Μια από τις πολιτικές δραστηριότητες της Σκυα είναι η ανάλυση εμπειριών. Όχι εμπειριών γενικά, αλλά εμπειριών που προέρχονται από αγώνες σε εργασιακούς (και όχι μόνο) χώρους στους οποίους παρεμβαίνουμε [1]. Πρόσφατα, εκδώσαμε το βιβλίο του Πωλ Ρομάνο Ο Αμερικανός Εργάτης, η ζωή στο εργοστάσιο (1947), που αποτελεί μια μαρτυρία πάνω στην εργατική συνθήκη και στους αγώνες κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στην αυτοκινητοβιομηχανία General Motors του Ντιτρόιτ [2]. Με την έκδοση αυτή θελήσαμε να κάνουμε κάτι διαφορετικό. Σκοπός μας αυτήν την φορά να προσεγγίσουμε τις εργασιακές εμπειρίες μέσα σε μια ιστορική προοπτική· να εντάξουμε τις εμπειρίες στις χρονικές συνέχειες και ασυνέχειες του ταξικού ανταγωνισμού· να εξετάσουμε συγκριτικά εμπειρίες από διαφορετικά κοινωνικά και πολιτισμικά πλαίσια, διαφορετικές παραδόσεις αγώνα.
Γιατί; Μήπως υπάρχει καμία σχέση ανάμεσα στην βιομηχανική εργασία των δυτικών μητροπόλεων της δεκαετίας του 50 ή του 60 με τις σημερινές εργασιακές συνθήκες στους τομείς των υπηρεσιών; Η «φορντική ρύθμιση» με την «απορύθμιση της αγοράς εργασίας», την οξεία καπιταλιστική κρίση; Με την πραγματικότητα της μαζικής ανεργίας, της «μαύρης», απλήρωτης εργασίας, της επισφάλειας;
Η απάντηση είναι πως δεν έχει καμία σχέση αν σε αυτά αναζητούμε διδακτικές ιστορίες κλεισμένοι σε ένα «ηρωικό» παρελθόν, αλλά και ότι έχει απόλυτη σχέση αν σε αυτά ψάχνουμε προοπτικές και δυνατότητες στο σήμερα. Και η μια όμως απάντηση όπως και η άλλη θεωρούν ως δεδομένο και προϋποθέτουν πως οι εμπειρίες διαθέτουν κάποια δεδομένη πολιτική αξία από μόνες τους, πως είναι εμποτισμένες με ένα πολιτικό νόημα και σημασία καθ’ αυτές.
Στην πραγματικότητα, οι εμπειρίες για εμάς δεν έχουν νόημα όσο περιορίζονται αποκλειστικά στην παράθεση υποκειμενικών βιωμάτων, όσο μένουν στο επίπεδο κατάθεσης κάποιων απόψεων, εκτιμήσεων ή ακόμα όσο αποτελούν απολογία ατομικών επιλογών. Όταν εξάλλου αναφερόμαστε σε εμπειρίες, και την πολιτική τους σημασία, αναφερόμαστε πρωτίστως σε εμπειρίες αγώνα και όχι απλώς σε βιώματα. Παρόλο που αυτές οι εμπειρίες αγώνα περιλαμβάνουν αδιαχώριστα όλα ή κάποια από τα παραπάνω (βιώματα, εκτιμήσεις, απόψεις, δικαιολόγηση επιλογών), ωστόσο αν μέναμε εκεί η αξία τους θα ήταν περισσότερο φιλολογική, παρά πολιτική. Από την άλλη πάλι πλευρά, εμπειρίες που κρίνουν, αναλύουν και παίρνουν θέση για έναν αγώνα με τρόπο διαχωρισμένο και εντελώς αποκομμένο από την υποκειμενική αλήθεια, στη βάση ανάδειξης της αντικειμενικής πραγματικότητας του συστήματος, των μηχανισμών, των συνθηκών («ώριμων» ή «ανώριμων»), της κυριαρχίας κτλ. παραμένουν εξίσου χωρίς νόημα με όσες περιορίζονται απλώς και μόνο στο βίωμα.
