Πριν από 2-3 χρόνια θα ακουγόταν σαν ανέκδοτο στη συνδικαλιστική νηνεμία του κλάδου των Media: Πρόταση για απεργία διαρκείας της ΕΣΗΕΑ μετά από έκτακτη γενική συνέλευση 1200 μελών της, ενώ οι εργαζόμενοι του Άλτερ και της Ελευθεροτυπίας βρίσκονται εδώ και μήνες σε κινητοποιήσεις διαρκείας, με τους πρώτους να μεταδίδουν απεργιακά μηνύματα μέσω του τηλεοπτικού σήματος του σταθμού και τους δεύτερους να εκδίδουν απεργιακά φύλλα.
Κι όμως δεν είναι ανέκδοτο, αλλά η σκληρή πραγματικότητα που, εν έτει 2012, επιβάλλει η σφαγή που έχουν εξαπολύσει τα αφεντικά στους μισθούς των εργαζομένων και τις συλλογικές τους συμβάσεις. Μια πραγματικότητα αντιφατική, κατά βάση απογοητευτική σε σχέση με τις αντιστάσεις που ορθώνονται απέναντι στο γιουρούσι των αφεντικών, αλλά σίγουρα ελπιδοφόρα και χρήσιμη αν μελετηθεί χωρίς τα πατομπούκαλα της ιδεολογίας. Αν δηλαδή οι εργαζόμενοι των media αναγνωριστούν ως αυτό που είναι, μέσα από αυτό που κάνουν. Δηλαδή, αν αναγνωριστούν ως εργαζόμενοι σε μαζικούς χώρους του τριτογενή τομέα, με υψηλό βαθμό παραγωγικής (άρα και απεργιακής) δύναμης, αναντίστοιχης με το επίπεδο της ταξικής τους συνείδησης, ή καλύτερα της εμπειρίας τους από συλλογικούς αγώνες που πάνε κόντρα στο κυρίαρχο ατομικιστικό μοντέλο εργαζόμενου και στις συντεχνιακές λογικές των εργατοπατέρων. Άρα τόσο οι αντιφάσεις όσο και τα συμπεράσματα των απεργιακών αγώνων στα media αποκτούν αξία χρήσης για το σύνολο των αγώνων της σύγχρονης εργατικής τάξης.
Πρώτο και βασικό συμπέρασμα: Καμιά, μα καμιά εμπιστοσύνη στους εργατοπατέρες. Αριστερούς, δεξιούς, μνημονιακούς, αντιμνημονιακούς κι ότι άλλο δηλώσουν. Δεν πρόκειται για αριστεριστική ηθικολογία, αλλά για μια πολύ ρεαλιστική αποτίμηση του ρόλου τους σε σχέση με τις επιτακτικές ανάγκες του εξελισσόμενου ταξικού πολέμου. Μπορεί να αναγκάζονται να περνούν σε θέση αγωνιστικής άμυνας απέναντι στην επίθεση των αφεντικών που πλήττει και το διαμεσολαβητικό τους ρόλο, αλλά η πρώτη και κύρια φροντίδα τους παραμένει η διαφύλαξη αυτής της διαμεσολαβητικής ιδιότητας. Και μη ξεχνάμε: Οι εργατοπατέρες ως πράκτορες των κομμάτων στο εσωτερικό της τάξης μας έχουν τις κατάλληλες γνωριμίες και περιβάλλοντα ώστε να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες και να μη πεινάσουν ποτέ…
Τη μαζική διάθεση της βάσης των μελών της ΕΣΗΕΑ για απεργία διαρκείας, οι αριστεροί (ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΜΕ) εργατοπατέρες φρόντισαν να τη σπρώξουν στις αγαπημένες τους εκλογικές διαδικασίες, σύμφωνα πάντα με το καταστατικό της συντεχνιακής τους δομής. Στην ψηφοφορία που ακολούθησε τη μαζική γενική συνέλευση η απεργιακή πρόταση διασπάστηκε στα δυο: Οι εργατοπατέρες του ΣΥΡΙΖΑ στήριξαν μια άνευρη από άποψη απεργιακού περιεχομένου και προοπτικής πρόταση, ενώ οι εργατοπατέρες του ΠΑΜΕ πλειοδότησαν σε ένα ριζοσπαστικό αλλά εντέλει διασπαστικό πλαίσιο αγώνα. Έτσι, η απεργιακή πλειοψηφία μειοψήφησε σε σχέση με την απεργοσπαστική πρόταση που ανέλαβαν να εκφράσουν οι συνεχιστές του πάλαι ποτέ ΠΑΣΟΚ στους εργασιακούς χώρους, δηλαδή οι «συνετοί» και «ρεαλιστές» συνδικαλιστές της ΔΗΜΑΡ, που επιζητούν διάλογο με τα αφεντικά τους και όχι απεργίες, κατακτώντας επάξια τη ταμπέλα του «αλήτες, ρουφιάνοι, εργοδοτικοί».
