Γενική απεργία, εργατικοί αγώνες, κοινωνική αναπαραγωγή
“Μία θέση για το καθετί και καθετί στη θέση του.”
“James Joyce, Finnegan’s Wake”
Πολύ είναι το μελάνι που έχει χυθεί για το ζήτημα της γενικής απεργίας. Μελάνι που μπερδεύεται με τα δάκρυα των χημικών και το αίμα των διαδηλωτών για να ζωγραφίσει τον καμβά των απεργιακών κινητοποιήσεων των τελευταίων χρόνων. Ο κύκλος των μαζικών και μαχητικών γενικών απεργιών που άνοιξε το Μάη του ’10, κορυφώθηκε το καλοκαίρι του ’11 και φτάνει τεθλασμένα μέχρι το Νοέμβρη του ’12 αποτέλεσε τόσο μια σειρά από κορυφώσεις της διάχυτης κοινωνικής οργής, όσο και ένα πεδίο προβληματισμού για το “πριν” και το “μετά” αυτών των κορυφώσεων. Η κριτική στη γενική απεργία δεν είναι καινούρια. Στο κείμενο αυτό θα προσπαθήσουμε να την κάνουμε συγκεκριμένη – να δείξουμε τις αντιφάσεις, τις δυνατότητες και τα όριά της όπως προκύπτουν από τα κινηματικά βιώματα και τις εμπειρίες αυτής της περιόδου στο δρόμο, στους εργασιακούς χώρους, στις γειτονιές.
Η παραδοσιακή κριτική στη γενική απεργία αφορούσε κυρίως τρία χαρακτηριστικά της, εντοπισμένα στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ: την αποσπασματικότητα, την εκτόνωση και τον εργοδοτικό χαρακτήρα της συνδικαλιστικής ηγεσίας. Με λίγα λόγια ότι οι γενικές απεργίες καλούνταν “από τα πάνω” και χωρίς ουσιαστική συμμετοχή των απεργών, δεν έβαζαν ζητήματα διάρκειας και ανατροπής, χειραγωγούσαν τους εργατικούς αγώνες και εκτόνωναν τη “διάθεση του κόσμου”. Σ’ όλα αυτά οι κινηματικές δυνάμεις απαντούσαν συνήθως προτάσσοντας τους ακηδεμόνευτους αγώνες και το σύνθημα της γενικής (πολιτικής) απεργίας διαρκείας. Παρότι τυπικά έγκυρη, για μας η κριτική αυτή παραμένει αφηρημένη σε πολλά σημεία της. Κι αυτό γιατί εστιάζει μόνο στα “γενικά” χαρακτηριστικά της γενικής απεργίας και όχι στο συγκεκριμένο ρόλο της σε κάθε κύκλο κινητοποιήσεων, γιατί υποθέτει μια τελείως γραμμική σχέση μεταξύ της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και “των-από-κάτω” και γιατί συνηθίζει να παραβλέπει (ή να προσπερνά έντεχνα) τις αδυναμίες του κινήματος να θέσει με αυτόνομους πολιτικούς όρους το ζήτημα της γενικής απεργίας. Ας θέσουμε μερικά παραπάνω ερωτήματα. Είναι το ίδιο τα απεργιακά καλέσματα πριν και μετά την κρίση; Είναι το ίδιο μια γενική απεργία που καλείται εν μέσω κινηματικών διαδικασιών με μία που καλείται απουσία κινήματος; Εκπροσωπεί πραγματικές εργατικές κοινότητες η ΓΣΕΕ ώστε να τις χειραγωγήσει ή να τις εκτονώσει; Ποιες είναι κάθε φορά οι “διαθέσεις του κόσμου”, οι πραγματικές προσδοκίες και επιθυμίες, που εκτονώνει η ΓΣΕΕ; Οργανώνονται με ουσιαστικούς όρους οι γενικές απεργίες; Γίνεται προπαρασκευτική πολιτική δουλειά στους εργασιακούς χώρους, είτε από τη γραφειοκρατία είτε από τα σωματεία βάσης; Μπορούν να συνδεθούν σε άλλη βάση οι εργατικοί αγώνες στο εδώ και το τώρα; Έχει τη δυνατότητα το κίνημα να θέσει στρατηγική βάθους στους εργασιακούς χώρους, πόσω μάλλον να μιλήσει για απεργία διαρκείας με υλικούς όρους; Δεν λέμε ότι έχουμε τις απαντήσεις σε όλα αυτά τα ερωτήματα. Θέλουμε να μοιραστούμε μερικά προσωρινά συμπεράσματα για το συγκεκριμένο ιστορικό χαρακτήρα της γενικής απεργίας στην τελευταία χρονική περίοδο. Να δούμε ποιος ήταν ο ρόλος της και η σχέση της με τις κινηματικές διαδικασίες, ποιά είναι η ταξική σύνθεση και οι πολιτικές προσδοκίες του απεργιακού σώματος και με ποιο τρόπο χρειάζονται επανεξέταση τα όριά της.
