Τεθλασμένες του Ανταγωνισμού

Από τις απεργιακές διαδηλώσεις, στις κινητοποιήσεις των πλατειών …και πάλι πίσω

Μας έλαχε να ζούμε σε ενδιαφέροντες καιρούς. O χρόνος έχει συμπυκνωθεί εξαιρετικά. Η καπιταλιστική κρίση αγγίζει όλο και περισσότερες κοινωνικές σφαίρες -και σε ολοένα μεγαλύτερο βάθος- ενώ η επιχειρούμενη αναδιάρθρωση δεν έχει αντιμετωπίσει αντιστάσεις τέτοιες που να καταφέρουν να την ματαιώσουν. Είδαμε λοιπόν αυτά τα δύο χρόνια μπροστά στα μάτια μας, έναν-έναν σχεδόν κάθε κλάδο εργαζομένων, να υποκύπτει απομονωμένος στη νέα ρύθμιση (ή καλύτερα απορύθμιση;) των αφεντικών και αυτό το κομμάτι της νοτιοανατολικής μεσογείου να βάζει πλώρη για να αποκτήσει νέα θέση στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας. Να υποκύπτει, αν και όχι αναίμακτα, όχι χωρίς μπλοκαρίσματα, όχι χωρίς επιστρατεύσεις, νομικές κυρώσεις, καταστολή. Και παρότι γίνεται συνείδηση ολοένα και περισσότερο ότι οι κλαδικοί αγώνες είναι καταδικασμένοι και δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν την ολομέτωπη επίθεση των αφεντικών, δεν έχει ακόμα αναπτυχθεί μια στρατηγική που να καταφέρνει να ξεπεράσει τους διαχωρισμούς, κλαδικούς, επαγγελματικούς, εθνικούς.

Από την στιγμή που σαν συλλογικότητα αντιληφθήκαμε, μαζί με κάθε άλλον που δεν απαντά στην υλική υποτίμηση (δηλ. οικονομική, πολιτική κλπ) του με ονειροβασία, τη σφοδρότητα της επίθεσης που δεχόμασταν, στραφήκαμε στους αγώνες που δίνονται. Αγώνες με τις (όχι-και-τόσο-συχνές) υλικές τους νίκες μέσα στην κρίση και με τα προκαθορισμένα όρια τους (ο κανόνας). Δεν πιστεύουμε σε κάποιο σχέδιο της θείας πρόνοιας ή στα αιτήματα που θα πρέπει να μεταλαμπαδεύσουν τα κάθε λογής πολιτικά γραφεία στους (άλλους) εκμεταλλευόμενους, βλέπουμε όμως, όπως λέει και ένα παλιό σύνθημα, την αναδιάρθρωση να περνάει από πάνω μας. Αναζητούμε λοιπόν νέους τρόπους με τους οποίους να απαντήσουμε, βλέποντας τις παραδοσιακές διαμεσολαβήσεις και συμμαχίες των μεσαίων και των κατώτερων τάξεων να καταρρέουν. Από την μια λείπουν τα παραδείγματα αγώνα που να βγαίνουν επιθετικά ενώ από την άλλη μέσα από τις κοινότητες αγώνα που αναδύονται, υπάρχουν φορές, που ούτε οι σχέσεις που συγκροτούν, ούτε ο δημόσιος λόγος που παράγουν έχουν χαρακτηριστικά που ωθούν τους αγώνες προς τα εμπρός. Ανήκουν σαν διαμαρτυρίες στον παλιό κόσμο που σαρώνει τώρα η αναδιάρθρωση. Με μια κουβέντα δηλαδή, δεν έχει εκδηλωθεί εκείνη η εργατική ανταρσία που να μπλοκάρει στην επίθεση των αφεντικών και να δίνει πρακτικές απαντήσεις στο πρόβλημα της επιβίωσής μας.

