Σημείωμα της μετάφρασης
Το κείμενο των Mouvement Communiste που ακολουθεί γράφτηκε το Δεκέμβριο του 2011. Μεταφράστηκε στα ελληνικά τον Απρίλιο του 2012 και κυκλοφόρησε σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων στις πόλεις της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Επιλέχθηκε να δημοσιευθεί ως μια ελάχιστη συνεισφορά στο κινηματικό διάλογο περί δημόσιου χρέους, καπιταλιστικής κρίσης και όξυνσης του κοινωνικού ανταγωνισμού. Παρά τον συχνά στριφνό του χαρακτήρα και τις αυστηρές θεωρητικές του διατυπώσεις, το κείμενο θέτει κάποια σημαντικά ζητήματα για την ανάλυση της κρίσης από ανταγωνιστική σκοπιά: Πώς συνδέεται η κρίση χρέους των κρατών με τη χρηματοπιστωτική κρίση; Τι αξιώνει η διάκριση μεταξύ “καλού” (παραγωγικού) και “κακού” (χρηματιστηριακού) κεφαλαίου; Ποιά είναι τα ενδεχόμενα του γενικευμένου νομισματικού πολέμου; Πώς αρθρώνεται ο λόγος των αφεντικών στη δεδομένη ιστορική περίοδο; Ποιά (πρέπει να) είναι η στρατηγική του προλεταριάτου; Η φιλοξενία του κειμένου στον παρόντα ιστότοπο νομίζουμε ότι προσφέρει το έδαφος για μια πρώτη ψηλάφηση αυτών των ζητημάτων. Στην πρωτότυπη μορφή του μπορεί να βρεθεί στο mouvement-communiste.com
Διατηρώντας τη θεωρητική μας πορεία
Το κείμενο που ακολουθεί αποπειράται να εξηγήσει τις αιτίες και τις συνέπειες της δημοσιονομικής κρίσης των κρατών της ευρωζώνης και να διασαφήσει τα χαρακτηριστικά της μέσα απ’ το ελληνικό παράδειγμα. Η δημοσιονομική κρίση αποτελεί απότοκο της τελευταίας κυκλικής κρίσης του καπιταλισμού, η οποία πυροδοτήθηκε από την αποκαλούμενη κρίση των ενυπόθηκων δανείων υψηλού κινδύνου (“sub-prime”) του 2007. Όπως έχουμε πει αρκετές φορές (και θα συνεχίσουμε να το κάνουμε), οφείλουμε να θυμηθούμε κάποια απλά σημεία για την καπιταλιστική κρίση (αν και δεν θα τα αναπτύξουμε περαιτέρω σ’ αυτήν τη φάση) όπως τα έχουμε κληρονομήσει από την κατανόηση του μαρξικού έργου, χρησιμοποιώντας τις κατηγορίες και τη μέθοδό του.
«Η δυσκολία να μετατραπεί το εμπόρευμα σε χρήμα, η δυσκολία να πουληθεί, προέρχεται μόνο από το γεγονός ότι το εμπόρευμα πρέπει να μετατραπεί αμέσως σε χρήμα, ενώ το χρήμα δε χρειάζεται να μετατραπεί αμέσως σε εμπόρευμα, από το γεγονός δηλαδή ότι η πώληση και η αγορά μπορούν να χωριστούν η μία απ’ την άλλη. Έχουμε πει ότι αυτή η μορφή συμπεριλαμβάνει τη δυνατότητα της κρίσης, δηλαδή τη δυνατότητα στοιχεία που ανήκουν μαζί, συνδεδεμένα αδιαχώριστα το ένα με το άλλο, να χωρίζονται και γι’ αυτό να ενώνονται βίαια, η δε συνοχή τους να επιβάλλεται με τη βία που ασκείται στην αμοιβαία αυτοτέλειά τους. Η δε κρίση δεν είναι παρά η βίαιη επιβολή της ενότητας φάσεων του προτσές παραγωγής που έχουν αυτοτελοποιηθεί η μία απ’ την άλλη». – Μαρξ [1]
– Ο καπιταλισμός έχει μια κυκλική λειτουργία οροθετημένη από κρίσεις, με την πρώτη να εντοπίζεται το 1825. Οι κρίσεις αξιοποίησης του παραγωγικού κεφαλαίου (βιομηχανικές κρίσεις) επανέρχονται σε γενικές γραμμές κάθε 4 έως 6 χρόνια. Απ’ τον 19ο αιώνα η συχνότητα των κρίσεων έχει αυξηθεί – αρχικά ήταν κάθε 10 έως 11 χρόνια. Αυτό οφείλεται στην αύξηση του ρυθμού περιστροφής του κεφαλαίου.
– Όπως κι ο πόλεμος, η περιοδική κρίση αξιοποίησης προσφέρει στο κεφάλαιο την ευκαιρία να επιταχύνει το ξεκαθάρισμα των μεμονωμένων κεφαλαίων και παραγωγικών τομέων επισπεύδοντας τον μετασχηματισμό ή την εξαφάνιση αυτών των οποίων το ποσοστό κέρδους είναι κάτω απ’ τον μέσο όρο. Αν μια τέτοια κρίση δεν πυροδοτήσει τον αυτόνομο πολιτικό αγώνα του προλεταριάτου, η περιοδική κρίση αξιοποίησης οδηγεί συστηματικά στο βάθεμα της κυριαρχίας του κεφαλαίου. Η κυκλική κρίση επιτρέπει επίσης στο κεφάλαιο να επαναπροσδιορίσει, προς όφελός του, τις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής. Αν οι εργάτες/-τριες δε βρουν τον τρόπο να αντισταθούν, η κρίση γι’ αυτούς/-ες σημαίνει τη μετάβαση σε ένα συσχετισμό δυνάμεων με τα αφεντικά όπου είναι εμφανώς πιο αδύναμοι/-ες στην άμεση διαδικασία παραγωγής, στην πραγματική τους σχέση με την κοινωνικοποιημένη εργασία, όπως και στις συνθήκες αναπαραγωγής της εργατικής τους δύναμης (άμεσο και έμμεσο μισθό, κοινωνικά δίκτυα ασφαλείας, συμβάσεις εργασίας). Σαν γενικός κανόνας ισχύει ότι η κρίση είναι πιο πρόσφορο έδαφος για την άρχουσα τάξη παρά για την εκμεταλλευόμενη.
– Η οικονομική κρίση είναι πάντοτε μια συνέπεια της δυσκολία αξιοποίησης του παραγωγικού κεφαλαίου. Είναι ένα σύμπτωμα αυτής της δυσκολίας. Μια οικονομική κρίση μπορεί να πυροδοτήσει μια νέα κρίση αξιοποίησης του παραγωγικού κεφαλαίου. Αυτή η σχέση όμως δεν είναι απλώς μηχανική.Οικονομικές κρίσεις μικρότερης έντασης απ’ την παρούσα δεν μετατρέπονται αναγκαστικά σε γενικές κρίσεις αξιοποίησης.
– Η πρώιμη καπιταλιστική εξέλιξη σημαδεύτηκε απ’ την κρίση πραγματοποίησης του εμπορευματικού κεφαλαίου [2], μια κρίση που εμφανιζόταν ως υπερπαραγωγή εμπορευμάτων.
– Με την ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού τομέα και της μεγάλης ταιηλορικής μηχανοποιημένης βιομηχανίας, δηλαδή την ανάπτυξη της σχεδιοποίησης της κοινωνικής παραγωγής, η κρίσης υπερπαραγωγής εμπορευμάτων ξεσπάει σπανιότερα επειδή οι καπιταλιστές έχουν διδαχθεί απ’ τη λειτουργία του συστήματός τους και υιοθετούν μέτρα που μειώνουν τα εμπορευματικά αποθέματα, εν μέρει μέσω του μηχανισμού της “just-in-time” παραγωγής. Η κρίση αξιοποίησης εμφανίζεται τότε με τη μορφή κρίσης εντός της οικονομικής σφαίρας, κρίσης μετατροπής του χρήματος σε κεφάλαιο, μιας γενικής αδυναμίας μετατροπής του ειδικού εμπορεύματος-χρήμα σε νέο κεφάλαιο.
– Οι σχέσεις ανάμεσα στη σφαίρα της οικονομίας και τη σφαίρα της παραγωγής είναι όλο και πιο άμεσες και αξεδιάλυτες. Η “sub-prime” κρίση του καλοκαιριού του 2007 «μόλυνε» την παραγωγή σε κάτι παραπάνω από ένα χρόνο. Η αρχή της τελευταίας βιομηχανικής κρίσης εντοπίζεται ανάμεσα στο φθινόπωρο και το χειμώνα του 2008, μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers στα μέσα Σεπτέμβρη.
– Όπως κάθε κρίση, όποια κι αν είναι η φύση ή η έντασή της, όποια σφαίρα κι αν αγγίζει περισσότερο (παραγωγική, οικονομική ή εμπορευματική), η “sub-prime” κρίση ήταν προϊόν μιας πρότερης φάσης ανάπτυξης (σ’ αυτήν την περίπτωση της περιόδου 2001-2006), κι επομένως της «καλής υγείας» του καπιταλισμού.
– Ο καπιταλισμός ικανοποιεί ανάγκες (ό,τι κι αν πιστεύουμε γι’ αυτές τις ανάγκες) με δυο προϋποθέσεις: να ευνοούν την συσσώρευση του κεφαλαίου και να παρουσιάζονται με τη μορφή εμπορευμάτων. Ας σκεφτούμε, για παράδειγμα, τι συνέβη κατά τον τελευταίο κύκλο προλεταριακής αντεπίθεσης, από το 1968 μέχρι το 1976, όταν οι καπιταλιστές αναγκάστηκαν να παραχωρήσουν αυξήσεις μισθών (λόγω της σχεδόν πλήρους απασχόλησης, της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης και της έντασης των εργατικών αγώνων) προκειμένου να διατηρήσουν ακέραια τη διαδικασία αξιοποίησης. Αντιθέτως, την βασική μας ανάγκη ως επαναστάτες, την άμεση κοινωνικότητα (χωρίς την εμπορευματική μεσολάβηση), το κεφάλαιο την παρακάμπτει, ή χειρότερα, την καταστρέφει. Ο στόχος του είναι η «παραγωγή» υπεραξίας (και όχι απλώς η παραγωγή εμπορευμάτων καθ’ αυτά). Το αίμα που κυλάει στις φλέβες του είναι η πίστωση.
– Η πίστωση προϋποθέτει τη συνέχεια μεταξύ παραγωγής και πραγματοποίησης καινούριας αξίας. Είναι παράλληλα η δύναμη και η αδυναμία της. Η δύναμή της γιατί, παρά την ενδεχόμενη καθυστέρηση αποπληρωμής, επιτρέπει την κινητοποίηση ενός μέρους της αναμενόμενης κεφαλαιακής αξίας, χωρίς να περιμένει την παραγωγή και την πραγματοποίησή της. Η αδυναμία της γιατί προϋπόθεσή της είναι, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η ρευστότητα και η συνέχεια του αναπαραγωγικού κύκλου του κεφαλαίου. Αυτό σημαίνει απεριόριστη θρησκευτική πίστη στην ικανότητα του συστήματος να αποφεύγει τις «παγίδες» αξιοποίησης, να προσχεδιάζει την ανάπτυξή του και να εξομαλύνει βέλτιστα την κυκλική τροχιά του – απεριόριστη πίστη στο σύγχρονο κράτος και τη δημοκρατία του ως ένα σύνολο κοινωνικών σχέσεων αμετάκλητα κανονικοποιημένων και τυποποιημένων προς εξυπηρέτηση του κεφαλαίου.
