Ποια είναι τα όρια των απεργιακών κινητοποιήσεων των τελευταίων ετών; Υπάρχει δυνατότητα να προχωρήσουμε πέρα από τα αδιέξοδά τους, οικοδομώντας μια διαφορετική στρατηγική; Υπάρχουν δυνατότητες σύνδεσης των αγώνων που βλέπουμε να ξεσπάνε το τελευταίο διάστημα; Μπορούν να συνδεθούν τοπικοί και εργατικοί αγώνες και σε ποια κατεύθυνση είναι δυνατό να επιτευχθεί μια υπέρβαση του κατακερματισμού και της πολυδιάσπασης που τους χαρακτηρίζει; Ποιες είναι οι δυνατότητες και ποιες οι αδυναμίες των πολιτικών μορφών και ποια η σχέση τους με τους αγώνες; Τι εννοούμε όταν αναφερόμαστε στη σύνδεση και τι στην αυτονομία των αγώνων; Με αυτά τα ερωτήματα καταπιάνεται το παρακάτω κείμενο, αποτέλεσμα συλλογικής επεξεργασίας της Συνέλευσης για την Κυκλοφορία των Αγώνων, που αποτελεί ανάπτυξη σε ενιαία μορφή των δυο κεντρικών κειμένων των τευχών 4 & 5 (Ιανουάριος 2013 & Ιούνιος 2013 αντίστοιχα) της περιοδικής έκδοσης «Η Σφήκα». [Eπιμέλεια: root & F.G.A.]. Η χρήση είναι ελεύθερη με την προϋπόθεση της αναφοράς στην πηγή. Μπορείτε να κατεβάσετε σε μορφή pdf το κείμενο από εδώ.
— ❦ —
Πολύ είναι το μελάνι που έχει χυθεί για το ζήτημα της γενικής απεργίας. Μελάνι που μπερδεύεται με τα δάκρυα των χημικών και το αίμα των διαδηλωτών για να ζωγραφίσει τον καμβά των απεργιακών κινητοποιήσεων των τελευταίων χρόνων. Ο κύκλος των μαζικών και μαχητικών γενικών απεργιών που άνοιξε το Μάη του ’10, κορυφώθηκε το καλοκαίρι του ’11 και φτάνει τεθλασμένα μέχρι το Νοέμβρη του ’12 αποτέλεσε τόσο μια σειρά από κορυφώσεις της διάχυτης κοινωνικής οργής, όσο και ένα πεδίο προβληματισμού για το “πριν” και το “μετά” αυτών των κορυφώσεων. Η κριτική στη γενική απεργία δεν είναι καινούρια. Στο κείμενο αυτό θα προσπαθήσουμε να την κάνουμε συγκεκριμένη – να δείξουμε τις αντιφάσεις, τις δυνατότητες και τα όριά της όπως προκύπτουν από τα κινηματικά βιώματα και τις εμπειρίες αυτής της περιόδου στο δρόμο, στους εργασιακούς χώρους, στις γειτονιές.
Η παραδοσιακή κριτική στη γενική απεργία αφορούσε κυρίως τρία χαρακτηριστικά της, εντοπισμένα στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ: την αποσπασματικότητα, την εκτόνωση και τον εργοδοτικό χαρακτήρα της συνδικαλιστικής ηγεσίας. Με λίγα λόγια ότι οι γενικές απεργίες καλούνταν “από τα πάνω” και χωρίς ουσιαστική συμμετοχή των απεργών, δεν έβαζαν ζητήματα διάρκειας και ανατροπής, χειραγωγούσαν τους εργατικούς αγώνες και εκτόνωναν τη “διάθεση του κόσμου”. Σ’ όλα αυτά οι κινηματικές δυνάμεις απαντούσαν συνήθως προτάσσοντας τους ακηδεμόνευτους αγώνες και το σύνθημα της γενικής (πολιτικής) απεργίας διαρκείας. Παρότι τυπικά έγκυρη, για μας η κριτική αυτή παραμένει αφηρημένη σε πολλά σημεία της. Κι αυτό γιατί εστιάζει μόνο στα “γενικά” χαρακτηριστικά της γενικής απεργίας και όχι στο συγκεκριμένο ρόλο της σε κάθε κύκλο κινητοποιήσεων, γιατί υποθέτει μια τελείως γραμμική σχέση μεταξύ της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και “των-από-κάτω” και γιατί συνηθίζει να παραβλέπει (ή να προσπερνά έντεχνα) τις αδυναμίες του κινήματος να θέσει με αυτόνομους πολιτικούς όρους το ζήτημα της γενικής απεργίας. Ας θέσουμε μερικά παραπάνω ερωτήματα. Είναι το ίδιο τα απεργιακά καλέσματα πριν και μετά την κρίση; Είναι το ίδιο μια γενική απεργία που καλείται εν μέσω κινηματικών διαδικασιών με μία που καλείται απουσία κινήματος; Εκπροσωπεί πραγματικές εργατικές κοινότητες η ΓΣΕΕ ώστε να τις χειραγωγήσει ή να τις εκτονώσει; Ποιες είναι κάθε φορά οι “διαθέσεις του κόσμου”, οι πραγματικές προσδοκίες και επιθυμίες, που εκτονώνει η ΓΣΕΕ; Οργανώνονται με ουσιαστικούς όρους οι γενικές απεργίες; Γίνεται προπαρασκευτική πολιτική δουλειά στους εργασιακούς χώρους, είτε από τη γραφειοκρατία είτε από τα σωματεία βάσης; Μπορούν να συνδεθούν σε άλλη βάση οι εργατικοί αγώνες στο εδώ και το τώρα; Έχει τη δυνατότητα το κίνημα να θέσει στρατηγική βάθους στους εργασιακούς χώρους, πόσω μάλλον να μιλήσει για απεργία διαρκείας με υλικούς όρους; Δεν λέμε ότι έχουμε τις απαντήσεις σε όλα αυτά τα ερωτήματα. Θέλουμε να μοιραστούμε μερικά προσωρινά συμπεράσματα για το συγκεκριμένο ιστορικό χαρακτήρα της γενικής απεργίας στην τελευταία χρονική περίοδο. Να δούμε ποιος ήταν ο ρόλος της και η σχέση της με τις κινηματικές διαδικασίες, ποιά είναι η ταξική σύνθεση και οι πολιτικές προσδοκίες του απεργιακού σώματος και με ποιο τρόπο χρειάζονται επανεξέταση τα όριά της.
Σε όλες τις απεργιακές κινητοποιήσεις των τελευταίων μηνών, και ειδικά στο απεργιακό διήμερο 6 & 7 Νοέμβρη, φάνηκε να υπάρχει μια διάχυτη απογόητευση στον κόσμο που συμμετείχε. Ακόμα κι αν δεν τις δούμε με όρους μαζικότητας, ο παλμός, η μαχητικότητα, και η αίσθηση του πολιτικού διακυβεύματος ήταν σε ύφεση – τόσο στα “πολιτικοποιημένα” κομμάτια του κινήματος όσο και στον “ανένταχτο” κόσμο. Για την πλειοψηφία των διαδηλωτών αρκούσε μια αφορμή (λίγα χημικά ή βροχή) ώστε να αρχίσουν να αποχωρούν από την πλατεία Συντάγματος, με τον καθιερωμένο μικρής έντασης πετροπόλεμο να εντείνει την αίσθηση κινηματικής ρουτίνας. Φυσικά είναι γνωστό ότι η απογοήτευση αυτή δεν εμφανίστηκε εν μία νυκτί. Οι περισσότερες γενικές απεργίες καλούνταν εν όψει των νέων – κάθε φορά – μέτρων και κατά κανόνα κορυφώνονταν κατά τη μέρα της ψήφισης. Η πλειοψηφία των διαδηλωτών κατέβαινε στο δρόμο με την προσδοκία να ακυρώσει τα μέτρα, ή έστω με την ελπίδα ότι τα μέτρα μπορούν να ακυρωθούν. Όμως παρά τη μαζικότητα των διαδηλώσεων, τη σφοδρότητα των συγκρούσεων και το συχνά εξεγερσιακό κλίμα τα μέτρα συνέχιζαν να ψηφίζονται κι ο κόσμος επέστρεφε σπίτι του ποντάροντας στην επόμενη μάχη. Αυτό το αντιφατικό – σχεδόν σχιζοφρενικό – βίωμα, αυτή η Μεγάλη Νύχτα που όλοι περίμεναν και ποτέ δεν ερχόταν, αποτελεί την κορύφωση και το όριο των γενικών απεργιών του τελευταίου διαστήματος.
Η λογική της Μεγάλης Νύχτας, της μαζικής και μαχητικής διαδήλωσης που θα ακύρωνε τα κυβερνητικά μέτρα, αναπτύχθηκε σαν απόρροια του ίδιου του χαρακτήρα της γενικής απεργίας από το ’10 και μετά. Η νέα ταξική σύνθεση που προκύπτει από την τεράστια άνοδο της ανεργίας, την κατάρρευση της μεσαίας τάξης και τη γενίκευση των επισφαλών συνθηκών εργασίας βρίσκεται σε αντιστοιχία με την ίδια τη σύνθεση του “απεργιακού σώματος”. Χοντρικά από τη μία πλευρά είχαμε τη κεντρική παρουσία του υποκειμένου που κινείται μεταξύ πανεπιστημίου, επισφάλειας και ανεργίας, και από την άλλη τους εργαζόμενους και τα συνδικάτα του δημόσιου τομέα που βλέπουν όλες τους τις κατακτήσεις και τα δικαιώματα να μπαίνουν ευθέως στο στόχαστρο. Η “τυπική” συμμετοχή των εργαζόμενων στην απεργία παρέμεινε μικρή, παρά την μαζικότητα των διαδηλώσεων, καθώς στα κάτεργα του ιδιωτικού τομέα η λέξη “απεργία” είναι σχεδόν απαγορευμένη. Το διακύβευμα κάθε γενικής απεργίας, το ραντεβού δρόμου, ήταν πλέον η μέρα και ώρα ψήφισης των μέτρων. Ας θυμηθούμε ότι η κοινωνική έκρηξη της Κυριακής 12 Φλεβάρη ήρθε έπειτα από δύο πρωινά χλιαρών και άμαζων διαδηλώσεων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι γενικές απεργίες έμοιαζαν λιγότερο με το παραδοσιακό παράδειγμα του “απεργιακού μπλοκαρίσματος της παραγωγής” και περισσότερο με εκρήξεις οργής των εκμεταλλευόμενων και καταπιεζόμενων. Θεωρούμε ότι η κατάσταση αυτή αποτέλεσε ένα ξεπέρασμα του αποσπασματικού ή συμβολικού χαρακτήρα των γενικών απεργιών των προηγούμενων χρόνων. Το εκάστοτε “ραντεβού” με την κυβέρνηση έδινε μια αίσθηση πολιτικού διακυβεύματος στους διαδηλωτές. Ήταν αυτό που έκανε τις διαδηλώσεις αποφασιστικές και μαχητικές, αυτό που έκανε τον κόσμο να συγκρούεται επί ώρες με τις κατασταλτικές δυνάμες, να μην εγκαταλείπει το δρόμο, να χτίζει σχέσεις αλληλεγγύης και μοιράσματος, να υποχωρεί, να ανασυντάσσεται, να επιτίθεται. Πολύς κόσμος κατέβηκε για πρώτη φορά στο δρόμο και πίστεψε στη συλλογική δύναμη που αναδυόταν εκείνη τη δεδομένη στιγμή – ότι μπορεί δηλαδή να μπλοκάρει τις κεντρικές πολιτικές αποφάσεις.
Ο πολιτικός αυτός χαρακτήρας της γενικής απεργίας, διάχυτος όσον αφορά την κοινωνική της σύνθεση και συγκεκριμένος όσον αφορά το διακύβευμα στο δρόμο, ενισχύθηκε και κορυφώθηκε από τον κεντρικό ρόλο που διαδραμάτησαν οι κινηματικές διαδικασίες βάσης – αρχικά η συνέλευση της πλατείας Συντάγματος και έπειτα οι λαϊκές συνελεύσεις στις πλατείες των γειτονιών. Παρά τις αντιφάσεις και τα προβλήματά τους, ο τρόπος που σχετίστηκαν αυτές οι διαδικασίες με τα απεργιακά καλέσματα ήταν κομβικός για την έκβασή τους στο δρόμο. Τόσο η συνέλευση του Συντάγματος όσο και οι συνελεύσεις γειτονιάς αποτέλεσαν έναν προνομιακό δημόσιο χώρο και χρόνο όπου ζυμώθηκαν πολιτικά ζητήματα, χτίστηκαν σχέσεις αλληλεγγύης και εμπιστοστύνης και προετοιμάστηκε υλικά η παρουσία του κόσμου στο δρόμο. Ήταν ένα σημείο αναφοράς και ένα ορμητήριο αγώνα για αμέτρητους αγωνιζόμενους και αγωνιζόμενες. Για παράδειγμα, τον Ιούνιο του ’11, η “κατειλημμένη” πλατεία Συντάγματος (δηλαδή το γεγονός ότι σ’ αυτήν πραγματοποιούνταν καθημερινά συνελεύσεις με χιλιάδες συμμετέχοντες) ήταν κομβική για τη μαχητική συσπείρωση των διαδηλωτών ενάντια στις επιθέσεις των δυνάμεων καταστολής. Απ’ την άλλη, οι προσυγκεντρώσεις/πορείες που πραγματοποιούνταν στις γειτονιές μετέφεραν το απεργιακό κλίμα σε πολλές γειτονιές της Αθήνας και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη συγκρουσιακότητα και μαζικοποίηση των κεντρικών ραντεβού, όπως για παράδειγμα το διήμερο 28-29 Ιούνη (όπου επιχείρησαν μπλοκάρισμα του Κοινοβουλίου) και τη 12η Φλεβάρη (όπου τα μπλοκ των συνελεύσεων υπήρξαν βασικό σημείο αναφοράς στους φλεγόμενους δρόμους του κέντρου).
