Εισήγηση της εκδήλωσης που πραγματοποιήθηκε στο Αυτόνομο Στέκι στις 30/05/14.
Εισαγωγή
Πριν ξεκινήσουμε με την παρουσίαση του βιβλίου να πούμε δυο λόγια για το σκοπό της έκδοσης που έχει να κάνει με την στήριξη του ταμείου αλληλοβοήθειας και την δημιουργία μιας σειράς εκδόσεων με θέμα την εργασιακή εμπειρία.
Η έκδοση της εργατικής αυτής μαρτυρίας έγινε στα πλαίσια στήριξης του Ταμείου Αλληλοβοήθειας της Σκυα. Το ταμείο αλληλοβοήθειας λειτουργεί τα τελευταία 2,5 χρόνια και σκοπός του είναι να αποτελέσει μια δομή υποστήριξης μεταξύ των συντρόφων/ισσων της συνέλευσης απέναντι σε καθημερινά ζητήματα που μπορεί να αντιμετωπίζουμε καθώς και επίσης στήριξης απεργών σε αγώνες που συμμετέχουμε ή που έχουμε σχέσεις.
Με σκοπό τη στήριξη του ταμείου αλληλοβοήθειας λειτουργεί ήδη εδώ και 1,5 χρόνο το πολιτικό καφενείο της συνέλευσης στο χώρο του Αυτόνομου Στεκιού, ενώ πραγματοποιούνται και θεματικά καφενεία με σκοπό τα έσοδα να δίδονται σε αγωνιζόμενους, όπως για παράδειγμα με την απεργία των διοικητικών απεργών του ΕΚΠΑ ή πιο πρόσφατα για τους συλληφθέντες μετανάστες της ΑΣΟΕΕ.
Στα πλαίσια ανεύρεσης πόρων για τη στήριξη του ταμείου αλληλοβοήθειας προτείναμε στη σκυα μια σειρά εκδόσεων πάνω σε ένα θέμα όπως αυτό των εργασιακών εμπειριών με το οποίο είχαμε ασχοληθεί παλαιότερα (βλ. Η Γενιά της Επισφάλειας) και συνεχίζουμε να ασχολούμαστε (βλ. τη δουλειά του περιοδικού εντύπου Σφήκα ή την μπροσούρα για τον Δεκέμβρη 2008).
Με τη σειρά όμως αυτή θέλουμε να πάμε λίγο παρακάτω: να επιχειρήσουμε να εγγράψουμε τις αγωνιστικές εμπειρίες σε έναν ιστορικό ορίζοντα μέσα από τους πιο διαφορετικούς κλάδους παραγωγής: ξεκινώντας χρονικά από μαρτυρίες γύρω από τη βιομηχανική εργασία (φορντισμός) με σκοπό να φτάσουμε μέχρι τις σύγχρονες μορφές εργασίας στον τριτογενή τομέα παραγωγής (μεταφορντισμός, εργασία κούριερ/ντελίβερυ, σούπερ μάρκετ, call centers) περιλαμβάνoντας δηλαδή την σύγχρονη συνθήκη της ανεργίας, της επισφάλειας, αλλά και εμπειρίες γύρω από τα προγράμματα της λεγόμενης «κοινωφελούς» εργασίας που βρίσκονται στο μεταίχμιο μεταξύ εργασίας / επισφάλειας / ανεργίας.
Ο απώτερος σκοπός είναι να προσπαθήσουμε να δούμε τις αναδιαρθρώσεις στην καπιταλιστική παραγωγή όχι με το συνηθισμένο τρόπο της παράθεσης στατιστικών δεδομένων ή την υιοθέτηση μιας από τα πάνω οπτικής (αναδιαρθρώσεις και τεχνολογικές αλλαγές ξέχωρα ή άσχετα από τη δράση των εργαζομένων). Αντίθετα, θέλουμε να δούμε τις μεταβολές στην παραγωγή μέσα από εμπειρίες εργαζομένων εντός μιας ανταγωνιστικής προοπτικής: μέσα δηλαδή από εμπλοκή σε διαδικασίες αγώνα που μεταβάλλουν αυτά τα «αντικειμενικά» δεδομένα της παραγωγής.
