Εδώ και μερικά χρόνια δουλεύω σ’ ένα κέντρο υγείας της επαρχίας. Πρόκειται για μια δημόσια δομή υγείας αρκετά χιλιόμετρα από τον τόπο που κατοικώ, η οποία φτιάχτηκε το 1986 στα πλαίσια του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ), με σκοπό να παρέχει πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας στους κατοίκους της περιοχής. Κάθε λέξη από τις παραπάνω σηκώνει τεράστια συζήτηση, αλλά ο χώρος αυτού του εντύπου είναι περιορισμένος, όπως (υποθέτω) κι ο χρόνος κάποιου/-ας που το διαβάζει (αυτού που το γράφει να δείτε!). Εν πάση περιπτώσει, για να καταλαβαινόμαστε, πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας δεν σημαίνει απλώς υπηρεσίες περίθαλψης, σημαίνει κυρίως υπηρεσίες πρόληψης, υπηρεσίες αποκατάστασης μετά από ένα σοβαρό συμβάν, σημαίνει ενημέρωση και παρέμβαση στην τοπική κοινότητα για μείζονα ζητήματα υγείας της περιοχής κλπ. Επίσης, αυτό το «κάτοικοι της περιοχής» είναι κάτι πολύ σχετικό: η περιοχή βρίσκεται πάνω στον άξονα της εθνικής οδού με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε σχέση με τροχαία ατυχήματα κλπ. Επίσης βρίσκεται στην καρδιά μιας μεγάλης βιομηχανικής περιοχής. Ένα μεγάλο κομμάτι της περιοχής είναι παραθαλάσσιο, αυτό πάει να πει ότι το καλοκαίρι το φάσμα του πληθυσμού ευθύνης του κέντρου υγείας γίνεται πολλαπλάσιο. Στην περιοχή ζουν και δουλεύουν 2000 (ή ήταν τόσοι πριν την αρχή της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού) μετανάστες (κυρίως) Ινδοί και Πακιστανοί, όλοι από την αρχαία Πενταποταμία (σήμερα Punjab), μια περιοχή στα βόρεια και ανατολικά της Ινδίας, μοιρασμένη με το Πακιστάν, οι οποίοι πρωτοήρθαν στην περιοχή στις αρχές της δεκαετίας του ‘70.
Στο κέντρο υγείας δουλεύουν 6 γενικοί γιατροί, 1 οδοντίατρος, 2 παιδίατροι, 7 νοσηλεύτριες, 1 επισκέπτρια υγείας και 1 μαία, 2 τεχνικοί ακτινολόγοι, 1 οδηγός ασθενοφόρου, 2 καθαρίστριες και 3-4 άτομα διοικητικό προσωπικό και πραγματοποιούνται περίπου 1700 επισκέψεις ασθενών το μήνα (αυτό που η επιστημονική ορολογία ορίζει ως: «περιστατικά»). Το «ανειδίκευτο» προσωπικό είναι ντόπιοι, ενώ οι περισσότεροι από τους άλλους κατοικούν μακριά από την περιοχή.
Στις εφημερίες (24ωρη βάρδια τα σαββατοκύριακα και 16ωρη τις καθημερινές) δουλεύουν ακόμα δύο γενικοί γιατροί καθημερινά, είτε από το κέντρο υγείας είτε από τα περιφερειακά ιατρεία που υπάγονται σ’ αυτό, και κάποιες ημέρες παιδίατρος ή οδοντίατρος.
Τις πρώτες ημέρες στο Κέντρο Υγείας όλα μου φαίνονται καταρχήν «βατά» (δεν ήταν θέματα πανελλαδικών, αλλά ήμουν διστακτικός στο να τα χαρακτηρίσω ήδη από τότε «καλά», έχοντας την πείρα από προηγούμενες δουλειές): το ωράριο (ο καθένας ερχόταν περίπου ό,τι ώρα ήθελε και κυρίως έφευγε ό,τι ώρα ήθελε, ειδικά αν ήταν ιεραρχικά ανώτερος αλλά όχι μόνο), ο ρυθμός της δουλειάς (δεν είχε πολλή δουλειά τότε), η συμπεριφορά της διεύθυνσης απέναντι στους εργαζόμενους (δεν είχα και ποτέ ψευδαισθήσεις για τον ακριβή ρόλο των διευθύνσεων εν γένει), η συμπεριφορά των συναδέλφων απέναντι μου (όταν κάποιος ή κάποια είχε εφημερία, βάρδια δηλαδή 16ωρη τις καθημερινές που άρχιζε στις 1.30 το μεσημέρι μέχρι το άλλο πρωί, ήδη στις 12 το μεσημέρι μου έλεγε: «δεν χρειάζεσαι να μείνεις άλλο, φύγε…»). Εντάξει, δεν υπήρχε δυνατότητα για εργαστηριακό έλεγχο μέσα στο Κέντρο Υγείας (το εξοπλισμένο εργαστήριο είχε πάψει να λειτουργεί εδώ και χρόνια), κάτι δεν μου πήγαινε καλά με το ωράριο και το να μένει κάποιος πίσω μόνος του μέχρι να έρθει κάποιος συνάδελφος ή συναδέλφισσα από κάποιο περιφερειακό ιατρείο στην εφημερία, το ένστικτο μου μού έλεγε ότι τέτοιου τύπου «προνόμια» κρύβουν από πίσω συγκεκριμένο μηχανισμό διανομής προνομίων του κλασικού τύπου της «συναλλαγής» αλλά δεν μπορούσα να το δω ακόμα (άλλωστε «γιατί να είναι πάντα έτσι τα πράγματα»;). Επίσης με κυρίευε σιγά-σιγά μια διαίσθηση ότι δεν υπήρχαν εργαζόμενοι κοντά σε αυτά που πιστεύω για να μπορώ να επικοινωνήσω σε βάθος μαζί τους (αλλά εντάξει, «περίμενα και κάτι άλλο»;), κακιά διαίσθηση όταν καλείσαι να πιάσεις δουλειά λίγο μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη. Ήταν ακόμα περίεργο το γεγονός ότι σε μια περιοχή με τόσους χιλιάδες κατοίκους, η κίνηση του κέντρου υγείας ήταν σχετικά μικρή.