Ποιο ήταν, λοιπόν, το νόημα των κεντρικών ραντεβού; Ποια ήταν η λογική της Μεγάλης Νύχτας; Όπως αναφέραμε ήδη, το μεγαλύτερο κομμάτι του κόσμου προσδωκούσε, ρητά ή άρρητα, ότι με τη μαζική και μαχητική του παρουσία στο δρόμο θα ανατρέψει τα μέτρα, ή και την κυβέρνηση την ίδια. Οι συμβολισμοί ήταν πανταχού παρόντες. Τα ελικόπτερα που θα φυγαδεύσουν τους βουλευτές, οι στημένες κρεμάλες (σε περίπτωση που δεν προλάβουν να φύγουν..), οι “μνήμες Αργεντινής”, το “να φύγουν όλοι”. Αυτήν είναι, εν τέλει, η κοινή συνισταμένη των βιωμάτων του κόσμου που κατέβηκε μαζικά στο δρόμο το προηγούμενο διάστημα: μια Μεγάλη Νύχτα που θα φέρει μια Νέα Μέρα. Κάθε φορά που τα μέτρα ψηφίζονταν, ο χρόνος της κοινωνικής δυσαρέσκειας μετρούσε αντίστροφα. Η απογοήτευση που συσσωρευόταν μετά από κάθε χαμένο ραντεβού οδηγούσε στο αδιέξοδο και έδειχνε τα όρια αυτών των κεντρικών ραντεβού. Δεν θέλουμε να απαξιώσουμε πολιτικά την έννοια της γενικής απεργίας, αλλά να καταδείξουμε τη χρεωκοπία της λογικής της Μεγάλης Νύχτας. Ο κύκλος κινητοποιήσεων αυτής της περιόδου και η προσδοκία της Μεγάλης Νύχτας περιέχουν, στην πραγματικότητα, μια λίγο-πολύ μαζική ερμηνεία για την καπιταλιστική κρίση: ότι η κρίση είναι ζήτημα κεντρικών αποφάσεων της πολιτικής εξουσίας. Εξηγούμαστε. Ένα μεγάλο κομμάτι του κόσμου που κατέβηκε στο δρόμο, υποβοηθούμενο φυσικά απ’ την αριστερή φιλολογία, αντιμετώπισε το ζήτημα των συνεπειών της καπιταλιστικής κρίσης στην καθημερινότητά του σαν ζήτημα κεντρικής πολιτικής απόφασης. Με λίγα λόγια, ότι το μπλοκάρισμα των μέτρων θα φέρει τέλος στην κρίση. Ότι αν η κυβέρνηση πιεστεί και δεν ψηφίσει τα μέτρα (ή αν πέσει και βρεθεί μια κυβέρνηση που δεν θέλει να τα ψηφίσει…), η κρίση θα εξαφανιστεί ως δια μαγείας. Έτσι, παρόλο που οι υλικές συνέπειες της καπιταλιστικής κρίσης γίνονταν όλο και σκληρότερες σε καθημερινό επίπεδο, η αντιμετώπισή τους παρέμενε (και παραμένει) αφηρημένη. Και κάθε φορά που η προσδοκία της Μεγάλης Νύχτας ακυρώνεται ή αναβάλλεται, τσακίζεται παράλληλα και το συλλογικό ηθικό των εκμεταλλευόμενων που κατεβαίνουν στο δρόμο ποντάροντας σ’ αυτήν. Η κρίση προφανώς και είναι ζήτημα πολιτικό. Είναι ζήτημα συνεχούς συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ των από πάνω και των από κάτω – είναι ζήτημα ταξικού πολέμου. Οι μάχες αυτού του πολέμου δίνονται καθημερινά στα πεδία της παραγωγής και της αναπαραγωγής, στους εργασιακούς χώρους και τις γειτονιές που φτιάχνονται κοινότητες αλληλεγγύης και αγώνα. Οι δυνατότητες που αναδύονται σ’ αυτά τα πεδία, εκεί που οι αγώνες γίνονται συγκεκριμένοι και εδράζονται στις καθημερινές ανάγκες, αναδεικνύουν τα όρια της γενικής απεργίας και θέτουν σε νέες βάσεις το ερώτημα της σύνδεσης των κοινωνικών αντιστάσεων.
Παρά την ύφεση των μεγάλων απεργιακών διαδηλώσεων, τους τελευταίους μήνες παρατηρούμε μια άνθιση των επί μέρους εργατικών αγώνων σε διάφορους εργασιακούς χώρους. Πολλοί απ’ αυτούς τους αγώνες ξεπηδούν σε χώρους με μικρή παράδοση αγωνιστικών κινητοποιήσεων, ενώ συχνά εμφανίζουν αυτόνομα πολιτικά χαρακτηριστικά. Παρότι αρκετές φορές ο κόσμος που συμμετέχει στους αγώνες αυτούς έχει λίγη ή καθόλου “κινηματική εμπειρία”, βλέπουμε να οργανώνονται από τα κάτω και να έχουν μαχητικό χαρακτήρα. Σε κάποιες περιπτώσεις οι εργαζόμενοι “εκτρέπουν” τα παραδοσιακά κλαδικά ή επιχειρησιακά σωματεία σε ριζοσπαστική κατεύθυνση, ενώ εκεί που τα σωματεία απουσιάζουν φτιάχνουν αυτόνομες δομές για να διεξάγουν τον αγώνα τους. Οι συνελεύσεις βάσης, οι συνεχόμενες απεργίες ή στάσεις εργασίας και οι καταλήψεις εμφανίζονται ακόμα και σε χώρους που η εξωντοτική, κακοπληρωμένη εκμετάλλευση των επισφαλών συνθηκών εργασίας δε σ’ αφήνουν να πάρεις ανάσα. Κατά το τελευταίο διάστημα τέτοιου τύπου αγώνες έχουν ξεπηδήσει σε διάφορα κάτεργα του ιδιωτικού τομέα (όπως η phonemarketing, η hol, το ikea ή το metropolis), σε δήμους ή περιφέρειες της χώρας (με κινητοποιήσεις τόσο των μόνιμων ή συμβασιούχων εργαζομένων στους δήμους όσο και των ενοικιαζόμενων από τις ΜΚΟ στα “προγράμματα κοινωφελούς εργασίας”), σε πανεπιστήμια (όπως ο αγώνας των εργολαβικών υπαλλήλων του ΑΠΘ ή οι κινητοποιήσεις των συμβασιούχων στο ΕΚΠΑ, το Πανεπιστήμιο Αιγαίου και αλλού) και σε εργοστασιακές μονάδες (με καταλήψεις εργοστασίων στη ΒΙΟΜΕΤ και τη Fintexport). Υποψιαζόμαστε ακόμα πως υπάρχουν κι άλλες τέτοιες “μικρές” εργατικές κόντρες που δεν τυχαίνει να φτάσουν στ’ αυτιά μας, καθώς πολύ συχνά η απουσία “πολιτικοποιημένων” αγωνιστών από αυτές τις κόντρες δεν διευκολύνει την μετάδοση της εμπειρίας τους στο κινηματικό ακροατήριο. Στο κέντρο των αγώνων αυτών μπαίνει συνήθως το ζήτημα του μισθού (με τη μορφή του αιτήματος καταβολής δεδουλευμένων ή της εναντίωσης στις μειώσεις μισθών), η ανάκληση ή αποτροπή των απολύσεων και η αντίσταση στην περαιτέρω εντατικοποίηση και επισφαλειοποίηση της εργασίας.
Με ποιον τρόπο σχετίζονται αυτές οι κινητοποιήσεις με τον γραφειοκρατικό συνδικαλισμό της ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ και κατ’ επέκταση με τα πανεργατικά καλέσματα; Η σχέση τους με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία τις περισσότερες είναι είτε τυπική είτε ανύπαρκτη. Θεωρούμε ότι ο παραδοσιακός συνδικαλισμός αδυνατεί ή δυσκολεύεται εξαιρετικά να μεσολαβήσει τους αγώνες αυτούς στην παρούσα φάση. Η πλειοψηφία του κόσμου που αγωνίζεται σ’ αυτούς τους εργασιακούς χώρους σπανίως περιμένει κάτι από τις ομοσπονδίες ή τη ΓΣΕΕ και σίγουρα δε νιώθει πως εκεί “εκπροσωπούνται” πραγματικά τα συμφέροντα και οι ανάγκες του. Για πολύ λίγο κόσμο αποτελούν πλέον πρακτικό σημείο αναφοράς οι δομές αυτές. Κανείς δεν τις έχει δει να στέκονται δίπλα του και να τον υπερασπίζονται, ενώ ακόμα και η πελατειακή λειτουργία τους καταρρέει καθώς, όσο βαθαίνει η καπιταλιστική κρίση, η συνδικαλιστική διαμεσολάβηση γίνεται όλο και πιο άχρηστη για τα αφεντικά. Στον ιδιωτικό τομέα και ιδιαίτερα στους χώρους της επισφάλειας, εκεί που τα νέα υποκείμενα αγώνα κουβαλάνε συχνά τις εμπειρίες του φοιτητικού κινήματος, του Δεκέμβρη και των πλατειών, ο γραφειοκρατικός συνδικαλισμός είναι όχι μόνο απαξιωμένος αλλά και πολιτικά απορριπτέος. Ακόμα και στην περίπτωση της ΠΟΕ-ΟΤΑ, όπου λόγω των εσωτερικών ανακατάξεων στη ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ έχει ανοίξει ένα προνομιακό πεδίο για τις επί μέρους συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες, σε κάποιους δήμους αναπτύχθηκαν πρακτικές που εν μέρει ξέφυγαν από τα προδιαγεγραμμένα “αγωνιστικά” πλαίσια των συνδικαλιστών.
