Η συγκυρία και η καταστολή
Για πολλούς και πολλές η αυξημένη ένταση της καταστολής φέρει ένα άρωμα δεξιάς. Θυμίζει παλιότερους καιρούς, στους οποίους η δεξιά, που αδυνατεί να καταλάβει τα κινήματα και για τούτο τα αντιμετωπίζει μόνο πολεμικά, χτυπούσε βάναυσα τις όποιες κινητοποιήσεις, φουντώνοντας αντί να κοπάζει τη φωτιά της εξέγερσης. Η κεντροαριστερά, αντίθετα, τροφοδοτούμενη από τα κινήματα, μπορεί να τα καταλάβει και κατά συνέπεια να τα ελέγξει, να τα ηγεμονεύσει και φυσικά να τα καταστείλει με πιο αποτελεσματικό τρόπο.
Αυτό το σενάριο ισχύει για τα πρόσφατα γεγονότα, αλλά μονάχα εν μέρει. Μπορούμε πράγματι να δούμε τη σημερινή (συν)κυβέρνηση ως αποτέλεσμα της τελευταίας ίσως αιώρησης εκείνης της εκλογικής μάζας-εκκρεμούς που ανέβαζε αλληλοδιαδοχικά πασόκ και νέα δημοκρατία σχεδόν από το 74 και μετά. Σύμφωνα με την εκτίμηση αυτή, το στυλ διακυβέρνησης της ΝΔ θα συνεχίσει για άλλα τέσσερα χρόνια, ίσως και λιγότερο, και μετά θα βρεθούμε πάλι στο πουργατόριο της σοσιαλδημοκρατίας να χαράσσουμε τις δύσκολες ισορροπίες ενός κινήματος ριζοσπαστικής αλλαγής. Υπάρχουν ενδείξεις όμως ότι αυτό που άλλαξε ουσιαστικά τον τελευταίο χρόνο δεν είναι μονάχα ένα «στυλ» διακυβέρνησης, αλλά η ίδια η έννοια της διακυβέρνησης ενός κράτους σε κρίση.
Κράτος σε κρίση σημαίνει και κράτος-κρίσης, δηλαδή μια μορφή διακυβέρνησης της χώρας σαν αυτή να βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού, πράγμα που αποδίδει έκτακτες δικαιοδοσίες και εξουσίες στους κυρίαρχους του παιχνιδιού. Οποιαδήποτε και αν είναι η εξέλιξη του κυβερνητικού στυλ, μπορούμε να κάνουμε με ασφάλεια την πρόβλεψη ότι θα υπάρχουν ορισμένες αρχές διακυβέρνησης οι οποίες θα παραμείνουν σταθερές. Οι κλυδωνισμοί που δέχτηκε το σύστημα της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης τα τελευταία χρόνια, και ειδικά το καλοκαίρι του 2012, έδειξαν πως, αν είναι να διατηρηθεί η δημοκρατική διαμεσολάβηση που είχε διαμορφωθεί μετά τη μεταπολίτευση, πρέπει οπωσδήποτε να εγκαθιδρυθεί ένα νέο σύστημα άσκησης της κρατικής εξουσίας. Ορισμένοι πόλοι του συστήματος αυτού βρίσκονταν ήδη στη θέση τους. Ένας πόλος, για παράδειγμα, είναι ο κεντρικός ρόλος των μεγάλων μμε. Παραδείγματα «τηλεδημοκρατίας», δηλαδή ολιγαρχικών πολιτευμάτων στα οποία τα μμε λειτουργούν ως «κοινωνία των πολιτών», υπάρχουν πολλά, με πρώτιστο τη γείτονα Ιταλία. Στο νέο αυτό καθεστώς, τα μμε δεν έχουν μόνο το ρόλο της ιδεολογικής προπαγάνδας του κράτους ή κάποιων μερίδων του κεφαλαίου. Κάνουν κάτι πολύ ουσιαστικότερο, που είναι να νοηματοδοτούν το ίδιο το σύστημα διακυβέρνησης καθώς και να εξαντλούν τις αντιδράσεις σε αυτό μέσα σε ένα ελεγχόμενο χώρο «μέσης κοινής γνώμης». Με άλλα λόγια, να αντικαθιστούν το «δημόσιο χώρο» σαν μόνη νομιμοποιημένη διέξοδο διαμεσολάβησης των ανταγωνισμών. Άλλος πόλος είναι η πολιτική συγκρότηση του παρακράτους, με την αιγίδα της ΧΑ και την ανοχή των πολιτικών κομμάτων της συγκυβέρνησης. Και πάει λέγοντας.