– Η υπεραξία αποσπάται κατά την παραγωγή αλλά πραγματοποιείται μόνο κατά την πώληση των εμπορευμάτων που την περικλείουν. Αυτό υπονοεί την ύπαρξη μιας απόλυτα φερέγγυας αγοράς. Κι αυτό απαιτεί την ομαλή διανομή των αγαθών και την αγορά τους τουλάχιστον στη μέση τιμή (κάθε αφεντικό ονειρεύεται υπέρ-κέρδη, την πραγματική κινητήρια δύναμη της αύξησης στην τεχνική σύνθεση κεφαλαίου) από τον «τελικό καταναλωτή». Σε αντίθετη περίπτωση, η αγορά οδηγεί στην αδυναμία της υπεραξίας να μετατραπεί ομαλά σε κεφάλαιο στην πιο ολοκληρωμένη μορφή του, το χρήμα. Σ’ αυτήν την περίπτωση, το κεφάλαιο, μερικώς ή ολικώς, αποτυγχάνει να αυτό-αξιοποιηθεί κι έτσι χάνει τις κεφαλαιακές του ιδιότητες.
– Η παρούσα κρίση που ξεδιπλώνεται στην Ευρώπη, και σε μικρότερο βαθμό στις ΗΠΑ, είναι η δημοσιονομική κρίση των κρατών ως ειδικά μεμονωμένα κεφάλαια (εφοδιασμένα με μοναδικά προνόμια, με σημαντικότερο την εκπροσώπηση των γενικών συμφερόντων του κεφαλαίου σε μια συγκεκριμένη περιοχή). Είναι μια κρίση ρευστότητας που καταδεικνύει την επιλεκτική ανικανότητα των κρατών να δανειστούν με μακροπρόθεσμα βιώσιμο επιτόκιο. Μια κρίση ρευστότητας που σε κάποιες περιπτώσεις (στην Ελλάδα για παράδειγμα) μεταμορφώνεται σε κρίση φερεγγυότητας (αδυναμία επιστροφής ενός μέρους ή ολόκληρου του δανείου ως «εμπόρευμα» μαζί με τον τόκο που το συνοδεύει). Το τωρινό «συστημικό» στοίχημα, το σκιάχτρο με το οποίο παλεύει η Ευρωπαϊκή κοινότητα, είναι να αποφευχθεί η μετατροπή της κρίσης ρευστότητας σε γενική κρίση φερεγγυότητας. Μια υπόθεση είναι ότι κάτι τέτοιο θα γκρεμίσει τους κολοσσούς της χρηματοπιστωτικής σφαίρας που ασφαλίζουν κερδοσκοπικά αμοιβαία κεφάλαια (hedge funds [3]), επενδυτικά κεφάλαια κλπ. Δύο δευτεροκλασάτοι οργανισμοί αυτής της σφαίρας μόλις κατέρρευσαν: η γάλλο-βελγική τράπεζα Dexia και η MF Global, ένας βρετανικός οικονομικός διαμεσολαβητής.
– Η δημοσιονομική κρίση αποτελεί άμεση συνέπεια της τραπεζικής κρίσης του 2007-2009. Είναι ένα έμμεσο αποτέλεσμα της κυκλικής κρίσης αξιοποίησης από το 2008 μέχρι τα μέσα του 2009. Το οικονομικό σύστημα ήταν αδύναμο για μεγάλο χρονικό διάστημα και οι οικονομικές αγορές που βρίσκονταν σε «ανάρρωση» (δηλαδή συστηματοποιημένη εχθρότητα προς τα οικονομικά ρίσκα) επέφεραν μια γενική αύξηση στον ζητούμενο τόκο για την επένδυση σε πιστωτικά μέσα, συμπεριλαμβανομένων αυτών που εκδίδονται από διάφορα κράτη – κράτη των οποίων το χρέος αυξήθηκε σημαντικά λόγω της πρόσφατης πρωτοβουλίας τους να κατευθύνουν τις συνέπειες της κρίσης χρέους στη σφαίρα της παραγωγής (στην περίπτωση της Ελλάδας, για να διατηρήσουν την «κοινωνική συνοχή»). Η προοπτική μια νέας κυκλικής κρίσης αξιοποίησης έχει αποθαρρύνει τις ελπίδες για επαρκή δημόσια έσοδα, διογκώνοντας ακόμα περισσότερο τους φόβους των οικονομικών επενδυτών.
– Η σημερινή μορφή της υπέρ-παραγωγής εμπορευμάτων είναι η υπέρ-συσσώρευση χρήματος. Ερχόμενοι αντιμέτωποι με την πτώση στην ζήτηση των εμπορευμάτων τους, οι καπιταλιστές έχουν διδαχθεί απ’ την οικονομική κρίση του 2008-2009. Η τραγική πτώση στη ζήτηση μεταφέρθηκε γρήγορα από τα μέσα κατανάλωσης στα μέσα παραγωγής και τις πρώτες ύλες. Μ’ αυτόν τον τρόπο τα μεγάλα αποθέματα προϊόντων στις διάφορες φάσεις της παραγωγής επηρέασαν σημαντικά τις τιμές των εμπορευμάτων, οδηγώντας στη δραστική υποτίμησή τους. Αντιμέτωποι με τη νέα πτώση στη ζήτηση κατά το δεύτερο μισό του 2011, προσάρμοσαν την προσφορά στις αλλαγές της ζήτησης, όπως π.χ. η παραγωγή χάλυβα στην Ευρώπη. Έτσι απέτρεψαν την δραματική αύξηση των αποθεμάτων, επιβράδυναν την μείωση των τιμών και διατήρησαν το ποσοστό του κέρδους τους σε υψηλά επίπεδα. Συνεπώς το κλασικό φαινόμενο της υπέρ-παραγωγής δεν παρουσιάστηκε με τη μορφή της συσσώρευσης εμπορευμάτων που δεν βρίσκουν αγοραστή και αδυνατούν να αυτό-αξιοποιηθούν στη διαδικασία της πώλησης. Πήρε τη μορφή μιας υπέρ-συσσώρευσης του συγκεκριμένου εμπορεύματος που είναι το χρήμα και το οποίο κατέστη κυκλικά ανίκανο να αυτό-αξιοποιηθεί κι έτσι να μετατραπεί σε κεφάλαιο.
– Με τους όρους των δικών μας κατηγοριών, η «υγεία» του καπιταλισμού, ο καθορισμός των περιοδικών κύκλων του, βασίζεται στην εξέλιξη των περιθωρίων κέρδους των μεγάλων εταιριών: οι μεγαλύτερες 40 (ή κάπου τόσο) στον κόσμο είχαν διψήφια ποσοστά κέρδους ακόμα και το 2011. Δεν συμφωνούμε με την άποψη ότι ο κύκλος καθορίζεται από τις τάσεις του ΑΕΠ. Κι αυτό γιατί ο υπολογισμός του ΑΕΠ περιέχει το σύνολο των συναλλαγών, συμπεριλαμβανομένων κι αυτών όπου δεν πραγματοποιείται αξία. Αν είχαμε ως σημείο αναφοράς το ΑΕΠ, η Ευρώπη και η Ιαπωνία, για παράδειγμα, θα φαίνονταν σαν να βρίσκονται σε «ύφεση» ή «μαρασμό» εδώ και δεκαετίας. Με μια λέξη, «παρακμή». Αλλά πώς θα εξηγούσαμε τα κέρδη των μεγάλων Ιαπωνικών και Ευρωπαϊκών εταιριών; Πώς θα εξηγούσαμε την επέκταση και το βάθεμα των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων σ’ αυτές τις χώρες; Πού θα εντοπίζαμε την υλική τους βάση;
– Όπως γράφουμε και παραπάνω, μέχρι ένα βαθμό (ως το σημείο της επαναστατικής ρήξης), ο καπιταλισμός επεκτείνει και βαθαίνει την παγκόσμια κυριαρχία του μέσα στην κρίση και μέσω της κρίσης. Η τελική κρίση του καπιταλισμού είναι αυτή που θα πυροδοτηθεί από την επαναστατική κίνηση του προλεταριάτου σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτό το είδος «κρίσης» είναι το μόνο «συστημικό» και «δομικό» που αναγνωρίζουμε.
Τελικά, εν μέσω της σημερινής οικονομικής κρίσης, ακούμε ξανά την επωδό που χρεώνει (αν είναι αυτή η σωστή λέξη) όλα τα δεινά στη χρηματοπιστωτική σφαίρα και την απεριόριστη κερδοσκοπία που υποτίθεται ότι παράγει. Αυτή η τελευταία παρουσιάζεται και πάλι ως το φύλλο συκής του βιομηχανικού κεφαλαίου. Ακολουθώντας το παράδειγμα της «παγκοσμιοποίησης», η αφήγηση αυτή έδωσε στα αφεντικά την φτηνή πρόφαση ώστε να εμφανιστούν εξοργισμένοι που αναγκάζονται να εντείνουν την εκμετάλλευση των εργατών για να προστατέψουν τους μετόχους τους και να αποκτήσουν το απαραίτητο κεφάλαιο για να αναπτύξουν τις επιχειρήσεις τους. Σαν να ενδιαφέρονταν μόνο για το προϊόν και την παραγωγή αδιαφορώντας για το κέρδος, τα βιομηχανικά και εμπορικά αφεντικά δεν έχασαν ούτε για μια στιγμή την ευκαιρία να διατρανώσουν ότι ήταν παγιδευμένοι από την «αδίστακτη βραχυπρόθεσμη λογική των κερδοσκόπων».
Τώρα ας μας επιτρέψετε να θυμίσουμε για χάρη όσων πιστεύουν στην παντοδύναμη φύση της οικονομίας ότι:
Πρώτον, η τιμή κάθε αγαθού εκφράζεται αποκλειστικά σε χρήμα. Δεν υπάρχει κανένα προϊόν στον καπιταλισμό που δεν «χρηματικοποιείται» υπό την μορφή της τιμής.
Δεύτερον, στην τελική τιμή φυσικά υπολογίζουμε το βιομηχανικό κέρδος, το οποίο σε μεγάλο βαθμό καθορίζει το επίπεδο πρόσθετης παραγόμενης αξίας. Για την καπιταλιστική λογιστική, δεν υπάρχει καμία αντίφαση σ’ αυτό. Η απόδειξη; Αρκεί να ανοίξουμε μια εταιρική οικονομική αναφορά ή ακόμα και τα εθνικά αρχεία ώστε να βρούμε δύο τύπους τιμών.