Σε όλες τις απεργιακές κινητοποιήσεις των τελευταίων μηνών, και ειδικά στο απεργιακό διήμερο 6 & 7 Νοέμβρη, φάνηκε να υπάρχει μια διάχυτη απογόητευση στον κόσμο που συμμετείχε. Ακόμα κι αν δεν τις δούμε με όρους μαζικότητας, ο παλμός, η μαχητικότητα, και η αίσθηση του πολιτικού διακυβεύματος ήταν σε ύφεση – τόσο στα “πολιτικοποιημένα” κομμάτια του κινήματος όσο και στον “ανένταχτο” κόσμο. Για την πλειοψηφία των διαδηλωτών αρκούσε μια αφορμή (λίγα χημικά ή βροχή) ώστε να αρχίσουν να αποχωρούν από την πλατεία Συντάγματος, με τον καθιερωμένο μικρής έντασης πετροπόλεμο να εντείνει την αίσθηση κινηματικής ρουτίνας. Φυσικά είναι γνωστό ότι η απογοήτευση αυτή δεν εμφανίστηκε εν μία νυκτί. Οι περισσότερες γενικές απεργίες καλούνταν εν όψει των νέων – κάθε φορά – μέτρων και κατά κανόνα κορυφώνονταν κατά τη μέρα της ψήφισης. Η πλειοψηφία των διαδηλωτών κατέβαινε στο δρόμο με την προσδοκία να ακυρώσει τα μέτρα, ή έστω με την ελπίδα ότι τα μέτρα μπορούν να ακυρωθούν. Όμως παρά τη μαζικότητα των διαδηλώσεων, τη σφοδρότητα των συγκρούσεων και το συχνά εξεγερσιακό κλίμα τα μέτρα συνέχιζαν να ψηφίζονται κι ο κόσμος επέστρεφε σπίτι του ποντάροντας στην επόμενη μάχη. Αυτό το αντιφατικό – σχεδόν σχιζοφρενικό – βίωμα, αυτή η Μεγάλη Νύχτα που όλοι περίμεναν και ποτέ δεν ερχόταν, αποτελεί την κορύφωση και το όριο των γενικών απεργιών του τελευταίου διαστήματος.
Η λογική της Μεγάλης Νύχτας, της μαζικής και μαχητικής διαδήλωσης που θα ακύρωνε τα κυβερνητικά μέτρα, αναπτύχθηκε σαν απόρροια του ίδιου του χαρακτήρα της γενικής απεργίας από το ’10 και μετά. Η νέα ταξική σύνθεση που προκύπτει από την τεράστια άνοδο της ανεργίας, την κατάρρευση της μεσαίας τάξης και τη γενίκευση των επισφαλών συνθηκών εργασίας βρίσκεται σε αντιστοιχία με την ίδια τη σύνθεση του “απεργιακού σώματος”. Χοντρικά από τη μία πλευρά είχαμε τη κεντρική παρουσία του υποκειμένου που κινείται μεταξύ πανεπιστημίου, επισφάλειας και ανεργίας, και από την άλλη τους εργαζόμενους και τα συνδικάτα του δημόσιου τομέα που βλέπουν όλες τους τις κατακτήσεις και τα δικαιώματα να μπαίνουν ευθέως στο στόχαστρο. Η “τυπική” συμμετοχή των εργαζόμενων στην απεργία παρέμεινε μικρή, παρά την μαζικότητα των διαδηλώσεων, καθώς στα κάτεργα του ιδιωτικού τομέα η λέξη “απεργία” είναι σχεδόν απαγορευμένη. Το διακύβευμα κάθε γενικής απεργίας, το ραντεβού δρόμου, ήταν πλέον η μέρα και ώρα ψήφισης των μέτρων. Ας θυμηθούμε ότι η κοινωνική έκρηξη της Κυριακής 12 Φλεβάρη ήρθε έπειτα από δύο πρωινά χλιαρών και άμαζων διαδηλώσεων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι γενικές απεργίες έμοιαζαν λιγότερο με το παραδοσιακό παράδειγμα του “απεργιακού μπλοκαρίσματος της παραγωγής” και περισσότερο με εκρήξεις οργής των εκμεταλλευόμενων και καταπιεζόμενων. Θεωρούμε ότι η κατάσταση αυτή αποτέλεσε ένα ξεπέρασμα του αποσπασματικού ή συμβολικού χαρακτήρα των γενικών απεργιών των προηγούμενων χρόνων. Το εκάστοτε “ραντεβού” με την κυβέρνηση έδινε μια αίσθηση πολιτικού διακυβεύματος στους διαδηλωτές. Ήταν αυτό που έκανε τις διαδηλώσεις αποφασιστικές και μαχητικές, αυτό που έκανε τον κόσμο να συγκρούεται επί ώρες με τις κατασταλτικές δυνάμες, να μην εγκαταλείπει το δρόμο, να χτίζει σχέσεις αλληλεγγύης και μοιράσματος, να υποχωρεί, να ανασυντάσσεται, να επιτίθεται. Πολύς κόσμος κατέβηκε για πρώτη φορά στο δρόμο και πίστεψε στη συλλογική δύναμη που αναδυόταν εκείνη τη δεδομένη στιγμή – ότι μπορεί δηλαδή να μπλοκάρει τις κεντρικές πολιτικές αποφάσεις.
