Μελετώντας κανείς την Ιστορία των κινημάτων του τελευταίου αιώνα, την Ιστορία των υφέσεων, την Ιστορία των κρίσεων και των “παλινορθώσεων”, οι χαρακτήρες που βρίσκει θα μπορούσαν κάλλιστα να παρασταθούν σε κάρτες τύπου ταρώ. Ανάλογα με τις καταβολές του καθενός, το όνομα που θα έδινε στην κάθε φιγούρα θα άλλαζε. Φαίνεται να υπάρχει μόνο μία κοινή τομή, ασχέτως του κοσμοειδώλου του καθενός, ασχέτως της πολιτικής θεώρησής του, ασχέτως του καπιταλιστικού χωροχρόνου στον οποίο αναφέρεται, ασχέτως των προθέσεών του: ο άνεργος, ένας χαρακτήρας που πάντα εμφανίζεται απρόσωπος κι ασήμαντος στα πλαίσια του κυρίαρχου λόγου, πάντα με το ίδιο όνομα και που πάντα εκλαμβάνεται ως “προβληματικός”, ως δυνάμει (ή εν ενεργεία) επικίνδυνος. Κοιτώντας στην συνέχεια τη σύνθεση της διαδικασίας μας, των κύκλων μας και όποια άλλη πτυχή της πραγματικότητας επιλέγαμε, ο άνεργος φαινόταν πλέον να κυριαρχεί, να έχει σταμάτησει να εμφανίζεται ως ο μεμονωμένος “άτυχος” και να έχει μετατραπεί σε κοινό παράδειγμα στις σύγχρονες συνθήκες. Όταν λέγαμε “άνεργος” δεν ήταν πλέον κάποιος μακρινός απο εμάς αλλά πολλοί απο εμάς τους ίδιους, κουβαλώντας προβλήματα, ανάγκες και αδιέξοδα που ως τώρα δεν τα είχαμε ποτέ επικοινωνήσει.
Αντιληφθήκαμε, λοιπόν, πως η ενασχόλησή μας με το –επιτακτικότατο πλέον– ζήτημα της ανεργίας έθετε ως αφετηρία τους ίδιους μας τους εαυτούς. Επιλέξαμε έτσι ορισμένους άξονες κουβέντας που θα ακολουθούσαμε σε έναν κύκλο σχετικών συζητήσεων, αρχίζοντας απο τις βιωματικές μας εμπειρίες, τον τρόπο που έχουμε ζήσει την ανεργία, τα ατομικά μας συμπεράσματα, τα απτά προβλήματα που μας δημιούργησε και τις συνθήκες στις οποίες μας επιτάσσει ατομικά. Η εν λόγω προσέγγιση του θέματος, πέραν του ότι μας βοήθησε να γνωριστούμε καλύτερα, ανέδειξε πτυχές του ζητήματος που δεν είχαμε συνειδητοποίησει νωρίτερα, επικυρώνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο τόσο την έκταση όσο και την πολυπλοκότητα του φαινομένου της ανεργίας. Αν ήταν να συνεχίσουμε να διαπραγματευόμαστε την ανεργία, οφείλαμε να δούμε τον τρόπο συναρμογής του υποαπασχολούμενου, του ετεροαπασχολούμενου, του νεοεισαχθέντος στην αγορά εργασίας κλπ. στο ιδιότυπο καθεστώς που έχει πλέον διαμορφωθεί. Η παραπάνω πορεία σε συνδυασμό με τον απώτερο στόχο οι συζητήσεις αυτές να μας προσφέρουν κάποια γόνιμα εργαλεία στην πολιτική αντιμετώπιση του φαινομένου, είναι που μας κάνει να μην θεωρούμε το ζήτημα λήξαν και να είμαστε σε θέση μονάχα να διατυπώσουμε κάποια συμπεράσματα.