Επίσης, εφόσον ο καπιταλισμός αδυνατεί να συλλάβει τον εαυτό του χωρίς την ύπαρξη μιας νομισματικής οικονομίας, η χρηματοπιστωτική οικονομία είναι προϊόν της σύγχρονης βιομηχανίας, μιας και ο δανειστικός τόκος, όπως το εμπορικό και βιομηχανικό κέρδος, είναι τόσο τμήμα της αποσπώμενης υπεραξίας όσο και αναγκαία συνθήκη για τη βιομηχανική ανάπτυξη.
«Άρα η αναγκαία τάση του κεφαλαίου είναι: κυκλοφορία χωρίς χρόνο κυκλοφορίας, κι αυτή η τάση αποτελεί τον θεμελιακό προσδιορισμό της πίστης και των πιστωτικών τεχνασμάτων του κεφαλαίου». – Μαρξ [4]
«Και για τον βιομήχανο κεφαλαιοκράτη, και για τον έμπορο, η πίστωση κάνει την επαναρροή με χρηματική μορφή ανεξάρτητη από τη στιγμή της πραγματικής επαναρροής. Και οι δυο τους πουλάνε επί πιστώσει. Επομένως το εμπόρευμά τους έχει εκποιηθεί, προτού επαναμετατραπεί γι’ αυτούς σε χρήμα, δηλαδή προτού επιστρέψει σ’ αυτούς τους ίδιους με χρηματική μορφή. Απ’ την άλλη μεριά, ο καθένας απ’ τους δύο αγοράζει επί πιστώσει, και έτσι έχει γι’ αυτόν επαναμετατραπεί η αξία του εμπορεύματός του, είτε σε παραγωγικό κεφάλαιο, είτε σε εμπορευματικό κεφάλαιο, ήδη προτού η αξία αυτή να έχει μετατραπεί πραγματικά σε χρήμα, προτού πληρωθεί η τιμή του εμπορεύματος». – Μαρξ [5]
Σε αντίθεση με τις θεωρίες που έβλεπαν τη μετοχοποίηση ως εχθρό της παραγωγής, ο Ένγκελς έγραφε ότι «το χρηματιστήριο μετατρέπεται στον κυρίαρχο αντιπρόσωπο της ίδιας της καπιταλιστικής παραγωγής», με την αγορά κεφαλαίων να γίνεται όλο και πιο απαραίτητη στην καπιταλιστική παραγωγή καθώς το κράτος βυθίζεται σε μια δημοσιονομική κρίση που μειώνει την παρεμβατικότητα του στην οικονομία.
Η ενότητα ανάμεσα στις τρεις διαφορετικές μορφές της λειτουργίας του κεφαλαίου (παραγωγικό κεφάλαιο, έντοκο κεφάλαιο και εμπορευματικό κεφάλαιο) δεν έχει μόνιμο χαρακτήρα. Αν επιμένουμε σ’ αυτήν την ενότητα, είναι μόνο για να αντικρούσουμε την αντίληψη εκείνων που – στη Γαλλία και αλλού (συμπεριλαμβανομένης σχεδόν όλης της αριστεράς και της ακροαριστεράς) – πιστεύουν ότι η σημερινή κρίση μπορεί να χρεωθεί εξολοκλήρου στην χρηματοπιστωτική σφαίρα.
Η βασική κατηγορία εναντίον των «άπληστων τραπεζιτών» είναι ότι «πνίγουν» την πραγματική παραγωγή επιβάλλοντας «μια λογική καθαρά παρασιτική και βραχυπρόθεσμη που δεν υπεραμύνεται των συμφερόντων της εθνικής οικονομίας αλλά του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος». Για να το πούμε και διαφορετικά, χωρίς να διαστρέφουμε τις προθέσεις των πολέμιών μας, η κατάσταση μπορεί να συνοψιστεί στο εξής: υπάρχει ένα «καλό» παραγωγικό κεφάλαιο, το οποίο είναι εθνικό και προκομμένο, και ένα «κακό» κεφάλαιο το οποίο είναι έντοκο, κοσμοπολίτικο, επιπόλαιο και αντιπαραγωγικό. Το πρώτο δεν αναπτύσσεται αρκετά λόγω των επιθέσεων που δέχεται απ’ το δεύτερο, τον προνομιούχο φορέα του απεχθούς «διεθνούς κεφαλαίου» και της «παγκοσμιοποίησης». Πρέπει να θυμόμαστε ότι η ενότητα ανάμεσα στις διάφορες μορφές της καπιταλιστικής λειτουργίας αποτελεί τον κανόνα και ότι, επιπλέον, δεν θα είχε υπάρξει καπιταλιστική ανάπτυξη τέτοιου τύπου χωρίς τον μετασχηματισμό της νομισματικής οικονομίας σε οικονομία της πίστωσης.
Αναμφισβήτητα, η αντίθεση μεταξύ των μορφών της καπιταλιστικής λειτουργίας υπάρχει, και όταν γίνεται εμφανής αποτελεί το πιο προφανές σημάδι της ύπαρξης μιας περιοδικής κρίσης της αξιοποίησης του κεφαλαίου στην ολότητά του (συνολικό κεφάλαιο). Αλλά δεν είναι αυτός ο γενικός κανόνας της ιστορίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
Η δημοσιονομική κρίση, δεύτερη φάση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης
«Το δημόσιο χρέος, δηλαδή το ξεπούλημα του κράτους – αδιάφορο αν είναι απολυταρχικό, συνταγματικό ή δημοκρατικό κράτος – βάζει τη σφραγίδα του στην κεφαλαιοκρατική εποχή. Το μοναδικό κομμάτι του λεγόμενου εθνικού πλούτου, που στους σύγχρονους λαούς ανήκει πραγματικά στο σύνολο του λαού είναι το δημόσιο χρέος του. Γι’ αυτό είναι πέρα για πέρα συνεπής η σύγχρονη θεωρία που λέει πως ένας λαός γίνεται τόσο πιο πλούσιος, όσο πιο βαθιά βουτιέται στα χρέη. Το δημόσιο χρέος [credit] γίνεται το πιστεύω [credo] του κεφαλαίου. Και από τη στιγμή που εμφανίζεται η χρέωση του δημοσίου, τη θέση του αμαρτήματος ενάντια στο άγιο πνεύμα, για το οποίο δεν υπάρχει άφεση, την παίρνει η καταπάτηση της πίστης απέναντι στο δημόσιο χρέος.
Το δημόσιο χρέος γίνεται ένας από τους πιο δραστικούς μοχλούς της πρωταρχικής συσσώρευσης. Σαν με μαγικό ραβδί προικίζει το μη παραγωγικό χρήμα με παραγωγική δύναμη και το μετατρέπει έτσι σε κεφάλαιο, χωρίς να ‘ναι υποχρεωμένο να εκτεθεί στους κόπους και στους κινδύνους που είναι αχώριστοι από τη βιομηχανική, μα ακόμα και από την τοκογλυφική τοποθέτηση. Οι πιστωτές του δημοσίου στην πραγματικότητα δεν δίνουν τίποτα, γιατί το ποσό που δανείζουν μετατρέπεται σε κρατικά ευκολομεταβιβάσιμα χρεώγραφα, που στα χέρια τους εξακολουθούν να λειτουργούν, όπως θα λειτουργούσαν αν ήταν ισόποσο μετρητό χρήμα. Άσχετα όμως κι από την τάξη των αργόσχολων εισοδηματιών που δημιουργιέται μ’ αυτόν τον τρόπο και τον αυτοσχέδιο πλούτο των χρηματιστών που παίζουν το ρόλο του μεσίτη ανάμεσα στην κυβέρνηση και το έθνος – καθώς και των φοροενοικιαστών, των εμπόρων, των ιδιωτών εργοστασιαρχών, που μια καλή μερίδα κάθε κρατικού δανείου τους προσφέρει την υπηρεσία ενός κεφαλαίου πεσμένου απ’ τον ουρανό – το δημόσιο χρέος έχει δημιουργήσει τις μετοχικές εταιρίες, το εμπόριο με συναλλάξιμες αξίες όλων των ειδών, την επικαταλλαγή, με δυο λόγια: το παιχνίδι στο χρηματιστήριο και τη σύγχρονη τραπεζοκρατία». – Μαρξ [6]
Όλα ξεκίνησαν την άνοιξη του 2007, όταν διάφοροι οικονομικοί οργανισμοί των ΗΠΑ ανακάλυψαν ότι περίπου 300,000 νοικοκυριά αδυνατούσαν να αποπληρώσουν έγκαιρα τα ενυπόθηκα δάνεια που είχαν συνάψει τα προηγούμενα χρόνια. Ο πρώτος που έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου ήταν η βρετανική τράπεζα HSBC. Στις αρχές Αυγούστου του 2007, η κρίση άρχισε να δημοσιοποιείται. Τα πιστωτικά παράγωγα υποθήκης των χρεωμένων αμερικάνικων νοικοκυριών βρέθηκαν στα κεφάλαια των πιστωτικών ιδρυμάτων και τις παράπλευρες οικονομικές τους δραστηριότητες. Χρησιμοποιούμενα ως εχέγγυο για τα οικονομικά παράγωγα (τιτλοποίηση στην οικονομική γλώσσα, αναπαραγωγή των πιστωτικών μέσων σύμφωνα με τον Μαρξ) προς πώληση στις κεφαλαιακές αγορές, τα πιστωτικά παράγωγα υποθήκης μετατράπηκαν σε συστατικά των λεγόμενων δομημένων προϊόντων [7] που χρησιμοποιούνται συχνά για τη χρηματοδότηση οικονομικών οργανισμών (τράπεζες, επενδυτικά ταμεία, ασφαλίσεις κλπ).
Η οικονομική κρίση ξέσπασε όταν αυτές οι εγγυήσεις, οι υποθήκες των υποτιμημένων αμερικάνικων οικογενειών, σταμάτησαν να λειτουργούν σαν τέτοιες, όταν δηλαδή τα νοικοκυριά σταμάτησαν να λειτουργούν ως αντισυμβαλλόμενοι στα παράγωγα που περιλαμβάνονταν στα δομημένα προϊόντα. Συνεπώς οι εκπρόσωποι του χρηματοπιστωτικού τομέα, οι τράπεζες αρχικά, σταμάτησαν να εμπιστεύονται ο ένας τον άλλον. Έπειτα το κυνήγι της ρευστότητας έφερε την καταστροφή, πυροδοτώντας μια παγκόσμια οικονομική κρίση που μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: η χαοτική αποσύνθεση του χρηματοπιστωτικού τομέα στα πλαίσια μιας νομισματικής οικονομίας. Με άλλα λόγια, τα πιστωτικά μέσα περιορισμένης κυκλοφορίας έπρεπε άμεσα να αντικατασταθούν από αυτά με ευρύτερη κυκλοφορία. Τα περιζήτητα πιστωτικά μέσα είναι πλέον αυτά που μπορούν ακόμα να λειτουργήσουν παράλληλα ως μέσο πληρωμής, ως μονάδα υπολογισμού και ως ευρέως αναγνωρισμένο γενικό ισοδύναμο.
