Στο πρώτο μέρος αυτού του κειμένου θέλησα να μεταφέρω την εμπειρία μου από τη δουλειά μου ως γιατρού σε ένα κέντρο υγείας: τι συνάντησα εκεί όταν πρωτοπήγα, πώς προσπάθησα να βρω συναδέλφους για να συνεννοηθώ μαζί τους και να παλέψω ενάντια στα προβλήματα που συναντούσα στην καθημερινότητά μου, πώς χτίζαμε μαζί αργά και σταθερά σχέσεις στο επίπεδο της παροχής των υπηρεσιών περίθαλψης με τους χρήστες με τους οποίους ερχόμαστε σε επαφή και τέλος πώς αποφασίσαμε, όταν μας έγινε φανερό ότι η κατάσταση που διαμορφωνόταν από τις πολιτικές του κράτους δεν μπορούσε να αντιπαλευτεί μόνο με τον αγώνα μέσα στο χώρο εργασίας, να απευθυνθούμε στους χρήστες των υπηρεσιών περίθαλψης.
– ❦ –
Πριν συνεχίσω από αυτό το σημείο θέλω να πω δύο πράγματα: το πρώτο ότι από τον περασμένο Ιούνη που έγραψα το προηγούμενο κομμάτι έχουν υπάρξει σοβαρές εξελίξεις, εξελίξεις που δεν έχουν πάρει ακόμα την οριστική τους μορφή, αφού η επίθεση του κράτους στην περίθαλψη, και ιδιαίτερα στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα. Και δεύτερο ότι, όπως θα καταλάβει όποιος διαβάζει αυτό το κείμενο, ο τρόπος παρουσίασης και αξιολόγησης της εμπειρίας που καταθέτω, θέλει και να αντικρίζει με κριτικό μάτι τα πεπραγμένα μου / μας και να τονίζει όχι τη μοναδικότητα, αλλά την κοινότητα του χαρακτήρα μιας εμπειρίας –μιας και είμαι βέβαιος ότι αυτά που γράφω δεν αφορούν μόνο εμένα–, που μοιράζονται αρκετοί και αρκετές που δουλεύουν στη βιομηχανία του δημόσιου συστήματος περίθαλψης.
Είμαστε λοιπόν στη φάση που προπαγανδίζαμε μια εκδήλωση με τους χρήστες των υπηρεσιών και η φάση αυτή έχει από μόνη της ένα ενδιαφέρον για το αλφαβητάριο του κοινωνικού ανταγωνισμού: για το πώς δηλαδή σε μια επαρχιακή κωμόπολη, κάποιοι πολιτικοποιημένοι (και μη) εργαζόμενοι και εργαζόμενες που δεν κατάγονται από εκεί, αποφασίζουν να κάνουν μια κατεξοχήν δράση πολιτική. Συντάξαμε μια απλή προκήρυξη με πέντε σταράτα λόγια, φτιάξαμε τρικάκια, αφίσες και πανό (με την βοήθεια συντρόφων), βγήκαμε στα καφενεία, στα ΚΑΠΗ και στις λαϊκές για να συναντήσουμε τον κόσμο, είπαμε αυτά που θέλαμε να πούμε χωρίς να χρησιμοποιήσουμε τα πολιτικά μας σύμβολα και τα κουραστικά τσιτάτα, που κάνουν όσοι κι όσες δεν έχουν να πουν τίποτα ουσιαστικό, πέρα από το να επαναλαμβάνουν τα χιλιοειπωμένα. Αυτό δεν άλλαξε στο ελάχιστο ούτε τον πολιτικότατο χαρακτήρα της παρέμβασης μας, ούτε στρογγύλεψε καθόλου τα ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά της. Επίσης, στο κάλεσμα μας, απευθυνθήκαμε σε κάθε δραστήρια κοινωνική συλλογικότητα της περιοχής: π.χ. στο σύλλογο γυναικών, στους συλλόγους γονέων-κηδεμόνων των σχολείων κλπ. Ακόμα, μια συνάδελφος μοίρασε προκηρύξεις μετά το τέλος της λειτουργίας της Κυριακής και ζήτησε από τον παπά της ενορίας να καλέσει τον κόσμο στη συγκέντρωση για το κέντρο υγείας, πράγμα που ο άνθρωπος έκανε με μεγάλη προθυμία. Όντας βαθιά άθεοι κάποιοι από την ομάδα εργαζομένων, διαφωνήσαμε με αυτό το πράγμα, αλλά μια ελάχιστη κοινωνική και ιστορική πείρα, μας απέτρεψε από το να τραβήξουμε μέχρι τέλους αυτή τη διαφωνία, κι αυτή η πείρα δεν έκανε λάθος. Όλα αυτά τα γράφω με σχετική λεπτομέρεια, επειδή πιστεύω πραγματικά, ότι ο κοινωνικός ανταγωνισμός ακόμα και στο πρώτο βήμα, δηλαδή στο να μάθεις «πώς να αγωνίζεσαι», είναι μια κοινωνικά εκπαιδευτική διαδικασία, όπως το να μάθεις πώς να κρατάς το πιρούνι για να φας ή το να μάθεις την προπαίδεια, και είναι μια διαδικασία που πρέπει οι εκμεταλλευόμενοι, είτε είναι οργανωμένοι πολιτικά, είτε όχι, να την μάθουν από την αρχή. Κι αυτό στα πλαίσια της ανταλλαγής εμπειριών κι όχι στα πλαίσια κανενός διδακτισμού (του τύπου: «εγώ θα σου μάθω»).
