Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε το Φεβρουάριο του 2014 ως συνεισφορά σε μια εσωτερική διεργασία αναστοχασμού της αυτονομίας των πανεπιστημίων στη Θεσσαλονίκη σχετικά με τον αγώνα που δίνεται στη λέσχη του ΑΠΘ. Ο αγώνας αυτός έχει ως βασικές του αιχμές την ελεύθερη είσοδο στη λέσχη για όλους και όλες (φοιτητές και μη) χωρίς αποκλεισμούς, την καλύτερη ποιότητα και τη μη υποτίμηση/εντατικοποίηση των εργαζομένων και μετράει ήδη αρκετά χρόνια ζωής. Το κείμενο δημοσιεύεται σε επόμενο χρόνο με την ελπίδα να τροφοδοτήσει σχετικές συζητήσεις του ευρύτερου κινήματος.
5/2014
Τι έχει συμβεί μέχρι εδώ
Καθώς ο αγώνας της λέσχης φαίνεται να χρειάζεται το πέρασμα σε μια νέα φάση είναι χρήσιμο να αποτιμήσουμε τη μέχρι τώρα πορεία, να αξιολογήσουμε τις επιτυχίες και να ψηλαφίσουμε τα όρια που συναντάμε, να σκιαγραφήσουμε τρόπους να εξελίξουμε την πρακτική μας. Αυτά λοιπόν που καταφέραμε [1] τους τελευταίους μήνες είναι πολλά και όχι ασήμαντα. Από την αρχή της χρονιάς φάνηκε ότι η επίθεση των αφεντικών στη λέσχη επρόκειτο να ενταθεί. Απέναντι σε αυτό καταφέραμε και καταφέρνουμε να στεκόμαστε χωρίς να μπορούν απλά να μας πάρουν παραμάζωμα, να μας αγνοήσουν. Αποτυγχάνουν να μας απομονώσουν και να μας καταστείλουν και αυτό φάνηκε τη μέρα που έκλεισαν τη λέσχη [2]. Οι γραμμές της αλληλεγγύης πύκνωσαν και αντέχουν. Δεν είναι αμελητέο. Για την ακρίβεια είναι η πρώτη φορά που διεξάγουμε μέσα στο πανεπιστήμιο έναν αγώνα διαρκείας για λογαριασμό μας (όχι ως αλληλεγγύη σε άλλους αλλά όντας εμείς τα υποκείμενα του αγώνα) με συνέπεια και συνέχεια, και όπου καταφέρνουμε να ορίζουμε εμείς τους ρυθμούς και τα πεδία της αντιπαράθεσης, όπου έχουμε τη δυνατότητα κάθε συλλογικότητα να αναδείξει τα περιεχόμενά της απεμπλεγμένη από μεθοδεύσεις καπελώματος και χειραγώγησης. Μπορούμε ακόμη να χαρούμε με το γεγονός ότι για πρώτη φορά και με πολλές φωνές αναδείξαμε σαν κυρίαρχο σημείο ενός αγώνα την κριτική στη συντεχνιακή λογική των φοιτητών, το ζήτημα του ξεπεράσματος των διαχωρισμών χωρίς να είναι ιδεολογία [3] ή βερμπαλισμός [4] αλλά συνυφασμένο με μια απτή πρακτική πρόταση που απαντά άμεσα στις ανάγκες όποιου επιλέξει να εμπλακεί στον αγώνα ανεξαρτήτως της κοινωνικής του ταυτότητας. Δεν έχει ξαναγίνει εδώ και πολύ καιρό φοιτητές να θέτουν κεντρικά και να προσπαθούν να τεκμηριώσουν γιατί η λέσχη πρέπει να είναι κοινωνική και όχι φοιτητική. Αυτό που συνέβαινε είναι αυτό που υπάρχει στους λόγους της αριστεράς για το ζήτημα: επικέντρωση στο ζήτημα της δωρεάν σίτισης των φοιτητών και σιωπή ή μόνο ακροθιγώς αναφορά για άλλα υποκείμενα, τα οποία μπορεί να έτρωγαν στη ζούλα αλλά ποτέ δεν έρχονταν στο φως. Μάλιστα καταφέραμε να κάνουμε το λόγο μας ορατό σε βαθμό που να αναγκαστεί και η εξουσία να μιλήσει γι’ αυτό. Δεν είναι τυχαίο ότι στο mail που ανακοίνωσε το κλείσιμο της λέσχης μέσα στην εξεταστική, το ΔΣ ερμήνευσε το ξήλωμα των τραπεζιών στην είσοδο ως προσπάθεια υπεράσπισης της σίτισης και μη φοιτητών και όχι ως προσπάθεια υπεράσπισης σίτισης όλων των φοιτητών (και μόνο). Πράγματι θέλαμε το πρώτο όσο κι αν η αριστερά την επόμενη μέρα ισχυριζόταν ενώπιον του προέδρου του ΔΣ κυρίως το δεύτερο. Η διαφορά είναι λεπτή, αλλά όχι και τόσο. Τι συμβαίνει λοιπόν; Γιατί ενώ υπάρχουν όλες αυτές οι ποιότητες αποτυγχάνουμε να επιβάλλουμε τελεσίδικα το συσχετισμό και όταν δεν υπάρχουμε εμείς οι έλεγχοι συνεχίζονται; Το ζήτημα φυσικά δεν μπορεί να είναι τεχνικό. Δεν μπορεί να είναι ένα ζήτημα έντασης της προπαγάνδας ή της βίας, ούτε ένα ζήτημα ρουφιανιάς των φοιτητών. Με αυτά στο μυαλό ας κάνουμε μια απόπειρα να ψηλαφίσουμε τα όρια…
Τα όρια του αγώνα μας…
