μετάφραση & εισαγωγή: naufrageur à bord
[ευχαριστώ τον cognord για τα σχόλια και τη βοήθεια]Το κείμενο του cognord που ακολουθεί γράφτηκε αρχικά στα αγγλικά και δημοσιεύθηκε πρόσφατα στην επιθεώρηση Brooklyn Rail (link). Παρότι είχε ως βασικό στόχο την ενημέρωση του αγγλόφωνου κοινού για τις τρέχουσες εξελίξεις στην Ελλάδα και μια τοποθέτηση σε σχέση με αυτές, μου φάνηκε πως είναι αρκετά αυτά που μπορεί να κομίσει στην (ομολογουμένως φτωχή) συζήτηση που διεξάγεται εντός του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού· πράγμα αν μη τι άλλο σημαντικό, τη στιγμή που σε ολόκληρο σχεδόν το φάσμα, από την αριστερά και κομμάτια του λεγόμενου α/α χώρου μέχρι την άκρα δεξιά, ένας λευκός θόρυβος ελπίδας, περηφάνιας και υποστήριξης της νέας κυβέρνησης καλύπτει τα πάντα. Κι αυτό γιατί το κείμενο έχει (τουλάχιστον) δύο μεγάλες αρετές: αφενός τοποθετεί την άνοδο και την εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ στο σωστό πλαίσιο (την ήττα των αγώνων που εκδηλώθηκαν την προηγούμενη περίοδο και την υποχώρηση του ανταγωνισμού) και αφετέρου κάνει τον κόπο να καταπιαστεί σοβαρά με τα όσα (πολλά και αντικρουόμενα) έχουν ακουστεί από τα στελέχη και τους κύκλους του ΣΥΡΙΖΑ, αρθρώνοντας μια συστηματική έκθεση και κριτική του προγράμματός του (με άλλα λόγια, της μορφής που θα πάρει η καπιταλιστική αναδιάρθρωση ως ταξική πάλη) όχι στη βάση ενός αφηρημένου ριζοσπαστισμού, αλλά μάλλον εμμενώς, στη βάση της ίδιας του της αναλήθειας.
Είναι γνώμη μου πως αυτά τα δύο ζητήματα συνδέονται άμεσα. Είναι αδύνατο να κατανοήσουμε και να υποβάλουμε σε κριτική την αναδιάρθρωση, και την εξέλιξή της ως μιας πρακτικά αναστοχαστικής διαδικασίας, αν από την πλευρά μας δεν αναστοχαστούμε σοβαρά πάνω στα (αντικειμενικά και υποκειμενικά) δεδομένα που παρήχθησαν στην ακολουθία αγώνων μέσα στην κρίση. Από αυτήν την άποψη, πέρα από μια κριτική στον πολιτικό σχηματισμό ΣΥΡΙΖΑ, αυτό που επείγει είναι ακριβώς να διερευνήσουμε τις γραμμές συνέχειας ανάμεσα στον κύκλο αγώνων της προηγούμενης περιόδου και στις εξελίξεις της τρέχουσας (ή στάσιμης;) συγκυρίας. Ποια ήταν τα περιεχόμενα και τα όρια αυτών των αγώνων που οδήγησαν στην πολιτικοποίησή τους μετά το 2012 και εν τέλει στην κρατικοποίησή τους με τη μορφή της «κυβέρνησης με αριστερό κορμό» και ακροδεξιό βραχίονα; Για ποιους λόγους η ταξική πάλη παραμένει εγκλωβισμένη στο ολισθηρό κρατικό τερραίν, με το κράτος να εμφανίζεται ταυτόχρονα ως ο υπεύθυνος για την κρίση και ως η λύση της; Τι σημαίνει πρακτικά αυτή η κρατικοποίηση των κοινωνικών ανταγωνισμών ως διαδικασία ενσωμάτωσης/αποκλεισμού στοιχείων του προηγούμενου κύκλου (και ακόμη παραπέρα, τι μας δείχνει η δημιουργία «κινημάτων» μεσολαβημένων από το ίδιο το κράτος, όπως βλέπουμε στην περίπτωση των φιλοκυβερνητικών συγκεντρώσεων); Πώς εξηγείται και αντιμετωπίζεται η άνοδος του πατριωτισμού και της αρρενωπότητας (την οποία κανένας Γκράμσι και κανένας Λακλάου δεν μπορεί να ξορκίσει, άδικος κόπος) και η εκ νέου εθνικοποίηση του κοινωνικού ζητήματος; Ποια είναι η μορφή που μπορεί να πάρει από δω και πέρα η αντιφατική δυναμική της κρίσης, με την (διεστραμμένη) είσοδο της ταξικής πάλης στο (αποεθνικοποιημένο) ελληνικό κράτος στη σχέση του με τις διαδικασίες της ευρωπαϊκής περιφερειοποίησης;
Να ορισμένα ερωτήματα με τα οποία αξίζει κανείς να μελαγχολήσει όσο άλλοι πανηγυρίζουν την ανάκτηση της ελπίδας, της εργασίας και της (εθνικής) αξιοπρέπειας. Ένας φίλος είχε πει ότι χρεοκοπία είναι τα βλέμματα που δεν κοιτούν τον ευκάλυπτο να ξεφλουδίζει. Σε μια πιο φτωχή εκδοχή του αφορισμού, θα λέγαμε ότι, για την ώρα, ήττα είναι -μεταξύ άλλων- η παγωμένη ανάσα της κοινότητας του έθνους στο σβέρκο μας και η επιστροφή της ζαργκόν της οικονομίας στις συζητήσεις μας. Εν τω μεταξύ, όλα πάνε καλά, καμιά παρέκκλιση. Ο ευκάλυπτος συνεχίζει να ξεφλουδίζει απαρατήρητος και η ζωή μας συνεχίζει να βουλιάζει αβίωτη· «γλιστράνε τα χέρια κι ο κορμός του χρόνου δεν έχει φλούδα να πιαστείς».
*.*
Η ανακοίνωση των εθνικών εκλογών στην Ελλάδα, περίπου δύο χρόνια προτού η κυβέρνηση συνεργασίας της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ ολοκληρώσει τη θητεία της, ανανέωσε το ενδιαφέρον για την εν λόγω νότια και οικονομικά περιφερειακή ευρωπαϊκή χώρα. Η σχετική σιωπή που προηγήθηκε αυτής της νέας προσοχής στη διάρκεια των δύο τελευταίων ετών ήταν, από μιντιακή τουλάχιστον άποψη, κατανοητή. Το γεγονός ότι η Ελλάδα απήλαυσε τη στιγμή της δόξας της τα προηγούμενα χρόνια, οφειλόταν κατά κύριο λόγο στα άνευ προηγουμένου (για μια χώρα εντός της ΕΕ) μέτρα λιτότητας που επιβλήθηκαν από την τρόικα (ΕΕ, ΕΚΤ και ΔΝΤ) σε αντάλλαγμα για νέα δάνεια, που προορίζονταν να «στηρίξουν» το ελληνικό κράτος αφότου αυτό ανακοίνωσε επίσημα τον Μάιο του 2010 πως αδυνατούσε να αποπληρώσει το υπάρχον, «μη βιώσιμο» δημόσιο χρέος του (120% του ΑΕΠ τότε). Οι αντιδράσεις στην εφαρμογή του προγράμματος λιτότητας υπήρξαν επίσης καθοριστικές για την είσοδο της Ελλάδας στο προσκήνιο: οι γενικές απεργίες, οι βίαιες διαδηλώσεις και το κίνημα των πλατειών, μεταξύ 2010 και 2012, απείλησαν σοβαρά το μέλλον του «προγράμματος δημοσιονομικής εξυγίανσης» της Ελλάδας (για να δανειστούμε την επίσημη οικονομική ορολογία). Μαζί με το μνημόνιο, αυτό που δέχθηκε επίθεση ήταν η συνολική νομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος[1], κάτι που συνετέλεσε σε σοβαρούς προβληματισμούς για το μέλλον της συμμετοχής της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, καθώς και για τις απρόβλεπτες συνέπειες που αυτό θα μπορούσε να έχει για την ευρωπαϊκή (αν όχι και για την παγκόσμια) οικονομία.
Ωστόσο, το κίνημα που προσπάθησε να εμποδίσει αυτή τη μορφή υποτίμησης ηττήθηκε. Οι λόγοι ποικίλουν, και δεν εμπίπτει στους σκοπούς αυτού του άρθρου να τους εξηγήσει λεπτομερώς. Θα αρκούσε να πούμε ωστόσο πως, όπως και σε κάθε άλλο κοινωνικό κίνημα, η αποτυχία αυτή θα πρέπει να αναζητηθεί τόσο στη βίαιη αποφασιστικότητα από μέρους του κυβέρνησης (ή των κυβερνήσεων) να συνεχίσει τη λιτότητα με κάθε κόστος όσο και στην αδυναμία του ίδιου του κινήματος να μεταμορφωθεί από μια αμυντική κινητοποίηση για την προστασία των προϋπαρχουσών συνθηκών σε μια επίθεση απέναντι στις συνθήκες που δημιούργησαν την κρίση.
