της «ξενοκίνητης/ αμερικανοκίνητης» χούντας και γενικά τα δεκαετία 65-75, που οι ρυθμοί ανάπτυξης ήταν από τους μεγαλύτερους στον κόσμο, άσχετα αν και τότε η αριστερά ισχυριζόταν τα ίδια. Άλλη απόδειξη: το ότι μεταπολεμικά και για μεγάλο διάστημα η ελλάδα δεν είχε εμπορικό έλλειμμα, το ακριβώς αντίθετο.
Ας δούμε όμως αυτό το πράγμα κι από μια άλλη πλευρά, αυτή που αφορά για παράδειγμα την προσπάθεια καπιταλιστικού εξορθολογισμού του πρωτογενούς τομέα της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία τριάντα χρόνια και τον μετασχηματισμό της οικονομίας από μια κατάσταση σχετικής αυτάρκειας σε αγροτικά προϊόντα, σε μια κατάσταση, όπου είναι αναγκασμένη να εισάγει ένα μεγάλο μέρος των αγροτικών προϊόντων που καταναλώνει σήμερα. Οι υποστηρικτές του μοντέλου της εξάρτησης, θεωρούν αυτή την εξέλιξη σαν ένα κομμάτι του βαρύ οπλισμού τους.
Για να εξετάσουμε αυτό το ζήτημα ας πάρουμε το παράδειγμα μιας αγροτικής περιφέρειας της ελληνικής επαρχίας, π.χ. την Κρήτη. Στην πραγματικότητα αυτό που συμβαίνει –κι αυτό που σε μεγάλο βαθμό χαλάει αυτή την ιδεολογία- δεν είναι τόσο το γεγονός ότι εδώ και τριάντα χρόνια, οι αγρότες της Κρήτης επιδοτούνταν για να θάψουν πορτοκάλια, για να ξεπατώσουν ποικιλίες αμπελιών που δεν «ζητάει η αγορά» στην αρχή, και κατόπιν για να ξεπατώσουν κάθε ποικιλία αμπελιού και να αφήσουν τα χωράφια ακαλλιέργητα. Όχι δεν τους χαλάει αυτό, γιατί πάνω-κάτω αυτό συμβαίνει παντού σε πολλές περιοχές του κόσμου, ή συνέβη παντού πριν μερικές δεκαετίες στις σημερινές αναπτυγμένες χώρες της δύσης. Επίσης, ρητά ή άρρητα, και πάντως όχι άμεσα, δεν τους χαλάει που η Κρήτη είναι αναγκασμένη να εισάγει πολλά αγροτικά προϊόντα που μέχρι πριν από χρόνια είχε σε επάρκεια. Αυτό που τους χαλάει όμως είναι ότι ο αγροτικός πληθυσμός της Κρήτης που πετάγεται από τα χωράφια, ο πλεονάζον δηλαδή αγροτικός πληθυσμός, προσανατολίζεται να γίνει φτηνό εργατικό δυναμικό στις τουριστικές επιχειρήσεις που αναπτύσσονται ραγδαία στα βόρεια του νησιού, κι όχι σε μεγάλες βιομηχανικές μονάδες παραγωγής του ελληνικού κράτους και κεφαλαίου. Αυτό που τους χαλάει δηλαδή είναι αφενός το είδος της ανάπτυξης που επιχειρείται και η εθνικότητα αυτών που την καθοδηγούν.
Κι όμως όλα αυτά δεν σχεδιάστηκαν για να κάνουν την Κρήτη «εξαρτημένη περιφέρεια». Αντίθετα. Όλα αυτά έχουν μια διπλή στόχευση. Από την μια, στοχεύουν σ’ αυτό το πράγμα που ονομάσαμε καπιταλιστικό εξορθολογισμό, δηλαδή καπιταλιστικοποίηση της γεωργίας. Μια τέτοια γεωργία δεν μπορεί ούτε να αναπτυχθεί στο έδαφος της πολυκαλλιέργειας, ούτε στο έδαφος της μικρής και κατακερματισμένης ιδιοκτησίας, κοινά χαρακτηριστικά για τουλάχιστον 100 χρόνια της ελληνικής γεωργίας. Επειδή μ’αυτούς τους όρους η παραγωγικότητα της, δηλαδή το πόσο παράγει ο κάθε αγρότης και το πόσο αποδίδει το κάθε στρέμμα χωραφιού, επειδή ακριβώς δεν μπορεί να μηχανοποιηθεί εύκολα, να εξορθολογιστεί δηλαδή , είναι πολύ μικρή.Γι’αυτό άλλωστε όλες αυτές οι ρυθμίσεις πήγαν χέρι-χέρι με την ανάπτυξη μεγάλων εκτάσεων θερμοκηπίων σε θύλακες της νότιας Κρήτης όπως η ιεράπετρα και το τυμπάκι, που μπορούν να είναι και κερδοφόρες για τα ντόπια μεγαλοαφεντικά-αγρότες και να ικανοποιούν συγκεκριμένες ανάγκες της αγοράς, της ντόπιας κι όχι μόνο.