Κάπως έτσι, η κεντρική απεργιακή μάχη που θα μπορούσε να ορθώσει ένα ανάχωμα στη προώθηση των ατομικών, επιχειρησιακών συμβάσεων, στις περικοπές μισθών, στην εκ περιτροπής εργασία, στις πτωχεύσεις μέσω του άρθρου 99 και τις μαζικές απολύσεις, δε δόθηκε ποτέ και τα αφεντικά συνέχισαν απρόσκοπτα το γιουρούσι τους πάνω στην αξία της εργατικής δύναμης. Αυτό που μένει είναι μικρά οχυρά αντίστασης γύρω από το τελευταίο αυτονόητο για κάθε εργαζόμενο αυτού του πλανήτη. Να πληρώνεται όταν έχει δουλέψει. Με αυτή την έννοια, οι απεργίες και οι επισχέσεις εργασίας στο «Άλτερ», στην «Ελευθεροτυπία», στον «Κόσμο του Επενδυτή» κ.α. δεν έχουν και πολλά ηρωικά χαρακτηριστικά να επιδείξουν. Μάλιστα αντιμετωπίζουν αρκετά εσωτερικά προβλήματα συσπείρωσης και περιορίζονται σε μεγάλο βαθμό στις δικαστικές πτυχές του αγώνα για τα δεδουλευμένα, χωρίς να συντονίζουν τις απεργιακές τους μάχες μαζί μ’ αυτές άλλων κλάδων (Χαλυβουργία, Λουκίσσα, 3Ε Εκτυπωτική κ.α.) σ’ ένα συνολικότερο απεργιακό μέτωπο (και η «παναττική απεργία» του ΠΑΜΕ στις 19 Γενάρη φρόντισε να «κάψει» κάθε τέτοια προοπτική που θα μπορούσε να γεννηθεί μέσα από την από τα κάτω επικοινωνία των απεργών). Όμως, έστω κι έτσι, κάποιοι νεόπτωχοι εργαζόμενοι συναντιούνται κάθε μέρα, περιφρουρούν τις απεργίες τους, αναγνωρίζουν εχθρούς και φίλους και μέσα από τις κοινότητες αγώνα που φτιάχνουν συνειδητοποιούν τη ταξική τους δύναμη.
Το πιο ενδιαφέρον για τον ταξικό ανταγωνισμό χαρακτηριστικό αυτών των αγώνων είναι η προσπάθεια εκφοράς απεργιακού λόγου μέσα από τα Μέσα που τα έχουμε συνηθίσει υπό τον έλεγχο των αφεντικών. Πολλές γιαγιάδες σε απομακρυσμένα χωριά της Ελλάδας πληροφορήθηκαν για τους δεκάδες εργατικούς αγώνες στα media κι όχι μόνο, μέσα από την κατάληψη στη ροή προγράμματος του τηλεοπτικού σήματος του «Αλτερ», στην οποία είχαν προχωρήσει οι εργαζόμενοι του σταθμού μέχρι πρόσφατα. Το κράτος, αναγνωρίζοντας την επικινδυνότητα αυτής της πρακτικής, έριξε τελείως το σήμα του σταθμού. Οι εργαζόμενοι της «Ελευθεροτυπίας», από τη μεριά τους, προχώρησαν στην έκδοση δυο απεργιακών φύλλων που εξαντλήθηκαν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, παρά τις προσπάθειες της Μάνιας Τεγοπούλου να τα σαμποτάρει.