Αντίθετα, οι εμπειρίες για εμάς αφορούν πρωτίστως τρόπους συλλογικής δράσης και πολιτικές συμπεριφορές μέσα και ενάντια στις υπάρχουσες συνθήκες εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Εκκινώντας από την δική μας δράση και όχι αυτή των άλλων, των μηχανισμών ή του συστήματος: όχι η ανάθεση ή η ηττοπάθεια γενικά, ούτε η καταγγελία της ανάθεσης ή της ηττοπάθειας, αλλά πώς τις αντιμετωπίζουμε και τις αντιπαλεύουμε ειδικά. Εμπειρίες, επομένως, που περιλαμβάνουν αξεχώριστα τόσο δεδομένα και αντικειμενικές καταστάσεις που δεν τις έχουμε επιλέξει, όσο όμως και υποκειμενικές διαστάσεις του πώς επιλέγουμε να πράττουμε. Και κάτι όμως παραπάνω από αυτά: έναν πολιτικό προσανατολισμό στο τι κάνουμε τώρα ή τι μπορούμε να κάνουμε μέσα σε αυτές τις δεδομένες συνθήκες. Αυτός δεν είναι παρά ένας τρόπος ώστε να θέτουμε στο επίκεντρο το ζήτημα των αναγκών μας τόσο ως εκμεταλλευόμενοι, όσο και ως μέρος της τάξης. Ανάλυση του νοήματος της δράσης στην θέση μιας κενού νοήματος θεωρητικολογίας, επικέντρωση στους τρόπους δράσης στην θέση ενός χωρίς νόημα ακτιβισμού.
Οι εμπειρίες εξάλλου δεν προκύπτουν με κάποιον φυσικό τρόπο σε κάποιον/α με την απλή συμμετοχή σε κάποιον αγώνα. Ούτε όμως και μέσα από την δράση ξεπηδά αυτόματα κανένα πολιτικό νόημα. Οι εμπειρίες και το πολιτικό τους νόημα για εμάς δεν προϋπάρχουν, αλλά δημιουργούνται. Δημιουργούνται μέσα από μια διαδικασία συλλογικής επεξεργασίας που περιλαμβάνει την σύγκριση και σύγκρουση με διαφορετικές οπτικές, την κριτική εξέταση συμπεριφορών που αναπτύσσονται στους αγώνες, την οικειοποίηση άλλων μορφών δράσης, την αποτίμηση του τι συνέβη, αλλά και του τι μπορεί πραγματικά να γίνει.
Μέσα, επομένως, σε αυτήν την συλλογική διαδικασία επεξεργασίας οι εμπειρίες αποκτούν το πολιτικό τους νόημα και γίνονται εργαλείο πολιτικής δράσης. Ένα εργαλείο που αν διαθέτει μια σημασία για εμάς δεν είναι άλλο για την ειδική σχέση που διατηρεί μεταξύ γεγονότων και ανάλυσης, θεωρίας και πράξης. Απαντώντας στο τι να κάνουμε, με τι σκοπούς και με τι μέσα σε συγκεκριμένες καταστάσεις και συνθήκες. Όχι εκ των υστέρων (κρίνοντας κατόπιν και εκ του ασφαλούς), ούτε εκ των προτέρων (κρίνοντας από τα πριν και από τα έξω), αλλά μέσα στην δυναμική των καταστάσεων, με την αβεβαιότητα και τις παγίδες που αυτές περιλαμβάνουν, τα αδιέξοδα που ελλοχεύουν και τις προοπτικές όμως που μπορεί να ανοίγουν. Με αυτήν την έννοια, οι εμπειρίες δεν διαθέτουν άκριτα κάποιο (θετικό) πρόσημο. Όποια σημασία μπορεί να έχουν (όταν έχουν) είναι στη σχέση που διατηρούν με την δράση, στο βαθμό που μπορούν δυνητικά να αποτελέσουν εργαλείο αγώνα.
Σε αυτήν λοιπόν την συλλογική διαδικασία δημιουργίας εμπειριών που αναφέραμε αδιάσπαστο στοιχείο αποτελεί η δυνατότητα να τοποθετούμε αυτές τις εμπειρίες σε ένα ευρύτερο πλαίσιο πέρα από εκείνο των άμεσων αποτελεσμάτων της δράσης. Σε αυτό το σημείο αποκτούν αξία οι «μαρτυρίες» για εμάς και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο διατηρούμε τον ιστορικό όρο «εργατική μαρτυρία», παρόλο που πλέον αναφερόμαστε ευρύτερα σε αγωνιστικές εμπειρίες. Γιατί αν στη συλλογική αυτή διαδικασία δημιουργίας των εμπειριών είναι αναγκαίος ένας τρόπος σύγκρισης των οπτικών, αν καλούμαστε να κρίνουμε και να πάρουμε θέση όταν διαφορετικές λογικές συγκρούονται σε έναν αγώνα τότε κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνεται αγνοώντας τις αδυναμίες και τις δυνάμεις που ιστορικά έχουν διαμορφωθεί από την κίνηση του ταξικού ανταγωνισμού. Προφανώς, κάτι τέτοιο σημαίνει να μαθαίνουμε από τα λάθη, όχι μόνο τα δικά μας, αλλά και από αυτά που ταλάνισαν για παράδειγμα σε άλλες εποχές το εργατικό κίνημα· να οξύνουμε διαρκώς το πολιτικό μας κριτήριο· να αναζητούμε παραδείγματα πάλης που έχουν ιστορικά δοκιμαστεί στην πράξη. Αν και όλα αυτά είναι απαραίτητα δεν αρκεί να μένουμε εδώ.