Γι’αυτό εξάλλου, αν κοιτάξει κάποιος ορισμένες στατιστικές, θα διαπιστώσει ότι η παραγωγή συγκεκριμένων προϊόντων, συνεχίζει να αυξάνει ή βρίσκεται στα ίδια επίπεδα όπως πριν μερικά χρόνια, απλά επιδιώχτηκε συνειδητά η απαξίωση τους στα πλαίσια των συμφωνιών μέσα στην ευρωπαϊκή ένωση, προκειμένου να ασκηθεί πίεση στο αγροτικό εισόδημα και να εγκαταλειφθούν οι συγκεκριμένες καλλιέργειες προς όφελος άλλων. Αυτή η εξέλιξη πήγε χέρι-χέρι με την δεύτερη στόχευση. Δηλαδή με την προσανατολισμένη προς τον τουρισμό ανάπτυξη του βόρειου κομματιού του νησιού. Το πλεονάζον κομμάτι του ντόπιου αγροτικού πληθυσμού, που δεν μπορούσε να ζήσει από τα χωράφια, θα δούλευε στις ξενοδοχειακές μονάδες του νησιού, πράγμα που ήδη συμβαίνει και γίνεται προσπάθεια να επεκταθεί όλο και περισσότερο με την αδηφάγο επέκταση της τουριστικής βιομηχανίας και των εγκαταστάσεων που την εξυπηρετούν (νέο αεροδρόμιο, νέοι οδικοί άξονες, νέα φράγματα για την κάλυψη με νερό των τουριστικών περιοχών, κλπ, κλπ).
Όλα αυτά που συμβαίνουν στην Κρήτη, με άλλους όρους συμβαίνουν σε όλη την εθνική επικράτεια και αποδεικνύουν ότι δεν υπάρχει καμία κατάσταση «εξάρτησης» του ελληνικού κράτους, αλλά μια συγκεκριμένη επιλογή ανάπτυξης, βασισμένη αφενός στην γεωγραφική του ιδιομορφία και αφετέρου στην σύνδεση του με μια υπερεθνική οικονομική αγορά, επιλογή σύμφωνη με τα συμφέροντα των πιο ισχυρών τμημάτων του κεφαλαίου του.
Δηλαδή όπως επιλέχθηκε η Φιλανδία να παράγει προϊόντα τεχνολογίας αιχμής (κινητά, κλπ) και χειμερινά σπορ, και η Γαλλία αυτοκίνητα και κρασί υψηλής γευστικής αξίας (ενδεικτικές είναι οι αναφορές), έτσι επιλέχθηκε και η ελλάδα να παράγει (θερινό) τουρισμό. Απλά πράγματα. Κι όταν λέμε επιλέχθηκε δεν εννοούμε επιλέχθηκε από τους «κακούς ξένους». Η επιλογή ήταν αυτή που ευνοούσε περισσότερο τα πιο ισχυρά κομμάτια του ντόπιου κεφαλαίου, όπως άλλωστε και στις περιπτώσεις των άλλων χωρών.
Υπάρχει ακόμα ένα ζήτημα κι αυτό αφορά την σχετικότητα των μεγεθών. Επειδή εύκολα μπορεί κάποιος να πει: ωραία, η Ελλάδα παράγει πολλά αγαθά και το ελληνικό κεφάλαιο είναι παραγωγικό κι όχι παρασιτικό. Αλλά ρε παιδί μου, υπάρχει ένα πραγματικό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της χώρας, που σε μεγάλο βαθμό αντανακλά το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο της. Πως το εξηγείτε αυτό; Μήπως παρότι παράγουμε αρκετά πράγματα, πράγματι αυτά που εισάγουμε είναι περισσότερα απ’ αυτά που παράγουμε.Αυτή η ερώτηση είναι πράγματι ενδιαφέρουσα.
Καταρχήν ας σταθούμε λίγο στα μακροοικονομικό μέγεθος που λέγεται ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Τι περιλαμβάνει αυτό; Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (current account balance) περιλαμβάνει το εμπορικό ισοζύγιο, το ισοζύγιο υπηρεσιών, το ισοζύγιο εισοδημάτων και το ισοζύγιο τρεχουσών μεταβιβάσεων.