Πλατεία συντάγματος

Με ένα τέτοιο περίπου, σκεπτικό είδαμε τον κόσμο ξαφνικά και απρόσμενα νασυγκεντρώνεται στις πλατείες, να κλείνει τους δρόμους, να συμμετέχει στις διαδικασίες των λαϊκών συνελεύσεων. Δεν επρόκειτο για τις πλατείες που ξέραμε, δεν επρόκειτο πια για εκείνο το ξέφωτο ανάμεσα στα εμπορικά, αλλά για ένα χώρο πολιτικής διαμαρτυρίας, ένα χώρο έντονων πολιτικών διεργασιών και ζυμώσεων, ένα χώρο ελεύθερης έκφρασης. Μέχρι τη στιγμή του ξεσπάσματος των συγκεντρώσεων στις πλατείες, ήταν οι απεργιακές συγκεντρώσεις εκείνες που είχαν τον ρόλο της κεντρικής έκφρασης της δυσαρέσκειας. Οι απεργίες όμως αφορούν κυρίως τους εργαζόμενους του δημόσιου τομέα και τα συνδικάτα εκτός του ότι είναι απαξιωμένα (και καλώς) στα μάτια των εργαζομένων, αδυνατούν να οργανώσουν τους νέους εργαζόμενους που κινούνται στο θολό εργασιακό πεδίο μεταξύ εξαρτημένης εργασίας και αυτοαπασχόλησης. Υπήρχε λοιπόν (και υπάρχει) διάχυτη η αίσθηση ότι χρειαζόμαστε νέες μορφές αγώνα. (Αυτό ακριβώς προσπαθήσαμε να εκφράσουμε και με την προκήρυξη “Έτσι και αλλιώς πια το καλάθι της νοικοκυράς θα γεμίζει μόνο με πέτρες” που μοιράσαμε τη μέρα της γενικής απεργίας της 11ης του Μάη.)

Γι’ αυτό και ήμασταν εκεί από τις πρώτες μέρες και κατά την γνώμη μας όποια κριτική έχει να προσάψει κανείς σε αυτό ή σε κάποιο άλλο κίνημα, παρουσιάζει ενδιαφέρον μόνο απ’την στιγμή που αποτελεί μέρος μιας πρακτικής πρότασης παρέμβασης. Σίγουρο είναι βέβαια ότι και η συνέλευση μας σαν διαδικασία δεν ήταν όσο ενεργή και συγκροτημένη θα θέλαμε στην παρέμβασή της, παρότι υπήρχαν μέλη μας που συμμετείχαν στις διαδικασίες είτε σαν ομιλητές, είτε σε ομάδες εργασίας, είτε με κείμενα, πανό, αφίσες κλπ. Και όταν λέμε ότι η διαδικασία μας δεν ήταν όσο συγκροτημένη θα θέλαμε, εννοούμε ότι δεν παρεμβαίναμε με όση συνέπεια και συνέχεια απαιτούσαν οι περιστάσεις απέναντι σε απόψεις, αντιλήψεις και πρακτικές που κατά τη γνώμη μας πήγαιναν πίσω τα πράγματα παραμένοντας εγκλωβισμένες στα πλαίσια του κόσμου της διαμεσολάβησης (αριστερά) και των διαχωρισμών (εθνικοί, ειδικοί/μη-ειδική κλπ).

Είναι προφανές ότι δεν εξυπηρετούσαν τα ίδια συμφέροντα, ούτε τις ίδιες ιδεολογίες, όσοι είχαν κατέβει στο σύνταγμα όπως και το ότι η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων αυτού του τόπου δε φλερτάρει με την αντιεξουσία. Έχουμε όμως κατά νου επίσης, το ανεξέλεγκτο μιας τόσο μεγάλης μάζας εξαγριωμένων ανθρώπων. Αν και χωράει αρκετή συζήτηση το γιατί δεν εμφανίστηκε πιο συγκροτημένο ένα κομμάτι με μια λογική παρόμοια με αυτή που υποστηρίζουμε σε αυτό το κείμενο ας μην ξεχνάμε ότι από το μηδέν τίποτε δεν προκύπτει, χωρίς μια ιστορία που να προηγείται αυτού και να το επιτρέπει και ακόμη ότι δεν είναι διόλου ασήμαντο ούτε το να καρφώνεις με τις πρώτες σου λέξεις ένα οδόφραγμα, ούτε να βάζεις (και να ρίχνεις) το πετραδάκι σου, σαν θιγόμενος εξίσου της καπιταλιστικής κρίσης.

Οι συγκεντρώσεις των πλατειών πέρα και από την εξίσου σημαντική στόχευση του μπλοκαρίσματος του μεσοπρόθεσμου, έγιναν αφορμή για την προώθηση εξαιρετικά σημαντικών διαδικασιών κινήματος. Άνθρωποι όλων των ηλικιών και των κοινωνικών προφίλ κατέβηκαν στον δρόμο και διαδήλωσαν ενάντια στην διαχείριση της κρίσης από τα αφεντικά, κυρίως όμως άρχισαν να μιλούν μεταξύ τους. Διαδικασίες συνελεύσεων ακόμη και με χιλιάδες ανθρώπους έγιναν πραγματικότητα και σε βαθμό πρωτόγνωρο επιτεύχθηκε ο διάλογος μεταξύ ανθρώπων από πολύ διαφορετικά περιβάλλοντα. Άνθρωποι που πρώτη φορά έβγαιναν στον δρόμο ανακάλυψαν εν μία νυκτί ότι μπορεί και ο δικός τους λόγος να ακούγεται δημόσια παρότι δεν έχουν πρόσβαση στα media. Εν τέλει εκατοντάδες άνθρωποι ενεπλάκησαν σε πρωτοβουλίες άμεσης δράσης.