Το πιο σημαντικό όριο το οποίο συναντάμε και πρέπει να ξεπεράσουμε είναι το γεγονός ότι μέχρι στιγμής οι κοινότητες αγώνα μας αποτελούνται κυρίως από φοιτητές και οι άνθρωποι στους οποίους απευθυνόμαστε και καλούμε για κοινό αγώνα είναι οι δικαιούχοι: το mainstream φοιτητικό υποκείμενο που τρώει ήδη στη λέσχη. Είναι δηλαδή άνθρωποι που ως επί το πλείστον δε βρίσκονται αντιμέτωποι με υλικούς όρους με τον αποκλεισμό. Είναι φυσικά εξαιρετικής σημασίας να διαμορφωθεί ένα σεβαστό ρεύμα φοιτητών που θα κατανοήσουν τι συμβαίνει και θα τοποθετούνται ρητά ενάντια στους αποκλεισμούς γιατί χωρίς αυτό θα γίνουμε οι γραφικοί περιθωριακοί που λένε τις τρέλες τους και θα ανοίξει ο δρόμος για την κατασταλτική μας διαχείριση. Στο βαθμό όμως που κάποιος δεν έρχεται αντιμέτωπος υλικά με αποκλεισμούς, πολύ δύσκολα (αν δεν είναι πολιτικοποιημένος-οργανωμένος) θα κινητοποιηθεί ενεργά για να εμπλακεί σε μια κοινότητα αγώνα που θα τους πολεμήσει. Έτσι τα καλέσματά μας προς τους φοιτητές και τις φοιτήτριες θα έχουν μοιραία περιορισμένη ανταπόκριση όσο γίνονται με κεντρικό περιεχόμενο τους αποκλεισμούς μια και δε θίγονται άμεσα. Αυτό δε σημαίνει ότι θα πάμε πίσω αυτά που λέμε και θα αρχίσουμε τους λαϊκισμούς για να μαζέψουμε κόσμο. Απλά αυτή είναι η δυναμική της κατάστασης.
Ακόμη παραπέρα, όταν κάποιος έχει στην τσέπη του την κάρτα σίτισης όχι απλά δεν είναι αναμενόμενο να εμπλακεί για να πολεμήσει τον έλεγχο. Δεν είναι καν αναμενόμενο το να αρνηθεί να δείξει την κάρτα σίτισης όταν του ζητηθεί. Αυτό στη μεγάλη πλειοψηφία δεν έχει να κάνει με ρουφιανιά αλλά με το ότι όταν το θέμα τού να πάρει θέση δεν του τίθεται απτά και υλικά, τότε του είναι σχετικά εύκολο να μην πάρει θέση. Να περάσει εξίσου εύκολα και αδιάφορα την πόρτα όταν έχει παρέμβαση και όταν γίνεται έλεγχος. Να μη δώσει και πολύ σημασία σε εμάς και τα κείμενά μας ή στο φύλακα και τις εντολές του. Όσο μπορεί να συνεχίζει να τρώει, του είναι εύκολο να μη νοιαστεί μιας και “στη δημοκρατία μπορεί ο καθένας να έχει τη γνώμη του” κλπ. Η δημοκρατία είναι κυρίως αυτό: το δικαίωμα να παραμένεις αδιάφορος.
Όλη λοιπόν η φασαρία και η προπαγάνδιση που κάνουμε δεν πρέπει να έχουμε την αυταπάτη ότι θα δημιουργήσει χιλιάδες αρνητές επίδειξης κάρτας σίτισης. Όχι τουλάχιστον άμεσα, χωρίς να μεσολαβήσουν γεγονότα που θα τους θέσουν υλικά την ανάγκη να πάρουν θέση. Έχει άλλους στόχους, εξίσου σημαντικούς. Κατ’ αρχάς να διεμβολίσει τον κοινωνικό κανιβαλισμό και να καταστήσει τη λέσχη φιλικό έδαφος προς μη φοιτητές με όρους κοινωνικότητας. Αν είσαι μετανάστης π.χ. και όταν είσαι στην ουρά βλέπεις τους μισούς φοιτητές να σε στραβοκοιτάνε σε στυλ “μας παίρνεις τις δουλειές, μας παίρνεις και το φαΐ”, τότε μπορεί και να φύγεις. Αν πάλι βλέπεις χαμόγελα και φιλικά βλέμματα μάλλον μένεις. Το βασικό όμως είναι να προετοιμαστεί το έδαφος ώστε όταν οι φοιτητές θα κληθούν απτά και υλικά να πάρουν θέση, αυτή η θέση να μην είναι υπέρ του ελέγχου και εναντίον μας. Να κληθούν απτά και υλικά να πάρουν θέση, στην περίπτωσή μας σημαίνει να τους στερηθεί με κάποιον τρόπο η πρόσβαση στο φαγητό. Δεν έκανε π.χ. τίποτα περισσότερο η διοίκηση κλείνοντας τη λέσχη μες στην εξεταστική. Εγκάλεσε απτά και υλικά τους φοιτητές να πάρουν θέση εκτιμώντας ότι είχε τους συσχετισμούς να τους στρέψει εναντίον μας. Απ’ ότι φαίνεται η αποτύπωση του συσχετισμού ήταν τελικά εναντίον της, δηλαδή όλη η δουλειά που είχαμε κάνει το προηγούμενο διάστημα είχε αποτέλεσμα. Αν από την άλλη υπήρχε ένα μαζικό κίνημα φοιτητών και μη φοιτητών και ένας συντριπτικός συσχετισμός υπέρ της ελεύθερα προσβάσιμης λέσχης θα μπορούσε το κίνημα να εγκαλέσει τον κόσμο να πάρει θέση από την άλλη πλευρά: να κάνει αποκλεισμό και να αρνείται την είσοδο στη λέσχη σε όποιον αρνείται να καταστρέψει την κάρτα σίτισης του: θα ήταν το ανάλογο της περιφρούρησης απεργίας από τους απεργοσπάστες. Δεν είμαστε βέβαια σε αυτό το σημείο…
