Φτάνοντας στο σταθμό του ηλεκτρικού στη Βικτώρια, μείναμε έκπληκτοι από τον κόσμο που κατέβαινε στη συγκέντρωση. Τα βαγόνια ήταν τόσο γεμάτα, που τελικά δε χωρέσαμε και ξεκινήσαμε με τα πόδια για το Σύνταγμα. Πολλοί σύντροφοι, λόγω της μικρής συμμετοχής στην απεργία που κηρύχθηκε για την Παρασκευή και το Σάββατο, συμπέραναν ότι αυτό θα είναι το μέλλον των γενικών απεργιών από δω και πέρα και ότι ο κόσμος θα κατεβαίνει μαζικά και οργισμένα στο δρόμο σε περιοδική βάση, όταν θα υπάρχει κάποιο άμεσο διακύβευμα (όπως η ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου ή τα μέτρα που ψηφίζονταν εκείνη τη μέρα). Εδώ όμως τίθεται η προβληματική: πράγματι κατέβηκε τόσο μαζικά και δυναμικά ο κόσμος στο δρόμο γιατί πίστευε ότι μπορούσε να αλλάξει το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας, υπήρξε δηλαδή ένα τέτοιο πραγματικό επίδικο;
Αυτό που φάνηκε ως κυρίαρχο (σίγουρα όχι μοναδικό και “καθαρό”) συλλογικό συναίσθημα, ως κίνητρο για τη μεγάλη συγκρουσιακή μέρα, ήταν το συναίσθημα της εκδίκησης. Είναι γεγονός ότι οι ειρηνικές μεταρρυθμιστικές αυταπάτες του καλοκαιριού έχουν αποδυναμωθεί με ρυθμό αντίστοιχο της επίθεσης του κράτους και του κεφαλαίου. Αν υποθέσουμε ότι το μέγεθος του πλήθους που κατέβηκε στο δρόμο την Κυριακή ήταν συγκρίσιμο με εκείνο κατά την ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου, τότε θα δούμε μέσα σε αυτά τα δυο στοπ καρέ των “μεγάλων ραντεβού” ποιοτικές διαφορές. Αυτό που έδειξε το γενικό κλίμα της Κυριακής, όσο μπορεί να καταγραφεί από τις συζητήσεις, τα συνθήματα και την ίδια τη στάση των υποκειμένων, είναι ότι έχει μειωθεί κατά πολύ εκείνο το κομμάτι που πιστεύει ότι “αρκεί να μαζευτούμε πολλοί και κάτι θα γίνει”. Σ’ αυτό το σημείο, είναι χαρακτηριστική η σημειολογική-εκφραστική διαφοροποίηση των δυο γεγονότων: τα τύμπανα, οι χοροί και το γλέντι της πλατείας Συντάγματος μετατράπηκαν σε πολεμικά βλέμματα, κατάρες, ξέσπασμα. Αν μπορούμε να πούμε ότι η υποκειμενική δημόσια έκφραση επηρεάζεται ή καθορίζεται από τις υλικές συνθήκες, τότε το πλήθος της Κυριακής απάντησε συγκεκριμένα στα συγκεκριμένα μέτρα που του στερούν στην πραγματικότητα το δικαίωμα να ζει, ενώ η ατμόσφαιρα του καλοκαιριού με τις γενικόλογες τοποθετήσεις ήταν μια πρώτη απόπειρα “δημιουργικής αντίστασης” στο ως τότε λίγο θολό τοπίο της επίθεσης. Μέσα από το αδιέξοδο και τα όρια της ιστορικής εμπειρίας του καλοκαιριού, οι περισσότεροι ήξεραν και πίστευαν λίγο ή πολύ ότι τα μέτρα θα περάσουν ό,τι και να γίνει, πόσο μάλλον αν δε γίνει κάτι δυναμικό.