Η μεθοδολογία, ωστόσο, που ακολουθήσαμε, παρ’ ότι βασισμένη στα βιώματα, δεν είχε σκοπό να μας καθηλώσει σε αυτά, απαγορεύοντάς μας να δούμε την “μεγάλη εικόνα”. Αλίμονο, μικροαφεντικά και δούλοι, άνεργοι γινήκαμ’ ούλοι. Φαίνεται πλέον πως η οπτική που κοιτάει την ανεργία ως μέθοδο δημιουργίας ενός εφεδρικού βιομηχανικού στρατού, ενός μηχανισμού μείωσης του εργατικού κόστους, παρ’ ότι σημαντική, δεν αρκεί για να περιγράψει το φαινόμενο. Κοιτώντας κι έξω απο αυτό το πλαίσιο, βλέπει κανείς τις παρούσες συνθήκες να επιτρέπουν στο κεφάλαιο να πραγματοποιεί μία απευθείας επίθεση στην συνολική αναπαραγωγή του εργαζόμενου. Η συμπληρωματική αυτή οπτική επιβεβαιώνεται όχι μόνο από τις μαζικές διαστάσεις που έχει λάβει η ανεργία την τελευταία διετία και τις επιθέσεις στα βασικά εργασιακά κεκτημένα, άλλα και από την μείωση του επιδόματος ανεργίας και την παράλληλη αύξηση των διαστημάτων ανεργίας και του κόστους ζωής (αύξηση φπα σε βασικά τρόφιμα και ποτά, ιδιωτικοποίηση υπηρεσιών υγείας και δέκο κ.α.). Εν ολίγοις, η σύγχρονη στρατηγική του κεφαλαίου δε χρησιμεύει μόνο για να “συμμορφώσει” στις καινούριες συνθήκες εκμετάλλευσης, αλλά παράλληλα μεταθέτει όλο και μεγαλύτερο μέρος του κόστους αναπαραγωγής από τα κατάλοιπα του κράτους πρόνοιας στο μεμονωμένο άτομο και τον θεσμό της οικογένειας παράγοντας εναν διαρκώς αυξανόμενο πληθυσμό που απειλείται με πλήρη εξαθλίωση, έναν πλεονάζοντα πληθυσμό σε πλήρες αδιέξοδο.
Εύκολα συνειδητοποιούμε ότι το να καλείται κάποιος να επιβιώσει με 450 ευρώ μηνιάτικο αρκεί για να θολώσει σε μεγάλο βαθμό την διαχωριστική γραμμή μεταξύ ανεργίας και εργασίας. Οι δε περίοδοι μαύρης, κακοπληρωμένης, εξαντλητικής εργασίας πλέον, για ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού που έχει απωλέσει προ πολλού την κάθε προοπτική εργασιακής σταθερότητας, γίνονται αντιληπτές ως τυχαία και σπάνια διάλλειματα ανάμεσα στις περιόδους εξαντλητικής ανεργίας. Η δε νοοτροπία της κατάρτισης σε κάποιο αντικείμενο φαίνεται περισσότερο απο ποτέ σπατάλη χρόνου και η μεσσιανική προσμονή της επιστημονικά καταρτισμένης καριέρας αποκαλύπτει πιο ξεκάθαρα απο ποτέ την απεύθυνσή της στις προνομιούχες τάξεις. Η πραγματικότητα των υπολοίπων είναι πιο ειλικρινής. Ένας φαύλος κύκλος επισφάλειας – υποαπασχόλησης – ανεργίας, έτοιμος ανά πάσα στιγμή να φιλοξενήσει νέο κόσμο, απόφοιτους σχολών των οποίων τα χρόνια κατάρτισης ήταν άχρηστα, μη-πτυχιούχους που καθηλώνονται σε στενότερα όρια αναζήτησης εργασίας, μετανάστες στην ύστατη συνθήκη εκμετάλλευσης κ.α.