Ένας λόγος γι’ αυτό ήταν ότι ασφαλισμένοι του ΙΚΑ, δεν έρχονταν ως τακτικά περιστατικά στο κέντρο υγείας για να συνταγογραφήσουν φάρμακα, αφού η διεύθυνση βασισμένη σε μια ορισμένη ερμηνεία ενός νόμου που αφορά την περίθαλψη σε μια περιοχή όπου υπάρχουν ταυτόχρονα μονάδες του ΕΣΥ και του ΙΚΑ, είχε δώσει εντολή να μη γίνονται συνταγογραφήσεις σε ασφαλισμένους του ΙΚΑ στο Κέντρο Υγείας (πράγμα που ήταν συνήθης πηγή διαμαρτυριών και καβγάδων καθημερινά• φανταστείτε κάποιον εργάτη ή εργάτρια να παίρνει άδεια από τη δουλειά του για να γράψει τα φάρμακα τα δικά του, ή ξέρω ‘γω της μάνας του, και να απευθύνεται στο κέντρο υγείας, μιας και το ΙΚΑ της περιοχής λειτουργεί με τον προβληματικό τρόπο που όλοι γνωρίζουμε ότι λειτουργούν τα υποκαταστήματα του ΙΚΑ, και να τρώει πόρτα, επειδή «δεν συνταγογραφούμε στο ΙΚΑ»). Κάτι δεν μου πήγαινε καλά σε αυτό, αλλά «αφού έτσι είναι ο νόμος», δεν το είχα ψάξει παρακάτω.
Πολύ γρήγορα όλη αυτή η εικόνα άλλαξε, ή μάλλον σχηματίστηκε πιο ξεκάθαρα στο μυαλό μου. Συγκεκριμένα όταν έχοντας εφημερία έπρεπε εγώ να μείνω μόνος από τις 12 για να περιμένω το συνάδελφο που ερχόταν μετά τις 2. Και μόνο η ιδέα ότι αν συμβεί κάποιο επείγον περιστατικό θα πρέπει να το αντιμετωπίσω μόνος μου, πράγμα όχι ό,τι καλύτερο για τον ασθενή (ούτε και για μένα) και με δεδομένο ότι ήταν σπάνια η περίπτωση να έχει βάρδια ο οδηγός ασθενοφόρου, με έκανε να συνειδητοποιήσω την επικινδυνότητα της συμπεριφοράς, «φύγε πριν να τελειώσει η βάρδια σου», μια συμπεριφορά εδραιωμένη στο δημόσιο. Οπότε τα πράγματα που ποτέ δεν τα έβλεπα σαν ρόδινα, άρχισαν να σκουραίνουν προς το γκρι και δυσκολεύανε περισσότερο όταν διαπίστωσα ότι τη δική μου αγωνία την μοιράζονταν μεν κάποιες και κάποιοι συνάδελφοι, αλλά η στάση τους ήταν «εντάξει, τι να κάνουμε, έτσι είναι τα πράγματα», ή «τι να συμβεί μωρέ, τίποτα δε θα συμβεί, άλλωστε μας διευκολύνει και μας αυτό».
Στους επόμενους 6 μήνες κι ενώ άρχισα να βλέπω όλο και περισσότερα προβλήματα (π.χ. κάποιοι καθυστερούσαν δύο ώρες στις εφημερίες των αργιών, ο διευθυντής στην εφημερία ερχόταν αλλά δεν ήθελε να δουλεύει παρά μόνο αν τον καλούσες για κάποιο πολύ επείγον περιστατικό), προσπάθησα να βρω ποιος μηχανισμός συντηρεί αυτά τα προβλήματα και δεν θίγονται ξεκάθαρα και ανοιχτά και ταυτόχρονα να ανακαλύψω με ποιους ανθρώπους θα μπορούσα να τα αντιπαλέψω, ποιους θα μπορούσα να εμπιστευτώ κλπ. Γι’ αυτό το διάστημα, στη φάση δηλαδή της έρευνας, μόνο έμμεσα προσπαθούσα να θίγω κάποια ζητήματα στους συναδέλφους, δεν γνώριζα ακόμα τους ρουφιάνους της διεύθυνσης, όπως δεν γνώριζα τους πιθανούς συμμάχους μου.