Λόγω του ότι το βιβλίο που μεταφράσαμε «Ο αμερικανός εργάτης» εισάγει κάποια ζητήματα που αξίζουν να συζητηθούν για ιστορικούς λόγους διατηρούμε τον όρο «εργατική μαρτυρία» στη σειρά αυτή παρόλο που με αυτό εμείς εννοούμε εμπειρίες όχι μόνο βιομηχανικών εργατών, αλλά ευρύτερα αγωνιζόμενων υποκειμένων μέσα στην εργασία.
Αφού πρώτα δούμε λοιπόν πολύ σύντομα το ιστορικό πλαίσιο συγγραφής του βιβλίου στη συνέχεια θα συζητήσουμε το ενδιαφέρον που παρουσιάζει το βιβλίο του Ρομάνο ρίχνοντας κυρίως το βάρος στο τι μπορούμε να κρατήσουμε εμείς σήμερα πολιτικά μιλώντας από έναν τέτοιο βιβλίο παρά τη μεγάλη χρονική απόσταση που μας χωρίζει και το διαφορετικό κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο έχει γραφτεί και την πολιτική χρησιμότητα που τότε εξυπηρετούσε.
Ιστορικό πλαίσιο
Το βιβλίο γράφεται από έναν νεαρό εργάτη και συνδικαλιστή, τον Πολ Ρομάνο, της αυτοκινητοβιομηχανίας της General Motors στο Ντιτρόιτ των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του Β’ Π.Π. Ο Πολ Ρομάνο διαθέτει μια δεκαετή εμπειρία στον τομέα της βιομηχανικής παραγωγής των ΗΠΑ. Είναι επίσης μέλος του αμερικανικού Εργατικού Κόμματος (WP) και επίσης μιας αντιπολιτευτικής τάσης εντός του που ιστορικά έμεινε γνωστή με το όνομα «τάση Τζόνσον – Φόρεστ» από τα ψευδώνυμα δυο φυσιογνωμιών του διεθνούς επαναστατικού κινήματος του C.L.R. James και της Raya Dunayevskaya.
Η τάση Τζόνσον – Φόρεστ συγκροτήθηκε ως αντιπολίτευση μέσα στο Εργατικό Κόμμα των ΗΠΑ διαφωνώντας πάνω στο ζήτημα της φύσης του καθεστώτος της ΕΣΣΔ. Η κυρίαρχη τότε άποψη μέσα στο Εργατικό Κόμμα ήταν πως το σοβιετικό καθεστώς δεν ήταν ένα «εργατικό κράτος», αλλά αποτελούσε ένα καθεστώς «γραφειοκρατικού κολλεκτιβισμού», ένα καθεστώς δηλαδή γραφειοκρατικό, αλλά παρόλα αυτά με μια προοδευτική κοινωνική και παραγωγική δομή. Το καθεστώς αυτό θεωρείτο ότι βρισκόταν σε διαδικασία μετάβασης: θα οδηγούσε αναπόφευκτα κάποια στιγμή λόγω της παραγωγικής του βάσης στο σοσιαλισμό.
Η τάση Τζόνσον – Φόρεστ ασκώντας κριτική στη θεωρία του γραφειοκρατικού κολλεκτιβισμού θα επιχειρήσει να αναλύσει το σοβιετικό καθεστώς από τη σκοπιά ενός «κρατικού καπιταλισμού». Χωρίς να μπαίνουμε σε λεπτομέρειες για το πώς βλέπει η τάση τον κρατικό καπιταλισμό στη Ρωσία σημασία έχει εδώ πως επιχειρείται να αμφισβητηθεί το επιχείρημα ότι οι ίδιες οι παραγωγικές δυνάμεις της Σοβιετικής Ένωσης μπορούν από μόνες τους να οδηγήσουν νομοτελειακά στο σοσιαλισμό.