Στις συζητήσεις μας ένας προβληματισμός υπερίσχυσε των υπολοίπων: ποιοί είναι τελικά οι άνεργοι; Τί τους συσπειρώνει; Τί τους διαχωρίζει; Ποιές είναι οι κοινές ανάγκες τους και πώς οι ανάγκες που είναι διαφορετικές τους κατανέμουν σε σύνολα; Η προβληματική της φιγούρας του ανέργου φαινόταν να θέτει το ερώτημα ενός διαχωρισμού. Απο την μία πλευρά, ο νεός σε ηλικία, συνήθως απόφοιτος πανεπιστημίου, που δεν μπορεί να μπει με σταθερούς όρους στην αγορά εργασίας και αδυνατεί να ξεκινήσει την ζωή του με την οικονομική ανεξαρτητοποίηση απο την οικογενειακή στέγη, να διασφαλίσει ένα εισόδημα και να αποκτήσει τριβή τόσο με τις εργασιακές σχέσεις όσο και με εμπειρίες αγώνα στους χώρους εργασίας. Αυτός που αδυνατεί να δώσει μία μοναδική απάντηση στην ερώτηση “τί δουλειά κάνεις;”, καθώς η εργασιακή του εμπειρία δεν τον συνδέει με κάποιον συγκεκριμένο κλάδο ή αντικείμενο. Η δε επισφαλής του κατάσταση, στην περίπτωση που είναι πτυχιούχος, συχνά τον οδηγεί σε περαιτέρω σπουδές, μέσω ενός μεταπτυχιακού, περισσότερο για να βρει κάποιον τρόπο να δικαιολογήσει αυτή του την θέση στο καθεστώς ανεργίας-επισφάλειας παρά επειδή πραγματικά προσμένει λύση στο αδιέξοδό του. Κι αυτό μέχρι να επιστρέψει στο κλονισμένο οικοδόμημα της οικογενειακής πρόνοιας, όπου συναντιέται με εργαζόμενους, συνταξιούχους ή όμοιούς του, για να βασιστούν όλοι μαζί σε έναν οικογενειακό προϋπολογισμό που ούτως ή άλλως πάσχει. Σ’ αυτόν φαίνεται να επικεντρώνεται το μεγαλύτερο διακύβευμα: η διαμόρφωση της μελλοντικής συνθήκης της εργασίας, εφόσον το αδιέξοδό του τον υποτάσσει στον θεσμό της οικογένειας, στην ευελιξία της απασχόλησης και στην τυχαιότητα της επιβίωσης. Στην προοπτική του να ενεργοποιήσει αγώνες, φαίνεται ανούσιο η διεκδίκησή του να περιορίζεται στην εύρεση εργασίας, στο πενθήμερο οχτάωρο ή στο τετράωρο χαρτζιλίκι και έτσι διαφαίνεται η δυνατότητα αυτής της φιγούρας να θέσει επιτακτικότερα το ζήτημα της συνολικής κριτικής της εργασίας. Η δε ιδιότυπη σχέση αυτού του κομματιού με την εργασία και η απειρία του στο πεδίο των εργατικών διεκδικήσεων που απορρέει απο αυτή, δημιουργεί την κυρίαρχη εντύπωση πως το κομμάτι αυτό δε δίνει αγώνες. Η κυρίαρχη αυτή εντύπωση διαψεύδεται εύκολα απο την εμφάνισή του στο προσκήνιο σε κομβικά συμβάντα όπως οι φοιτητικοί αγώνες του ’06-’07, ο Δεκέμβρης του ’08 και πρόσφατα στα γεγονότα της 12ης Φλεβάρη. Με βάση την κουλτούρα αυτών των αγώνων, σε αυτό το κομμάτι φαίνεται να επενδύεται η προσμονή για νέες μορφές αγώνα, που θα ξεπερνάνε την παραδοσιακή μορφή της μισθωτής εργασίας/εργασιακής σχέσης.