Πρόκειται για τα εθνικά νομίσματα, αλλά όχι όλα, μόνο τα ισχυρότερα από πλευράς δυνατοτήτων αξιοποίησης ή, όπως στην περίπτωση των ΗΠΑ, αυτά των χωρών που μπορούν να αντισταθμίσουν την αδυναμία αξιοποίησης του εθνικού τους κεφαλαίου με την κυρίαρχη παγκόσμια θέση τους στο διεθνές οικονομικό, πολιτικό, διπλωματικό και στρατιωτικό επίπεδο. Η παγκόσμια οικονομική κρίση έχει πλέον μειώσει σημαντικά την πιστοληπτική ικανότητα με ευνοϊκούς όρους για τις επιχειρήσεις και τους ιδιώτες.
Είναι μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία που η χρηματοπιστωτική κρίση μετατράπηκε σε κρίση αξιοποίησης. Παρόλα αυτά, η μείωση των εταιρικών χρεών που είχε πραγματοποιηθεί επιτυχώς κάποια χρόνια πριν το ξέσπασμα της κρίσης και η μεγάλη συσσώρευση ρευστότητας των εταιριών που επιτεύχθηκε με την ένταση της εκμετάλλευσης έχουν μετριάσει τις αρνητικές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην διαδικασία της άμεσης παραγωγής του κεφαλαίου. Η αύξηση στην τεχνική σύνθεση του συνολικού κεφαλαίου [8] λόγω της μηχανοποίησης της χρηματοπιστωτικής και της εμπορικής σφαίρας (ευρύτατη πληροφοριοποίηση των διαδικασιών πληρωμής και της διανομής αγαθών στα 90ς) είναι ο βασικός λόγος για την σχετικά σθεναρή αντίσταση που προβάλλει η παραγωγική σφαίρα στην κρίση της χρηματοπιστωτικής. Η αντίσταση αυτή αποδεικνύεται ακόμα πιο επιτυχής αν φύγουμε από τη Wall Street, το Λονδίνο, την Φρανκφούρτη ή το Παρίσι. Η καπιταλιστική ανάπτυξη σε χώρες όπως η Κίνα, η Ινδία, η Βραζιλία και η Τουρκία επηρεάστηκε ελάχιστα από την πρώτη φάση της οικονομικής κρίσης ακριβώς επειδή η τεχνική σύνθεση του κεφαλαίου είχε ισχυροποιηθεί σημαντικά, επιτρέποντας την ομαλή συνέχιση στη λειτουργία των μηχανών που παράγουν πρόσθετο κεφάλαιο.
Η λεγόμενη επανάσταση της πληροφοριακής τεχνολογίας στα 90ς ήταν παγκόσμια. Τα εθνικά τραπεζικά συστήματα που είχαν αναπτύξει λιγότερο «ύποπτες» οικονομικές πρακτικές βοήθησαν εξίσου στο να μην επηρεαστούν τραγικά αυτές οι χώρες απ’ το πρώτο κύμα της κρίσης. Η διαδικασία της υποτίμησης που ξεκινάει απ’ τα πιστωτικά μέσα περιορισμένης κυκλοφορίας κι έπειτα επεκτείνεται στα ευρύτερης κυκλοφορίας περιγράφεται απ’ την αστική πολιτική οικονομία ως «νομισματοποίηση του χρέους [9]». Αυτή η διαδικασία ελέγχεται από το κράτος, το μοναδικό θεσμό με την εξουσία να τυπώνει νόμισμα. Το κύριο όπλο τους για την διάσωση της χρηματοπιστωτικής σφαίρας που πλημμύρισε από μη-ανταλλάξιμα πιστωτικά μέσα είναι η κεντρική τράπεζα. «Πρόκειται για ζήτημα αγοράς, εκ μέρους των κεντρικών τραπεζών, των κεφαλαίων που αρνούνται (προσωρινά) να αγοράσουν οι επενδυτές, ούτως ώστε να διευκολυνθεί η επιστροφή στην κανονικότητα για την αγορά κεφαλαίων», λέει ο Patrick Artus, οικονομολόγος στο Natixis.
Η πιο δραστήρια κεντρική τράπεζα σ’ αυτόν τον τομέα είναι η US Federal Reserve. Στο τέλος του τρίτου οικονομικού τριμήνου, η US Federal Reserve είχε απορροφήσει από το «άρρωστο» χρηματοπιστωτικό σύστημα των ΗΠΑ ομοσπονδιακά έντοκα γραμμάτια και άλλα «τοξικά» κεφάλαια συνολικής αξίας περίπου 2.900 δις δολάρια. Μέχρι πολύ πρόσφατα είχε στην κατοχή της και το 70% των ληξιπρόθεσμων (εντός 5ετίας) έντοκων γραμματίων. Όσα απ’ αυτά είχαν τις πιο κοντινές προθεσμίες πληρωμής ήταν και τα περισσότερο εκτεθειμένα στη δυσπιστία των επενδυτών σε πιθανό βάθεμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Οι ομοσπονδιακοί τίτλοι χρέους δεν αποτελούν «τοξικά» κεφάλαια αλλά μπορούν εύκολα να γίνουν αν οι μεγάλοι παίκτες των αγορών κρίνουν ότι έχουν γίνει πολύ ριψοκίνδυνα. Εξ’ ου και η εκ των προτέρων εξόφληση, «φρόνιμη» στην οικονομική αργκό, των κρατικών ομολόγων εκ μέρους των μεγάλων κεντρικών τραπεζών. Οι μαζικές επανακτήσεις ομοσπονδιακών έντοκων γραμματίων κατάφεραν να κρατήσουν τα επιτόκιά τους σε ιστορικό χαμηλό. Κι αυτό παρά το τεράστιο δημόσιο χρέος και την υποβάθμιση της βαθμολογίας της χώρας στον Standard & Poor’s, τον μεγαλύτερο ιδιωτικό οίκο αξιολόγησης στον κόσμο. Η US Federal Reserve έχει βγάλει από την χρηματοπιστωτική σφαίρα πάνω από 1.000 δις δολάρια σε μη-εμπορεύσιμα κεφάλαια, ρίχνοντας μέσα στην κυκλοφορία του χρήματος και τα πιστωτικά ιδρύματα το ίδιο ποσό σε δολάρια.
Στην ευρωζώνη η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έδρασε με παρόμοιο τρόπο, αν και με σαφώς μικρότερες δυνατότητες: περίπου 350 δις ευρώ μέχρι τα μέσα Νοέμβρη του 2011, με τα 190 απ’ αυτά να είναι ομόλογα των κρατών της ευρωζώνης. Πέρα απ’ τη συμβολή της ΕΚΤ στο να κρατηθούν τα επιτόκια σε βιώσιμα επίπεδα, το ότι αγόρασε τίτλους δημόσιου χρέους από χώρες της ευρωζώνης σε δύσκολη οικονομική κατάσταση μείωσε σημαντικά την έκθεση των ευρωπαϊκών τραπεζών σε αιτήματα αποζημίωσης. Η ΕΚΤ τακτοποίησε τις εκκρεμείς απαιτήσεις των “market-makers” (κυρίως των τραπεζών που έχουν την πρωτιά στην αγορά ομολόγων) απ’ την «δευτερεύουσα» αγορά ομολόγων ( σε αντίθεση με την «πρωτεύουσα» αγορά της έκδοσης ομολόγων). Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η Τράπεζα της Αγγλίας ακολούθησε το αμερικάνικο παράδειγμα αγοράζοντας από προβληματικές τράπεζες «τοξικά» κεφάλαια αξίας 200 δις λιρών και τον Οκτώβριο του 2011 επέκτεινε αυτήν την αγορά κατά 75 δις λίρες. Εκτός αυτού το Ηνωμένο Βασίλειο πραγματοποίησε την εθνικοποίηση αρκετών μεγάλων τραπεζών με προβληματικούς ισολογισμούς (π.χ. Royal Bank of Scotland, Lloyds TBS).
Οι ΗΠΑ δεν εθνικοποίησαν καμία τράπεζα, αλλά διέσωσαν από τη χρεωκοπία, με δεκάδες δις δολαρίων σε τράπεζες της Wall Street, τις τέσσερεις μεγάλες τράπεζες που επέζησαν της κρίσης του 2008 (Goldman Sachs, Citigroup, Bank of America και Morgan Stanley) και επανακεφαλαιοποίησαν, με τη βοήθεια εκατοντάδων δις δολαρίων, τους δυο χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που ειδικεύονται στα ενυπόθηκα δάνεια (Freddie Mac και Fanny Mae [10]) και έναν ασφαλιστικό κολοσσό (την AIG). Χιλιάδες δις δολάρια πήραν το δρόμο του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού τομέα. Στο μεταξύ οι κεντρικές τράπεζες κράτησαν χαμηλά τα επιτόκια και επέκτειναν την βραχυπρόθεσμη πίστωση προς τις τράπεζες. Σε αντάλλαγμα γι’ αυτά τα υπέρ-γενναιόδωρα δώρα, οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες ζήτησαν από τα δανειοδοτικά ιδρύματα να συνεχίσουν ομαλά την συνολική χρηματοδότηση της οικονομίας, υιοθετώντας παράλληλα συντηρητικότερες πολιτικές ρευστότητας όσον αφορά τη δανειοδοτική τους δραστηριότητα. Αυτό το μαζικό «ξελάσπωμα» απέτρεψε ένα ντόμινο χρεωκοπίας τραπεζών διεθνούς φήμης αλλά δεν αποκατέστησε τις «φυσιολογικές» πιστωτικές συνθήκες. Οι τραπεζίτες έχουν περιορίσει την πρόσβαση στην πίστωση και παραμένουν καχύποπτοι προς τους άμεσους ανταγωνιστές τους. Παρόλα αυτά τα αφεντικά έχουν «παγώσει» τα επενδυτικά τους προγράμματα και χρησιμοποιούν προς το παρόν τα δικά τους αποθέματα.