Εντούτοις, η προσοχή που έλαβε η Ελλάδα ήταν δικαιολογημένη. Χωρίς υπερβολή, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι πολλές από τις πολιτικές στρατηγικές αντίστασης που εκδηλώθηκαν και δοκιμάστηκαν στην Ελλάδα στα χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης, μεγάλα κομμάτια της διεθνούς Αριστεράς τις έχουν διαβάσει μονάχα σε βιβλία. Γενικές απεργίες με μαζική συμμετοχή που ακινητοποιούσαν τις οικονομικές δραστηριότητες· βίαιες διαδηλώσεις με συνεχώς αυξανόμενα ποσοστά συμμετοχής· συνελεύσεις γειτονιάς που επιδίωξαν να ενεργήσουν ως μοριακοί σχηματισμοί αυτοοργάνωσης, προσπαθώντας να αντιμετωπίσουν άμεσα ζητήματα που η κρίση προκαλούσε· ένα από τα πιο μαχητικά κινήματα πλατειών που κατάφερε να καλέσει δύο επιτυχημένες γενικές απεργίες· ένα κλίμα συνεχούς ανταγωνισμού που σταδιακά αλλά σταθερά ενέπλεκε όλο και περισσότερους ανθρώπους.
Δεν είναι ωστόσο επίσης υπερβολή να πούμε ότι καμιά από αυτές τις συναρπαστικές στιγμές δεν κατάφερε να εξουδετερώσει τις επιπτώσεις της κρίσης και της διαχείρισής της από το κράτος. Όσο συναρπαστικά, ελπιδοφόρα και έντονα κι αν ήταν αυτά τα ξεσπάσματα για εμάς που συμμετείχαμε σ’ αυτά, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε την αποτυχία τους να επιτύχουν ακόμη και μια μικρή (ρεφορμιστική έστω) νίκη και να τοποθετήσουμε αυτή την ήττα σε ένα σωστό πλαίσιο.
Με επίσημους όρους, η κρίση έχει επιδεινωθεί τα τελευταία χρόνια. Η συνολική ανεργία έχει αυξηθεί στο 27% (από 12,5% το 2010), χτυπώντας κατά κύριο λόγο τους νέους (60,6% για τις ηλικίες 17-25)· οι περικοπές μισθών στον δημόσιο τομέα είναι μεταξύ 30-40%, ενώ στον ιδιωτικό τομέα τα νούμερα δεν είναι παρά ελαφρώς χαμηλότερα (25% κατά μέσο όρο).[2] Οι μικρές επιχειρήσεις (ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας, περιλαμβάνοντας περίπου το 95% του συνόλου της επιχειρηματικής δραστηριότητας) έχουν συνθλιβεί από την κρίση και τα μέτρα λιτότητας (πάνω από 250.000 έχουν κλείσει), ενώ οι περικοπές στους προϋπολογισμούς για την υγεία και την παιδεία ανέρχονται σε ποσοστό μεγαλύτερο από 25%. Οι συνολικές απώλειες του ΑΕΠ ανέρχονται σε 24%, ενώ, παρά τις περικοπές αυτές (ή, όπως θα έλεγαν κάποιοι, ως αποτέλεσμά τους), το δημόσιο χρέος στην Ελλάδα έχει αυξηθεί δραματικά από το 120% του ΑΕΠ το 2010 στο 176% σήμερα.
Ανεπίσημα, η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη. Στη διάρκεια των τελευταίων δύο χρόνων, σαν να μην έφταναν οι μειωμένοι μισθοί ή η εξαναγκαστική ανεργία, ένα σχεδόν κατεστραμμένο σύστημα υγείας και η ανησυχητική άνοδος των νεοναζί ως σημαντικών παικτών στο πολιτικό τοπίο, ο κόσμος έπρεπε να ζήσει με την ήττα ενός κοινωνικού κινήματος που προκάλεσε σε πολλούς από τους συμμετέχοντες την ελπιδοφόρο εντύπωση ενός άλματος στον ελεύθερο ουρανό της ιστορικής αλλαγής. Ήταν η εξαφάνιση αυτών των ανταγωνισμών, ακολουθούμενη από γενικευμένα αισθήματα απογοήτευσης και κατάθλιψης, που θα πρέπει να χρησιμεύσει ως το φόντο για την κατανόηση των εκλογών του 2014. Είναι ακριβώς η αποτυχία των κοινωνικών κινημάτων να αντιμετωπίσουν τη λιτότητα και τη βάναυση υποτίμηση που έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ στη σημερινή θέση. Και ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ αρέσκεται να αυτοπαρουσιάζεται ως η συνέχιση αυτών των κινημάτων, είναι περισσότερο ακριβές να εξηγήσουμε τη δύναμή του ως αποτέλεσμα της κινηματικής αδυναμίας.
Σε αυτό το πλαίσιο της ήττας, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε καταλήξει να αντιπροσωπεύει για πολλούς ανθρώπους την τελευταία ελπίδα για οποιαδήποτε ανακούφιση από τις επιπτώσεις της λιτότητας. Αυτή είναι και η γραμμή που έχει υιοθετηθεί κατά βάση από τα αριστερά μέσα ενημέρωσης, κυρίως εκτός Ελλάδας. Ένας βομβαρδισμός από θετικά και ενθουσιώδη άρθρα και δημοσιεύματα τις τελευταίες εβδομάδες σε αριστερά και προοδευτικά μέσα έχει δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα που σχεδόν υπαινίσσεται ότι η Ελλάδα είναι στο χείλος μιας κοινωνικής επανάστασης. Είναι, ωστόσο, τελείως σαφές πως κάτι τέτοιο δεν ισχύει.
Τούτων λεχθέντων, δεν έχει κανένα νόημα να επιδοθούμε σε μια κριτική επεξεργασία του ΣΥΡΙΖΑ και του προγράμματός του στη βάση αφηρημένων κριτηρίων ριζοσπαστισμού, αντικαπιταλισμού κλπ. Ο λόγος είναι πολύ απλός: ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι, και δεν υπήρξε ποτέ, ένα αντικαπιταλιστικό κόμμα· και δεν ήταν ποτέ μέρος του προγράμματός του, της κατανόησής του για τον κόσμο και των εκπεφρασμένων πολιτικών του, η αμφισβήτηση της ουσίας του καπιταλιστικού συστήματος ή της πολιτικής του εκπροσώπησης. Στόχος της παραπάνω θέσης δεν είναι να δυσφημιστεί ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά να γίνει μια ειλικρινής αξιολόγηση που θα λαμβάνει υπόψη την ίδια την αυτοκατανόηση του ΣΥΡΙΖΑ, τον ιστορικό του ρόλο και την πρακτική του ως κοινοβουλευτικού κόμματος στο πλαίσιο του ελληνικού πολιτικού φάσματος. Είναι αδόκιμο να ισχυριστούμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει προδώσει ή αποτύχει να ανταποκριθεί σε ένα πρόγραμμα που δεν ήταν εξαρχής μέρος της πολιτικής του.[3]
Αυτό που πράγματι χρειάζεται δεν είναι μια ανάλυση στη βάση ενός ανύπαρκτου θεωρητικού πλαισίου (ο ριζοσπαστισμός του ΣΥΡΙΖΑ), αλλά μια νηφάλια κατανόηση του ιστορικού πλαισίου της εισόδου του ΣΥΡΙΖΑ στο προσκήνιο, των αντικειμενικών δυνάμεων που αντιμετωπίζει, και των δικών του προτεινόμενων λύσεων. Είναι μόνο με αυτόν τον τρόπο που μπορεί κανείς να έχει μια σαφή ιδέα για το τι διακυβεύεται.