Με αυτή τη λογική, με τη σαφή γνώση ότι τα μέτρα θα ψηφιστούν, καθώς και έχοντας να αντιμετωπίσει το πραγματικό δίλημμα “μέτρα ή χρεωκοπία”, ένα μεγάλο μέρος του κόσμου κατέβηκε στο δρόμο για να δείξει ότι δε θα χάνει με σταυρωμένα τα χέρια. Η βία ήταν κοινωνικά αποδεκτή και μη-διαχωρισμένη και μάλιστα υπήρχε ένα υπόρρητο “κλείσιμο ματιού” από πολλούς σε πιο ψημένο στη σύγκρουση κόσμο να βγει μπροστά, κάτι που φάνηκε και από τα χειροκροτήματα εν είδει παρέλασης (!) σε πάλαι ποτέ “σπάστες προβοκάτορες” που πορεύτηκαν ανάμεσα στον κόσμο για να γίνουν κεφαλή της σύγκρουσης με την κλούβα στην Ακαδημίας. Η μαχητικότητα και το πείσμα ανθρώπων από νεαρούς των γηπέδων και 30άρηδες άνεργους μέχρι συνταξιούχους και μαμάδες με παιδάκια στην αγκαλιά μπορεί να πάρει τον τίτλο του “αγώνα για αξιοπρέπεια σε μια προδεδικασμένη μάχη”, αν θεωρήσουμε ότι η μάχη αφορούσε τη μη-ψήφιση των μέτρων, μολονότι στο επίπεδο των πραγματικών μαχών το κράτος και οι ένστολοι φρουροί του τα βρήκαν αρκετά σκούρα.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, ήταν χαρακτηριστική η έλλειψη συμβόλων ή διακριτικών παντός τύπου για τα δεδομένα της ημέρας, και το πλήθος έμοιαζε σίγουρα πιο ενιαίο στους στόχους του από άλλες φορές, ένα τεράστιο μπλοκ σε κίνηση. Χωρίς να γνωρίζουμε την ταυτότητα κάθε ατόμου που κατέβηκε, σχηματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ήταν ένα πιο προλεταριακό κομμάτι ή πρώην “ασφαλείς” εργαζόμενοι που ήδη βλέπουν ότι ζούνε πολύ χειρότερα. Η ρευστότητα αυτής της εργασιακής κατάστασης, όπου πολλοί χάνουν τις δουλειές τους ενώ άλλοι δεν ξέρουν ούτε “τι δουλειά κάνουν”, έδωσε μια διαφορετική εικόνα στη διαδήλωση, με τα κομματικά αλλά και τα κλαδικά πανώ να αποτελούν μικρή μειοψηφία δυνάμεων. Με τη διαφαινόμενη ήττα του παραδοσιακού συνδικαλισμού και δίχως να έχει υπάρξει κάποια από τα πριν ανταγωνιστική μαζική οργάνωση, η παρέα αποτέλεσε την πλέον δυνατή μικροκοινότητα για τη μάχη και καθοριστικό μόρφωμα στη λήψη πρωτοβουλιών στο δρόμο.