Σημασία έχει εδώ πως το γεγονός ότι η οικονομία της ΕΣΣΔ έμπαινε στο απυρόβλητο είχε συγκεκριμένες συνέπειες σε πρακτικοπολιτικό επίπεδο όπως στον τρόπο παρέμβασης στο εργατικό κίνημα. Κυριαρχούσε δηλαδή η αντίληψη:
–ότι οι τεχνολογικές αλλαγές, (η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων) που εισάγουν τα αφεντικά στην παραγωγή είναι προοδευτικές ή τουλάχιστον ουδέτερες. Επομένως, οι αγώνες που έχουν νόημα στην παραγωγή περιορίζονται μόνο στο κομμάτι των μισθολογικών αυξήσεων. Αγώνες πάνω στις συνθήκες εργασίας, στον χρόνο εργασίας ή ενάντια στην εντατικοποίηση των ρυθμών εργασίας θεωρούνταν λιγότερο σημαντικοί από τους επίσημους συνδικαλιστικούς φορείς (U.A.W.) ή τα αριστερά κόμματα SWP, WP. Ειδικά αυτή η αντίληψη είχε σημαντικές συνέπειες αφού τα μεγάλα συνδικάτα της αυτοκινητοβιομηχανίας θεωρούσαν ότι το μόνο που ενδιαφέρει τους εργάτες είναι η εκπλήρωση των «μισθολογικών αιτημάτων» θεωρώντας πως κατά τα λοιπά πρέπει να νοιάζονται για το «καλό» της επιχείρησή τους.
–Κυριαρχούσε επίσης η λενινιστική άποψη ότι οι εργάτες δεν μπορούν να ανυψωθούν πέρα από ένα συνδικαλιστικό επίπεδο συνείδησης, δηλαδή ότι το μόνο που ζητάνε είναι να καλύψουν τις ανάγκες επιβίωσής τους και ότι δεν έχουν λόγο πέραν αυτού. Ότι δηλαδή τη συνείδηση την εισάγουν κάποιο άλλοι (οι διανοούμενοι, πολιτικοποιημένοι, ινστρούχτορες) από τα έξω στην τάξη.
–Υπήρχε ένας τύπος θεωρίας βασισμένος στα ευαγγέλια του μαρξισμού-λενινισμού, που ανακηρυγμένος σε δόγμα ήταν εντελώς απομακρυσμένος από την ζωντανή εμπειρία και αδιαπέραστος από την ίδια την εργατική τάξη. Συνέπεια αυτού, η επαναστατική διαδικασία να μοιάζει ανεξάρτητη από το τι πραγματικά σκέφτεται ή θέλει η εργατική τάξη. Εξάλλου, σε μια τέτοια οπτική τα ζητήματα της εργατικής τάξης ταυτίζονταν με αυτά του κόμματος ή με άλλα λόγια η εργατική τάξη δεν νοούνταν ως υποκειμενικότητα, αλλά ως εξαρτημένη από το κόμμα μεταβλητή.
–Ότι η άμεση εμπειρία της εργασιακής καθημερινότητας δεν ήταν πολιτικό ζήτημα, δεν αφορούσε την πολιτική δραστηριότητα και ήταν κάτι άσχετο με τα ευρύτερα πολιτικά ζητήματα: π.χ. η διεθνής πολιτική κατάσταση της περιόδου. Οι πολιτικοποιημένοι της περιόδου διαχώριζαν την καθημερινή τους εμπειρία από τα ζητήματα ευρύτερης πολιτικής. Μπορεί να είχαν θέσεις για την διεθνή κατάσταση του παγκόσμιου καπιταλισμού, όμως η πολιτική τους δουλειά σε καθημερινό επίπεδο συνίστατο στο ρόλο του «ιμάντα μεταβίβασης»: να μεταβιβάζουν τις «υψηλές» επαναστατικές ιδέες στους εργάτες και να περιορίζονται να τους καθοδηγούν σε ό,τι θεωρούσε το κόμμα ότι πολιτικά ήταν σωστό στην κάθε περίοδο π.χ. την περίοδο αυτή η στήριξη του σοβιετικού καθεστώτος.