Βασικές Κοινοτοπίες
Μέχρι το 2009, ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ένας ασήμαντος παίκτης στην ελληνική πολιτική σκηνή. Μόλις που έφτανε το όριο του 3% που απαιτείται για την είσοδο ση Βουλή, κάτι που υπονομεύε σοβαρά την επιρροή του εντός του κοινοβουλίου. Αλλά τα πράγματα δεν ήταν πολύ καλύτερα έξω από αυτό. Για όσους από εμάς έχουμε δραστηριοποιηθεί στην ελληνική αριστερή και ριζοσπαστική σκηνή για περισσότερο από 20 χρόνια, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτέλεσε ποτέ μια υπολογίσιμη δύναμη. Και παρότι ο ΣΥΡΙΖΑ αποπειράθηκε κατά καιρούς να αντλήσει δυνάμεις από τα κοινωνικά κινήματα για τις κοινοβουλευτικές φιλοδοξίες του, καμιά από αυτές τις προσπάθειες δεν υπήρξε ποτέ ιδιαίτερα επιτυχημένη.[4]
Ήταν μονάχα μετά τις εκλογές του 2012, οι οποίες σηματοδότησαν την κατρακύλα του ΠΑΣΟΚ ως της κυβέρνησης που ήταν υπεύθυνη για τον εγκαινιασμό της «διάσωσης» από την τρόικα και του προγράμματος λιτότητας, που ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε ξαφνικά με το 17% των ψήφων, ένα αποτέλεσμα που έπιασε τους πάντες εξ απίνης – ακόμα και τα ίδια τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ, που δεν περίμεναν παραπάνω από ένα 7-8%. Ήταν τότε που ο ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησε για πρώτη φορά να σκέφτεται το ενδεχόμενο σχηματισμού κυβέρνησης και άρχισε να κατανοεί ότι, από τότε και στο εξής, οι πολιτικές του θα έπρεπε να διατυπώνονται σε πλαίσιο ρεαλιστικό και πραγματοποιήσιμο.[5]
Υπνωτισμένος από την πρωτόγνωρη άνοδό του στην εκλογική μάχη, ο ΣΥΡΙΖΑ χρησιμοποίησε κάθε ευκαιρία για να οικοδομήσει υποστήριξη, να διευρύνει τις κοινωνικές του συμμαχίες και να προετοιμαστεί για τη δημιουργία της πρώτης αριστερόστροφης κυβέρνησης στην Ελλάδα μετά τη νίκη του ΠΑΣΟΚ το 1981. Ωστόσο, όπως συμβαίνει με κάθε αριστερό κόμμα, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πρακτικά πολύ καχύποπτος με κοινωνικά κινήματα που δεν μπορεί να ελέγξει άμεσα. Συνεπώς, παράλληλα με την αύξηση της εκλογικής του υποστήριξης, ο ΣΥΡΙΖΑ φρόντισε να μην υποστηρίζει ξεσπάσματα κοινωνικού ανταγωνισμού, ακόμη και σε στιγμές που εκείνα έμοιαζαν σε θέση να ανατρέψουν την κυβέρνηση και να θέσουν ένα τέρμα στη λιτότητα (που ήταν και ο δεδηλωμένος στόχος του Σύριζα).[6] Οι επίσημες εξηγήσεις από τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με αυτά τα περιστατικά ήταν χαρακτηριστική: αρνούμενος οποιαδήποτε λαθεμένη ενέργεια, ο ΣΥΡΙΖΑ κρυβόταν μονίμως πίσω από τη δικαιολογία ότι ο «λαός» (αυτή η καταχρηστική και άχρηστη λέξη) δεν ήταν έτοιμος για μια κλιμάκωση. Στην πραγματικότητα, μια περισσότερο νηφάλια προσέγγιση θα αναγνώριζε ότι ένα πολιτικό κόμμα που βλέπει το κοινοβούλιο ως το επίκεντρο της πολιτικής δραστηριότητας δεν έχει συμφέρον να επιτρέψει στην ανεξέλεγκτη και ριζοσπαστική δυναμική ενός κοινωνικού κινήματος να καθορίσει τις εξελίξεις ή τις πολιτικές του. Σε κάθε περίπτωση, σήμερα, σχεδόν δύο χρόνια μετά την τελευταία έκφραση ανατροπής σε επίπεδο δρόμου, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σε θέση να κεφαλαιοποιήσει την ήττα του κινήματος, επαναπαυόμενος στη σκέψη ότι στην πλειοψηφία τους οι άνθρωποι έχουν δείξει ότι προτιμούν να εναποθέσουν τις ελπίδες τους στην πολιτική εκπροσώπηση παρά στις δικές τους δραστηριότητες.
Οδηγίες προς Σύγχρονους Σοσιαλδημοκράτες
Η προσπάθεια να ανακαλύψουμε τι ακριβώς έχει σχεδιάσει ο ΣΥΡΙΖΑ για την επομένη των εκλογών, ωστόσο, δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Εξετάζοντας τις διάφορες δηλώσεις και διακηρύξεις του Τσίπρα, των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, των μελών της κεντρικής επιτροπής και των συμπαθούντων, θα μπορούσε κανείς να σαλέψει με την πληθώρα αντιφατικών και αντικρουόμενων απόψεων. Αυτό είναι κάτι που η δεξιά προσπάθησε να εκμεταλλευτεί προκειμένου να αποδείξει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει εν τέλει κανένα πρόγραμμα.[7] Στον βαθμό, ωστόσο, που ο ΣΥΡΙΖΑ θα αναγκαστεί να αντιμετωπίσει την πραγματική οικονομία, τους ευρωπαίους ομολόγους του και το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα (και όχι κάποιο φαντασιακό κίνημα), οι διακηρύξεις του ΣΥΡΙΖΑ σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση ακριβώς των παραπάνω ζητημάτων είναι ένας σχετικά ασφαλής τρόπος για να κατανοήσουμε τις πραγματικές πολιτικές του.
Το κύρια μέλημα του πολιτικού και οικονομικού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ, όπως διατυπώθηκε στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης τον Σεπτέμβριο του 2014 (και επαναλαμβάνεται έκτοτε), συνοψίζεται σε τέσσερα βασικά σημεία: πρώτον, άμεση διαχείριση της ανθρωπιστικής κρίσης στην Ελλάδα· δεύτερον, άμεσα μέτρα για την επανεκκίνηση της οικονομίας· ένα εθνικό σχέδιο για την «ανάκτηση της εργασίας»· και, τέλος, έναν θεσμικό και δημοκρατικό μετασχηματισμό του πολιτικού συστήματος. Αυτές οι προγραμματικές θέσεις προϋποθέτουν, σύμφωνα με τον ΣΥΡΙΖΑ, την πραγματοποίηση ορισμένων πραγμάτων: μια αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους· μια άμεση σύνδεση μεταξύ της αποπληρωμής των δανείων και της ανάπτυξης· μια αποσύνδεση των δημοσίων δαπανών από τους όρους του μνημόνιου· και ένα ευρωπαϊκό «New Deal», δηλαδή την εφαρμογή της Ποσοτικής Χαλάρωσης (Quantitative Easing – QE) από την ΕΚΤ.
Το πρόγραμμα για τη διαχείριση της ανθρωπιστικής κρίσης στοχεύει στην αντιμετώπιση ορισμένων από τις καταστροφικές όψεις της μεταμνημονιακής κοινωνίας, συγκεκριμένα στην επανασύνδεση του ηλεκτρικού ρεύματος και την παροχή κουπονιών για τρόφιμα σε 300.000 οικογένειες· δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη για όλους· ένα πρόγραμμα για την εξασφάλιση στέγης για όλους· στήριξη στους χαμηλοσυνταξιούχους. Το σχέδιο επανεκκίνησης της οικονομίας βασίζεται σε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης του φορολογικού συστήματος για να διασφαλιστεί η είσπραξη των απλήρωτων φόρων· μια άμεση διακοπή των κατασχέσεων (για την κύρια οικογενειακή κατοικία)· την κατάργηση του πρόσφατου δυσβάσταχτου φόρου ακινήτων (ΕΝΦΙΑ)· τη διαγραφή των «κόκκινων δανείων» (36% σύμφωνα με τις τράπεζες) χωρίς καμιά δυνατότητα αποπληρωμής· την επιστροφή του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, κάτι που θα αυξήσει το ΑΕΠ κατά 0,5%. Το πρόγραμμα για την «ανάκτηση της εργασίας» έχει να κάνει με την επαναφορά των σχέσεων εργασίας στην προ-μνημονιακή κατάσταση, και ειδικότερα την επανεισαγωγή της συλλογικής διαπραγμάτευσης και ένα τέλος στις απεριόριστες απολύσεις· και την φιλόδοξη δημιουργία 300.000 νέων θέσεων εργασίας καθώς και την χορήγηση επιδόματος ανεργίας σε επιπλέον 300.000 ανέργους με κοινωνικά κριτήρια. Τέλος, όσον αφορά τη δημοκρατική αναδιάρθρωση του πολιτικού συστήματος, ο ΣΥΡΙΖΑ στοχεύει στην κατάργηση των βουλευτικών προνομίων, μια διεξοδική εξέταση των αδειών λειτουργίας των κυρίαρχων ΜΜΕ και την επαναλειτουργία της κρατικής τηλεόρασης (ΕΡΤ).
Αφήνοντας κατά μέρος ορισμένες (αρκούντως σημαντικές) λεπτομέρειες,[8] και τα μέρη του προγράμματος που αφορούν τον εκδημοκρατισμό του πολιτικού συστήματος, ένα άμεσο ερώτημα αφορά στο ακριβές κόστος αυτού του προγράμματος, καθώς και το από πού πρόκειται να προέλθουν αυτά τα λεφτά. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ,[9] το κόστος αυτού του προγράμματος είναι 11,36 δις €. Και από πού θα προέλθουν τα χρήματα; Εδώ είναι που τα πράγματα δυσκολεύουν.
Αιχμάλωτες Λέξεις
Υπάρχουν δύο βασικοί πυλώνες πάνω στους οποίους ο ΣΥΡΙΖΑ δηλώνει πως σκοπεύει να βρει την χρηματοδότηση για το πρόγραμμα του: η αναδιάρθρωση του χρέους και η εισαγωγή της Ποσοτικής Χαλάρωσης. Διόλου αναπάντεχα, αυτές είναι οι πιο αμφιλεγόμενες πτυχές των επικείμενων διαπραγματεύσεων με την ευρωπαίους εταίρους.
1. Αναδιάρθρωση του χρέους
Αυτή τη στιγμή, το ελληνικό δημόσιο χρέος είναι γύρω στο 176% του ΑΕΠ (περίπου 321 δις €). Οι τόκοι που το χρέος αυτό δημιουργεί καταβάλλονται από τα νέα δάνεια που παρέχει η τρόικα, δεδομένου ότι η ελληνική οικονομία δεν παράγει πλεόνασμα. Αυτό σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι αναφορικά με τον προϋπολογισμό του ελληνικού κράτους, τόσο το χρέος όσο και οι τόκοι του είναι αδιάφοροι. Και γιατί είναι σημαντικό να μειωθεί το χρέος; Μια απάντηση σε αυτό το ερώτημα δόθηκε από τον Γιώργο Σταθάκη, επικεφαλής του επιτελείου της οικονομικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ:«Οι αγορές δεν δανείζουν τη χώρα λόγω της μη βιώσιμης κατάστασης του δημόσιου χρέους. Να σας εξηγήσω περισσότερο. Όταν για να πληρωθεί το χρέος πρέπει να έχουμε πλεόνασμα της τάξης του 4,5%, δεν μπορεί ταυτόχρονα να πετύχουμε ρυθμό ανάπτυξης κοντά στα προβλεπόμενα νούμερα. Είναι πολύ απλό και κατανοητό και οι συνομιλητές μου σε διεθνές επίπεδο το αντιλαμβάνονται. Συνεπώς, όταν το χρέος καταστεί βιώσιμο με συμφωνία που θα κλείσει μια ισχυρή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, οι αγορές θα δανείζουν ξανά τη χώρα με λογικό επιτόκιο».[10]
Το πιάνετε; Το στρατηγικό σχέδιο πίσω από την ιδέα της μείωσης του χρέους είναι να επιτραπεί στην Ελλάδα να δανειστεί ξανά, και συνεπώς να αυξήσει το χρέος της.[11] Μεγαλοφυές.
