“But what you also need to understand is that we are not simply some heartless, money-mad, commercial enterprise. We are partly that, of course, but we are also a compassionate and, yes, money-mad place of learning.”
Sam Lipsyte, The Ask
Το κείμενο που ακολουθεί βασίζεται σε μια γενική παραδοχή που ίσως φανεί παράδοξη εκ πρώτης όψεως: οι αγώνες που θα παίξουν κεντρικό ρόλο στην αναμόρφωση του πανεπιστημίου είναι εκείνοι που γίνονται έξω από το πανεπιστήμιο. Για να μην ξενίσω τον αναγνώστη θα ξεκαθαρίσω εν τάχει τι σημαίνει αυτό: φυσικά και οι αγώνες μέσα στο πανεπιστήμιο έχουν σημασία, κυρίως ως ένα πρώτο ανάχωμα απέναντι σε επιβαλλόμενες ανακατατάξεις. Ταυτόχρονα όμως, σήμερα δεν μπορούμε να μιλάμε για το πανεπιστήμιο σα να αποτελούσε ένα σαφώς ξεχωριστό τομέα της κοινωνικής ζωής. Αντίθετα: όσο περισσότερο ο λόγος που παράγεται μέσα στα πανεπιστήμια δείχνει να απομακρύνεται από την κοινωνική πραγματικότητα, τόσο περισσότερο κεντρική γίνεται η σχέση-πανεπιστήμιο στην κοινωνική αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Δηλαδή η παραγωγή της γνώσης – ειδικότερα σε ό,τι αφορά τη λύση τεχνικών προβλημάτων – εξέρχεται από το πανεπιστήμιο και κοινωνικοποιείται, για παράδειγμα μέσω υπολογιστικών δικτύων. Μπορούμε λοιπόν να μιλάμε για τη δημιουργία ενός κοινωνικού πανεπιστημίου, χωρίς αυτός ο όρος να σημαίνει ό,τι θα θέλαμε να σημαίνει: στην ουσία, μιλάμε για ένα νέο τρόπο εξαγωγής υπεραξίας που στηρίζεται στη διάχυση της σχέσης-πανεπιστήμιο. Οι αγώνες που διαδραματίζονται μέσα στο πανεπιστήμιο λοιπόν, ακόμα και κείνοι, αν και δείχνουν στενά συντεχνιακοί, στην ουσία αποτελούν μέρος ενός πιο εκτεταμένου συνόλου αγώνων μέσα στην καπιταλιστική κρίση, αγώνες που έχουν συγκεκριμένα να κάνουν με την τριτογενοποίηση της παραγωγής σε χώρες όπως η Ελλάδα. Την ίδια στιγμή όμως, ακόμα και αγώνες που φαινομενικά δεν έχουν να κάνουν τίποτα με τους πανεπιστημιακούς φοιτητές, όπως για παράδειγμα οι αγώνες των καθαριστριών και καθαριστών, αγγίζουν τη σχέση-πανεπιστήμιο διότι θέτουν υπό διερώτηση τον καταμερισμό της εργασίας σε αυτή τη γωνιά της ευρωπαϊκής ηπείρου.
Ξεκινώ λοιπόν με αυτόν το λοξό στοχασμό για να θέσω ένα μεγάλο ζήτημα που λέει πως είναι μάταιο να αντιστεκόμαστε, ως πανεπιστημιακοί ή ως φοιτητές ή ως εργαζόμενοι, σε μια υποτιθέμενα επερχόμενη “εισβολή των εταιριών στο πανεπιστήμιο” και να μην αναγνωρίζουμε την ίδια στιγμή ότι η παραγωγή γνώσης μέσα στο πανεπιστήμιο υπάγεται σε ένα σύστημα που είναι στην ουσία του καπιταλιστικό. Λέγοντας αυτό δεν αναφέρομαι στην – σωστή κατά τα άλλα, αλλά αφηρημένη – κριτική του α/α/α χώρου και της αντισυστημικής αριστεράς στην εκπαίδευση ως αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας και παραγωγής. Αναφέρομαι, πολύ συγκεκριμένα, στον τρόπο με τον οποίο παράγεται και διακινείται η γνώση μέσα στα ερευνητικά ιδρύματα των πανεπιστημίων. Η είσοδος λοιπόν των εταιρειών είναι η ουρά του ποντικού που προσέχουμε να μη στάξει, σε μια κατά τα άλλα εγγενώς και βαθύτατα καπιταλιστική μέθοδο παραγωγής και διακίνησης της γνώσης, η οποία ελέγχεται από εταιρείες, τις οποίες όμως αμελούμε να ελέγξουμε ως απαραίτητες στην σταδιοδρομία μας. Με λίγα λόγια, το πανεπιστήμιο είναι ήδη αλωμένο από τα μέσα και είναι εθελοτυφλία να προσπαθούμε να το υπερασπιστούμε ως προπύργιο της ελεύθερης διακίνησης της γνώσης, ως ένα νησί ελευθεριακής σκέψης στον ωκεανό της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.
Για το λόγο αυτό, θα κάνω και κάτι άλλο παράδοξο, δηλαδή δε θα αναφερθώ στο πανεπιστήμιο ως εκπαιδευτικό ίδρυμα παρά μόνο πλαγίως. Αντίθετα, ως εργαζόμενος και ο ίδιος – αν και σποραδικά – στο ερευνητικό κομμάτι του σύγχρονου πανεπιστημίου, θα προσπαθήσω να δώσω μιαν εικόνα που δε συζητιέται πολύ στο “διάλογο για την παιδεία”, δηλαδή μια συνοπτική εικόνα της έρευνας – στους τομείς των επιστημών του ανθρώπου όπου δουλεύω εγώ.