Τέτοιες προσπάθειες εργατικής αντιπληροφόρησης είναι πολύ σημαντικές για μια σειρά από λόγους: Αποδεικνύουν στην πράξη τον έλεγχο των εργατών επί της παραγωγικής διαδικασίας (το «χωρίς εσένα γρανάζι δε γυρνά»), καθώς και τον έλεγχο των αφεντικών επί του παραγόμενου προϊόντος. Ταυτόχρονα αποτελούν γέφυρες αλληλεγγύης με την υπόλοιπη κοινωνία που βλέπει στους απεργούς των media άλλο ένα πληττόμενο και μαχόμενο κομμάτι, κι όχι ένα «βολεμένο» κλάδο που αναμεταδίδει την άποψη των αφεντικών.
Η παραγωγική όμως θέση των εργαζόμενων στα ΜΜΕ – οι οποίοι είναι διαχωρισμένοι από την κοινωνία και πολυδιασπασμένοι στο εσωτερικό του κλάδου τους – δημιουργεί αντιφάσεις που αντικατοπτρίζονται στο περιεχόμενο αυτών των μέσων απεργιακής αντιπληροφόρησης. Αν και τα φύλλα αυτά ονομάζονται απεργιακά και τυπικά εκδίδονται υπό εργατικό έλεγχο, ωστόσο το περιεχόμενό τους εξακολουθεί να είναι σε γενικές γραμμές το περιεχόμενο ενός εντύπου που απευθύνεται σε ένα ευρύ αγοραστικό κοινό, και όχι τόσο μιας εφημερίδας αντιπληροφόρησης που εκδίδεται από αγωνιζόμενους απεργούς. Αναπαράγεται λοιπόν ακέραια η (αστική) ιδεολογία περί «δημοσιογραφικού λειτουργήματος», μαζί με όλους τους συνακόλουθους διαχωρισμούς πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας, δημοσιογράφων – τεχνικών, αλλά και δημοσιογράφων – κοινωνίας.
Συνοψίζοντας, η απεργία διαρκείας δεν έγινε, οι απεργίες διαρκείας είναι όμως παρούσες και συνεχίζουν να υπενθυμίζουν στα αφεντικά την αντικειμενική δυσκολία του εγχειρήματος «να τους τα πάρουμε όλα». Αυτοί οι αντιφατικοί αγώνες αποτελούν το πεδίο διαμόρφωσης και ριζοσπαστικοποίησης αυτού που συνηθίζουμε να ονομάζουμε «ταξική συνείδηση». Ένας τέτοιος αγώνας διεξάγεται υπόγεια και από μειοψηφικά κομμάτια του υποτιμημένου προλεταριάτου των ενημερωτικών sites, του «μέλλοντος της δημοσιογραφίας». Ενός νεανικού προλεταριάτου που δεν θα είχε δικαίωμα συμμετοχής σε μια απεργία διαρκείας και εκ θέσεως δεν μπορεί να υπερασπιστεί τις συλλογικές συμβάσεις των σωματείων στα ΜΜΕ, αφού στην συντριπτική πλειοψηφία του δουλεύει «μαύρα» ή με «μπλοκάκι». Αυτό το κομμάτι (εκφραζόμενο μέσα από την κινηματική δραστηριοποίηση της «συνέλευσης έμμισθων, άμισθων, «μπλοκάκηδων», «μαύρων», ανέργων και φοιτητών στα ΜΜΕ», βλ. και katalipsiesiea.blogspot.com) πέτυχε πρόσφατα μια μικρή αλλά σημαντική νίκη: Απέσπασε δικαστική απόφαση, σύμφωνα με την οποία οι πληροφοριακοί εργάτες των sites δικαιούνται σύμβαση συντακτών. Δείχνοντας έτσι ότι απέναντι στον ολομέτωπο βομβαρδισμό των αφεντικών που έχει ως στόχο τη «κινεζοποίηση» της τάξης μας, όχι μόνο δεν έχουμε πει την τελευταία μας λέξη, αλλά, αντίθετα, τώρα αρθρώνουμε τις πρώτες μας απεργιακές φράσεις.
Απρίλιος 2012
Υποβολή απάντησης