Οι προηγούμενες εμπειρίες ή μαρτυρίες δεν είναι απλώς διδακτικές ιστορίες του παρελθόντος, σωστό μείον το λάθος. Ούτε αρκεί να ψάχνουμε το νήμα που συνδέει τις διαφορετικές ιστορικές εμπειρίες αγώνα. Οι αγώνες εξάλλου δεν διεξάγονται ποτέ σύμφωνα με κάποιο τέλειο σχήμα ξεπατικωμένο από κάποιο βιβλίο. Στο βαθμό όμως που αυτοί αποτελούν μια στιγμή μέσα στην ιστορία των ίδιων των αγώνων τότε η σύγκριση με τις παρελθούσες εμπειρίες για εμάς έχει μια επιπλέον σημασία πέρα από την ιστορική. Μια σημασία πρωτίστως πρακτικοπολιτική: μαθαίνοντας πώς να αγωνιζόμαστε χτίζουμε σταδιακά την στρατηγική μας στο σήμερα. Με ποιον τρόπο; Στοχεύοντας στην ολότητα των εμπειριών δηλαδή στο να αντλούμε από την κάθε επιμέρους εμπειρία αγώνα των εκμεταλλευόμενων και καταπιεζόμενων από τους πιο διαφορετικούς παραγωγικούς κλάδους, αλλά και τα πολλαπλά πεδία ανταγωνισμού, τις ευρύτερες πολιτικές σημασίες. Πολιτικές σημασίες δηλαδή που να είναι σε θέση να υπερβαίνουν τον κατακερματισμό, την μερικότητα των εμπειριών και την λήθη οικοδομώντας σταδιακά μια συλλογική προοπτική, σε αντίθεση με την αντίληψη κάποιου ιστορικού άλματος που οδηγεί στην απότομη έλευση κάποιας ουτοπίας (κομμουνισμός, αναρχία κ.ο.κ.). Υπάρχει, επομένως, μια πολιτική επιλογή στην ενασχόληση με τις εμπειρίες που αφορά την άρνηση των κάθε είδους βεβαιοτήτων ή των έτοιμων ιστορικών λύσεων.
Εξάλλου, οι μαρτυρίες αποτελούν μια ιδιάζουσα μορφή λόγου, πολλές φορές πειραματική και μακριά από τις καθιερωμένες μανιέρες γραφής, τις κυρίαρχες πολιτικές συμβάσεις. Πόσο μάλλον όταν τον λόγο παίρνουν εκμεταλλευόμενοι/ες που δεν συνηθίζουν να μιλούν δημόσια συχνά και που, κυρίως, δεν διαθέτουν την συμβολική εξουσία να επιβάλλουν την οπτική τους ως νόμιμη ή έστω άξια προσοχής. Για αυτό και την ίδια στιγμή που στον επίσημο πολιτικό λόγο οι μαρτυρίες παραμένουν περιθωριακές, για εμάς πολιτικά είναι κεντρικές. Γιατί δεν πρόκειται για μανιφέστα πολιτικών θέσεων, αλλά για στάσεις και συμπεριφορές που, μέσα από τις περιπλανήσεις και τις ταλαντεύσεις συλλογικών υποκειμένων (όπως π.χ. ο βιομηχανικός εργάτης), δοκιμάζονται σε συνθήκες μάχης. Υπό αυτούς λοιπόν τους όρους οι εργατικές μαρτυρίες σχετίζονται με την πολιτική μας δουλειά.