Το κυρίαρχο μοντέλο εργασιακής συνθήκης στον τομέα μου είναι κάτι που θα μπορούσα δόκιμα να το ονομάσω “υπεραξία ενδιαφέροντος”. Οι ερευνητές, ειδικά στις ανθρωπιστικές σπουδές, αλλά φυσικά και σε άλλους τομείς του επιστητού, εκκινούν από το προσωπικό τους ενδιαφέρον για ένα συγκεκριμένο θέμα, το οποίο προσπαθούν στη συνέχεια να προσαρμόσουν στα ερευνητικά ενδιαφέροντα της γενικότερης πανεπιστημιακής κοινότητας. Για παράδειγμα, κάποιον τον ενδιαφέρουν πχ οι τσιγγάνοι, προσπαθεί να βρει ένα ερευνητικό πρόγραμμα που να τους περιλαμβάνει. Το θέμα στις ανθρωπιστικές σπουδές είναι ότι αυτές εμπλέκονται με την κοινωνία με έναν τρόπο που έχει ποιοτικά χαρακτηριστικά πολύ διαφορετικά. Η διαφορά στην οποία θα σταθώ είναι ο τρόπος με τον οποίο τα ψυχοκοινωνικά χαρακτηριστικά του ερευνητή ποσοτικοποιούνται μέσα από την παραγωγική διαδικασία. Ο ερευνητής στις περιπτώσεις αυτές διαχειρίζεται αφενός ένα μεγάλο πακέτο κοινωνικών δεξιοτήτων – πχ ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει ανθρώπους στο πεδίο της έρευνάς του, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο δημιουργεί κοινωνικά δίκτυα ανταλλαγής πληροφορίας και δεξιοτήτων με άλλους ερευνητές – και αφετέρου εντάσσει στην παραγωγική διαδικασία το ενδιαφέρον του. Έχουμε λοιπόν έναν εργάτη ο οποίος όχι μόνο δουλεύει, αλλά το κάνει διότι μέσα από την εργασία ολοκληρώνεται ψυχοσυναισθηματικά. Τη βρίσκει να δουλεύει, με άλλα λόγια.
Οι πραγματικότητες αυτές, της σύνδεσης προσωπικών – υπαρξιακών κινήτρων με την παραγωγική διαδικασία, χαρακτηρίζουν σε βάθος τον τρόπο με τον οποίο αρθρώνεται η μισθωτή σχέση μέσα στο πανεπιστήμιο, αλλά και ο ιδεολογικός λόγος με τον οποίο την προσεγγίζουν εκείνοι που υπάγονται σε αυτήν. Κάποτε, για παράδειγμα, μιλούσα με γνωστή μου, αριστερή, καθηγήτρια, με αφορμή τον αγώνα επαναπρόσληψης του Ντίνου Παλαιστίδη στις εκδόσεις Άγρα. Εμφανώς εκνευρισμένη όταν της είπα ότι ο Ντίνος διαμαρτυρήθηκε διότι υποχρεώθηκε να εκτελεί επανειλημμένα καθήκοντα που δεν προβλεπόταν στη σύμβαση εργασίας του, μου είπε πως και η ίδια, όπως και οι συνάδελφοί της, επανειλημμένα αναλαμβάνουν καθήκοντα που δεν προβλέπονται από τον κανονισμό, χωρίς να πληρώνονται για αυτά, σπαταλώντας άπειρες ώρες από τη ζωή τους, διότι χωρίς αυτή την υπερεργασία το πανεπιστήμιο απλούστατα θα κατέρρεε. Το παράδειγμα αυτό δεν το αναφέρω ως μια απλή ιδεολογικοποίηση της μισθωτής σχέσης. Είναι πολύ περισσότερο από αυτό. Αν και αρχικά το είχα θεωρήσει ως μια περίπτωση κοινωνικού αυτισμού που διαχωρίζει ανθρώπους που βρίσκονται στο ίδιο σκέλος της μισθωτής σχέσης, με τον καιρό είδα και μιαν άλλη πτυχή του. Πρόκειται για μια στιγμή, κατά τη γνώμη μου, ενός αγώνα επαναξιοποίησης μέσα στη συναρμογή της κοινωνικής σχέσης εκμετάλλευσης που λέγεται πανεπιστήμιο. Επαναδιατυπώνει με άλλους όρους το πρόβλημα του εργάτη γνώσης: ότι στο βάθος πρόκειται για μια ενσωμάτωση του μόχθου που καταβάλλει κάποιος για τη βελτίωση της κοινωνίας, για μια μέθοδο την οποία έχει επινοήσει το κεφάλαιο για να ενσωματώνει κάποιους αγώνες οι οποίοι στόχο έχουν την παραγωγή ποιότητας – με την έννοια της κοινωνικοποιημένης αξίας. Η γνωστή μου καθηγήτρια δηλαδή μαχόταν – ρομαντικά, σύμφωνοι – για την επικράτηση ενός ποιοτικού μοντέλου γνώσης, και αυτή ακριβώς η μάχη της διεππόταν από έναν αέναο διαχωρισμό στη βάση της, μεταξύ εκείνης της δημιουργικής δραστηριότητας που είναι απαραίτητη στη διατήρηση της ανθρώπινης κοινωνίας είτε κάτω από τον καπιταλισμό είτε σε οποιοδήποτε άλλο κοινωνικό σύστημα, και της αλλοτρίωσης που προκαλεί αυτή όταν εισέρχεται στην καπιταλιστική σχέση.