Τέλος πάντων, ένα πρωινό μιας Κυριακής του περασμένου Δεκέμβρη, γεμάτοι και γεμάτες αγωνία για το πόσος κόσμος θα ανταποκριθεί στο κάλεσμά μας, για το αν θα ‘ρθουν διάφοροι για να τραμπουκίσουν στη συζήτηση (δεδομένου ότι ένα μέρος της ντόπιας κοινωνίας –και δικαίως– έχει πρόβλημα με το κέντρο υγείας), για το αν θα ‘ρθουν χρυσαυγίτες στην εκδήλωση (η χρυσή αυγή στα περισσότερα χωριά της περιοχής ήταν δεύτερη εκλογική δύναμη) και πώς θα τους αντιμετωπίσουμε, για το αν θα μπορέσουμε να εμπλέξουμε ντόπιο κόσμο στην υπόθεση του αγώνα μας κλπ., κάναμε την εκδήλωση στο ΚΑΠΗ της περιοχής.
Η εκδήλωση πήγε καλά, ανταποκρίθηκαν περίπου 80 άνθρωποι, ανάμεσα τους κάποιοι πακιστανοί μετανάστες, ο κόσμος συμμετείχε στη συζήτηση κι έκανε προτάσεις, εννοείται ότι δεν εμφανίστηκαν χρυσαυγίτες (εξάλλου, μετά από συμβουλή συντρόφων, σε όλες τις προκηρύξεις μας βάζαμε ως μότο, το αλεξινάζισμο –όπως λέμε: αλεξικέραυνο–: «για μια περίθαλψη χωρίς αποκλεισμούς φυλής, φύλου, έθνους, εισοδήματος κλπ.», σύνθημα άλλωστε που υπερασπιζόμαστε στην πράξη μέχρι τέλους. Στο τέλος, τέθηκε σε ψηφοφορία ένα ψήφισμα με εννέα σημεία / αιτήματα, που είχε ως προμετωπίδα του το εφημεριακό ζήτημα, και 11 κάτοικοι ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμά μας να φτιάξουμε μια Πρωτοβουλία αγώνα υγειονομικών και κατοίκων, εργαζόμενοι, συνταξιούχοι, νοικοκυρές, ένα μέλος της πακιστανικής κοινότητας, κάποιοι συγγενείς υγειονομικών και δύο δημοτικοί σύμβουλοι της αντιπολίτευσης.
