Στις σημερινές συνθήκες της οικονομικής κρίσης, η ιδεολογικο-πολιτική αντιπαράθεση περιστρέφεται γύρω από το αν η αγορά ή το κράτος είναι η καταλληλότερη μορφή κοινωνικής οργάνωσης για την ικανοποίηση διάφορων αναγκών της ατομικής και συλλογικής ζωής των ανθρώπων. Σε αυτό τον άξονα αντιπαρατίθεται ο νεοφιλελευθερισμός με το νεοκεϋνσιανισμό, οι ιδιωτικές επιχειρήσεις με τις δημόσιες και το κράτος πρόνοιας στα πλαίσια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και σε ένα γενικότερο επίπεδο, ο καπιταλισμός με τον εφαρμοσμένο σοσιαλισμό.
Για όσους είναι φανερό πλέον ότι οι αγορές και τα σύγχρονα κράτη αδυνατούν να εξασφαλίσουν όρους αξιοπρεπούς διαβίωσης για τη μεγαλύτερη μερίδα του πληθυσμού, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η έννοια των «κοινών»*. Για τους αυτόνομους μαρξιστές αυτή η έννοια περιλαμβάνει τα εξής χαρακτηριστικά: τους κοινούς πόρους, την κοινότητα που τους διαχειρίζεται και τις μη εμπορευματικές σχέσεις που αναπτύσσουν μεταξύ τους τα μέλη της κοινότητας. Πρόκειται για μια έννοια που παραπέμπει στην εποχή των περιφράξεων των κοινοτικών γαιών κατά τη διάρκεια πρωταρχικής συσσώρευσης στην Αγγλία, υπογραμμίζοντας, ωστόσο, ότι η διαδικασία αποκλεισμού και ο περιορισμός της ελεύθερης πρόσβασης σε μια σειρά από αγαθά με στόχο την εμπορευματοποίηση και την ιδιωτική εκμετάλλευση δεν έπαψε ποτέ να βρίσκεται στο επίκεντρο της καπιταλιστική ανάπτυξης. Ως τέτοια κοινά μπορούν να θεωρηθούν, οι φυσικοί πόροι (νερό, ατμόσφαιρα κλπ), η επιστημονική γνώση, το διαδίκτυο, η καλλιτεχνική δημιουργία. Κοινά, δηλαδή, δεν είναι μόνο οι πόροι και τα αγαθά αλλά και οι κοινότητες που τα χρησιμοποιούν, κοινά είναι οι κανόνες και αξίες που διέπουν τη λειτουργία τους.
Από την άλλη πλευρά, ο αποκλεισμός από την ελεύθερη πρόσβαση στα κοινά μπορεί να είναι το αποτέλεσμα της δράσης μιας κοινότητας απέναντι στο κοινωνικό σύνολο, οπότε ο διαμοιρασμός θα πρέπει να γίνεται αντικείμενο διαπραγμάτευσης μιας ευρύτερης δημόσιας σφαίρας . Επίσης, κεντρικής σημασίας για την κατανόηση της καπιταλιστικής συσσώρευσης είναι η έννοια των «αλλοιωμένων κοινών». Δηλαδή, οι μη εμπορευματοποιημένες λειτουργίες ή συνεργατικές πρακτικές τις οποίες ο καπιταλισμός θα πρέπει να διατηρεί προκειμένου να εξασφαλίσει την αναπαραγωγή του (π.χ. εκπαίδευση, ανατροφή παιδιών) την ίδια στιγμή που ο ίδιος γεννάει πιέσεις για την εμπορευματοποίηση τους και τον αποικισμό τους από τη λογική του κέρδους. Σε κάθε περίπτωση, η παραγωγή των κοινών έχει νόημα μόνο όταν συγκροτούνται συνειδήσεις κοινών συμφερόντων. Τέλος τα κοινά, δεν διεκδικούνται από την κυρίαρχη εξουσία π.χ. με τη μορφή αιτημάτων απέναντι στο κράτος, παρά μόνο κατασκευάζονται, δημιουργούνται, σχηματοποιούνται και αναπαράγονται κάθε φορά μέσα από τις διαδικασίες σχέσεων δημιουργίας κοινών.
Οπότε, αν δει κανείς το σχολείο και την εκπαίδευση μέσα από την οπτική των κοινών που περιγράφεται παραπάνω, μπορεί να προσδιορίσει καλύτερα το δημόσιο χαρακτήρα τους και να οργανώσει αποτελεσματικότερα την υπεράσπιση του. Από τη μια πλευρά οι πολιτικές της αγοράς στη εκπαίδευση αποτελούν νέες «περιφράξεις». Η γνώση ποσοτικοποιείται, οι επιδόσεις μετριούνται, οι μαθητές και οι γονείς τους αντιμετωπίζονται ως πελάτες, οι εκπαιδευτικοί ως εργάτες. Ενισχύεται η προσπάθεια ανάδειξης της «αριστείας και του αποκλεισμός των «αδύνατων» μαθητών εξωτερικεύοντας το κόστος της εκπαίδευσης στο κοινωνικό σύνολο και τις οικογένειες των μαθητών. Η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών ενισχύει το ανταγωνισμό έναντι της αίσθησης του «κοινού» δημιουργώντας συνθήκες Χομπσιανού πολέμου όλων εναντίων όλων. Από την άλλη πλευρά, αυτές οι πολιτικές πατάνε στην αναποτελεσματικότητα και τις αδυναμίες του γραφειοκρατικού τρόπου οργάνωσης της δημόσιας εκπαίδευσης, ο οποίος ελάχιστα ανταποκρίνεται στις διαφοροποιημένες ανάγκες των μαθητών και της ανάγκης των γονέων να έχουν περισσότερο λόγο πάνω στην εκπαιδευτική διαδικασία. Ενισχύονται επίσης από πρακτικές των εκπαιδευτικών που είτε αντιλαμβάνονται εργαλειακά τη θέση τους στο δημόσιο σχολείο είτε, ακόμα χειρότερα, την εκμεταλλεύονται προκειμένου να αποκομίσουν επιπλέον οικονομικά οφέλη. Εννοείται ότι και στις δύο περιπτώσεις είναι αδύνατο να λειτουργήσει το «κοινό» σχολείο όταν δεν υπάρχει συνείδηση κοινών συμφερόντων μεταξύ των εκπαιδευτικών αλλά και ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς και τους γονείς.
Προφανώς, η εκπαίδευση αποτελεί ένα πεδίο ιδεολογικής, ταξικής διαπάλης που υπερβαίνει την τοπικότητα μιας ορισμένης κοινότητας και αγκαλιάζει τις πολιτικές της συνολικής κοινωνικής αναπαραγωγής, άρα οι αγώνες για την υπεράσπιση του δημόσιου σχολείου απαιτούν οργάνωση και συντονισμό της δράσης τουλάχιστον σε πανεθνικό επίπεδο. Ωστόσο, θα πρέπει να έχουν την έννοια του «κοινού» σχολείου στον πυρήνα τους καθώς δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη κοινωνικών διεργασιών αντίστασης και δημιουργίας υποκειμενικοτήτων προσδίδοντας τους χωρική υπόσταση σε συμβολικό αλλά και πρακτικό επίπεδο.
Κώστας Σπυριδάκης
* περισσότερα για την έννοια των κοινών (commons) στο http://www.rebelnet.gr/
Υποβολή απάντησης