Ο διαχωρισμός αυτός δε λύνεται με ένα απλό ταξικό μοντέλο, μια αναγωγή δηλαδή της σχέσης αυτής σε σχέση εκμεταλλευτή και εκμεταλλευόμενου – αν και είναι τέτοια σε τελική ανάλυση. Ακριβώς διότι εμπεριέχει μέσα σε αυτή αυτά τα ψήγματα δημιουργικής εργασίας. Αυτό επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να δοθούν κάποιοι αγώνες στο πεδίο αυτό. Η διαμεσολάβηση της εργασιακής σχέσης διεκπεραιώνεται σε μικροεπίπεδα, τα οποία χαρακτηρίζονται από διαπροσωπικές σχέσεις, οι οποίες δεν διαφέρουν και πάρα πολύ από τις σχέσεις “φιλότιμου” ενός μικρομαγαζάτορα με τους εργαζόμενούς του. Στην τελευταία μου δουλειά, για παράδειγμα, ως μεταδιδακτορικού ερευνητή σε Βρετανικό πανεπιστήμιο, το αφεντικό μου, ο άνθρωπος δηλαδή που κατεύθυνε τη δουλειά μου και με τον οποίο είχα άμεση επικοινωνία, ήταν και ο λεγόμενος line manager μου. Το πανεπιστήμιο στο οποίο εργαζόμουν είχε πρόσφατα υιοθετήσει αυτό το μοντέλο διαχείρισης του έμψυχου δυναμικού, το οποίο προσομοιάζει σε μεταφορντιστικά μοντέλα παραγωγής. Ο line manager πολύ απλά είναι ένας διευθυντής σε ένα μικρό τομέα της παραγωγής, ένα πρότζεκτ για παράδειγμα, έχει κάποιους λίγους εργαζόμενους, αναφέρεται σε ένα υψηλότερο μάνατζερ κλπ. Σε αυτή την ιεραρχία, ο υψηλότερος ιεραρχικά ακαδημαϊκός μετατρέπεται αυτόματα και σε διευθυντή των πιο χαμηλόβαθμων που εργάζονται σε ένα συγκεκριμένο πρότζεκτ. Ταυτόχρονα όμως, διατηρείται μέσα στη σχέση αυτή και ένα παλαιότερο μοντέλο συνεργατικής εργασίας, το οποίο εξασφαλίζει την συνέχεια της παραγωγής και την ποιότητά της. Όσο καλά διαρθρωμένο και αν είναι το διευθυντικό μοντέλο, με άλλα λόγια, αυτό που τελικά εξασφαλίζει την ποιότητα της εργασίας και τη διεκπεραίωσή της δε βρίσκεται στη σχέση διευθυντή-υπαλλήλου, αλλά στην καλή διαπροσωπική συνεργασία δυο ερευνητών που καταλαμβάνουν διαφορετικές θέσεις στην διευθυντική ιεραρχία. Αυτό φυσικά περιπλέκει τα πράγματα στην καθημερινή εργασιακή σχέση.
Περιπλέκει τα πράγματα διότι το μοντέλο με το οποίο γίνεται η πειθάρχηση του εργατικού δυναμικού αλλάζει άρδην: δεν είναι πλέον ένα δυναμικό που μπορεί να ελεγχθεί από μια συνθήκη που θέτει το καρότο της εργασίας απέναντι στο μαστίγιο της ανεργίας. Ένα εξαθλιωμένο και αποκομμένο εργατικό δυναμικό στους τομείς αυτούς πολύ απλά δεν παράγει ποιοτική εργασία. Αυτό που επικρατεί αντίθετα είναι το μοντέλο ενός εργαζόμενου που βρίσκεται αέναα μέσα σε ένα κύκλο ημιαπασχόλησης, ο οποίος όμως παραχωρεί στην παραγωγή το σύνολο σχεδόν της ζωής του: δηλαδή εκτός από την υπερεργασία που καταβάλλει, συνήθως στο σπίτι και σε ώρες που δεν προβλέπονται από την εργασιακή συνθήκη (στο δικό μου συμβόλαιο πχ έγραφε ξεκάθαρα πως “δεν υπάρχουν συγκεκριμένες ώρες εργασίας” – που αυτό απλά με τους όρους των αφεντικών σήμαινε πως δε σταμάταγα ποτέ να δουλεύω), είναι υποχρεωμένος να συνεισφέρει και ένα δίκτυο επαφών, γνωριμιών και σχέσεων, καθώς και ένα σύνολο δεξιοτήτων που δεν έχουν να κάνουν άμεσα με την παραγωγική διαδικασία (πχ να μπορεί να κλείσει μια αίθουσα για ένα συνέδριο, να διαπραγματευτεί μια καλή τιμή για εισιτήρια κλπ). Η πειθάρχηση του εργατικού αυτού δυναμικού γίνεται με τον τρόπο που περιγράψαμε παραπάνω: με μια σύνδεση της αξίας με τη δημιουργική εργασία. Η ποιότητα ενός ερευνητή αντιστοιχείται – έμμεσα και όχι ποσοτικά – στο βαθμό στον οποίο αυτός ο ερευνητής είναι έτοιμος να δώσει ένα μεγάλο μέρος από τη ζωή του για την επιτυχία του εκάστοτε μικρού πρότζεκτ στο οποίο “συνεργάζεται” με το αφεντικό του. Όσο πιο σκληρά και πρόθυμα δουλέψει, τόσο περισσότερη συμπάθεια θα κερδίσει, και τόσο καλύτερες προοπτικές θα έχει στο μέλλον. Η κατάσταση αυτή δημιουργεί προβλήματα σε αυτόν που θέλει να αγωνιστεί ενάντια σε αυτή τη βαθιά εκμεταλλευτική σχέση. Το κύριο πρόβλημα εδώ βρίσκεται στο ότι ο γνωσιακός εργάτης έχει πολλά να χάσει πέρα από τις αλυσίδες του: δηλαδή, αν κάποιος είναι “ζόρικος” και εντείνει τις αρνήσεις του στο εργασιακό κομμάτι ενόσω είναι ακόμα σε αυτό το στάδιο της ελαστικότητας, απλούστατα αυξάνει τις πιθανότητες να βρεθεί χωρίς δουλειά.