Στην πρώτη συνάντηση της Πρωτοβουλίας Αγώνα, τέθηκαν οι όροι λειτουργίας της: ότι δηλαδή υγειονομικοί και κάτοικοι από κοινού θα αποφασίζουμε για όλα τα ζητήματα. Τονίστηκε, επίσης, από εμάς τους υγειονομικούς ότι μας ενδιαφέρει το πλαίσιο των ζητημάτων που θα μας απασχολήσουν να μην αφορά μόνο ζητήματα / αιτήματα προς την εξουσία, που είναι υπεύθυνη για το κέντρο υγείας (διοίκηση νοσοκομείου, υπουργείο υγείας κλπ.), αλλά και ζητήματα που αφορούν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι χρήστες των υπηρεσιών του κέντρου υγείας κατά την πρόσβαση τους σε αυτό: ζητήματα δηλαδή συμπεριφοράς του προσωπικού, εσωτερικής λειτουργίας του κέντρου υγείας, χρηματισμού γιατρών κλπ. Φυσικά, μιας και δεν αποτελούσαμε μια ομοιογενή διαδικασία ως ομάδα εργαζομένων, υπήρχαν διαφωνίες σε σχέση με αυτό: «να μη βγάλουμε τα εσωτερικά μας προς τα έξω», «να μην πλακωνόμαστε μεταξύ μας» κλπ. Ωστόσο, οι περισσότεροι από εμάς, με την κίνησή μας να απευθυνθούμε στους χρήστες των υπηρεσιών μας, αφενός θέλαμε να ζητήσουμε συμμάχους για να θέσουμε και τα εσωτερικά προβλήματα του κέντρου υγείας, που δεν ήταν προσωπικά μας προβλήματα, αλλά προβλήματα που αφορούσαν κυρίως τους χρήστες των υπηρεσιών του, αφετέρου γνωρίζαμε ότι για να κερδίσουμε την υποστήριξη των ασθενών και των ντόπιων, θα πρέπει αυτοί να πιστέψουν ότι ο όποιος αγώνας δώσουν, θα έχει άμεσο αντίκτυπο και αποτελέσματα στην καθημερινότητά τους. Φυσικά, όλα αυτά ήταν από την αρχή υπό διαπραγμάτευση και δεν θα μπορούσαν να γίνουν από τη μια μέρα στην άλλη –αν και τώρα, ένα χρόνο μετά, τα πράγματα έχουν ξεκαθαρίσει σε κάποιο βαθμό. Τελικά, για να επιστρέψουμε, προτάθηκε ένα πλάνο δράσης και μπήκαν προτεραιότητες για τη δουλειά της Πρωτοβουλίας.
Πρώτη προτεραιότητα ήταν η ενημέρωση των κατοίκων για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε και τις λύσεις που προτείνουμε. Στη σχετική συζήτηση, φάνηκε ξεκάθαρα ότι ακόμα και μέλη της Πρωτοβουλίας Αγώνα, αγνοούσαν ποιες ακριβώς υπηρεσίες προσφέρει το κέντρο υγείας, πράγματα δηλαδή της καθημερινής του λειτουργίας όπως π.χ. τι ώρες λειτουργεί, πότε εξυπηρετούνται τα έκτακτα περιστατικά και πότε τα χρόνια κλπ. (Αυτό το πράγμα έχει ενδιαφέρον, επειδή κατά καιρούς πολλοί από αυτούς που θέλουν να παλέψουν το ζήτημα της διαχείρισης της υγείας και της ασθένειας από το κεφάλαιο, το θέτουν με εντελώς ιδεολογικούς και αφηρημένους όρους στη βάση ιστορικών παραδειγμάτων, συνήθως στη βάση της εμπειρίας του αντιψυχιατρικού κινήματος της δεκαετίας του 60, παραβλέποντας τη σοβαρή έλλειψη της πληροφορίας των χρηστών των υπηρεσιών περίθαλψης –και άρα την τρομερή ασυμμετρία στη γνώση μεταξύ αυτών και των υγειονομικών– ακόμα και για στοιχειώδη πράγματα. Κι έτσι, αντί να πιάσουν τα πράγματα από τη ρίζα τους, από το πώς εκδηλώνεται συγκεκριμένα το φαινόμενο της υγείας / ασθένειας σήμερα εστιάζουν, αντίθετα, στα ζητήματα που είχαν τεθεί στο παρελθόν (γι’ αυτό σχεδόν κατά κανόνα αποτυγχάνουν να εξελίσσονται σε κάτι παραπάνω από ένα φιλολογικό κύκλο, ή ένα group therapy). Επιλέχθηκε λοιπόν, να συνταχτεί ένα κείμενο που να αναφέρει αφενός ποιος ακριβώς είναι ο ρόλος του κέντρου υγείας και αφετέρου το ψήφισμα / πλαίσιο πάλης αγώνα με αιτήματα που ξανασυζητήθηκαν και διαμορφώθηκαν περαιτέρω από κοινού. Κι αυτό το κείμενο να λειτουργήσει και σαν ενημερωτικό φυλλάδιο για τους κατοίκους της περιοχής, αλλά και να ζητηθεί η υπογραφή όσων συμφωνούσαν με το πλαίσιο αγώνα, ώστε όταν συλλέξουμε ένα εύλογο αριθμό υπογραφών, να απευθυνθούμε στην διοίκηση του νοσοκομείου, στο οποίο υπάγεται το κέντρο υγείας και να διεκδικήσουμε τα αιτήματα που θέσαμε. Αυτά τα δύο κείμενα μεταφράστηκαν στα urdu. Θα αναρωτηθεί κάποια γιατί δεν προχωρήσαμε σε πιο δραστικές κινητοποιήσεις αντί να ξεκινήσουμε με συλλογή υπογραφών; Οι λόγοι είναι δύο. Ο πρώτος είναι ότι, καταρχήν, οι αγώνες πρέπει να δίνονται με υπομονή, βήμα-βήμα και με σταδιακή κλιμάκωση των μεθόδων και των μέσων αντιπαράθεσης. Αν το υποκείμενο του αγώνα ήταν οι ιδεολογικοί και πολιτικοί μας φίλοι, δεν θα χρειαζόταν να ξεκινήσουμε συλλέγοντας υπογραφές, μπορούσαμε να πάμε κατευθείαν σε πιο δυναμικά πράγματα. Οι πολιτικές μορφές οφείλουν να έχουν την εμπειρία να αντιλαμβάνονται κάθε στιγμή το βαθμό ωρίμανσης της ανταγωνιστικής υποκειμενικότητας και των αντικειμενικών συνθηκών. Εκτιμούμε ότι η σύνθεση αυτών των παραμέτρων (και πολλών άλλων φυσικά), πρέπει να καθορίζει τη γενικότερη στρατηγική και τις επιμέρους τακτικές που θα επιλέγονται κάθε στιγμή σε ένα αγώνα.
Για να μην τα πολυλογώ, σε ένα διάστημα δύο μηνών συλλέχθηκαν περίπου 6000 υπογραφές, αριθμός καθόλου ευκαταφρόνητος (δοκιμάστε να συλλέξετε έστω και 10 υπογραφές με ένα δικό σας κείμενο για να κατανοήσετε τι σημαίνει αυτό), και οι αντικειμενικοί στόχοι της δράσης αυτής επιτεύχθηκαν, αφού μια ολόκληρη περιοχή με ένα φάσμα πληθυσμού περίπου 40.000 ανθρώπων, έμαθε και άρχισε να συζητά το ζήτημα των υπηρεσιών περίθαλψης και των προβλημάτων του κέντρου υγείας. Στα τέλη του περασμένου Μάρτη, μια ομάδα από την Πρωτοβουλία εξουσιοδοτήθηκε να καταθέσει στο γραφείο της διοίκησης του νοσοκομείου τις υπογραφές, διαπραγματευόμενη ταυτόχρονα τα αιτήματα που είχαμε θέσει.
Εδώ ανοίγουν ένα σωρό ζητήματα που το κίνημα δεν τα πιάνει ποτέ, όπως για παράδειγμα, πώς πας ως εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπος (κι όχι αντιπρόσωπος) ενός αριθμού ανθρώπων να διαπραγματευτείς κάποια πράγματα με την εκάστοτε εξουσία, αλλά δεν είναι της παρούσης για να τα συζητήσουμε (αυτά τα ζητήματα ωστόσο δεν είναι άνευ σημασίας: θυμάμαι για παράδειγμα σε μια απεργία του ΣΒΕΟΔ με αίτημα την αναγνώριση της ειδικότητας του «κούριερ/ εξωτερικού υπαλλήλου», την έκδηλη αμηχανία εργαζομένων με δίκυκλο και αλληλέγγυων, όταν μια επιτροπή του σωματείου ανέβηκε στο υπουργείο εργασίας για να θέσει το αίτημα και να συζητήσει με τον υπουργό). Η διοίκηση του νοσοκομείου φέρθηκε όπως φέρονται συνήθως οι εγκάθετοι της κάθε εξουσίας, δηλαδή κάποια αιτήματα δεσμεύτηκε να τα ικανοποιήσει (και πράγματι τα ικανοποίησε μετά από κάποιο διάστημα), κάποια ζήτησε-χρόνο για να τα διαπραγματευτεί και κάποια τα απέρριψε εκ των προτέρων δηλώνοντας μη-αρμοδιότητα. Εννοείται ότι τα συνήθη φληναφήματα του στυλ «έχουμε μια τόσο τρομερή κρίση, τι ζητάτε», κλπ, που είχαμε προβλέψει ότι θα ακούσουμε, είχαμε παράλληλα προβλέψει πως θα τα αντιμετωπίσουμε.
