Το κεντρικό κείμενο αυτού του τεύχους, που ασχολείται με την ανάδειξη του Σύριζα-ΑΝΕΛ στην εξουσία και τους αγώνες της προηγούμενης περιόδου, συζητήθηκε τους 3 προηγούμενους μήνες και έλαβε την τελική του μορφή στα μέσα Ιούνη. Σε αντίθεση με ό,τι πρεσβεύει ο Σύριζα το κείμενο επιχειρεί να αναδείξει ότι η κρίση που καλείται να διαχειριστεί είναι μια κρίση βαθύτερη που αφορά το σύνολο των καπιταλιστικών σχέσεων. Παρόλα αυτά, το κείμενο δεν διαπραγματεύεται τις τελευταίες εξελίξεις μετά την προκήρυξη του δημοψηφίσματος. Θεωρούμε ότι το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα ο ιστορικός χρόνος θα είναι πολύ πυκνός και πολλά ενδεχόμενα είναι ανοιχτά. Παρόλα αυτά, κρίνουμε πως διατηρεί την αναλυτική και πρακτική του αξία.
Από το editorial του τχ. 8 της Σφήκα Ιούνιος 15.
— ❦ —
Η πρόσφατη εκλογική νίκη του Σύριζα και ο σχηματισμός κυβέρνησης με τους ΑΝΕΛ δημιούργησε ένα μείγμα ετερόκλιτων κοινωνικών προσδοκιών και προσμονών σε διαφορετικές κοινωνικές τάξεις μετά από μια περίοδο κινηματικής ύφεσης και υποχώρησης των μαζικών αγώνων, οι οποίοι σφράγισαν ιστορικά την προηγούμενη περίοδο. Στο κεντρικό κείμενο αυτού του τεύχους επιχειρούμε μια πρώτη πραγμάτευση του θέματος που σκοπό έχει να ανοίξει την συζήτηση προκειμένου να ξεκαθαρίσουμε τι κάνουμε και ποια τα καθήκοντα που τίθενται από την σκοπιά του ανταγωνιστικού κινήματος. Σε αυτό το πλαίσιο, επιχειρούμε να εξετάσουμε, εν συντομία, (Ι) την συνθήκη που οδήγησε στην κυβέρνηση Σύριζα-ΑΝΕΛ και (ΙΙ) προς αυτήν την κατεύθυνση στραφήκαμε στις κοινωνικές ανάγκες που εξέφρασε η στροφή του εκλογικού σώματος προς τα κόμματα αυτά, αλλά και (ΙΙΙ) την σχέση της νέας κυβέρνησης με τον κρατικό μηχανισμό με απώτερο σκοπό (ΙV) να διερευνήσουμε τις δυνατότητες δράσης μέσα στο νέο πολιτικό περιβάλλον που δημιουργείται. Το κείμενο ολοκληρώθηκε μέσα Ιούνη του 15.
I.
Η αλλαγή διακυβέρνησης της χώρας, έπειτα από μια περίοδο βαθιάς κρίσης από την εποχή της υπαγωγής του ελληνικού κρατικού σχηματισμού στο μνημονιακό καθεστώς, βρήκε έδαφος στις προσμονές για «κατάργηση των μνημονίων», «αποκατάσταση των αδικιών» και «έξοδο από την οικονομική κρίση». Η νέα πολιτική κατάσταση που δημιουργήθηκε με τον σχηματισμό της νέας κυβέρνηση και, κυρίως, η εκτόξευση των εκλογικών ποσοστών του Σύριζα έχει εντείνει τις συζητήσεις σχετικά με το τι είναι ο Σύριζα και που το πάει. Από τους πρώτους μήνες της νέας διακυβέρνησης έχουν εμφανιστεί απόψεις που από την μια πλευρά κρίνουν τον Σύριζα με βάση τις ρητορικές του διακηρύξεις και, παίρνοντας ως αφετηρία τις προεκλογικές του εξαγγελίες, φτάνουν μέχρι του σημείου να τον εγκαλούν για «δεξιά στροφή» και «παρέκκλιση» από τις «αριστερές» του ιδέες –παραλληλιζοντάς τον με το Πασοκ της δεκαετίας του ’80. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν απόψεις που θεωρούν την συγκυβέρνηση Σύριζα-Ανελ ως την απλή συνέχιση της προηγούμενης διακυβέρνησης Ν.Δ.-Πασοκ, με αλλαγμένα απλώς τα ονόματα, τα σημαινόμενα, τα πρόσημα, τους συμβολισμούς.