Αλλά ακόμα και αν αγνοήσει κανείς αυτόν τον παραλογισμό, προκύπτουν άλλα προβλήματα. Γιατί να συμφωνήσει η τρόικα με την αναδιάρθρωση του χρέους και να δώσει στην Ελλάδα την ευκαιρία να ελαφρύνει αυτό το βάρος; Αυτό το θέμα έχει συγκεντρώσει πολλή προσοχή και οι απαντήσεις ποικίλουν σημαντικά. Από τη μία πλευρά, έχουμε μια χορωδία που εξηγεί ότι η αναδιάρθρωση του χρέους είναι αδύνατη, προσθέτοντας ότι η Ελλάδα θα έπρεπε ήδη να αισθάνεται τυχερή και υπόχρεη που της δίνονται καν κάποια χρήματα προκειμένου να αποφευχθεί η ολική και πλήρης πτώχευση. Αυτή είναι η άποψη που συμμερίζονται (επίσημα) τόσο η γερμανική κυβέρνηση όσο και η προηγούμενη κυβέρνηση του Σαμαρά. Από την άλλη πλευρά, έχουμε το επιχείρημα ότι η αναδιάρθρωση του χρέους είναι απολύτως αναγκαία ώστε η Ελλάδα να βγει από την καθοδική δίνη της οικονομίας. Επιπλέον, συνεχίζει το επιχείρημα, «η αναδιάρθρωση του χρέους» δεν είναι εκτός πραγματικότητας. Για την ακρίβεια, έχει συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν (το αγαπημένο παράδειγμα του ΣΥΡΙΖΑ είναι η διαγραφή που συνέβη το 1953 για να βοηθηθεί η οικονομική ανάκαμψη της Γερμανίας) και θεωρείται από πολλούς οικονομολόγους ως επιτακτική ανάγκη ώστε να αποφευχθεί η χρεοκοπία και να δοθεί ώθηση στην ανάπτυξη. Η θέση αυτή υποστηρίζεται, μεταξύ άλλων, από πολλούς οικονομολόγους και τον ΣΥΡΙΖΑ.[12]
Αφήνοντας κατά μέρος αυτές τις πρωτίστως ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, η αλήθεια είναι πως δεν είναι παντελώς απίθανο να αναδιαρθρωθεί το χρέος (όπως και έχει ξαναγίνει στο μακρινό παρελθόν του… 2012 μέσω του PSI), και ο κύριος λόγος είναι ότι όλοι γνωρίζουν πως η πραγματική και πλήρης αποπληρωμή του είναι παντελώς αδύνατη.[13] Αλλά, και αυτό είναι το σημείο κλειδί, εάν αυτή η αναδιάρθρωση συμβεί, θα γίνει με έναν τρόπο που θα διασφαλίζει τα χρήματα των δανειστών[14] και με μια ρήτρα που θα απαιτεί τη συνέχιση κάποιας μορφής λιτότητας (η οποία πιθανότητα θα αποκτήσει ένα περισσότερο πιασάρικο όνομα, όπως «εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης»). Αυτή τη στιγμή, και επειδή ο ενθουσιασμός της αριστεράς φαίνεται να απαιτεί ένα αντεπιχείρημα από τα δεξιά, η αναδιάρθρωση του χρέους ανακηρύσσεται από την ΕΕ ως αδιανόητη. Όμως, διαβάζοντας ανάμεσα στις γραμμές, φαίνεται ότι η ΕΕ είναι πρόθυμη να εξετάσει μια γενναιόδωρη παράταση, η οποία, για οποιονδήποτε δεν τελεί υπό παντελή σύγχυση από την οικονομική ορολογία, σημαίνει ουσιαστικά το ίδιο πράγμα.
2. Ποσοτική Χαλάρωση
Η ιδέα είναι απλή. Ποιο είναι το σημαντικότερο μέσο μέσω του οποίου επιβάλλεται η σκληρή λιτότητα και η οικονομική αναδιάρθρωσηι από την τρόικα; Το δημόσιο χρέος. Η αδυναμία από την πλευρά της Ελλάδας να χρηματοδοτήσει την αποπληρωμή των προηγουμένων δανείων ή ομολόγων σημαίνει ότι οι αγορές είναι απρόθυμες να δανείσουν στην Ελλάδα. Δεδομένου ότι εντός της Ευρωζώνης και του ευρώ η Ελλάδα δεν είναι σε θέση να υποτιμήσει (το νόμισμα), να αθετήσει το χρέος ή να κάτι παρόμοιο (όπως έπραξαν η Αργεντινή ή η Ισλανδία), η ελληνική κυβέρνηση λαμβάνει τα χρήματα για την αποπληρωμή των δανείων από το ΔΝΤ και την ΕΚΤ ως αντάλλαγμα για την υιοθέτηση ενός προγράμματος «εξυγίανσης», δηλαδή λιτότητας.Αν η Ελλάδα ήταν σε θέση να δημιουργήσει ένα πλεόνασμα, να εκδώσει νέα κρατικά ομόλογα, να τα πουλήσει στην ΕΚΤ, και να χρηματοδοτήσει έτσι το σχέδιο αποπληρωμής του χρέους (μετά από μια γενναιόδωρη επέκταση), δεν θα υπήρχε λόγος να αποδεχτεί την λιτότητα. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν συνεπώς σε θέση να διαθέσει τις δαπάνες και τα έσοδα στη βάση της δικής του ατζέντας και να βγει εκ νέου στις αγορές. Η ποσοτική χαλάρωση (ή αλλιώς, το τύπωμα χρήματος) προϋποθέτει ακριβώς αυτήν την ιδέα: η ΕΚΤ θα αγοράσει κρατικά ομόλογα, θα τα κλειδώσει σε ένα μπουντρούμι στις Βρυξέλλες και θα ξεχάσει την ύπαρξή τους (αυτή είναι στην ουσία και η πρόταση του Βαρουφάκη για τα perpetual bonds). Για ακριβώς αυτόν τον λόγο, οι οικονομικές δυνάμεις που πιέζουν υπέρ της λιτότητας και της οικονομικής αναδιάρθρωσης (με τη Γερμανία στο τιμόνι) αρνιόντουσαν την πιθανότητα της ποσοτικής χαλάρωσης, γνωρίζοντας πως θα έχαναν το διαπραγματευτικό πλεονέκτημα που διαθέτουν για την επιβολή αυτών των πολιτικών.
Η ανακοίνωση του Ντράγκι (επικεφαλής της ΕΚΤ) στις 22 Ιανουαρίου ότι η ΕΚΤ θα εισαγάγει πράγματι μια μορφή ποσοτικής χαλάρωσης στην Ευρωζώνη, και μάλιστα μια μορφή ποσοτικής χαλάρωσης που θα εμπεριέχει και αγορές κρατικών ομολόγων, σηματοδοτεί όντως μια σχετική αλλαγή πολιτικής στην Ευρωζώνη.[15] Όμως ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες, και θα έπρεπε κανείς να κάτσει να παρακολουθήσει ως το τέλος της την επίσημη ανακοίνωση της ποσοτικής χαλάρωσης, για να ακούσει τον Ντράγκι να απαντάει σε ερωτήσεις δημοσιογράφων και να εξηγεί αυτό που όλοι λίγο-πολύ υποψιάζονταν: η Ελλάδα δεν θα είναι μέρος αυτής της ποσοτικής χαλάρωσης ή, έστω, θα συμμετάσχει σε αυτήν μονάχα στον βαθμό που συνεχίζει την εφαρμογή των μέτρων, όπως αυτά διατυπώθηκαν από την τρόικα.[16]
Βλέπουμε ότι αμφότεροι οι πυλώνες της χρηματοδότησης του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ από εξωτερικές πηγές, αν και όχι απαραίτητα μη ρεαλιστικοί από μόνοι τους, θα πρέπει να βασιστούν σε μια συνέχιση της λιτότητας που υπονομεύει κάθε ενθουσιασμό για το μέλλον, τουλάχιστον αναφορικά με τις επικείμενες διαπραγματεύσεις. Και γίνεται όλο και πιο φανερό ότι σε πολιτικό επίπεδο, μπορούν να γίνουν ορισμένες συμφωνίες (η συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και η μετονομασία της αναδιάρθρωσης του χρέους σε «παράταση», με αντάλλαγμα μια ορισμένη συνέχιση της λιτότητας) τέτοιες που να επιτρέπουν στα δύο μέρη της «διαπραγμάτευσης» να περισώσουν την πολιτική τους αξιοπρέπεια και γόητρο και να εμφανιστούν ως νικητές.