Σύντομα βρήκα ένα συνάδελφο που μπορούσα καταρχήν να συνεννοηθώ μαζί του πολιτικά, αλλά και σε ζητήματα καθημερινότητας της δουλειάς. Ήταν αριστερός οδοντίατρος, συνεπής στις εφημερίες, εχθρικός απέναντι σε φακελάκια από ασθενείς και φαρμακευτικές εταιρίες, παραβάτης των κανονισμών υπέρ των ασθενών ειδικά αυτών με μειωμένη διαπραγματευτική δύναμη (π.χ. υπάρχει ένας κανονισμός που λέει ότι στα κέντρα υγείας οι οδοντίατροι απαγορεύεται να περιθάλπουν ασθενείς πάνω από 18 χρονών, παρά μόνο αν έρθουν σαν επείγοντα περιστατικά• ειδικά για μετανάστες το νόμο αυτό τον παρέβαινε καθημερινά, ωστόσο ο άνθρωπος αυτός συνταξιοδοτήθηκε πριν μερικούς μήνες, οπότε κύριοι διοικητές και δικαστές μην ακονίζετε τα νύχια σας). Ήταν ο πρώτος που του έθεσα όλα αυτά που σκεφτόμουν.
Οι πρώτες κόντρες με το μηχανισμό ήταν η απαίτηση παραμονής κάθε στιγμή στο κέντρο υγείας 2 γενικών γιατρών, που τέθηκε σύντομα σε μια γενική συνέλευση των γιατρών του κέντρου υγείας και των περιφερικών ιατρείων, και η διαπραγμάτευση του προβλήματος σε σχέση με τους ασφαλισμένους του ΙΚΑ.
Εκεί άρχισαν και τα πρώτα σοβαρά προβλήματα στις σχέσεις με τους συναδέλφους, ωστόσο στον ένα ή στον άλλο βαθμό αυτό πέρασε. Σε σχέση με τους ασφαλισμένους του ΙΚΑ, υπήρξε ένας συμβιβασμός: θα μπορούσα εγώ μόνο, εφόσον το θέλω (sic!) να τους εξυπηρετώ εξίσου όπως όλους τους άλλους (Η λογική αυτού του συμβιβασμού εκ μέρους μου ήταν ότι αν το κάνω αυτό εγώ, θα μαθευτεί σύντομα στην περιοχή, θα έρχονται αρκετοί ασφαλισμένοι, θα δημιουργείται πρόβλημα όταν ανακαλύπτουν ότι μόνο εγώ το κάνω, θα μπει ζήτημα, οπότε η διεύθυνση θα αναγκαστεί να το λύσει όχι πια στα πλαίσια της εθελοντικής βάσης, αλλά σε μια βάση θεσμική: «οι ασφαλισμένοι του ΙΚΑ, θα εξυπηρετούνται όπως όλοι». Αυτή η ιστορία τράβηξε τουλάχιστον 1,5 χρόνο: μετά ήρθε το μνημόνιο που μετατρέπει καταρχήν τα ΙΚΑ σε μονάδες ΕΣΥ και σε δεύτερη φάση ουσιαστικά τα καταργεί. Είμαστε τώρα σε αυτή τη φάση. Επί του πρακτέου, στο κέντρο υγείας σήμερα οι ασφαλισμένοι του ΙΚΑ έχουν τα ίδια δικαιώματα όπως όλοι οι άλλοι).
Η δεύτερη μεγάλη κόντρα αφορούσε το ωράριο: αφενός σε σχέση με την ώρα προσέλευσης, αφετέρου (και κυρίως) σε σχέση με την ώρα που φεύγουμε: Τα τακτικά ιατρεία (το ιατρείο των επειγόντων δουλεύει διαρκώς) θα αρχίζουν να δουλεύουν την τάδε συγκεκριμένη ώρα, κανείς δεν θα φεύγει πριν την ώρα έναρξης της εφημερίας, η εφημερία να μην αρχίζει στις 1.30, να αρχίζει στις 2.30 ώστε και να μπορούμε να βλέπουμε περισσότερα τακτικά περιστατικά και να είμαστε στη συλλογική σύμβαση που έχουμε υπογράψει ως γιατροί (7ωρο, πενθήμερο και τουλάχιστον 4 εφημερίες το μήνα, άρα 56 ώρες εργασίας με ένα ρεπό εβδομαδιαία τουλάχιστον).
