Εισήγηση στον Μπερντέ

Οριζοντιότητα Φωνές Λαϊκής Εξουσίας στην Αργεντινή

Η παρακάτω εισήγηση έγινε στον αυτοδιαχειριζόμενο κοινωνικό χώρο “Μπερντέ” στις 16/10/2011 κατά το 3ήμερο εκδηλώσεων ανοίγματος του χώρου.

Στη ΣΚΥΑ συμμετέχουμε άνθρωποι με διάφορες προσεγγίσεις για τα πράγματα. Ως ενοποιητικό μας χαρακτηριστικό έχουμε αναγνωρίσει τους κοινωνικούς αγώνες και τη σημασία τους στην κοινωνική αλλαγή. Μιλάμε για αγώνες τόσο «μικρούς», όσο και «μεγάλους», αγώνες που μπορούν να αλλάξουν κάτι στο επίπεδο της καθημερινότητάς μας ή και να αλλάξουν ολόκληρες κοινωνικές θεσμίσεις. Αν κάνουμε κάποια διάκριση ανάμεσα τους, αυτή έγκειται στο κατά πόσο μέσα στη διαδικασία ενός αγώνα θα αναδυθεί μια «κοινότητα αγώνα», μια κοινότητα ανθρώπων δηλαδή που να δημιουργεί ένα δημόσιο χώρο στον οποίο ο κάθε αγωνιστής και η κάθε αγωνίστρια να μπορούν να εκφράσουν ελεύθερα και ισότιμα την άποψή τους και όλοι και όλες μαζί, συλλογικά να θέσουν τους σκοπούς και τα μέσα του αγώνα τους. Ως «κυκλοφορία των αγώνων», εν συντομία, εννοούμε την κριτική και τη συνολική αποτίμηση των αγώνων, τον εντοπισμό δηλαδή εκείνων των χαρακτηριστικών των μεμονωμένων αγώνων που αξίζουν να διαδοθούν και να κοινωνικοποιηθούν στους σύγχρονους και μελλοντικούς αγώνες καθιστώντας έτσι την προοπτική τους όσο το δυνατόν πιο καθολική. Με αυτές τις σκέψεις στο μυαλό μας θεωρήσαμε ότι η μετάφραση και έκδοση του βιβλίου «Οριζοντιότητα: Φωνές λαϊκής εξουσίας από την Αργεντινή» θα ήταν ένα εργαλείο χρήσιμο για το ντόπιο ανταγωνιστικό κίνημα.

Χρήσιμο όχι γιατί σπανίζουν οι πηγές για τις εξελίξεις στην Αργεντινή. Η αλήθεια είναι ότι την πρώτη περίοδο που ξέσπασε η κρίση στην Ελλάδα, προκλήθηκε ένας κατακλυσμός από ντοκιμαντέρ, άρθρα και αφιερώματα για την Αργεντινή. Χρήσιμο ούτε γιατί στην Αργεντινή δημιουργήθηκε μια συνταγή ενάντια στην κρίση, που άμα την εφαρμόσεις ξεμπέρδεψες. Για μας, αυτό το ενδιαφέρον για την Αργεντινή τις περισσότερες φορές απλοποιούσε την πρακτική του κοινωνικού κινήματος στο ρόλο της διαμαρτυρόμενης μάζας ή όταν έφερνε στην επιφάνεια εγχειρήματα, όπως αυτά των κατειλημμένων εργοστασίων, το έκανε με διάθεση να επιβεβαιώσει κάποιες ιδεολογικές θέσεις. Ο λόγος που αποφασίσαμε ότι αξίζει η έκδοση αυτού του βιβλίου είναι τόσο η μεθοδολογία του όσο και αυτά που περιγράφονται σε αυτό. Το βιβλίο δεν αποτελεί μια ακόμη άποψη κάποιου ειδικού, οικονομολόγου ή πολιτικού αναλυτή για την Αργεντινή. Αντίθετα, αποτελείται από τις αφηγήσεις, τις εμπειρίες, τα συναισθήματα, τις εκτιμήσεις και τις προσδοκίες αγωνιστών και αγωνιστριών, περισσότερο ή λιγότερο «πολιτικοποιημένων», των κινημάτων βάσης που γεννήθηκαν ή προϋπήρχαν της εξέγερσης του Δεκεμβρίου του 2001 στην Αργεντινή, μέσα από συνεντεύξεις που πήρε και επιμελήθηκε η Marina Sitrin ανάμεσα στο 2003 και το 2004. Και οι αφηγήσεις αυτών των ανδρών και γυναικών δεν αναφέρονται τόσο στο τι έκανε ή δεν έκανε το ΔΝΤ, τι έκανε και τι θα έπρεπε να έχει κάνει η κυβέρνηση, με πόσα ελικόπτερα φύγανε οι πολιτικοί αλλά στο τι κάνανε οι ίδιοι και οι ίδιες ως αγωνιζόμενοι άνθρωποι, τις σχέσεις που χτίσανε μεταξύ τους, τις συνελεύσεις τους, τα εγχειρήματα αυτοοργάνωσης, τους αγώνες των γυναικών και τις σχέσεις των φύλων, τη καθημερινότητά τους και με ποιο τρόπο την αλλάξανε. Πολύ σημαντικό θεωρήσαμε και την οργάνωση του κινήματος αυτού στη βάση των συνελεύσεων γειτονιάς και την πραγματικότητα της ανεργίας.