Η χιλιοτραγουδισμένη φράση που συμπυκνώνει τα κομβικά προβλήματα των αγώνων αυτών είναι η “αδυναμία σύνδεσης”. Τι σημαίνει πρακτικά αυτή η αδυναμία σύνδεσης; Ποιες εσωτερικές αντιφάσεις των αγώνων αναδεικνύει; Για μας αυτή η αδυναμία σύνδεσης φωτίζεται από δύο επί μερους ζητήματα: της σύνδεσης των αγώνων μεταξύ τους και της σύνδεσης “παλιών” και “νέων” εργατικών υποκειμένων μέσα στους αγώνες. Όσον αφορά το πρώτο ζήτημα, ξέρουμε καλά ότι η ΓΣΕΕ αδυνατεί να αποτελέσει σημείο αναφοράς για τη σύνδεση των αγώνων και απλώς εκτονώνει την ανάγκη των αγωνιζόμενων υποκειμένων να συναντηθούν μεταξύ τους. Υπάρχει όμως η δυνατότητα αυτόνομου συντονισμού των αγώνων από τα κάτω; Μέχρι στιγμής έχουμε δει (και συμμετάσχει σε) αρκετούς εργατικούς αγώνες να ηττώνται απομονωμένοι και ανήμποροι να συνδεθούν με άλλα υποκείμενα, είτε στον κλάδο τους είτε σε άλλους χώρους – ακόμα κι αν την ίδια ακριβώς στιγμή πραγματοποιούνται κινητοποιήσεις δυο βήματα παραδίπλα. Το ανταγωνιστικό κίνημα, παρά τις καμπάνιες αλληλεγγύης που πραγματοποιεί για κάποιους επί μέρους αγώνες (π.χ. Χαλυβουργία και Phonemarketing), δεν φαίνεται να μπορεί να γίνει ο κόμβος που θα ενώσει τα αγωνιζόμενα υποκείμενα. Τα μέχρι στιγμής κινηματικά εγχειρήματα συντονισμού σε εργασιακούς χώρους σπανίως έχουν πετύχει να προχωρήσουν πέρα από τις διακηρύξεις τους. Άλλες φορές κατέληξαν συντονιστικά υπογραφών κενά περιεχομένου (και κατ’ επέκταση κενά από δράση), ενώ άλλες φορές χάθηκαν στους δαιδαλώδεις λαβύρινθους της ιδεολογίας και του πολιτικαντισμού. Σε κάθε περίπτωση όμως, το κίνημα δεν κατάφερε να αποτελέσει μια αξιόπιστη πολιτική δύναμη που θα θέσει το ζήτημα του αυτόνομου συντονισμού των εργατικών αγώνων. Το δεύτερο σκέλος της αδυναμίας σύνδεσης αφορά τη σχέση “παλιών” και “νέων” υποκειμένων μέσα στους ίδιους εργασιακούς χώρους, ή ακόμα και μέσα στον ίδιο αγώνα. Πρόκειται για ένα κομβικό, κατά τη γνώμη μας, ζήτημα και μια σημαντική πηγή αντιφάσεων των σημερινών αγώνων. Λέγοντας “παλιά” και “νέα” υποκείμενα αναφερόμαστε στις φιγούρες εργαζομένων που δουλεύουν δίπλα-δίπλα, αλλά η καθεμιά αντιστοιχούσε, τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα, σε μια διαφορετική εργασιακή ρύθμιση, αντιμετωπίζει με διαφορετικό τρόπο τα ζητήματα επιβίωσης και είναι συνηθισμένη σε διαφορετικές μορφές αγώνα. Ας πάρουμε για παράδειγμα τις κινητοποιήσεις στους δήμους. Απ’ τη μια πλευρά έχουμε τους μόνιμους εργαζόμενους των δήμων, οι οποίοι από το καθεστώς σταθερής εργασίας βρίσκονται τώρα, με πετσοκομμένους μισθούς, μετέωροι μεταξύ διαθεσιμότητας και απόλυσης και κινητοποιούνται, κατά κύριο λόγο, μέσω των παραδοσιακών σωματείων τους. Απ’ την άλλη πλευρά έχουμε τους εργαζόμενους στην κοινωφελή εργασία, την ενοικιαζόμενη εργατική δύναμη που κινείται μεταξύ ανεργίας και επισφάλειας και η οποία αγωνίζεται, μέσω διαδικασιών βάσης, ενάντια στην καθυστέρηση ή μη-καταβολή του μισθού και τις εντατικοποιημένες εργασικές συνθήκες. Παρόλο που και τα δύο υποκείμενα βρίσκονται σε κινητοποιήσεις συνυπάρχοντας στους ίδιους χώρους εργασίας, οι δυσκολίες να συναντηθούν μεταξύ τους είναι μεγάλες. Αντίστοιχο πάνω-κάτω σκηνικό συναντούμε στους αγώνες στα πανεπιστήμια. Οι εργαζόμενοι εργολαβικών εταιριών και οι συμβασιούχοι που βρίσκονται σε δυναμικές κινητοποιήσεις δεν φαίνεται μέχρι στιγμής να μπορούν να συνδεθουν αποτελεσματικά με τα φοιτητικά υποκείμενα που παραδοσιακά κινητοποιούνταν μέσα στο πανεπιστήμιο. Το να ερμηνεύσουμε τα αίτια αυτής της αδυναμίας σύνδεσης και να βρούμε τα πολιτικά περιεχόμενα και τις οργανωτικές μορφές που θα μας ενώσουν είναι ένα απ’ τα πιο βασικά (και επίπονα) κινηματικά καθήκοντα αυτής της περιόδου.
Μέσα στο κινηματικό αυτό περιβάλλον αναδύεται το εξής ερώτημα: Μπορούν να είναι αποτελεσματικοί οι επί μέρους αγώνες; Μπορούν να δώσουν πραγματικές μάχες και να τις κερδίσουν; Χρειάζονται μια κεντρική πολιτική στρατηγική για να νικήσουν; Δεν μπορούμε να απαντήσουμε με απόλυτο τρόπο. Έχουμε δεί επί μέρους, “μικρούς”, αγώνες να κερδίζουν και τους έχουμε δεί να χάνουν. Παρόλο που η αδυναμία σύνδεσης και χάραξης κοινής στρατηγικής είναι δεδομένη, οι αγώνες συνεχίζουν να ξεσπούν εδώ κι εκεί. Ένα τμήμα της αριστεράς (κυρίως η εξωκοινοβουλευτική) προσπαθεί να “ενοποιήσει” αφηρημένα τους αγώνες πετώντας στο τραπέζι την ατζέντα του αντι-μνημονίου. Ένα άλλο τμήμα της (ο ΣΥΡΙΖΑ) προχωράει αυτή τη λογική ακόμα παρά πέρα: ότι η μόνη προοπτική της αντι-μνημονιακής “ενοποίησης” είναι η ανατροπή της κυβέρνησης μέσα από τις εκλογές. Κινηματική στρατηγική όμως σημαίνει κάτι περισσότερο από κομματικό καπέλωμα (ή συλλογή σφραγίδων) και σίγουρα κάτι αντιθετικό προς το σπρώξιμο του κινήματος στις κάλπες. Αν θέλουμε να θέσουμε με υλικούς όρους το ζήτημα της στρατηγικής, θα πρέπει να διερευνήσουμε τις δυνατότητες σύνδεσης μεταξύ των διαφορετικών πεδίων αγώνα.
Ας δούμε τώρα τον τρόπο που δημιουργούνται οι κοινότητες αγώνα στο πεδίο που συναντιούνται η παραγωγή και η αναπαραγωγή, στην καθημερινότητα των γειτονιών. Τα τελευταία χρόνια οι συνελεύσεις γειτονιάς είναι το ζωντανότερο κυτταρο του κινήματος. Γεννήθηκαν μέσα από την εξέγερση του Δεκέμβρη και τους αγώνες για ελεύθερους χώρους, πολλαπλασιάστηκαν και μαζικοποιήθηκαν μέσα από το Σύνταγμα και τις πλατείες. Πέρα από τον ρόλο που έπαιξαν στις κεντρικές πολιτικές αντιπαραθέσεις στο δρόμο, έχουν θέσει, δημιουργώντας δομές αλληλεγγύης και αγώνα, ένα σύνολο ζητημάτων γύρω απ’ την κοινωνική αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης: στέγαση, τροφή, περίθαλψη, ηλεκτρικό ρεύμα, συγκοινωνίες. Μέσα από αυτήν τους τη διαδρομή έχουν καταφέρει μια σειρά από πράγματα που έχουν δώσει σημαντική ώθηση στο ανταγωνιστικό κίνημα. Πρώτα απ’ όλα σταθεροποιήθηκαν δομές παρέμβασης και αγώνα σε πάρα πολλές γειτονιές, κάτι που έδωσε ευκαιρία σε πολύ καινούριο κόσμο να αποκτήσει κινηματικά βιώματα. Η δυναμική που αναπτύχθηκε στις γειτονιές αυτές έγινε πιο στοχευμένη όταν κατάφερε να θέσει με συγκεκριμένους όρους το ζήτημα των καθημερινών αναγκών. Δυο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι ο αγώνας ενάντια στο χαράτσι της ΔΕΗ (τόσο με τις δυναμικές κινητοποιήσεις στα κτίρια της ΔΕΗ όσο και με τα δίκτυα επανασύνδεσης κομμένου ρεύματος) και η σταθεροποίηση/αναβάθμιση των κινηματικών δομών αλληλοβοήθειας (οι συλλογικές κουζίνες, τα κοινωνικά ιατρεία, τα χαριστικά-ανταλλακτικά παζάρια).
Η πορεία των κοινοτήτων αγώνα στις γειτονιές έχει φυσικά τις δικές της αντιφάσεις. Τους τελευταίους μήνες, και σε συνάρτηση με την ύφεση των κεντρικών κινητοποιήσεων, αρκετός κόσμος απογοητεύτηκε με αποτέλεσμα κάποιες συνελεύσεις να απομαζικοποιηθούν, ενώ κάποιες άλλες διαλύθηκαν εντελώς ή βρίσκονται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Πού οφείλεται όμως η απογοήτευση του “μη-πολιτικοποιημένου κόσμου”; Θεωρούμε ότι απ’ τη μία οι συνελεύσεις δεν κατάφεραν να απαντήσουν με πρακτικούς όρους στα ζητήματα των αναγκών, ενώ απ’ την άλλη αυτός ο κόσμος, επειδή είχε συνηθίσει στην ανάθεση και δεν έχει διαπαιδαγωγηθεί στην ενεργό συμμετοχή σε διαδικασίες αγώνα, έχασε γρήγορα την εμπιστοσύνη του στις συνελεύσεις. Το ότι στις περισσότερες γειτονιές έχουν μείνει λίγο-πολύ μόνο οι “πολιτικοποιημένοι”, έχει επαναφέρει μια σειρά από πολιτικές παθογένειες εντός των συνελεύσεων. Είτε αφορούν την επαναφορά των πολιτικών ταυτοτήτων και των ιδεολογικού τύπου περιχαρακώσεων, είτε αφορούν την επιστροφή σε πιο παραδοσιακές μορφές πολιτικής δουλειάς (π.χ. περισσότερη έμφαση στην προπαγάνδα και τον ακτιβισμό παρά στη δημιουργία σχέσεων αλληλεγγύης και αγώνα), οι παθογένειες αυτές αναδεικνύουν την αδυναμία πολλών συνελεύσεων γειτονιάς να απαντήσουν αποτελεσματικά στα συγκεκριμένα πρακτικά προβλήματα που αντιμετωπίζουμε λόγω του βαθέματος της καπιταλιστικής κρίσης – τη στιγμή μάλιστα που η εντεινόμενη φτωχοποίηση αγγίζει όλο και περισσότερο το εσωτερικό των συνελεύσεων δυσχαιρένοντας τη δημιουργία σταθερών δομών αλληλοβοήθειας στις γειτονιές. Η δημιουργία τέτοιων δομών, παρότι δύσκολη, συνεχίζει να θέτει με στοχευμένους όρους το ζήτημα της ικανοποίησης συγκεκριμένων κοινωνικών αναγκών. Πρέπει να αναγνωρίσουμε όμως ότι οι δομές αλληλοβοήθειας έχουν κι αυτές τα δικά τους όρια, τα οποία θα βρούμε μπροστά μας σαν ανταγωνιστικό κίνημα. Καθώς το κράτος αποσύρεται όλο και περισσότερο από τη διαχείριση της κοινωνικής αναπαρωγής διαλύοντας τις δομές πρόνοιας και πετώντας όσους και όσες περισσέυουν στο περιθώριο, αφήνει πίσω του ένα κενό τεράστιο. Πιστεύουμε ότι αυτό το κενό ούτε μπορούν ούτε πρέπει να προσπαθήσουν να το καλύψουν οι συνελεύσεις γειτονιάς, λειτουργώντας σαν ένα κινηματικό “κράτος πρόνοιας”. Όσο η κρίση βαθαίνει και οι συνθήκες ζωής δυσχαιρένουν ακόμα περισσότερο, προκύπτει το ερώτημα αν οι ίδιες οι δομές αλληλεγγύης μπορούν να γίνουν βιώσιμες χωρίς να επαναφέρουν το ζήτημα της διεκδίκησης. Μπορούν οι συλλογικές κουζίνες να απαντήσουν στις αυξανόμενες τιμές των σούπερ-μάρκετ; Μπορούν τα δίκτυα επανασύνδεσης ρεύματος να απαντήσουν στην αύξηση των τιμολογίων της ΔΕΗ; Μπορούν τα κοινωνικά ιατρεία να απαντήσουν στο κλείσιμο των νοσοκομείων; Αυτήν τη στιγμή οι δομές αλληλεγγύης είναι συγκροτητικό στοιχείο των κοινοτήτων αγώνα στις γειτονιές και σημαντικό πολιτικό εργαλείο στα χέρια τους για να έρθουν σε επαφή με τους υπόλοιπους εκμεταλλευόμενους και καταπιεζόμενους. Αν δεν συνδυαστεί η αλληλοβοήθεια με την διεκδίκηση, οι δομές αυτές κινδυνεύουν να γίνουν πεδίο μοιράσματος της εξαθλίωσής μας – μια αυτοδιαχείριση της φτώχειας.
Πώς απαντάμε λοιπόν στο ζήτημα της στρατηγικής; Όπως γράφουμε και στην αρχή αυτού του κειμένου, τα συμπεράσματά μας είναι προσωρινά. Προκύπτουν από τη συμμετοχή μας στο κίνημα και τις απαντήσεις που καλούμαστε να δώσουμε στα προβλήματα που αντιμετωπίζει αυτή τη στιγμή. Αναζητούμε το ξεπέρασμα της ύφεσης των κεντρικών κινηματικών δραστηριοτήτων (και την απογοήτευση που αυτή προκαλεί) στην κυκλοφορία και σύνδεση των αγώνων στην εργασία και την κοινωνική αναπαραγωγή. Οι δυνατότητες αυτής της σύνδεσης προκύπτουν από τα πεδία σύγκρουσης όπου ξεσπούν και ξεδιπλώνονται οι ίδιοι οι αγώνες. Δηλαδή από τις πραγματικές ανάγκες των ίδιων των αγωνιζόμενων και τις κινηματικές προτεραιότητες που προκύπτουν από αυτές. Πρώτον, τον αγώνα ενάντια στις απολύσεις και τη στάση πληρωμών που έχουν κηρύξει τα αφεντικά στους εργαζόμενους – δηλαδή το ζήτημα του μισθού. Δεύτερον, την αντίσταση στις νέες μορφές διαχείρισης, πειθάρχησης και κατακερματισμού της εργατικής δύναμης, εκεί που ανεργία τέμνεται με την επισφάλεια. Τρίτον, τη δημιουργία κοινοτήτων αγώνα και αλληλεγγύης στο πεδίο της κοινωνικής αναπαραγωγής, είτε με τη μορφή της διεκδίκησης, είτε με τη μορφή της αλληλοβοήθειας.