Ο πολιτικός αυτός χαρακτήρας της γενικής απεργίας, διάχυτος όσον αφορά την κοινωνική της σύνθεση και συγκεκριμένος όσον αφορά το διακύβευμα στο δρόμο, ενισχύθηκε και κορυφώθηκε από τον κεντρικό ρόλο που διαδραμάτησαν οι κινηματικές διαδικασίες βάσης – αρχικά η συνέλευση της πλατείας Συντάγματος και έπειτα οι λαϊκές συνελεύσεις στις πλατείες των γειτονιών. Παρά τις αντιφάσεις και τα προβλήματά τους, ο τρόπος που σχετίστηκαν αυτές οι διαδικασίες με τα απεργιακά καλέσματα ήταν κομβικός για την έκβασή τους στο δρόμο. Τόσο η συνέλευση του Συντάγματος όσο και οι συνελεύσεις γειτονιάς αποτέλεσαν έναν προνομιακό δημόσιο χώρο και χρόνο όπου ζυμώθηκαν πολιτικά ζητήματα, χτίστηκαν σχέσεις αλληλεγγύης και εμπιστοστύνης και προετοιμάστηκε υλικά η παρουσία του κόσμου στο δρόμο. Ήταν ένα σημείο αναφοράς και ένα ορμητήριο αγώνα για αμέτρητους αγωνιζόμενους και αγωνιζόμενες. Για παράδειγμα, τον Ιούνιο του ’11, η “κατειλημμένη” πλατεία Συντάγματος (δηλαδή το γεγονός ότι σ’ αυτήν πραγματοποιούνταν καθημερινά συνελεύσεις με χιλιάδες συμμετέχοντες) ήταν κομβική για τη μαχητική συσπείρωση των διαδηλωτών ενάντια στις επιθέσεις των δυνάμεων καταστολής. Απ’ την άλλη, οι προσυγκεντρώσεις/πορείες που πραγματοποιούνταν στις γειτονιές μετέφεραν το απεργιακό κλίμα σε πολλές γειτονιές της Αθήνας και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη συγκρουσιακότητα και μαζικοποίηση των κεντρικών ραντεβού, όπως για παράδειγμα το διήμερο 28-29 Ιούνη (όπου επιχείρησαν μπλοκάρισμα του Κοινοβουλίου) και τη 12η Φλεβάρη (όπου τα μπλοκ των συνελεύσεων υπήρξαν βασικό σημείο αναφοράς στους φλεγόμενους δρόμους του κέντρου).
Ποιο ήταν, λοιπόν, το νόημα των κεντρικών ραντεβού; Ποια ήταν η λογική της Μεγάλης Νύχτας; Όπως αναφέραμε ήδη, το μεγαλύτερο κομμάτι του κόσμου προσδωκούσε, ρητά ή άρρητα, ότι με τη μαζική και μαχητική του παρουσία στο δρόμο θα ανατρέψει τα μέτρα, ή και την κυβέρνηση την ίδια. Οι συμβολισμοί ήταν πανταχού παρόντες. Τα ελικόπτερα που θα φυγαδεύσουν τους βουλευτές, οι στημένες κρεμάλες (σε περίπτωση που δεν προλάβουν να φύγουν..), οι “μνήμες Αργεντινής”, το “να φύγουν όλοι”. Αυτήν είναι, εν τέλει, η κοινή συνισταμένη των βιωμάτων του κόσμου που κατέβηκε μαζικά στο δρόμο το προηγούμενο διάστημα: μια Μεγάλη Νύχτα που θα φέρει μια Νέα Μέρα. Κάθε φορά που τα μέτρα ψηφίζονταν, ο χρόνος της κοινωνικής δυσαρέσκειας μετρούσε αντίστροφα. Η απογοήτευση που συσσωρευόταν μετά από κάθε χαμένο ραντεβού οδηγούσε στο αδιέξοδο και έδειχνε τα όρια αυτών των κεντρικών ραντεβού. Δεν θέλουμε να απαξιώσουμε πολιτικά την έννοια της γενικής απεργίας, αλλά να καταδείξουμε τη χρεωκοπία της λογικής της Μεγάλης Νύχτας. Ο κύκλος κινητοποιήσεων αυτής της περιόδου και η προσδοκία της Μεγάλης Νύχτας περιέχουν, στην πραγματικότητα, μια λίγο-πολύ μαζική ερμηνεία για την καπιταλιστική κρίση: ότι η κρίση είναι ζήτημα κεντρικών αποφάσεων της πολιτικής εξουσίας. Εξηγούμαστε. Ένα μεγάλο κομμάτι του κόσμου που κατέβηκε στο δρόμο, υποβοηθούμενο φυσικά απ’ την αριστερή φιλολογία, αντιμετώπισε το ζήτημα των συνεπειών της καπιταλιστικής κρίσης στην καθημερινότητά του σαν ζήτημα κεντρικής πολιτικής απόφασης. Με λίγα λόγια, ότι το μπλοκάρισμα των μέτρων θα φέρει τέλος στην κρίση. Ότι αν η κυβέρνηση