Στην άλλη όχθη της ανεργίας, μια ιδιόμορφη κατάσταση σχηματίζεται γι’ αυτούς που μέχρι πρότινος βίωναν ένα καθεστώς σταθερότερης απασχόλησης, κλαδικής ταυτότητας και οικονομικής ανεξαρτησίας απο το οικογενειακό περιβάλλον. Μία μερίδα τους βρίσκεται ήδη εκτός εργασίας και πιέζεται περισσότερο λόγω της κρίσης να επιστρέψει στην οικογενειακή στέγη αλλά διαφοροποιείται απο το κομμάτι των νεοεισαχθέντων στην αγορά εργασίας χάριν της προϋπηρεσίας του και της εμπειρίας του στην αναζήτηση εργασίας. Το υπόλοιπο αυτού του συνόλου, σε μία ηλικία που η συνταξιοδότηση ήταν κάποτε αρκετά κοντινή, είναι αυτό που έρχεται αντιμέτωπο με τις απολύσεις και για την αντιμετώπισή τους χρησιμοποιεί τις παραδοσιακότερες μορφές των εργατικών αγώνων, των οποίων κατέχει το know-how και διευκολύνεται κατα συνέπεια στο να μεθοδεύσει την επιτυχή έκβασή τους, αλλά δυσκολεύεται να τους επεκτείνει πέρα απ’ τα όριά του παραδοσιακού συνδικαλισμού, δηλαδή τις κλαδικές και επιχειρησιακές διεκδικήσεις. Το τελευταίο αυτό κομμάτι, ένεκα της ηλικίας του, είναι και αυτό που δέχεται την πιο βάρβαρη επίθεση καθώς διακύβευμά του είναι η εξασφάλιση των πρώτων αναγκών και η συντήρηση της δικής του οικογένειάς.
Όπως αναφέραμε παραπάνω, δεν μας ενδιαφέρει μια θεωρητική αποτίμηση της ανεργίας. Με αυτό ως δεδομένο, ο άνω διαχωρισμός των ανέργων στις φιγούρες που περιγράφουμε, εφόσον σε αυτές εντοπίσαμε και τους εαυτούς μας, χωρίς να αποτελούν απαραίτητα ένα σχήμα που εγκολπώνει όλες τις “κατηγορίες” ανέργων, μας προβλημάτισε στην προοπτική της μετάφρασης των αναγκών σε διεκδικήσεις. Αναδείχθηκε μία πολυμορφία αναγκών η οποία μας οδήγησε στη διαπίστωση πως η μόνη βάση συγκρότησης μιας κοινότητας ανέργων εντοπίζεται στην αντιμετώπιση εκείνου του στοιχείου που τους συγκροτεί αρνητικά, δηλαδή στην αντιμετώπιση της φτώχειας εν γένει, όχι στον τρόπο με τον οποίον θα μπορούσαν να αυτοπροσδιοριστούν. Αν αυτές οι φιγούρες διακρίνονται ή όχι λοιπόν, δεν μας απασχολεί σε αφηρημένο επίπεδο· η επίλυση αυτού του ερωτήματος όμως θα μας εισήγαγε πιο στοχευμένα στη γενικότερη προβληματική που στρέφει τα πολιτικά ερωτήματα της ανεργίας στην επιλογή ανάμεσα στις οργανώσεις σε επίπεδο γειτονιάς, στις πιο “κλαδικές” ομαδώσεις και σε άλλες ενδεχόμενες μορφές αγώνα.
Στο επίπεδο αυτό, χωρίς να θεωρούμε ότι υπάρχει μία μοναδική απάντηση, απο τις μέχρι τώρα συζητήσεις μας, η προοπτική των τοπικών βάσεων συσπείρωσης φαίνεται να υπερέχει των άλλων επιλογών. Οι δομές οργάνωσης στις γειτονιές είναι το έδαφος όπου η αγωνιζόμενη φιγούρα του ανέργου μπορεί να συναντηθεί τόσο με άλλες δομές και κοινότητες αγώνα, όσο και με άλλους ανέργους σε ένα πιο σταθερό πλαίσιο, όπου η παρουσία στον κάθε τοπικό ΟΑΕΔ μπορεί να είναι τακτική, γειωμένη και προσωποποιημένη. Τα ζητήματα της περίθαλψης και του κόστους ζωής είναι πιο εύκολο να συγκεκριμενοποιηθούν και οι παρεμβάσεις που στοχεύουν λ.χ. στην μείωση του ενοικίου ή στις δωρεάν μεταφορές, είναι πιθανότερο να επιτύχουν μεγαλύτερες πιέσεις. Αυτές οι προοπτικές δεν ειναι ασύνδετες με το χαρακτηριστικό που μονοπωλούν οι οργανώσεις γειτονιάς, το οποίο είναι η αποκλαδικοποιημένη φύση τους που βρίσκεται σε σύμπνοια με τη σύγχρονη διάρθρωση του φαινομένου της ανεργίας.