Το βέβαιο είναι ότι γνωρίζαμε εξαρχής ότι λίγα πράγματα θα καταφέρναμε με τη συλλογή υπογραφών σε σχέση με το αποτέλεσμα που επιδιώκαμε. Ωστόσο όπως έγραψα και πιο πάνω ήταν ένα απαραίτητο πρώτο βήμα που έπρεπε να γίνει, για «να εξαντλήσουμε όλες τις προσπάθειες διαλόγου» και να γίνει κατανοητό σιγά-σιγά καταρχήν στα μέλη της Πρωτοβουλίας Αγώνα κι έπειτα στον υπόλοιπο κόσμο, ότι άλλες μέθοδοι χρειάζονται εδώ.
Δώσαμε ένα εύλογο διάστημα στο διοικητή του νοσοκομείου για να ικανοποιήσει ότι υποσχέθηκε και παράλληλα προετοιμαστήκαμε για πώς θα προχωρήσουμε. Όπως είπα και πριν, δύο από τα εννέα αιτήματα μας ικανοποιήθηκαν, για τα άλλα περιμέναμε μάταια για κάνα δίμηνο χωρίς ανταπόκριση, στο μεταξύ μας δηλώθηκε ότι η διοίκηση του νοσοκομείου θα άλλαζε, πράγμα που σήμαινε ότι δεν μπορούσαμε να πιέσουμε τον συγκεκριμένο άνθρωπο, άρα θα έπρεπε να περιμένουμε να αντικατασταθεί για να διαπραγματευτούμε εκ νέου με τον επόμενο. Έτσι έφυγε το περυσινό καλοκαίρι, ενώ ταυτόχρονα και ως ομάδα εργαζομένων και ως Πρωτοβουλία Αγώνα προσπαθούσαμε να συζητήσουμε τα εσωτερικά ζητήματα του κέντρου υγείας. Στο μεταξύ, ανακοινώθηκε το σχέδιο για τη «μεταρρύθμιση της πρωτοβάθμιας υγείας», που ένα κομμάτι του αφορά το δεύτερο κύμα κινητικότητας / διαθεσιμότητας εργαζομένων στην περίθαλψη, παράλληλα με το κλείσιμο των δομών υγείας. Πράγμα που έβαζε σε άλλη βάση τα ζητήματα που είχαμε μπροστά μας.
Παράλληλα εκείνη την περίοδο, προς τα τέλη δηλαδή του περασμένου Σεπτέμβρη κι ενώ η απεργία των καθηγητών ηττούνταν, μια ομάδα κατοίκων της περιοχής, μέλη οι περισσότερες κι οι περισσότεροι ενός συλλόγου γονέων που είχαν σταθεί αλληλέγγυοι στον αγώνα των καθηγητών, βγάζοντας το συμπέρασμα ότι η απεργία των καθηγητών ηττήθηκε –όπως κι όλοι οι αγώνες μέσα στην κρίση–, επειδή δεν είχε την αλληλεγγύη των υπόλοιπων εκμεταλλευόμενων, έκανε ένα κάλεσμα στο ΚΕΠ της περιοχής για να συζητηθούν ανοιχτά τα προβλήματα των διάφορων κλάδων και υπηρεσιών και τι μπορεί να γίνει συλλογικά. Η ομάδα εργαζομένων στο κέντρο υγείας ήμασταν από αυτούς που καλεστήκαμε, μιας που η δράση μας ήταν γνωστή στην περιοχή. Στην πρώτη συνέλευση που έγινε στο ΚΕΠ, με 80 ανθρώπους παρόντες, εργαζόμενους, ανέργους, συνταξιούχους κλπ., το κλίμα ήταν αντίστοιχο των πλατειών του Ιούνη του 2011, σε μια περιοχή που δεν τον είχε ζήσει εκείνη την περίοδο: οι καθηγητές αξιολογούσαν την πρόσφατη απεργία τους και την κατάσταση του σχολείου σήμερα, ο καθένας και η καθεμιά έλεγε τον πόνο του, εμείς ως ομάδα εργαζομένων καταθέσαμε την εμπειρία αγώνα που είχαμε μέχρι τότε.