Παντού είναι Ελλάδα
Μετά το ταξίδι μας στις χρηματοπιστωτικές αγορές, ας επιστρέψουμε στην ελληνική περίπτωση. Μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης, η Αθήνα μπορούσε να αναχρηματοδοτεί το δημόσιο χρέος με επιτόκια όχι πολύ υψηλότερα απ’ αυτά των καλύτερων μαθητών της τάξης της ευρωζώνης. Τότε, τον Οκτώβριο του 2009, η νέα Σοσιαλιστική κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου ανακοίνωσε ότι το δημόσιο έλλειμμα για το 2009 έφτανε στο 12,7% από το προηγούμενο 6%. Οι οίκοι αξιολόγησης δεν έχασαν την ευκαιρία και αμέσως υποβάθμισαν τα γραμμάτια του ελληνικού δημόσιου χρέους ενώ οι “market-makers” εμπόδισαν την έκδοση νέων ομολόγων. Στις 23 Απριλίου 2010 η κυβέρνηση ζήτησε διεθνή «βοήθεια». Στις 2 Μαΐου το ΔΝΤ και η ΕΕ υποσχέθηκαν 110 δις ευρώ σε βάθος τριών χρόνων εφόσον το ελληνικό κράτος υιοθετούσε νέα μέτρα δημοσιονομικής πειθαρχίας. Αυτή είναι η απαρχή της δεύτερης φάσης της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, της δημοσιονομικής κρίσης των κρατών. Το λεγόμενο σχέδιο διάσωσης της ελληνικής οικονομίας ήταν στην ουσία το σχέδιο αποτροπής της εξάπλωσης της ελληνικής δημοσιονομικής κρίσης στην Ευρώπη μέσω της χρηματοπιστωτικής σφαίρας. Το ελληνικό χρέος (347 δις ευρώ στα τέλη Οκτωβρίου 2011) ανήκει κατά 36% σε ξένες τράπεζες, επενδυτικά ταμεία και ασφαλιστικές εταιρίες, κατά 21% σε ελληνικές και κυπριακές τράπεζες και κατά 8% σε ελληνικά μη-τραπεζικά οικονομικά ιδρύματα και ασφαλιστικά ταμεία. Το υπόλοιπο 35% είναι δάνεια από το ΔΝΤ, την ΕΚΤ και τα ευρωπαϊκά κράτη από το Μάιο του 2010 μέχρι τον Οκτώβριο του 2011.
Η παραμικρή «μη-οργανωμένη» (δηλαδή αυτή που δεν είναι προπαρασκευασμένη και απλωμένη στο χρόνο) αθέτηση των όρων αποπληρωμής εκ μέρους κάποιου Ευρωπαϊκού κράτους που έχει στοχοποιηθεί απ’ τις «αγορές» μπορεί να προκαλέσει βίαιες αλυσιδωτές αντιδράσεις που θα χτυπήσουν τα τραπεζικά, ασφαλιστικά και επενδυτικά ταμεία ολόκληρης της Ευρωπαϊκής ηπείρου και συνεπώς σημαντικά τμήματα του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Μ’ αυτήν την έννοια, όπως νωρίτερα με την “sub-prime” κρίση στις ΗΠΑ, η Ελλάδα γίνεται το παράδειγμα και ο πυροκροτητής μιας νέας φάσης της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Ο στόχος της Ευρώπης δεν είναι η «διάσωση» της Ελλάδας. Ο στόχος είναι η διάσωση του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος από την αναγκαστική νομισματοποίηση που θα οδηγούσε σε ένα νέο κύκλο χρεωκοπιών. Οι διαδοχικές χρεωκοπίες που θα ακολουθούσαν θα διέκοπταν τον πιστωτικό κύκλο σε διάφορα σημεία του, χτυπώντας έτσι στην καρδιά της σφαίρας παραγωγής. Η οικονομική κρίση θα μετατρεπόταν τότε σε μείζονα κρίση αξιοποίησης κεφαλαίου, κάτι που αποφεύχθηκε στην “sub-prime” κρίση κατά την πρώτη φάση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.
«Διάσωση» της ελληνικής οικονομίας;
Η λιτότητα που επέβαλε η Αθήνα έριξε τη χώρα σε μια παρατεταμένη κρίση, μια κρίση που ξεκίνησε το 2008 και θα συνεχιστεί αδιάκοπη μέχρι το 2013 το λιγότερο. Τα μέτρα προϋπολογιστικής πειθαρχίας που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα από την Ευρώπη έχουν επηρεάσει σημαντικά την δραστηριότητα του κύριου οικονομικού υποκειμένου της χώρας: του κράτους. Οι δημόσιες δαπάνες και οι εθνικές επιχειρήσεις αντιστοιχούν στο 50% του ΑΕΠ. Απ’ τα 4,9 εκατομμύρια εργαζόμενους στην Ελλάδα, περίπου 1,15 εκατομμύρια εργάζονται στο δημόσιο τομέα. Σύμφωνα με τους οικονομολόγους του ΙΟΒΕ (Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών), μόνο το 25% των ελληνικών επιχειρήσεων παράγουν κέρδος (κυρίως οι τομείς των εξαγωγών, της επεξεργασίας τροφίμων, των φαρμακευτικών προϊόντων και των πρώτων υλών). Η γκρίζα ζώνη της οικονομίας αντιστοιχεί στο 30% με 35% του ΑΕΠ και αποτελείται κυρίως από πολύ μικρές επιχειρήσεις που μπορούν να επιβιώσουν μόνο εφόσον αποφεύγουν να πληρώσουν φόρους. Ένα σημαντικό μέρος αυτών των επιχειρήσεων αυτή τη στιγμή πνέει τα λοίσθια.
Ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, Υπουργός Ανάπτυξης, εξηγεί τα αίτια της ελληνικής κρίσης σε μια πρόσφατη συνέντευξη στην Les Echos: «Τα προβλήματα της Ελλάδας προέρχονται απ’ το οικονομικό της μοντέλο. Η παραγωγική δομή είναι πολύ διαφορετική απ’ αυτήν των μεγάλων χωρών της ευρωζώνης. Στη Γερμανία το 95% των εργαζόμενων είναι μισθωτοί. Στην Ελλάδα μόνο το 65% της εργατικής δύναμης αποτελείται από μισθωτούς. Έχουμε 900,00 επιχειρήσεις με 10 ή λιγότερους εργαζόμενους. Οι περισσότερες απ’ αυτές είναι επιχειρήσεις αυτό-απασχολούμενων. Είναι η μόνη χώρα στην Ευρώπη που έχει τόσο μεγάλο αριθμό μικρών επιχειρήσεων. Φυσικά, έχουν πληγεί οι επενδύσεις και μαζί μ’ αυτές η πιθανότητα νέων θέσεων εργασίας και αύξησης στους μισθούς. Στη δεκαετία του ’80, δεν βασιζόμασταν στην Ευρωπαϊκή οικονομική βοήθεια για να ενισχύσουμε την παραγωγή, τις εξαγωγές και την ανταγωνιστικότητα. Στις αρχές του ’90, χάσαμε χιλιάδες θέσεις εργασίας λόγω της μεταφοράς επιχειρήσεων στα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη όπου το κόστος παραγωγής ήταν χαμηλότερο. Συνεπώς ο δημόσιος τομέας διογκώθηκε τρομακτικά λόγω του χαμηλού κόστους του κρατικού δανεισμού απ’ τη στιγμή που ενταχθήκαμε στο ευρώ».
Πρόκειται για μια οικονομία ελάχιστα ανταγωνιστική στην παγκόσμια αγορά και επομένως μη-διεθνοποιημένη (οι εξαγωγές αντιστοιχούν μόλις στο 10% του ΑΕΠ), με παραγωγική βάση συγκροτούμενη κατά μεγάλο μέρος από μικρομεσαίες επιχειρήσεις, συχνά οικογενειακού τύπου, υπό-κεφαλαιοποιημένη, εξαρτημένη από τις δημόσιες δαπάνες, βασισμένη σχεδόν εξολοκλήρου στη διεθνή αγορά για την προμήθεια πρώτων υλών και παραγωγικού εξοπλισμού – όλα αυτά συνηγορούν στο ότι ο ελληνικός οικονομικός και κοινωνικός σχηματισμός κατά τις τελευταίες δεκαετίες ήταν σε θέση να αναπαράγεται μόνο μέσω της διόγκωσης των δημόσιων δαπανών και της φοροαπαλλαγής των οικονομικών δραστηριοτήτων. Τα δημόσια έξοδα διογκώθηκαν ακόμα περισσότερο με την είσοδο στο ευρώ. Με την υιοθέτηση του κοινού νομίσματος, η Ελλάδα δανειζόταν φτηνότερα και ξόδευε χωρίς να υπολογίζει το κόστος. Αλλά όταν οι “market-makers” σταμάτησαν να δανείζουν στο ελληνικό κράτος με επιτόκια κοντά στα γερμανικά, το ελληνικό «αναπτυξιακό μοντέλο» κατέρρευσε αυτοστιγμεί. Όμως ακόμα κι αν η Ελλάδα αποτελεί μια ακραία περίπτωση δημοσιονομικής κρίσης, δεν είναι η μόνη. Η αναπτυσσόμενη καχυποψία των “market-makers” απέναντι στις εγγυήσεις δημόσιου χρέους των χωρών της ευρωζώνης έχει πλήξει κατά σειρά την Ιρλανδία, την Πορτογαλία, την Ισπανία, την Ιταλία και τώρα αρχίζει να αγγίζει το Βέλγιο και τη Γαλλία. «Η κρίση χρέους έχει γίνει συστημική», παραδέχεται ο Jean-Claude Trichet, απερχόμενος Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Συστημική και δυνητικά παγκόσμια, συμπληρώνουν οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ και των λεγόμενων ανερχόμενων χωρών.
Όπως και τον καιρό της “sub-prime” κρίσης, «η αγορά» ζήτησε την άμεση νομισματοποίηση των πιστωτικών μέσων – σ’ αυτήν την περίπτωση, των εγγυήσεων δημόσιου χρέους που θεωρήθηκε πιθανό να παραβιαστούν. Τα κράτη της ανεπτυγμένης Δύσης έχουν πρόσβαση σε λιγότερους οικονομικούς πόρους απ’ ότι όταν ξέσπασε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση το ’07 ώστε να ενεργοποιήσουν τα κανάλια μεταβίβασης από την κρίση χρέους στη διαδικασία αξιοποίησης του συνολικού κεφαλαίου, δηλαδή στο σύστημα παραγωγής καινούριας αξίας. Τα κράτη που αντιμετωπίζουν δυσκολίες αναχρηματοδότησης λειτουργούν λιγότερο σαν εκπρόσωποι των γενικών συμφερόντων του κεφαλαίου και περισσότερο σαν μεμονωμένοι καπιταλιστές που προθυμοποιούνται να θυσιάσουν την «ανάπτυξη» της χώρας τους προκειμένου να καθαρίσουν τα δημοσιονομικά τους. Η απειλή των πολιτικών λιτότητας είναι πιο συμπαγής στις χώρες όπου οι δημόσιες δαπάνες αντιστοιχούν στο 50% του ΑΕΠ, δηλαδή στις χώρες που είναι ωριμότερες καπιταλιστικά. Το 2010, σύμφωνα με τη Eurostat, τα φορολογικά έσοδα των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης αντιστοιχούσαν στο 44% του ΑΕΠ και στο 50,3% των δαπανών. Έχει γίνει σύνηθες τον τελευταίο καιρό να βλέπουμε εργοδοτικές ενώσεις «αγανακτισμένες» με τις μανούβρες της εξυγίανσης του κρατικού προϋπολογισμού. Στην Ελλάδα, ο «μεγαλύτερος εχθρός» της πολιτικής λιτότητας που απαιτείται απ’ την ΕΕ και εφαρμόζεται απ’ το ΠΑΣΟΚ είναι ο ΣΕΒ, η ένωση των μεγάλο-αφεντικών. Η προοπτική μιας παγκόσμιας εξάπλωσης της κρίσης των ευρωπαϊκών δημοσίων χρεών ωθεί τις εθνικές κυβερνήσεις να δημιουργήσουν παραδείγματα υπέρ-εθνικής διακυβέρνησης. Αυτή η εξέλιξη ήταν προβλέψιμη και αναπόφευκτη αλλά αντικρούει στην πόλωση και τον κατακερματισμό της παγκόσμιας αγοράς. Ο ερχομός της επόμενης κυκλικής κρίσης αξιοποίησης που πιθανόν να πραγματοποιηθεί μέσα στο 2012, επιταχυνόμενος απ’ την δημοσιονομική κρίση, αναγγέλλει από τώρα κιόλας τη συρρίκνωση του συνολικού όγκου συναλλαγών σε αγαθά και κεφάλαιο.