Ωστόσο μέσα στη συγκυρία, αναδύονται και άλλες μηχανές διαχείρισης της πραγματικότητας σε καθεστώς κρίσης: ένα παράδειγμα είναι αυτό της δημόσιας υγείας, με την πρόβα τζενεράλε που έγινε μέσα από την ιστορία των οροθετικών. Εδώ θα πω μόνο λίγες σύντομες κουβέντες, αν και το θέμα χρήζει περεταίρω ανάλυσης: είναι λάθος η κλασσική πολιτική γραμμή της αριστεράς ότι το κράτος (η κυβέρνηση) χρησιμοποιεί τη δημιουργία και διαχείριση ηθικών πανικών (επιδημίες, καταστροφές, παντός είδους «εισβολές» – ιών, μεταναστών, αναρχικών- κλπ.) για να αποπροσανατολίσει την κοινή γνώμη από τα πραγματικά ζητήματα (το μνημόνιο, την άνοδο της ανεργίας, τη φτώχια, κλπ). Στην πραγματικότητα η διαχείριση τέτοιων τεχνητών κρίσεων βρίσκεται στην καρδιά του νέου μοντέλου κράτους και ως εκ τούτου διαμορφώνει τα νέα υποκείμενα της κρατικής εξουσίας. Η δικαιοσύνη ασκείται να αντιμετωπίζει «σκάνδαλα» και όχι υποθέσεις. Η αστυνομία ασκείται να αντιμετωπίζει «απειλές» και όχι καθημερινούς εγκληματίες. Οι υγειονομικοί οργανισμοί ασκούνται να διαχειρίζονται «βόμβες» και όχι απλούς ιούς ή απλά ασθενείς ανθρώπους.
Το γεγονός αυτό σημαίνει από τη μια πλευρά ότι το κράτος ετοιμάζεται να διαχειριστεί πιθανώς έκρυθμες καταστάσεις που μπορεί να επιφέρει η φτωχοποίηση του πληθυσμού, χωρίς να γνωρίζει ακριβώς ποιες είναι αυτές. Γνωρίζει όμως ότι ο πληθυσμός αυτός που θα απολυθεί και θα εκπέσει λόγω των στρατηγικών της κυβέρνησης, σίγουρα θα στραφεί, τουλάχιστον σε πρώτη φάση, εναντίον της, και γιατί όχι, εναντίον ολόκληρου του συστήματος. Όλος αυτός ο πληθυσμός, και είναι πολύς, είναι χοντρικά ένας «χύμα» κόσμος (πχ φεύγει από την άμεση ισχύ των επίσημων συνδικάτων, φεύγει από την άμεση εξάρτηση από το κράτος-εργοδότη), που χρειάζεται μια άλλου τύπου διαχείριση από αυτή που ισχύει μέχρι σήμερα. Από την άλλη όμως, σημαίνει ότι ο μηχανισμός που ονομάζουμε κράτος, δηλαδή ένα εκτεταμένο δίκτυο από φορείς, λειτουργούς, υπηρεσίες, και όλα τα συμπαρομαρτούντα, αλλάζει μορφή ως δημιουργός και διαχειριστής της εργασίας. Για να δώσω ένα πολύ απλοϊκό παράδειγμα: αν απολύσει διακόσιες χιλιάδες υπαλλήλους και ταυτόχρονα έχει προσλάβει εκατό χιλιάδες μπάτσους, πολύ απλά κάτι πρέπει να κάνει με όλους αυτούς τους μπάτσους (και το ευκολότερο είναι να τους στρέψει προς τους διακόσιους χιλιάδες απολυμένους). Ένα άλλο, πιο λεπτό παράδειγμα, είναι οι πολιτικές για την ανεργία, οι οποίες εκ πρώτης όψεως φαίνονται σαν συνέχεια του παραδοσιακού κράτους πρόνοιας, αλλά στην ουσία αλλάζουν την μορφή του υποκειμένου άνεργος σε σχέση με το κράτος.
