Τα μέσα μαζικής μεταφοράς βρέθηκαν στο στόχαστρο της κυβερνητικής πολιτικής τους τελευταίους μήνες, με στόχο την ιδιωτικοποίηση τους και την μετατροπή τους σε πηγή κέρδους για το κεφάλαιο. Αυτός ο στόχος περνάει, αναγκαστικά, από τις απολύσεις χιλιάδων εργαζομένων κι από την επίθεση του κράτους στο (περιορισμένο έτσι κι αλλιώς) αγαθό της μεταφοράς: ήδη το εισιτήριο έχει αυξηθεί κατά 40%, και πολλές σιδηροδρομικές γραμμές έχουν διακοπεί.
Όλους αυτούς τους μήνες, οι εργαζόμενοι στα μέσα μαζικής μεταφοράς έδωσαν αρκετούς αγώνες, υπό δύσκολες συνθήκες, αφού δεν είχαν μεγάλη πείρα αγωνιστικών κινητοποιήσεων, μιας και για χρόνια είχαν αφήσει τις τύχες των συνθηκών εργασίας τους στους επαγγελματίες της διαμεσολάβησης, στους εκπροσώπους δηλαδή των κομμάτων στα συνδικαλιστικά τους όργανα. Γι’ αυτό δεν κατάφεραν, μέχρι τώρα, να αποτρέψουν τα σχέδια της κυβέρνησης. Κι επειδή αυτούς τους αγώνες δεν τους πήραν στα ίδια τους τα χέρια κι επειδή δεν βρήκαν πραγματική υποστήριξη από άλλους κλάδους εργαζομένων, και κυρίως από όλους εμάς που χρησιμοποιούμε καθημερινά για να πάμε στην δουλειά μας τα μέσα μαζικής μεταφοράς (εννοείται εκτός από λίγες αλλά σημαντικές εξαιρέσεις ομάδων ανθρώπων που στάθηκαν δίπλα τους). Μέχρι τώρα αυτό το πράγμα το πληρώσαμε κι εμείς κι αυτοί. Εμείς με την αύξηση του κόστους μεταφοράς και με την ακόμα περαιτέρω υποβάθμιση της (κόψιμο δρομολογίων στο σιδηρόδρομο και στα λεωφορεία, αύξηση τιμής εισιτηρίων, καθυστέρηση έργων ηλεκτρικού, κλπ) κι αυτοί με μειώσεις μισθών, απολύσεις, αύξηση του φόρτου εργασίας, κλπ. Κάτι πρέπει να φταίει που το κράτος και το ιδιωτικό κεφάλαιο που θα κάνει μπίζνες με τις μεταφορές, κατάφεραν να μας πάρουν το παιχνίδι σ’ αυτό το γύρο. Εκτός κι αν δεν νίκησαν αυτοί, αλλά απλώς χάσαμε εμείς. Εμείς θέλουμε εδώ να αναφερθούμε σε ένα περιστατικό κατά την διάρκεια των απεργιών, που εκτιμούμε ότι αν το μελετήσουμε με προσοχή, μπορούμε να βγάλουμε χρήσιμα συμπεράσματα για τους μελλοντικούς αγώνες.
Σε κάποια στάση εργασίας του ηλεκτρικού, το σωματείο του ησαπ, προφανώς υπό την ισχυρή πίεση της βάσης των εργαζομένων, αποφάσισε αντί να σταματήσει τους συρμούς, να μπλοκάρει τα ακυρωτικά μηχανήματα των εισιτηρίων στις αποβάθρες. (Έχει προηγηθεί η εφαρμογή μιας παρόμοιας πρακτικής εδώ και δύο χρόνια από διάφορες ομάδες ανθρώπων, που παλεύουν για δημόσιες μεταφορές, βλ. κείμενο “Επόμενη στάση: στάση πληρωμών”). Αυτό το περιστατικό είναι μια σημαντική στιγμή ρήξης για τα ήθη των διαμαρτυριών ενός κλάδου εργαζομένων στον τόπο μας, επειδή ανάμεσα στα άλλα ήταν μια έμπρακτη απόδειξη ότι ο αγώνας τους ήθελε να είναι κάτι παρά πέρα από μια συντεχνιακή διεκδίκηση. Ήθελε να αγκαλιάσει και τους επιβάτες, τους χρήστες δηλαδή των υπηρεσιών του ηλεκτρικού. Εννοείται ότι έτσι έγινε αντιληπτό από όσους επιβάτες βρέθηκαν τυχαία να μετακινούνται αυτές τις ώρες. Γιατί για πρώτη φορά, είδαν στον απεργό του ηλεκτρικού, κάποιον που τους αντιμετωπίζει με αλληλεγγύη κι όχι κάποιον που τους βάζει απέναντι του. Κάποιον που αγωνίζεται, σηκώνοντας ο ίδιος το βάρος της απόφασης του, αλλά και φροντίζοντας να μεταφέρει το κόστος αυτού του αγώνα στις πλάτες των αφεντικών και της κυβέρνησης, όχι στις πλάτες εργαζομένων και ανέργων που κάνουν χρήση των μαζικών μέσων μεταφοράς. Εννοείται, επίσης, ότι αυτό έκανε την κρατικά διορισμένη διοίκηση του ησαπ, τα σκυλιά της κυβέρνησης δηλαδή, να λυσσάξουν από το κακό τους.