Στην επόμενη συνέλευση, και εκτιμώντας ότι ένα τόσο ετερόκλητο πλήθος ανθρώπων για να συνεχίσει να βρίσκεται πέρα από τις συζητήσεις θα πρέπει να αγωνιστεί για κάτι χειροπιαστό που θα αφορά όλους τους παριστάμενους κατοίκους και θα μπορεί να τους ενώσει, κι εφόσον το ζήτημα της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας σύμφωνα με τις εξαγγελίες του Γεωργιάδη θα έμπαινε πολύ σύντομα στην καρδιά της επικαιρότητας, προτείναμε, στην τρίτη συνέλευση, που θα γινόταν στις 28 Οκτωβρίου να συζητηθεί κατ’ αποκλειστικότητα αυτό το ζήτημα. Πώς θα επηρεάσει δηλαδή η λεγόμενη «μεταρρύθμιση της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας» τις υπηρεσίες περίθαλψης στην περιοχή μας και τι μπορούμε να κάνουμε για να προετοιμαστούμε εν όψει αυτών που έρχονται.
Πράγματι, στις 28 Οκτωβρίου ενώπιον 110 ανθρώπων, συζητήθηκε το ζήτημα των υπηρεσιών περίθαλψης και προτάθηκε ως πρώτο βήμα μια συγκέντρωση διαμαρτυρίας στο Κέντρο Υγείας, μετάβαση στο νοσοκομείο και διαμαρτυρία στην υποδιοικήτρια του Γ.Ν. Θήβας, τόσο επειδή αυτή άρχισε ξανά να παίζει παιχνίδια με τις εφημερίες («περικοπές»), πράγμα που συνδέσαμε άμεσα με το επικείμενο λουκέτο στο κέντρο υγείας, όσο και για να ξεκαθαρίσει τα σχέδια της εξουσίας σε σχέση με το μέλλον που επιφυλάσσει στις δομές υγείας της περιοχής μας (υπάρχει κι ένα ΙΚΑ στην περιοχή).
Αντιγράφουμε:
Πάνω από 300 χρήστες των υπηρεσιών του Κέντρου Υγείας Σχηματαρίου, κυρίως άνεργοι και συνταξιούχοι, βρέθηκαν στη συγκέντρωση που διοργάνωσε η Ανοιχτή Συνέλευση Αγώνα για την Περίθαλψη στο Δήμο Τανάγρας, για να διεκδικήσουν ασφαλές πρόγραμμα εφημέρευσης των γιατρών και να διαμαρτυρηθούν για τα επικείμενα σχέδια του υπουργείου υγείας που επιφυλάσσει είτε κλείσιμο των δομών υγείας στη περιοχή, είτε μετατροπή τους σε «οικογενειακά ιατρεία», δηλαδή απολύσεις προσωπικού, αλλαγή των εργασιακών σχέσεων των γιατρών και μετατροπή τους σε ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Ωστόσο, η υποδιοικήτρια του ΓΝΘήβας, γνωρίζοντας από πριν για την επικείμενη διαμαρτυρία, βρέθηκε στο Κέντρο Υγείας, και εκεί για 3 ώρες ήρθε αντιμέτωπη με την οργή των χρηστών υπηρεσιών υγείας και για την πολιτική που εφαρμόζει. Συνταξιούχοι, άνεργοι και εργαζόμενοι, μέλη της Συνέλευσης Αγώνα και κάτοικοι, την έθεσαν ενώπιον των ευθυνών της με τρόπο, που δεν της επέτρεψε να παίζει τα γνωστά πολιτικά παιχνίδια, διαχείρισης και κοροϊδίας του κόσμου, που ξέρουν να παίζουν τα ανθρωπάκια της εξουσίας, όταν βρίσκουν απέναντί τους μεμονωμένους ανθρώπους. Όπως κάθε ανθρωπάκι του είδους της, το μόνο που γνώριζε να επαναλαμβάνει συνεχώς ήταν «δεν μου επιτρέπει ο προϋπολογισμός να ικανοποιήσω το αίτημά σας», «τα οικονομικά νούμερα είναι αμείλικτα», κάνοντας φανερό στους ηλικιωμένους ανθρώπους, που πρώτη φόρα βρέθηκαν φάτσα με φάτσα με μια εντεταλμένη της κεντρικής εξουσίας, πόσο οι άνθρωποι αυτοί και οι πολιτικές που εκφράζουν μετράνε τις ανθρώπινες ζωές και πόσο μετράνε την πειθαρχία στα λογιστικά της υπηρεσίας που τοποθετήθηκαν.