Στην περίπτωσή μου, όταν ο φόρτος εργασίας έγινε υπέρογκος και οι ανταποδόσεις όλο και μικρότερες (εν ολίγοις όταν αντιλήφθηκα οτι έψαχναν για μαλάκες), αναδιπλώθηκα σε πρώτη φάση στην ταυτότητα του εργάτη: άρχισα δηλαδή να αρνούμαι να εκτελέσω διάφορα καθήκοντα εκτός αν λάβω συγκεκριμένες (γραπτές) διαταγές για αυτά. Αυτό το έκανα διότι στην εργασιακή μου σχέση, η οποία καθοριζόταν από ένα πολύ γενικόλογο συμβόλαιο, το οποίο δεν καθόριζε ούτε παραδοτέα, ούτε καθήκοντα, η παραγωγή μου καθοριζόταν από μια προσωπική σχέση που έλεγε πως έπρεπε να συναγωνίζομαι το αφεντικό μου σε προθυμία, φόρτο εργασίας και συνέπεια. Η εκβιαστική απειλή που έβλεπα στον ορίζοντα ήταν πως, σε περίπτωση που έφτανα σε πλήρη ρήξη, όπως και έγινε, θα είχα το πρόβλημα ότι η συστατική επιστολή (που είναι απαιτούμενο για κάθε πανεπιστημιακό που πιάνει μια επόμενη δουλειά) που θα μου έδινε θα ήταν καταδικαστική. Από την άλλη όμως, δεν μπορούσα να μη δω πως είχα μπροστά μου ένα υψηλόμισθο στέλεχος ενός από τα πιο πλούσια πανεπιστήμια, το οποίο ζούσε σε πολυτελές διαμέρισμα και επέμενε – παρ’ όλα αυτά – να θεωρεί τον εαυτό του στο ίδιο επίπεδο με εμένα και να μου ζητάει να συνεισφέρω πχ με τον ίδιο τρόπο στην παραγωγική διαδικασία. Άρχισα λοιπόν να αρνούμαι να εκτελέσω διάφορα καθήκοντα με πρόσχημα αυτό ακριβώς: οτι ο μισθός μου απλούστατα δεν ανταποκρίνεται στα καθήκοντα που θα έπρεπε να αναλάβω. Αρνήθηκα λοιπόν έμπρακτα σε ένα βαθμό την εξαγωγή υπεραξίας από την υπερεργασία μου, πράγμα το οποίο είναι κεντρικό στη μισθωτή σχέση μέσα στο πανεπιστήμιο. Αν όμως η προσωπική άρνηση ήταν στην περίπτωση αυτή σχετικά αποτελεσματική, ήταν ένα εξαιρετικά περιορισμένο μέσο αγώνα, διότι δεν άλλαξε σε τίποτα τον τρόπο με τον οποίο σχετίζεται η υπερεργασία μου αυτή με τον τρόπο παραγωγής μέσα στο πανεπιστήμιο.
Με άλλα λόγια, αν και σε κείνη τη συγκεκριμένη περίπτωση μπορώ να πω ότι το κόλπο έπιασε, εγώ συνέχισα να καταθέτω την υπερεργασία μου, πολύ απλά διότι τέτοια είναι η φύση της δουλειάς μου. Μάλιστα, βγαίνοντας από αυτή τη ρήξη, αναγκάστηκα να δουλέψω ακόμα περισσότερο σε αυτό το μοτίβο, διότι έπρεπε να αποκαταστήσω την εργασιακή μου δύναμη: να κάνω πχ κάποιες δημοσιεύσεις πέρα από αυτές που επέβαλλε η εργασιακή μου αυτή δέσμευση. Πολλοί βέβαια ίσως απορήσουν εδώ και αναρωτηθούν: μα γιατί να δουλέψει κάποιος επιπλέον, ειδικά τη στιγμή που έχει μια σύμβαση εργασίας η οποία του εξασφαλίζει ένα μισθό; μήπως ψάχνει απλά να “φτιάξει το βιογραφικό του”; η απάντηση, στο βαθμό που έχει κάποιο νόημα, είναι η εξής: το να “φτιάχνει κανείς το βιογραφικό του” δεν είναι στον τομέα αυτό μια προσωπική φιλοδοξία, αλλά μια απαίτηση της εργασιακής συνθήκης. Υπάρχει δηλαδή ένας εκβιασμός που λέει πως ή δουλεύεις περισσότερο για να χτίσεις ένα καλό βιογραφικό και να βρεις μια σχετικά πιο μόνιμη θέση, ή συνεχίζεις να δουλεύεις ως επισφαλής, εποχιακός, χαμηλόμισθος, ή και άμισθος, εργάτης της γνώσης. Ακόμα και το δεύτερο βέβαια δεν αποκλείει οτι θα καταθέτεις ένα μέρος του χρόνου σου για να δουλέψεις πάνω στο ενδιαφέρον σου: πχ μπορεί να εργάζεσαι αποδελτιώνοντας μια βιβλιοθήκη ή ψηφιοποιώντας τα αποτελέσματα μιας έρευνας, ενώ ταυτόχρονα δουλεύεις και το διδακτορικό σου. Κεντρικό σημείο στην κατανόηση αυτού του πλέγματος είναι η διπλή παγίδα της υπερειδίκευσης – αποειδίκευσης. Πιο συγκεκριμένα, ένας ερευνητής με διδακτορικό πχ είναι σχεδόν αδύνατο να μπορέσει να δουλέψει σε εργασίες που δεν αντιστοιχούν στο ερευνητικό του επίπεδο (πχ γραμματειακές υποστηρίξεις κλπ) παρά μόνο άτυπα. Ταυτόχρονα, αν δεν συνεχίσει τη δουλειά του – δηλαδή να κάνει κάποιες δημοσιεύσεις κλπ -, υπόκειται σε μια διαδικασία αποειδίκευσης, δηλαδή με άλλους όρους “μένει πίσω” από άλλους συναδέλφους του/της. Αυτό είναι και ένα χαρακτηριστικό το οποίο αντιδιαστέλλει τους εργαζόμενους στον τομέα αυτό από τους “μη ειδικευμένους” εργαζόμενους στο πανεπιστήμιο: αν και αμφότεροι είναι απαραίτητοι στη λειτουργία του πανεπιστημίου, εκείνοι και εκείνες που δουλεύουν στην παραγωγή της γνώσης προσπαθούν ταυτόχρονα να εξασφαλίσουν μέσω της εργασίας τους την διατήρηση της παραγωγικής τους δύναμης.