Πρόκυπτει τότε το ερώτημα πώς ο ΣΥΡΙΖΑ θα καταφέρει να δικαιολογήσει μια τέτοια απόκλιση από το πρόγραμμα ενάντια στην λιτότητα που ευαγγελίζεται. Τα εσωτερικά οικονομικά προβλήματα ρίχνουν κάποιο φως εδώ. Κατ’ αρχάς, για να κατορθώσει η Ελλάδα να διευθετήσει το οικονομικό της χάος, ένας ισοσκελισμένος προϋπολογισμός είναι απολύτως κρίσιμος. Και παρότι η κυβέρνηση Σαμαρά (με τη βοήθεια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής) ανακοίνωσε πλεόνασμα προϋπολογισμού τον Απρίλιο του 2014, στην πραγματικότητα τέτοιο πλεόνασμα δεν υπήρξε ποτέ.[17] Ως αποτέλεσμα, ο προϋπολογισμός αυτή τη στιγμή υστερεί κατά περίπου 3 δις €, ποσό που θα πρέπει να βρεθεί αμέσως – πριν ακόμη ο ΣΥΡΙΖΑ ξεκινήσει να αναλογίζεται το πώς θα εξασφαλίσει τα κεφάλαια για τα 12 δις € του προγράμματός του. Σαν να μην έφτανε αυτό το έλλειμα των 3 δις €, η Ελλάδα πρέπει να βρει ακόμα 31 δις € για να πληρώσει παλαιότερα δάνεια από την τρόικα (τα οποία χρωστάει στο ΔΝΤ και την ΕΚΤ και τα οποία λήγουν ανάμεσα στα τέλη του Φεβρουαρίου και του Αυγούστου 2015). Από πού θα αντλήσει, λοιπόν, ο ΣΥΡΙΖΑ τα λεφτά για όλα αυτά; Η απάντηση δεν μπορεί να βρεθεί εύκολα. Και πιθανότατα, ο λόγος είναι ότι δεν υπάρχει καμιά απάντηση. Το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ για την εξασφάλιση αυτών των πόρων συνίσταται μέχρι στιγμής στη μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος· την προσέλκυση ξένων και την ενθάρρυνση ιδιωτικών επενδύσεων, προκειμένου να δημιουργηθεί ανάπτυξη· και την αύξηση του κατώτατου μισθού.
Το πρόβλημα με αυτές τις προτάσεις είναι πολυσχιδές. Από τη μία πλευρά, μια μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος θα μπορούσε δυνητικά να εξασφαλίσει κάποια χρήματα, αλλά αυτό είναι μια στρατηγική που πολλές κυβερνήσεις έχουν υποσχεθεί δίχως επιτυχία. Αλλά ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα πετύχει κάποια φορολογική αναδιάρθρωση, θα απαιτούνταν τουλάχιστον δύο χρόνια για να δούμε αυτή τη φιλόδοξη ιδέα να μετασχηματίζεται σε πραγματικά έσοδα για το κράτος. Και από την άποψη της ανάπτυξης, χρήζει εξήγησης το πώς θα πραγματοποιηθούν ξένες ή ιδιωτικές επενδύσεις τη στιγμή που οι τράπεζες έχουν σταματήσει τη χορήγηση νέων δανείων. Τελευταίο αλλά διόλου επουσιώδες είναι το γεγονός πως, ακόμα και στο πιο αισιόδοξο σενάριο, η αύξηση του κατώτατου μισθού επηρεάζει μόνο ένα μικρό μέρος του εργατικού δυναμικού (περίπου 10% σύμφωνα με έρευνα της ΙΝΕ/ΓΣΕΕ), η συνεισφορά του οποίου στο ΑΕΠ είναι αμελητέα, και θέτει το άβολο ερώτημα τι θα συμβεί με τους υπόλοιπους μισθούς. Αν εμπιστευθούμε τον ισχυρισμό του Σταθάκη πριν από σχεδόν ένα χρόνο, αυτοί θα παγώσουν στα σημερινά επίπεδα.
Το Σημείο Έκρηξης των Ψευδαισθήσεων
Όσον αφορά τις διαπραγματεύσεις με την ΕΕ, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει καταστήσει σαφές ότι επιθυμεί να παραμείνει στην Ευρωζώνη· έχει διευκρινίσει ότι δεν θα προβεί σε μονομερείς αποφάσεις· γνωρίζει ότι έχει ανάγκη να συνεχίσει να παίρνει τα χρήματα από την ΕΕ· και όλα αυτά ενώ επαναδιαπραγματεύεται τους όρους της διάσωσης.[18] Ταυτόχρονα, έχει υποσχεθεί στους ψηφοφόρους του και στην αριστερά μια (μάλλον ελάχιστη, αλλά ακόμη κι έτσι φιλόδοξη) ημικεϋνσιανή πολιτική δημόσιων δαπανών, τη στήριξη των χαμηλών εισοδημάτων και ένα πρόγραμμα δημιουργίας θέσεων εργασίας, χωρίς ωστόσο τη φορολόγηση των πλουσίων ή την αναδιανομή του πλούτου.
Είναι σαφές ότι δεν είναι δυνατόν να παίξουν και τα δύο αυτά σενάρια. Για να λάβει χώρα μια διαπραγμάτευση, και οι δύο πλευρές χρειάζονται ένα ορισμένο διαπραγματευτικό χαρτί. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν το έχει. Αλλά αυτό που έχει είναι η βεβαιότητα ότι κανείς στην Ευρώπη δεν επιθυμεί μια χαοτική κατάσταση, το ενδεχόμενο η Ελλάδα να αποχωρήσει από την Ευρωζώνη,[19] ή την αβεβαιότητα που θα προκύψει από τέτοιες δραστικές αλλαγές. Αν προσθέσουμε και το γεγονός ότι, μετά από προσεκτική εξέταση, καμιά από τις εσωτερικές πολιτικές του ΣΥΡΙΖΑ (που κάποιοι θέλουν να παρουσιάζουν ως ριζοσπαστικές, αλλά οι οποίες στην πραγματικότητα φαίνεται να έχουν μια αρκετά περίεργη ομοιότητα με τους όρους του πρώτου Μνημονίου)[20] δεν είναι τέτοια που να οδηγεί την ΕΕ να ερμηνεύσει την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με τον τρόπο που την παρουσιάζει π.χ. το περιοδικό Jacobin, η κατάσταση κάπως ξεκαθαρίζει.[21]
Σε συμφωνία με τη γνωστή στρατηγική της Ευρώπης όσον αφορά την κρίση ως τώρα (κρατάνε όλοι την ανάσα τους με την ελπίδα πως θα σκάσει πρώτος ο διπλανός), και μακριά από τον ενθουσιασμό που βλέπει τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ ως ένα σημείο καμπής για την ευρωπαϊκή λιτότητα, οι επόμενοι μήνες πιθανότατα θα χαρακτηριστούν από μια παρωδία του παιχνιδιού της γάτας και του ποντικού: ο ΣΥΡΙΖΑ θα ζητά περισσότερο χρόνο για να αναπροσαρμόσει το πρόγραμμά του σε σχέση με το οικονομικό χάος που παρέλαβε από την προηγούμενη κυβέρνηση· θα ζητά περισσότερο χρόνο ώστε η Ποσοτική Χαλάρωση να φθάσει στην Ελλάδα· θα ζητά περισσότερο χρόνο έως ότου ο (μοναδικός) σύμμαχός του στην Ευρώπη (το Podemos στην Ισπανία) γίνει πράγματι κυβέρνηση τον Δεκέμβριο του 2015 (αν τα καταφέρει στην πράξη). Εν τω μεταξύ, μπορεί να εφαρμόσει μερικές θεαματικές (αλλά κενές πραγματικού περιεχομένου) πολιτικές (όπως η αύξηση του κατώτατου μισθού) για να δώσει την εντύπωση ότι αλλάζει όντως τα πράγματα. Και αν η ΕΕ έχει αποφασίσει να πάει με τα νερά του (και μέχρι στιγμής φαίνεται να έχει αποφασίσει κάτι τέτοιο), μπορεί ακόμη και να αναπτύξει την ίδια αβρότητα προς τον ΣΥΡΙΖΑ με αυτή που έδειξε στη Νέα Δημοκρατία και να δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα οικονομικής ανάκαμψης με πλασματικά πλεονάσματα προϋπολογισμού και εξόδους στην αγορά. Στο μεταξύ, φαίνεται ότι μια ορισμένη μορφή λιτότητας θα συνεχιστεί, αλλά με έναν τρόπο που μόνο μια αριστερή κυβέρνηση θα μπορούσε να καταφέρει.
[1] Μεταξύ 2010 και 2012, το κοινωνικό κίνημα που αναδύθηκε αμφισβήτησε σοβαρά την πολιτική ως διαχωρισμένη δραστηριότητα. Δεν ήταν μόνο το κοινοβούλιο που θεωρούνταν σταθερά ένας θεμιτός στόχος (με τους βουλευτές να δέχονται επιθέσεις, ακόμη και βίαιες, όταν γίνονταν αντιληπτοί στον δημόσιο χώρο), αλλά και οι παραδοσιακοί διαμεσολαβητικοί θεσμοί (όπως τα συνδικάτα, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης κλπ), οι οποίοι είδαν την ικανότητά τους στη δημιουργία συναίνεσης να υπονομεύεται σοβαρά. Ο ΣΥΡΙΖΑ, παρ’ όλα αυτά, εργάστηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση: η υποστήριξη μιας κριτικής των υπαρχόντων πολιτικών θεσμών και της νομιμότητάς τους θα ήταν παντελώς αντιφατική και παράλογη για ένα κοινοβουλευτικό πολιτικό κόμμα. Και μόλις το ενδεχόμενο σχηματισμού κυβέρνησης άρχισε να γίνεται όλο και πιο ρεαλιστικό, ο ΣΥΡΙΖΑ έβαλε τα δυνατά του για να σφυρηλατήσει συμμαχίες με τους εκπροσώπους των υφιστάμενων μηχανισμών εξουσίας.