Η πρακτική ενασχόληση με την πολιτική και τα κοινωνικά ζητήματα και η αυτοκριτική εμφανίζονται σαν δύο άξονες που διατρέχουν τις αφηγήσεις όλων των αγωνιστών και των αγωνιστριών που μιλάνε στο βιβλίο. Έτσι αυτοί οι άνθρωποι συζητάνε για τα πιο σημαντικά ζητήματα της ριζοσπαστικής σκέψης με τον πιο απλό τρόπο. Είτε πρόκειται για το ζήτημα της εξουσίας είτε για τις σχέσεις των δύο φύλων, οι απαντήσεις τους βασίζονται στην εμπειρία τους από την πρακτική τους δραστηριότητα και τις σκέψεις που τους προκλήθηκαν από τα αποτελέσματα αυτής τους της δραστηριότητας. Μεγάλα λόγια και κούφιες διακηρύξεις απουσιάζουν. Λέει ο Πάμπλο, από μια συνέλευση γειτονιάς: «Πέρα από το να πούμε: “Εντάξει, δεν υπάρχουν αφεντικά και ηγέτες, δεν υπάρχουν δομές”, υπάρχουν ερωτήσεις. Πώς πρόκειται να λειτουργήσουμε; Ποιος μιλάει πρώτος; Ποιος μιλάει μετά; Ποιος αποφασίζει, ποιος μιλάει; Ζητάμε από κάποιους ανθρώπους να μιλήσουν ή τι συμβαίνει, αν ένα άτομο μιλάει πολύ; Κάποιοι κανόνες πρέπει να υπάρχουν, όπως το να τηρείται η σειρά ομιλίας για παράδειγμα. Από εκείνη τη συνειδητοποίηση και μετά, τα πράγματα άρχισαν να δυσκολεύουν. Να μετασχηματίσουμε την απόρριψη, το “να φύγουν όλοι τους”, σε πρακτικές συγκρότησης και νέας κοινωνικότητας και σε καινούργιες μορφές οργάνωσης, όχι όπως αυτές του κράτους, αλλά σε καινούργιες μορφές… Αυτό ήταν πράγματι δύσκολο.»

Μέσα από τις αφηγήσεις αυτών των ανθρώπων περιγράφεται η οργάνωση και ο συντονισμός ενός κινήματος γειτονιών και πως αυτό το κίνημα συνδέθηκε με το κίνημα της αυτοδιαχείρισης εργοστασίων, χώρων δουλειάς, κοινωνικών υπηρεσιών, όπως η υγεία και η παιδεία, και το κίνημα των ανέργων με έναν τρόπο που να κάνει δύσκολο να πεις που ξεκινάει το ένα και που τελειώνει το άλλο. Με ποιο τρόπο βγήκαν στο δρόμο, διεκδίκησαν και πως τους αντιμετώπισε η κρατική καταστολή. Πως οργανώθηκαν για να αντιμετωπίσουν πρακτικά άμεσα προβλήματα της καθημερινότητάς τους όπως το φαγητό και η στέγαση. Ακόμη πόσο σημαντικό θεώρησαν κύτταρο όλου αυτού του πλούτου ανταγωνιστικών πρακτικών να είναι οι συνελεύσεις και ο εσωτερικός αγώνας για να είναι οι διαδικασίες αυτές ισότιμες και αμεσοδημοκρατικές και να χτυπηθούν φαινόμενα όπως αυτό της άτυπης ιεραρχίας, οι «σύντροφοι δύο ταχυτήτων» και οι κομματικές στρατηγικές. Και για να το πετύχουν αυτό δεν αρκέστηκαν μόνο στη διαμόρφωση κανόνων αλλά πέρασαν στη δημιουργία ουσιαστικών σχέσεων εμπιστοσύνης και αλληλοσεβασμού, ενός διαφορετικού τρόπου να σχετίζονται μεταξύ τους οι άνθρωποι.