Βαριέμαι να δουλεύω όσο και σεις που διαβάζετε αυτές τις γραμμές (και αν θέλετε να σας πω ένα μυστικό: βαριέμαι περισσότερο από εσάς…), βρίσκω ενδιαφέροντα στοιχεία στη δουλειά μου ειδικά όσο επενδύω χρόνο σ’ αυτή αλλά δεν τη λατρεύω κιόλας, ωστόσο αυτό το σύστημα του δημοσίου («δούλευε όσο θες, κι αν συμβεί κάτι θα δούμε τι θα κάνουμε»), στρέφεται κατευθείαν ενάντια στους χρήστες των υπηρεσιών (είτε λέγονται ασθενείς, είτε γονείς στα σχολεία, είτε καταναλωτές νερού, ρεύματος, κλπ). Εννοείται ότι διαφωνώ και για λόγους αρχής: πολύ απλά δεν γουστάρω την κρατικά εγγυημένη λούφα, επειδή ακριβώς παίζει το ρόλο της κρατικής εγγύησης της κοινωνικής ειρήνης μέσα στους χώρους δουλειάς.
Είναι κατανοητό ότι αυτό το πράγμα αποτέλεσε πράξη εμφυλίου πολέμου μέσα στο κέντρο υγείας. Δεν μιλάμε για δευτερεύον θέμα, μιλάμε για επέμβαση στην καθημερινότητα του καθενός εργαζομένου και της καθεμιάς εργαζόμενης («ποιος είσαι εσύ ρε κωλόπαιδο που ακόμα δεν βγήκες από το αυγό, και θα μου πεις πόσο θα δουλεύω;» Ή: «η κατάσταση τόσα χρόνια ήταν αυτή, ποιος είσαι συ που θες να την αλλάξεις;»). Αυτά τα ερωτήματα δεν διατυπώθηκαν ποτέ έτσι, αλλά ειπώθηκαν με χίλιες άλλες λέξεις, ζωγραφίστηκαν σε γκριμάτσες πολλών προσώπων και στο βάθος οργισμένων βλεμμάτων, εκτελέστηκαν θεατρικά –έστω βουβά- με πλήθος απαξιωτικών χειρονομιών, καταγράφηκαν σε διάφορες συχνότητες και decibel φωνών. Είναι λογικό επίσης ότι εκεί άρχιζε να ξεκαθαρίζει το τοπίο: το τοπίο του μηχανισμού, το τοπίο των ρουφιάνων, το τοπίο όσων ενεργητικά τον χρησιμοποιούσαν, το τοπίο όσων τον ανέχονταν, το τοπίο όσων έβλεπαν ότι κάτι δεν πάει καλά αλλά «δεν μπορεί να γίνει τίποτα» και τέλος το τοπίο αυτών που πίστευαν ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν, αρκεί να αρχίσει η σύγκρουση μέσα στο χώρο υγείας. Για να πω την αλήθεια σε αυτό το τελευταίο τοπίο, εκείνη την εποχή συμπεριλαμβανόμασταν μόνο δύο άνθρωποι: εγώ κι ο συνάδελφος οδοντίατρος. Για να είμαι ακόμα πιο ακριβής, διαφέραμε και μεταξύ μας στους όρους που πρέπει να δοθεί αυτή η σύγκρουση.
Με αυτό τον συνάδελφο αποφασίσαμε το επόμενο διάστημα να καλούμε τακτικά συνελεύσεις και να μιλάμε για όλα τα προβλήματα του κέντρου υγείας: από προβλήματα που αφορούν το ωράριο («τηρούνται οι αποφάσεις μας;»), μέχρι τα προβλήματα που αφορούν τις σχέσεις μεταξύ συναδέλφων και του υπόλοιπου προσωπικού στο Κέντρο Υγείας. Από τα προβλήματα που αφορούν τη συμπεριφορά απέναντι στους ασθενείς, μέχρι τα προβλήματα που αφορούν την περίθαλψη των μεταναστών (κυρίως) Πακιστανών και Ινδών, μιας κι αφενός υπήρχε ένα σοβαρό ζήτημα επικοινωνίας, αφού οι περισσότεροι είχαν μια δυσχέρεια στη χρήση της ελληνικής γλώσσας, αφετέρου κάποιοι γιατροί δεν έδειχναν ιδιαίτερο ζήλο στην περίθαλψη τους… (μία λύση που σκεφτήκαμε γι’ αυτή την ιστορία, ήταν να πάμε στο τοπικό παράρτημα του ΣΕΒ -«μιας και οι μετανάστες δουλεύουν στις βιομηχανίες της περιοχής, γιατί τα γαμω-αφεντικά να μην πληρώνουν τα συνολικά έξοδα περίθαλψης τους;»- και να διεκδικήσουμε να διορίσει και να πληρώνει ένα διερμηνέα αποκλειστικά για τις ανάγκες των μεταναστών χρηστών υγείας. Η λύση αυτή δεν προχώρησε, επειδή θα μπαίνανε τότε ζητήματα εργασιακών σχέσεων, ακόμα κι αν οι βιομήχανοι βάζανε διερμηνέα: π.