[2] Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι μισθοί του ιδιωτικού τομέα ήταν σημαντικά χαμηλότεροι από αυτούς του δημόσιου.
[3] Υπήρξαν βέβαια κάποιες πομπώδεις δηλώσεις μελών του ΣΥΡΙΖΑ. Βλ. για παράδειγμα, τη συνέντευξη του Στάθη Κουβελάκη για την ιστορία του ΣΥΡΙΖΑ εδώ ή τις δηλώσεις του Μηλιού για το πώς ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα «μαρξιστικό» κόμμα εδώ (στα Γερμανικά). Αλλά πρόκειται για επιλεκτικές δηλώσεις σε μέσα που υποστηρίζουν ήδη τον ΣΥΡΙΖΑ και απευθύνονται σε συζητήσεις που διεξάγονται μέσα στους κύκλους και τις προσδοκίες της αριστεράς.
[4] Πριν από τις εκλογές του 2009, ο ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε να αντλήσει υποστήριξη από την πρόσφατη τότε εξέγερση του Δεκέμβρη, επικεντρώνοντας την προπαγάνδα του γύρω από το σύνθημα «από τους δρόμους στην κάλπη». Το αποτέλεσμα ήταν ένα δυσάρεστο, αλλά επίσης ενδεικτικό της επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ, 4,13% των ψήφων, σχεδόν 1% λιγότερο απ’ ό, τι στις εκλογές του 2007.
[5] Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι το θεαματικό άλμα από το 4% στο 17% έγινε με μια σχετική επίφαση ριζοσπαστισμού. Ο ΣΥΡΙΖΑ κατανόησε ότι ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού στην Ελλάδα εξέφραζε τον θυμό του ενάντια στη λιτότητα, τις συμφωνίες με την τρόικα και τον πολιτικό μηχανισμό. Υιοθέτησε συνεπώς μια σκληρή ρητορική περί μονομερούς άρνησης των μνημονιακών συμφωνιών, μια απόρριψη των μέτρων λιτότητας και ένα κάλεσμα για τον τερματισμό της συνεχούς υποτίμησης της ελληνικής οικονομίας. Αλλά όσο πιο πολύ τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ αυξάνονταν, τόσο περισσότερο αυτή η ρητορική αντικαθίστατο με πιο «νηφάλιες» και Realpolitik ανακοινώσεις. Κατά την ίδια περίοδο, ο ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησε να προσελκύει τους δυσαρεστημένους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ, ενσωματώνοντας στην εκλογική και πολιτική του στήριξη του ένα μεγάλο αριθμό του κόσμου που αποτέλεσε τον κατεξοχήν κρατικό μηχανισμό στην Ελλάδα τα τελευταία 30 χρόνια.
[6] Τα δύο περισσότερο προφανή παραδείγματα υπήρξαν η προταθείσα απεργία των εκπαιδευτικών Μέσης Εκπαίδευσης και η διακοπή της λειτουργίας της Κρατικής Τηλεόρασης (ΕΡΤ) το καλοκαίρι του 2013. Στην πρώτη περίπτωση, μια προτεινόμενη απεργία από τους καθηγητές στη διάρκεια των εξαιρετικά σημαντικών πανελληνίων εξετάσεων κηρύχτηκε προληπτικά παράνομη από την κυβέρνηση, η οποία δεσμεύτηκε ταυτόχρονα ότι, αν η απεργία πραγματοποιούνταν, θα παραιτούνταν. Μολονότι περισσότερο από το 90% των πρωτοβάθμιων σωματείων των εκπαιδευτικών αψήφησαν την απειλή και ψήφισαν να κατέβουν σε απεργία, η (ελεγχόμενη από τον ΣΥΡΙΖΑ) ΟΛΜΕ ακύρωσε την απεργία ισχυριζόμενη πως «οι συνθήκες δεν είναι ώριμες». Δυο εβδομάδες αργότερα, όταν η ΕΡΤ έκλεισε ξαφνικά, το σοκ έφερε χιλιάδες κόσμου στον δρόμο, καθιστώντας αδύνατο για την κυβέρνηση να διακόψει τη μετάδοση. Με την ΕΡΤ στο πλευρό του, ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να έχει –τουλάχιστον– την ευκαιρία μιας προεκλογικής εκστρατείας με την άνευ όρων υποστήριξη του μεγαλύτερο ελληνικού ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού, ο οποίος είχε καταληφθεί και μετατραπεί άμεσα σε έναν σταθμό ξεκάθαρης αντικυβερνητικής προπαγάνδας. Στη διάρκεια των πρώτων ημερών της κατάληψης μάλιστα, προσκλήθηκε ο Τσίπρας να εξηγήσει τις πολιτικές του ΣΥΡΙΖΑ στα 2,5 εκατομμύρια τηλεθεατών (το υψηλότερο ποσοστό τηλεθέασης που έφθασε ποτέ η ΕΡΤ). Ο ίδιος το απέφυγε, υποστηρίζοντας ότι «δεν είναι η ώρα».
[7] Φυσικά αυτή η επιχειρηματολογία έρχεται σε αντίθεση με το εξίσου κυρίαρχο επιχείρημα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πράγματι ένα πρόγραμμα, το οποίο όμως κατ’ ανάγκη σημαίνει ότι η Ελλάδα θα αναγκαστεί να βγει από την ΕΕ, η δραχμή θα επιστρέψει ως νόμισμα, οι Έλληνες δεν θα έχουν ούτε χαρτί τουαλέτας για να σκουπιστούν και θα επικρατήσει ο σατανάς. Προφανώς, όμως, οι προεκλογικές περιόδοι δεν υπήρξαν ποτέ ορόσημα συνέπειας ή ορθολογισμού.
[8] Η επανασύνδεση του ρεύματος θα είναι διαθέσιμη μονάχα αφού οι αιτούντες συνάψουν με τη ΔΕΗ μια συμφωνία εξόφλησης με δόσεις, με τον ΣΥΡΙΖΑ να εγγυάται πως θα καταβάλει την πρώτη δόση. Οι αιτούντες θα πρέπει επίσης να αποδείξουν τη «δυσμενή» τους οικονομική κατάσταση υποβάλλοντας αναλυτικές φορολογικές δηλώσεις. Το ίδιο ισχύει και με το πρόγραμμα για την εξασφάλιση στέγης, με τον ΣΥΡΙΖΑ να επιδοτεί το ενοίκιο με 3 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο. Επιπλέον, κατασχέσεις σπιτιών δεν έχουν στην πραγματικότητα συμβεί μέχρι στιγμής. Μια επείγουσα νομοθεσία το απαγορεύε μέχρι τον Ιανουάριο του 2015, αλλά το κύριο εμπόδιο για την εφαρμογή του μέτρου των κατασχέσεων είναι οι ίδιες οι τράπεζες: αν μια τράπεζα κηρύξει ένα δάνειο ως μη αποπληρωτέο, θα πρέπει να το προσθέσει στις απώλειές της, προσθέτοντας έτσι σαπάκια στην ήδη χρεοκοπημένη κατάστασή της. Η επαναφορά του κατώτατου μισθού επηρεάζει μόνο το 10% του εργατικού δυναμικού (και ο πιο πρόσφατα «ρεαλιστικός» αριθμός ήταν 640 και όχι 751 €, με την δικαιολογία πως η απότομη αύξηση του κατώτατου μισθού θα προκαλέσει «σοκ» στις επιχειρήσεις), εκ των οποίων όσοι έχουν μερική απασχόληση θα δουν μια αύξηση της τάξης των 70 € το μήνα. Την ακριβής εξήγηση του γιατί αυτό το μέτρο θα αυξήσει το ΑΕΠ κατά 0,5% δεν μπορεί να την βρει κανείς σε κείμενα του ΣΥΡΙΖΑ, και φαίνεται ότι δεν είναι παρά ευσεβής πόθος. Τέλος, δεν είναι σαφές κατά πόσο οι συλλογικές διαπραγματεύσεις θα επανεισαχθούν άμεσα ή σταδιακά μέσα στα επόμενα 4 χρόνια. Παρ’ όλα αυτά, η δημιουργία 300.000 νέων θέσεων εργασίας σε συνδυασμό με νέους δικαιούχους επιδόματος ανεργίας αποτελούν ξεκάθαρα ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο για τα επόμενα 4 χρόνια και όχι κάτι προς άμεση εφαρμογή.
[9] Για εκείνες που μπορούν να διαβάσουν ελληνικά, το κόστος του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ αναλύεται συστηματικά εδώ. Δυστυχώς, η πηγή χρηματοδότησης αυτού του κόστους δεν τυγχάνει ανάλογης αναλυτικής παρουσίασης.