Το γεγονός τώρα ότι η απεύθυνση μας γίνεται κατά βάση προς τους δικαιούχους έχει άμεσο αντίκρισμα και στον τρόπο που γίνεται η συζήτηση και η αντιπαράθεση με τη διοίκηση. Στο βαθμό που οι κοινότητές αγώνα μας είναι κοινότητες κατά βάση φοιτητών, ο αγώνας μας είναι περισσότερο ιδεολογικός με την έννοια ότι περισσότερο καλούμε κάποιους που μπορούν να έχουν πάσο να πάρουν μια ιδεολογική θέση και να μην το δείξουν, παρά στοχεύουμε όσοι και όσες δεν μπορούν να έχουν πάσο να οργανωθούν και να αποκτήσουν την αυτοπεποίθηση για να περνάνε την πόρτα. Σ’ αυτό κομβικό ρόλο παίζει ότι τα μη φοιτητικά υποκείμενα για τα οποία μιλάμε είναι σε γενικές γραμμές απόντα. Κι αν όχι απόντα ως δείγμα (γιατί φυσικά πολλοί και πολλές από εμάς έχουμε πολλαπλές ταυτότητες και επίσης κάποιοι/ες μη φοιτητές τρώνε στη λέσχη επωφελούμενοι από τους αποκλεισμούς μας) σίγουρα απόντα σαν κοινότητες, λόγος και δημόσια πολιτική παρουσία. Αυτό έχει τη σημασία του γιατί φυσικά δε διαφεύγει της προσοχής της διοίκησης: είμαστε κατά βάση φοιτητές που εναντιώνονται ιδεολογικά στους αποκλεισμούς και που ένα μέρος μας τους αντιμετωπίζει και υλικά αλλά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα χωρέσει γιατί αφενός έχει την οργανωτική δύναμη να τους αμφισβητήσει για λογαριασμό του, αφετέρου είναι αρκετά μικρό πληθυσμιακά ώστε να μπορεί να ενσωματωθεί ως περιθώριο της κύριας λειτουργίας μιας κατά βάση φοιτητικής λέσχης χωρίς μεγάλο οικονομικό κόστος. Το πρόβλημα της διοίκησης δεν είναι οι πολιτικοποιημένες μειοψηφίες…
Γνωρίζοντας η διοίκηση ότι αυτά τα υποκείμενα έχει απέναντί της, αισθάνεται αυτοπεποίθηση γιατί ξέρει ότι λέγοντας ότι θα τρώνε “όλοι οι φοιτητές του ΑΠΘ” δεν υπάρχουν “εκεί έξω” συγκροτημένες πραγματικές κοινότητες άλλων υποκειμένων ικανές να υπερασπιστούν τον εαυτό τους απέναντί στους αποκλεισμούς και εναντίον της. Οι μόνες που υπάρχουν είναι κατά βάση φοιτητικές που τελικά μπορούν να ενσωματωθούν ακόμη και αν έχουν αντίθετη ρητορική. Για παράδειγμα κατά πάσα πιθανότητα δε θα είχε καθόλου το ίδιο ύφος ο λόγος της διοίκησης αν υπήρχε μια κοινότητα αγώνα μεταναστών που θα έτρωγε στη λέσχη και που θα έβγαινε να κατηγορήσει αυτό το “όλοι οι φοιτητές” ως ρατσιστικό, η μια κοινότητα ανέργων που θα έβγαινε να το κατηγορήσει ως ταξικά φορτισμένο και κοινωνικά ανάλγητο. Το να το κάνουμε εμείς ως φοιτητές δεν έχει το ίδιο βάρος γιατί εύκολα (και ως ένα βαθμό βάσιμα) μπορεί να μας κατηγορήσει ως διαχωρισμένη πολιτική γκρούπα που προτάσσει την ιδεολογία της αγνοώντας την πραγματικότητα των κοινωνικών σχέσεων. Έτσι όσο απουσιάζουν τα μη φοιτητικά υποκείμενα και ο λόγος τους, αυτό το “όλοι οι φοιτητές του ΑΠΘ” θα συνεχίσει να φαντάζει περισσότερο καθολικό και όχι και τόσο ρατσιστικό ή ταξικό.
…και το ξεπέρασμα τους
Να λοιπόν τι μας συμβαίνει: ενώ αυτό που θα θέλαμε είναι όσοι έχουν ανάγκη να φάνε, σε πρώτη φάση να αποκτήσουν την κουλτούρα και την αυτοπεποίθηση να περνούν την πόρτα και να αψηφούν τον έλεγχο μόνοι τους και σε δεύτερη φάση να οργανωθούν και να μιλήσουν συλλογικά και δημόσια γι’ αυτό, μετά τον πρώτο κύκλο του αγώνα βρισκόμαστε στο σημείο όπου οι μόνοι που έχουν αυτή την αυτοπεποίθηση είναι φοιτητές και από τους μη φοιτητές μόνο κάποιοι λίγοι πολιτικοποιημένοι. Έτσι έχουμε εγκλωβιστεί στο ρόλο της πρωτοπορίας-μεσολαβητή: ως οι ειδικοί του αγώνα να κρατάμε αδιαλείπτως την πόρτα ανοιχτή προκειμένου άλλοι που δε συμμετέχουν στον αγώνα να περνούν ελεύθερα. Και φυσικά αυτό σημαίνει μια τεράστια σπατάλη ενέργειας χωρίς μια αντίστοιχη προώθηση του ζητήματος σε ένα επίπεδο που η παρουσία μας πλέον να μην χρειάζεται.