χ. πόσο θα δουλεύει ο άνθρωπος, τι εργασιακή σχέση θα έχει, τα κωλύματα του δημοσίου σε σχέση με αυτό κλπ. Αντίθετα σκεφτήκαμε μια λύση: αφενός να μεταφράζονται ανακοινώσεις του κέντρου υγείας στις γλώσσες τους, αφετέρου να μάθουμε στοιχειώδη urdu και hindi για να συνεννοούμαστε με τους ανθρώπους. Έτσι τώρα γνωρίζω βασικό ιατρικό λεξιλόγιο στα urdu και στα hindi, π.χ. πονόλαιμος, αναπνεύστε βαθιά, κράτα την αναπνοή σου, βήχεις;, κεφαλαλγία, κνησμός, μύτη, νιώθεις καταβεβλημένος κλπ, κλπ και δεν γνωρίζω ούτε 5 ρήματα, ή να φτιάξω μια στοιχειώδη πρόταση, ή κάτι ακόμα πιο χρήσιμο, π.χ. τις φράσεις «είσαι όμορφη», «μου αρέσεις» κλπ – κάνω πλάκα). Από προβλήματα που αφορούν την αποπληρωμή των δεδουλευμένων, μέχρι ζητήματα που αφορούν το ρόλο των φαρμακοεταιριών στη δημόσια περίθαλψη (τα «δωράκια» προς τους γιατρούς, τα συνέδρια, τη συνταγογράφηση φασόν φαρμάκων κλπ), από προβλήματα που αφορούν το σύστημα της δημόσιας περίθαλψης στη χώρα (τα «φακελάκια», τις προμήθειες ιατρικού εξοπλισμού και ποιος τις ελέγχει κ.ά.), τα εργατικά ατυχήματα και τις παρεμβάσεις πρόληψης στον εργατικό πληθυσμό μέχρι προβλήματα που αφορούν το ζήτημα της υγείας στον καπιταλισμό συνολικά.
Κάποια από αυτά τα βγάλαμε στο δημόσιο χώρο με παρεμβάσεις μας στους ασθενείς και στους κατοίκους της κοινότητας. Ένα από τα πρώτα ζητήματα που διεκδικήσαμε ήταν να αναρτηθεί ένας πίνακας εργαζομένων στο Κέντρο Υγείας, ένας πίνακας που κάθε εργαζόμενος μπορεί να ανεβάζει ότι κείμενο θέλει, θα είναι ορατός από ασθενείς και προσωπικό και άρα θα βρίσκεται σε κεντρική θέση. Δεν ήταν δύσκολο να γίνει αυτό, παρά την αρχική θυμηδία που προκάλεσε (Μην υποτιμάτε τη δημόσια έκφραση λόγου των από κάτω. Μια από τις πρώτες διεκδικήσεις του ανταγωνιστικού κινήματος ήταν το δικαίωμα του λόγου και υπάρχουν υπέροχα ανέκδοτα σε σχέση με αυτό. Γενικώς, έχει κάποια ενδιαφέροντα σημεία η ιστορία του πώς κάνεις τον πίνακα ανακοινώσεων πραγματικό κτήμα των εργαζομένων κι όχι μόνο του σωματείου ή μόνο κάποιων οργανωμένων πολιτικά, αλλά δεν μπορώ να πιάσω αυτό το θέμα τώρα). Άλλη ιστορία. Την περίοδο που έσκασε το ζήτημα της γρίπης Η1Ν1, το κέντρο υγείας ορίστηκε ως εμβολιαστικό κέντρο της περιοχής, εμείς αρνηθήκαμε να είμαστε υπεύθυνοι στο κέντρο, όπως μας είχε ορίσει η διεύθυνση και επίσης κάναμε μια καμπάνια ενάντια στον εμβολιασμό [2], αφενός με προκήρυξη που μοιράζαμε σε όσες και όσους προσέρχονταν στο κέντρο υγείας να εμβολιαστούν και αφετέρου στους ασθενείς που έρχονταν για άλλο λόγο, και σε δεύτερο επίπεδο με άνοιγμα στους κατοίκους της περιοχής. Απ’ όσο έχω υπόψη μου, είμαστε οι μόνοι στη χώρα που αμφισβητήσαμε έμπρακτα μέσα από το θεσμό της δημόσιας περίθαλψης όλη την ιστορία της νέας γρίπης και παλέψαμε ενάντια στους εμβολιασμούς με ορατά αποτελέσματα. Ήταν μια κίνηση υψηλού ρίσκου, επειδή εμπεριείχε μεγάλο μέρος ευθύνης, τα στοιχεία που είχαμε για να κάνουμε αυτή την κόντρα ήταν αρκετά μεν όχι όμως ατράνταχτα, τα επιχειρήματα μας ήταν κυρίως πολιτικά και δεν κάναμε μια παρέμβαση στο διάχυτο, όπως έκαναν άλλες πολιτικές συλλογικότητες που ασχολήθηκαν με το θέμα, αλλά σε ανθρώπους που (και) την άλλη μέρα θα ήταν στο κέντρο υγείας, άρα θα ήμασταν διαρκώς υπόλογοι σε όλα τα επίπεδα αν κάτι δεν πήγαινε καλά.