Η συνθήκη λειτουργίας του πανεπιστημίου, ειδικότερα όμως του Ελληνικού πανεπιστημίου, είναι μια συνθήκη που προϋποθέτει πως ένα μεγάλο μέρος της δουλειάς, ειδικά στα χαμηλότερα επίπεδα της εργασιακής κλίμακας, γίνεται έξω από το πανεπιστήμιο. Στο σπίτι, ή στην παράλληλη δουλειά που εξασφαλίζει την επιβίωση, για παράδειγμα. Επίσης, είναι μια συνθήκη που λέει οτι οι πόροι του πανεπιστημίου εξάγονται εν μέρει από την κοινωνία, όχι με έμμεσο τρόπο, αλλά άμεσα. π.χ ο άμισθος ερευνητής αγοράζει τα βιβλία που χρειάζονται, πληρώνει τις διαδικτυακές πύλες που του χρειάζονται, εξασφαλίζει σύνδεση στο νετ και υλικοτεχνική υποδομή για τον εαυτό του. Η συνθήκη αυτή, πιστεύω, θα πρέπει να δείξει στους εποχιακά ή ελαστικά εργαζόμενους στα πανεπιστήμια πόσο πολύ η δικιά τους εργασία προσομοιάζει με εκείνη των εργαζομένων στις λεγόμενες “υποδομές” του πανεπιστημίου, για παράδειγμα τους μετανάστες και τις μετανάστριες που δουλεύουν στα συνεργεία καθαρισμού, τους τεχνικούς και τους συντηρητές των χώρων και των δικτύων του πανεπιστημίου, τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες στον ανεφοδιασμό, καθώς και τους χιλιάδες άλλους που εργάζονται ώστε να αναπαράγεται η εκμεταλλευτική σχέση που λέγεται πανεπιστήμιο.
Τη στιγμή που μιλάμε συντελείται μια κρίσιμη αλλαγή στο μοντέλο αυτό, και μάλιστα μια αλλαγή που επιβάλλεται όχι απαραίτητα “μέσα” από το πανεπιστήμιο, αλλά “έξω” από αυτό. Έως τώρα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το κόστος της παραγωγής της γνώσης στο πανεπιστημιακό επίπεδο “κοινωνικοποιούνταν” με ένα διεστραμμένο τρόπο, δηλαδή επιφορτίζονταν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι στα πανεπιστήμια (και μαζί τους όλα τα κοινωνικά τους δίκτυα – οικογένεια, φίλοι, γνωστοί κλπ) την συντήρηση του παραγωγικού κεφαλαίου (δηλαδή των μηχανών παραγωγής γνώσης – που ήταν αυτά τα ίδια κοινωνικά δίκτυα). Με λίγα λόγια, οι δημόσιες δαπάνες κοινωνικής πρόνοιας (ασφάλιση, επιδόματα ανεργίας, σχετικά υψηλοί μισθοί) έμπαιναν άμεσα στον κύκλο της παραγωγής της γνώσης. Δηλαδή ο χαμηλόμισθος ή άμισθος ερευνητής ή ερευνήτρια συντηρούνταν και αναπαρήγαγε την εργατική του δύναμη μέσα από τις κοινωνικές παροχές του κράτους και τις παραδοσιακές δομές της ελληνικής κοινωνίας. Η κάθετη μείωση των κοινωνικών αυτών δαπανών θέτει λοιπόν ένα τεράστιο πρόβλημα για τα πανεπιστήμια: ότι η μείωση αυτή σημαίνει κατ’ ουσίαν μείωση του παραγωγικού κεφαλαίου. Συνακόλουθα, πέφτει η παραγωγικότητα αλλά και η ποιότητα του παραγόμενου προϊόντος: π.χ. Όταν ο/η ερευνητής/τρια δεν έχει πια να πληρώσει τον πάροχο της βιβλιογραφίας του στο ίντερνετ, δεν μπορεί να παράξει έργο που να είναι ανταγωνιστικό στη διεθνή αγορά. Είναι δεδομένο οτι τα αφεντικά θα προσπαθήσουν να αυξήσουν την παραγωγικότητα με τη μόνη μέθοδο που τους απομένει: δηλαδή με την αύξηση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων μέσα στα πανεπιστήμια.
Η αλλαγή των συνθηκών παραγωγής μέσα στο Ελληνικό πανεπιστήμιο όπως τις προβλέπει ο νέος νόμος, προς το παρόν προσανατολίζεται προς την μεγαλύτερη ποσοτικοποίηση της εργασίας που γίνεται μέσα σε αυτό. Στοίχημα εδώ είναι να παραχθεί μια κοινή μονάδα μέτρησης τόσο της ποιότητας της έρευνας όσο και του χρόνου που απαιτείται, και αυτά να αντιστοιχιστούν με αντίστοιχες μισθολογικές απολαβές, τις οποίες θα πάψει να τις επωμίζεται το κράτος. Πολλοί αγώνες που έγιναν στα πανεπιστήμια σε πιο ανεπτυγμένες οικονομίες (πχ στις ΗΠΑ) είχαν ως αιχμή το σημείο αυτό. Σημαντικό σημείο, όπως το έθεσαν οι αγώνες αυτοί, είναι εκείνη η εργασία που γίνεται για την αναπαραγωγή της σχέσης-πανεπιστήμιο, η οποία παραμένει στο “περιθώριο”, ως μια μη-μετρήσιμη, μη ποσοτικοποιημένη, εξαγωγή υπεραξίας, η οποία όμως είναι τόσο απαραίτητη στο σύστημα όσο και η “επιφάνειά” του – δηλαδή η παραγωγή νέας γνώσης, η διδασκαλία κλπ.