Οι αγορές και πωλήσεις προϊόντων αποτελούν το εμπορικό ισοζύγιο, πάει να πει τι υλικά προϊόντα εισάγει και εξάγει η χώρα, το ισοζύγιο υπηρεσιών περιλαμβάνει την αγορά και την πώληση υπηρεσιών (στην περίπτωση μας, κατά κύριο λόγω περιλαμβάνει τις τουριστικές υπηρεσίες και τις μεταφορικές υπηρεσίες δηλαδή την εμπορική ναυτιλία), το ισοζύγιο εισοδημάτων περιλαμβάνει κατά κύριο λόγο μισθούς και συντάξεις, και τέλος των ισοζύγιο τρεχουσών μεταβιβάσεων περιλαμβάνει πόρους που έρχονται από την εε (κπσ, κλπ) και πληρωμές προς την εε.
Η αντίληψη του “καταναλώνουμε περισσότερα απ’ ό,τι παράγουμε” βασίζεται στο δείχτη εμπορικό ισοζύγιο, δηλαδή στο δείχτη που δείχνει τις ανταλλαγές εμπορεύσιμων προϊόντων με το εξωτερικό. Αν κι όπως έχουμε πει αυτή η αντίληψη εγκλωβίζεται στην λογική της παραγωγικής και μη-παραγωγικής εργασίας, στα αγοραία ελληνικά της αριστεράς, στην λογική του παραγωγικού και παρασιτικού κεφαλαίου, και σαν τέτοια είναι εξ ορισμού προβληματική και εκτός τόπου και χρόνου, ωστόσο ας μείνουμε λίγο σ’αυτό το δείχτη. Στον παρακάτω πίνακα [5] αυτός ο δείκτης αναλύεται περισσότερο και παρουσιάζονται οι διακυμάνσεις του για την δεκαετία 2000-2009. Λοιπόν ας παίξουμε λίγο το παιχνίδι των υποστηρικτών του «καταναλώνουμε περισσότερο απ’ ό,τι παράγουμε» και ας σταθούμε μόνο στο συγκεκριμένο δείκτη, και μάλιστα όχι την περίοδο 2000-2004 όπου παρουσιάζει μια αισθητή πτώση της τάξης του 8% (μιλάμε για το λόγο εμπορικό έλλειμμα/αεπ), ούτε στην περίοδο 2006-2008 που δεν παρουσιάζει αξιόλογες διακυμάνσεις, αλλά στη διετία 2004-2006.
Τι βλέπουμε λοιπόν για τη συγκεκριμένη διετία;
- α. μια αρνητική τιμή του δείχτη, δηλαδή ένα έλλειμα στο εμπορικό ισοζύγιο, όπως και σε όλη την δεκαετία.
- β. μια επιδείνωση του δείχτη στην διάρκεια της διετίας 2004-2006.
- γ. μια σχεδόν σταθερή κατάσταση του δείχτη στην συγκεκριμένη διετία, αν αφαιρέσουμε το βάρος των ανταλλαγών σε πλοία και καύσιμα.
- δ. μια μεγάλη αύξηση του βάρους των ανταλλαγών σε πλοία και καύσιμα την συγκεκριμένη διετία. Αυτό οφείλεται σε δύο παράγοντες. Στις μεγάλες αγορές πλοίων που έκανε το εφοπλιστικό κεφάλαιο την συγκεκριμένη διετία προκειμένου να ανανεώσει το στόλο του και να βελτιώσει ακόμα περισσότερο την θέση του στο διεθνή ανταγωνισμό της ποντοπόρου ναυτιλίας [6] και στην αύξηση των τιμών των καυσίμων (κυρίως του πετρελαίου).
Πράγματι η βασική επιβάρυνση του εμπορικού ισοζυγίου της Ελλάδας που φτάνει περίπου το 20% το 2004 και περίπου το 33% το 2006 οφείλεται στις εισαγωγές καυσίμων και πλοίων. Δηλαδή στην απόπειρα των ελλήνων εφοπλιστών να επεκτείνουν ακόμα περισσότερο την ισχύ στους στο διεθνή ναυτιλία και στο ότι οι τιμές του πετρελαίου (το βασικά εισαγόμενο καύσιμο) ανέβηκαν απότομα την συγκεκριμένη διετία.