Όταν το κράτος δεν μας είχε πληρώσει τις υπερωρίες (εφημερίες) για 5-6 μήνες, τέλη του 2009-αρχές του 2010, βάλαμε το ζήτημα της επίσχεσης εργασίας στους συναδέλφους, αλλά δε μείναμε σ’ αυτό. Αναγνωρίζοντας από τότε τα όρια αυτής της μορφής κινητοποίησης, βγήκαμε ξανά στα χωριά της κοινότητας και μοιράζαμε προκηρύξεις μαζί με 1-2 άλλες συναδέλφισσες, εξηγώντας στους ασθενείς γιατί κάνουμε αυτή την κινητοποίηση και ζητώντας καταρχήν την κατανόηση και κατά δεύτερον την αλληλεγγύη τους.
Μια άλλη γερή κόντρα που κάναμε ήταν γύρω από το εισιτήριο των 5 ευρώ. Εκεί είχαμε την ευκαιρία αφενός να έρθουμε σε απευθείας σύγκρουση με την διεύθυνση και τους ρουφιάνους της, αφετέρου να αναπτύξουμε γερούς δεσμούς με τους ασθενείς. Εκεί το τοπίο ξεκαθάρισε ακόμα περισσότερο: προσωπικά έφτασα να σταματήσω να μιλάω (σχεδόν) σε όλους τους συναδέλφους και τις συναδέλφισσες γιατρούς του κέντρου υγείας (αυτό λέγεται στην καθομιλουμένη: «ούτε καλημέρα») και σε πολλούς από το υπόλοιπο προσωπικό, αφού πρώτα είχαν προηγηθεί άγριες κόντρες δημόσια και με τη συμμετοχή των ασθενών. Μια στιγμή αυτής της κόντρας έχω περιγράψει αλλού (στο φύλο 14 της εφημερίδας Άπατρις με το κείμενο “De Bello Civili”). Στην αρχή όλοι ήταν εχθρικοί απέναντι μας, δύο χρόνια μετά και κυρίως μετά την σφαγή των μισθών που ακολούθησε την ψήφιση του μεσοπρόθεσμου, και με δεδομένη την συνέχιση του αγώνα μας, τα πράγματα έχουν αλλάξει σε κάποιο βαθμό. Δεν μπορώ να πω λεπτομέρειες: μπορώ να πω ωστόσο ότι ναι μεν αυτό το μέτρο εφαρμόζεται στο κέντρο υγείας, ωστόσο έχει κατακτηθεί να εφαρμόζεται χαλαρά και να μην εφαρμόζεται καθολικά από όλους τους γιατρούς…
Για να μην τα πολυλογώ, προσπαθούσαμε στο μέτρο του δυνατού να θέσουμε κάποια ζητήματα που αφορούσαν τόσο την καθημερινότητα μας, όσο και ευρύτερα. Για ένα διάστημα περίπου 3 χρόνων, δηλαδή μέχρι τον περασμένο Μάιο, αυτές οι κόντρες, κουτσά-στραβά, αφορούσαν εμάς τους δύο. Μετά την ένταξη της ελληνικής οικονομίας στο PSI και την ψήφιση του τρίτου μνημονίου το Φλεβάρη του 2012, οι περικοπές όλο και περισσότερο δεν αφορούσαν πια τους μισθούς και την καταβολή του αντιτίμου των εφημεριών των γιατρών, αλλά συνολικά τα υλικά, τον εξοπλισμό, τα αναλώσιμα και τα φάρμακα που έχει ανάγκη για να δουλέψει το κέντρο υγείας. Έτσι μαζί με ένα επιπλέον συνάδελφο, ο οποίος διορίστηκε στο Κέντρο Υγείας πρόσφατα, αρχίσαμε να θέτουμε όλο και πιο πολύ αυτά τα ζητήματα σε όσους συναδέλφους και συναδέλφισσες εξακολουθούσαμε να διατηρούμε μια μορφή επικοινωνίας, προπαγανδίζοντας την ιδέα μιας γενικής συνέλευσης όλων των εργαζομένων του κέντρου υγείας.
Η συνέλευση όντως πραγματοποιήθηκε αρχές Ιουνίου, συμμετείχαν όλοι κι όλες οι εργαζόμενοι, διαπιστώθηκαν τα προβλήματα από όλες κι όλους, συμφωνήθηκε ότι κάτι πρέπει να γίνει. Αυτό ήταν καταρχήν μια δημοσιοποίηση των προβλημάτων στους ασθενείς, πράγμα που υλοποιήθηκε με τη σύνταξη μιας προκήρυξης και κατά δεύτερο λόγο με μια επιστολή προς την διοίκηση του νοσοκομείου, στο οποίο υπάγεται το Κέντρο Υγείας, δίνοντάς της μια προθεσμία να ασχοληθεί με αυτά και προειδοποιώντας με κινητοποιήσεις σε περίπτωση που δεν κάνει τίποτα. Από την άλλη πλευρά, πάνω στην συζήτηση «τι θα κάνουμε σε περίπτωση που δεν θα ανταποκριθεί στα προβλήματα μας η διοίκηση του νοσοκομείου», έγινε φανερό και στους άλλους δύο συναδέλφους που παλεύαμε μαζί αυτό που εγώ γνώριζα από καιρό: ότι τόσο η διεύθυνση του κέντρου υγείας, όσο και πολλοί εργαζόμενοι και εργαζόμενες, παρά τις ρητορείες, είναι μέρος του προβλήματος και δεν θα γίνουν ποτέ μέρος της λύσης του.