Το κοινωνικό περιβάλλον της καπιταλιστικής κρίσης είναι τόσο ρευστό όσο και βίαιο. Το ανταγωνιστικό κίνημα, περνώντας μέσα από τις συμπληγάδες της εξαθλίωσης και της καταστολής, καλείται να αντιμετωπίσει ζητήματα και να αναλάβει καθήκοντα τα οποία δεν είναι προετοιμασμένο να εκπληρώσει. Ο Γιόζεφ Ροτ, στο μυθιστόρημά του Ο Βουβός Προφήτης, γράφει ότι “μοιάζουμε μ’ εκείνον που δεν ξέρει κολύμπι κι ωστόσο πέφτει στη θάλασσα να σώσει κάποιον που πνίγεται. Όμως δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα άλλο παρά να πέσουμε. Καμιά φορά τον βοηθάμε, τις περισσότερες φορές όμως πάμε κι οι δύο στο βυθό. Και δεν είναι γνωστό αν την τελευταία στιγμή αισθάνεσαι κάποια ευτυχία ή αντίθετα μια πικραμένη αγανάκτηση”. Η νίκη μας δεν είναι προεξοφλημένη – ούτε όμως και η ήττα μας.
* * *
Παραπάνω, καταπιαστήκαμε με την κριτική στη λογική της «Μεγάλης Νύχτας» των γενικών απεργιών, μην αναγνωρίζοντας τα καλέσματα της ΓΣΕΕ ως το έδαφος σύνδεσης των αγώνων της τάξης μας. Η συνέχεια αυτής της κριτικής ψάχνει τις αντικειμενικές δυνατότητες και αδυναμίες σύνδεσης των διάσπαρτων αγώνων, τις ενυπάρχουσες σ’ αυτούς τάσεις να ξεπεραστεί η πολυδιάσπαση που τους χαρακτηρίζει, όπως και τα εμπόδια που συναντάν μπροστά τους τέτοιες προσπάθειες. Θα προσπαθήσουμε οπότε να ορίσουμε το τι εννοούμε ως σύνδεση των αγώνων, μιλώντας συγκεκριμένα και έχοντας ως πυξίδα τους αγώνες που συμμετέχουμε ή γνωρίζουμε μέσα από εμπειρίες συντρόφων. Τονίζοντας ότι αποτελούμε κομμάτι κάποιων μορφωμάτων στα οποία ασκούμε κριτική, αρά αυτή η κριτική στον ένα ή τον άλλο βαθμό αφορά κι εμάς.
Από τη «Μεγάλη Νύχτα» των πλατειών στη «μακριά νύχτα» της ιδεολογίας
Δυο χρόνια πριν, το κίνημα των πλατειών δοκίμασε μια κεντρικού τύπου σύνδεση αγωνιστικών υποκειμένων που αντιπαρατίθονταν με τη γενικότερη αναδιαρθρωτική πολιτική του ελληνικού κράτους. Η κίνηση αυτή επιχείρησε το ξεπέρασμα του συρσίματος πίσω από τις εκτονωτικές τακτικές των γενικών απεργιών της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και των κομμάτων, θέτοντας με αντιφατικό τρόπο τους δικούς της σταθερούς χώρους και χρόνους αντιπαράθεσης: Πολλά μερόνυχτα κατάληψης των κέντρων των πόλεων και «δε φεύγουμε, αν δε φύγετε». Πριν την τελική μας εκδίωξη από τις μονάδες καταστολής, στο εσωτερικό του κινήματος των πλατειών είχε αναδειχθεί μια –όχι αναγκαστικά ρητή– διχογνωμία: Επικεντρώνουμε τις δυνάμεις μας στο πολιτικό κέντρο της αντιπαράθεσης (στο Σύνταγμα, στο μεσοπρόθεσμο, στο «Μπουρδέλο, να καεί», στην πολιτική ελίτ) ή τις ξεδιπλώνουμε σε κάθε σημείο της καθημερινότητας μας που πλήττεται από την καπιταλιστική αναδιάρθρωση; Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η πρώτη αντίληψη έβαζε μπροστά τη σημασία της δημιουργίας μιας κεντρικής πολιτικής σύγκρουσης για να μπλοκαριστεί η μνημονιακή πολιτική: Αν μαζεύουμε συνέχεια ήττες και η αναδιάρθρωση περνάει από πάνω μας, επικρατεί το «ο σώζων εαυτώ σωθήτω» και η αίσθηση συλλογικής αδυναμίας που βιώνουμε πράγματι μετά την ήττα (τώρα). Από την άλλη, αυτή η λογική έφερνε ξανά στην επιφάνεια την προβληματική της «Μεγάλης Νύχτας» που θα ενώσει τον «λαό» απέναντι στους «προδότες» που θα φύγουν με τα ελικόπτερα. Αυτή η κατάφαση στην εθνική ενότητα θεωρούμε ότι πατάει πάνω στην υπαρκτή αδυναμία της τάξης μας να αντιληφθεί τον εαυτό της ως τάξη μέσα από την εμπειρία των αγώνων της.
Η δεύτερη αντίληψη αντίθετα δεν αναγνώριζε στο διαταξικό («εθνολαϊκό») κεντρικό πολιτικό το συνδετικό στοιχείο της τάξης των (ντόπιων) εκμεταλλευόμενων. Το αναγνώριζε στην κοινότητα εμπειριών, λόγων και πρακτικών που αναδείχθηκε από το πλήθος των εκμεταλλευόμενων που συνέρεε στις πλατείες. Αυτές οι κοινότητες αγώνα επιχειρήθηκε να αποκεντρωθούν, να αναζητήσουν συμμέτοχους, να διαχυθούν στα εδάφη της καθημερινής εκμετάλλευσης μας, στους χώρους εργασίας, στις γειτονίες και στους δρόμους που κυκλοφορούμε. Προσοχή «διάχυση», όχι απομόνωση. Σύνδεση δηλαδή των αγώνων στην βάση των καθημερινών δυνατοτήτων και προβλημάτων των πραγματικών σχέσεων των εκμεταλλευόμενων κι όχι σε ένα κεντρικό στρατηγικό επίπεδο που κυριαρχεί ιδεολογικά και στρατιωτικά ο εχθρός. Η διάχυση αυτή δοκιμάζεται μετά τις πλατείες, μετά την ήττα της πρώτης αντίληψης. Το πλήθος των υπαρκτών συλλογικοποιήσεων, συνελεύσεων, χώρων αγώνα, απεργιών, δομών αυτοοργάνωσης και αλληλοβοήθειας παντού γύρω μας δεν επιτρέπει σε κανέναν να υποστηρίζει ότι «δεν κινείται τίποτα».
Αυτό που φαίνεται να μην κινείται προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση είναι η στρατηγική σύνδεσης των αγώνων στο κενό που υπάρχει μετά την αποτυχία της «Μεγάλης Νύχτας» των γενικών απεργιών και των πλατειών. Είμαστε οπότε καταδικασμένοι να υποστούμε τη «μακριά νύχτα» της ιδεολογίας που κυριαρχεί σε περιόδους προσωρινής ύφεσης των κινημάτων των εκμεταλλευομένων, στην οπισθοχώρηση τους πριν προχωρήσουν ένα βήμα παραπέρα την υπόθεση της χειραφέτησης τους. Είναι σύνηθες σε τέτοιες μίζερες περιόδους να εμφανίζονται φαντάσματα του παρελθόντος (βλ. ανιστορικές συγκρίσεις με ελληνικό/ισπανικό εμφύλιο), στρατηγοί χωρίς στρατό ή μεγαλειώδη πλάνα οργάνωσης ενός πολέμου ερήμην των πολεμιστών, όπως και ο βολονταρισμός του να «ανοίξει ο διακόπτης» του κινήματος με «κομματικά κλικ» (βλ. την επανάληψη των καλεσμάτων στο Σύνταγμα τον Μάρτιο που μας πέρασε). Αυτά τα φαινόμενα, παρ’ όλο που υποστηρίζουν ότι επιχειρούν την ενοποίηση κατακερματισμένων αγώνων, για μας είναι περισσότερο συμπτώματα της αδυναμίας σύνδεσής τους. Θα επανέλθουμε, αφού επιχειρήσουμε να βάλουμε το δάχτυλο στη βασική πληγή του ζητήματος: Την ίδια την αντικειμενική κατάσταση πολυδιάσπασης της τάξης μας, την ποσότητα και την ποιότητα των κοινοτήτων αγώνα, την επιθυμία ή μη σύνδεσης αυτών και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στην προσπάθεια η επιθυμία να γίνει πραγματικότητα.
Αδυναμίες σύνδεσης αγώνων σε εργασιακούς χώρους και γειτονιές
Ξεκινάμε από μια παράδοση του ανταγωνισμού που υποστηρίζει χρόνια τώρα ότι η πολιτική δεν είναι διαχωρισμένη από την καθημερινή μας εμπειρία και δράση. Π.χ. κάθε μισθολογική ή μη κόντρα στην εργασία μας δεν είναι ένα ζήτημα σύγκρουσης ατομικών συμφερόντων μεταξύ δυο «ίσων απέναντι στο νόμο πολιτών» (εργοδότη κι εργαζόμενου), αλλά μια πολιτική σύγκρουση γύρω από την εξουσία του κεφαλαίου επί της παραγωγικής διαδικασίας. Αλλά και πέρα από την παραγωγή υπεραξίας, οι συνθήκες ζωής και οι προσωπικές σχέσεις μεταξύ των εργατών, των ανέργων, των νοικοκυρών, των εκπαιδευόμενων, των μεταναστών, οπότε κι οι αγώνες όλων αυτών στον τομέα της αναπαραγωγής, παίζουν καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση πολιτικών αντιλήψεων. Εκεί λοιπόν, πρέπει να αναζητήσουμε τις δυνατότητες πολιτικής σύνδεσης των επιμέρους αγώνων. Στα οριζόμενα από το κεφάλαιο και την αντίσταση των προλετάριων χαρακτηριστικά των χωροχρόνων της εκμετάλλευσης, όπου γεννιούνται κοινότητες αγώνα, αλλά και διαχωρισμοί ανάμεσα στους εκμεταλλευόμενους. Και μάλιστα υποστηρίζουμε ότι στο ζήτημα της σύνδεσης των αγώνων η υποκειμενική πλευρά της αντίστασης των εκμεταλλευόμενων βαραίνει περισσότερο σε σχέση με την φαινομενική ενοποιητική διάσταση της συνολικής επίθεσης των αφεντικών σε μικροαστικά και μισθωτά στρώματα. Δε θέλουμε να ενωθούμε δηλαδή σε ένα αφηρημένο κεντρικό επίπεδο που καθορίζει η πολιτική στρατηγική των αφεντικών, αλλά βάσει των πραγματικών σχέσεων αγώνα που χτίζουμε κάθε μέρα εδώ.