Με τον ίδιο τρόπο, μπορούμε να δούμε και την εκκένωση των καταλήψεων σαν ένα μέρος του κράτους-κρίση. Όπως το υπουργείο υγείας θα μπορούσε κάλλιστα να συλλάβει τις οροθετικές και να τις περάσει από εξέταση ή/και δίκη χωρίς όλη αυτή την καμπάνια υστερίας, έτσι και η εισβολή στις καταλήψεις θα μπορούσε να γίνει χωρίς να αποτελούν αυτές πρώτο θέμα στα δελτία των ειδήσεων και αιχμή της πολιτικής της κυβέρνησης ενάντια στην αντιπολίτευση. Μάλιστα, η λογική αυτό θα υπαγόρευε: αν όντως πιστεύει η αστυνομία και το κράτος ότι τις καταλήψεις τις κάνουν εκατό μαλακισμένα, τότε δεν υπήρχε λόγος να κινητοποιηθεί ένας ιδεολογικός μηχανισμός για να κερδίσει την κοινή γνώμη με το μέρος του υπροπο. Δε θα χρειαζόταν καμιά νομιμοποίηση, και στην ουσία δεν χρειάστηκε, καθώς οι περισσότερες εισβολές έγιναν χωρίς την τυπική παρουσία εισαγγελέα.
Η κυβέρνηση όμως αναγνωρίζει ότι υπάρχει ένας πληθυσμός σε κρίση, και μάλιστα ότι αυτός ο πληθυσμός προσπαθεί με τον άλφα η βήτα τρόπο να οργανωθεί με τρόπους οι οποίοι εκ των πραγμάτων τον βγάζουν έξω από τα όρια της αστικής νομιμότητας, ή τον υποχρεώνουν να κινείται σε μια περιοχή η οποία δεν καλύπτεται τυπικά από το νόμο. Για παράδειγμα, ένας αποκλεισμός ενός καταστήματος για να επιτευχθεί μια απόλυση, είναι μια πράξη η οποία βαδίζει σε ένα πεδίο το οποίο δεν καθορίζει ο νόμος, δεν μπορεί να το καθορίσει κανένας νόμος, και μόνο η ισχύς της απόφασης του κυρίαρχου μπορεί τελικά να πει τον τελευταίο λόγο. Αν η αστυνομία σε συλλάβει και σε τρέξει για εκατό πλημμελήματα, ίσως εν τέλει να αθωωθείς με το γράμμα του νόμου, όμως ο το σύστημα της δικαιοσύνης έχει κατισχύσει πάνω σου στερώντας σε από πόρους (χρήμα για δικηγόρους), ελευθερίες (μετακίνηση όταν και όπως θες εν όψει της δίκης), και φυσικά χρόνο και ψυχική αντοχή.