Η είσοδος στο προσκήνιο ενός διευρυμένου αριθμού ανθρώπων με εμφανή συγκρουσιακά και επιθετικά χαρακτηριστικά, μπορεί να μην είναι απαραίτητα κάτι που οδηγεί σε ριζοσπαστικά-απελευθερωτικά μονοπάτια, εντούτοις δημιουργεί ένα πεδίο συνειδησιακής διαμόρφωσης, μαζί με το αντικειμενικό δεδομένο της καπιταλιστικής κρίσης, όπου πλατιά κοινωνικά στρώματα καλούνται να πάρουν θέση. Γνωρίζοντας ότι όλη αυτή η δυναμική μπορεί να ακολουθήσει κατεύθυνση που κινείται σε όλο το πολιτικό φάσμα, η Κυριακή έδειξε ότι παρά την γεωγραφικά ιδιαίτερη θέση της Ελλάδας, η οποία αποτελεί το έδαφος πάνω στο οποίο χτίζεται η φασιστική προπαγάνδα (μεγάλη μεταναστευτική ροή), είναι ίσως δύσκολο να στραφεί η οργή των αγωνιζόμενων ανθρώπων προς μια ακροδεξιά κατεύθυνση. Η απουσία ελληνικών σημαιών για τα δεδομένα της κινητοποίησης μπορεί να μην είναι ένα σαφές δείγμα αυτού (αφού ακόμα πολλοί πιστεύουν σε εθνικές αριστεροπατριωτικές λύσεις-ανάπτυξη της εσωτερικής οικονομίας), φανερώνει όμως ότι και συγκριτικά με άλλες εξεγέρσεις στον κόσμο, δεν μπορούμε να πούμε ότι η ελληνική έχει πιο εθνικιστικά χαρακτηριστικά, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι ανοιχτά τα πολιτικά ενδεχόμενα με την όξυνση της κρίσης. Αν και υπάρχει μια οργανική ιστορική σχέση μεταξύ ισχύος στο δρόμο και ανόδου του φασισμού, ως τώρα διαφαίνεται ότι αυτές οι τάσεις τροφοδοτούνται κυρίως από στρώματα μικροαστών που στήριξαν χουντικά καθεστώτα, παρά από το αγωνιζόμενο κομμάτι του προλεταριάτου. Η κυρίαρχη και επικίνδυνη τάση της στιγμής, είναι η διαρκής αναφορά στους “Γερμανούς”, τους “Μερκοζί” και τους “προδότες”, που η ελληνική αριστερά εξέθρεψε και ακόμα θρέφει με επιτυχία, η οποία μυστικοποεί τη σχέση κεφάλαιο σε μεγάλο-μικρό, αδηφάγο-ορθολογικό… στρώνοντας το έδαφος για την εθνική ενότητα.
Μέσα σε αυτή την αρκετά αναπάντεχη έκρηξη, έγινε επίσης φανερή και η αμηχανία της αριστεράς, από τη στάση του ΚΚΕ στο δρόμο και τις ανακοινώσεις του ΣΥΡΙΖΑ, μέχρι τις γενικόλογες διακηρύξεις και την καταδίκη των “ακροτήτων” από εξωκοινοβουλετικά τους τέκνα. Η εικόνα του ΚΚΕ βιδωμένου γύρω από την Ομόνοια σα να κάνει γαϊτανάκι μας προσέφερε μια χαρούμενη νύχτα και το θέαμα του υπερπολλαπλάσιου κόσμου που συγκρουόταν ταρακούνησε τα στελέχη, που πλέον ίσως βλέπουν τη βάση να “παρεκκλίνει” (μετά από λίγες μέρες στάλθηκαν οι νεολαίοι του Κόμματος να φάνε χημικά στον ερχομό του γραμματέα του ΝΑΤΟ, για να δείξουνε ένα πιο μαχητικό προφίλ). Από την άλλη, μπορεί να είναι αναμενόμενη η θλίψη της “αριστεράς της διανόησης, των τεχνών και των καλών οικογενειών” για το νεοκλασικό που κάηκε, είναι δύσκολο όμως να μαντέψει κάποιος από ποια πλευρά του Κοινοβουλίου προέρχεται η δήλωση: “Ξένες μυστικές υπηρεσίες έστησαν τα επεισόδια στην Αθήνα και στις μεγάλεις πόλεις της επαρχίας” (Π. Λαφαζάνης).