Σε αυτό το περίγραμμα που σκιαγραφούμε, μια σειρά εκδόσεων με θέμα την εργατική μαρτυρία έχει σκοπό να υποδείξει ορισμένα ιστορικά σημεία αναφοράς ανακινώντας έννοιες και πρακτικές, που παρά την χρονική απόσταση ή το διαφορετικό κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσονται, διατηρούν μια πολιτική χρησιμότητα στη συμμετοχή στους αγώνες σήμερα. Εκκινώντας από την βιομηχανική εργασία και φτάνοντας μέχρι τις σύγχρονες μορφές μεταξύ επισφάλειας, προσωρινότητας, ανεργίας και «ωφέλειας». Το σταδιακό αυτό εγχείρημα θα επιχειρήσει να εξετάσει τις μεταβολές της καπιταλιστικής παραγωγής όχι από τα πάνω ή με το συνηθισμένο τρόπο της παράθεσης στατιστικών, αλλά από τα κάτω μέσα από την εμπειρία των αγώνων. Αντλώντας από διαφορετικές πολιτικές τάσεις και παραδόσεις του εργατικού κινήματος προτείνουμε έναν τρόπο κριτικής οικειοποίησης αυτής της ιστορίας στη βάση κάποιων σταθερών, που συνδέονται με την πολιτική μας δραστηριότητα. Το ζήτημα της αυτονομίας της τάξης είναι ένα από αυτά.
Πρώτος σταθμός της σειράς το Ντιτρόιτ του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η μαρτυρία του Πωλ Ρομάνο, The American Worker, συνδικαλιστή της General Motors και μέλους της τάσης Τζόνσον – Φόρεστ, μέσα από την περιγραφή της συνθήκης της αμερικανικής εργατικής τάξης του 1940, αναφέρεται για πρώτη φορά στην αυτονομία της εργατικής τάξης τόσο από τα γραφειοκρατικά συνδικάτα όσο και από το Κεφάλαιο. Αυτή όμως η αυτονομία δεν αφορά κάποιους επικούς εργατικούς αγώνες της περιόδου, ούτε κάποιες ηροστρατικά περίφημες πράξεις ατομικής αντίστασης.
Η προκλητικότητα της οπτικής του Ρομάνο είναι πως πετάει εξ’ αρχής τον αναγνώστη μέσα στη ζωή του εργοστασίου, περιγράφοντας με κάθε δυνατή λεπτομέρεια την –καθόλου ηρωική– καθημερινότητα της εργατικής συνθήκης. Με αυτόν όμως τον τρόπο, η μαρτυρία εστιάζει στην καθημερινή πάλη των εργατών ως κοινότητας μέσα στο εργοστάσιο, στον αγώνα ενάντια στην εισαγωγή νέων τεχνολογικών μεθόδων, στο χάσμα μεταξύ των εργατών της βάσης και των πολιτικών των γραφειοκρατικών συνδικάτων, στην πάλη ενάντια στους χρονομέτρες, στους επιστάτες, στους ρουφιάνους των αφεντικών κ.ο.κ. Αναδεικνύει τι σημαίνει πολιτική σε πρώτο πρόσωπο μέσα από συγκεκριμένα προβλήματα.
Κυρίως, θεμελιώνεται ένας τρόπος δουλειάς ρίχνοντας το κέντρο βάρους στην πολιτική δουλειά βάσης· στην ανάληψη πρωτοβουλιών και όχι την ανάθεση στους ειδικούς της ταξικής πάλης· στην επικέντρωση στις συμπεριφορές και όχι στις απόψεις ή στους βαθμούς «ταξικής συνείδησης»· στους τρόπους δράσης και όχι στο πώς παθητικά οι εργάτες υπομένουν την συνθήκη τους. Χωρίς, ταυτόχρονα, να εξυμνεί κάποια δήθεν καλή καθ’ αυτή εργατική ταυτότητα, αφού δεν κρύβει ούτε τον ανταγωνισμό ούτε τις ρατσιστικές ή σεξιστικές συμπεριφορές μεταξύ των εργατών, αναφέρεται σε υπαρκτές τάσεις στις συμπεριφορές. Η αυτονομία επομένως εδώ πρωτίστως ως διακύβευμα αγώνα, όχι ως θέση αρχής ή κριτική συνείδηση [3].