Στο πλαίσιο αυτό, η εκστρατεία ενάντια στις καταλήψεις έχει ένα πολύ ξεκάθαρο μήνυμα, που δεν είναι συμβολικό: ότι τα πλαίσια ερμηνείας αυτής της ασαφούς ζώνης μεταξύ παρανομίας και νομιμότητας στενεύουν πλέον, μετά από απόφαση των κρατούντων. Αν και στη θεωρία οι ζώνες αυτές θα περιοριστούν από την δράση του κράτους, στην ουσία συμβαίνει κάτι άλλο: οι ζώνες αυτές καταλαμβάνονται από το ίδιο το κράτος, σχεδόν στρατιωτικά. Αυτά να τα ακούν οι θιασώτες (ακροαριστεροί και αναρχικοί) της θεωρίας της «αποχώρησης του κράτους από το δημόσιο». Το κράτος όχι μόνο δεν αποτραβιέται, αλλά αντίθετα αποικιοποιεί τους δημόσιους χώρους ως χώρους αναγκαίας ασάφειας του γράμματος του νόμου. Αποικιοποιεί σημαίνει: καταστέλλει αυτούς που κινούνται εκεί, τους κάνει παράνομους, τους βγάζει στο περιθώριο, και στη θέση τους εγκαθιστά το μηχανισμό του, που είναι, όπως είπαμε ήδη, ο μηχανισμός του κράτους-κρίση: μπάτσοι, φασίστες, μκο, μμε, και εταιρείες «εκμετάλλευσης». Νομίζω το νέο αυτό δόγμα το συνόψισε καλύτερα από όλους ο φίλος του πρωθυπουργού και μέλος του «επικοινωνιακού επιτελείου» της ΝΔ Φαήλος Κρανιδιώτης: «Ναι το μονοπώλιο της βίας ανήκει μόνο στο δημοκρατικό κράτος και θα σας αλλάξουμε τα φώτα» (εφημερίδα Δημοκρατία (sic) 13.01.2013).
Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι αυτή η ανάλυση είναι και η μοναδική όψη των γεγονότων: υπάρχουν και άλλα κέρδη από μια επιτυχημένη εκστρατεία ενάντια στις καταλήψεις: κάποια δε χρειάζεται να τα αναλύσουμε καν, όπως το γεγονός ότι κατειλημμένοι χώροι ανά τη χώρα αποτελούν συχνά το τελευταίο ανάχωμα ενάντια στο ρίζωμα της συστημικής ΧΑ. Όπως και το ότι μια βεντέτα χρόνων ανάμεσα στα φασιστοκρατούμενα ματ/δέλτα και στους αναρχικούς του κέντρου έχει εν τέλει την πολιτική κάλυψη να λυθεί εις βάρος των δεύτερων. Ωστόσο, το ερώτημα παραμένει: αν μια στρατιωτική επιχείρηση εκκένωσης ήταν τόσο απλή υπόθεση, γιατί δεν είχε συμβεί τόσον καιρό, γιατί τώρα; Η απάντηση που μπορώ να δώσω εγώ είναι ότι μέσα από τις εξελίξεις των τελευταίων έξι ετών, από τα φοιτητικά μέχρι το δεκέμβρη, μέχρι τις πλατείες και την άνθιση του ανταγωνιστικού κινήματος στη χώρα, οι καταλήψεις και τα στέκια άλλαξαν τον χαρακτήρα τους και έγιναν, από περιθωριακά εδάφη μιας νεανικής υποκουλτούρας, χώροι οι οποίοι εν δυνάμει αποτελούν σημείο συγκέντρωσης, οργάνωσης, ανασύνταξης και ανατροφοδότησης ενός κινηματικού κόσμου. Σημεία που χαρακτηρίζονται από χίλια προβλήματα και όρια, τα οποία ωστόσο μέσα από τη δράση ενός ευρύτερου κόσμου αναδεικνύονται σε υποδομές ενός κινήματος που ψάχνει να βρει το δρόμο του.