Το ιδεολόγημα της “πνευματικής εργασίας” σε αντιδιαστολή με τη χειρωνακτική, έρχεται να δημιουργήσει ένα χάσμα ακριβώς στο σημείο στο οποίο θα μπορούσαν να δημιουργηθούν κάποιοι κοινοί αγώνες. Παραμένουν ωστόσο κάποια κρίσιμα ερωτήματα: τι κοινό έχει ένας ερευνητής/τρια που έχει κάποιες προοπτικές ανέλιξης και έχει επιλέξει τον κλάδο του/της σχετικά ελεύθερα, με τους εργαζόμενους/ες στον καθαρισμό του πανεπιστημίου, που εξαναγκάζονται να πουλάνε την εργασία τους χωρίς καμιά προοπτική μισθολογικής ανόδου; Η απάντηση είναι μια δύσκολη απάντηση που σίγουρα πρέπει να δημιουργηθεί μέσα από κοινούς αγώνες. Οι αγώνες αυτοί σίγουρα θα είναι, αν δεν είναι ήδη, αγώνες που έχουν να κάνουν με την αλλαγή της ίδιας της αξίας της εργασίας συνολικότερα, και όχι μονάχα μέσα στο πανεπιστήμιο. Υπάρχει ένα προνομιακό σημείο τριβής, όπως το βλέπω εγώ από την πλευρά του ερευνητικού προσωπικού, και αυτό είναι το ότι στις νέες συνθήκες παραγωγής, συχνά αυτό το χάσμα χειρωνακτικής/πνευματικής εργασίας δημιουργείται μέσα στην ίδια την υποκειμενικότητα του πανεπιστημιακού εργάτη, ο/η οποίος/α καλείται να φέρει σε πέρας τόσο πνευματική εργασία όσο και άλλα καθήκοντα που έχουν πιο “υλική” μορφή. Πιστεύω ότι κάποιες στιγμές αλληλεγγύης και κοινού αγώνα αφενός ξεσκεπάζουν το ιδεολόγημα της “πνευματικής εργασίας” ως διασπαστικό και διαχωριστικό, και αφετέρου συνθέτουν κάποιες κοινότητες αγώνα που διατρέχουν τη συνθήκη αυτή και αλλάζουν το πρόσημο κάποιων αγώνων, μετατρέποντάς τους από στενά συντεχνιακούς σε περισσότερο κοινωνικούς.
Υπάρχουν πολλά ζητήματα τα οποία θέτει το κείμενο, άλλα με τα οποία συμφωνώ λιγότερο και άλλα περισσότερο, εδώ ωστόσο θα σταθώ πολύ γρήγορα κυρίως σε τρια σημεία. Κάποια χαρακτηριστικά αυτής της εργασίας δυσκολεύουν πολύ όχι μόνο την ανάληψη κοινής δράσης, αλλά ακόμα και την αίσθηση ενός κοινού ανοίκειν.
1. Πρόκειται για ένα χώρο εργασίας κατακερματισμένο, διαιρεμένο με μεγάλες μισθολογικές αποκλίσεις και άκρως ανταγωνιστικό. Η διαδικασία δε, του να μπει κανείς στο επαγγελμα αυτό μπορεί να διαρκέσει ολόκληρες δεκαετίες. Δηλαδή, για χρόνια οι ερευνητες εγκαθίστανται σε κάποια προσωρινά (και πολλές φορές άσχετα με την αρχική επιλογή) επαγγέλματα μέχρι να καταφέρουν (και αυτό όχι πάντα) να μπορούν να ζουν από τη δουλειά τους. Τα phd, post-doc ενώ μπορεί να μοιάζουν απαραίτητα για να μπει κανείς στο επάγγελμα, παρόλα αυτά δεν εξασφαλίζουν μια “σταθερή” δουλειά.
2. Αυτό που περιγράφεις είναι μια κατάσταση που προκειμένου να επιβιώσεις πρέπει να γίνεις ο ίδιος “αφεντικό/εργοδότης του εαυτού σου” α) για να βρεις μια θέση στην αγορά εργασίας β) για να καταφέρεις να αποκτήσεις αναγνωρισιμότητα. Τώρα για να αποκτήσεις αναγνωρισιμότητα χρειάζονται πολλά περισσότερα από δημοσιεύσεις και συμμετοχές σε συνέδρια, όλα όπως τα περιγράφεις, αλλά εκείνο που θέλω να τονίσω είναι πως σε αντίθεση με αυτό που γράφεις η απειλή δεν είναι απλώς η ανεργία. Επειδή αποτελεί ένα επάγγελμα που όπως είπα ο ερευνητής είναι ο ίδιος αφεντικό του εαυτού του, βρίσκει μόνος τα κίνητρα, υπάρχει μια έντονη εμπλοκή με το αντικείμενό της εργασίας και, ως ένα βαθμό έχει μια εξουσία στον ορισμό κάποιων από τους όρους παραγωγής, η απειλή είναι να χάσει κάτι περισσότερο: ένα μέρος από τις “ικανότητες” (εργατική δύναμη) -την τιμή των οποίων διαπραγματεύται ατομικά στην αγορά και τις οποίες καλείται να πουλήσει ο ίδιος όχι μόνο για να επιβιώσει, αλλά για να υπάρξει στον άυλο κόσμο της αναγνωρισιμότητας. Οι όροι παραγωγής στην ερευνητική δραστηριότητα (όπως και σε άλλα “ελεύθερα” επαγγέλματα) δεν είναι η επαναλαμβανόμενη επιτέλεση καθηκόντων, αλλά η απαίτηση (υπό το βάρος του καταναγκασμού), που θέτει η σύγχρονη ερευνητική (και άρα καπιταλιστική) παραγωγή: παραγωγή καινοτόμων προϊόντων, δηλαδή πρωτότυπες ιδέες που δεν τις έχει σκεφτεί άλλος. Και τα παραπάνω δεν είναι μια απλή ιδεολογία καριερισμού, όπως σωστά το θέτεις. Το να κατακτήσει ένας ερευνητής αναγνωρισιμότητα είναι απόλυτος όρος για να μπορέσει να συνεχίσει να παράγει.
3. Είναι διάφοροι οι λόγοι για τους οποίους οι ερευνητές δεν αντιλαμβάνονται ως άμισθη εργασία αυτό που κάνουν. Θα πω μόνο εδώ πως οι ερευνητές συνδυάζουν, άλλοτε φανερά και άλλοτε σιωπηρά, διάφορες πηγές εισοδήματος κάποια επιδόματα, υποτροφίες, δεύτερη δουλειά, οικογενειακοί πόροι, σπόνσορες κτλ. Η διφορούμενη οικονομική θέση παράγει αυτή τη διφορούμενη στάση απέναντι στο θέμα της άμισθης εργασίας/της ανάληψης κοινής δράσης.