Όταν λοιπόν αναγγέλθηκε ότι στην επόμενη απεργία των οδηγών στον ησαπ και στο μετρό, τα σωματεία θα κάνανε το ίδιο, δηλαδή αντί να σταματήσουν τους συρμούς θα μπλοκάρανε τα ακυρωτικά μηχανήματα, σύσσωμοι οι θεσμοί του κράτους (κόμματα, μμε, δικαιοσύνη, κλπ) βγήκαν να κατηγορήσουν τους εργαζόμενους ότι κάνουν “κατάχρηση της δημόσιας περιουσίας” και να τους απειλήσουν μέσω της διοίκησης του ησαπ, ότι θα ασκήσουν νομικές διώξεις, επειδή “τα διαφυγόντα κέρδη θα τα πληρώσουν οι πολίτες”. Ήταν όμως η μόνη φορά που δεν βγήκαν να πουν ότι “νέα ταλαιπωρία περιμένει τους επιβάτες σήμερα”. Ήταν η μόνη φορά που δεν μπόρεσαν να παίξουν το παιχνίδι της “αγανάκτησης του κοινωνικού συνόλου”.
Τα μέλη των σωματείων του ησαπ και του μετρό, όντας υπάκουα τσιράκια των κομμάτων, παρότι η νέα νομοθεσία καταργεί ουσιαστικά το ρόλο τους, αφού τους αφαιρεί την δυνατότητα της συλλογικής διαπραγμάτευσης, δεν τόλμησαν να προχωρήσουν στην απόφαση του κλάδου. Η βάση των εργαζομένων, οργανωτικά αδύναμη και άρα χωρίς την αυτοπεποίθηση της συλλογικής δύναμης, δεν αντέδρασε για να υπερασπιστεί αυτή την απόφαση. Κι έτσι οι απειλές πέρασαν.
Αυτό το γεγονός δείχνει ότι ο αγώνας στις μεταφορές, αλλά και στους υπόλοιπους κλάδους, δεν θα έχει καλή μοίρα όσο αφήνεται στα χέρια των μελών των κομμάτων, που λέγονται συνδικαλιστές. Γιατί η περίοδος που οι συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι, οι νταβατζήδες των εργαζομένων δηλαδή, μπορούσαν να τα βρίσκουν με αφεντικά και με το κράτος, και να εξασφαλίζουν στοιχειώδη πράγματα για τους εργαζομένους, έχει περάσει ανεπιστρεπτί.
Δείχνει όμως παράλληλα ότι αυτό που φοβούνται περισσότερο σε ένα αγώνα τα αφεντικά και το πολιτικό προσωπικό που τους εκπροσωπεί στο κοινοβούλιο, είτε σε μια απεργία, είτε σε κάποια άλλη μορφή διαμαρτυρίας, είναι η αλληλεγγύη μεταξύ των εκμεταλλευόμενων. Είναι η απώλεια της δυνατότητας να παίζουν το παιχνίδι του “διαίρει και βασίλευε”: όταν δηλαδή δεν μπορούν να μας διαχωρίσουν, να μας κάνουν να στραφεί ο ένας εργαζόμενος εναντίον του άλλου. Να κάνουν να στραφεί ο ιδιωτικός υπάλληλος ενάντια στον δημόσιο υπάλληλο, ο ντόπιος εργαζόμενος ενάντια στο μετανάστη, ο εργαζόμενος που χρησιμοποιεί τα μέσα μαζικής μεταφοράς ενάντια στους οδηγούς. Και παράλληλα να έχουν απέναντι τους μια απεργία που τους κοστίζει υλικά: να χάνουν χρήμα.
Αν λοιπόν αυτό που φοβούνται, είναι η συλλογική μας δύναμη και η οικονομική τους επιβάρυνση, αξίζει να κάτσουμε να σκεφτούμε πρακτικά πάνω σε αυτή την ιδέα.
Η.
απο τη Σφήκα τεύχος 0 Μάης 2011
Υποβολή απάντησης