Δεν είναι τυχαίο, ας πούμε, το ότι η ευρύτερη αριστερά, η οποία τουλάχιστον μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2000 γρυ δε σκάμπαζε από στέκια και καταλήψεις, θεωρώντας τα μέσα που την εξέθεταν στις αντιλήψεις περί νομιμότητας των λαϊκών στρωμάτων, έφτασε να προάγει την κατάληψη ως μορφή αγώνα και μάλιστα να κρατά μια από τις πρώτες καταλήψεις που εκκενώθηκε, στη δημοτική αγορά κυψέλης. Βέβαια, η αριστερά χαϊδεύει μεν το χώρο και τις πρακτικές του, γιατί γνωρίζει ότι υπάρχουν μέσα σε αυτόν τάσεις που αποτελούν πραγματικούς κινητήρες του κινήματος, αλλά βρίσκεται σε δύσκολη θέση όταν διάφορες τάσεις του προβαίνουν σε πράξεις για τις οποίες χρειάζεται να απολογηθεί. Στη σημερινή συγκυρία ο σύριζα ως εκφραστής της πιο «φιλικής στα κινήματα» αριστεράς βρίσκεται σε μια πραγματικά στριμωγμένη θέση, καθώς αναγκάζεται να διαλέξει με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει. Βέβαια, το κόκκαλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι πολύ μεγάλο για να το αφήσει αυτή τη στιγμή. Η στάση του λοιπόν είναι σχιζοφρενική και επαρκώς συστημική: εκπρόσωποί του εμφανίζονται σε μέρη που υπάρχουν ανεπτυγμένα «κινήματα» και εκφράζουν την αμέριστη υποστήριξή τους, η οποία ωστόσο στο δρόμο μεταφράζεται σε πενιχρά ή ανύπαρκτα νούμερα (δες πχ την πορεία της Παρασκευής 11/1 στου Ζωγράφου).
Τέλος, στο πλαίσιο αυτό, υπάρχει και ένα άλλο μέρος: σήμερα χτυπιούνται οι καταλήψεις και τα στέκια, και δίκαια κάποιοι αναρωτιούνται γιατί αυτή τη δεδομένη χρονική στιγμή. Η απάντηση είναι και πάλι μια απάντηση που πρέπει να δοθεί με κάποιο ιστορικό βάθος: διότι, μετά το 2003, υπάρχει μια αύξηση και μια επέκταση αυτού που λέμε «χώρος». Η λίστα για παράδειγμα του υπροπο περιλαμβάνει, ούτε λίγο ούτε πολύ, 40 καταλήψεις σε ολόκληρη τη χώρα, που είναι πολιτικοί χώροι, δεν συνυπολογίζονται δηλαδή και οι καταλήψεις στέγης, αλλά φυσικά ούτε τα εγχειρήματα που δεν στεγάζονται σε καταλήψεις. Το ότι μιλάμε για σαράντα πολιτικές καταλήψεις σε ολόκληρη τη χώρα είναι ένα εντυπωσιακό νούμερο, το οποίο αν δεν απατώμαι δεν έχει προηγούμενο για την Ελλάδα. Το γεγονός αυτό υπάρχει μέσα σε ένα πολλαπλασιασμό και μια αυξημένη κυκλοφορία κάποιων ριζοσπαστικών ιδεών και ταυτίσεων, έστω και αν αυτές έχουν το χαρακτήρα λάιφστάιλ ή αποτελούν απλώς απόψεις και δεν οδηγούν ευθέως σε μια πολιτική στράτευση ή δέσμευση. Μετά το 2003, για να το πούμε και χυδαία, η αμφισβήτηση έγινε ξανά του συρμού, προσέγγισε κόσμο, άνοιξε ζητήματα, άνοιξε κοινωνικά πεδία τα οποία μπορεί να μην έχουν βάθος, ωστόσο συσπειρώνουν κόσμο που εν δυνάμει μπορεί να αποτελέσει πρόβλημα για το σύστημα. Μέσα σε αυτό το νέο πλαίσιο, ο ρόλος και η πρακτική του χώρου αλλάζει πρόσημο, ακόμα και αν η πλειοψηφία των οργανωμένων υποκειμένων αδυνατεί να το καταλάβει. Μια επίθεση στα πιο «ακραία» στοιχεία αυτού του πολύχρωμου μωσαϊκού, στα πλαίσια της στρατηγικής «των δυο άκρων», εξυπηρετεί όχι μόνο τις βλέψεις των εκάστοτε κυβερνόντων, αλλά και τη διαιώνιση του συστήματος εν γένει. Είναι δεδομένο και για τις δυο πλευρές ότι ο σύριζα δεν είναι το sinn fein, αλλά ούτε και η ΕΔΑ του χώρου, οπότε η απομόνωση των ακραίων στοιχείων εξυπηρετεί και τις δυο πλευρές της εξίσωσης, εξασφαλίζοντας την εναλλακτική, εκλογική, πρόταση σε περίπτωση αποτυχίας της δεξιάς πολιτικής. Αυτό που μένει σταθερό και στις δυο εκδοχές είναι η αντίστιξη της κοινοβουλευτικής νομιμότητας με την «ανομία». Ας μη γελιόμαστε, μπορεί τώρα ο σύριζα να ανέχεται τέτοια φαινόμενα για χάρη της κινηματικότητάς τους, αλλά σε μια κυβερνητική προοπτική δεν πρόκειται να ανεχθεί καμιά εκτροπή από το μέσο δρόμο.