πιεστεί και δεν ψηφίσει τα μέτρα (ή αν πέσει και βρεθεί μια κυβέρνηση που δεν θέλει να τα ψηφίσει..), η κρίση θα εξαφανιστεί ως δια μαγείας. Έτσι, παρόλο που οι υλικές συνέπειες της καπιταλιστικής κρίσης γίνονταν όλο και σκληρότερες σε καθημερινό επίπεδο, η αντιμετώπισή τους παρέμενε (και παραμένει) αφηρημένη. Και κάθε φορά που η προσδοκία της Μεγάλης Νύχτας ακυρώνεται ή αναβάλλεται, τσακίζεται παράλληλα και το συλλογικό ηθικό των εκμεταλλευόμενων που κατεβαίνουν στο δρόμο ποντάροντας σ’ αυτήν. Η κρίση προφανώς και είναι ζήτημα πολιτικό. Είναι ζήτημα συνεχούς συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ των από πάνω και των από κάτω – είναι ζήτημα ταξικού πολέμου. Οι μάχες αυτού του πολέμου δίνονται καθημερινά στα πεδία της παραγωγής και της αναπαραγωγής, στους εργασιακούς χώρους και τις γειτονιές που φτιάχνονται κοινότητες αλληλεγγύης και αγώνα. Οι δυνατότητες που αναδύονται σ’ αυτά τα πεδία, εκεί που οι αγώνες γίνονται συγκεκριμένοι και εδράζονται στις καθημερινές ανάγκες, αναδεικνύουν τα όρια της γενικής απεργίας και θέτουν σε νέες βάσεις το ερώτημα της σύνδεσης των κοινωνικών αντιστάσεων.
Παρά την ύφεση των μεγάλων απεργιακών διαδηλώσεων, τους τελευταίους μήνες παρατηρούμε μια άνθιση των επί μέρους εργατικών αγώνων σε διάφορους εργασιακούς χώρους. Πολλοί απ’ αυτούς τους αγώνες ξεπηδούν σε χώρους με μικρή παράδοση αγωνιστικών κινητοποιήσεων, ενώ συχνά εμφανίζουν αυτόνομα πολιτικά χαρακτηριστικά. Παρότι αρκετές φορές ο κόσμος που συμμετέχει στους αγώνες αυτούς έχει λίγη ή καθόλου “κινηματική εμπειρία”, βλέπουμε να οργανώνονται από τα κάτω και να έχουν μαχητικό χαρακτήρα. Σε κάποιες περιπτώσεις οι εργαζόμενοι “εκτρέπουν” τα παραδοσιακά κλαδικά ή επιχειρησιακά σωματεία σε ριζοσπαστική κατεύθυνση, ενώ εκεί που τα σωματεία απουσιάζουν φτιάχνουν αυτόνομες δομές για να διεξάγουν τον αγώνα τους. Οι συνελεύσεις βάσης, οι συνεχόμενες απεργίες ή στάσεις εργασίας και οι καταλήψεις εμφανίζονται ακόμα και σε χώρους που η εξωντοτική, κακοπληρωμένη εκμετάλλευση των επισφαλών συνθηκών εργασίας δε σ’ αφήνουν να πάρεις ανάσα. Κατά το τελευταίο διάστημα τέτοιου τύπου αγώνες έχουν ξεπηδήσει σε διάφορα κάτεργα του ιδιωτικού τομέα (όπως η phonemarketing, η hol, το ikea ή το metropolis), σε δήμους ή περιφέρειες της χώρας (με κινητοποιήσεις τόσο των μόνιμων ή συμβασιούχων εργαζομένων στους δήμους όσο και των ενοικιαζόμενων από τις ΜΚΟ στα “προγράμματα κοινωφελούς εργασίας”), σε πανεπιστήμια (όπως ο αγώνας των εργολαβικών υπαλλήλων του ΑΠΘ ή οι κινητοποιήσεις των συμβασιούχων στο ΕΚΠΑ, το Πανεπιστήμιο Αιγαίου και αλλού) και σε εργοστασιακές μονάδες (με καταλήψεις εργοστασίων στη ΒΙΟΜΕΤ και τη Fintexport). Υποψιαζόμαστε ακόμα πως υπάρχουν κι άλλες τέτοιες “μικρές” εργατικές κόντρες που δεν τυχαίνει να φτάσουν στ’ αυτιά μας, καθώς πολύ συχνά η απουσία “πολιτικοποιημένων” αγωνιστών από αυτές τις κόντρες δεν διευκολύνει την μετάδοση της εμπειρίας τους στο κινηματικό ακροατήριο. Στο κέντρο των αγώνων αυτών μπαίνει συνήθως το ζήτημα του μισθού (με τη μορφή του αιτήματος καταβολής δεδουλευμένων ή της εναντίωσης στις μειώσεις μισθών), η ανάκληση ή αποτροπή των απολύσεων και η αντίσταση στην περαιτέρω εντατικοποίηση και επισφαλειοποίηση της εργασίας.