Η επικέντρωση στο μπλοκάρισμα του μεσοπρόθεσμου στις 28 και 29 Ιουνίου ήταν ούτως ή άλλως και αποτέλεσμα της αναπόφευκτης δυσκολίας του να απαντήσει κανείς στα καθημερινά του προβλήματα μέσα από μία κεντρική συνέλευση χιλιάδων ανθρώπων. Ήταν όμως αυτή η δυσκολία που οδήγησε από την άλλη στην, κατά την γνώμη μας, σημαντικότατη διέξοδο της δημιουργίας τοπικών συνελεύσεων. Προς την κατεύθυνση του να ασχολείται αποκλειστικά η συνέλευση της πλατείας συντάγματος με το μπλοκάρισμα του μεσοπρόθεσμου πριμοδότησε και η Αριστερά, συνηθισμένη στο να αντιδρά σε ένα νέο νομικό πλαίσιο και πάνω σε ένα τέτοιο επίδικο να συγκροτεί τον εκάστοτε αγώνα. Δοκιμασμένη τακτική που δίνεται στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό, με τα αντιμαχόμενα μέρη σύμφωνα για τους κανόνες του παιχνιδιού: οι από κάτω συνασπίζονται πίσω από μια σειρά αιτημάτων, τα οποία αποτελούν απλώς μέρη, της συνολικής πολιτικής πρότασης που εκφράζεται στο κέντρο της αστικής δημοκρατίας, το κοινοβούλιο. Τα παραδείγματα αφθονούν με πιο πρόσφατο τον αγώνα των φοιτητών.

Όμως μια κεντρική διαμαρτυρία δε μπορεί να διαρκέσει χωρίς να αποκτήσει ριζώματα σε τοπικό επίπεδο και από την άλλη, υπάρχουν ζητήματα και αγώνες που εγκλωβίζονται όταν δεν ανοίγονται πέρα από ένα εργασιακό χώρο, ένα κλάδο, μια γειτονιά. Ο καθένας και η καθεμιά που έχει παλέψει συλλογικά κάτι, ξέρει και έχει νιώσει τον πλούτο των σχέσεων που δημιουργούνται σε ένα σταθερό έδαφος αγώνα και που χτίζονται σε ένα βάθος χρόνου, αλλά και εκείνο που δύναται να προκύψει σε ότι αφορά το βάθος, την ένταση, την πολυπλοκότητα σε ένα μαζικό αγώνα που δίνεται παρότι απουσιάζουν τέτοια ριζώματα. Όλα αυτά τα είδαμε την περίοδο του Μάιου–Ιουνίου στο κίνημα των πλατειών κίνημα που παρότι δεν κατάφερε να μπλοκάρει την αλλαγή του νομικού οπλοστασίου για την περαιτέρω υποτίμηση μας, έβγαλε τον κόσμο στους δρόμους, συγκρούστηκε άγρια με τις δυνάμεις καταστολής, κατήγγειλε το πολιτικό προσωπικό, ανέλαβε πρωτοβουλίες και αν και υπέστη τελικά ήττα δεν ήταν με τέτοιους όρους ώστε να κλειστεί αυτός ο κόσμος που κινητοποιήθηκε στα σπίτια του.

Τα ζητήματα

Θα μπορούσαμε να γράψουμε πολλά ζητήματα που προέκυψαν στις συζητήσεις μας για τις κοινωνικές διεργασίες που είδαμε να λαμβάνουν χώρα στο σύνταγμα. Από όλα αυτά ξεχωρίσαμε μερικά σαν πιο ενδιαφέροντα.