Για να δούμε πώς θα μπορούσε το όριο να ξεπεραστεί, ας στοχαστούμε πάνω στο τι θα συνέβαινε αν έπαιρνε ενεργά μέρος στον αγώνα μία ή περισσότερες κοινότητες που θα αποτελούνταν ρητά και ξεκάθαρα από μη φοιτητικά υποκείμενα ή αν δημιουργούνταν μικτές κοινότητες αγώνα όπου όμως θα ήταν ξεκάθαρο ότι η παρουσία των φοιτητών δεν είναι καθόλου πλειοψηφική ή ηγεμονική πολιτικά… Τέτοιες κοινότητες αγώνα θα μπορούσαν να είναι κοινότητες μεταναστών, σωματεία ή εργατικές ομάδες, συνελεύσεις γειτονιάς, κοινότητες αγώνα ανέργων κλπ. Τι θα συνέβαινε λοιπόν αν μια τέτοια κοινότητα συμμετείχε, όχι με όρους πολιτικής αλληλεγγύης σε ένα φοιτητικό αγώνα αλλά άμεσα για τον εαυτό της επειδή θέλει να απαντήσει συλλογικά και αγωνιστικά στην καθημερινή ανάγκη της για φαγητό;
Το πρώτο που θα συνέβαινε (εκτός φυσικά από την κάλυψη των αναγκών των συμμετεχόντων) είναι ότι με μία και μόνη κίνηση χωρίς καμιά αναβάθμιση της βίας, ο έλεγχος στην είσοδο θα ήταν πρακτικά άκυρος χωρίς να απαιτείται καμιά περαιτέρω δική μας παρέμβαση. Αν η διοίκηση έχει στρέψει όλη της την προσπάθεια στον αποκλεισμό των μη φοιτητών, και εμφανίζεται μια κοινότητα μη φοιτητών που τη φτύνει στα μούτρα, το λέει δημόσια, καλεί και άλλους μη φοιτητές και περνάει καθημερινά την είσοδο τότε ο έλεγχος έχει καταρρεύσει. Όσες κάρτες σίτισης και να ελέγξει ο φύλακας, όσοι φοιτητές και να επιδείξουν την κάρτα τους, η κάρτα σίτισης έχει καταρρεύσει σαν σχέση γιατί αυτοί που στοχεύει να αποκλείσει, έχουν βρει τον τρόπο να περνάνε.
Το δεύτερο που θα συνέβαινε είναι ότι φυσικά η διοίκηση δε θα το άφηνε έτσι. Κατευθείαν θα ξεκινούσε η προσπάθεια απομόνωσης αυτής της μη φοιτητικής κοινότητας με σκοπό την κατασταλτική διαχείρισή της. Εκεί η παρουσία μας και ο κοινός αγώνας αποκτά ξανά τη σημασία του και η αλληλεγγύη θα έδειχνε τη δύναμη της γιατί θα ήταν οι κοινότητες των φοιτητών που θα έβγαιναν να υπερασπιστούν τους μη φοιτητές. Θα υπήρχε όμως και μία ποιοτικότατη αναβάθμιση: δε θα μιλάγαμε εμείς στο όνομα άλλων, δε θα ήμασταν ιδεολόγοι.-μεσολαβητές. Θα υπήρχαν πραγματικοί άνθρωποι με το λόγο τους και τις ζωές τους και πραγματικές σχέσεις και το ζήτημα της υπεράσπισής τους. Και οι κατά τα άλλα αδιάφοροι φοιτητές θα καλούνταν να πάρουν θέση όχι ιδεολογικά απέναντι σε ένα κείμενο για το “τι θα ήταν καλό να συμβαίνει” αλλά άμεσα και πρακτικά απέναντι σε πραγματικούς ανθρώπους. Και οι κόσμοι θα συναντιόνταν και θα συνέβαινε μια σύγκρουση από αυτές που έχουν νόημα…
Και το ερώτημα που αναδύεται εδώ είναι γιατί αυτή η συνάντηση φοιτητών-μη φοιτητών δεν έχει συμβεί ακόμα; Διάφοροι λόγοι μπορούν να αναζητηθούν. Ο πρώτος είναι ότι μέχρι στιγμής δεν τη μεθοδεύσαμε γιατί είχαμε ρίξει το βάρος της απεύθυνσής μας στο εσωτερικό του πανεπιστημίου και ειδικά στους φοιτητές. Αυτό ήταν σωστό και αναγκαίο σε πρώτη φάση γιατί η είσοδος μη φοιτητών στον αγώνα χωρίς πρώτα να έχει προηγηθεί μια προετοιμασία του εδάφους θα μπορούσε με δεδομένο το διάχυτο κοινωνικό κανιβαλισμό να οδηγήσει σε μία συντριπτική εναντίον μας πόλωση των φοιτητών όπου δε θα είχαμε καμιά ελπίδα. Πλέον όμως βρισκόμαστε σε εκείνο το σημείο που η σχετική προετοιμασία έχει κάνει τον κύκλο της και η συνέχιση της στο ίδιο μοτίβο δεν έχει να προσφέρει και πολλά καθ’ αυτή όσο ευφάνταστες μορφές προπαγάνδισης και αν βρούμε. Είναι η στιγμή που ή θα διερευνήσουμε δυνατότητες διεύρυνσης του αγώνα ή αυτός θα παραταθεί ανιαρά έως ότου ξεφουσκώσει.
Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με την απουσία σε μεγάλο βαθμό οργανωμένων αυτόνομων κοινοτήτων αγώνα των μη φοιτητικών υποκειμένων. Οι καλύτερες τέτοιες δομές που υπάρχουν είναι οι συνελεύσεις γειτονιάς και τα σωματεία βάσης και σ’ αυτές τις κατευθύνσεις θα είχε μεγάλη σημασία να γίνει μια διερεύνηση των δυνατοτήτων συνάντησης γύρω από έναν κοινό αγώνα για τη σίτιση. Αλλά από εκεί και πέρα οι δομές που υπάρχουν είναι ελάχιστες. Κοινότητες αδιαμεσολάβητου αγώνα ανέργων δεν υπάρχουν. Ούτε φυσικά αστέγων ή απόρων όπου οι μεσολαβήσεις της εκκλησίας και λοιπών φιλανθρώπων απορροφά τους κραδασμούς. Όσο για τους μετανάστες, ανάμεσα σε εμάς και τη δημιουργία μιας κοινότητας αδιαμεσολάβητου αγώνα μαζί τους στέκονται οι εθνικές διαιρέσεις μεταξύ τους, οι ηγέτες των θρησκευτικών και εθνικών τους κοινοτήτων, οι αριστεροί μεσολαβητές που έχουν υπό την “προστασία” τους τη μία ή την άλλη μεταναστευτική κοινότητα, τα κυκλώματα του οργανωμένου εγκλήματος που ελέγχουν τη διακίνηση και την εργασία τους, η γλώσσα, οι μπάτσοι που θα έρθουν να κάνουν ελέγχους χαρτιών έξω από τη λέσχη αν υπάρξει δικό τους κείμενο…
κοιτάζοντας στο background
Ο τρίτος όμως και ο κυριότερος λόγος που η συνάντηση φοιτητών και μη φοιτητών δεν έχει ξεκινήσει να διερευνάται ακόμη είναι οι ίδιοι μας οι εαυτοί. Το γεγονός ότι συνεχίζουμε να αγωνιζόμαστε ως φοιτητές. Ιδωμένο από μια άλλη σκοπιά το όριο που συναντάμε είναι το γενικό όριο πάνω στο οποίο συντρίφθηκαν όλοι σχεδόν οι αγώνες του τελευταίου κύκλου αγώνων από το 2010 και μετά. Σχεδόν όλοι τους γεννήθηκαν στην προσπάθεια των εκάστοτε αγωνιζόμενων να εξαιρεθούν από την αναδιάρθρωση ως κάτι ειδικό και διαφορετικό από τους υπόλοιπους που αξίζει να διασωθεί. Σχεδόν όλοι στη βάση του συντεχνιακού τους χαρακτήρα ήρθαν αντιμέτωποι κατά την εξέλιξη τους με το δίλημμα να διευρύνουν την κοινότητα αγώνα τους αρνούμενοι τις συντεχνιακές διεκδικήσεις ή να συνεχίσουν μέχρι τέλους ως συντεχνιακοί. Σχεδόν όλοι έκαναν το δεύτερο και φυσικά συντρίφτηκαν γιατί κανείς δεν πρόκειται να διασωθεί ως ιδιαίτερος και εξαιρετικός. Τι σχέση έχει αυτό με την περίπτωσή μας; Αρκετά μεγάλη. Στην περίπτωση μας συμβαίνει να έχουμε θέσει ως περιεχόμενο του αγώνα μας ένα επίδικο που μπορεί να αποτελέσει θεωρητικό και πρακτικό έδαφος συνάντησης και κοινού αγώνα με ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών υποκειμένων. Μάλιστα αυτό για το οποίο μιλάμε ήταν αυτό που συνέβαινε στη λέσχη (χωρίς βέβαια πολιτικό λόγο) μόλις τρία χρόνια πριν. Ένα πρώτο ερώτημα είναι: το εννοούμε πραγματικά ή το λέμε επειδή είναι ιδεολογικά σωστό και στην πράξη επιδιώκουμε να τρώνε απλώς όλοι οι φοιτητές και οι (κινηματικοί) φίλοι τους; Αν το τι εννοούμε φαίνεται από τις πράξεις μας τότε προς το παρόν είμαστε σε ένα ενδιάμεσο σημείο. Το εννοούμε αλλά δεν κάνουμε και ό,τι περνάει από το χέρι μας για να συμβεί ίσως από φόβο και δέος μπροστά στο ενδεχόμενο και το που θα οδηγήσει, ίσως γιατί δεν προλάβαμε ακόμα. Για παράδειγμα το γεγονός ότι σε όλα μας τα κείμενα γράφουμε για κοινωνική λέσχη και καλούμε όσους έχουν ανάγκη να φάνε να έρθουν στη λέσχη, χωρίς όμως ποτέ να επιδιώκουμε να συναντηθούμε πραγματικά βάζοντας ένα συγκεκριμένο κάλεσμα για συζήτηση είναι τυχαίο; Το γεγονός ότι η προσέγγιση όσων κοινοτήτων αγώνα μη φοιτητών υπάρχουν στην πόλη βρίσκεται σε πρωτόλειο στάδιο είναι τυχαίο; Σαν να διστάζουμε…