Πέρα από αυτά, όσον αφορά το γενικότερο κλίμα βρισκόμαστε λίγο πριν την είσοδο των ΗΠΑ στον πόλεμο όπου στις ΗΠΑ είχε υποχωρήσει το μεγάλο εργατικό κύμα απεργιών της δεκαετίας του 30. Επίσης, την περίοδο αυτή τα συνδικάτα και το ΚΚΗΠΑ είχαν αναλάβει δεσμεύσεις (no strike pledge) για το πνίξιμο των απεργιών και την φίμωση των κινητοποιήσεων καθ’ όλη τη διάρκεια του Β.Π.Π. Αυτές οι δεσμεύσεις σήμαιναν την απομόνωση των πιο μαχητικών εργατών στον κλάδο της αυτοκινητοβιομηχανίας και την ανάπτυξη ενός δικτύου ρουφιάνων με τη χρηματοδότηση της αμερικανικής κυβέρνησης Ρούζβελτ σε συνεργασία με τις μεγάλες εταιρίες Ford, GM. Όσον αφορά δε το Εργατικό Κόμμα των ΗΠΑ η ηγεσία του απομακρυνόταν όλο και περισσότερο από τους εργάτες της βάσης και παρόλο που επίσημα δεν στήριζε το no strike pledge, παρόλα αυτά συνεργαζόταν με τις γραφειοκρατικές ηγεσίες των συνδικάτων, αλλά και με τα αφεντικά στον κατευνασμό των αντιδράσεων και των κινητοποιήσεων εν μέσω του Β’Π.Π.
Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν εκδίδεται η μαρτυρία του Ρομάνο με σκοπό να δείξει ότι η εργατική τάξη της περιόδου δεν υπομένει στωικά την κατάστασή της, αλλά ότι πρώτα από όλα υπάρχει ως τάξη με αυτόνομη ύπαρξη τόσο από το Κεφάλαιο όσο και από τα επίσημα κόμματα και συνδικάτα και ότι η στάση της δεν είναι σε καμία περίπτωση δεδομένη και αυτονόητη, αλλά βρίσκεται σε διαδικασία μετασχηματισμού. Αναφορά θα γίνει εδώ συνοπτικά σε μερικά άξιας προσοχής σημεία.
Περί μεθόδου
Διαβάζοντας κανείς το βιβλίο βρίσκεται μπροστά σε ένα παράδοξο: παρόλο που μιλά για την εργατική τάξη, για την οποία έχουν γραφτεί μέσα στη μαρξιστική φιλολογία άπειρα πράγματα για το ότι αποτελεί την μόνη αληθινά επαναστατική τάξη και το νεκροθάφτη του καπιταλισμού, η μαρτυρία αυτή αντίθετα δεν αναφέρεται σε κάποιον ή κάποιους αγώνες ούτε σε εξεγερσιακά γεγονότα.
Αντίθετα, ο Ρομάνο από την αρχή της μαρτυρίας του πετάει τον αναγνώστη μέσα στην πεζή πραγματικότητα της ζωής του εργοστασίου. Ποια είναι αυτή;
Είναι η ηχορύπανση, η κάπνα, ο ιδρώτας, η πίεση, το άγχος, το πρωινό ξύπνημα, οι συνεχείς μικρο-τραυματισμοί και τα εργατικά ατυχήματα. Πάνω από όλα όμως είναι ο καταναγκασμός της βιομηχανικής εργασίας: ότι κανένας δεν επιλέγει να γίνει εργάτης στη ζωή του, αλλά ότι εξαναγκάζεται να γίνει λόγω της πιεστικής συνθήκης της επιβίωσης. Ότι με το να είναι κανείς εργάτης σημαίνει ολόκληρος ο χρόνος ζωής του να μετασχηματίζεται σε χρόνο εργασίας.
1. Με άλλα λόγια ο Ρομάνο βάζει στο επίκεντρο της μαρτυρίας του την εργατική συνθήκη: την καθημερινότητα της καπιταλιστικής παραγωγής, αλλά και τη ζωή έξω από το εργοστάσιο.