Η εμπειρία αυτής της μαρτυρίας κυκλοφόρησε πολύ γρήγορα σε διεθνές επίπεδο. Μεταφράστηκε από τον Κ. Καστοριάδη στην επιθεώρηση Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα (1949), ενώ ο Λεφόρ βασίστηκε σε αρκετές από τις παρατηρήσεις του Ρομάνο ώστε να εισάγει την εργατική έρευνα ως πολιτικό εργαλείο στο προγραμματικό του άρθρο «Η προλεταριακή εμπειρία» (1952) [4]. Λίγα χρόνια αργότερα στην Ιταλία η πολιτική δουλειά της εργατικής έρευνας θα επικεντρωθεί στην αναζήτηση των νέων εργατικών συμπεριφορών του «εργάτη-μάζα» στους πιο προηγμένους τεχνολογικά τομείς της ιταλικής βιομηχανίας της δεκαετίας του 60. Ο Ντανίλο Μοντάλντι, λόγω της σχέσης του με το Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα, εισήγαγε την μαρτυρία αυτή, μεταφράζοντάς την, στην επιθεώρηση Battaglia Communista (1954). Όπως παρατηρούσε ο Μοντάλντι η σημασία της έγκειτο στο ότι εξέφραζε: «με μεγάλη ένταση και βάθος, την ιδέα –σχεδόν ξεχασμένη από το μαρξιστικό κίνημα μετά την έκδοση του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου– ότι ο εργάτης, πριν γίνει υποστηρικτής ενός κόμματος, αγωνιστής της επανάστασης ή υπήκοος μιας μελλοντικής σοσιαλιστικής εξουσίας, είναι πάνω απ’ όλα ένα ον που ζει μέσα στο εργοστάσιο και στην καπιταλιστική παραγωγή· και ότι μέσα στην παραγωγή διαμορφώνεται η εξέγερση ενάντια στην εκμετάλλευση, η ικανότητα να οικοδομήσει έναν ανώτερο τύπο κοινωνίας, η ταξική αλληλεγγύη με τους άλλους εργάτες και το μίσος για την εκμετάλλευση και τους εκμεταλλευτές –τόσο για τα κλασικά αφεντικά του χθες όσο και για τους απρόσωπους γραφειοκράτες του σήμερα και του αύριο» [5].
Η επιρροή όμως που άσκησε η μαρτυρία αυτή δεν αφορούσε μόνο τον διεθνή της αντίκτυπο. Ούτε περιορίστηκε στον βιομηχανικό κόσμο της φορντικής εργασίας, αλλά κατάφερε να δημιουργήσει ένα νέο παράδειγμα, τόσο από άποψη μορφής όσο και από άποψη περιεχομένου, ανοίγοντας το δρόμο σε μια σειρά από μαρτυρίες, ακόμα και μέσα στις ίδιες τις ΗΠΑ, με κοινό παρανομαστή τον αγώνα για αυτονομία. Ανάμεσα σε μαρτυρίες που έγιναν κλασικές αυτή του Charles Denby, Indignant Heart: A Black Worker’s Journal που εκδόθηκε το 1952 με το οποίο θέτει το ζήτημα της μετάβασης ενός έγχρωμου εργάτη γης από το Τενεσί στην αυτοκινητοβιομηχανία του Ντιτρόιτ, η μπροσούρα Artie Cuts Out (1953) του Arthur Bauman για την μαθητική ζωή στις ΗΠΑ του 1950, ενώ η μπροσούρα της Selma James και της Filomena D’Addario, A Woman’s Place που εκδόθηκε από την πολιτική ομάδα Correspondence το 1953 έθιγε ρόλο της οικιακής εργασίας, της αναπαραγωγικής εργασίας και των γυναικείων οργανώσεων [6].
Σκοπός μας λοιπόν, ξεκινώντας την σειρά εκδόσεων με αυτήν την κλασική μαρτυρία, πολλαπλασιάζοντας τις οπτικές, πληθαίνοντας τις φωνές και εκτείνοντας τις μαρτυρίες χρονικά και χωρικά, να συμβάλλουμε στην ωρίμανση της δικής μας εμπειρίας αγώνα, ενθαρρύνοντας ταυτόχρονα γενικότερα την κατάθεση και ανάλυση εμπειριών.
Σημειώσεις:
[1] Τις γενικές κατευθύνσεις αυτής της δουλειάς τις έχουμε εκθέσει στο κείμενο «Στο εργαστήρι των κοινωνικών αγώνων» στο τχ. 0 της Σφήκα (Μάιος 2011).
[2] Πωλ Ρομάνο, Ο Αμερικανός Εργάτης, Κινούμενοι Τόποι, Αθήνα, 2014. Εκδόθηκε στα πλαίσια στήριξης του ταμείου αλληλοβοήθειας της ΣΚΥΑ.
[3] Βλ. Ο Αμερικανός Εργάτης του Πωλ Ρομάνο: μια πολιτική μέθοδος και πρακτική.
[4] Claude Lefort, Η Προλεταριακή Εμπειρία, Στάσει Εκπίπτοντες, Αθήνα, 2008 [1952].
[5] Βλ. Steve Wright, Η έφοδος στον ουρανό, Κόκκινο Νήμα, Αθήνα, 2012 [2002], σ. 38.
[6] Βλ. το άρθρο των Asad Haider and Salar Mohandesi «Workers’ Inquiry: A Genealogy» (27/09/2013).
Υποβολή απάντησης