Φάνηκε ωστόσο ότι υπήρχαν κάποιες εργαζόμενες και εργαζόμενοι που είχαν διάθεση να ξεκινήσουν μια σοβαρή κόντρα και μοιραζόμασταν τους ίδιους προβληματισμούς.
Το καλοκαίρι πέρασε, η διοίκηση του νοσοκομείου όχι απλώς δεν έκανε τίποτα, αλλά άφησε τα πράγματα να χειροτερέψουν. Για παράδειγμα υπήρχαν περίοδοι που δεν είχαμε γάζες στο κέντρο υγείας, οπότε όταν κατέφτασε ένας μεσήλικας που προσπαθώντας να εμποδίσει το παιδί του να τρέξει προς το δρόμο, πέρασε μέσα από μια τζαμαρία, τέμνοντας μια κεντρική αρτηρία του λαιμού του, καταφέραμε μόνο μια στοιχειώδη επίσχεση της αιμορραγίας του με σεντόνια κρεβατιού και τον διακομίσαμε σε κεντρικό νοσοκομείο, απευθείας στο χειρουργείο, χωρίς να περάσει καθόλου από τα επείγοντα, μήπως και σωθεί η ζωή του (σώθηκε τελικά, είναι πείσμονα ζώα οι άνθρωποι).
Η κατάσταση επιδεινωνόταν συνεχώς και τον περασμένο Οκτώβριο το ποτήρι ξεχείλισε. Τότε ο διοικητής του νοσοκομείου στέλνει ένα φιρμάνι σε κάποιους γενικούς γιατρούς του κέντρου υγείας να κάνουμε εφημερίες στο νοσοκομείο κάποιες μέρες.
Καταρχήν η ειδικότητα η δική μας δεν είναι για νοσοκομεία (παρά μόνο για πολύ συγκεκριμένα τμήματα και πάντως όχι για επείγοντα). Κατά δεύτερον δεν είμαστε εκπαιδευμένοι για τμήματα επειγόντων νοσοκομείων. Τρίτον δεν υπάρχει τμήμα επειγόντων στο συγκεκριμένο νοσοκομείο. Στην πραγματικότητα αυτό που ήθελε ο τύπος ήταν να καλύψει κάποιους κολλητούς του κλινικάρχες που δεν θέλανε να παρίστανται σε εφημερίες κι επειδή δεν μπορούσε να αφήσει τα επείγοντα με ακάλυπτες ειδικότητες, καλούσε εμάς για να τρώμε τις μηνύσεις από τους ασθενείς αν συνέβαινε κάτι στραβό. Μετά από συμβουλή δικηγόρου καταθέσαμε εναντίον του εξώδικο και μπλοκάραμε αυτή την μετακίνηση (δηλαδή δεν μας έδωσε «εντέλλεστε», εντολή να εφημερεύουμε στο νοσοκομείο, αφού θα προχωρούσαμε σε μηνύσεις και αυτός θα ήταν υπόλογος με το παράπτωμα «παράβασης καθήκοντος»).
Τον επόμενο μήνα, η απάντηση του ήταν να κόψει τον ένα γενικό γιατρό από τις εφημερίες, την ημέρα που συνεφημέρευε με παιδίατρο.
Οι παιδίατροι παίρνουν 8 εφημερίες το μήνα, έτσι μένουμε 8 φορές μόνοι μας. Οι περισσότεροι από τους συναδέλφους αποφασίσαμε κάθε φορά που μένει μόνος του συνάδελφος στην εφημερία να μένει και κάποιος άλλος μαζί του (απλήρωτος). Σ’ αυτό δεν συμφώνησαν όλοι, ωστόσο εγώ και κάποιοι άλλοι συνάδελφοι δεν μείναμε μόνοι. Το τι σημαίνει να κάνει κάποιος μόνος του εφημερία είναι ένα πολύ χοντρό ζήτημα με πολλές παραμέτρους. Μια από αυτές αφορά την ασφάλεια των ασθενών: τι θα γίνει για παράδειγμα αν κινδυνεύσει η ζωή ενός ασθενούς αν δεν διακομιστεί σε κεντρικό νοσοκομείο συνοδεία γιατρού και ταυτόχρονα έρθει δεύτερο επείγον περιστατικό στο κέντρο υγείας; Αυτές οι περιπτώσεις δεν είναι καθόλου σπάνιες σύντροφοι και συντρόφισσες, ίσα-ίσα. Τι θα γίνει αν συμβεί ένα μαζικό εργατικό ατύχημα ή ταυτόχρονα δύο εργατικά ατυχήματα, όπως πρόσφατα σε δύο μεταλλοβιομηχανίες της περιοχής; Κι εν πάση περιπτώσει, μπορεί ένας άνθρωπος να διατηρήσει τη διαύγεια και την οξύνεια του για 24 ώρες συνεχώς;
Έξι-επτά συνάδελφοι και συναδέλφισσες από όλο το προσωπικό αποφασίσαμε να μην αφήσουμε τα πράγματα χωρίς να κάνουμε κάτι σοβαρό.