Τι συνεπάγεται αυτή η θέση στο σήμερα; Ας πιάσουμε ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι των εκμεταλλευόμενων ντόπιων μισθωτών. Τους εργαζόμενους/συνταξιούχους του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Τα τελευταία 3 χρόνια δέχονται μια τεράστια επίθεση στην αξία της εργατικής τους δύναμης. Απέναντι σε αυτήν την επίθεση έχουν αντιτάξει ένα σύνολο επιμέρους αγώνων, κλαδικών απεργιών (μονοήμερων, 48ωρων ή και διαρκείας), όπως και την συμμετοχή μεγάλου κομματιού αυτών στο κίνημα των πλατειών. Πέρα όμως από τις γενικές απεργίες και τις πλατείες, οι στιγμές που είδαμε επιμέρους κατηγορίες μισθωτών του δημόσιου να συνδέονται σε κοινές διαδικασίες αγώνα είναι μετρημένες στα δάχτυλα. Πώς μπορεί άλλωστε η επίθεση των αφεντικών να λειτουργήσει από μόνη της ενοποιητικά, όταν όλες τις προηγούμενες δεκαετίες είχε ρυθμιστεί από το κράτος-εργοδότη ένα καθεστώς ενσωμάτωσης του εργατικού ανταγωνισμού σε πελατειακά/συντεχνιακά πλαίσια; Όταν ο κρατικοδίαιτος συνδικαλισμός έπαιζε ρόλο ρυθμιστή και η βάση, γενικά, δε «δάγκωνε το χέρι που την τάιζε»;
Τι γίνεται λοιπόν όταν το πολιτικό προσωπικό διατρανώνει πλέον ότι γράφει στα παλαιότερα των υποδημάτων του την προηγούμενη ρύθμιση και καταφέρνει να ανταπεξέλθει στο εκλογικό κόστος; Βλέπουμε, στις καλύτερες των περιπτώσεων, ότι ξεσπάνε απεργίες διαρκείας σε τομείς με σημαντικό οικονομικό κόστος για την κυκλοφορία του κεφαλαίου, εκεί όπου ταυτόχρονα τυχαίνει να ηγούνται εργατοπατέρες μη ελέγξιμοι από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΠΑΣΚΕ-ΔΑΚΕ (π.χ. εργαζόμενοι Μετρό). Πoια είναι όμως τα όπλα των απεργών, όταν το κράτος διατρανώνει ότι κάθε απεργία με κόστος θα καταστέλλεται βάσει στρατιωτικού νόμου; Πρώτον, η αποφασιστικότητα των απεργών να τραβήξουν τη σύγκρουση στα άκρα επιδεικνύοντας χαρακτηριστικά αποφασισμένης κοινότητας αγώνα, δεύτερον, η δυνατότητα να εξαπλώσουν τον αγώνα πρωτίστως σε κατηγορίες μισθωτών με παρεμφερή εργασιακά χαρακτηριστικά (π.χ. εργαζόμενοι ΟΑΣΑ). Το πρώτο απλά δε συμβαίνει λόγω των χαρακτηριστικών των απεργιών στο δημόσιο που έχουν κυριαρχήσει: αποχή από την εργασία με ταυτόχρονο μεγάλο ποσοστό δήλωσης αδειών, έλλειψη διαδικασιών βάσης και αγωνιστικής ζύμωσης, ανάθεση του αγώνα στους εργατοπατέρες που μεταφέρουν τη σύγκρουση σε ένα θεαματικό/βερμπαλιστικό επίπεδο κι όταν σκάνε τα ΕΚΑΜ τρέχουν να κρυφτούν σε πορτ-μπαγκαζ. Ακόμα κι εκεί που ψηλαφείται το ενδεχόμενο μια πραγματικής (και άρα άγριας) απεργίας, όπως στους εκπαιδευτικούς, πάλι, όλα αφήνονται στα χέρια των εργατοπατέρων. Το δεύτερο έχει, επίσης, υπονομευτεί από τον συντεχνιασμό που έχει καλλιεργηθεί τόσα χρόνια στη βάση της πελατειακής ρύθμισης κράτους-εργατοπατέρων-εργατικής βάσης. Είδαμε βέβαια τους εργαζόμενους στον ΟΑΣΑ να προχωρούν σε απεργία μετά την επιστράτευση των εργαζόμενων του μετρό, σημάδι ότι λειτουργούν μοριακά διαθέσεις ξεπεράσματος του συντεχνιασμού, που όμως αδυνατούν να καλύψουν το τεράστιο κενό της έλλειψης μορφών και κουλτούρας αυτόνομου αγώνα.
Αν αυτή είναι σε γενικές γραμμές η παρούσα κατάσταση του επιπέδου σύνδεσης των αγώνων στο δημόσιο τομέα, πόσο ρεαλιστική μπορούμε να θεωρούμε τη δυνατότητα σύνδεσης των αγώνων ανάμεσα σε μισθωτούς του δημοσίου τομέα και του ιδιωτικού και, ακόμα παραπέρα, των αγώνων των εργαζόμενων με σταθερούς όρους εργασίας και των αγώνων των επισφαλών/ανέργων/προσωρινών εργαζομένων; Ανάμεσα στις δυο πρώτες κατηγορίες υπάρχει το –πλέον καταργούμενο– ενοποιητικό στοιχείο της ρυθμιζόμενης μισθωτής εργασίας βάσει συλλογικών συμβάσεων και μια άβυσσος διαχωρισμών: είτε λόγω της πελατειακής ρύθμισης, που δεν απολαμβάνουν οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα, είτε λόγω της έλλειψης μορφών αγώνων που να ενοποιούν τους παρόχους και τους χρήστες δημόσιων υπηρεσιών (π.χ. απεργία στα μετρό με ταυτόχρονη δωρεάν μετακίνηση των επιβατών).
Έπειτα, στους ιδιωτικούς υπαλλήλους η συντεχνιακή λογική παίρνει πολλές φορές τη μορφή της πρόσδεσης στα συμφέροντα της επιχείρησης: «Ας δεχτούμε τη μείωση μισθών, τις ατομικές συμβάσεις, την καθυστέρηση πληρωμών, αρκεί να μην κλείσει η επιχείρηση». Ακόμα και εργαζόμενοι στον ίδιο εργοδότη πολλές φορές λειτουργούν στη λογική των εσωτερικών διαχωρισμών και του «ο θάνατος σου η ζωή μου», με κορυφαίο παράδειγμα τη στάση των –περισσότερο υποτιμημένων στην ίδια επιχείρηση– εργαζόμενων στη Χαλυβουργία Βόλου απέναντι στην απεργία των συναδέλφων τους στον Ασπρόπυργο. Βλέπουμε, βέβαια, να ξεσπάνε και αυθόρμητες, «από τα κάτω» απεργίες σε μαζικούς εργασιακούς χώρους όπως στα ΙΚΕΑ, όπου εκλείπει όμως, πλήρως, η παράδοση συνδικαλιστικών κινητοποιήσεων που μπορούν να στήσουν σταθερά αναχώματα στην εργοδοτική τρομοκρατία που εξαπολύεται. Τέλος, στις περιπτώσεις των «λουκέτων» και των αγώνων για τα δεδουλευμένα, παρατηρούμε είτε οι αγώνες να περιορίζονται σε ένα καθαρά θεσμικό/δικαστικό επίπεδο μειωμένης αποτελεσματικότητας, είτε να επικρατούν πάλι συντεχνιακές λογικές «επιχειρησιακής αυτοδιαχείρισης», π.χ. Ελευθεροτυπία. Διακρίνουμε όμως και μια άλλη τάση: Καταλήψεις μέσων παραγωγής (π.χ. Άλτερ, ΒΙΟ.ΜΕΤ.) όπου μπαίνει σε μοριακό επίπεδο το ζήτημα της σύνδεσης των αγώνων, όπως και συναντήσεις απλήρωτων/απολυμένων σε κοινές διαδικασίες αγώνα (βλ. περίπτωση «Μετρόπολις» και «Λυμπέρη»).
Όσον αφορά το «νέο» υποκείμενο των επισφαλών/ωφελούμενων»/ανέργων/προσωρινών, η δυνατότητα της αντίληψης μιας κοινότητας συμφερόντων με τους εργαζόμενους με σταθερούς όρους εργασίας συναντά μπροστά της το κάθετο τείχος του αποκλεισμού τους από τη ρυθμιζόμενη σταθερή εργασία των συλλογικών συμβάσεων. Πολλές φορές ο συντεχνιακός αποκλεισμός και η ανοχή στη μισθολογική υποτίμηση της πρώτης κατηγορίας αποτελεί και επιλογή των συνδικάτων των μονίμων, έτσι ώστε να διατηρηθούν μισθολογικά προνόμια (π.χ. στα ΕΛΤΑ οι 8μηνοι συμβασιούχοι αμείβονται με τον κατώτατο των 490 ευρώ της ΓΣΕΕ, μετά από «υποχώρηση» της Π.Ο.Σ.Τ.-ΕΛΤΑ έτσι ώστε να διατηρηθεί η κλαδική σύμβαση των μονίμων στα ίδια μισθολογικά επίπεδα), για να μην επεκταθούμε στην εργοδοτική θέση της ΓΣΕΕ απέναντι σε δεκάδες χιλιάδες «ωφελούμενους» για 5μηνες στα κοινωφελή προγράμματα. Στα τελευταία, είδαμε από την άλλη και απεργίες «ωφελούμενων» για τα καθυστερούμενα δεδουλευμένα που γίνονταν με την εργαλειακή κάλυψη των αγωνιστικών συνδικάτων των μονίμων, όπως είδαμε π.χ. τους μόνιμους της ΕΛ.ΣΤΑΤ. πέρυσι να διαμαρτύρονται όταν καλέστηκαν τα ΜΑΤ απέναντι στους απογραφείς. Αυτού του είδους η χρήσιμη συνδικαλιστική κάλυψη απέχει, βέβαια, χιλιόμετρα από το να δημιουργεί πραγματικές δυνατότητες αλληλεπίδρασης και σύνδεσης των δυο διαφορετικών υποκειμένων.
Στην περίπτωση των κοινωφελών αναδύθηκαν επίσης επιμέρους κοινότητες αγώνα για τα δεδουλευμένα που λειτουργούσαν στη βάση της αντίληψης ότι είμαστε «εργαζόμενοι που καλύπτουμε πάγιες ανάγκες του Δήμου/νοσοκομείου» κι όχι «είμαστε 5μηνοι ανακυκλώσιμοι άνεργοι σε δημόσιες υπηρεσίες ανά την Ελλάδα». Είναι ευνόητο ότι η προσωρινότητα στην εργασία λειτουργεί de facto αποτρεπτικά στη δυνατότητα χτισίματος/σύνδεσης μόνιμων κοινοτήτων αγώνα. Για παράδειγμα, ένας εργαζόμενος στα τηλεφωνικά κάτεργα της «Ώθησης» που αρνείται τον εξαναγκασμό να κλείνει κάθε μέρα Χ συμβόλαια για την εταιρεία (όπως ο σύντροφος Ν.Π.), δύσκολα θα βρει συμμάχους είτε σε όσους αντέχουν την αλλοτρίωση για λίγο και φεύγουν για αλλού, είτε σε όσους έχουν καταφέρει να μείνουν για μεγάλο χρονικό διάστημα ενσωματώνοντας την πειθάρχηση του συγκεκριμένου εργασιακού καθεστώτος. Γενικά, οι νέες εργασιακές σχέσεις και η εξατομίκευση που επιφέρουν, γεννούν ακόμα μεγαλύτερα ζητήματα κατακερματισμού της σύγχρονης εργατικής τάξης. Τέλος, τα πανεπιστήμια, ως μαζικοί χώροι συγκέντρωσης/διαμόρφωσης του νέου υποκειμένου, παραμένουν εγκλωβισμένοι στα συντεχνιακά περιεχόμενα και τις ξεφτισμένες μορφές των παραδοσιακών αγώνων γύρω από το πτυχίο και τα «κεκτημένα» (βλ. κινητοποιήσεις για το «σχέδιο Αθηνά»), σε πλήρη αναντιστοιχία με τη σύγχρονη εργασιακή πραγματικότητα που ακολουθεί/συνοδεύει την αυξανόμενη εντατικοποίηση των σπουδών.
Αν τα χαρακτηριστικά της εργασίας σήμερα καθιστούν ολοένα και πιο δύσκολη τη συνδικαλιστική οργάνωση/σύνδεση, τί γίνεται στο έδαφος της αναπαραγωγής που εκλείπουν τέτοιες αντικειμενικές δυσκολίες, στις συνελεύσεις των εκμεταλλευόμενων στις γειτονιές; Στο μέτωπο της άρνησης πληρωμών, παρά τις φιλότιμες αγωνιστικές προσπάθειες, δύσκολα σπάει η λογική της ανάθεσης (π.χ. σε ειδικούς επανασύνδεσης ρεύματος) και η μικροαστική αντίληψη ότι, στην τελική, η πληρωμή/μη πληρωμή είναι ένα ατομικό ζήτημα. Ακόμα πιο δύσκολη είναι η μαζικοποίηση αυτών των πρακτικών όσο αδυνατούν να απαντήσουν συλλογικά στα πρακτικά ζητήματα καταστολής που προκύπτουν. Σε κάποιες περιοχές (κυρίως ανατολικές και δυτικές συνοικίες) αναπτύχθηκε μια κινηματική δυναμική ενάντια στο χαράτσι, που επέφερε πρακτικά αποτελέσματα (επανασυνδέσεις, εκδίωξη εργολάβων, μη πληρωμή στα πρακτορεία της ΔΕΗ). Είδαμε δε, βάσει αυτών, να αναπτύσσεται μια περιφερειακή σύνδεση των πιο κοντινών τοπικών κινητοποιήσεων. Παρ’ όλα αυτά δε φάνηκε να επικρατεί η λογική των αγώνων ως ικανών να επιφέρουν ουσιαστικές αλλαγές στην καθημερινότητα των σχέσεων και των συμπεριφορών των εκμεταλλευόμενων απέναντι στους κρατικούς θεσμούς· να παράγουν, δηλαδή, δίκαιο, συντακτική εξουσία.