Προς την τρίτη φάση της οικονομικής κρίσης
Τα νέα έφτασαν ξαφνικά. Τρεις μέρες πριν τη συνάντηση των G20 στις Κάννες στις αρχές Νοεμβρίου του 2011, η Ιαπωνική κυβέρνηση και η Τράπεζα της Ιαπωνίας παρενέβησαν δυναμικά στην αγορά συναλλάγματος πουλώντας 8 τρις γιεν (102 δις δολάρια). Ήταν το υψηλότερο ποσό που έχει πουληθεί ποτέ μέσα σε μία μόνο συναλλαγή. Ο στόχος αυτής της τρίτης κατά σειρά παρέμβασης στην αγορά συναλλάγματος από το Μάρτιο μέχρι τον Οκτώβριο του 2011 ήταν το σταμάτημα της ανατίμησης του γιεν έναντι του δολαρίου. «Ελλοχεύει ο κίνδυνος μιας κλιμάκωσης του νομισματικού πολέμου μετά τη συνάντηση των G20», σχολίασε αμέσως ένας αναλυτής μεγάλης γαλλικής επενδυτικής τράπεζας. Μεταξύ 2004, όταν το δολάριο πουλιόταν στα 130 γιεν, και σήμερα, που πουλιέται στα 75-80 γιεν, η ανατίμηση του ιαπωνικού νομίσματος έχει ξεπεράσει το 70%. Φανταστείτε την απόγνωση της ιαπωνικής βιομηχανίας όπου οι εξαγωγές αντιστοιχούν περίπου στο 15% του ΑΕΠ. Η Honda ανακοίνωσε μείωσε 80% στα κέρδη της κατά το πρώτο μισό του 2011 ακριβώς λόγω του ισχυρού γιεν. Οι ιαπωνικές επιχειρήσεις ανυπομονούν να στραφούν στις εξαγωγές την ώρα που η οικονομία της χώρας είναι, στην καλύτερη περίπτωση, στάσιμη (-0,5% αύξηση του ΑΕΠ σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ).
Η αναζήτηση ξένων αγορών καθίσταται κρισιμότερη από ποτέ για τις επιχειρήσεις στη σφαίρα της παραγωγής και της διανομής. Η συρρίκνωση, η στασιμότητα ή η μικρή αύξηση της εγχώριας ζήτησης δεν είναι πρόσφορο έδαφος για τη διατήρηση της κερδοφορίας. Ο αυστηρός δημοσιονομικός έλεγχος των κρατών που επλήγησαν από το ξέσπασμα της κρίσης χρέους τα έχει αποστερήσει από πληθωρικές και φερέγγυες αγορές. Ακόμα χειρότερα, ο αντίκτυπος αυτής της κατάστασης στις νομισματικές αγορές θέτει την κεφαλαιακή συσσώρευση σε ακόμα μεγαλύτερο κίνδυνο. Η περίπτωση του γιεν, αλλά και του ευρώ και της βρετανικής λίρας, το οποίο ανατιμάται ενώ η οικονομία που εκπροσωπεί εξασθενεί, είναι αποκαλυπτική, όπως και το γεγονός ότι τα χρηματικά κεφάλαια δολαρίων συνεχίζουν να προσελκύουν ξένους αγοραστές παρά την υποτίμησή τους έναντι των νομισμάτων τους. Στην πραγματικότητα αυτά τα φαινόμενα εκφράζουν την διαλεκτική ανάμεσα στις διαφορετικές λειτουργίες του χρήματος (μονάδα υπολογισμού, μέσο κυκλοφορίας και μέσο πληρωμής) και τις εσωτερικές τους σχέσεις. Το δολάριο όπως πάντα, και πρωτίστως στη σημερινή οικονομική κρίση, απολαμβάνει τη θέση του νομίσματος που αποτελεί πάνω απ’ το 60% των συναλλαγματικών διαθέσιμων των κεντρικών τραπεζών σ’ ολόκληρο τον κόσμο.
Με τα θησαυροφυλάκιά τους γεμάτα δολάρια και ομοσπονδιακά ομόλογα, οι κεντρικές τράπεζες της Κίνας και της Ιαπωνίας δεν δείχνουν σημάδια δυσπιστίας προς το αμερικάνικο νόμισμα. Και δεν πρόκειται να το κάνουν όσο παραμένει αληθές το γεγονός ότι οι εξαγωγές τους προς τις ΗΠΑ θα πλήττονταν σημαντικά αν το δολάριο υποτιμούταν έναντι των δικών τους νομισμάτων. Τα υπόλοιπα αφήνονται στην εξουσία των αμερικάνικων και βρετανικών χρηματοπιστωτικών αγορών που τιμολογούν σε δολάρια όλα τα οικονομικά παράγωγα. Παραδόξως το ευρώ απολαμβάνει σχετικά παρόμοια επιτυχία μιας και πριν 11 χρόνια είχε σχεδιαστεί ως νόμισμα για συναλλαγματικά αποθέματα.
«Σύμφωνα με στατιστικές που δημοσίευσε το ΔΝΤ στα τέλη Σεπτεμβρίου, τα αποθέματα των τραπεζών σε ευρώ φτάνουν σχεδόν στο 27% του συνόλου των αποθεμάτων διεθνώς. Στα τέλη του 1998, τα συναλλαγματικά αποθέματα σε γερμανικά μάρκα, γαλλικά φράγκα και ολλανδικά φιορίνια αποτελούσαν λιγότερο από το 17% των συνολικών αποθεμάτων των κεντρικών τραπεζών. Παρόλα αυτά ο αγώνας εναντίον του δολαρίου δεν έχει κερδηθεί ακόμα», διαβάζουμε στην Les Echos.
Σε μια εποχή που τα λεγόμενα “green shoots [11]” έρχονται σπάνια και ο πόλεμος όλων εναντίον όλων φαντάζει η ευκολότερη λύση, η ανταγωνιστική υποτίμηση αποδεικνύεται ισχυρότατο όπλο. Η εργατική δύναμη πουλιέται σε χαμηλότερη τιμή και το τελικό προϊόν αγοράζεται σε ανταγωνιστικότερη. Η ανταγωνιστική υποτίμηση είναι ένα όπλο που, εκτός των άλλων, μεταφράζεται σε σχετική μείωση του δημοσίου χρέους, εκφραζόμενη στο προς υποτίμηση νόμισμα. Όλα αυτά υπό την προϋπόθεση ότι η υποτίμηση δεν είναι τόσο εκτεταμένη ώστε να τινάξει στα ύψη τις τιμές των εισαγόμενων αγαθών. Πρόκειται λοιπόν για ένα μάλλον δύσχρηστο όπλο που χρησιμεύει περισσότερο για τον αιφνιδιασμό των αντιπάλων. Οι γεωπολιτικές συνέπειες είναι προφανείς. Οι ανταγωνιστικές υποτιμήσεις θεωρούνται προμελετημένες πράξεις κήρυξης εμπορικού πολέμου. Αλλά ο γενικευμένος νομισματικός πόλεμος είναι επίσης το τελευταίο στάδιο της οικονομικής κρίσης, το πιο καταστροφικό για τη κεφαλαιακή συσσώρευση γιατί όλες οι λειτουργίες του νομίσματος τίθενται ταυτόχρονα υπό αμφισβήτηση, συμπεριλαμβανομένων των λειτουργιών του ως γενικό ισοδύναμο και μονάδα υπολογισμού, οι οποίες αποτελούν τη βάση της καπιταλιστικής οικονομίας.
«Στο χρήμα, η αξία των πραγμάτων έχει χωριστεί απ’ τη δική τους υπόσταση. Το χρήμα είναι αρχικά ο αντιπρόσωπος όλων των αξιών. Στην πράξη το πράγμα αντιστρέφεται, και όλα τα πραγματικά προϊόντα και εργασίες γίνονται οι αντιπρόσωποι του χρήματος. […] Το χρήμα μπορεί να άρει τις δυσκολίες που χαρακτηρίζουν την ανταλλαγή σε είδος μονάχα γενικεύοντας τες, κάνοντάς τες καθολικές». – Μαρξ [12]
Είναι προφανές ότι η οξύτητα αυτής της τρίτης φάσης της κρίσης σχετίζεται άμεσα με την ενδεχόμενη εμπλοκή των ισχυρών νομισμάτων στο νομισματικό πόλεμο. Το γιεν και το ευρώ ήδη θίγονται άμεσα. Το κινέζικο γιουάν επηρεάζεται μόνο εν μέρει λόγω του δεσμού ισοτιμίας του με το δολάριο και της απουσίας του απ’ την παγκόσμια αγορά συναλλάγματος. Το δολάριο, εν τω μεταξύ, παραμένει σχετικά προστατευμένο. Επομένως είναι αδύνατο να μιλήσουμε ακόμα για παγκόσμια νομισματική κρίση στην πιο πλήρη μορφή της, και γι’ αυτό το ξέσπασμα ενός γενικευμένου νομισματικού πολέμου γίνεται όλο και πιο πιθανό αλλά παραμένει αβέβαιο σ’ αυτή τη φάση.
Η πολιτική του προλεταριάτου
Το αποτέλεσμα της πάλης ανάμεσα στις κεντρομόλες και φυγόκεντρες τάσεις του κεφαλαίου στην Ευρωπαϊκή ήπειρο δεν μας είναι ξεκάθαρο αυτήν τη στιγμή. Αλλά όποια κι αν είναι η έκβαση της μάχης εντός της κυρίαρχης τάξης, οι συνέπειες για τους εργάτες και τις εργάτριες μας είναι ήδη γνωστές. Το κεφάλαιο και το κράτος του προσπαθούν να επωφεληθούν από την κρίση ώστε να ενισχυθούν στη σχέση τους με τους εργαζόμενους. Ο διακηρυγμένος στόχος τους είναι να μειώσουν ακόμα περισσότερο τη συλλογική διαπραγματευτική δύναμη των εργαζομένων. Η επαν-εξατομίκευση των εργασιακών σχέσεων, η επαναφορά της ευθείας σχέσης ανάμεσα στον μεμονωμένο εργάτη και το αφεντικό, είναι η βασική προϋπόθεση για την ένταση της εκμετάλλευσης σε μια περίοδο ισχνών παραγωγικών επενδύσεων και αυστηρών δημοσιονομικών πολιτικών. Ο έμμεσος μισθός δέχεται εξίσου ολομέτωπη επίθεση. Οι συντάξεις και οι δημόσιες δαπάνες για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης (εκπαίδευση, υγεία, συγκοινωνίες, πρόνοια κλπ) ήδη μειώνονται τραγικά – τίποτα δε μένει όρθιο προκειμένου να αποκατασταθεί το κράτος ως εκπρόσωπος και εγγυητής του συλλογικού κεφαλαίου και να ομαλοποιηθεί η χρηματοπιστωτική σφαίρα.