Με ποιον τρόπο σχετίζονται αυτές οι κινητοποιήσεις με τον γραφειοκρατικό συνδικαλισμό της ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ και κατ’ επέκταση με τα πανεργατικά καλέσματα; Η σχέση τους με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία τις περισσότερες είναι είτε τυπική είτε ανύπαρκτη. Θεωρούμε ότι ο παραδοσιακός συνδικαλισμός αδυνατεί ή δυσκολεύεται εξαιρετικά να μεσολαβήσει τους αγώνες αυτούς στην παρούσα φάση. Η πλειοψηφία του κόσμου που αγωνίζεται σ’ αυτούς τους εργασιακούς χώρους σπανίως περιμένει κάτι από τις ομοσπονδίες ή τη ΓΣΕΕ και σίγουρα δε νιώθει πως εκεί “εκπροσωπούνται” πραγματικά τα συμφέροντα και οι ανάγκες του. Για πολύ λίγο κόσμο αποτελούν πλέον πρακτικό σημείο αναφοράς οι δομές αυτές. Κανείς δεν τις έχει δει να στέκονται δίπλα του και να τον υπερασπίζονται, ενώ ακόμα και η πελατειακή λειτουργία τους καταρρέει καθώς, όσο βαθαίνει η καπιταλιστική κρίση, η συνδικαλιστική διαμεσολάβηση γίνεται όλο και πιο άχρηστη για τα αφεντικά. Στον ιδιωτικό τομέα και ιδιαίτερα στους χώρους της επισφάλειας, εκεί που τα νέα υποκείμενα αγώνα κουβαλάνε συχνά τις εμπειρίες του φοιτητικού κινήματος, του Δεκέμβρη και των πλατειών, ο γραφειοκρατικός συνδικαλισμός είναι όχι μόνο απαξιωμένος αλλά και πολιτικά απορριπτέος. Ακόμα και στην περίπτωση της ΠΟΕ-ΟΤΑ, όπου λόγω των εσωτερικών ανακατάξεων στη ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ έχει ανοίξει ένα προνομιακό πεδίο για τις επί μέρους συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες, σε κάποιους δήμους αναπτύχθηκαν πρακτικές που εν μέρει ξέφυγαν από τα προδιαγεγραμμένα “αγωνιστικά” πλαίσια των συνδικαλιστών.
Η χιλιοτραγουδισμένη φράση που συμπυκνώνει τα κομβικά προβλήματα των αγώνων αυτών είναι η “αδυναμία σύνδεσης”. Τι σημαίνει πρακτικά αυτή η αδυναμία σύνδεσης; Ποιες εσωτερικές αντιφάσεις των αγώνων αναδεικνύει; Για μας αυτή η αδυναμία σύνδεσης φωτίζεται από δύο επί μερους ζητήματα: της σύνδεσης των αγώνων μεταξύ τους και της σύνδεσης “παλιών” και “νέων” εργατικών υποκειμένων μέσα στους αγώνες. Όσον αφορά το πρώτο ζήτημα, ξέρουμε καλά ότι η ΓΣΕΕ αδυνατεί να αποτελέσει σημείο αναφοράς για τη σύνδεση των αγώνων και απλώς εκτονώνει την ανάγκη των αγωνιζόμενων υποκειμένων να συναντηθούν μεταξύ τους. Υπάρχει όμως η δυνατότητα αυτόνομου συντονισμού των αγώνων από τα κάτω; Μέχρι στιγμής έχουμε δει (και συμμετάσχει σε) αρκετούς εργατικούς αγώνες να ηττώνται απομονωμένοι και ανήμποροι να συνδεθούν με άλλα υποκείμενα, είτε στον κλάδο τους είτε σε άλλους χώρους – ακόμα κι αν την ίδια ακριβώς στιγμή πραγματοποιούνται κινητοποιήσεις δυο βήματα παραδίπλα. Το ανταγωνιστικό κίνημα, παρά τις καμπάνιες αλληλεγγύης που πραγματοποιεί για κάποιους επί μέρους αγώνες (π.χ. Χαλυβουργία και Phonemarketing), δεν φαίνεται να μπορεί να γίνει ο κόμβος που θα ενώσει τα αγωνιζόμενα υποκείμενα. Τα μέχρι στιγμής κινηματικά εγχειρήματα συντονισμού σε εργασιακούς χώρους σπανίως έχουν πετύχει να προχωρήσουν πέρα από τις διακηρύξεις τους. Άλλες φορές κατέληξαν συντονιστικά υπογραφών κενά περιεχομένου (και κατ’ επέκταση κενά από δράση), ενώ άλλες φορές χάθηκαν στους δαιδαλώδεις λαβύρινθους της ιδεολογίας και του πολιτικαντισμού. Σε κάθε περίπτωση όμως, το κίνημα δεν κατάφερε να