Άλλα εξωκοινοβουλευτικά κομμάτια της Αριστεράς δείχνουν να τα έχουν ακόμα περισσότερο χαμένα, με το ένα πόδι στην εξέγερση και το άλλο στην κομματική πρωτοπορία και τη νομιμότητα. Εκτός από τη μη αναφορά στην επιθετικότητα του πλήθους το οποίο ακόμα θυματοποιείται, όντας απλά “αθώος δέκτης της αστυνομικής βαρβαρότητας”, η στάση τους στο δρόμο πλέον φαίνεται να μην εμπνέει κανέναν. Έχοντας φροντίσει να πιπιλίζουν χρόνια για την “προβοκάτσια που κρύβει η κουκούλα”, “γιατί τα χει πει ο Τσε για τους επαναστάτες…”, τώρα τρώνε τα νύχια τους μπροστά στην όξυνση της καταστολής, με τη δημοσίευση φωτογραφιών διαδηλωτών προς ρουφιάνεμα στο site της Αστυνομίας. Και ενώ γίνεται σε πολύ κόσμο κατανοητό ότι το κράτος δε ζητά την νομιμοποίηση αλλά την επιβάλλει, η αριστερά της ανατροπής φωνάζει ακόμα ότι με τις ενέργειες των εξεγερμένων δίνεται τροφή για καταστολή, “για να καταργηθεί το άσυλο” ή για “να ανέβει μια χούντα”. Σε μια ιλαρή αντιστροφή της λογικής, κάποιοι ισχυρίζονταν ότι οι καταστροφές επιχειρήσεων οδηγούνε ανθρώπους στην ανεργία. Μένει μόνο να μας δείξουν ποια είναι ακριβώς εκείνη η προλεταριακή κίνηση από τα κάτω που δε χτυπάει περεταίρω το κεφάλαιο, αλλά δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας.
Όσον αφορά τα σπασίματα και τους εμπρησμούς κτιρίων, φάνηκε ότι είναι σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα κοινωνικά αποδεκτά από την περίοδο του Δεκέμβρη. Είναι εδώ άξιες αναφοράς κάποιες διαφορές ανάμεσα στους στόχους: στις καταστροφές κυρίως τραπεζών και λιγότερο εμπορικών αλυσίδων υπήρχε σχεδόν απόλυτη συναίνεση, μεγάλες κυρίες είχανε πάρει φακέλους φωνάζοντας “κάφτε τα κωλοδάνειά μας”. Κάποιες φωνές εναντίωσης ακούστηκαν για μικρά μαγαζιά. Αυτό φανερώνει ότι η μεγάλη μερίδα αυτών που χτυπιούνται εξέφρασαν ένα μίσος για εκείνον που θεωρούν άμεσο εχθρό, το τραπεζικό και μεγάλο εμπορικό κεφάλαιο, τους καπιταλιστές “με το Κ κεφαλαίο”. Από αυτή την οπτική, η εκδικητικότητα ήταν έκδηλη, σε μια προσπάθεια να πληρώσει και το κεφάλαιο όσο περισσότερα γίνεται, αφού ούτως ή άλλως οι υπόλοιποι θα πληρώσουν με αίμα και ιδρώτα την ψήφιση των μέτρων.
Οι αντιδράσεις για “τα προλεταριακά ψώνια” σχετίζονταν με την ταξική αλλά και πολιτική σύνθεση των παριστάμενων. Αρχικά ήταν αρκετά αρνητικές, υπήρξε κυνηγητό και καταδίκη. Όμως, σχηματίστηκε με την ώρα ένα πολυπληθές αντίπαλο στρατόπεδο υποστήριξης, με αποτέλεσμα τελικά οι αντιδράσεις να είναι μοιρασμένες. Τα δυο στρατόπεδα αντάλλασαν από επιχειρήματα μέχρι ύβρεις, αλλά πλέον που πολλοί καταλαβαίνουν ότι θα είναι ένα αντικειμενικό δεδομένο επιβίωσης για τους πιο πιεσμένους το κλέψιμο, η πρακτική είναι πιο εύκολα υποστηρίξιμη. Με άλλα λόγια, είναι δύσκολο να λες ότι “δε θα ‘χουμε να φάμε” και την ίδια στιγμή να βρίζεις όσους πράττουν με έναν τρόπο που πηγάζει από την παραπάνω παραδοχή. Σε γενικές γραμμές, υπήρξε στο θέμα αρκετή ζύμωση και συζήτηση πάνω στην ίδια τη φύση του παραγόμενου πλούτου, αφού διευρύνεται το γεγονός ότι όλα αυτά μας ανήκουνε και δεν μπορούμε να τα αποκτήσουμε. Είναι λογικό κάποιοι σύντροφοι να μην αισθάνονται άνετα με όλη αυτή τη λατρεία των εμπορευμάτων, όμως σε έναν εμπορευματικό κόσμο όπου βιτρίνες χωρίζουν ολοένα και περισσότερους από το να αποκτήσουν οτιδήποτε, η θεώρηση αυτή αποτελεί απλά μια άσκηση ιδεολογικού ελιτισμού.