Οι λόγοι για κάτι τέτοιο είναι τουλάχιστον δυο κατά τη γνώμη μου:
α) Ο πρώτος είναι ότι μέχρι να γραφτεί αυτή η μαρτυρία δεν υπήρχαν μαρτυρίες που να αναλύουν τι είναι και τι σημαίνει αυτή η εργατική συνθήκη, παρόλο που μαρτυρίες με την έννοια της καταγραφής βιωμάτων υπήρχαν και πριν από αυτή. Κάποιοι εξάλλου έγραφαν και σκεφτόντουσαν για λογαριασμό εκείνων που έπρατταν και κάποιοι που έπρατταν για λογαριασμό αυτών που σκέφτονται. Όπως αναφέραμε και παραπάνω η εργατική τάξη μπορούσε να ιδωθεί μόνο μέσα από το Κόμμα. Η έννοια του εργάτη ταυτιζόταν με αυτή του προλετάριου. Η διαδικασία όμως μέσα όμως από την οποία κάποιος γινόταν βιομηχανικός εργάτης και από εκεί πολιτικό υποκείμενο έμενε ακαθόριστος.
β) Ο δεύτερος είναι πιο πολιτικός: η μαρτυρία σκόπιμα στρέφει την προσοχή στο επίπεδο των καθημερινών αντιστάσεων πως δηλαδή οι εργάτες δεν υπακοούουν απλώς τις εντολές των αφεντικών τους ή των συνδικαλιστικών ηγετών. Ότι αντίθετα υπάρχει μέσα στο εργοστάσιο μια διαρκής πάλη ενάντια στην εκμετάλλευση, που δε φαίνεται με γυμνό μάτι από κάποιον εξωτερικό παρατηρητή. Με άλλα λόγια, ο Ρομάνο ανοίγει το εργοστάσιο από τη σκοπιά της ταξικής πάλης όχι όπως σα μια στιγμή μιας απεργίας, αλλά ως μια διαρκή κατάσταση με δυναμικές και αδράνειες, πλημμύρα και άμπωτη.
Για πρώτη φορά το κατεξοχήν πεδίο της παραγωγής και οι τεχνολογικές αλλαγές προσεγγίζονται μέσα από την ταξική πάλη. Ουσιαστικά, η τάση Τζόνσον-Φόρεστ χτυπά ένα θέσφατο για την εποχή αυτό του τεχνολογικού ντετερμινισμού. Ο Ρομάνο το κάνει αυτό δείχνοντας τις αλλαγές που φέρει η εισαγωγή του ιμάντα στην παραγωγή δείχνοντας ότι που υποτίθεται ότι η παραγωγή γίνεται πιο ορθολογική εντούτοις από την άλλη πλευρά δημιουργεί ένα σωρό ανορθολογικότητες, προβλήματα και παραλογισμούς.
Παράλληλα, ασκεί κριτική στην συνολική οργάνωση της καπιταλιστικής παραγωγής:
“Ο εργάτης αναγκάζεται να πάει στην αποθήκη εργαλείων, να πάρει το εργαλείο, να βρει τον προϊστάμενο, να του πει πως το εργαλείο αυτό πρέπει να υποστεί τροποποίηση, να πάρει την έγκριση από τον προϊστάμενο, να πάει στην αίθουσα τροχίσματος, να ζητήσει από τον τροχιστή να σταματήσει ό,τι κάνει και να ασχοληθεί με το τρόχισμα του εργαλείου του. Ας έχουμε υπόψη μας πως το εργαλείο από τη στιγμή που ο εργάτης πάει στην αποθήκη, είναι ήδη τροχισμένο μια φορά“.
Και από εκεί περιγράφει τις μεθόδους που έχουν επινοήσει οι εργάτες ώστε να παρακάμπτουν τις σκληρές γραφειοκρατικές λειτουργίες. Ο άτυπος και καθημερινός αγώνα ενάντια στην εκμετάλλευση, στην υποτίμηση της εργατικής δύναμης και την καταπίεση αποτελεί μια διαρκή διαδικασία, μια διαδικασία που δεν οδηγεί πάντοτε σε συλλογικές μορφές δράσης (στην απεργία, στη στάση εργασίας), αλλά που παρόλα αυτά είναι καθόλα υπαρκτή. Η εργατική συνθήκη εδώ είναι ένας ολόκληρος χώρος, ένα πεδίο που παράγει συγκεκριμένες έλξεις και απωθήσεις.