Δεν έχει όμως και τόσο νόημα να κρίνουμε την νέα συγκυβέρνηση με βάση τις εξαγγελίες της σε ένα δεοντολογικό επίπεδο σαν να αρκούσαν οι προθέσεις της ή όσα αποκλειστικά και μόνο λέει, δηλώνει ή διαρρέει στα μίντια για να συνάγουμε από αυτά σκοπούς και επιδιώξειςς. Άλλωστε μεγάλο κομμάτι του εκλογικού σώματος ψήφισε Σύριζα γνωρίζοντας ότι θα πάρει πίσω αρκετές από τις προεκλογικές εξαγγελίες του, ελπίζοντας τουλάχιστον να εφαρμόσει το 1/3 αυτών. Περισσότερη σημασία έχει να θέτουμε τα ζητήματα στις πραγματικές τους διαστάσεις κρίνοντάς τα δηλαδή μέσα στην δεδομένη συνθήκη που δεν είναι άλλη από αυτήν της βαθιάς ύφεσης του ελληνικού καπιταλισμού και της κρίσης των δημοσίων οικονομικών του ελληνικού κράτους. Και ακόμα περισσότερη σημασία έχει για μας να ερμηνεύσουμε την άνοδό του ως αποτέλεσμα της ανόδου και της πτώσης του κύκλου αγώνων που προηγήθηκε, των περιεχομένων, της δυναμικής και των ορίων τους.
Οι εκλογές που προκηρύχθηκαν στις 25 Ιανουαρίου, δυόμιση περίπου χρόνια μετά τις προηγούμενες της άνοιξης του 2012, πραγματοποιήθηκαν μέσα σε μια πρωτοφανή για τα μεταπολιτευτικά χρόνια πόλωση, αποτυπώνοντας ως έναν βαθμό το κλίμα ταξικής σύγκρουσης που διεξάγεται με απαραμείωτη ένταση τα τελευταία χρόνια. Στο διάστημα μετά το 2012 και μέχρι την προκήρυξη των τελευταίων εκλογών –την ώρα που κάθε ξεχωριστός εργασιακός κλάδος που κατέβαινε στον αγώνα υποχωρούσε απομονωμένος, την ώρα που οι πολυπληθείς κινητοποιήσεις υποχωρούσαν και οι χώροι αντίστασης έδειχναν να διανύουν περίοδο αναζήτησης προσανατολισμού από την στιγμή που δεν κατάφεραν να ανακόψουν την σφοδρή επίθεση της επιβολής των ακραίων νεοφιλελεύθερων μέτρων– άρχισε να λανσάρεται ξανά από συγκεκριμένους φορείς ως μόνη δυνατή και ρεαλιστική λύση η προσφυγή στο κοινοβουλευτικό πολιτικό σύστημα. Το γεγονός αυτό εκφράστηκε με την ψήφο στον Σύριζα ως ο πολιτικός φορέας εκείνος που μπορούσε να θέσει «φρένο στην κρίση» και να «γιατρέψει τις παθογένειες» του ελληνικού κρατικού μηχανισμού. Με ποιον τρόπο όμως συνέβη αυτό συγκεκριμένα; Με ποιον τρόπο δηλαδή προκρίθηκε ως «μόνη δυνατή λύση ανάσχεσης της κρίσης» η προσφυγή στο φθαρμένο και πολλαπλά απαξιωμένο πολιτικό σύστημα που, μέχρι λίγο καιρό πριν κατά τις κινητοποιήσεις της προηγούμενης περιόδου και ειδικά των πλατειών, ήταν το ίδιο αυτό σύστημα που έδειχνε να έχει υποστεί σοβαρότατα πλήγματα κοινωνικής νομιμοποίησης αδυνατώντας να αποσπάσει την ανακωχή του μεγαλύτερου μέρους των κοινωνικών σχέσεων την εκπροσώπηση των οποίων είχε αναλάβει;