Το γενικό όριο του τελευταίου κύκλου αγώνων όπως εμφανίζεται μέσα στον αγώνα μας μπορεί να το δει κανείς παραλλαγμένο και στις οργανωτικές δομές μας. Στο δεύτερο μέρος [5] του πολύ ενδιαφέροντος κειμένου τους “Μια σύντομη κριτική της αυτοοργάνωσης στην Ελλάδα” [6] οι συγγραφείς λένε μεταξύ άλλων πως στις δομές αυτοοργάνωσης έχει πολύ σημασία να κοιτάμε τι είναι αυτό που αυτοοργανώνουμε, ποιο είναι το περιεχόμενο της αυτοοργανωμένης μας δραστηριότητας. Στην περίπτωσή μας λοιπόν (και κρυφό δεν είναι) αυτοοργανώνομαστε ως φοιτητές. Τα αυτόνομα σχήματα είναι αυτόνομα σχήματα σχολών, η ΣγΚΦ είναι συνέλευση για το κόστος φοίτησης, ο συντονισμός των εαακιτών είναι συντονισμός φοιτητικών σχημάτων, το συντονιστικό γενικών συνελεύσεων αφορά φοιτητικούς συλλόγους. Καμιά φορά οι λέξεις γίνονται ξυράφια και μας κόβουν τα χέρια, και το ερώτημα είναι μπορούν δομές που έχουν γεννηθεί ως φοιτητικές να γίνουν μέσα στον αγώνα έδαφος συνάντησης με μη φοιτητικά υποκείμενα; Ακόμη παραπέρα μπορεί αυτή η συνάντηση να μη γίνει ταυτόχρονα και αιτία υπονόμευσης του ριζώματος στην φοιτητική καθημερινότητα καθώς θα ρίξεις το βάρος αλλού; Έχει νόημα να καλείς ένα μετανάστη μικροπωλητή σε ένα σχήμα; Και τι θα σήμαινε αυτό για την ατζέντα θεμάτων του σχήματος ή για τις δυνατότητές του να αλληλεπιδρά με τους φοιτητές της σχολής του; Ακόμη και στη συνέλευση για το κόστος φοίτησης όπου δεν έχουμε αυστηρό χωρικό εντοπισμό σε κάποια σχολή, αντιμετωπίζουμε αμήχανα και με δισταγμό το ενδεχόμενο να έρθουν ξαφνικά λόγου χάρη 10 μετανάστες μικροπωλητές… Η φοιτητική ταυτότητα είναι ταυτόχρονα δύναμη και όριο. Είναι δύναμη γιατί κουβαλάμε την κληρονομιά της κουλτούρας αγώνα στα πανεπιστήμια και την αυτοπεποίθηση που αυτή συνεπάγεται, τις εμπειρίες αγώνα των τελευταίων ετών, τη μακροχρόνια ζύμωση μεταξύ μας που συνεπάγεται υψηλές ταχύτητες λήψης των αποφάσεων και αποτελεσματικότητα, τη δυνατότητά μας να κάνουμε άμεσες δράσεις βάσει του γεγονότος ότι η διοίκηση μας αναγνωρίζει ως φοιτητικά υποκείμενα και είναι υποχρεωμένη να μας λαμβάνει υπόψη χωρίς να μπορεί να καταφεύγει εύκολα και αναίμακτα στην καταστολή. Από την άλλη οι δομές αυτοοργάνωσης μας ως φοιτητών έχουν και όλα τα όρια που περιγράψαμε, όλα τα όρια που προκύπτουν όταν οι διαφορετικοί κόσμοι δεν επικοινωνούν. Αποτελεί λοιπόν ερώτημα αν οι υπάρχουσες δομές μας μπορούν να εξυπηρετήσουν το περιεχόμενο του αγώνα μας. Από την άλλη η εύκολη διέξοδος της δημιουργίας ενός μετωπικού-σχήματος/πρωτοβουλίας δε θα ήταν λύση για όλα όσα έχουν συζητηθεί [7] και κυρίως γιατί εκεί η συνάντηση θα γινόταν βάσει πολιτικών ταυτοτήτων και τα ανένταχτα υποκείμενα δε θα έβρισκαν χώρο… Αυτό λοιπόν είναι ένα ζήτημα προς διερεύνηση…
Τέλος ένας από τους λόγους που δεν έχουμε διερευνήσει τις δυνατότητες συνάντησης φοιτητών και μη φοιτητών είναι ίσως και το ότι ο δρόμος μάς φαίνεται μακρύς και δύσβατος σε βαθμό που να μας συντρίβει και μόνο η ιδέα να ξεκινήσουμε να τον περπατάμε. Αυτό είναι αλήθεια, αλλά με σεμνότητα μπροστά στην πανουργία της ιστορίας, αρκετά πράγματα δείχνουν πώς δεν υπάρχει και άλλος. Ο τελευταίος κύκλος αγώνων μας έδειξε ότι το να πολεμάς βάσει της ειδικής σου ταυτότητας δεν έχει και πολλές ελπίδες. Έπειτα όλα τα σημαντικά γεγονότα των τελευταίων ετών (ο Δεκέμβρης [8], οι πλατείες [9], η 12η Φλεβάρη [10].) ήταν σημαντικά ακριβώς γιατί στο εσωτερικό τους αλλού περισσότερο και αλλού λιγότερο, αλλού πιο προωθημένα, αλλού πιο μερικά και αντιφατικά αμφισβητήθηκαν και ξεπεράστηκαν έστω στιγμιαία οι παραδοσιακές ταυτότητες και διαχωρισμοί και μαζί τους οι παραδοσιακές (συνδικαλιστικές και όχι μόνο) μεσολαβήσεις. Τα γεγονότα αυτά δείχνουν προς νέες μορφές αγώνα με τέτοια χαρακτηριστικά που χρειάζεται να ξεκινήσουν να διερευνώνται. Από την άλλη η ίδια η αναδιάρθρωση μέσα στην εξέλιξή της τείνει να διαλύσει τις παραδοσιακές ταυτότητες ρευστοποιώντας τες, επαναχαράσσοντας διαχωρισμούς αμβλύνοντας κάποιους και εντείνοντας άλλους. Συμβαίνει τώρα να βρισκόμαστε εν μέσω μιας περιόδου