Τι μορφές παίρνει ο καθημερινός αγώνας;
Ο Ρομάνο δείχνει ότι υπάρχουν έξω από κόμματα και συνδικάτα κάποιες πρωτόλειες μορφές αυτοοργάνωσης των εργατών που είναι οι «άτυπες ομάδες». Δίνοντας παραδείγματα αυτών των άτυπων ομάδων και περιγράφοντας πώς αυτές λειτουργούν αναδεικνύει το γεγονός πως αυτές θέτουν ζητήματα εξουσίας στην παραγωγή, καθορισμού επιδιώξεων που δεν ταυτίζονται με αυτές που οι συνδικαλιστικές ηγεσίες επιδιώκουν.
2. Ένα δεύτερο κεντρικό σημείο είναι πως αυτή η μαρτυρία παρόλο που φέρνει στο φως ένα πλήθος ανεκδοτολογικού υλικού από το εργοστάσιο και μιλά για τις αντιλήψεις των συναδέλφων του παρόλα αυτά πουθενά δεν προσεγγίζει την εργατική συνθήκη με όρους «πολιτικής συνείδησης» ακόμα και όταν αναφέρεται στους συντηρητικούς εργάτες.
Οι εργάτες ξέρουν οτι τους εκμεταλλεύονται τα αφεντικά, γνωρίζουν πολύ καλά την κατάστασή τους και προσπαθούν να ξεφύγουν με κάθε τρόπο από την εργατική συνθήκη. Από το να χρησιμοποιεί μια ιδεαλιστική έννοια όπως αυτή της συνείδησης, σαν να αρκεί η αντίληψη που έχει κάποιος για τον εαυτό του να αρκεί από μόνη της για να αναλάβει πολιτική δράση, ο Ρομάνο εισάγει πολιτικά μια μέθοδο ανάλυσης των αυθόρμητων στάσεων και συμπεριφορών των εργατών απέναντι στη συνθήκη με την οποία έρχονται αντιμέτωποι.
Στην ουσία, η μαρτυρία έχει δομηθεί πάνω στην εξέταση μορφών δράσης συγκεκριμένων εργατών (των έμπειρων και των νεαρών εργατών, των ρουφιάνων και των συντηρητικών εργατών) μέσα σε συγκεκριμένες συνθήκες παραγωγής. Τι σημαίνει δράση για τον Ρομάνο και την τάση Τζόνσον-Φόρεστ; Η δράση είναι σχέσεις. Ιδιαίτερες μορφές σχέσεων μεταξύ α) των εργατών μεταξύ τους β) μεταξύ των εργατών και των μηχανημάτων.
Ουσιαστικά, οι στάσεις και οι συμπεριφορές είναι κάτι πολύ ευρύτερο από οποιαδήποτε πρότερη θέση, ιδέα ή αντίληψη που περιορίζεται στο επίπεδο απλώς της σκέψης που μπορεί να έχει κάποιος για μια κατάσταση. Στις στάσεις αυτές και τις συμπεριφορές ο Ρομάνο βλέπει την αυθεντική έκφραση της εργατικής εμπειρίας, την οποία οι ίδιοι οι εργάτες σπάνια εκφράζουν με λέξεις.
Αυτό όμως έχει πολιτικές συνέπειες για αυτό που θέλει να πει ο Ρομάνο: ότι η εργατική συνθήκη δεν είναι κάτι στατικό, αλλά μια δυναμική σχέση, μια σχέση που έχει μέσα της ανταγωνισμούς μεταξύ των εργατών, αλλά και μορφές αλληλεγγύης.