Ειδικά στις κοινωνικές επιστήμες υπάρχει μια παράξενη σχέση οικονομικών πόρων/αναγνωρισιμότητας: αν μια κοινωνική έρευνά διέπεται από μια οικονομίστικη λογική του συρμού δεν μπορεί να κατακτήσει μακροπρόθεσμα το στάτους της αναγνωρισιμότητας (στο πάνθεων των άλλων μεγάλων ερευνητικών εργασιών). Με άλλα λόγια, η κριτική απόσταση εδώ τίθεται ως προϋπόθεση ύπαρξης της κοινωνικής έρευνας. Και τι επιτρέπει την ανεξαρτησία από την “οικονομίστικη λογική” -ώστε να εξασφαλίζεται η κριτική αποστασιοποίηση; Μα τι άλλο πέρα από την κατάφαση… στην οικονομιστικη λογική: η ανέρευση χρηματοδότησης από πολλούς και διαφορετικούς πόρους.
Το κάτι παραπάνω από ενδιαφέρον κείμενο αυτό πιάνει μια σειρά από ζητήματα γύρω από την ταξική σύνθεση των εργαζόμενων στο σύγχρονο μεταφορντικό/κοινωνικό πανεπιστήμιο (από εδώ και πέρα Πανεπιστήμιο Α.Ε.), που δυστυχώς απέχουν a million miles away από τις ταξικές – κινηματικές απαντήσεις που δίνουν τα ίδια υποκείμενα εντός αυτού (π.χ. πρόσφατες φοιτητικές καταλήψεις).
Αυτό όμως αναγνωρίζεται κι ως το πιο ενδιαφέρον διακύβευμα: αν είναι να οργανωθούν συλλογικά αυτές οι απαντήσεις, αυτές θα προκύπτουν από τις ίδιες τις εργασιακές εμπειρίες των εργαζόμενων στην Πανεπιστήμιο Α.Ε. και θα πηγάζουν από τις ήδη υπαρκτές μοριακές εμπειρίες άρνησης που σκιαγραφούνται κι από τον σύντροφο Συμεών Βάταλο. Σίγουρα, όμως, οι σύγχρονες εργατικές απαντήσεις στην Πανεπιστήμιο Α.Ε. δεν θα έχουν σχέση με τις εκτός τόπου και χρόνου πολιτικές κατευθύνσεις της φοιτητικής αριστεράς (πτυχία με αξία, μόνιμη και σταθερή εργασία), αλλά ούτε και με μαγικές απαντήσεις που εν είδη τσιτάτου πολλές φορές δίνουμε τα ριζοσπαστικά υποκείμενα για να καλύψουμε το κενό μεταξύ της ταξικής πραγματικότητας και της αριστερής αερολογίας (π.χ. κοινωνικός μισθός), χωρίς να παρακολουθούμε την ίδια τη συγκρότηση των υποκειμένων σε αγωνιστικές κοινότητες οι οποίες διαμορφώνουν συνείδηση της κατάστασης τους τόσο κεντράροντας στους σωστούς στόχους, όσο και γνωρίζοντας τις αντιφάσεις τους.
Τι εννοώ; Μια απάντηση σε αυτή τη κατεύθυνση δόθηκε πρώτη φορά από κάποιες φοιτητικές μειοψηφίες στο φοιτητικό κίνημα του 2006-2007. Ξεκινώντας από την ίδια την εργασιακή εμπειρία του φοιτητή που δουλεύει ως «πρακτικάριος», δηλαδή απλήρωτος/κακοπληρωμένος σε θέσεις εργασίας επιχειρήσεων που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες «λάντζας» του τριτογενούς τομέα, έβαλαν το ζήτημα της κανονικής αμοιβής που αντιστοιχεί σε εργαζόμενους κι όχι σε μαθητευόμενους. Αυτή ήταν μια κίνηση με μεγαλύτερο κινηματικό αντίκτυπο απ’ ότι αναλογούσε σε μια μειοψηφία ενός πλειοψηφικά παρελθοντολογικού κινήματος, επειδή ακριβώς κέντραρε στο «μάτι του ταύρου» της Πανεπιστήμιο Α.Ε.: της ιδεολογίας ότι τα πρώτα χρόνια χρειάζεται να εργαστείς μόνος σου, καλύπτοντας εσύ (κι η οικογένεια σου) τα έξοδα επιβίωσης σου, σαν φοιτητής/επιχειρηματίας που αν έχει την «καλή ιδέα», τη «δημιουργικότητα» και το «καινοτόμο πνεύμα» που χρειάζεται, αυτά θα αναγνωριστούν στο μέλλον ως μια συσσώρευση εργασιακής εμπειρίας στο ατομικό βιογραφικό/προφίλ ή πτυχίο νέου τύπου (αυτό με τις πιστωτικές μονάδες) που θα έχεις δημιουργήσει.