Προκειμένου να επιχειρήσουμε να σκιαγραφήσουμε μια πρώτη απάντηση στο ερώτημα αυτό θα πρέπει να επιστρέψουμε, εν τάχει, στους αγώνες της προηγούμενης περιόδου βλέποντας παράλληλα τον τρόπο με τον οποίο έδρασε το πολιτικό σύστημα απέναντί τους και εξετάζοντας την σχέση του Σύριζα με αυτούς. Και να το κάνουμε αυτό όχι με τον συνήθη τρόπο. Όχι δηλαδή μέσα σε μια εκ των υστέρων προοπτική που με τελεολογικό τρόπο επιχειρεί να κρίνει τα πάντα εκ του αποτελέσματος στην βάση μιας και μόνης εξηγητικής αρχής, αλλά ως μια ιστορική διαδικασία που διαμορφώθηκε και εξακολουθεί να διαμορφώνεται, μέσα από ταξικές και κοινωνικές συγκρούσεις, η έκβαση των οποίων δεν είναι ποτέ από πριν απόλυτα δεδομένη.
Υπό αυτήν την οπτική, όλοι αδιαφοροποίητα οι αγώνες που δόθηκαν την περίοδο 2010 με 2012, αλλά και αυτοί που εξακολούθησαν να δίνονται μέχρι το 2014 δεν έγιναν με σκοπό να κάνουν «αντιπολίτευση κοινοβουλευτικού τύπου στις μνημονιακές κυβερνήσεις» και να δικαιώσουν την «επιλογή Σύριζα». Ούτε όμως και η κυβέρνηση Σύριζα προέκυψε αφού πρώτα είχε καταφέρει να ηγεμονεύσει ή «καπελώσει» όλους τους αυθόρμητους αγώνες που ξεσπάγανε όλη την προηγούμενη περίοδο.
Ο ευρύτερος κύκλος αγώνων της προηγούμενης περιόδου –από τα φοιτητικά του ’06-07 και τον Δεκέμβρη του ’08 μέχρι τις πλατείες με αποκορύφωμα την 12η Φλεβάρη του 2012 –παρά την ένταση και τις διαφορετικές μορφές που πήρε απέτυχε στο επίπεδο των διακηρυγμένων του στόχων: το μπλοκάρισμα της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Η αποτυχία αυτή δεν ήταν απλώς αποτέλεσμα της ωμής καταστολής που δέχθηκαν οι αγώνες ή της αδιαλλαξίας του πολιτικού συστήματος να ενσωματώσει τα αιτήματά τους, αλλά το αποτέλεσμα μιας σειράς από αντικειμενικά όρια και υποκειμενικά προβλήματα και ανεπάρκειες που δεν κατάφεραν να ξεπεραστούν από τους αγωνιζόμενους και τις οργανωτικές τους μορφές. Αυτά τα προβλήματα –μαζί με τα αντικειμενικά όρια όπως ο έλεγχος των απεργιών από τα γραφειοκρατικά συνδικάτα ή η διαφορετική συνθήκη στους εργασιακούς κλάδους δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, ο κατακερματισμός της τάξης κτλ.