Χώρος και καταλήψεις
Ο χώρος, αν και πέρασε μια σχετικά μακριά περίοδο ‘κοινωνικοποίησης’, βλέπει τη σημερινή κατάσταση σαν μια αναμέτρηση με το κράτος, εν είδει μιας βεντέτας. Ορισμένες από τις λογικές και τα ήθη της λειτουργίας του τον συνιστούν σαν ένα ταυτοτικό χώρο δράσης, σα μια ομάδα διαχωρισμένη, με ξεκάθαρη ‘κουλτούρα’, η οποία ανθίσταται στις επιθέσεις του κράτους όπως θα έκανε κάθε συγκροτημένη ομάδα ανθρώπων. Αυτό οδηγεί στο εξής παράδοξο: ακόμα και όταν κομμάτια της κοινωνίας υιοθετούν τις πρακτικές, τις ιδέες, τις αντιλήψεις του χώρου, όπως έγινε στο Δεκέμβρη, ή ακόμα και όταν μεγάλα τμήματα εκφράζουν αλληλεγγύη ή συμπάθεια προς τις πρακτικές του, όπως έγινε στην πρόσφατη πορεία αλληλεγγύης στις καταλήψεις, ο ίδιος αδυνατεί να δει αυτές τις πράξεις σαν δημιούργημα σχέσεων και συμμαχιών που σφυρηλατήθηκαν μέσα από διαδοχικούς κύκλους αγώνα στους οποίους συμμετείχε. Επειδή η ιδεολογική σκευή είναι απαραίτητη για όποιον δηλώνει αναρχικός, είναι αδύνατο για το χώρο να αντιληφθεί ότι κάποιος μπορεί να στέκεται αλληλέγγυος με τις καταλήψεις πχ χωρίς να ασπάζεται και τη θεωρία που τις στηρίζει στον ελλαδικό χώρο. Κατά συνέπεια, για το χώρο οι περίπου 8 χιλιάδες συμμετέχοντες στην πορεία αποτελούν «το χώρο», αν και μέσα σε αυτούς υπάρχουν και κάποιοι «αριστεροί» αγνώστων λοιπών στοιχείων και ασαφών προθέσεων.
Ωστόσο, αν είναι αλήθεια ότι όλος αυτός ο κόσμος αψήφησε το τρομοκρατικό κλίμα για να συμμετάσχει σε μια πορεία (12/1/2013) που προβλεπόταν να είναι πολύ δύσκολη, πρέπει να σταθούμε και να αναρωτηθούμε ποιοι και ποιες απάρτισαν το σώμα αυτό. Το να το σκεφτούμε αυτό με τους παλιούς όρους, ως «αλληλεγγύη στις καταλήψεις» είναι μια περιορισμένη όψη. Με άλλα λόγια, δεν είναι η δράση καθεαυτή των καταλήψεων που κατέβασε όλον αυτόν τον κόσμο στους δρόμους. Η ίδια δράση, πριν από κάποια χρόνια, ίσως κατέβαζε πολύ λιγότερο κόσμο, ακόμα και αν συνυπολογίσουμε όλους και όλες εκείνες που συγχρωτίζονταν στα καφενεία των καταλήψεων, ή συμμετείχαν σε μια κάποια ομάδα αυτομόρφωσης ή κατασκευών ή μαθημάτων. Για την ακρίβεια, ο κόσμος όλος αυτός κατέβηκε στο δρόμο γιατί είναι αλληλέγγυος με τις καταλήψεις ως χώρους και ως πρακτικές, αλλά στα πλαίσια ενός κινήματος που τις εμπεριέχει ως κομμάτι του, και μάλιστα όχι το πιο προωθημένο. Για να το πούμε αλλιώς, χωρίς να υπάρχει μια γενικευμένη κίνηση και δραστηριοποίηση ανθρώπων εκτός των καταλήψεων, χωρίς το σύνολο σχέσεων που δεν πηγάζουν από τις καταλήψεις αλλά σίγουρα τις διαπερνούν, οι ίδιες οι καταλήψεις παραμένουν νεκρά ντουβάρια.