Ως συντακτική εξουσία δεν εννοούμε βέβαια τη διεκδίκηση να κριθεί παράνομο το χαράτσι από το ΣτΕ, αλλά το να κατοχυρωθεί με μαζικούς κοινωνικούς όρους ότι είναι απολύτως δικαιολογημένη η μη πληρωμή του και αυτή η απόφαση να υλοποιηθεί παρά την κρατική καταστολή. Μια τέτοια, αντιθεσμική, αντίληψη των αγώνων ως ικανών να κατοχυρώνουν εδάφη κοινωνικής αντι-εξουσίας, αποτελεί και το προαπαιτούμενο για να ξεκινήσει οποιαδήποτε προσπάθεια επιθετικής οργάνωσης των εκμεταλλευόμενων στις γειτονιές. Για να αντιμετωπίσουμε τη λογική του «μοιράσματος της φτώχειας» ή του «όλοι μαζί μπορούμε» που προωθούν ΜΚΟ, δήμοι, εκκλησία, ΜΜΕ, κτλ. θα πρέπει οι άνεργοι, για παράδειγμα, που συναντιούνται σε κινηματικές δομές αλληλοβοήθειας, να αρχίσουν να συζητάνε πώς θα πετύχουν με την επίδειξη της κάρτας ανεργίας να θεωρείται αυτονόητο να μην πληρώνουν εισιτήρια στα ΜΜΜ ή κάποια βασικά είδη στο super market.
Παραγωγή δίκαιου με αυτήν την έννοια έχουμε όταν τοπικές κοινότητες αντιδρούν έμπρακτα στα σχέδια υποβάθμισης της φύσης και της ζωής τους από μεγάλα κατασκευαστικά έργα του κεφαλαίου, όπως στην Κερατέα και στην Χαλκιδική. Η αποφασιστικότητα που δείχνουν τέτοιες κοινότητες αγώνα να επιβάλλουν με νόμιμα ή παράνομα μέσα το δίκιο τους, ενάντια στην ανάγκη άντλησης υπεραξίας του (κάθε) Μπόμπολα, είναι αυτή που τους τοποθετεί στο κέντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης με τη «μηδενική ανοχή» του κράτους έκτακτης ανάγκης. Η πανελλαδική αλληλεγγύη που εκφράζεται σε αυτούς τους αγώνες και στην καταστολή που δέχονται είναι σίγουρα «εκ των ων ουκ άνευ» για την επιτυχία τους, όμως η λογική της «καμπάνιας αλληλεγγύης» περιορίζει τη δυνατότητα εξάπλωσης της ουσίας του αγώνα στα εδάφη των υπόλοιπων εκμεταλλευομένων. Εννοούμε ότι είναι πάντα πιο εύκολο να γίνεται ρουτίνα η «μικροφωνική-προκήρυξη-εκδήλωση» υπέρ ενός εμβληματικού κεντρικού αγώνα, παρά να αναδειχθούν/συνδεθούν τα περιεχόμενα τέτοιων αγώνων με τα «εδώ» και τα «τώρα» των ανταγωνισμών που κρύβει κάθε γειτονιά. Στο ίδιο επίπεδο και η δημιουργία κοινοτήτων αγώνα ντόπιων και μεταναστών στις περισσότερες των περιπτώσεων γίνεται αντιληπτή ως «θεματική» αλληλεγγύη, όποτε αναδεικνύεται το θέμα της στυγνής εκμετάλλευσης και της τρομοκρατίας που δέχονται οι δεύτεροι (π.χ. Μανωλάδα, απεργίες πείνας στα στρατόπεδα συγκέντρωσης). Ταυτόχρονα όμως, αναπτύσσονται και παραδείγματα αγώνα (όπως η συνέλευση μεταναστών-αλληλέγγυων της ΑΣΟΕΕ) που βάζουν στο κέντρο της δράσης τους αυτήν την απαιτητική και μακροχρόνια διαδικασία σύναψης αγωνιστικών σχέσεων με τους «άλλους» που ζουν, αναπνέουν και αγωνίζονται δίπλα μας.
Κριτική στις υπάρχουσες απόπειρες συντονισμού και στα υπαρκτά μορφώματα πολιτικής σύνδεσης
Απ’ όλα τα παραπάνω συμπεραίνουμε ότι δε μας λείπουν τόσο οι αιτίες των συγκρούσεων, η διάθεση για αγώνα στα επιμέρους πεδία του ανταγωνισμού, όσο τα ποιοτικά χαρακτηριστικά συγκρότησης κοινοτήτων αγώνα σε σταθερό έδαφος. Δε λείπει η «πολιτική/επαναστατική συνείδηση» από τους εκμεταλλευόμενους, μας λείπουν οι οργανωτικές μορφές που να προωθούν αυτόνομα περιεχόμενα αγώνα με τα οποία να κατακτούν την πολιτική ηγεμονία στο κοινωνικό σώμα στο οποίο αναφέρονται. Προφανώς, για άλλη μια φορά, μιλάμε για μια κοπιαστική δουλειά αυτοοργάνωσης και αλλαγής των κυρίαρχων ιδεολογικών συσχετισμών που αναπαράγονται στη βάση των κοινωνικών σχέσεων, το «να αλλάξουμε αυτό που είμαστε». Οι παραδοσιακές πολιτικές/οργανωτικές μορφές σύνδεσης που γνωρίζουμε κινούνται σε αντιδιαμετρικά αντίθετη τροχιά από αυτήν την αντίληψη. Συνήθως, δεν αντιλαμβάνονται τις αλλαγές στην «τεχνική σύνθεση», τις σύγχρονες συνθήκες κατακερματισμού του σώματος των εκμεταλλευομένων και προσδοκούν την ενοποίηση τους με έναν μαγικό τρόπο στο επίπεδο των αιτημάτων, που επίσης βρίσκονται συνήθως σε αναντιστοιχία με το βάθος των περιεχόμενων αγώνα που προκύπτουν. Αντιλαμβάνονται, όπως και η βάση των εκμεταλλευόμενων, ότι κάθε επιμέρους σύγκρουση είναι ξεκάθαρα πλέον πολιτική, αφού οδηγεί σε σύγκρουση με τις συνολικές μνημονιακές επιλογές των αφεντικών. Αλλά αρνούνται να αντιμετωπίσουν την πολυπλοκότητα των αντικειμενικών συνθηκών που δυσχεραίνουν τη σύνδεση των αγωνιζόμενων και, αντιστρέφοντας τη σχέση αιτίου-αιτιατού, θεωρούν ότι οι αγώνες δεν πάνε μακριά γιατί λείπει η «πολιτική συνείδηση». Δε βλέπουν ότι πολλές από τις υπάρχουσες συλλογικότητες, ιδιαίτερα οι συνδικαλιστικές, δεν εμπνέουν πλέον κανένα νόημα, καμία αποτελεσματικότητα ή δημιουργικότητα για τη βάση των αγωνιζόμενων, αλλά ότι λείπει η ιδεολογική καθαρότητα, η ηγεμονία της δείνα ή τάδε πολιτικής/κομματικής αντίληψης στα επί μέρους πεδία αγώνα. Μας λένε: «Οι αγώνες χάνουν γιατί δεν υπάρχει συγκροτημένη πολιτική συνείδηση/οργάνωση/μέτωπο/κόμμα που να συγκρούεται συνολικά με τις επιλογές κυβέρνησης/κράτους/αφεντικών».
Μιλάμε συγκεκριμένα για την (λενινιστικής προέλευσης αντίληψη περί συνείδησης, που ενσωματώνεται με εξωτερικό τρόπο στους επί μέρους αγώνες) πολιτική πρόταση των οργανώσεων της αριστεράς, που υπολανθάνει και σε μερίδα του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού χώρου. Προφανώς, στον έλεγχο της εργατικής βάσης του ΠΑΜΕ από το ΚΚΕ συναντάμε την πιο καθαρή εφαρμογή του συγκεκριμένου μοντέλου. Ενώ το Κόμμα φροντίζει να υποστηρίζει με την οργανωτική του δύναμη σημαντικούς αγώνες στις κατηγορίες της (παραδοσιακής) εργατικής τάξης όπου ηγεμονεύει (και μόνο εκεί…), ταυτόχρονα τους ευνουχίζει γραφειοκρατικά διατρανώνοντας ότι δεν πιστεύει ουσιαστικά στην νίκη τους, στην αλλαγή των συσχετισμών, αν δεν κυριαρχήσει η πολιτική του πρόταση κεντρικά. Μάλιστα το «κεντρικό» για το Κόμμα δεν έχει πλέον τόσο την έννοια του εκλογικού (δε θέλει σε καμία περίπτωση να φορτωθεί τέτοιου μεγέθους καπιταλιστική κρίση), όσο την έννοια του να διατηρήσει τον κομματικό του έλεγχο στην εργατική βάση που πλήττεται και αμφιταλαντεύεται. Η βάση για το Κόμμα δε μπορεί να πάει παραπέρα την υπόθεση της, μπορεί μόνο να αποδεχτεί το know how του ΠΑΜΕ που μερικές φορές επιφέρει αποτελέσματα. Σύνδεση οπότε των αγώνων σημαίνει, σύνδεση υπογραφών και κομματικών επιτροπών σε ένα ενιαίο «λαϊκό μέτωπο».
Με ακόμα πιο γραφικούς όρους, γιατί δεν έχουν την οργανωτική σχέση του ΠΑΜΕ με μαζικούς εργασιακούς χώρους, λειτουργεί και η πλειοψηφία των υπόλοιπων δυνάμεων της αριστεράς. Η εξωκοινοβουλευτική αριστερά επιλέγει να συνδέει τις συνδικαλιστικές σφραγίδες που ελέγχει σε μια ενιαία υπογραφή με τίτλο «Συντονισμός Πρωτοβάθμιων Σωματείων» και να την καλεί σε «εργατικό/παλλαϊκό ξεσηκωμό» τις Κυριακές στο Σύνταγμα. Οι κομματικές επιτροπές του ΣΥΡΙΖΑ, που δεν ελέγχουν και τίποτα άλλο πέρα από τις συνιστώσες τους, προσμένουν επίσης την ανάσταση των πλατειών, όχι για να προχωρήσουν τα κινηματικά περιεχόμενα που τέθηκαν πριν 2 χρόνια, αλλά για να ωριμάσουν τα εκλογικά ποσοστά που ανέδειξαν το ΣΥΡΙΖΑ σε θεσμική αντιπολίτευση. Οι «αδρανείς» μάζες φυσικά επιλέγουν να μην ακολουθούν τις φαρσοτραγωδίες των συγκεκριμένων καλεσμάτων.
Μεγάλο κομμάτι του α/α χώρου, που παρεμβαίνει τα τελευταία 5-6 χρόνια στους εργασιακούς χώρους και τις γειτονιές, ακολουθεί δυστυχώς παρόμοιους αριστερίστικους αυτοματισμούς. Από μερίδα σωματείων βάσης και εργατικών συνελεύσεων, όπου ηγεμονεύει ο συγκεκριμένος πολιτικός χώρος, προωθείται η οργανωτική ενοποίηση στο μοντέλο της «πανελλαδικής ομοσπονδίας συνδικαλιστών βάσης». Το συγκεκριμένο κομμάτι του εργατικού/ταξικού κινήματος συγκροτήθηκε στον κύκλο αγώνων που άνοιξε τα προηγούμενα χρόνια, επιχειρώντας τη συνδικαλιστική κάλυψη της φιγούρας του επισφαλή/υποτιμημένου εργαζόμενου του ιδιωτικού τομέα και δίνοντας μια σειρά σημαντικών μικρών μαχών στους χώρους παρέμβασης του. Η οργανωτική του δύναμη στηρίχθηκε στους πολιτικά ενταγμένους στον ευρύτερο αντιεξουσιαστικό χώρο εργαζόμενους/ες, ενώ το ταξικό περιεχόμενο της παρέμβασης του επικαθορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από ένα θεσμικό πλαίσιο το οποίο ήταν αναντίστοιχο των σύγχρονων εντατικοποιημένων όρων εργασίας που εφαρμόζουν στην πράξη τα αφεντικά. Για παράδειγμα, δώσαμε μια σειρά μαχών για ανάκληση απολύσεων μετά από συμμετοχή σε γενικές απεργίες, που στηρίζονταν περισσότερο στο νομοθετικό πλαίσιο προστασίας του κρατικοδίαιτου συνδικαλισμού, παρά στην πραγματική απεργιακή διάθεση των συναδέλφων μας. Η επίκληση του νόμιμου των αναγκών μας και των παρανομιών των αφεντικών, προφανώς καλώς χρησιμοποιείται εργαλειακά, αλλά αν δεν έχει από πίσω της κοινότητες αγώνα στο εσωτερικό της επιχείρησης, αργά ή γρήγορα οδηγεί στην απόλυση των πιο μαχητικών εργαζόμενων.