Και πρώτα πρώτα το ζήτημα της από παντού μεν εξορκιζόμενης, αλλά και πανταχού παρούσας παρόλα αυτά πολιτικής ιδεολογίας και στράτευσης. Σαν ΣΚΥΑ έχουμε πολλές φορές εντοπίσει τα εμπόδια που θέτει στην κινηματική δράση η προσκόλληση στις πολιτικές ταυτότητες του παρελθόντος. Οφείλουμε όμως να παραδεχτούμε ότι η κίνηση των πλατειών έθεσε σε νέα βάση αυτή την προβληματική. Γιατί είδαμε να αναπτύσσονται τάσεις που παρότι εκφράζουν και εμάς, γρήγορα στρεβλώθηκαν. Είδαμε δηλαδή ότι ο κόσμος που συγκεντρωνόταν εξέφραζε την απέχθεια του για τις πολιτικές γραφειοκρατίες από τα υψηλότερα (βουλευτές) μέχρι τα κατώτερα (συνδικαλιστές) στρώματά της και από την δεξιά μέχρι την άκρα αριστερά (πράγμα που ξένισε πολλούς κυρίως αριστερούς που εξακολουθούν να κλείνουν τα μάτια στα μηνύματα των καιρών), ένα μίσος που είναι αναμφισβήτητα δείγμα ωριμότητας. Δείγμα ότι ο κόσμος έχει καταλάβει ότι τα πολιτικά στελέχη προωθούν πάντα τα στενά τους συμφέροντα, είτε αυτό σημαίνει ότι προωθούν το κόμμα τους γιατί έτσι εξασφαλίζουν από φράγκα μέχρι θέσεις (πληρωμένη υπηρεσία δηλαδή κανονικά), είτε ότι προωθούν την πολιτική του κόμματος τους, της ομάδας τους ή ακόμα και της ιδεολογίας τους (σεχταριστική, ελιτίστικη ή ότι άλλο) αδιαφορώντας αν τελικά αυτό είναι που θέλουν οι υπόλοιποι ή αν τους αντιστοιχεί στην τελική. Υπήρξαν αριστερές φωνές που κατακεραύνωσαν αυτή τη μαχητική αντιπολιτική θέση, παρατηρώντας ότι αν δεν υπάρχει πολιτικός διάλογος δεν μπορεί να υπάρξει και πολιτική πρόοδος. Δεν μας έπεισαν. Ποτέ δεν πιστέψαμε άλλωστε ότι το ζήτημα του πολιτικού διαλόγου θα λυθεί με έναν διάλογο των πολιτικών εκκλησιών. Οι αριστερές οργανώσεις αν πραγματικά ενδιαφέρονται να προωθήσουν τον πολιτικό διάλογο καλό είναι να ξεκινήσουν από το εσωτερικό τους, που τόσο λείπει. Το αντιπολιτικό στοιχείο της πλατείας (διαφορετικά εκφρασμένο στο πάνω και στο κάτω μέρος της πλατείας ασφαλώς) είχε πράγματι και αρνητικές πλευρές. Αλλά εμείς αλλού τις εντοπίζουμε.

Ήταν στο ότι ενώ από την μία κραύγαζε την κριτική του σε ολόκληρο το φάσμα του πολιτικού συστήματος, από την άλλη άφηνε διάπλατα ανοιχτή την πόρτα των διαδικασιών του στην πολιτική διαμεσολάβησή και το γενικότερο έλεγχο τους από τα στελέχη της αριστεράς, που κάθε βράδυ έκρυβαν την πολιτική τους ταυτότητα και “κατακεραύνωναν”από άμβωνος το “σάπιο πολιτικό σύστημα και τα κόμματά του” -επιβεβαιώνοντας παρεμπιπτόντως ότι όσα λέγονται για αυτούς δεν τους αδικούν καθόλου. Είδαμε έτσι μπροστά στα μάτια μας, εκείνο που ξεκίνησε -κυρίως στην συνέλευση- σαν μια ριζική κριτική του πολιτικού συστήματος που έβαζε σε πρώτο πλάνο τις ανάγκες του καθενός, να εξελίσσεται σταδιακά σε μια μικρή βουλή, που ο καθένας, χωρίς κόστος, χωρίς ανάληψη καμιάς ευθύνης, μπορούσε να προωθεί συγκαλυμμένα την ατζέντα του οργανωτικού του μορφώματος, με γενικόλογες διακηρύξεις, που αποπροσανατόλιζαν από τα ουσιαστικά ζητήματα και έκοβαν τον δρόμο όσων επιθυμούσαν άμεσα και αυθεντικά να θέσουν τα ζητήματα που τους απασχολούσαν.