Μια πρώτη προσέγγιση ότι όλα αυτά αποτελούν στην ουσία άμισθη εργασία και πλήρη μεταφορά του κόστους διαμόρφωσης και αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης στις τσέπες των ίδιων των νέων εργαζομένων, δόθηκε, λοιπόν, από τότε και έβαλε τα πρώτα εργασιακά αναχώματα, σε επίπεδο προπτυχιακών φοιτητών, στα ιδεολογήματα της Πανεπιστήμιο Α.Ε., χωρίς όμως να αρκεί αυτό από μόνο του για μια κινηματική διεύρυνση και ωρίμανση σε επίπεδο αγώνων του ζητήματος. Γιατί π.χ. δεν είναι μόνο η φοιτητική «ψευδή συνείδηση», αλλά η ίδια η πραγματικότητα κάθε εργαζόμενου που αναζητώντας να γαντζωθεί σε μια θέση εργασίας τα πρώτα χρόνια καταπιέζει τις αρνήσεις του, προσπαθώντας να γίνει μέλος της εργασιακής κοινότητας, τη μόνη δύναμη που μπορεί να τον διασφαλίσει απέναντι στην εργοδοτική απειλή. Όμως, για να γίνει μέλος της εργασιακής κοινότητας πρέπει να κατακτήσει μια σταθερή θέση εργασίας και για να την κατακτήσει πρέπει να παράξει κάτι παραπάνω από αυτό που απαιτεί η επισφαλής θέση του. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα φαύλο κύκλο, ειδικά (δηλαδή μεταφορντιστικά) διαμορφωμένο για να εκτοπίζει τις εργασιακές αρνήσεις πριν ακόμα αυτές δημιουργηθούν. Και απέναντι σε αυτόν (σι-του) αφορισμοί του στυλ «είναι και πολύ χολέρα όποιος κυνηγά καριέρα» (από «ντούρες προλετάριες» που κάνουν 10 χρόνια να πάρουν το πτυχίο τους, μιας και ασχολούνται κυρίως με το να βρίζουν τους συμφοιτητές τους), περισσότερη σύγχυση δημιουργούν από αυτή που αντιμετωπίζουν.
Οι εργατικές αρνήσεις παρ’ όλα αυτά συνεχίζουν να υπάρχουν, καλά κρυμμένες πίσω από το χαμογελαστό πέπλο της επιχείρησης, όπου «όλοι είμαστε μια οικογένεια». Οι «γκρινιάρηδες» που αποπέμπονται («γιατί δεν ταιριάζουν με το πνεύμα της επιχείρησης») αποτελούν μόνο την κορυφή του παγόβουνου αυτών. Στη βάση του πολύ πιθανόν να ανακαλύψουμε μια νοσταλγία του ίδιου του υποκειμένου για το προηγούμενο καθεστώς παραγωγής (φορντισμός), όπου οι απαιτήσεις ήταν πιο απλές (εντολή-εκτέλεση), αμείβονταν όσο αμείβονταν και δεν απαιτούσαν παραπάνω φαιά ουσία κι άγχος για «καινοτομίες» και «δημιουργικότητα» (μπορούμε να κωδικοποιήσουμε την αντίδραση κι ως «γαμώ το ’68 μου, γαμώ»). Αυτή η νοσταλγική αντίδραση μπορεί να γειωθεί στην «διακριτική» απαίτηση για συγκεκριμενοποίηση των καθηκόντων που απαιτούνται, χωρίς σε καμία περίπτωση να δοθεί η εντύπωση ότι ο εργαζόμενος βαριέται να δουλέψει… Αλλιώς η «φορντιστική νοσταλγία» καταλήγει μια φαντασιακή υπεκφυγή, αφού οι περισσότερες δουλειές σήμερα απαιτούν πολλά παραπάνω από την απλή εκτέλεση εντολών. Ναι κι όμως, παρά το φαντασιακό πολλών «χωρικών» για το σύγχρονο «ανειδίκευτο» προλεταριάτο που εξαντλείται στη φιγούρα του κούριερ και του σερβιτόρου, κι αυτοί/ες ακόμα, αν δεν χαμογελάνε στον πελάτη ή δεν επιδείξουν ευδιαθεσία και επιχειρηματικό πνεύμα, δύσκολα θα στεριώσουν στο κουρμπέτι. Όσο για τις καθαρίστριες, όσοι είχαμε την εμπειρία να τις συναντήσουμε εκείνους τους πρώτους μήνες του 2009 (και στους αγώνες που ακολούθησαν), θυμόμαστε πολύ καλά τα λόγια τους «εμείς παιδάκι μου δουλεύουμε για 500-600 ευρώ γιατί θέλουμε τα παιδιά μας να σπουδάσουν σαν κι εσάς». «Εμάς» που επίσης παίρναμε 500-600 ευρώ, αλλά έχουμε ψυχολογικά προβλήματα λόγω ακριβώς της συμβολικής αξίας που φέρουν οι σπουδές μας.
Μήπως όμως, αντί να νοσταλγούμε το παρελθόν, μπορούμε να εκφράσουμε καλύτερα τις εργατικές αρνήσεις μέσα από τα «καριερίστικα» εργαλεία του παρόντος; Ας πάρουμε για παράδειγμα το τρισκατάρατο Facebook. Είτε το θέλουμε είτε όχι, το ιντερνετικό προφίλ και η κοινωνική δικτύωση αποτελούν πλέον τυπικές ή άτυπες απαιτήσεις των αφεντικών σε τέτοιες θέσεις εργασίας (στη Πανεπιστήμιο Α.Ε. κι εκτός αυτής). Έτσι δημιουργείται μια κατάσταση όπου ουσιαστικά δουλεύεις κι όταν ακόμα δε δουλεύεις, προσπαθώντας να συντηρήσεις το απαιτούμενο εργασιακό προφίλ, και (πιστέψτε με!) το κάνεις ακόμα κι αν έχεις εντρυφήσει σε όλη την καταστασιακή βιβλιογραφία για τον «κόσμο του θεάματος». Ταυτόχρονα όμως η κοινωνική δικτύωση αποτελεί το νο1 όπλο των γνωσιακών/πληροφοριακών εργατών για να λουφάρουν συνεχώς εν ώρα εργασίας, κοινωνικοποιούμενοι με (μακρινούς και κοντινούς) συναδελφους τους και ταυτόχρονα ρίχνοντας τον ρυθμό της απαιτούμενης παραγωγικότητας. Όπως μάλιστα δείχνει η διεθνή κινηματική εμπειρία του τρέχοντος έτος, αυτό το διαλομηχάνημα του ανεπτυγμένου καπιταλισμού, αποτέλεσε και το νο1 όπλο συντονισμού αυτών των υποκειμένων για να συναντηθούν πέρα από τον κόσμο του ίντερνετ, σε πλατείες και δρόμους, και να ταρακουνήσουν για άλλη μια φορά το σύμπαν.