υποχώρησης των αγώνων και αυτό δυσκολεύει τα πράγματα. Αν για παράδειγμα υπήρχε στο κοινωνικό επίπεδο μια περίοδος αναταραχής με κόσμο να αμφισβητεί τους διαχωρισμούς του μέσα στην κοινωνική κίνηση τότε θα ήταν πιο εύκολα: θα πηγαίναμε στις μη ταυτοτικές κοινότητες αγώνα και θα τις καλούσαμε. Τώρα που δεν υπάρχουν έχουμε να διανύσουμε πολύ μεγαλύτερο δρόμο, αλλά το να αρχίσουμε τουλάχιστον να τον διερευνούμε βήμα βήμα σίγουρα έχει πολύ νόημα και πάντως είναι προς την κατεύθυνση που δείχνουν τα γεγονότα της τελευταίας περιόδου… Ό αγώνας μας συμβαίνει στο μεταίχμιο δυο εποχών. Ας το αποδεχτούμε με ηρεμία και ας αρχίσουμε να διερευνούμε τις δυνατότητες της περιόδου…
Αποφεύγοντας μερικούς αδιέξοδους δρόμους
Μέχρι εδώ προσπάθησα να εξηγήσω ότι η αδυναμία μας να επιβάλλουμε με έναν τρόπο ριζικό και τελεσίδικο την μη ύπαρξη ελέγχου στη λέσχη έχει να κάνει με το γεγονός ότι οι μη φοιτητές που έχουν ανάγκη τη λέσχη, είναι απόντες από τον αγώνα. Δηλαδή με άλλα λόγια η σύνθεση της κοινότητας των αγωνιζόμενων είναι αναντίστοιχη με το περιεχόμενο του αγώνα. Αυτό το χάσμα είναι πιθανό να γεννήσει μερικές αδιέξοδες κινήσεις στην προσπάθεια μας να το καλύψουμε με τρόπους τεχνητούς και τελικά επιφανειακούς.
Ο πρώτος είναι να θεωρήσουμε όσα συμβαίνουν, αποτέλεσμα ελλιπούς προπαγάνδας και να σπαταλήσουμε τις δυνάμεις μας σε ένα νέο κύκλο εντατικής απεύθυνσης προς τους φοιτητές. Αυτό δεν έχει ιδιαίτερο νόημα εκτός και αν έχουμε να καταθέσουμε νέα περιεχόμενα και να εμβαθύνουμε την επιχειρηματολογία μας. Αν όμως πρόκειται για τα ίδια περιεχόμενα, το πρόβλημα δεν είναι η ένταση της προπαγάνδας αλλά το γεγονός ότι δεν απευθυνόμαστε στα σωστά αυτιά. Οι άνθρωποι από τους οποίους έχει νόημα να περιμένουμε άμεση συμμετοχή σε αυτόν τον αγώνα δεν είναι οι δικαιούχοι αλλά αυτοί που αποκλείονται. Σε αυτούς είναι που χρειάζεται να απευθυνθούμε.
Ο δεύτερος είναι να αυξήσουμε το επίπεδο της βίας με στόχο να “αναγκάσουμε” τη διοίκηση να υποχωρήσει. Πρόκειται για μια μορφή αγώνα της προηγούμενης περιόδου κατά πάσα πιθανότητα αδιέξοδη. Αυτές οι κινήσεις στο παρελθόν αναφέρονταν σε ένα κοινωνικό συμβόλαιο που βασιζόταν στη συναίνεση και λογάριαζε αυτού του είδους το κόστος. Αυτό πλέον δεν ισχύει. Καμιά συμβολική ή πρακτική βία δεν μπορεί να εκβιάσει μια προς όφελός της παραχώρηση ενόσω οι πραγματικές κοινωνικές σχέσεις που την ασκούν είναι κατώτερες αυτού που ζητάνε. Όταν οι σχέσεις είναι αντίστοιχες του επίδικου τότε η αναβάθμιση της βίας μπορεί πράγματι να χρησιμοποιηθεί ως υπενθύμιση και πίεση. Από την άλλη όταν δεν είναι, τότε πολύ πρακτικά, θα μας διαχειριστούν κατασταλτικά ή θα μας αφήσουν να κουραστούμε. Η βία έχει πάψει από καιρό να είναι κάτι εξωτικό σ’ αυτή την κοινωνία, το ίδιο και η καταστολή. Και οι προτεραιότητες της αναδιάρθρωσης είναι τόσο επείγουσες για τ’ αφεντικά που δε θα κολλήσουν σε μερικούς διαχωρισμένους ιδεολόγους που κάνουν χωρατά αποκομμένοι από αυτούς στο όνομα των οποίων παλεύουν. Αν από την άλλη οι σχέσεις υπήρχαν, ο έλεγχος θα αχρηστευόταν πρακτικά χωρίς να χρειαστεί καν μια αναβάθμιση της βίας…
Ο τρίτος είναι να υπαναχωρήσουμε και να επιστρέψουμε σε περιεχόμενα πιο «φιλικά προς το χρήστη». Δηλαδή να εγκαταλείψουμε/αποσιωπήσουμε σταδιακά τη διεκδίκηση του κοινωνικού χαρακτήρα της λέσχης και να μετατοπιστούμε προς περιεχόμενα πιο φοιτητοκεντρικά για χάρη μιας σύσφιξης των σχέσεων με το παραδοσιακό υποκείμενο στο οποίο απευθυνόμαστε και από το οποίο προερχόμαστε. Μια τέτοια κίνηση θα ήταν εξαιρετικά ατυχής. Εκτός του ότι ο αγώνας θα εγκλωβιζόταν, θα φτώχαινε και πάρα πολύ ως προς τη δυνατότητα ανάδειξης ζητημάτων και επικοινωνίας των διαφορετικών κόσμων. Γιατί στην πραγματικότητα η