Αυτό όμως είναι εν τέλει ένα βαθιά πολιτικό πρόβλημα, που δεν αντιμετωπίστηκε σαν τέτοιο. Είναι πολιτικό πρόβλημα δηλαδή το ότι δεν φτάνουν οι καλές προθέσεις και η διάθεση κριτικής απέναντι στο πολιτικό σύστημα για να καταφέρεις να το ξεπεράσεις. Οι διαδικασίες της πλατείας συντάγματος έδειξαν γλαφυρά ότι τα πολιτικά παιχνίδια, η διαμεσολάβηση, η περιχαράκωση σε πολιτικές ταυτότητες δεν είναι αποτέλεσμα μόνο μιας στρεβλής ιδεολογίας, αλλά κυρίως αποτέλεσμα της ύπαρξης συγκεκριμένων σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων. Σχέσεων που προκύπτουν όταν κάποιοι παίρνουν τον ρόλο των ειδικών (των διαδικασιών, της πολιτικής κλπ) και κάποιοι άλλοι τον ρόλο του να αναθέτουν στους πρώτους την ευθύνη υλοποίησης των όποιων δράσεων. Όσο δεν παίρνει ο καθένας μας την ευθύνη της υλοποίησης των δράσεων που από κοινού αποφασίζουμε, ότι και να λέμε στα λόγια για απατεώνες πολιτικούς και λαμόγια συνδικαλιστές θα μένουν μόνο λόγια. Η εξαπάτηση από τους πολιτικούς δεν είναι απλά ένα κόλπο κάποιων κακών που μας στήνουν παγίδες για να μας ξεγελάσουν. Είναι αποτέλεσμα των τρόπων που λειτουργούμε μεταξύ μας καθημερινά, αλλά και ειδικά μέσα στις διαδικασίες αγώνα και πιο συγκεκριμένα για το αν αναλαμβάνουμε άμεση δράση καταστρέφοντας στην πράξη τις διαμεσολαβήσεις.

Το διήμερο 28 και 29 Ιουνίου –αλλά και στις ομάδες εργασίας λιγότερο– φάνηκε πως ο κόσμος μπορεί να υιοθετήσει μια τέτοια στάση. Γιατί όσο και αν προσπάθησαν οι πολιτικές δυνάμεις να διαχειριστούν τις συγκρούσεις, οι άνθρωποι κατέβηκαν στον δρόμο χωρίς την καθοδήγηση κανενός –τα μπλοκ διαλύθηκαν γρήγορα– και κατάφεραν να χαράξουν την δική τους πορεία, όπως την καταλάβαιναν. Πέρασαν έτσι γρήγορα από τον ρόλο εκείνου που καταγγέλλει, βρίζει και προτείνει, αλλά χωρίς να συμμετέχει στην υλοποίηση, στον ρόλο εκείνου που κάνει μια οριακή επιλογή σύγκρουσης με την νομιμότητα και την υπερασπίζεται με προσωπικό κόστος.

Αν η στάση των δυνάμεων της αριστεράς ήταν λίγο πολύ ομοιόμορφη και προβλέψιμη, η στάση του χώρου της αναρχίας/αντιεξουσίας/αυτονομίας ήταν αρκετά πολύπλοκη. Ένα μέρος του χώρου στάθηκε καταρχήν αμήχανα απέναντι σε αυτή τη νέα μορφή κινητοποίησης προσπαθώντας, μάταια μάλλον, να την κατατάξει στις παραδοσιακές κατηγορίες. Παρέμεινε όμως για μεγάλο χρονικό διάστημα κοντά, τουλάχιστον παρατηρώντας αν και χωρίς να παίρνει θέση. Ένα άλλο κομμάτι στρατεύτηκε πίσω από την παραδοσιακή άρνηση οποιασδήποτε κινητοποίησης που δεν εμπεριέχει βία, σαν εκ των πραγμάτων αντεπαναστατική, αντιδραστική, συντηρητική. Αλλά μάλλον συντηρητικό είναι το ίδιο στο βαθμό που αρνείται να εγκαταλείψει τα ξεπερασμένα κριτήρια του παρελθόντος. Και υπήρξε και ένα κομμάτι που υπηρέτησε με συνέπεια το ρόλο που τόσα χρόνια ακούραστα υπηρετεί: του ειδικού της βίας. Εμφανίστηκε τη στιγμή της σύγκρουσης αδιαφορώντας για το πριν και το μετά και εξαφανίστηκε και πάλι όταν τα πιο πεζά ζητήματα της επικοινωνίας, της συζήτησης και της συνδιαμόρφωσης τέθηκαν και πάλι. Ακόμα υπήρξε ένα κομμάτι που απαξίωσε πλήρως και απόλυτα αυτό που συνέβαινε στο σύνταγμα. Τέλος υπήρξε και ένα κομμάτι του χώρου που συμμετείχε ενεργά στις διαδικασίες. Άνθρωποι που έδωσαν μεγάλο μέρος του χρόνου τους στο να παρακολουθούν, να παρεμβαίνουν στις συνελεύσεις και να συμμετέχουν στις δράσεις της πλατείας συντάγματος. Κυρίως όμως βοήθησαν να ενισχυθούν οι διαδικασίες αποκέντρωσης που ξεκίνησαν με την πρωτοβουλία για κάλεσμα τοπικών συνελεύσεων.