– τα έχουμε συνοψίσει στην κριτική που έχουμε διατυπώσει γύρω από την ρητορική της «Μεγάλης Νύχτας», της εξεγερσιακής εκείνης στιγμής που θα έθετε με έναν μαγικό τρόπο ένα οριστικό τέλος στην κρίση του ελληνικού καπιταλισμού, αναπαράγοντας έτσι την ανάγνωση ότι όλα κρίνονται σε επίπεδο κοινοβουλίου και κεντρικής πολιτικής σκηνής κι όχι στο έδαφος της σύνδεσης των αγώνων μας, σε μια διαλεκτική σχέση μεταξύ επιμέρους και κεντρικού. Μέσα από εσωκινηματικές αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις κατέστη δυνατή η κρατικοποιήση των περιεχομένων μας, για την μετατροπή του «να καεί το μπουρδέλο η Βουλή» και των διακηρύξεων περί αμεσοδημοκρατίας στο να «βγάλουμε ένα αντιμνημονιακό κόμμα» κυρίαρχο στο κοινοβούλιο. Στους αγώνες αυτούς δεν έλειπαν ο βερμπαλισμός, η πλειοδοσία πολιτικού λόγου, ούτε τα «γενικά πολιτικά αιτήματα» ενάντια αόριστα στο σύστημα, την κυριαρχία, τον καπιταλισμό, την εξουσία, την Ε.Ε., το Νάτο κτλ. Οι αγώνες αυτοί απέτυχαν γιατί δεν κατάφεραν να καλύψουν συγκεκριμένες ανάγκες των από κάτω, δεν κατάφεραν να σπάσουν τους διαχωρισμούς μεταξύ των διαφορετικών κατηγοριών των εκμεταλλευόμενων και να θέσουν έναν φραγμό στον κανιβαλιστικό ανταγωνισμό μέσα στην ίδια την τάξη εν μέσω κρίσης. Απέτυχαν γιατί με άλλα λόγια δεν κατάφεραν να συνδεθούν με αυτόνομο τρόπο στο επίπεδο των κοινών ταξικών συμφερόντων, πετυχαίνοντας σημαντικές νίκες που θα επέβαλλαν στην πράξη, στον δρόμο, την ανασύνθεση της τάξης μας και το μπλοκάρισμα της καπιταλιστικής ανδιάρθρωσης1.
Στο βαθμό που οι αγώνες αποτύγχαναν να καλύψουν τις πραγματικές ανάγκες ενός κόσμου που συμμετείχε σε αυτούς, στο βαθμό που δεν κατάφερναν να θέσουν ένα ξεκάθαρο διεκδικητικό πλαίσιο που να επιτυγχάνει χειροπιαστά αποτελέσματα απέναντι στην ακραία υποτίμηση της εργασίας και της καθημερινότητας των από κάτω η τάση που υπήρχε μέσα τους για στροφή προς το Κράτος, για «λύση» στα πλαίσια της κοινοβουλευτικής διακυβέρνησης άρχισε όλο και περισσότερο να ισχυροποιείται. Μια τάση που ενισχύθηκε από την ταυτόχρονη ανεπάρκεια του ριζοσπαστικού κομματιού του κινήματος να διατυπώσει ένα σαφές πολιτικό σχέδιο στη βάση των αναγκών των εκμεταλλευόμενων τόσο για την επιβίωση σε επίπεδο καθημερινότητας μέσα στην κρίση, όσο και για την υπέρβαση αυτής της κρίσης.
Η τάση αυτή αναπαρήγαγε την κοινά διαδεδομένη ψευδαίσθηση ότι η καπιταλιστική αναδιάρθρωση μπορεί να μπλοκαριστεί με την απλή αλλαγή κόμματος στις εκλογές ή με την απλή κατάθεση και ψήφιση ενός νομοσχεδίου στην βουλή. Ο Σύριζα εμφανίστηκε ως το κόμμα εκείνο που ήταν σε θέση να παίξει αυτόν τον ρόλο και ενίσχυσε με κάθε τρόπο αυτήν την υπαρκτή τάση μέσα στους αγώνες υποσχόμενος προς πάσα κατεύθυνση ότι θα καταργήσει νομοθετικά το μνημόνιο και όλους τους εφαρμοστικούς του νόμους την επομένη κιόλας της εκλογής του.