[10] Γιώργος Σταθάκης, συνέντευξη στη Ναυτεμπορική, 22/12/2014
[11] Αν υποθέσουμε για μια στιγμή ότι η τρόικα συμφωνεί να μειώσει το ελληνικό δημόσιο χρέος από το 176% του ΑΕΠ στο 100%, μια μείωση σχεδόν κατά 50%· και αν υποθέσουμε ότι στην αποπληρωμή παρέχεται ένα χαμηλό επιτόκιο της τάξεως του του 2%, οι τόκοι της αποπληρωμής φτάνουν 3,5 δις € ετησίως. Δεδομένου ότι η Ελλάδα δεν έχει πλεόνασμα, θα πρέπει να δανείζεται χρήμα για να την αποπληρωμή τους. Σε 4 μόλις χρόνια κοινώς, θα προστεθούν επιπλέον 14 δις € στο δημόσιο χρέος.
[12] Στην πραγματικότητα, η έννοια του «δημόσιου χρέους» δεν είναι παρά ένα χρήσιμο ιδεολογικό εργαλείο της οικονομικής επιστήμης που έχει σημασία μονάχα σε ειδικές περιπτώσεις, όπως είναι η Ευρωζώνη, όπου τα κράτη μοιράζονται κοινό νόμισμα (αλλά όχι κοινή νομισματική πολιτική), και είναι συνεπώς ανήμπορα να υποτιμήσουν ή να αθετήσουν το υφιστάμενο χρέος. Με άλλα λόγια, το «δημόσιο χρέος» είναι αδιάφορο στον βαθμό που η οικονομία αναπτύσσεται. Στην πράξη, οι περισσότερες προηγμένες οικονομικά χώρες στον κόσμο φέρουν μεγάλα δημόσια χρέη (οι ΗΠΑ είναι σήμερα στο 75% του ΑΕΠ, η Ιαπωνία είναι στο 214%, η Ιταλία στο 124%, η Γαλλία στο 90% και η Γερμανία στο 87%), χωρίς αυτό ποτέ να μεταφράζεται σε αυστηρή λιτότητα και προγράμματα δημοσιονομικής εξυγίανσης.
[13] Εξάλλου, για να αποπληρωθεί το χρέος της Ελλάδας, θα έπρεπε το ΑΕΠ να τετραπλασιαστεί, κάτι τελείως αδιανόητο.
[14] Η συμφωνία του PSI το 2012 (ο επίσημος όρος για την αναδιάρθρωση του χρέους) έγινε με τέτοιο τρόπο ώστε ουσιαστικά να ανταλλαχθούν παλιά ομόλογα με νέα, γεγονός που σήμαινε πως με τις αυξημένες πληρωμές τόκων και με το χρήμα που δόθηκε απλόχερα στις τράπεζες, το αποτέλεσμα ήταν μια πραγματική αύξηση του δημόσιου χρέους. Ένα βαρύ κόστος της ανταλλαγής έπεσε σε ελληνικά ασφαλιστικά ταμεία που υπέστησαν τεράστιες απώλειες (το ταμείο ασφάλισης των δημοσιογράφων, για παράδειγμα, έχασε περίπου το 50% του ενεργητικού του), χωρίς να τους έχει καν δοθεί η επιλογή να συμμετάσχουν στην ανταλλαγή.
[15] Στο πλαίσιο αυτό, και επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ είχε ήδη δηλώσει ότι η εφαρμογή της Ποσοτικής Χαλάρωσης είναι μέρος του σχεδίου του για τη χρηματοδότηση του προγράμματος αντιλιτότητας, η ανακοίνωση του Ντράγκι χαιρετίστηκε θετικά από τον ΣΥΡΙΖΑ. Στην πραγματικότητα, ήταν η Νέα Δημοκρατία αυτή που γελοιοποιήθηκε περαιτέρω, καθώς ο Σαμαράς είχε πει ότι η Ποσοτική Χαλάρωση είναι μια ηλίθια ιδέα που δεν πρόκεται να γίνει πολιτική της ΕΚΤ – επιτείνοντας την εντύπωση ότι η Νέα Δημοκρατία είχε λιγότερη επαφή με την ΕΕ απ’ ό,τι ο ΣΥΡΙΖΑ.
[16] Από τη στιγμή που η συμμετοχή στο πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης θα είναι ανάλογη με τη συνεισφορά κάθε κράτους και με την προϋπόθεση ότι η Ελλάδα (με μια συνεισφορά 2%) θα έχει την ευκαιρία να συμμετάσχει, θα δικαιούνταν 1,2-1,7 δις € κάθε μήνα ή αλλιώς 34 δις € ανά έτος, δεδομένου ότι ο Ντράγκι είπε ότι η ΠΧ θα ξεκινήσει σταδιακά, με 60 δις € κάθε μήνα. Αυτό που δεν ανακοινώθηκε, ωστόσο, ήταν τι ποσοστό των 60 δις θα διατεθεί για την αγορά κρατικών ομολόγων και τι ποσοστό θα διατεθεί στον ιδιωτικό τομέα. Μια υποψιασμένη εκτίμηση θα έλεγε «όχι και πολύ μεγάλο», αλλά, καθώς νιώθουμε γενναιόδωροι, ας πούμε ότι τα μισά από αυτά τα λεφτά θα χρησιμοποιηθούν όντως για κρατικά ομόλογα. Αυτό σημαίνει, για την περίπτωση της Ελλάδας, 17 δις € ετησίως (0,6-0,8 δις € κάθε μήνα). Και το πιο πιθανό είναι πως αυτά τα 17 δις € θα χρησιμοποιηθούν στην πράξη για να αγοραστούν ήδη εκδοθέντα ομόλογα (ο Ντράγκι το αποσαφήνισε), το οποίο κατά πάσα πιθανότητα σημαίνει ότι θα χρησιμοποιηθούν για την αγορά ελληνικών ομολόγων που βρίσκονται στα χέρια ξένων τραπεζών και οι οποίες προσπαθούν να τα ξεφορτωθούν.
[17] Το πλεόνασμα υπολογίστηκε στην πραγματικότητα χρησιμοποιώντας «μη-παραδοσιακά» μέτρα, εξαιρώντας μια σειρά από κρίσιμες πληρωμές που θα έπρεπε να έχουν πραγματοποιηθεί. Ο οικονομικός εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής παραδέχθηκε ότι δόθηκε ένα ορισμένο «περιθώριο» στους υπολογισμούς που κατέθεσε η Ελλάδα, καθιστώντας σαφές πως η απόφαση για επιβεβαίωση του πλεονάσματος της Ελλάδας από την ΕΕ ήταν πολιτική. Με αυτό τον τρόπο, κερδήθηκε χρόνος για την κυβέρνηση Σαμαρά, ενώ ταυτόχρονα έδωσε τη δυνατότητα στη Γερμανία να ισχυριστεί ότι υπάρχει «φως στο τέλος του τούνελ – της λιτότητας».
[18] Ένα πιθανό σενάριο που κυκλοφορεί είναι ότι η διαπραγματευτική θέση του ΣΥΡΙΖΑ συνίσταται στο γεγονός ότι μπορεί να αγνοήσει την απειλή της διακοπής της εισροής χρήματος, επισημαίνοντας πως αυτά τα λεφτά χρησιμεύουν μονάχα για την αποπληρωμή τόκων για προηγούμενα δάνεια. Είναι, σύμφωνα με αυτό το επιχείρημα, μόνο η ΕΕ και οι δανειστές που θα χάσουν, διότι πρόκειται για τα δάνειά τους που δεν θα αποπληρωθούν. Το σενάριο αυτό, εντούτοις, θα μπορούσε να λειτουργήσει μόνο εάν η Ελλάδα έχει ισοσκελισμένο τον προϋπολογισμό της, και ακόμα και σε αυτή την περίπτωση εξακολουθεί να διατρέχει τον κίνδυνο να προσκρούσει σε νέα προβλήματα, όταν θα είναι αναγκαία η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Η ΕΚΤ μπορεί (υποθετικά, και με πλειοψηφία 2/3) να ακυρώσει το υπάρχον σύστημα διάθεσης χρήματος στις τράπεζες (τον μηχανισμό ELA – Emergency Liquidity Assistance). Σε κάθε περίπτωση, τα πάντα εξαρτώνται από το αν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πρόθυμος να ρισκάρει πραγματικά μια παύση πληρωμών (και κατά συνέπεια την έξοδο από την ΕΕ). Απ’ ό,τι φαίνεται, μια τέτοια εξέλιξη δεν είναι μέσα στα σχέδια του ΣΥΡΙΖΑ.
[19] Ανεξάρτητα από τις επίσημες δηλώσεις της Γερμανίας σχετικά με τον συνεχιζόμενο κίνδυνο μιας ελληνικής εξόδου, είναι γεγονός ότι κανείς δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει τις συνέπειες που θα είχε μια τέτοια κίνηση για την ΕΕ. Και δεδομένου ότι ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε κανένας άλλος δεν είναι πρόθυμος να βουτήξει βαθιά μέσα στα νερά της αβεβαιότητας, φαίνεται περισσότερο πιθανό πως θα βρεθεί μια κοινή συμφωνία. Κάποιες έρευνες έχουν δείξει πως το κόστος για την Γερμανία, σε περίπτωση που η Ελλάδα φύγει από το ευρώ, είναι πολύ μεγαλύτερο ακόμα και από το κόστος που θα είχε μια κατά 60% διαγραφή χρέους!