Ένα άλλο ζήτημα που μπήκε με πολύ ακραίο τρόπο στο σύνταγμα ήταν η εμφάνιση για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση σε κινητοποιήσεις, εθνικών συμβόλων. Αλλά και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα εθνικής ενότητας –στην πάνω πλευρά κυρίως. Θα πρέπει καταρχήν να αποτιμήσουμε όσο γίνεται καλύτερα τις διαστάσεις του φαινομένου. Και αυτό γιατί ενώ οι σημαίες ήταν η ορατή πλευρά του, το νόημα τους δεν είναι τόσο εύκολα αποκρυπτογραφούμενο. Μέσα σε διαδικασίες αγώνα τα σημεία αλλάζουν γρήγορα νοηματοδότηση, νέες αντιλήψεις δημιουργούνται και κάθε ανάγνωση με γνώμονα το παρελθόν είναι καταδικασμένη να μένει στην επιφάνεια και να χάνει την ουσία. Με αυτό το νόημα, δε θεωρούμε όποιον-αν σηκώνει μια ελληνική σημαία νεοναζί χρυσαυγίτη που μαχαιρώνει, μπορεί να είναι χίλια δυο πράγματα (π.χ. μικροαφεντικό που βλέπει να θίγεται με εθνικούς όρους από την κρίση, αριστερός πατριώτης που θεωρεί τη χώρα υπο κατοχή κλπ). Μην παρεξηγηθούμε. Σαν ΣΚΥΑ έχουμε ξεκαθαρισμένο ότι όταν τα υποκείμενα ανάγουν στο εθνικό τα προβλήματα και τις λύσεις, αυτή η αναγωγή στέκει εκ των πραγμάτων εμπόδιο στις διαδικασίες αγώνα και ως εκ τούτου πρέπει να πολεμιέται με κάθε μέσο. Είναι όμως άλλο το ερώτημα εδώ. Το ερώτημα είναι γιατί υπήρξε αυτή η αυξημένη σε σχέση με το παρελθόν παρουσία των εθνικών συμβόλων;

Θεωρούμε ότι δεν ήταν μία η αιτία που οδήγησε όλους αυτούς τους ανθρώπους στην επίδειξη της εθνικής τους ταυτότητας. Διαφορετικές φιγούρες την πρόβαλαν για διαφορετικούς λόγους. Για παράδειγμα η ανάδειξη της εθνικής ταυτότητας υπήρξε για πολλούς, που δεν είχαν μια πρότερη πολιτικοποίηση, μια πρώτη αυθόρμητη απάντηση στο ερώτημα “ποιοι εν τέλει είμαστε εμείς εδώ”. Μία μικρότερη μερίδα ήταν ασφαλώς μικροαστοί που τα τελευταία χρόνια προλεταριοποιούνται με γοργούς ρυθμούς και παρότι η οργή τους χτυπάει κόκκινο αντιλαμβάνονται πως το ταξικό συμφέρον τους βρίσκεται σε εθνικού τύπου λύσεις της κρίσης. Υπάρχει όμως και μια μεγάλη μάζα που έχει γαλουχηθεί με τον αντιιμπεριαλισμό και τον πατριωτισμό της μεταπολεμικής αριστεράς, και που αντιμετωπίζει την κρίση σαν φαινόμενο εθνικό, που κάποιοι κακοί ξένοι επέβαλλαν στην Ελλάδα. Αυτές οι φωνές δεν είναι χωρίς καθοδήγηση καθώς το μεγαλύτερο φάσμα των αναλύσεων ακόμα και αριστερών, μια τέτοια οπτική γωνία υιοθετεί. Με αυτό κατά νου ίσως να καταλήξουμε και στο συμπέρασμα ότι τελικά (με τέτοια πολιτικοπολιτιστική κληρονομιά και σε τέτοιο πλαίσιο) ίσως και να ήταν και λίγες οι σημαίες που σηκώθηκαν στην πλατεία συντάγματος. Για εμάς είναι περισσότερο ενοχλητικά και επικίνδυνα για τους αγώνες η χρησιμοποίηση λέξεων όπως δωσίλογοι,  κυβέρνηση Τσολάκογλου, χούντα, κατοχή κλπ. οι οποίες χρησιμοποιούνται κατά κόρον από την αριστερά και τον α/α/α χώρο και οι οποίες κλείνουν το μάτι σε αστικά εθνικοαπελευθερωτικά μέτωπα παρά στις ταξικές αντιστάσεις.