Παρόλο που οι μνημονιακές πολιτικές της ακραίας λιτότητας, που υποστήριξαν σθεναρά τα δυο (πρώην) μεγάλα κόμματα Πασοκ και Ν.Δ., πέτυχαν όσον αφορά το στόχο της υποτίμησης της αξίας της εργατικής δύναμης, εντούτοις απέτυχαν να αποσπάσουν τη στοιχειώδη κοινωνική συναίνεση, την ενεργή κοινωνική στήριξη για την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, που αποτελεί όρο απαραίτητο για μια προοπτική επανόδου της οικονομίας σε τροχιά καπιταλιστικής ανάπτυξης. Η αποτυχία αυτή βάθυνε την κρίση νομιμοποίησης για τα κόμματα που εισήγαγαν το μνημόνιο, σέρνοντας παράλληλα στην πιο σοβαρή αποσταθεροποίηση των τελευταίων δεκαετιών το πολιτικό σύστημα. Όταν με τις πολιτικές της λιτότητας το μεταπολιτευτικό κομματικό σύστημα διέλυε βίαια τις μορφές συναίνεσης που επί δεκαετίες είχε χτίσει λαμβάνοντας επιθετική μορφή απέναντι σε κάθε κοινωνική διεκδίκηση και εγκαθίδρυε αυτό που με διάφορες αφορμές έχουμε περιγράψει ως καθεστώς έκτακτης ανάγκης, παρήγαγε μαζί του και ένα κενό εκπροσώπησης των συμφερόντων διαφορετικών κοινωνικών τάξεων που είχε αναλάβει να διαμεσολαβεί. Το γεγονός αυτό σήμαινε ότι πλέον όχι μόνο δεν επέλεγε να καναλιζάρει τις κοινωνικές συγκρούσεις, αλλά ότι αποσυρόταν και από την οργάνωσή τους: για παράδειγμα ο γραφειοκρατικός και φιλεργοδοτικός συνδικαλισμός, στις οργανώσεις του οποίου κυριαρχούσαν παραδοσιακά οι παρατάξεις του Πασοκ και της Ν.Δ., έμενε έξω από την οργάνωση των επισφαλών εργαζομένων/ανέργων/«κοινωφελών» όπου δεν υπάγονται στην σταθερού τύπου εργασιακές σχέσεις του παραδοσιακού εργατικού δυναμικού.
Αυτό το κενό κοινωνικής νομιμοποίησης προσπάθησε να εκμεταλλευτεί ο Σύριζα. Με άλλα λόγια, ο Σύριζα ανέλαβε να εκμεταλλευτεί την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί από την κρίση του πολιτικού συστήματος από την μια πλευρά και τις ανεπάρκειες και εσωτερικές αδυναμίες των αγώνων της προηγούμενης περιόδου από την άλλη. Με ποιον τρόπο συγκεκριμένα; Τις περισσότερες φορές όχι οργανώνοντας τους αγώνες –κάτι που εξάλλου δεν ήταν πάντα σε θέση να κάνει σε ευρεία κλίμακα αφού σε πολλούς κλάδους παραγωγής ή χώρους εκτός παραγωγής όπως οι γειτονιές δεν διέθετε από πριν παρουσία, οργανωτική εμπειρία ή τους συσχετισμούς δύναμης. Αντίθετα, μεταφέροντας όποιους αγώνες ήταν σε θέση να μεσολαβεί στο έδαφος εκείνο που του ήταν χρήσιμο για την ισχυροποίηση της θέσης του: πόνταρε στο μη-ρηξιακό χαρακτήρα των αγώνων, δηλαδή στο να μην αποκτούν οι αγώνες ξεκάθαρα ταξικά χαρακτηριστικά και προτιμούσε να εμφανίζεται σε επικοινωνιακό επίπεδο ως η πολιτική τους εκπροσώπηση. Αυτή η εργαλειακή σχέση με τους αγώνες φάνηκε ξεκάθαρα με το παράδειγμα της ΕΡΤ στον οποίο επικέντρωνε συνεχώς την συζήτηση στο «μαύρο που έπεσε στον πολιτισμό και την δημοκρατία», το πόσο «ποιοτικό ήταν το πρόγραμμα της ΕΡΤ» σε σχέση με τα ιδιωτικά κανάλια κτλ. θάβοντας έτσι κάθε απόπειρα διατύπωσης των συμφερόντων των εργαζομένων και συνάντησης με τους αλληλέγγυους την ίδια ώρα που υποσχόταν στους πρώτους ότι θα τους επαναπροσλάμβανε υπό τον όρο να εκλεγεί στην κυβέρνηση 2.