Τα αφεντικά φυσικά μέσω (και) του μνημονίου έχουν ως κεντρική επιλογή να ξεφορτωθούν το προηγούμενο αναντίστοιχο «τυπικό σύνταγμα» των εργασιακών σχέσεων. Το αποτέλεσμα είναι τα σωματεία βάσης, ενώ χάνουν το θεσμικό έδαφος συγκρότησής τους, να διατηρούν περιεχόμενα/μορφές αγώνα που αντιστοιχούν στην προηγούμενη τεχνική/πολιτική σύνθεση της εργατικής τάξης. Η μόνη προοπτική ξεπεράσματος αυτού του υπαρξιακού αδιέξοδου, είναι η στροφή προς τη διαδικασία συγκρότησης κοινοτήτων αγώνα στους εργασιακούς χώρους που θα στηρίζονται στην πραγματική συλλογική δύναμη των εργαζομένων. Θα πρέπει να αναζητηθούν οργανωτικές μορφές που να αντιστοιχούν στην απώλεια της κλαδικής ταυτότητας, στην εργασιακή περιπλάνηση και την ευελιξία της εργατικής δύναμης. Αν π.χ. οι ατομικές συμβάσεις ουσιαστικά καθιστούν κάθε συνδικαλιστική διεκδίκηση ως αιτία απόλυσης θα πρέπει να «εφευρεθούν» «παράνομες», υπόγειες συναδελφικές μορφές αγώνα. Η ολοένα και μεγαλύτερη αλληλοεπικάλυψη της ανεργίας με την εργασία (όπως στην περίπτωση των «ωφελούμενων») δημιουργεί την ανάγκη/δυνατότητα σύνδεσης με τους αγώνες στο έδαφος της αναπαραγωγής. Τον τελευταίο χρόνο υπάρχουν αρκετά παραδείγματα στήριξης εργατικών αγώνων από συνελεύσεις γειτονιών (π.χ. Χαλυβουργία, Phone Marketing, απολύσεις μελών σωματείων βάσης), που ψηλαφούν αυτήν την προοπτική. Αυτό που βλέπουμε να επικρατεί όμως, ως κυρίαρχη στρατηγική στο κομμάτι αυτό του ταξικού κινήματος, είναι η «από τα πάνω» διακλαδική ενοποίηση μιας μειοψηφίας αγωνιζόμενων εργατών με κεκαλυμμένη σημαία την αναρχική πολιτική ταυτότητα.. Η μορφή οργάνωσης που προκρίνεται είναι η συνελευσιακή, «συναινετική», άτυπη γραφειοκρατία που συνηθίζεται ως διαδικασία λήψης αποφάσεων στον α/α χώρο, ενώ όσον αφορά το πολιτικό περιεχόμενο της εργασιακής παρέμβασης κερδίζουν έδαφος αφηρημένα ιδεολογικά προτάγματα (π.χ. «επανάσταση για την ανατροπή του κοινοβουλευτικού πραξικοπήματος») και πολλές φορές η ατζέντα της επικαιρότητας του «χώρου». Θέλοντας και μη, μια τέτοια στρατηγική μπορεί να οργανώσει μόνο τους εργαζόμενους που βρίσκονται κοντά σε αυτήν την πολιτική αντίληψη.
Οι «αυτοοργανωμένες»/«λαϊκές» συνελεύσεις των γειτονιών, ενώ αναπτύχθηκαν πάνω στην αισιόδοξη φούρια του ίδιου κύκλου αγώνων (με πυροκροτητή το Δεκέμβρη και τις πλατείες) με πιο ευνοϊκές αντικειμενικές συνθήκες για κινηματικό-αντιθεσμικό αγώνα, αντιμετωπίζουν αντίστοιχα προβλήματα ιδεολογικοποίησης και κομματικών περιφράξεων. Στην Αττική, που γνωρίζουμε από πρώτο χέρι, δύο ήταν οι σημαντικότερες προσπάθειες για διασύνδεση των επιμέρους αγώνων. Το συντονιστικό δράσης για τα ΜΜΜ την περίοδο 2010-2011 και το συντονιστικό των συνελεύσεων γειτονιάς που στην πρώτη του συνεδρίαση στην Πάντειο μετά το κίνημα των πλατειών (2011-2012) συμμετείχαν 40+ συνελεύσεις. Η πρώτη αποτέλεσε μια σημαντική προσπάθεια διασύνδεσης ενός αγώνα στην αναπαραγωγή (άρνηση πληρωμών εισιτηρίων) με έναν αγώνα στην παραγωγή (απεργίες εργαζομένων στα ΜΜΜ). Οι δράσεις αυτού του συντονιστικού (με κυρίαρχη μορφή το σαμποτάζ στα ακυρωτικά και τον τσαμπουκά στους ελεγκτές) αν και αναδείκνυαν με δημόσιους και πρακτικούς όρους λογικές μαζικής απειθαρχίας δεν έγιναν γενικότερα οικειοποιήσιμες από την ευρύτερη μάζα των επιβατών. Ταυτόχρονα, στο εσωτερικό του συντονιστικού, κυριαρχούσαν ιδεολογικές διαμάχες για τον δημόσιο ή ελεύθερο χαρακτηρισμό των μεταφορών στην ιδανική κοινωνία, ενώ έμπαινε σε δεύτερο πλάνο η ουσία του αγώνα, η αύξηση του κόστους των εισιτηρίων που τελικά επιβλήθηκε.
Στο συντονιστικό των γειτονιών μετά τις πλατείες οι ευνοϊκές προϋποθέσεις σύνδεσης γειωμένων κοινωνικών υποκειμένων σύντομα βρέθηκαν αντιμέτωπες με ένα τείχος αντικειμενικών δυσκολιών και πολιτικών αντιφάσεων. Αυτές τις δυσκολίες και αντιφάσεις θα προσπαθήσουμε να συνοψίσουμε σε τρία βασικά σημεία: την πολιτική σύνθεση των συνελεύσεων, το ζήτημα της διαδικασίας και τη διαλεκτική μεταξύ κεντρικής και περιφερειακής δράσης.
Από την αρχή της διαδικασίας συντονισμού στην Πάντειο έγινε προφανές ότι το σώμα των συνελεύσεων ήταν λιγότερο ομοιογενές απ’ όσο φαινόταν. Οι διαφορές στην πολιτική σύνθεση των συνελεύσεων απέρρεαν τόσο από τις εμπειρίες αγώνα όσο και από τα ζητήματα που απασχολούσαν την καθεμιά απ’ αυτές. Οι συνελεύσεις γειτονιάς που γεννήθηκαν μέσα στην εξέγερση του Δεκέμβρη και στους αγώνες για ελεύθερους χώρους παρουσίαζαν διαφορετικά χαρακτηριστικά από τις συνελεύσεις που προέκυψαν κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του ’11 στις πλατείες των γειτονιών της Αθήνας. Ακόμα και μεταξύ των συνελεύσεων των πλατειών, όμως, η διάκριση μεταξύ αυτών που βρίσκονταν κοντύτερα στις πρακτικές του αντιεξουσιαστικού χώρου και αυτών που πρόσκεινταν στην αριστερά ανέδειξε μια σειρά από ζητήματα πολιτικών ανταγωνισμών τόσο ανάμεσα στις συνελεύσεις όσο και στο εσωτερικό τους.
Αυτού του είδους οι αντιφάσεις στην πολιτική σύνθεση των συνελεύσεων αντανακλώνται και στον τρόπο που αντιμετώπισαν το ζήτημα της διαδικασίας του συντονισμού. Ο διαφορετικός τρόπος λειτουργίας της κάθε συνέλευσης ανέδειξε τη διάκριση μεταξύ αυτών που έστελναν εκπροσώπους (οι οποίοι μετέφεραν τις αποφάσεις και επέστρεφαν για να ενημερώσουν τις συνελεύσεις) και αυτών που έστελναν αντιπροσώπους (οι οποίοι εξουσιοδοτούνταν να λάβουν αποφάσεις εκ μέρους όλης της συνέλευσης). Εκτός αυτού, η έλλειψη κουλτούρας δημόσιας συζήτησης οδηγούσε στην προβληματική συνύπαρξη συλλογικών και ατομικών τοποθετήσεων, σε βαθμό που μετά τις ενημερωτικές τοποθετήσεις των συνελεύσεων η διαδικασία κατέληγε συχνά σε προσωπικά λογύδρια κάποιων από τους συμμετέχοντες. Τόσο η διστακτικότητα όσο και η επιπολαιότητα εμπόδισαν τη διαδικασία να σταθεί στα πόδια της ως μια σταθερή και αποτελεσματική δομή με αποφασιστικό χαρακτήρα.
Τέλος, το ζήτημα της πρακτικής αποτέλεσε πεδίο αντιπαράθεσης δύο διαφορετικών αντιλήψεων για την αλληλοτροφόδητηση τοπικού-κεντρικού: οργάνωση κεντρικών κινήσεων από το σύνολο των συνελεύσεων ή σύγκλιση περιφερειακών κοινοτήτων αγώνα πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα; Δεδομένου ότι η διαδικασία απέτυχε να επιλύσει αυτήν την αντίφαση, ο πλούτος των ήδη υπαρκτών εμπειριών αγώνα από τις περιφερειακές δικτυώσεις των συνελεύσεων (όπως για παράδειγμα στις παρεμβάσεις στη ΔΕΗ και στα νοσοκομεία) έμεινε ουσιαστικά αναξιοποίητος. Η μοναδική, εν τέλει, κοινή δράση των συνελεύσεων της Παντείου ήταν η οργανωμένη παρουσία τους στη διαδήλωση της 12ης Φλεβάρη. Από ‘κει κι έπειτα η διαδικασία πέρασε διαδοχικά (και ταχύτατα) από τα στάδια της απομαζικοποίησης, του εκφυλισμού και της στροφής στο συντονισμό βάσει κοινών πολιτικών χαρακτηριστικών.
Τι εννοούμε σύνδεση των αγώνων, τι εννοούμε αυτονομία των αγώνων
Εξετάσαμε στις παραπάνω παραγράφους τις υπάρχουσες προσπάθειες σύνδεσης των αγώνων και τις ανεπάρκειές τους. Αναφερθήκαμε εκτενώς στο πώς η αντικειμενική συνθήκη που αντιμετωπίζουμε σήμερα, έχει αλλάξει οριστικά το τοπίο για τους αγώνες τόσο μέσα στους χώρους εργασίας, όσο και στις γειτονιές. Ήρθε η στιγμή να πάμε ένα βήμα παρακάτω. Τι μπορεί να γίνει τώρα σε αυτό το πεδίο, πώς βλέπουμε εμείς τη σύνδεση των αγώνων σήμερα;
Σύνδεση των αγώνων κατά τη γνώμη μας πάει να πει σύνδεση κοινοτήτων αγώνα κι όχι απλά σύνδεση των πολιτικών αγωνιστών ή συνδικαλιστών που συμμετέχουν στις κινήσεις που γίνονται σε διάφορους χώρους. Σύνδεση των αγώνων στον ένα ή στον άλλο βαθμό σημαίνει σύνθεση της τάξης.
Αυτό πάει να πει ότι πραγματική σύνδεση σημαίνει επικοινωνία, γνωριμία, ανταλλαγή αγωνιστικών εμπειριών και κοινός αγώνας σε ζητήματα που αφορούν τους χώρους που προσπαθούν να συνδεθούν. Σύνδεση δηλαδή σε καμία περίπτωση δε μπορεί να σημαίνει ούτε συντονισμός κορυφής των πολιτικών στελεχών, ούτε συντονισμός συνδικαλιστικών υπογραφών την παραμονή της πρωτομαγιάτικης πορείας ή κάποιας άλλης διαδήλωσης –υπογραφών που δεν εκπροσωπούν, ούτως ή άλλως, τίποτα, παρά σφραγίδες σωματείων. Επίσης, σύνδεση δε μπορεί να σημαίνει γενική και αφηρημένη πολιτική συζήτηση για την κατάρτιση του τάδε ιδεολογικού πλαισίου συγκρότησης πολιτικών μορφωμάτων (που θα επιχειρήσουν τη σύνδεση), ελλείψει πραγματικού αγωνιστικού υποκειμένου, ελλείψει ριζωμάτων σε κοινωνικούς χώρους ή ελλείψει συνθηκών αγώνα.
Για να γίνει σύνδεση των αγώνων χρειάζονται προφανώς ζωντανά πολιτικά υποκείμενα που έχουν κατανοήσει πόσο σοβαρή είναι αυτή η διαδικασία, που έχουν δηλαδή κατανοήσει ότι στη σημερινή συγκυρία, όταν οι αγώνες μένουν μόνοι τους, είναι καταδικασμένοι στην ήττα. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι μιλάμε για την ανάγκη πολιτικών πρωτοβουλιών στη βάση σοβαρής ιδεολογικής και πρακτικής προετοιμασίας για διάλογο και για από κοινού διαμόρφωση πρακτικών θέσεων δράσης, κι όχι για συγκάλυψη ζητημάτων πίσω από κούφιες ιδεολογικές πλατφόρμες. Το κεφάλαιο επιδιώκει τον κατακερματισμό μας και τη διάσπαση μας, επιδιώκει να στρέψει τον ένα απέναντι στον άλλο.
Η σύνδεση των αγώνων είναι η στρατηγική απάντησή μας απέναντι σε αυτή την στρατηγική του κεφαλαίου. Απάντηση με διπλή σημασία: επειδή μέσα από αυτές τις διαδικασίες θα αναδειχθούν αφενός τα πεδία της σύγκρουσης για το επόμενο διάστημα και αφετέρου η υποκειμενικότητα που θα αναλάβει το ρόλο αυτό.