Όπως είπαμε ήδη, τα παραπάνω είναι προσωρινά συμπεράσματα, μερικές ενδείξεις προς την απάντηση και όχι η απάντηση στο ζήτημα καθ’ εαυτή. Το μόνο που μπορούμε να απαντήσουμε με μία σχετική σιγουριά είναι πως οι υπάρχουσες μορφές οργάνωσης είναι για το μέτωπο της ανεργίας, τουλάχιστον ως τώρα, αναποτελεσματικές. Το γεγονός και μόνο ότι πολλά απο τα εργατικά σωματεία διαγράφουν τα μέλη τους όταν μείνουν άνεργα καταδεικνύει επαρκώς την αδυναμία των μορφών αυτών να αποτελέσουν πολιτικό έδαφος για τις ανάγκες των ανέργων. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, οι δράσεις τους σταματούν στο μεταίχμιο της ανεργίας, την απόλυση και κατά συνέπεια μπορούν να έχουν μόνο προληπτικό ρόλο ως προς αυτήν. Τόσο απο τα σωματεία, όσο και απο την πλειοψηφία των υπόλοιπων πολιτικών δομών, οποιαδήποτε βοήθεια προς τους ανέργους είθισται να δίνεται με όρους φιλανθρωπίας ή με όρους καμπάνιας, όπως και να’χει όμως, απο απόσταση απο το ίδιο το υποκείμενο. Κάποιες τοπικές προσπάθειες ανέργων που έχουν ξεκινήσει, δεν θα λέγαμε φυσικά ότι χαρακτηρίζονται απο τις παραπάνω ανεπάρκειες και ούτε είναι ρόλος μας να τους ασκήσουμε κριτική απο τα σπάργανα.
Συνεπώς, η ενδεχόμενη διάκριση των φιγουρών, αφορά την δυνατότητα νέων δομών αγώνα, αποτελεί μία εξερεύνηση για τον χώρο στον οποίον θα συναντηθούν οι “παλιοί” άνεργοι, οι “νέοι” άνεργοι ή και όλοι μαζί. Θα πρόκειται για σωματεία βάσης ανέργων, για κοινότητες αυτομείωσης και αλληλοβοήθειας στην γειτονιά, για αιτήματα κοινωνικού μισθού, για μαζικές απαλλοτριώσεις όπως της 12ης Φλεβάρη; Πώς δίνεις έναν εργατικό αγώνα σε μία εργασιακή έρημο; Στο μόνο που μπορούμε να απαντήσουμε είναι πως, προς το παρόν, παρουσιάζεται μια διττή ανάγκη ενίσχυσης, τόσο των τρέχοντων αγώνων με την πιο κλασική τους μορφή, όσο και μίας πρωτοβουλίας ανάπτυξης αγώνων απο την αναδυόμενη φιγούρα. Το αν οι φιγούρες αυτές καλούνται να συνενωθούν υπο κοινή στέγη ή να κρατήσουν υλικά την διάκρισή τους, δεν είμαστε σε θέση να το απαντήσουμε, αλλά και να ήμασταν, δεν θα είχαμε καμία πρόθεση να το απαντήσουμε “απ’ έξω”.
Συνέλευση για την Κυκλοφορία των Αγώνων
Απρίλιος 2012
Σημειώσεις
[*] Σε μία συνέλευση ανέργων που βρέθηκαν κάποιοι απο εμάς πρόσφατα, απο πολλούς συντρόφους ακουγόταν ως μόνιμη επωδός ότι οι άνεργοι είναι “φαντάσματα”, καθώς οι αγώνες τους δεν έχουν ακόμα πάρει μορφή, οι προβληματισμοί τους δεν διατυπώνονται ρητά και διέπονται συνήθως απο μία ντροπή για την κατάστασή τους η οποία συχνά τους οδηγεί στην ιδιώτευση. Ο όρος φαντάσματα χρησιμοποιείται εδώ αφ’ ενός ως αναφορά στην παραπάνω χρήση της λέξης αλλά και αφ’ ετέρου ως σημαίνον ενός μεγάλου συνόλου παραλληλισμών που δε θεωρούμε χρήσιμο να αποδελτιώσουμε εδώ. [↑]
Υποβολή απάντησης