Ένα άλλο προβληματικό χαρακτηριστικό των συγκεντρώσεων ήταν ο φιλειρηνισμός τους που ενώ ταίριαζε γάντι με τον χαρακτήρα εθνικής ενότητας που πολλοί ρητά ή άρρητα ήθελαν να επιβάλλουν, έδειξε –αργά μεν, αλλά έδειξε– τα όρια του. Γιατί όσοι έχουν ελάχιστες γνώσεις ιστορίας αντιλήφθηκαν απ’την αρχή πως το επίδικο αντικείμενο που έθετε η πλατεία, ο πήχης της διεκδίκησης, δεν ήταν σε επίπεδο τέτοιο ώστε να αρκούν μερικές συγκεντρώσεις και καναδυό ψηφίσματα για να υποχωρήσει η κυβέρνηση. Είναι ξεκάθαρο ότι την στιγμή που το ελληνικό κράτος περνάει μια από τις χειρότερες κρίσεις της ιστορίας του όσοι στέκονται εμπόδιο στις προσπάθειες διάσωσής του, είναι γι’αυτό εγκληματίες πρώτης τάξεως, και έτσι θα αντιμετωπίζονται. Ποιος λοιπόν είχε το δικαίωμα να πιστεύει ότι το να διεκδικείς να μην εξαθλιωθείς εσύ και αντί γι’ αυτό να πληρώσουν τα αφεντικά αυτής της κοινωνίας, θα ήταν κάτι που θα δέχονταν αμαχητί; Ήδη από τις 15 Ιουνίου είχαν αρχίσει να εμφανίζονται ρωγμές, αλλά κυρίως με τις δύο μέρες του Ιούνη δόθηκε ένα ισχυρό χτύπημα στις φιλειρηνικές αντιλήψεις. Τις αμέσως επόμενες μέρες η στάση της πλατείας είχε αλλάξει εντελώς και μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι η εμπειρία των συγκρούσεων δεν θα επιτρέψει στους ανθρώπους που τις έζησαν να έχουν αφελείς ιδέες για τις όποιες κινητοποιήσεις στο μέλλον.

Αλλά και πιο γενικά αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό που αξίζει να υπογραμμίσουμε. Δηλαδή ότι η μάζα των αγωνιζόμενων, κατάφερε να αντιληφθεί και να αφομοιώσει με εξαιρετική ταχύτητα πρακτικές και νοήματα που κάτω από άλλες συνθήκες θα απαιτούσαν πολλά χρόνια. Ξεκινώντας από τις διαδικασίες συζήτησης μέχρι τις πρακτικές σύγκρουσης στον δρόμο.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό που λειτούργησε αντιφατικά ήταν κάποιος φετιχισμός της πλατείας. Η λογική δηλαδή του να κάνουμε πάνω στην πλατεία χίλια πράγματα αλλά γενικώς να αδιαφορούμε αν στον από κάτω δρόμο η ζωή συνεχίζεται αδιατάρακτη. Μια λογική που ταίριαζε γάντι και με την επιδίωξη της αριστεράς να γίνει η πλατεία παράγοντας της κεντρικής πολιτικής σκηνής –αδιαφορώντας για τις πρακτικές προεκτάσεις αυτής της επιλογής. Και οι πρακτικές προεκτάσεις ήταν ότι ενώ οτιδήποτε γινόταν στην πλατεία ενισχυόταν από χιλιάδες κόσμου, όταν κάποια δράση πραγματοποιούνταν σε άλλο χώρο στηριζόταν από πολύ λίγο κόσμο. Δεκάδες επιτροπές και εγχειρήματα φιλοξενούνταν σε χώρους της πλατείας και για κάθε δυνατό θέμα, αλλά πολύ συχνά η εμβέλεια της δράσης τους δεν ξεπερνούσε την οδό Φιλελλήνων. Και αυτό βέβαια σαν μια μορφή του ξεσπάσματος δεν είναι ασφαλώς κατακριτέο. Υπήρξε όμως ένα ξεκάθαρο όριο αυτού του αγώνα.