Η δραστηριότητα αυτών των ανθρώπων δεν εξαντλείται σε κάτι που θα λέγαμε πρακτικισμός. Μιλάνε με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον του κινήματός τους. Προβληματίζονται για μια στρατηγική, που θα καταστήσει το κίνημα αυτόνομο από τις κινήσεις του κράτους και των αφεντικών και θα έχει τη δυνατότητα να πατάει στα δικά του πόδια και να απευθύνεται σε όλο και περισσότερους ανθρώπους. Σκέφτονται πάνω στο θέμα της εξουσίας και για να το κάνουν αυτό χρησιμοποιούν την ιστορική εμπειρία των κοινωνικών αγώνων και των επαναστάσεων. Αμφιβάλλουν για την κατάληψη του κράτους από κάποια ριζοσπαστική πρωτοπορία και μιλάνε για την δημιουργία μιας αντι-εξουσίας των από τα κάτω, χωρίς κάθετους διαχωρισμούς αλλά με την οριζόντια συμμετοχή όλων. Με τα λόγια του Εμίλιο, από μια συνέλευση γειτονιάς: «Πιστεύω ότι είναι ξεκάθαρο στα αργεντίνικα κοινωνικά κινήματα, ότι το να πάρεις τον έλεγχο του κράτους και μετά να διαμορφώσεις μια άλλη κυβέρνηση, δεν είναι πια ο στόχος. Ο Ροζ Οίκος ήταν άδειος και εύκολα προσβάσιμος κατά την διάρκεια αρκετών cacerolazos και κανένας από μας δεν ενδιαφερόταν, συμπεριλαμβανομένων των οργανώσεων της αριστεράς. Ούτε όταν δεχόμασταν καταστολή ή μας δολοφονούσαν ή οτιδήποτε έκαναν. Δεν το σκεφτόταν κανένας. Δεν είναι ενδιαφέρον. Δεν είναι συναρπαστικό. Δεν έχει νόημα. Είναι παλιό. Χτίζουμε το νέο στις γειτονιές.»

Είπαμε ότι όσα περιγράφονται από τους αγωνιστές και τις αγωνίστριες στο βιβλίο δεν θέλουμε να τα αντιγράψουμε στα καθ’ ημάς ούτε ότι απλά και μόνο η δράση του ΔΝΤ καθιστά τις δύο χώρες πανομοιότυπες. Βέβαια οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές του ΔΝΤ, η ύπαρξη μιας μεσαίας τάξης, που στο παρελθόν ήταν εχθρική στις κινητοποιήσεις των ανταγωνιστικών υποκειμένων, και τώρα χάνει ένα-ένα τα προνόμιά της, η ραγδαία αύξηση της ανεργίας και της επισφάλειας αποτελούν σίγουρα κοινά χαρακτηριστικά. Και θεωρούμε σημαντικό να κοιτάξουμε τους αγώνες που δώσανε αυτές οι γυναίκες και οι άνδρες σαν απάντηση στην ολοσχερή αναδιάρθρωση των κοινωνικών σχέσεων που επιχείρησαν η κυβέρνηση και τα αφεντικά της Αργεντινής. Είναι σημαντικό γιατί πρώτα απ’ όλα απέναντι σε μια τρομακτική πραγματικότητα στράφηκαν στις αξίες της αλληλεγγύης και του αγώνα. Τα δίκτυα των συλλογικών κουζινών, των καταλήψεων στέγης, των κοινωνικών ιατρείων και των παιδικών σταθμών ήταν μια συλλογική απάντηση των εκμεταλλευομένων στα καινούργια προβλήματα και τις ελλείψεις που είχαν να αντιμετωπίσουν, μια απάντηση που θα μπορούσαν να αναζητήσουν και σε έναν πόλεμο όλων εναντίον όλων. Αντιλαμβανόμαστε ότι αυτά τα εγχειρήματα έχουν ένα όριο, αποτελούν ένα είδος «διαχείρισης της μιζέριας μας». Και κάποιοι αγωνιστές και αγωνίστριες στις αφηγήσεις τους μας το λένε αυτό. Θα ήθελαν κάποια στιγμή να μην υπήρχε η ανάγκη για τις συλλογικές κουζίνες. Παρ’ όλα αυτά εμείς εκτιμούμε τις πραγματικές σχέσεις που αναπτύσσονται μέσα σε αυτές τις διαδικασίες. Αυτές οι δομές αλληλοβοήθειας μπορούν δηλαδή να αποτελέσουν μια γραμμή άμυνας στη φυσική και ηθική εξαθλίωση που μπορεί να οδηγήσει μια γενικευμένη φτώχεια. Δεύτερο, νομίζουμε ότι η γειτονιά μπορεί να αποτελέσει ένα νέο έδαφος για τη δημιουργία κοινωνικών συλλογικοτήτων. Με την επίσημη ανεργία να φτάνει το 20%, την επισφάλεια να τείνει να γίνει κανόνας στην αγορά εργασίας και την απαξίωση των παραδοσιακών μορφών συνδικαλισμού, δημιουργείται ένας αριθμός ανθρώπων που δύσκολα μπορεί να προσδιοριστεί βάσει της εργασίας του. Έτσι, πιστεύουμε ότι η γειτονιά μπορεί να αποτελέσει ένα από τα νέα σημεία αναφοράς και πρόσφορο έδαφος για τη δημιουργία κοινοτήτων αγώνα, όπως φάνηκε και το Δεκέμβριο του ΄08 και αυτό το καλοκαίρι με το κίνημα των πλατειών. Δεν είναι τυχαίο ότι στην Αργεντινή το κίνημα των «πικετέρος», ένα κίνημα ανέργων που προϋπήρχε της εξέγερσης του 2001 και κατάφερε και κέρδισε επιδόματα ανεργίας, τροφοδότησε σε μεγάλο μέρος και συναντήθηκε με το κίνημα των συνελεύσεων γειτονιάς. Τέλος, γιατί στο ντόπιο κίνημα τα μεγάλα λόγια και οι κούφιες διακηρύξεις περισσεύουν. Λόγοι και αντίλογοι για το αν πρέπει να βγούμε απ’ το ευρώ ή όχι, για το αν πρέπει πληρώσουμε ή όχι το χρέος, να κρατικοποιήσουμε και τις τράπεζες, να σου και οι οικονομολόγοι και οι λογιστές, όλο λόγια και σύγχυση για το τι θα κάναν αν ήταν στην κυβέρνηση. Εμείς ρωτάμε: τι θα γίνει άμα αρχίσουν οι εξώσεις; Τι θα γίνει άμα κόψουν το ρεύμα από ανθρώπους που δεν έχουν να πληρώσουν; Τι θα γίνει άμα κοπούν τα επιδόματα ανεργίας; Το πώς δράσανε οι από τα κάτω στην Αργεντινή το θεωρούμε σημαντικό γιατί ακριβώς, έδωσε απαντήσεις σε αντίστοιχα πραγματικά ζητήματα και με τρόπο πρακτικό. Οι αγωνιζόμενες και οι αγωνιζόμενοι εκεί δεν αναλωνόντουσαν στις συνελεύσεις τους σε ιδεολογικές ξιφομαχίες για να αποτυπωθεί σε ένα κομμάτι χαρτί ποιος έχει την πολιτική ηγεμονία. Οι καταλήψεις των εργοστασίων δεν έγιναν γιατί κάποιοι θέλησαν να εφαρμόσουν ένα ιδεολογικό πρόγραμμα, αλλά γιατί αυτοί οι εργάτες και εργάτριες έπρεπε να απαντήσουν στο ερώτημα «θα δουλέψουμε ή θα πεινάσουμε;».