Όταν μετά από 2,5 ώρες σηκώθηκε να φύγει από την αίθουσα και από την πίεση του κόσμου, η πόρτα κλειδώθηκε, οι είσοδοι του κέντρου υγείας ήταν αποκλεισμένοι από τον κόσμο και μόνο η συνείδηση αυτού του κόσμου ότι πρόκειται μόνο για το πρώτο βήμα του αγώνα και η παρουσία όλων των ειδών μπάτσων (8 ΟΠΚΕ, 2 περιπολικά, ασφαλίτες) της επέτρεψαν να μεταβεί σε άλλη αίθουσα του Κέντρου Υγείας.
Επί της ουσίας, η υποδιοικήτρια δεν απάντησε σε κανένα από τα θέματα που της τέθηκαν, αρνήθηκε να δεσμευτεί για την άρση της περικοπής του προγράμματος εφημέρευσης, κάνοντας μόνο ελάχιστες υποχωρήσεις. Επίσης, στην ουσία δεν είπε τίποτα για τα σχέδια του κράτους σε σχέση με το τι θα γίνει με τις δομές υγείας στην περιοχή 1.
Εκτιμώντας ότι η κινητοποίηση μας δεν ήταν καλά οργανωμένη, αποφασίσαμε να οργανώσουμε ως Ανοιχτή Συνέλευση για την Περίθαλψη (στην οποία συμμετέχουν τόσο η Πρωτοβουλία Αγώνα Υγειονομικών και κατοίκων, όσο και οι «Πολίτες Εν Δράσει») μια δεύτερη κινητοποίηση σε 15 ημέρες στο Γ.Ν. Θήβας. Πράγματι, σε 15 ημέρες οργανώσαμε μια δεύτερη διαμαρτυρία, η οποία είχε λιγότερο κόσμο από την πρώτη και 60 άνθρωποι, όπως είχαμε καταρχήν αποφασίσει, μεταβήκαμε στο Γ.Ν. Θήβας. Αντιγράφω:
Στην κύρια είσοδο του νοσοκομείου, μας περίμενε αστυνομική δύναμη, για να μας εμποδίσει με το πρόσχημα ότι «θα διασαλεύσουμε την τάξη». Μερικές δεκάδες συνταξιούχοι και ασθενείς, με τόσα προβλήματα υγείας, που το μόνο που ήθελαν ήταν να διαμαρτυρηθούν για τη μοίρα που επιφυλάσσει η εξουσία στο δικαίωμα τους στην περίθαλψη, βρήκαν απέναντί τους πάνοπλους αστυνομικούς.
Παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις μας να μας αφήσουν να περάσουμε, η αστυνομία δεν υποχωρούσε. Έτσι κι εμείς, ασκώντας το δικαίωμα μας στην άμυνα, συγκρουστήκαμε μαζί τους και καταφέραμε να μπούμε μέσα στον κεντρικό διάδρομο του νοσοκομείου, όχι όμως και στο διάδρομο που οδηγούσε στο γραφείο της υποδιοικήτριας.
Αυτό μας επέτρεψε να εφαρμόσουμε την απόφαση που είχαμε πάρει, να κλείσουμε για δύο ώρες τα ταμεία του νοσοκομείου, επιτρέποντας στους ασθενείς να εξετάζονται χωρίς εισιτήριο και να μην πληρώνουν για τον εργαστηριακό και τον ακτινολογικό έλεγχο που είχαν ανάγκη. Έστω και γι’ αυτό το χρονικό διάστημα, κάναμε πραγματικότητα το δικαίωμα σε μια δωρεάν υγεία.