Το ενδιαφέρον όμως είναι ότι αυτό που μέχρι τότε στάθηκε εμπόδιο, έγινε το διήμερο του Ιούνη το βασικό στοιχείο οργάνωσης του αγώνα. Ήταν δηλαδή ακριβώς η εμμονή στην κατάληψη της πλατείας εκείνο το στοιχείο που κατάφερε να συνενώσει σε μια μαχητική στάση όλον αυτόν τον ετερόκλητο κόσμο, παίζοντας τον συντονιστικό ρόλο που κάτω από άλλες συνθήκες θα έπαιζαν οι πολιτικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις, που αδυνατούν να παίξουν σήμερα και δεν θέλουν άλλωστε.

Το πλήθος

Το κεντρικό βέβαια ερώτημα σχετικά με τις συγκεντρώσεις ήταν από τι κόσμο αποτελούνταν αυτό το ετερόκλητο πλήθος. Γιατί πράγματι ήταν ετερόκλητο. Οι συγκεντρώσεις ήταν εμφανώς διαταξικές ή για να είμαστε πιο ακριβείς συσπείρωναν κόσμο των κατώτερων κοινωνικών τάξεων που χτυπιέται από την κρίση. Δίπλα δηλαδή στους άνεργους και τους απολυμένους, βρίσκονταν και μικροαφεντικά ή μικρομαγαζάτορες που βλέπουν τις δουλειές τους να καταστρέφονται. Και αυτό βέβαια ήταν ένα μεγάλο πρόβλημα των διαδικασιών. Ένα πρόβλημα όμως που καλό είναι να το έχουμε κατά νου, με δεδομένο ότι ή κρίση χτυπάει προς πολλές πλευρές, είναι ένα πρόβλημα που βρίσκεται μπροστά μας και δεν ξεπερνιέται με εύκολες λύσεις. Η συνύπαρξη σε κοινές διαδικασίες αγώνα διαφορετικών ταξικών υποκειμένων είναι βέβαιο ότι βραχυκυκλώνει τη δράση, παρότι αρχικά ενισχύει την μαζικότητα. Από την άλλη όμως δεν είναι δυνατόν να κινείσαι με γνώμονα την ταξική καθαρότητα μέσα σ ́ένα κοινωνικό περιβάλλον που αλλάζει συνεχώς δραματικά.

Η πιο κυρίαρχη ίσως φιγούρα ήταν εκείνη του σχετικά νέου εργαζόμενου ή και φοιτητή (μελλοντικού εργαζόμενου) του ιδιωτικού τομέα ή ακόμα και αυτοαπασχολούμενου, φιγούρα που επιβιώνει σε ένα εξαιρετικά άγριο περιβάλλον και βλέπει ότι και αυτή τη φορά εκείνος πληρώνει τον λογαριασμό. Αυτός ο κόσμος που δεν αντιπροσωπεύεται από συνδικάτα ή ενώσεις, που είναι όμως πάρα πολύς, βρήκε στις συγκεντρώσεις τα απογεύματα και τα σαββατοκύριακα έναν τρόπο να αντιδράσει, έστω και απλά διαμαρτυρόμενος. Και ήταν ουσιαστικά η πρώτη φορά –με εξαίρεση ίσως το Δεκέμβρη– που τον είδαμε τόσο μαζικά στον δρόμο.

Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές οι συγκεντρώσεις των “αγανακτισμένων” έχουν λήξει. Και η όποια δυναμική φαίνεται να έχει μεταφερθεί σε συνελεύσεις γειτονιάς και ίσως σε τοπικές κινήσεις ενάντια στα χαράτσια (με μικρότερη ένταση ίσως, και σίγουρα λιγότερη αριστερή λάμψη επικών πολιτικών μαχών στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό). Μας έδειξαν όμως για όσο διάστημα διαρκούσαν, την από μέσα πλευρά του τυφώνα. Τα τεράστια δηλαδή οργανωτικά και πολιτικά ζητήματα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε μέσα στο περιβάλλον της κρίσης. Και έδειξαν επίσης –απλόχερα σε όποιον κράτησε τα μάτια του ανοιχτά– και τις τεράστιες δυνατότητες των από κάτω. Όχι τόσο σε σχέση με τις γνώσεις που έχουν. Όσο στο τι ικανότητες δημιουργίας διαθέτουν. Κανένας δεν είναι απλός άνθρωπος.

Συνέλευση για την Κυκλοφορία των Αγώνων

από τη Σφήκα τεύχος 1 Νοέμβρης του 2011

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*