Την ίδια στιγμή, όμως, ο χώρος βλέπει τις καταλήψεις θεωρητικά μεν σαν πρόταγμα απελευθέρωσης, πρακτικά δε σαν το ίδιόν του έδαφος πάνω στο οποίο ανθίζει και τρέφεται η κουλτούρα του ως κοινωνικής ομάδας. Αν και προτάσσει για παράδειγμα «δυο, τρεις, χιλιάδες καταλήψεις», ωστόσο εννοεί πως αυτές οι καταλήψεις θα είναι πολιτικές καταλήψεις, και μάλιστα πολιτικές αναρχικές καταλήψεις. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα από την αδιαφορία με την οποία αντιμετωπίζει την εκκένωση καταλήψεων που είναι «απλές» καταλήψεις στέγης, όπως εκείνη της Τρικούπη, ή άλλες που δεν είναι «του χώρου», όπως εκείνη της αγοράς της Κυψέλης. Επίσης, φαίνεται από την επιθετική δράση κάποιων συνιστωσών του που προσπαθούν να μετατρέψουν δια της βίας ήδη υπάρχουσες καταλήψεις στέγης σε αμιγώς αναρχικές καταλήψεις. Τέλος, φαίνεται από την διαρκή, ακόμα και τώρα, διαπάλη μέσα σε καταλήψεις που γεννήθηκαν από πιο κινηματικά φαινόμενα, όπως η Σκαραμαγκά, ανάμεσα στις τάσεις που θέλουν την κατάληψη ένα ανοιχτό χώρο ενεργοποίησης διάφορων κοινωνικών ομάδων, και σε άλλες που τη θέλουν προπύργιο της πολιτικής δράσης αναρχικής ιδεολογίας.
Αυτό φυσικά είναι ένα μεγάλο ζήτημα το οποίο έχει τις ρίζες του στην ιστορική συγκρότηση της αναρχίας κατά τη μεταπολίτευση. Ο χώρος εν πολλοίς συγκροτήθηκε και τράφηκε από μια σειρά υπο- και αντι- κουλτουρών του εγχώριου προλεταριάτου, που είχαν να κάνουν με τη μουσική, το γήπεδο, το ντύσιμο, τα ναρκωτικά, και μέσα από αυτές έθεσε μια σειρά ζητήματα που απευθυνόταν στον αποκλεισμό μιας μεγάλης μερίδας νεαρών κυρίως πληβείων από τη μοιρασιά της πίτας. Από την άποψη αυτή, οι κουλτούρες αυτές ήταν ταξικές, άσχετα αν οι ίδιοι οι θιασώτες τους δεν τις αντιλαμβανόταν ως τέτοιες. Στη συγκρότηση αυτή, σημαντικό ρόλο έπαιξε το έδαφος, ο χαρακτηρισμός ορισμένων αστικών περιοχών σαν λημέρι αυτών των πληθυσμών, και η δημιουργία χαλαρών συνδέσεων ανάμεσα στους διάφορους πληθυσμούς που περιφερόταν σε αυτές. Η υπεράσπιση κατειλημμένων εδαφών όπως η βίλα αμαλίας, έπαιζε ένα σημαντικό ρόλο στην κοινωνική συγκρότηση των ομάδων αυτών σε ένα επίσης χαλαρό πλαίσιο πολιτισμικής αναφοράς.