Οι προλετάριοι πρέπει να αρνηθούν να επωμιστούν τις απώλειες των τραπεζών, των κρατών και των αφεντικών. Οι εργάτες και οι εργάτριες στην Ελλάδα, που βρίσκονται στους δρόμους εδώ και πάνω από ένα χρόνο, λένε ότι δεν θέλουν να πληρώσουν και δε χρωστάνε τίποτα σε κανέναν. Έχουν δίκιο. Δυστυχώς όμως η ψευδαίσθηση μιας δικαιότερης καπιταλιστικής οικονομίας («μακάρι τα κράτη να χτύπαγαν την κερδοσκοπία και οι τράπεζες να εθνικοποιούνταν!») είναι ακόμα υπερβολικά διαδεδομένη. Οι επαναστάτες προλετάριοι γνωρίζουν ότι ο καπιταλισμός μπορεί να κατανοηθεί μόνο από τη σκοπιά της οικονομίας της πίστωσης. Χωρίς πίστωση δεν υπάρχει αξιοποίηση του κεφαλαίου. Αν θέλουμε να δώσουμε τέλος στην κερδοσκοπία και τις τράπεζες, πρέπει να αντιπαλέψουμε συνολικά τον καπιταλισμό και να τον αντικαταστήσουμε από μια κοινωνία χωρίς εμπόρευμα, χρήμα και κράτος. Για να το πετύχουμε αυτό, πρέπει να ξεκινήσουμε απ’ την αρχή, απ’ τη ρίζα του υπάρχοντος συστήματος: την αξιοποίηση του κεφαλαίου. Η καρδιά του καπιταλισμού είναι η παραγωγή εμπορευμάτων. Σ’ αυτό το πεδίο πρέπει να χτυπήσουμε. Οι μαχητικές διαδηλώσεις δεν επαρκούν. Η απεργία είναι το ισχυρότερο όπλο που έχουν στην κατοχή τους οι εργαζόμενοι. Η απεργία και η ενότητα, πέρα από σύνορα και πατρίδες, μέσα στον αγώνα για μια κοινωνία που θα βάλει στο κέντρο την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών. Περισσότερο από ποτέ, το παγκόσμιο προλεταριάτο είναι η καθοριστική κοινωνική δύναμη στον σημερινό αγώνα εναντίον της καπιταλιστικής κρίσης και των σχέσεων που την παρήγαγαν.
Την 1η Μαΐου του 2009, λίγους μήνες πριν το ξέσπασμα του ελληνικού «επεισοδίου», μοιράσαμε μια προκήρυξη [13], σε τέσσερεις γλώσσες, που έγραφε τα εξής:
Ακριβώς γι’ αυτό, η περίοδος μετά την κρίση πολύ πιθανόν να είναι για τους προλετάριους δυσκολότερη απ’ την ίδια την κρίση. Τα αφεντικά διαχειρίζονται τα σημερινά τους προβλήματα με αξιοζήλευτη αποτελεσματικότητα, την ίδια ώρα που ανεβαίνουν στις ταράτσες φωνάζοντας ότι η κρίση είναι φοβερή και τρομερή. Απ’ τη μία επιδεικνύουν καταπληκτική δημιουργικότητα στην εύρεση λύσεων προς όφελός τους, ενώ απ’ την άλλη διαμαρτύρονται δημόσια ότι βρίσκονται σε απόγνωση, ότι είναι αβοήθητοι μπροστά στις απρόβλεπτες συνέπειες της κατάρρευσης.
Η αλήθεια είναι ότι εκμεταλλεύονται την κρίση ώστε να μειώσουν ακόμα περισσότερο την εξουσία των εργατών πάνω στις συνθήκες εργασίας τους. Τα αφεντικά διεξάγουν έναν πραγματικό ψυχολογικό πόλεμο εναντίον της εργατικής τάξης για να ενισχύσουν την δικτατορία τους στους χώρους εργασίας.
Η καπιταλιστική αξιοποίηση της κρίσης μεταφράζεται για τους προλετάριους σε ένα κύμα «προληπτικών» απολύσεων, μειώσεων στους πραγματικούς μισθούς, ενίσχυσης της εξουσίας των αφεντικών στους εργασιακούς χώρους και καταστολής των πιο απείθαρχων κομματιών της εργατικής τάξης.
Αν οι εργάτες δεν αντισταθούν σήμερα, η επίθεση αυτή δεν πρόκειται να σταματήσει με το τέλος της κρίσης. Αφού θα ‘χουν λύσει τα πιο επείγοντα ζητήματα, το κράτος και το κεφάλαιο θα χρειαστεί να αντισταθμίσουν τα τεράστια συσσωρευμένα ελλείμματα στους προϋπολογισμούς που θα ακολουθήσουν τα σχέδια ανάκαμψης της οικονομίας και τη διάσωση των επιχειρήσεων. Ο πληθωρισμός θα αυξηθεί, ροκανίζοντας όλο και περισσότερο την αγοραστική δύναμη των εργαζόμενων. Πριν ακόμα αρχίσουν να επαν-επενδύουν, τα αφεντικά θα προσπαθήσουν να αυξήσουν την παραγωγικότητα της εργασίας και να καθαρίσουν τους ισολογισμούς τους επιταχύνοντας τους ρυθμούς δουλειάς, επεκτείνοντας τα ωράρια, επιβάλλοντας περισσότερη ελαστικότητα και μειώνοντας τους μισθούς.
Δεχόμενοι επίθεση μέσα κι έξω απ’ τη δουλειά, οι προλετάριοι θα είναι οι μεγάλοι χαμένοι της κρίσης, οι μόνοι που θα υποστούν τις συνέπειές της, αν δεν αντιδράσουν άμεσα και δυναμικά στα σχέδια του κεφαλαίου. Το κάλεσμα για επανεκκίνηση της οικονομίας και αυξήσεις στους μισθούς, όπως εκφράζεται από τα συνδικάτα, ρίχνει (σκόπιμα ή μη) στάχτη στα μάτια των εργατών.
Οι καπιταλιστές γνωρίζουν πολύ καλά τι συμφέρει αυτούς και την οικονομία τους. Το σχέδιό τους είναι να εξυγιάνουν τις επιχειρήσεις τους τσακίζοντας τους μισθούς και τη δύναμη των εργαζομένων. Δεν είναι δική μας δουλειά να τους υποδείξουμε πώς θα αποκαταστήσουν την κερδοφορία τους. Δεν είναι δική μας δουλειά να διασώσουμε την οικονομία και το κράτος τους. Αντίθετα πρέπει να αμυνθούμε υπέρ των μισθών και των συνθηκών εργασίας μας, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει το θάνατο μιας επιχείρησης, ενός κράτους ή ολόκληρης της καπιταλιστικής οικονομίας. Οι εργάτες και οι εργάτριες δεν πρέπει να φοβούνται τη δύναμή τους. Οι απομονωμένοι αγώνες, ακόμα κι αν δίνονται με τεράστια ένταση (όπως οι καταλήψεις και οι απαγωγές αφεντικών), δεν επαρκούν ώστε να ανακόψουν μια τόσο εκτεταμένη επίθεση. Μόνο με την πλήρη επίδειξη της συλλογικής μας δύναμης θα αναγκάσουμε το κράτος και τα αφεντικά να κάνουν βήματα προς τα πίσω.
Αυτήν τη στιγμή καθίσταται απαραίτητο να συντονιστούν μεταξύ τους οι αγώνες ενάντια στις απολύσεις εργαζομένων, κι έπειτα να συνδεθούν όσο περισσότερο γίνεται με τους αγώνες για το μισθό σε άλλους χώρους εργασίας. Τα μέσα για την επίτευξη αυτών των στόχων θα αποφασιστούν από τους ίδιους τους εργάτες.
Οι εργάτες και οι εργάτριες μπορούν να υπολογίζουν μόνο στις δικές τους δυνάμεις, γυρίζοντας την πλάτη στους δήθεν φίλους και υπερασπιστές τους όπως τα συνδικάτα και τα κόμματα της αριστεράς.
Η αυτόνομη οργάνωση της εργατικής δύναμης, στα πλαίσια του αγώνα ενάντια στην καπιταλιστική κρίση, περνάει μέσα από τη συγκρότηση ενός δικτύου διαδικασιών βάσης σε εργασιακούς χώρους και γειτονιές, οι οποίες θα μπορούν να ενώσουν τα πιο μαχητικά τμήματα του προλεταριάτου γύρω από μια προοπτική που θα επεκτείνεται και πέρα από την υπεράσπιση των άμεσων εργατικών συμφερόντων.
Τα αφεντικά και το κράτος δεν διστάζουν να χρησιμοποιήσουν την κρίση του συστήματός τους ώστε να αυξήσουν την πολιτική κυριαρχία τους επί της εργατικής τάξης. Γι’ αυτούς δεν υπάρχει διαχωρισμός ανάμεσα στην πολιτική και την οικονομία. Μας το δείχνουν καθημερινά. Τέτοιος διαχωρισμός δεν θα ‘πρεπε να υπάρχει ούτε και για εμάς.
Δυόμιση χρόνια αργότερα, δεν έχουμε να προσθέσουμε τίποτα.