Αν εξάλλου αυξήσουμε το διάστημα της μελέτης μας και συγκρίνουμε το δείχτη έλλειμα εμπορικού ισοζυγίου χωρίς καύσιμα/ αεπ την τελευταία δεκαετία, θα διαπιστώσουμε ότι αυτός ο δείκτης πέφτει συνέχεια από το 13,7 % το 2000 στο 11, 6 το 2004, την περίοδο δηλαδή της μεγάλης επέκτασης της παραγωγής, για να αρχίσει να ξανανεβαίνει από το 2005 και μετά και να φτάσει στα επίπεδα στα επίπεδα του 2000, το 2008. Πράγμα που σημαίνει ότι όλα αυτά που λέγονται για την συνεχή επιδείνωση της παραγωγής κλπ, είναι επίσης ψέματα.
Όλα αυτά τα στοιχεία που αναφέραμε είναι διαθέσιμα στο ευρύ κοινό και θα μπορούσε να τα βρει εύκολα ο καθένας, αν έκανε μια στοιχειώδη έρευνα για την ελληνική οικονομία, αντί να αναπαράγει αμάσητους όλους τους μύθους της ελληνικής αριστεροδεξιάς.
Με βάση τα παραπάνω στοιχεία, αν κάποιος θα ήθελε να πει ότι “η Ελλάδα είναι μια εξαρτημένη ενεργειακά χώρα” θα του απαντούσαμε ότι είναι πράγματι εξαρτημένη από την ενέργεια, και μάλιστα τόσο εξαρτημένη όσο και οι ΗΠΑ, η Ιταλία, η Γαλλία και ένα σωρό άλλες χώρες της Ευρώπης, όπως και όλου του κόσμου που εξαρτώνται τόσο από τα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής, όσο και από το ρώσικο φυσικό αέριο.
Μάλιστα θα λέγαμε ότι το κράτος των ΗΠΑ είναι περισσότερο εξαρτημένο από ότι το ελληνικό κράτος, αφού αν κάνουμε μια σύγκριση στο ποσοστό [7] του δημόσιου χρέους σε σχέση με το αεπ τους (τουλάχιστον πριν την έναρξη της σύνδεσης της ελληνικής οικονομίας με το δντ και τον ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης, αφού από κει και μετά το ελληνικό δημόσιο χρέος εκτοξεύθηκε στα ύψη), τα μεγέθη είναι σχεδόν ασύγκριτα.
Προφανώς η ισχύς μιας οικονομίας και η ανάπτυξη της εξαρτώνται από άλλα μεγέθη όπως π.χ. η παραγωγικότητα της εργασίας κι όχι το δημόσιο χρέος τους. Αν εξάλλου σκεφτούμε κι αυτό που έχει γράψει ο Κάρολος, ότι δηλαδή «το δημόσιο χρέος συνιστά τον πραγματικό πλούτο ενός λαού», θα συνειδητοποιήσουμε ακόμα περισσότερο αυτή την πραγματικότητα.
Τέλος ας σταθούμε σε κάτι ακόμα. Ας πάρουμε στην κυριολεξία το πρώτο πληθυντικό αυτών των ρημάτων, του καταναλώνω και του παράγω: «παράγουμε» και «καταναλώνουμε». Ποιοι είμαστε εμείς που «παράγουμε», και ποιοι είμαστε εμείς που «καταναλώνουμε»;
Η ομογενοποίηση κάτω από την έννοια-ομπρέλα του «λαού», ή των «ανθρώπων», είναι σύνηθες χαρακτηριστικό μιας λογικής κατά βάση (καπιταλ)αστικής, που αποφεύγει να βάλει τις πραγματικές διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους, ανάμεσα σε διευθύνοντες και διευθυνόμενους. Αποφεύγει να βάλει αυτές τις γραμμές, επειδή θέλει να συγκαλύψει τις πραγματικές συγκρούσεις που είναι κι αυτή ένα κομμάτι τους. Για τον ίδιο λόγο, ο κυρίαρχος λόγος, αριστερός ή δεξιός, μιλάει αδιαφοροποίητα για παραγωγή και κατανάλωση, στο πρώτο πληθυντικό: καταναλώνουμε περισσότερο απ’ ό,τι παράγουμε. Δηλαδή όλοι εμείς, ο «ελληνικός λαός» καταναλώνει περισσότερο απ’ ό,τι παράγει. Αυτό σημαίνει σε ελεύθερη μετάφραση ότι κι ένας εργάτης του Μπόμπολα κι ο Μπόμπολας ο ίδιος καταναλώνουν κι οι δύο, περισσότερα απ’ ό,τι παράγουν. Μόνο που στην πραγματικότητα ο Μπόμπολας είτε στην εφημερίδα του, είτε στην κατασκευαστικό του όμιλο δεν παράγει τίποτα, επειδή δεν δουλεύει, κι ό,τι παράγεται είτε στην εφημερίδα του, ή στα εργοτάξια του, το παράγουν οι εργάτες και οι εργάτριες του, όλοι αυτοί που εκμεταλλεύεται την εργασία τους (ή ακόμα κι αν δουλεύει, ως «διευθύνων» του ομίλου του, παράγει προφανώς ένα ελαχιστότατο κλάσμα αυτών που παράγουν οι εργάτες του). Ενώ ένας εργάτης, ακόμα κι όταν παίρνει δάνειο, ακόμα δηλαδή κι όταν υποθηκεύει την αυριανή του εργασία για να εξυπηρετήσει ότι αυτός αντιλαμβάνεται ως πραγματική του ανάγκη και επιθυμία στο σήμερα, καταναλώνει λιγότερα απ’ ό,τι παράγει. Επειδή το επιπλέον που παράγει και δεν μπορεί να καταναλώσει, είναι η υπεραξία που του κλέβει το αφεντικό του. Είναι δηλαδή η απλήρωτη εργασία, το κέρδος του αφεντικού από την εργασία του εργάτη του.