Η επικέντρωση όμως στις στάσεις και συμπεριφορές έχει και ένα άλλο πλεονέκτημα. Είναι ένας τρόπος να εκφραστεί πολιτικά όλα όσα δεν μπορούσαν να εκφραστούν αν κοιτάξει κανείς επιφανειακά την εργατική συνθήκη και όλα όσα κατέπνιγαν οι επίσημοι θεσμοί της περιόδου (κόμματα και συνδικάτα) επιβάλλοντας κάποιες έτοιμες επαναστατικές ιδέες άσχετες με την καθημερινότητα.
3. Το τρίτο σημείο που έχει ενδιαφέρον στην μαρτυρία της τάσης Τζόνσον-Φόρεστ είναι πως δε μιλά με όρους «αλλοτρίωσης» σαν κάποια απόλυτη και μοναδική συνθήκη που καθηλώνει τους εργάτες στην εργατική συνθήκη. Είναι γνωστό πως στη μαρξιστική φιλολογία υπάρχει μια τεράστια κουβέντα γύρω από το θέμα της αλλοτρίωσης. Η εργατική τάξη όμως που περιγράφει ο Ρομάνο στην εργασία του δεν είναι καθηλωμένη μια για πάντα στην αλλοτριωτική φύση της εργασίας στο εργοστάσιο. Κάτι τέτοιο εξάλλου, αν σκεφτούμε όπως η τάση Τζόνσον- Φόρεστ από τη σκοπιά δηλαδή εξέτασης των μορφών της δράσης, δεν θα οδηγούσε σε κάποια αντίσταση στο χώρο παραγωγής, αλλά απλώς σε τάσεις φυγής από την εργασία στο εργοστάσιο.
Δείχνει παράλληλα ότι εκτός από την αλλοτρίωση υπάρχει και ένας δημιουργικός χαρακτήρας ακόμα και στην πιο αλλοτριωτική βιομηχανική εργασία. Αυτή η δημιουργικότητα εκφράζεται με τις χιλιες-δυο επινοήσεις των εργατών στην αλληλεπίδρασή τους με τις μηχανές.
«Θιασώτης του σφυριού» ονομάζεται ο εργάτης που χρησιμοποιεί βαριοπούλα για να προσαρμόζει τα προσαρτήματα της μηχανής του. Αντί να ξεσφίγγει τα παξιμάδια που κρατάνε το μηχάνημα σφιχτό, χρησιμοποιεί το σφυρί προκειμένου να κερδίσει χρόνο στην παραγωγή.
Εκφράζεται επίσης με την «Εργασία για την Κυβέρνηση» όπως ονομαζόταν μέσα στον Β’ Π.Π. Δηλαδή, αντικείμενα τα οποία οι εργάτες έφτιαχναν για προσωπική τους χρήση παραβαίνοντας τους κανόνες της εταιρίας.
“Στη διάρκεια του πολέμου, είχε αναδυθεί ενός είδους εργατική δημιουργικότητα, γνωστή ως «Εργασία για την Κυβέρνηση». Δε νομίζω να υπάρχει εργάτης που να μην έχει κάνει σε κάποια περίοδο «Εργασία για την Κυβέρνηση». Ήταν ανέκαθεν φυσιολογικό να βλέπεις τον εργάτη να φτιάχνει στη διάρκεια της εργασίας του κάτι για τον εαυτό του. Εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες έχουν φτιάξει δαχτυλίδια, λουκέτα, εργαλεία και διάφορα μπιχλιμπίδια. Όταν ο προϊστάμενος ή το αφεντικό πήγαινε να ρωτήσει «Τι κάνεις;» η απάντηση ήταν μια «Εργασία για την Κυβέρνηση». Πολλά ήταν τα ωραία πράγματα που είχαν φτιαχτεί και οι εργάτες συνήθιζαν να τα επιδεικνύουν. Αυτό εξακολουθεί να συμβαίνει και φαίνεται πως θα συνεχίσει. Ο όρος «Εργασία για την Κυβέρνηση» αφορά οτιδήποτε κάνει κάποιος για τον εαυτό του εν ώρα εργασίας. Φαίνεται, όμως, πως σήμερα οι εργάτες δεν έχουν τόση υπομονή για τέτοιου είδους εργασίες και χρειάζονται κάτι περισσότερο“.