αποτελέσει μια αξιόπιστη πολιτική δύναμη που θα θέσει το ζήτημα του αυτόνομου συντονισμού των εργατικών αγώνων. Το δεύτερο σκέλος της αδυναμίας σύνδεσης αφορά τη σχέση “παλιών” και “νέων” υποκειμένων μέσα στους ίδιους εργασιακούς χώρους, ή ακόμα και μέσα στον ίδιο αγώνα. Πρόκειται για ένα κομβικό, κατά τη γνώμη μας, ζήτημα και μια σημαντική πηγή αντιφάσεων των σημερινών αγώνων. Λέγοντας “παλιά” και “νέα” υποκείμενα αναφερόμαστε στις φιγούρες εργαζομένων που δουλεύουν δίπλα-δίπλα, αλλά η καθεμιά αντιστοιχούσε, τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα, σε μια διαφορετική εργασιακή ρύθμιση, αντιμετωπίζει με διαφορετικό τρόπο τα ζητήματα επιβίωσης και είναι συνηθισμένη σε διαφορετικές μορφές αγώνα. Ας πάρουμε για παράδειγμα τις κινητοποιήσεις στους δήμους. Απ’ τη μια πλευρά έχουμε τους μόνιμους εργαζόμενους των δήμων, οι οποίοι από το καθεστώς σταθερής εργασίας βρίσκονται τώρα, με πετσοκομμένους μισθούς, μετέωροι μεταξύ διαθεσιμότητας και απόλυσης και κινητοποιούνται, κατά κύριο λόγο, μέσω των παραδοσιακών σωματείων τους. Απ’ την άλλη πλευρά έχουμε τους εργαζόμενους στην κοινωφελή εργασία, την ενοικιαζόμενη εργατική δύναμη που κινείται μεταξύ ανεργίας και επισφάλειας και η οποία αγωνίζεται, μέσω διαδικασιών βάσης, ενάντια στην καθυστέρηση ή μη-καταβολή του μισθού και τις εντατικοποιημένες εργασικές συνθήκες. Παρόλο που και τα δύο υποκείμενα βρίσκονται σε κινητοποιήσεις συνυπάρχοντας στους ίδιους χώρους εργασίας, οι δυσκολίες να συναντηθούν μεταξύ τους είναι μεγάλες. Αντίστοιχο πάνω-κάτω σκηνικό συναντούμε στους αγώνες στα πανεπιστήμια. Οι εργαζόμενοι εργολαβικών εταιριών και οι συμβασιούχοι που βρίσκονται σε δυναμικές κινητοποιήσεις δεν φαίνεται μέχρι στιγμής να μπορούν να συνδεθουν αποτελεσματικά με τα φοιτητικά υποκείμενα που παραδοσιακά κινητοποιούνταν μέσα στο πανεπιστήμιο. Το να ερμηνεύσουμε τα αίτια αυτής της αδυναμίας σύνδεσης και να βρούμε τα πολιτικά περιεχόμενα και τις οργανωτικές μορφές που θα μας ενώσουν είναι ένα απ’ τα πιο βασικά (και επίπονα) κινηματικά καθήκοντα αυτής της περιόδου.
Μέσα στο κινηματικό αυτό περιβάλλον αναδύεται το εξής ερώτημα: Μπορούν να είναι αποτελεσματικοί οι επί μέρους αγώνες; Μπορούν να δώσουν πραγματικές μάχες και να τις κερδίσουν; Χρειάζονται μια κεντρική πολιτική στρατηγική για να νικήσουν; Δεν μπορούμε να απαντήσουμε με απόλυτο τρόπο. Έχουμε δεί επί μέρους, “μικρούς”, αγώνες να κερδίζουν και τους έχουμε δεί να χάνουν. Παρόλο που η αδυναμία σύνδεσης και χάραξης κοινής στρατηγικής είναι δεδομένη, οι αγώνες συνεχίζουν να ξεσπούν εδώ κι εκεί. Ένα τμήμα της αριστεράς (κυρίως η εξωκοινοβουλευτική) προσπαθεί να “ενοποιήσει” αφηρημένα τους αγώνες πετώντας στο τραπέζι την ατζέντα του αντι-μνημονίου. Ένα άλλο τμήμα της (ο ΣΥΡΙΖΑ) προχωράει αυτή τη λογική ακόμα παρά πέρα: ότι η μόνη προοπτική της αντι-μνημονιακής “ενοποίησης” είναι η ανατροπή της κυβέρνησης μέσα από τις εκλογές. Κινηματική στρατηγική όμως σημαίνει κάτι περισσότερο από κομματικό καπέλωμα (ή συλλογή σφραγίδων) και σίγουρα κάτι αντιθετικό προς το σπρώξιμο του κινήματος στις κάλπες. Αν θέλουμε να θέσουμε με υλικούς όρους το ζήτημα της στρατηγικής, θα πρέπει να διερευνήσουμε τις δυνατότητες σύνδεσης μεταξύ των διαφορετικών πεδίων αγώνα.