Δεν είναι εξαιρετικά απλό αυτό το πράγμα για κάποιον που είναι (και άρα σκέφτεται ως) εκμεταλλευόμενος; Έχουμε τη βάσιμη υποψία ότι το ερώτημα που θέσαμε πιο πάνω, γιατί δηλαδή ένα μεγάλο κομμάτι ακόμα και ανθρώπων που δεν στοιχειώνουν τον εγκέφαλο τους με ιδέες περί «εξαρτημένης Ελλάδας» αναπαράγουν αβασάνιστα την αστική ιδεολογία, μπορεί να βρει τα στοιχεία μιας απάντησης στην ρητορική ερώτηση που μόλις θέσαμε.
Σημειώσεις
[1] Πρόκειται για μια έμπνευση του κώστα σημίτη, υπουργού εθνικής οικονομίας κατά την δεύτερη τετραετία διακυβέρνησης από το πασοκ (1985-89) [↑]
[2] Φωτόπουλος Τ., Πως φτάσαμε στα όρια της χρεοκοπίας, Ελευθεροτυπία [↑]
[3] Ο τουρισμός είναι –ακόμα και με τον μονόχνωτο τρόπο που αντιλαμβάνονται την παραγωγή οι ιδεολόγοι- ένας τομέας άκρως παραγωγικός. Γιατί πέρα από στέγη, φαγητό, διασκέδαση, κλπ, συμβάλλει στην ανάπτυξη μίας ολόκληρης σειράς παραγωγικών δραστηριοτήτων: αγροτικών προϊόντων, κατασκευαστικών υποδομών, κλπ, κλπ [↑]
[4] Αυτό ακριβώς ισχυρίζεται ο Μηλιός σε ένα βίντεο στην διεύθυνση: http://www.youtube.com/watch?v=jff8RqisDFY [↑]
[5] Τα στοιχεία όπως γράφει κι ο πίνακας είναι από την τράπεζα της Ελλάδας, η επεξεργασία τους κι ο ίδιος ο πίνακας είναι από το περιοδικό Θέσεις, τχ 112, σελ. 63. [↑]
[6] Η ελληνική ναυτιλία εισάγει πλοία επειδή είναι εξαρτημένη; Ας γελάσουμε…Να τι υποστηρίζει μια πρόσφατη μελέτη, γι’ αυτές τις εισαγωγές: “Το κίνητρο ήταν η εκμετάλλευση της αυξημένης διεθνούς ζήτησης –και των αντίστοιχα αυξημένων ναύλων- στις θαλάσσιες μεταφορές λόγω της άνθησης την οποία γνώρισε το εμπόριο κατά την προηγούμενη περίοδο. Η αιχμή του δόρατος ήταν τα πλοία ξηρού φορτίου (dry). Ασφαλώς, οι επενδύσεις αυτές θα έχουν μία βελτιωτική επίδραση στο Ισοζύγιο Υπηρεσιών μεσοπρόθεσμα μέσω εισπράξεων από μεταφορικές υπηρεσίες” στο Αναστασάτος, «Η Επιδείνωση του Ελληνικού Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών, Αίτια, Επιπτώσεις και Σενάρια Προσαρμογής», Eurobank EFG, Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών & Προβλέψεων [↑]
[7] Ο λόγος δημόσιο χρέος/αεπ χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο στις συγκριτικές οικονομικές αναλύσεις, και «τα ποσοστά του δημόσιου χρέους» εκφράζουν στην πραγματικότητα την εκατοστιαία αναλογία αυτού του λόγου. [↑]
Υποβολή απάντησης