Αυτό σημαίνει επίσης ότι για να γίνει σύνδεση των αγώνων πρέπει να υπάρχουν επίδικα ζητήματα. Η σύνδεση των αγώνων γίνεται αναγκαστικά στην βάση της ίδιας της διαδικασίας του αγώνα: όταν δηλαδή κινητοποιείται η εκμεταλλευόμενη υποκειμενικότητα. Κι αυτό επειδή οι μη-οργανωμένοι πολιτικά εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες σε μια δουλειά, οι άνεργοι και οι άνεργες σε μια γειτονιά κλπ, τότε μόνο κατανοούν πρακτικά κι όχι ιδεολογικά την ανάγκη της στήριξης και της αλληλεγγύης του αγώνα τους κι άρα τότε πλαισιώνουν σχετικές πρωτοβουλίες σύνδεσης. Με άλλα λόγια, για την ανταγωνιστική υποκειμενικότητα το ζήτημα της σύνδεσης των αγώνων δεν είναι ζήτημα αρχής (ζήτημα ιδεολογικό δηλαδή) είναι ζήτημα πρακτικό, όπως εξάλλου όλα τα κοινωνικά προβλήματα: ζητούμε να συνδεθούμε με ανθρώπους που αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα με μας για να αγωνιστούμε μαζί τους, προκειμένου να δώσουμε τον αγώνα με καλύτερους όρους. Το ότι η σύνδεση των αγώνων έχει νόημα μέσα στη διαδικασία του αγώνα, δε σημαίνει φυσικά ότι δε μπορεί να υπάρχει πολιτική επικοινωνία μεταξύ των αγωνιστών των διάφορων χώρων πριν το ξέσπασμα μιας κινητοποίησης και για την προετοιμασία της, ωστόσο, αυτή η διαδικασία της σύνδεσης, αποκτάει ουσιαστικό περιεχόμενο μόνο μέσα στα πλαίσια του αγώνα: επειδή τότε παύει να αφορά γενικά πολιτικά ζητήματα και εστιάζει στα πραγματικά προβλήματα που καλείται να αντιμετωπίσει η κάθε κινητοποίηση. Γι’ αυτό μιλάμε για σύνδεση κοινοτήτων αγώνα, κι όχι για σύνδεση πολιτικών ή συνδικαλιστικών κορυφών. Ας δούμε για παράδειγμα πως συνδέθηκαν οι εργαζόμενοι στα εστιατόρια του ΑΠΘ, που αγωνίζονταν ενάντια στην απόλυσή τους, με τους φοιτητές και τις φοιτήτριες, που ζητούσαν ελεύθερη πρόσβαση στη σίτιση του πανεπιστημίου χωρίς την επίδειξη της φοιτητικής ταυτότητας. Μέσα από τη σύνδεση αυτών των δύο κοινοτήτων αγώνα, δημιουργήθηκε εκείνη η δυναμική που έφερε την ικανοποίηση των διεκδικήσεων και των δύο συλλογικών υποκειμένων.
Το γεγονός ότι η σύνδεση των αγώνων αποκτά πρακτικό νόημα μέσα στις ίδιες τις διαδικασίες του αγώνα, έχει κι άλλη αιτία. Είναι για παράδειγμα γνωστό σε όλους μας, ότι σε συνθήκες ύφεσης του ανταγωνισμού, κυριαρχεί μια τάση των πολιτικών και κοινωνικών συλλογικοτήτων (όσων είναι ενεργές) προς το αφηρημένο και το γενικό. Αυτό δεν είναι κάτι που εξαρτάται μόνο από την υποκειμενική μας βούληση, εξαρτάται εξίσου από τις αντικειμενικές συνθήκες που ζούμε, γι’ αυτό και δε μπορεί να απαλειφθεί αν απλώς το συνειδητοποιήσουμε: η έλλειψη κοινωνικών αγώνων συνεπάγεται το κλείσιμο μας, αυτό το χαμηλό βαρομετρικό της ηττοπάθειας που καταπλακώνει όλες (σχεδόν) τις κοινωνικές και πολιτικές διαδικασίες τον τελευταίο χρόνο. Είναι μια διαδικασία αυτοσυντήρησης που δε μπορούμε να την αποφύγουμε, επειδή είμαστε και μεις άνθρωποι με μύες και νεύρα κι όχι ρομπότ έτοιμα για όλα ανά πάσα στιγμή.
Παρόλο που το πεδίο της σύνδεσης των αγώνων, δηλαδή της συγκρότησης και της σύνθεσης της τάξης ήταν πάντα στο κέντρο του προβληματισμού του εργατικού και γενικότερα του ανταγωνιστικού κινήματος, πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο, από πολλές απόψεις, μετασχηματισμός των κοινωνικών σχέσεων που βιώνουμε την τελευταία τριετία, όπως και οι τρόποι και οι όροι που αναπτύσσεται υποκειμενικά το ανταγωνιστικό κίνημα σήμερα, καθιστούν παρθένο το έδαφος μιας τέτοιας συζήτησης και μιας τέτοιας πρακτικής.
Για παράδειγμα, η ιδέα της σύνδεσης των αγωνιζόμενων εργαζομένων στις διάφορες υπηρεσίες του δημοσίου με τους χρήστες των υπηρεσιών δεν ήταν ποτέ ξένη μέσα στην επαναστατική θεωρία, ωστόσο είναι σήμερα οι αντικειμενικές διαδικασίες διάλυσης του παλιού κράτους πρόνοιας που το βάζουν σαν πραγματικό ζήτημα πάλης περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Αυτό το πράγμα έχει γίνει συνείδηση σε μεγάλο μέρος του κόσμου του αγώνα και συχνά πυκνά βλέπουμε πρωτοβουλίες υγειονομικών από κοινού με πρωτοβουλίες ασθενών να δίνουν μαζί αγώνες για να μην κλείσει μια δομή υγείας, για να καταργηθούν οι οικονομικοί και άλλοι αποκλεισμοί στην πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, κλπ. Τα παραδείγματα αγώνα αυτού του τύπου πρέπει να ενθαρρυνθούν, να ενισχυθούν και να πολλαπλασιαστούν.
Επειδή είναι αυτές οι διαδικασίες οι ικανές να παράγουν μια σοβαρή ανταγωνιστική πολιτική, που θα αμφισβητήσει έμπρακτα την καπιταλιστική εντολή, θα μας φέρει νίκες στα επιμέρους πεδία και μια σταδιακή ενίσχυση της αυτοπεποίθησης στο σύνολο της τάξης, μαζί με την κατανόηση της σημασίας αυτών των παραδειγμάτων για την υπόθεση της κοινωνικής απελευθέρωσης.
Είναι γεγονός ότι πέρα από ιδεολογικές αφαιρέσεις είμαστε υποχρεωμένοι μπροστά στη χρεοκοπία των παλιών τρόπων σύνδεσης των αγώνων, να πειραματιστούμε με καινούρια πράγματα. Αν, για παράδειγμα, διαπιστώνουμε κάθε μέρα, ότι το υποκείμενο άνεργος/ επισφαλής μπορούμε όλο και λιγότερο να το συναντήσουμε στις ουρές του ΟΑΕΔ ή στις διαδηλώσεις του κέντρου, είμαστε εκ των πραγμάτων αναγκασμένοι να βρούμε νέους τρόπους επικοινωνίας και σύνδεσης μαζί του. Η επιστροφή στις πλατείες και στους δρόμους των γειτονιών, που θα βάζει με συγκεκριμένους όρους το ζήτημα της ικανοποίησης των αναγκών και των επιθυμιών αυτού του υποκειμένου, είναι μια πιθανή προοπτική προς αυτή την κατεύθυνση. Και αυτό αποτελεί μόνο ένα παράδειγμα μιας απόπειρας σύνδεσης.
Τέλος, μιλάμε για το τι είναι η σύνδεση των αγώνων και πώς βλέπουμε τις προϋποθέσεις της, αλλά δεν έχουμε πει ακόμα για ποιους αγώνες μιλάμε και για το ποιους αγώνες μπορούμε και θέλουμε να συνδέσουμε εμείς. Είναι κι αυτό ένας όρος για να μιλάμε συγκεκριμένα.
Μιλάμε για σύνδεση των αγώνων κι έχουμε στο μυαλό μας αυτόνομους αγώνες. Αγώνες δηλαδή που διασφαλίζουν την αυτονομία της υποκειμενικότητας που τους δίνει από τις θεσμικές διαμεσολαβήσεις. Χωρίς τη μεσολάβηση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, του κόμματος, των ΜΜΕ, των τοπικών παραγόντων, κλπ. Οικοδομώντας την αυτονομία τους από την αστική ιδεολογία κι αυτό σημαίνει απορρίπτοντας όχι μόνο τις καπιταλιστικές μορφές οργάνωσης (ιεραρχίες, καπιταλιστικός καταμερισμός εργασίας, κλπ) και λήψης αποφάσεων, αλλά και τα καπιταλιστικά περιεχόμενα και αξίες (αναλογία μισθού- παραγωγικότητας, αμοιβή με βάση την ιεραρχία, αύξηση του μισθού στη βάση της αύξησης του χρόνου εργασίας, κλπ). Εδώ αξίζει μια μεγάλη συζήτηση που δε μπορούμε να την κάνουμε τώρα, μπορούμε ωστόσο τώρα να διευκρινίσουμε ότι αυτονομία από τις διαμεσολαβήσεις σημαίνει ότι ως ανταγωνιστική υποκειμενικότητα αναγνωρίζουμε και συνειδητοποιούμε το ρόλο, το σκοπό και τα όρια των διαμεσολαβήσεων και επιδιώκουμε στο μέτρο του δυνατού να τις εξαλείφουμε. Αυτό αποτελεί μια γενική προϋπόθεση της ταξικής αυτονομίας, προϋπόθεση και στόχο ταυτόχρονα των ανταγωνιστικών υποκειμένων. Ωστόσο, εδώ μπαίνουν σοβαρά ζητήματα. Κι αυτό, επειδή οι αντικειμενικές συνθήκες, μέσα στις οποίες καλούμαστε να κάνουμε κόντρες στους χώρους εργασίας μας, δεν επιτρέπουν καθαρότητα στις μορφές και στα περιεχόμενα των αγώνων, τόσο όσον αφορά το εύρος της αμφισβήτησης των κοινωνικών σχέσεων, όσο και το βάθος της. Κακά τα ψέματα, αυτή ήταν ανέκαθεν η κατάσταση των αγώνων, όσο κι αν δε θέλουμε να το δεχτούμε, εκτός αν εξαιρέσουμε τις επαναστατικές περιόδους.
Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, αγώνες που έχουν λίγο-πολύ τα χαρακτηριστικά τα οποία αναφέραμε, δεν ξεσπούν και λίγοι σήμερα. Για να τους δούμε όμως πρέπει να μάθουμε να κοιτάζουμε πέρα από το μικρόκοσμο των Εξαρχείων και τις πρωτοβουλίες (εργατικές, γειτονιάς, κλπ) που λαμβάνουν χώρα από λίγο-πολύ (ιδεολογικά) κοντινούς μας ανθρώπους. Άρα, ένα ζήτημα που μπαίνει εδώ είναι να οξύνουμε την ικανότητα να αναγνωρίζουμε τον κοινωνικό ανταγωνισμό που υπάρχει μπροστά στα μάτια μας.
Συνοψίζοντας, δεν αντιμετωπίζουμε τη σύνδεση των αγώνων ως την απλή συνύπαρξη (αντιπροσώπων) αγώνων σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο, αλλά τη βλέπουμε διαλεκτικά ενωμένη με την αυτονομία των αγώνων. Όχι αυτονομία της δικής μας πολιτικής άποψης από την άποψη των αντιπάλων, όχι ιδεολογική καθαρότητα, αλλά αυτονομία στα περιεχόμενα/μορφές του αγώνα έτσι ώστε να αντιπαλεύουν την ιδεολογική ηγεμονία του κεφαλαίου στις κοινωνικές σχέσεις που συνάπτουμε. Αναφερόμαστε εν τέλει σε συνελεύσεις που κυκλοφορούν εμπειρίες, παραδείγματα αγώνα και συνδέουν αποφασιστικού χαρακτήρα δράσεις αυτονομίας των συμφερόντων της τάξης μας. Αν είμαστε αισιόδοξοι, είμαστε γιατί αναγνωρίζουμε στις αδυναμίες των εγχειρημάτων που συμμετέχουμε τη δυνατότητα ξεπεράσματος τους. Γιατί οι πρακτικές αποτυχίες των παραδοσιακών πολιτικών μορφών σύνδεσης, που συνοδεύουν την άμπωτη των κινημάτων, μπορούν, αν ειδωθούν (αυτό)κριτικά, να ανοίξουν περάσματα για τις παλίρροιες του μέλλοντος.
Υποβολή απάντησης