[20] Το πρώτο μνημόνιο εστίαζε σε μια αναδιάρθρωση του φορολογικού συστήματος, σε εργασιακές μεταρρυθμίσεις που θα προσείλκυαν ξένες επενδύσεις, μια γενναιόδωρη στήριξη του τραπεζικού συστήματος, δάνεια από την ΕΕ που θα επέτρεπαν τελικά στην Ελλάδα να βγει ξανά στις αγορές και μια ρήτρα για την επίδειξη ιδιαίτερης ευαισθησίας προς τις φτωχές/με χαμηλό εισόδημα οικογένειες. Σας θυμίζουν κάτι όλα αυτά; Με την εξαίρεση των περικοπών στους μισθούς (ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα μειώσει τους μισθούς, αλλά ούτε και θα τους αυξήσει), το υπόλοιπο θα μπορούσε κάλλιστα να είχε αντληθεί από μια συνέντευξη του Σταθάκη.
[21] Η ανακοίνωση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα σχηματίσει κυβέρνηση συνεργασίας με τους Ανεξάρτητους Έλληνες (ένα ακροδεξιό, αντιμετανάστευτικό και αντισημιτικό κόμμα) απλώς και μόνο στη βάση της αντιμνημονιακής ρητορικής τους, είναι ήδη μια ξεφτίλα.
∼
[Ο cognord είναι αρκετά άτυχος ώστε να έχει γεννηθεί στην Ελλάδα και αρκετά τυχερός ώστε να έχει λάβει μέρος στα κοινωνικά κινήματα που προσπάθησαν μπλοκάρουν την καπιταλιστική υποτίμηση. Λίγο μετά το αποχαιρετιστήριο πάρτυ του κινήματος (την υπέροχη γενική απεργία και τις σφοδρές ταραχές της 12ης Φλεβάρη του 2012) εγκατέλειψε την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε σε ένα κρύο μέρος. Από καιρού εις καιρόν, γράφει άρθρα γι’ αυτήν.]
Αναδημοσίευση από: https://kommunismussolala.wordpress.com
“Γενικές απεργίες με μαζική συμμετοχή που ακινητοποιούσαν τις οικονομικές δραστηριότητες• βίαιες διαδηλώσεις με συνεχώς αυξανόμενα ποσοστά συμμετοχής• συνελεύσεις γειτονιάς που επιδίωξαν να ενεργήσουν ως μοριακοί σχηματισμοί αυτοοργάνωσης, προσπαθώντας να αντιμετωπίσουν άμεσα ζητήματα που η κρίση προκαλούσε• ένα από τα πιο μαχητικά κινήματα πλατειών που κατάφερε να καλέσει δύο επιτυχημένες γενικές απεργίες• ένα κλίμα συνεχούς ανταγωνισμού που σταδιακά αλλά σταθερά ενέπλεκε όλο και περισσότερους ανθρώπους.”
Εδώ υπάρχει πρόβλημα. Δεν θεωρώ ότι υπήρξε αυτό που αναφέρεται εδώ ως “γενικές απεργίες με μαζική συμμετοχή” Υπήρξαν “απεργίες” αποσυμπίεσης από τις ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ με μεγάλες πορείες, αλλά γενική απεργία με πραγματικό μπλοκάρισμα της παραγωγής δεν έχω υπόψη μου. Μάλλον κάποιες από αυτές τις απεργίες τις εκμεταλλεύτηκαν διάφορα κομμάτια αυτού που λέμε κίνημα να δείξουν τι εστί μπλοκάρισμα, αλλά αυτό είχε περισσότερο 2 οφέλη. Το ξεκαθάρισμα του τι πρέπει να κάνει μια απεργία σε κάποιους κινηματικούς κύκλους μαζί με μια στροφή προς το ταξικό, και την συμβολή σε κάποιες νίκες σε εργασιακούς χώρους. Οι κάποιες απεργίες που θα είχαν τα φόντα να έχουν πιο σημαντική επίδραση καταστάλησαν, είτε πρόκειται εδώ για τους καθηγητές (όπου ο σύριζα έβαλε το χεράκι του), είτε για τις επιστρατεύσεις σε μετρό και λιμάνι. Αυτό είναι όντως ένα δείγμα αδυναμίας του κινήματος να “μεταμορφωθεί από μια αμυντική κινητοποίηση για την προστασία των προϋπαρχουσών συνθηκών σε μια επίθεση απέναντι στις συνθήκες που δημιούργησαν την κρίση.” Χωρίς να το ξέρω σίγουρα μπορώ να υποθέσω ότι ο congord, κοιτά προς κομμουνιστικοποίηση μεριά, και αρκετός από τον κόσμο που κοιτά προς τα κει χάνει τη σημασία ενός συσχετισμού δύναμης στους χώρους εργασίας που για μένα θα ήταν κεντρική προϋπόθεση για επιτυχημένες γενικές απεργίες. Οι γενικές απεργίες δεν καλέστηκαν φυσικά από το “κίνημα”, αλλά πλαισιώθηκαν από αυτό κυρίως στον δρόμο. Το ίδιο το κίνημα πάσχει και έπασχε από αδυναμία να θέσει κεντρικά ραντεβού συσπείρωσης που να έχουν να κάνουν με κάτι άλλο από την καταστολή και τους σίστες.
Εντοπίζω επίσης ένα πρόβλημα στην αντίληψη πως “Μεταξύ 2010 και 2012, το κοινωνικό κίνημα που αναδύθηκε αμφισβήτησε σοβαρά την πολιτική ως διαχωρισμένη δραστηριότητα. Δεν ήταν μόνο το κοινοβούλιο που θεωρούνταν σταθερά ένας θεμιτός στόχος (με τους βουλευτές να δέχονται επιθέσεις, ακόμη και βίαιες, όταν γίνονταν αντιληπτοί στον δημόσιο χώρο), αλλά και οι παραδοσιακοί διαμεσολαβητικοί θεσμοί (όπως τα συνδικάτα, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης κλπ.), οι οποίοι είδαν την ικανότητά τους στη δημιουργία συναίνεσης να υπονομεύεται σοβαρά.”
Το κοινωνικό κίνημα που αναδύθηκε δεν το έκανε αυτό παρά μόνο μειοψηφικά. Ακόμα και ο “χώρος” που λέει και ξαναλέει περι μιας τέτοιας αμφισβήτησης, στην πλειοψηφία του μπορούσε να την στηρίξει σε συγκεκριμένες περιστάσεις. Δηλαδή, τα περί γειτονιάς, επανασύνδεσης ρεύματος, καταλήψεων (λέμε τώρα), δεν πληρώνω, μέσα μεταφοράς κλπ. Το ότι το κοινοβούλιο γινόταν στόχος από τους αγανακτισμένους, τις μεγάλες πορείες (των οποίων η διαδρομή είναι ορισμένη από αριστερές αμάσητες συνήθειες) και αναρχικούς, μάλλον μας δείχνει ακριβώς το αντίθετο… Δηλαδή, την αναγνώριση της επίδρασης της βουλής πάνω μας ως θεμελιώδους, την απαίτηση “περισσότερης δημοκρατίας”, “άρσης μέτρων” με όρους τύπου “εδώ είμαστε, είμαστε πολλοί, καίμε και πράματα, λέμε όχι στα μέτρα. Ωστόσο, αυτές είναι κινήσεις που στοχεύουν περισσότερο σε ένα πολιτικό κόστος δείχνοντας πως ο “λαός” διαφωνεί και άρα δεν έχουμε δημοκρατία κλπ. Ποια από τις προηγούμενες κυβερνήσεις όμως φοβόταν το πολιτικό κόστος; Εδώ βρίσκεται ένα από τα βασικά πατήματα του σύριζα. Το κίνημα όσο δεν είχε πραγματικούς συσχετισμούς δύναμης και δη στους χώρους εργασίας ήταν προορισμένο να χάσει. Και την ελπίδα που έχανε το κίνημα στον εαυτό του, την βούταγε το ΣΥΡΙΖΑ ακριβώς επειδή ο κόσμος δεν μπόρεσε να κάνει τα παραπάνω (απαξίωση της κεντρικής πολιτικής ως λύσης, εξασφάλιση συσχετισμού δύναμης όταν είχε την ευκαιρία) και οι απαντήσεις που δεν έδινε παρουσιαζόντουσαν σαν απαντήσεις που αφορούν ακριβώς την κεντρική πολιτική σκηνή.
Όσο κι αν δε θέλω να χιώνω την αξία που είχαν οι πλατείες κλπ., το “κίνημα” ήταν σε κάποιο βαθμό ένα διαταξικό τουρλουμπούκι, που δυστυχώς δε σημαίνει καταστροφή των προηγούμενων υποκειμένων, αλλά “λαός”. Ό,τι λοιπόν εμφανίζεται ως “λαός” είναι προορισμένο για κεντρική διακυβέρνηση. Φυσικά, ισχύει ότι “οι παραδοσιακοί διαμεσολαβητικοί θεσμοί (όπως τα συνδικάτα, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης κλπ.), οι οποίοι είδαν την ικανότητά τους στη δημιουργία συναίνεσης να υπονομεύεται σοβαρά.” . Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι έχασαν τη δύναμή τους τα τηλεοπτικά παιχνίδια. Φάνηκε από Χ.Α., Ποτάμι, κλπ., κλπ. Τα συνδικάτα επίσης έχασαν σε αξιοπιστία, αλλά δεν φαίνεται προς το παρόν να τους έχει δημιουργήσει κανένα τεράστιο πρόβλημα. Τουλάχιστον, μέχρι να υπάρξει κάποια επόμενη έκρηξη όπου ας ελπίσουμε ότι θα είναι πιο ανίκανα.