Ένα άλλο επίσης χαρακτηριστικό γεγονός ήταν η διαμάχη που ξέσπασε με αφορμή την καταστροφή ακυρωτικών μηχανημάτων και μηχανημάτων έκδοσης εισιτηρίων του Μετρό στο Μοναστηράκι. Αν και οι καταστροφές αφορούσαν μόνο τον τεχνικό εξοπλισμό είσπραξης, κάποιοι επιτέθηκαν στους νέους που το έπραξαν. Εκ πρώτης όψεως, το θέαμα της καταστροφής ενός χώρου των “δημόσιων ΜΜΜ” υπερίσχυσε. Με τη γρήγορη παρέμβαση άλλων, οι αντεπιτιθέμενοι οπισθοχώρησαν και συνειδητοποίησαν ότι είχαν καταστραφεί τα ακυρωτικά. Πέραν όμως της τελικής σύμπλευσης, το περιστατικό δείχνει ότι υπάρχει ακόμα σύγχυση περί κρατικού και ιδιωτικού κεφαλαίου, τι “έχουμε πληρώσει εμείς”, που ανήκει σε μια κρατικίστικη κριτική της “ψαλίδας μεταξύ πλούσιων και φτωχών” παρά σε μια κριτική της ανταλλακτικής αξίας και του καπιταλισμού στην ουσία του. Σε αυτό όμως το πεδίο, οι καταστροφείς που βγάζαν την κουκούλα και συζητούσαν με εκείνους που αντιδρούσαν, έδειξαν ότι δεν είναι παρακρατικοί ασφαλίτες, αλλά συνειδητώς δρώντα υποκείμενα. Αυτή η αλληλεπίδραση με πολύ κόσμο, είναι και από τις σημαντικότερες πτυχές, αφού έτσι πλάθεται η υποκειμενικότητα πάνω στη διαδικασία του αγώνα – μετά από εκατέρωθεν κατηγορίες και βρισιές, ήταν χαρακτηριστική η ατάκα συντρόφου: “έτσι πρέπει, να γίνεται και λίγη συζήτηση”.
Μπορεί η επόμενη μέρα να ξημέρωσε μόνο με την ανάμνηση της φλόγας και των μαρμάρων και το σχιζοφρενικό, κενό συναίσθημα της επιστροφής, όμως είναι βέβαιο ότι η Κυριακή 12/2 χαράχθηκε στο μυαλό και την καρδιά των συμμετεχόντων: ήταν η δυνατή, άμεσα βιωμένη εμπειρία, η κατανόηση της μεγάλης δύναμης των καταπιεσμένων, η διαδικασία διαλόγου και πρακτικής μέσα από τις αντιφάσεις στο εσωτερικό τους αλλά και πέραν της κρατικής προπαγάνδας-θεάματος. Ήταν η επανεμφάνιση μιας προλεταριακής κουλτούρας που σιγομουρμουράει με το μαχαίρι στα δόντια, μια εικόνα ντυμένη με το hip-hop του no future σαν το νέο ρεμπέτικο, η φωτιά που καίει τα σύμβολα μιας κλεμμένης ζωής.
.ταφ
Απρίλιος 2012
Υποβολή απάντησης