Ας δούμε τώρα τον τρόπο που δημιουργούνται οι κοινότητες αγώνα στο πεδίο που συναντιούνται η παραγωγή και η αναπαραγωγή, στην καθημερινότητα των γειτονιών. Τα τελευταία χρόνια οι συνελεύσεις γειτονιάς είναι το ζωντανότερο κυτταρο του κινήματος. Γεννήθηκαν μέσα από την εξέγερση του Δεκέμβρη και τους αγώνες για ελεύθερους χώρους, πολλαπλασιάστηκαν και μαζικοποιήθηκαν μέσα από το Σύνταγμα και τις πλατείες. Πέρα από τον ρόλο που έπαιξαν στις κεντρικές πολιτικές αντιπαραθέσεις στο δρόμο, έχουν θέσει, δημιουργώντας δομές αλληλεγγύης και αγώνα, ένα σύνολο ζητημάτων γύρω απ’ την κοινωνική αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης: στέγαση, τροφή, περίθαλψη, ηλεκτρικό ρεύμα, συγκοινωνίες. Μέσα από αυτήν τους τη διαδρομή έχουν καταφέρει μια σειρά από πράγματα που έχουν δώσει σημαντική ώθηση στο ανταγωνιστικό κίνημα. Πρώτα απ’ όλα σταθεροποιήθηκαν δομές παρέμβασης και αγώνα σε πάρα πολλές γειτονιές, κάτι που έδωσε ευκαιρία σε πολύ καινούριο κόσμο να αποκτήσει κινηματικά βιώματα. Η δυναμική που αναπτύχθηκε στις γειτονιές αυτές έγινε πιο στοχευμένη όταν κατάφερε να θέσει με συγκεκριμένους όρους το ζήτημα των καθημερινών αναγκών. Δυο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι ο αγώνας ενάντια στο χαράτσι της ΔΕΗ (τόσο με τις δυναμικές κινητοποιήσεις στα κτίρια της ΔΕΗ όσο και με τα δίκτυα επανασύνδεσης κομμένου ρεύματος) και η σταθεροποίηση/αναβάθμιση των κινηματικών δομών αλληλοβοήθειας (οι συλλογικές κουζίνες, τα κοινωνικά ιατρεία, τα χαριστικά-ανταλλακτικά παζάρια).
Η πορεία των κοινοτήτων αγώνα στις γειτονιές έχει φυσικά τις δικές της αντιφάσεις. Τους τελευταίους μήνες, και σε συνάρτηση με την ύφεση των κεντρικών κινητοποιήσεων, αρκετός κόσμος απογοητεύτηκε με αποτέλεσμα κάποιες συνελεύσεις να απομαζικοποιηθούν, ενώ κάποιες άλλες διαλύθηκαν εντελώς ή βρίσκονται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Πού οφείλεται όμως η απογοήτευση του “μη-πολιτικοποιημένου κόσμου”; Θεωρούμε ότι απ’ τη μία οι συνελεύσεις δεν κατάφεραν να απαντήσουν με πρακτικούς όρους στα ζητήματα των αναγκών, ενώ απ’ την άλλη αυτός ο κόσμος, επειδή είχε συνηθίσει στην ανάθεση και δεν έχει διαπαιδαγωγηθεί στην ενεργό συμμετοχή σε διαδικασίες αγώνα, έχασε γρήγορα την εμπιστοσύνη του στις συνελεύσεις. Το ότι στις περισσότερες γειτονιές έχουν μείνει λίγο-πολύ μόνο οι “πολιτικοποιημένοι”, έχει επαναφέρει μια σειρά από πολιτικές παθογένειες εντός των συνελεύσεων. Είτε αφορούν την επαναφορά των πολιτικών ταυτοτήτων και των ιδεολογικού τύπου περιχαρακώσεων, είτε αφορούν την επιστροφή σε πιο παραδοσιακές μορφές πολιτικής δουλειάς (π.χ. περισσότερη έμφαση στην προπαγάνδα και τον ακτιβισμό παρά στη δημιουργία σχέσεων αλληλεγγύης και αγώνα), οι παθογένειες αυτές αναδεικνύουν την αδυναμία πολλών συνελεύσεων γειτονιάς να απαντήσουν αποτελεσματικά στα συγκεκριμένα πρακτικά προβλήματα που αντιμετωπίζουμε λόγω του βαθέματος της καπιταλιστικής κρίσης – τη στιγμή μάλιστα που η εντεινόμενη φτωχοποίηση αγγίζει όλο και περισσότερο το εσωτερικό των συνελεύσεων δυσχαιρένοντας τη δημιουργία σταθερών δομών αλληλοβοήθειας στις γειτονιές. Η δημιουργία τέτοιων δομών, παρότι δύσκολη, συνεχίζει να θέτει με στοχευμένους όρους το ζήτημα της ικανοποίησης συγκεκριμένων κοινωνικών αναγκών. Πρέπει να αναγνωρίσουμε όμως ότι οι δομές αλληλοβοήθειας έχουν κι αυτές τα δικά τους όρια, τα