Είχαμε ήδη αντιληφθεί ότι από κοινού όλοι οι εργαζόμενοι στο κέντρο υγείας δεν θα μπορούσαμε να πετύχουμε κάτι, οπότε σκεφτήκαμε να απευθυνθούμε στους ασθενείς, στους χρήστες των υπηρεσιών υγείας και στους κατοίκους της περιοχής προκειμένου και να τους κάνουμε κοινωνούς του προβλήματος και να ζητήσουμε την εμπλοκή τους στην αντιμετώπιση τόσο αυτού του προβλήματος όσο και όλων των άλλων προβλημάτων που αντιμετώπιζε το κέντρο υγείας και που με τον καιρό είχαν επιδεινωθεί. Αυτή ήταν μια στιγμή ρήξης.
Μέχρι τώρα η δουλειά που κάναμε με τους ασθενείς, αφορούσε απλώς (;) το επαγγελματικό κομμάτι και τη διακίνηση υλικού για ζητήματα υγείας και περίθαλψης. Δεν είχαμε δηλαδή ποτέ απευθυνθεί σ’ αυτούς ζητώντας έμπρακτα τη βοήθειά τους. Και επειδή δεν είχαμε ασχοληθεί σε βάθος και πολύ σοβαρά με τα προβλήματα που αντιμετωπίζαμε, και επειδή κουτσά-στραβά κάποιου τύπου προσωρινές λύσεις βρίσκαμε σε αυτά, και κυρίως επειδή είναι ζόρικο πράγμα να πας από τα χαρτιά στις δράσεις, πόσο μάλιστα όταν κάνεις χίλιες πολιτικές δουλειές και μένεις αρκετά χιλιόμετρα μακριά από εκεί που δουλεύεις…
Εκτός αυτών, γνωρίζοντας τη συμπεριφορά της πλειοψηφίας του προσωπικού απέναντι στους ασθενείς και τους χρήστες των υπηρεσιών υγείας (περίπου κάθε μέρα γίνεται ένας σοβαρός καβγάς στο κέντρο υγείας και σχεδόν μία φορά στις 3 βδομάδες μία αναφορά σε κάποιο γιατρό ή, σπανιότερα, σε κάποιον από το προσωπικό), τρέφαμε αμφιβολίες για την ανταπόκριση που θα είχαμε από τους ασθενείς (όταν μια συνήθης επωδός τους είναι: «δεν το κλείνετε το μπουρδέλο, αφού δεν μας εξυπηρετεί»;). Από την άλλη, γνωρίζαμε τη δουλειά που έχουμε κάνει και μεις τόσα χρόνια και στο ιατρικό (στο επίπεδο της εργασίας μας) και στο πιο πολιτικό επίπεδο.
Μαζευτήκαμε λοιπόν, συζητήσαμε και γράψαμε από κοινού την προκήρυξη και αρχίσαμε τις παρεμβάσεις μας στην περιοχή: στα καφενεία, στις λαϊκές, στις δημόσιες υπηρεσίες, στο δήμο.
Σταματάω το πρώτο μέρος της διήγησης αυτής της ιστορίας εδώ για λόγους χώρου και μόνο. Στο επόμενο τεύχος θα συνεχίσω. Αντιληφθείτε το κείμενο που μόλις διαβάσατε και
σαν τεκμήριο ενοχής. Θα τα ξαναπούμε σύντομα ελπίζω.
Ιούνιος 2013
Σημειώσεις:
[*] Ο τίτλος είναι από ένα μυθιστόρημα του Ευγένιου Αρανίτση, που το θεωρώ αρκετά καλό. Με μια ειρωνεία προερχόμενη κατευθείαν από τη χοληδόχο κύστη, διαπραγματεύεται την ιστορία μιας τυπικής μεσοαστικής οικογένειας στα χρόνια της πρώτης πασοκικής οκταετίας.
[2] Στην διεύθυνση αυτή: http://syneleysiypsiloukindynou.blogspot.gr, μπορείτε να δείτε γιατί εναντιωθήκαμε σ’ αυτή την ιστορία. Η διεύθυνση αφορά τη δράση της τότε Συνέλευσης Υψηλού Κινδύνου στην οποία ανήκαμε, κι όχι της ομάδας των συναδέλφων στο Κέντρο Υγείας.
Υποβολή απάντησης