διεκδίκηση της δυνατότητας να τρώμε στη λέσχη μπορεί ίσως να γίνει το έδαφος επικοινωνίας πολύ περισσότερων πραγμάτων από τη διαπίστωση ότι όλοι και όλες έχουμε την ανάγκη για φαγητό και αυτή είναι αδιαπραγμάτευτη και ότι επιζητούμε τη συλλογική μας ανατίμηση. Το ζήτημα και το στοίχημα είναι αν μπορεί ένας τέτοιος αγώνας να γίνει έδαφος να επικοινωνήσουν οι διαφορετικές καθημερινότητες και οι διαφορετικές ανάγκες, επιθυμίες και σημασίες που έχει για καθένα και καθεμιά ένας τέτοιος αγώνας. Για παράδειγμα για ένα φοιτητή η λέσχη μπορεί να σημαίνει τη δυνατότητά του να πάει ένα ταξίδι εξοικονομώντας χρήματα, για ένα εργαζόμενο της εξοικονόμηση πολύτιμου ελεύθερου χρόνου που θα σπαταλούσε για να μαγειρέψει, για μια άνεργη μητέρα τη δυνατότητά της να μην παρακαλάει για δανεικά για να ταΐσει το παιδί της, για μια νοικοκυρά μείωση του χρόνου οικιακής εργασίας, για ένα μετανάστη τη δυνατότητά του να στέλνει περισσότερα χρήματα στους συγγενείς του ή τη δυνατότητά του να σπάσει τον κοινωνικό αποκλεισμό και να γνωρίσει ντόπιους κλπ. Και υπάρχουν και πολλά ακόμα που μόνο οι ίδιοι οι άνθρωποι που τα βιώνουν μπορούν να τα εκφράσουν και δε χωράνε σε υποθετικά παραδείγματα…
Παραδείγματα μιας τέτοιας υπαναχώρησης θα ήταν π.χ. η υιοθέτηση πιο παραδοσιακών περιεχομένων αριστερής προέλευσης ή το να επικεντρώσουμε αποκλειστικά στο ζήτημα της ποιότητας και των ουρών αναμονής. Αυτά τα δύο είναι ζητήματα πολύ σημαντικά και διάφορα μπορούν και πρέπει να γίνουν σε αυτή την κατεύθυνση αλλά παράλληλα. Αν επικεντρώσουμε αποκλειστικά σε αυτά και αφήσουμε κατά μέρος τον αγώνα ενάντια στους αποκλεισμούς θα γίνουν μια αφόρητα συνδικαλιστική διεκδίκηση.
Επίλογος
Βάσει όλων των παραπάνω καλό θα ήταν να σκεφτεί κάθε συλλογικότητα αν έχει νόημα να εξερευνηθεί περαιτέρω η δυνατότητα διεύρυνσης του αγώνα, προς ποιες κατευθύνσεις και με ποιους τρόπους. Τα εμπόδια που έχουμε να ξεπεράσουμε είναι ποικίλα αλλά όχι αδιάβατα οπότε ας τα αντιμετωπίσουμε με ηρεμία και αυτοπεποίθηση. Τα πάντα μπορούν να συμβούν, τα πάντα μένει να γίνουν!!
με εκτίμηση,
1/3/2014
Σημειώσεις:
[1] Με το α΄πληθυντικό εννοούμε την αυτονομία με τις διάφορες οπτικές και προσεγγίσεις της. Όπου συμπεριλαμβάνεται η αριστερά, θα αναφέρεται ειδικά.
[2] Η διοίκηση με αφορμή το ξήλωμα τραπεζιών που είχαν τοποθετηθεί για να διευκολύνουν τον έλεγχο, έκλεισε τη λέσχη εν μέσω εξεταστικής σε μια προσπάθεια να στρέψει τους υπόλοιπους φοιτητές εναντίον μας. Μετά από πολυπληθή μαζική παράσταση την επόμενη μέρα, αναγκάστηκε να ανακαλέσει.
[3] Τύπου αφηρημένες εκκλήσεις για κοινωνική εξέγερση α/α/α/ε προέλευσης.
[4] Τύπου “φοιτητές-εργατιά” αριστερής προέλευσης.
[5] Το πρώτο μέρος αφορά μια κριτική της αυτοδιαχείρισης και αν και ενδιαφέρον δεν έχει άμεση σχέση με τα όσα κουβεντιάζουμε.
[6] Το κείμενο υπογράφεται από τη συντρόφισσα AnnaO’Lory της ομάδας Blaumachen και υπάρχει εδώ: http://www.blaumachen.gr/2013/08
[7] Ενδεικτικά μπορεί να ανατρέξει κανείς στο κείμενο «Για τη λογική του μετώπου, τους αδιαμεσολάβητους αγώνες και την αυτονομία στα πανεπιστήμια».
[8] http://www.blaumachen.gr/2009/07/about-the-december-2008-insurrection-in-greece/
[9] Πολύ καλή η μπροσούρα “Ιούνης 2011: Η εκτροπή των εκδοχών” από το σύντροφο Hobo (δυστυχώς δεν υπάρχει στο internet) : http://skya.espiv.net/%CF%83%CE%BA%CF%85%CE%B1/%CE%B5%CE%BA%CE%B4%CF%8C%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82/
[10] http://www.blaumachen.gr/2012/02/%CE%B7-%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CE%B4%CF%85%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BC%CE%B7-%CF%85%CF%80%CE%BF%CE%BA%CE%B5%CE%B9%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%BF%CF%85/
Υποβολή απάντησης