οποία θα βρούμε μπροστά μας σαν ανταγωνιστικό κίνημα. Καθώς το κράτος αποσύρεται όλο και περισσότερο από τη διαχείριση της κοινωνικής αναπαρωγής διαλύοντας τις δομές πρόνοιας και πετώντας όσους και όσες περισσέυουν στο περιθώριο, αφήνει πίσω του ένα κενό τεράστιο. Πιστεύουμε ότι αυτό το κενό ούτε μπορούν ούτε πρέπει να προσπαθήσουν να το καλύψουν οι συνελεύσεις γειτονιάς, λειτουργώντας σαν ένα κινηματικό “κράτος πρόνοιας”. Όσο η κρίση βαθαίνει και οι συνθήκες ζωής δυσχαιρένουν ακόμα περισσότερο, προκύπτει το ερώτημα αν οι ίδιες οι δομές αλληλεγγύης μπορούν να γίνουν βιώσιμες χωρίς να επαναφέρουν το ζήτημα της διεκδίκησης. Μπορούν οι συλλογικές κουζίνες να απαντήσουν στις αυξανόμενες τιμές των σούπερ-μάρκετ; Μπορούν τα δίκτυα επανασύνδεσης ρεύματος να απαντήσουν στην αύξηση των τιμολογίων της ΔΕΗ; Μπορούν τα κοινωνικά ιατρεία να απαντήσουν στο κλείσιμο των νοσοκομείων; Αυτήν τη στιγμή οι δομές αλληλεγγύης είναι συγκροτητικό στοιχείο των κοινοτήτων αγώνα στις γειτονιές και σημαντικό πολιτικό εργαλείο στα χέρια τους για να έρθουν σε επαφή με τους υπόλοιπους εκμεταλλευόμενους και καταπιεζόμενους. Αν δεν συνδυαστεί η αλληλοβοήθεια με την διεκδίκηση, οι δομές αυτές κινδυνεύουν να γίνουν πεδίο μοιράσματος της εξαθλίωσής μας – μια αυτοδιαχείριση της φτώχειας.
Πώς απαντάμε λοιπόν στο ζήτημα της στρατηγικής; Όπως γράφουμε και στην αρχή αυτού του κειμένου, τα συμπεράσματά μας είναι προσωρινά. Προκύπτουν από τη συμμετοχή μας στο κίνημα και τις απαντήσεις που καλούμαστε να δώσουμε στα προβλήματα που αντιμετωπίζει αυτή τη στιγμή. Αναζητούμε το ξεπέρασμα της ύφεσης των κεντρικών κινηματικών δραστηριοτήτων (και την απογοήτευση που αυτή προκαλεί) στην κυκλοφορία και σύνδεση των αγώνων στην εργασία και την κοινωνική αναπαραγωγή. Οι δυνατότητες αυτής της σύνδεσης προκύπτουν από τα πεδία σύγκρουσης όπου ξεσπούν και ξεδιπλώνονται οι ίδιοι οι αγώνες. Δηλαδή από τις πραγματικές ανάγκες των ίδιων των αγωνιζόμενων και τις κινηματικές προτεραιότητες που προκύπτουν από αυτές. Πρώτον, τον αγώνα ενάντια στις απολύσεις και τη στάση πληρωμών που έχουν κηρύξει τα αφεντικά στους εργαζόμενους – δηλαδή το ζήτημα του μισθού. Δεύτερον, την αντίσταση στις νέες μορφές διαχείρισης, πειθάρχησης και κατακερματισμού της εργατικής δύναμης, εκεί που ανεργία τέμνεται με την επισφάλεια. Τρίτον, τη δημιουργία κοινοτήτων αγώνα και αλληλεγγύης στο πεδίο της κοινωνικής αναπαραγωγής, είτε με τη μορφή της διεκδίκησης, είτε με τη μορφή της αλληλοβοήθειας.
Το κοινωνικό περιβάλλον της καπιταλιστικής κρίσης είναι τόσο ρευστό όσο και βίαιο. Το ανταγωνιστικό κίνημα, περνώντας μέσα από τις συμπληγάδες της εξαθλίωσης και της καταστολής, καλείται να αντιμετωπίσει ζητήματα και να αναλάβει καθήκοντα τα οποία δεν είναι προετοιμασμένο να εκπληρώσει. Ο Γιόζεφ Ροτ, στο μυθιστόρημά του Ο Βουβός Προφήτης, γράφει ότι “μοιάζουμε μ’ εκείνον που δεν ξέρει κολύμπι κι ωστόσο πέφτει στη θάλασσα να σώσει κάποιον που πνίγεται. Όμως δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα άλλο παρά να πέσουμε. Καμιά φορά τον βοηθάμε, τις περισσότερες φορές όμως πάμε κι οι δύο στο βυθό. Και δεν είναι γνωστό αν την τελευταία στιγμή αισθάνεσαι κάποια ευτυχία ή αντίθετα μια πικραμένη αγανάκτηση”. Η νίκη μας δεν είναι προεξοφλημένη – ούτε όμως και η ήττα μας.
Συνέλευση για την Κυκλοφορία των Αγώνων
Ιανουάριος 2013
Υποβολή απάντησης