Κλείνοντας νιώθουμε την ανάγκη να επαναλάβουμε ότι το βιβλίο δεν εκδόθηκε εν είδη συνταγής, ούτε ότι πιστεύουμε ότι ό, τι έκαναν οι αργεντίνοι σύντροφοι και συντρόφισσες ήταν δίχως προβλήματα, προβλήματα που αναδεικνύουν και οι ίδιοι άλλωστε στις αφηγήσεις τους. Θεωρούμε απλά ενδιαφέροντα και χρήσιμα πολλά από αυτά που έχουν να μας διηγηθούν. Όπως αυτό που μας λέει η Νέκα από μια κίνηση ανέργων: «Αρχίσαμε να μαθαίνουμε μαζί. Ήταν ένα είδος αφύπνισης προς τη συλλογική γνώση κι αυτό είχε να κάνει με μια αυτό-συνείδηση για το τι συνέβαινε στον καθένα μας. Πρώτα αρχίσαμε να ρωτάμε τους εαυτούς μας και ο ένας τον άλλο, κι από εκεί αρχίσαμε να λύνουμε πράγματα μαζί. Κάθε μέρα διαρκώς ανακαλύπτουμε και χτίζουμε καθώς προχωράμε. Είναι σαν κάθε μέρα να ανοίγει ένας ορίζοντας μπροστά μας, κι αυτός ο ορίζοντας δεν έχει καμιά συνταγή και κανένα πρόγραμμα. Αρχίζουμε εδώ, χωρίς τα περασμένα. Η ζωή μας ήταν αυτό που είχαμε κάθε μέρα, οι δυσκολίες μας, τα προβλήματα και οι κρίσεις, και αυτό που είχαμε στα χέρια μας εκείνη την ώρα ήταν το ότι εμείς οι ίδιοι ψάχναμε για λύσεις. Η έναρξη της πρακτικής της οριζοντιότητας μπορεί να ιδωθεί σαν κομμάτι αυτής της διαδικασίας».

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*