Mouvement Communiste, Δεκέμβριος 2011
μετάφραση: Agesilaus Santander
Υποσημειώσεις
[1] Θεωρίες για την Υπεραξία, Μέρος Δεύτερο, κεφάλαιο 17ο, §10, σελ. 593, Σύγχρονη Εποχή, 1982, Αθήνα [↑]
[2] (σ.τ.μ) ή κρίση πραγματοποίησης της αξίας ή εμπορευματική κρίση, επεξηγηματικά βλ. Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, Τόμος Δεύτερος, κεφάλαιο 16ο, υποσημείωση 32η, σελ. 315, Σύγχρονη Εποχή, 1979, Αθήνα [↑]
[3] (σ.τ.μ) Αρχικά ο όρος αναφερόταν σε οργανισμούς (επενδύσεων, κτλ) που προσπαθούσαν να αποτρέψουν πιθανούς κινδύνους διενεργώντας αντίστροφες πράξεις. Σήμερα χαρακτηρίζονται έτσι περίπου 3000 εταιρίες (κυρίως offshore), με κεφάλαια 200-400 δισ. δολάρια, που ενεργούν κερδοσκοπικές συναλλαγές (πωλήσεις “αέρα”, αρμπιτράζ, κτλ) υψηλού κινδύνου για αποκομιδή κερδών ή αυξημένων αποδόσεων. Έχουν αναφερθεί ποσοστά 15-20% ετησίως για τα “συντηρητικά” και έως 80% για τα “επιθετικά”. Έχουν τη δυνατότητα να ενεργούν συναλλαγές πολλαπλάσιες των οικονομικών τους δυνατοτήτων χρησιμοποιώντας δανειακά κεφάλαια και τα παράγωγά τους. [↑]
[4] Grundrisse, Τόμος Δεύτερος, Το κεφάλαιο του Κεφαλαίου, Τετράδιο VI, σελ. 504, Στοχαστής, 1990, Αθήνα [↑]
[5] Το Κεφάλαιο, Τόμος Τρίτος, τμήμα 5ο, κεφάλαιο 28ο, σελ. 565, Σύγχρονη Εποχή, 1978, Αθήνα [↑]
[6] Το Κεφάλαιο, Τόμος Πρώτος, Μέρος 7ο, κεφάλαιο 24ο, σελ. 779, Σύγχρονη Εποχή, 1978, Αθήνα [↑]
[7] (σ.τ.μ) Πρόκειται για χρηματοοικονομικά προϊόντα που αποτελούνται από συνδυασμό μετοχών, ομολόγων ή παραγώγων. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως μια ευέλικτη εναλλακτική των παραδοσιακών επενδύσεων σε μετοχές, ομόλογα ή άλλα χρηματοοικονομικά προϊόντα ή ως ένα συμπλήρωμα επενδυτικής στρατηγικής. [↑]
[8] (σ.τ.μ) Τεχνική σύνθεση του κεφαλαίου ονομάζεται η σχέση της μάζας των χρησιμοποιούμενων μέσων παραγωγής προς την απαιτούμενη για τη χρησιμοποίησή τους ποσότητα εργασίας. Για την τεχνική, αξιακή και οργανική σύνθεση του κεφαλαίου και τη σχέση τους προς το ποσοστό κέρδους βλ. Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, Τόμος Τρίτος, τμήμα 2ο, κεφάλαιο 8ο, σελ. 179-194, Σύγχρονη Εποχή, 1978, Αθήνα [↑]
[9] (σ.τ.μ) Πρόκειται για διαδικασία κατά την οποία η κυβέρνηση εκδίδει χρεόγραφα για να χρηματοδοτήσει την τόνωση της οικονομίας και σε δεύτερο χρόνο η κεντρική τράπεζα αγοράζει το χρέος από το επενδυτικό κοινό, το οποίο πλέον βρίσκεται με πλεόνασμα χρημάτων. [↑]
[10] “Freddie Mac” είναι το παρατσούκλι της “Federal National Mortgage Association” (Ομοσπονδιακή Εθνική Ένωση Υποθηκών) και “Fanny Mae” της “Federal Home Loan Mortgage Corporation” (Ομοσπονδιακός Συνεταιρισμός Ενυπόθηκων Στεγαστικών Δανείων). [↑]
[11] (σ.τ.μ) “Green shoots” («πράσινοι βλαστοί») ονομάζονται στην οικονομική αργκό οι ενδείξεις σταθεροποίησης και ανάκαμψης σε καιρό ύφεσης. [↑]
[12] Grundrisse, Τόμος Πρώτος, Το κεφάλαιο του Χρήματος, Τετράδιο Ι, σελ. 103, Στοχαστής, 1989, Αθήνα [↑]
[13] (σ.τ.μ) Πρόκειται για την προκήρυξη με τίτλο «Ενάντια στην καπιταλιστική χρήση της κρίσης: Η αυτόνομη πολιτική πρωτοβουλία της εργατικής τάξης». Μπορεί να βρεθεί, όπως και το παρόν κείμενο, στο http://mouvement-communiste.com, σε γαλλικά, αγγλικά, ιταλικά και τσέχικα. [↑]
Μια φορά ο Χόντζας φόρτωσε τον γάιδαρο του και πήρε το κακοτράχαλο μονοπάτι. Κάποια στιγμή έφτασε σε ένα στενό σημείο πάνω από έναν ψηλό γκρεμό. Το γαϊδούρι φοβήθηκε και στάθηκε. Ο Χόντζας τότε το χτύπησε με το ραβδί του. Πονεμένο από το χτύπημα το γαϊδούρι, πετάχτηκε και πήγε να περάσει τρέχοντας το στενό σημείο. Όμως γλίστρησε και έπεσε στο γκρεμό. Και τώρα πάει ο γάιδαρος πάει και το φορτίο.
Ποιος όμως έφταιξε; Ο δρόμος που ήταν κακοτράχαλος; ο γάιδαρος που ήταν απρόσεκτος; ή ο χόντζας που ήταν ανυπόμονος;
(λαϊκό παραμύθι)
Η πολιτική οικονομία στην προσπάθεια της να γίνει επιστήμη θέλησε να μιμηθεί την μεθοδολογία της φυσικής. Έθεσε λοιπόν σαν προγραμματικό της στόχο να εξοβελίσει από το σώμα των νόμων που θα προσδιόριζε οποιονδήποτε ανθρωπομορφισμό. Έγιναν έτσι σταδιακά τα οικονομικά ένα πεδίο περιγραφόμενο από εξισώσεις και μεταβλητές, ένα γαϊτανάκιαναγκαιοτητών όπου ο άνθρωποςπαίζει (όπως και στην φυσική) το ρόλο του εξωτερικού παράγοντα.
Μία από τις πρωτοπόρες συνεισφορές του Μάρξ, ήταν ακριβώς η κριτική της πολιτικής οικονομίας υπό το πρίσμα της απομυστικοποίησης των οικονομικών σχέσεων έτσι ώστε εκεί που οι επιστήμονες έβλεπαν σχέσεις πραγμάτων, να φανεί ότι επρόκειτο για σχέσεις ανθρώπων. Αυτό το πρόγραμμα ήταν ασφαλώς έργο τιτάνιο και εξαιρετικά δύσκολο. Μία κρυφή δυσκολία για παράδειγμα είναι ότι μπορεί να παρασυρθείς και να παίξεις το παιχνίδι του εχθρού. Να αναφέρεσαι δηλαδή σε παραμέτρους και παράγοντες χωρίς να αναρωτιέσαι: «και οι άνθρωποι πουείναι;» . Ο ίδιος ο Μάρξ υπέπεσε στην ανάλυση του αρκετές φορές σ’αυτό στο σφάλμα.Οι επίγονοί του όμως το έκαναν βασική τους κατεύθυνση. Και αυτή είναι κατά βάση η κατεύθυνση που ακολούθησε ολόκληρος ο μαρξισμός μέχρι τουλάχιστον τα ‘60s.
Πρέπει εδώ να είμαστε αρκετά προσεκτικοί. Οι περιγραφές των μαρξιστών δεν είναι αναγκαστικά «λάθος». Χρησιμοποιώντας τον μύθο της αρχής θα λέγαμε: το μονοπάτι ήταν πράγματι κακοτράχαλο.Αντίστοιχα οι περιγραφές τόσο των αστών οικονομολόγων (τους πιο έξυπνους και ειλικρινείς από αυτούς είναι γνωστό ότι τους σεβόταν ο Μάρξ), όσο και ορθόδοξων μαρξιστών σε σχέση με τηνκρίση μπορεί να είναι έγκυρες. Δεν θα ήταν όμως υπερβολή να πούμε ότι παραμένουν απελπιστικά επιφανειακές και εν τέλει μια στείρα φαινομενολογία (με την κυριολεκτική έννοια του όρου).
Σε ένα κλειστό σύστημα ανθρώπινων σχέσεων όπως είναι η σύγχρονη κοινωνία, οι αιτίες είναι κατά το πλείστον ανθρωπογενείς. Είτε όταν αναλύουμε τα ατυχήματα στους δρόμους, είτε όταν αναλύουμε τα εργατικά ατυχήματα, είτε όταν αναλύουμε την κατανομή πόρων στην οικονομία κ.τ.λ.
Ακόμα περισσότερο για μας σήμερα σαν αγωνιζόμενα υποκείμενα αυτό που είναι σημαντικό είναι να εντοπίζουμε τον τρόπο που τα κινήματα επηρέασαν και επηρεάζουν τα οικονομικά μεγέθη, γιατί μια τέτοια γνώση είναι αναγκαία για τον προσδιορισμό της στρατηγικής που πρέπει να ακολουθούμε σαν συλλογικότητες, σαν κίνημα. Με δεδομένο τώρα ότι η αστική στρατηγική είναι ακριβώς η ανάποδη, ότι δηλαδή θέλει να παρουσιάζει την προώθηση των συμφερόντων των καπιταλιστών σαν αναπόδραστη φυσική αναγκαιότητα μέσα από την μυστικοποίηση, αντιλαμβανόμαστε ότι όποιος παίζει αυτό το παιχνίδι, όπως πιστεύω οι συγγραφείς του παραπάνω κειμένου, μάλλον προσφέρει φτωχές υπηρεσίες στο κίνημα για να μην πω ότι το αποπροσανατολίζει.
Ας αναλογιστούμε ότι ένα κείμενο τόσων σελίδων δεν βρίσκει παρά δυο γραμμές για να μιλήσει για τον ταξικό ανταγωνισμό. Λες και πρόκειται για κείμενο περιγραφής μετεωρολογικών φαινομένων και όχι για για την περιγραφή της πιο έντονης στιγμής της ταξικής σύγκρουσης των τελευταίων δεκαετιών,σε παγκόσμιο επίπεδο.
Και το θέμα θα ήταν μάλλον δευτερεύον, με δεδομένο ότι το κείμενο είναι αποτέλεσμα της δουλειάς μιας μικρής δογματικής σέχτας. Αν όμως ρίξουμε μια ματιά σε ολόκληρη την θεωρητική παραγωγή της αριστεράς των τελευταίων χρόνων θα διαπιστώσουμε ότι δεν αποτελεί εξαίρεση αλλά μάλλον τον κανόνα. Το επίπεδο ευστοχίας της ανάλυσηςδιεκδικείται με όπλο την πολυπλοκότητα περιγραφής της λεπτομέρειας του ιστορικού της κρίσης και κατά σύμπτωση του βαθμού απουσίας της δράσης των προλετάριων. Αυτό βέβαια για την αριστερά γίνεται και για έναν άλλο λόγο. Η αριστερά θέλοντας να γίνει αρεστή σε μεγάλα διαταξικά ακροατήρια, θέλοντας να αποδείξει ότι για την επιβάρυνση του βιοτικού μας επιπέδου φταίνε οι κακοί, λέει ότι για το ξέσπασμα της κρίσης φταίνε οι πλούσιοι, τα cds, οι τραπεζίτες κ.τ.λ.. Θα ήταν έτσι αντιφατικό να υποστηρίξει ότι αυτό το σύστημα έπεσε έξω γιατί οι εργάτες του δεν το ήθελαν ή ήθελαν περισσότερα κ.τ.λ. (εντελώς σχηματικά βέβαια).
Το ρητορικό ερώτημα βέβαιά είναι: η αριστερά τα λέει αυτά γιατί θέλει να κυβερνήσει, η άκρα αριστερά γιατί τα λέει;
(Η σωστή απάντηση στο παραμύθι είναι:το ΥΠΕΧΩΔΕ φταίει που έφαγε τα λεφτά και δεν έφτιαξε το μονοπάτι.)