Τέλος, εκείνο επίσης που προστατεύει τους εργάτες από την αλλοτρίωση είναι αυτό που ονομάζει η «κοινότητα της εργασίας»: οι σχέσεις δηλαδή αλληλεγγύης, συνεργασίας και συναδελφικότητας που υπάρχουν μεταξύ των εργατών που τους επιτρέπουν όχι μόνο να παράγουν (παρόλο που το Κεφάλαιο ιδιοποιείται αυτήν την συν-εργασία), αλλά και να διατηρούν σχέσεις ακόμα και έξω από το εργοστάσιο.
***
Ερχόμενοι στην επικαιρότητα του βιβλίου στο σήμερα. Νομίζω είναι πολλά που μπορεί κάποιος να κρατήσει από το βιβλίο και μπορούν να γίνουν πολλαπλές και διαφορετικές αναγνώσεις. Εγώ θα μείνω σε μερικά σημεία που δείχνουν ενδιαφέρον για τον τρόπο με τον οποίο δουλεύουμε εμείς πολιτικά τις εμπειρίες και που έχουν μια αξία και στη συζήτηση που θα κάνουμε.
–Ότι η εμπειρία δεν ταυτίζεται με το βίωμα. Ο Ρομάνο ενώ εκκινεί από βιωματική κατάσταση δεν περιορίζεται καθόλου σε αυτές. Με άλλα λόγια, δεν πέφτει σε έναν εργατισμό. Αντίθετα, συνθέτει μαρτυρίες και διαφορετικές οπτικές πάνω στο ίδιο θέμα: την εργατική συνθήκη. Δεν είναι δηλαδή καθόλου τυχαίο ότι ο Ρομάνο συμπεριλαμβάνει στην μαρτυρία του ένα εύρος μαρτυριών, από τους ριζοσπάστες εργάτες μέχρι τους συντηρητικούς εργάτες, τις γυναίκες ή τους μαύρους στο εργοστάσιο και τους ρουφιάνους.
–Ότι η εμπειρία περιλαμβάνει και θεωρία και πράξη. Είναι πρωτίστως συμπεριφορές και στάσεις και δευτερευόντως υποκειμενικές γνώμες. Περιλαμβάνει εξίσου αντικειμενικές όψεις, δηλαδή καταστάσεις με τις οποίες οποιοσδήποτε εργάτης ανεξάρτητα από τα ιδιαίτερά του χαρακτηριστικά (φύλο, χρώμα δέρματος, φυλή) έρχεται αντιμέτωπος, αλλά και υποκειμενικές πλευρές, διαφορετικούς τρόπους (αντί-)δρασης πάνω στην ίδια κατάσταση.
–Ότι η εμπειρία από μόνη της δεν έχει αυτή καθ’ αυτή πολιτική αξία αν δεν εγγράφεται σε μια προοπτική αγώνα. Προφανώς, για την τάση Τζόνσον-Φόρεστ η προοπτική αυτή τότε ήταν δεδομένη: οι ίδιες οι συνθήκες ανάπτυξης του καπιταλισμού είχαν θέσει τις βάσεις νομοτελειακά για την έλευση της «εισβάλλουσας σοσιαλιστικής κοινωνίας». Αυτή η προοπτική όμως του αγώνα δεν είναι δεδομένη ούτε υπάρχει εκ των υστέρων. Αυτή η προοπτική δημιουργείται μέσα από τη σχέση που εγκαθιδρύουν οι πολιτικές μορφές με τα κομμάτια της τάξης. Μια πολιτική δουλειά επομένως ανεύρεσης του που εκφράζεται ο αυθορμητισμός της βάσης και της σύνδεσης μαζί της στη βάση των αναγκών και όχι κάποιων επιβεβλημένων από τα έξω απόψεων ή την επιδίωξη ιδεολογικών συμφωνιών πάνω σε αφηρημένα ζητήματα.
Υποβολή απάντησης