Ταυτόχρονα, μια επιτροπή 7 ανθρώπων ανέβηκε μέχρι το γραφείο της υποδιοικήτριας η οποία, βασιλικότερη του βασιλέως και αποθρασυμμένη τελείως από την παρουσία και τη στάση της αστυνομίας, μας άφησε, χωρίς ίχνος σεβασμού, να περιμένουμε για μία περίπου ώρα, πριν μας δεχτεί, βάζοντας, μάλιστα, ως όρο για τη συζήτηση να μην υπάρχουν κάμερες μέσα στο γραφείο της. Είναι προφανές ότι δεν ήθελε ο κόσμος να μάθει τα γελοία επιχειρήματα με τα οποία δικαιολογεί τις παράνομες και άδικες αποφάσεις της. Αφού η υποδιοικήτρια επαναλάμβανε σαν μαγνητόφωνο αυτά που της έχουν μάθει να λέει τα αφεντικά της, ότι δηλαδή δεν υπάρχουν λεφτά για την υγεία, αλλά μόνο για τους δανειστές, χωρίς ούτε μια στιγμή να δώσει μια απάντηση στις ερωτήσεις που τις κάναμε, αποφασίσαμε να φύγουμε και να κατευθυνθούμε στην εισαγγελία της Θήβας.
Εκεί αντιμετωπίσαμε την ίδια κατάσταση: η εισαγγελέας, αγνοώντας την κατάσταση που της εκθέσαμε και τις ευθύνες που έχει γνωρίζοντας το γεγονός ότι δε διώκει έναν άνθρωπο, που ολοφάνερα εκθέτει σε κίνδυνο τις ζωές των ασθενών, μας απέδειξε τη συμπαιγνία μεταξύ όλων των εξουσιών του κράτους ενάντια σε εργαζόμενους, ανέργους, συνταξιούχους, φτωχούς. Μια στάση πλήρους και απόλυτης αδιαφορίας 2.
Όποια ή όποιος έχει εμπειρία κοινωνικών αγώνων μπορεί εύκολα να καταλάβει τη σημασία του να συγκρούονται με τους μπάτσους άνεργοι, συνταξιούχοι και εργαζόμενοι στην υγεία για ένα αξιοπρεπές δικαίωμα στην περίθαλψη, χωρίς να έχουν πίσω τους ούτε κόμματα, ούτε συνδικάτα, ούτε δημάρχους, ούτε τίποτα –και δεν θα πούμε τίποτα άλλο επ’ αυτού. Παρόμοιας σημασίας αποτελεί το γεγονός οι ίδιοι άνθρωποι να κλείνουν τα ταμεία των νοσοκομείων, μια πρακτική που ξεκίνησε το Δεκέμβρη του 2008 και κάποιοι από εμάς είχαμε βάλει από τότε το ζήτημα3 ότι μια τέτοια πρακτική που σπάει έμπρακτα τον κοινωνικό αυτοματισμό, πρέπει να περάσει στους εργαζόμενους στην περίθαλψη κι όχι να μείνει στους στενούς κύκλους των οργανωμένων πολιτικά.
Τέλος πάντων, ίσως είναι πολλά που πρέπει να ειπωθούν ακόμα. Τη στιγμή που γράφεται αυτό το κείμενο, αρχές Μάρτη του 2014, είμαστε σε αναμονή δημοσίευσης του ΦΕΚ για αντικατάσταση της υποδιοικήτριας του Γ.Ν. Θήβας, πράγμα που είναι ολοφάνερο ότι σχετίζεται άμεσα με τα παραπάνω. Η επίθεση στο ΙΚΑ είναι στη φάση της ολοκλήρωσής της, η επίθεση στα κέντρα υγείας έχει καθυστερήσει για ένα εξάμηνο, άρα είμαστε σε αναμονή των εξελίξεων στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας. Είναι προφανές ότι οι αλλαγές που γίνονται θα μας επηρεάσουν άμεσα, αφού η δουλειά μας, λόγω του λουκέτου στο ΙΚΑ της περιοχής, έχει εντατικοποιηθεί ακόμα περισσότερο. Οπότε όλα συνεχίζονται, δεν είναι όμως όλα στην αρχή.
Νομίζω ότι θα χουμε την ευκαιρία να τα ξαναπούμε, προκειμένου να εξάγουμε και κάποια συμπεράσματα από το σύνολο των εμπειριών που έχουν κατατεθεί.
Σημειώσεις:
2 Από εφημερίδα τοίχου που τοιχοκολλήσαμε ως Ανοιχτή Συνέλευση στα χωριά της περιοχής για να ενημερώσουμε για την κινητοποίηση.
3 Στην μπροσούρα Remember December, fight now! και στο κείμενο απολογισμού της Συνέλευσης για την Υγεία υπάρχει ήδη αυτή η ιδέα.
Υποβολή απάντησης