Σήμερα βρισκόμαστε όμως σε ένα νέο σημείο αφετηρίας, όπου η κατάληψη σα θεσμός και σαν πράξη έχει αλλάξει νόημα και χαρακτηριστικά, χωρίς να σημαίνει ότι παλιότερες νοοτροπίες και στρατηγικές δεν εξακολουθούν να επιβιώνουν. Αφενός έχουμε την υπόθεση της Σκαραμαγκά, ίσως από τις λίγες καταλήψεις που ξεπήδησαν μέσα από τη φωτιά μιας εξέγερσης, στην οποία βρέθηκε, έστω και για λίγο σχετικά χρόνο, μια πληθώρα διαφορετικών τάσεων, επιθυμιών και ιδεών. Αφετέρου, έχουμε την επανακοινωνικοποίηση της κατάληψης ως πρακτικής αγώνα κάποιων εργαζομένων, με τα όποια προβληματικά στοιχεία αυτό συνεπάγεται.
Οι ιδεολογίες και οι πρακτικές δεν είναι πράγματα που μένουν σταθερά στο χρόνο, και, ακόμα περισσότερο, δεν είναι πράγματα τα οποία παραμένουν σταθερά στο χρόνο λόγω των προθέσεων αυτών που τα κατέχουν. Οι προθέσεις, τα νοήματα, οι πράξεις και τα συμβαίνοντα, αλλάζουν επίσης καθώς αλλάζει και το πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτά συμβαίνουν. Μια πρακτική που άλλοτε εκπροσωπούσε την «πρωτοπορία» του κινήματος, ένα προωθημένο αίτημα και μια ριζοσπαστική πρακτική διάδοσης κάποιων επικίνδυνων ιδεών, στη σημερινή συγκυρία μπορεί να αποτελεί τροχοπέδη για ένα αριθμό πραγμάτων. Σε συνθήκες άνθισης ενός κινήματος ας πούμε, η επιμονή να κρατηθούν χώροι ιδεολογικής καθαρότητας μέσα στην πόλη ουσιαστικά στερούν από το κίνημα αυτό τις υποδομές του. Η πραγματική κοινωνικοποίηση έρχεται μέσα από άνοιγμα, και όχι από ιδεολογική περιχαράκωση.
Το στοίχημα στην περίπτωση αυτή είναι τούτο: είτε ανοίγεις ένα χώρο με ρίσκο να χάσεις την ιδεολογική του καθαρότητα, και να χάσεις και τον ίδιο το χώρο, είτε ταμπουρώνεσαι μέσα σε ένα οχυρωμένο κάστρο και το διαθέτεις σε κείνους και κείνες τις λίγες που ασπάζονται την δικιά σου ιδεολογία και πρακτική λογική. Αν και οι εξαγγελίες του «χώρου» δείχνουν προς το πρώτο, αυτό που συμβαίνει ουσιαστικά είναι πάντα το δεύτερο.
Το ζήτημα είναι περίπλοκο, ακόμα περισσότερο δε για εκείνους/ες που βρίσκονται μέσα στον κοινωνικό ανταγωνισμό, που χρειάζεται αφενός να δουν την αντικειμενική τους θέση στους σχεδιασμούς του κράτους και του κεφαλαίου και αφετέρου να αντιληφθούν υποκειμενικά τη συγκρότησή τους σαν κίνημα, σαν σύνολο σχέσεων και συμμαχιών αγωνιζόμενων υποκειμένων και συλλογικοτήτων. Τα πράγματα δεν είναι ξεκάθαρα, ακριβώς διότι είναι ακόμα υπό διακύβευση. Αν ο χώρος για παράδειγμα κατανοήσει τη θέση του μέσα στην αγωνιστική διαδικασία συγκρότησης της τάξης και όχι σαν μια ταυτοτική ομάδα που δέχεται επίθεση από το κράτος, τότε ίσως τα πράγματα να έχουν μια διαφορετική και απρόβλεπτη τροπή.
Γενάρης του 2013
Υποβολή απάντησης