Όπου πάλι, από την άλλη πλευρά, είχε την δυνατότητα οργάνωσης αγώνων, όπως για παράδειγμα η απεργία των εκπαιδευτικών του 2012, πάλι επέλεξε να τους μπλοκάρει με την πρόφαση ότι η «βάση δεν είναι έτοιμη» και την ίδια στιγμή να διαδίδει ότι η μόνη δυνατή λύση μπορεί να έλθει μέσα από ψήφο στις εκλογές. Με άλλα λόγια, ο Σύριζα την ίδια ώρα που παρέμβαινε σε συγκεκριμένους αγώνες το έκανε θάβοντας τα ταξικά επίδικα που αναδύονταν σε αυτούς καλλιεργώντας από την άλλη πλευρά την προσδοκία στους συμμετέχοντες ότι τίποτε δεν μπορεί να γίνει αν δεν αλλάξει χέρια η πολιτική εξουσία. Ένωνε σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο πολύ διαφορετικές κατηγορίες εργαζομένων μαζί με την συνδικαλιστική γραφειοκρατία (όπως τεχνικούς, εναερίτες της ΔΕΗ με τον Φωτόπουλο) στην βάση όμως διατήρησης των υπαρχόντων διαχωρισμών μεταξύ τους και έστρεφε, όπου είχε την δυνατότητα, την συζήτηση όχι στο να αλλάξουν οι συσχετισμοί δύναμης μέσα στους εργασιακούς χώρους υπέρ των εργαζομένων, αλλά στο να ξανασταθεί στα πόδια της η κοινοβουλευτική διαμεσολάβηση.
Υποσχόταν έτσι σε διάφορες κοινωνικές κατηγορίες που αγωνίζονταν (βλ. καθαρίστριες υπουργείου οικονομικών) να περιμένουν ικανοποίηση των αιτημάτων τους σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο, αποκαθιστώντας με τον τρόπο αυτό όχι μόνο την κομματική λογική της ανάθεσης, αλλά και μια λογική εξυπηρέτησης συμφερόντων υπέρ του κατεστημένου πολιτικού συστήματος. Με αυτήν την έννοια, επιχειρούσε να κάνει τους αγώνες αυτούς από παράγοντα αστάθειας του πολιτικού συστήματος σε παράγοντα σταθερότητας, αφού πρώτα τους πρόσδενε βέβαια στο άρμα του κοινοβουλευτισμού.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αυτή η στάση απέναντι στους αγώνες ήταν από πριν ενιαία ή γραμμική, αλλά ότι διαμορφώθηκε μέσα από εσωτερικές διεργασίες και διαμάχες. Σε κάθε περίπτωση, ήταν η προοπτική της διακυβέρνησης που άρχισε να δείχνει όλο και πιο ορατή στον ορίζοντα που οδήγησε τα διαφορετικά συμφέροντα και τις κοινωνικές σχέσεις που εκφράζουν οι διάφορες συνιστώσες του Σύριζα να στηρίξουν την μετατροπή του στο προσωποπαγές κόμμα με τα χαρακτηριστικά που πήρε από το συνέδριο του καλοκαιριού του 2013 κι έπειτα. Σε επικοινωνιακό επίπεδο διαμόρφωσε σταδιακά την τακτική του με έναν διαταξικά προσανατολισμένο τρόπο ώστε να χαϊδεύει τ’ αυτιά εντελώς διαφορετικών κατηγοριών ψηφοφόρων πως και δεν θα θίξει τα συμφέροντα των μικροαφεντικών να κρατάνε όσο το δυνατόν πιο χαμηλά το εργασιακό κόστος, αλλά και πως θα επαναφέρει τους μισθούς των χαμηλόμισθων εργαζομένων τους στα προ-μνημονίου επίπεδα, πως και θα παραμείνει η χώρα στο ευρώ, αλλά και πως θα «σκίσει το μνημόνιο και όλους τους εφαρμοστικούς του νόμους» με ένα νόμο, πως και θα έριχνε λεφτά για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης και την ανάπτυξη και πως θα ήταν εντάξει με τις δανειακές του υποχρεώσεις έναντι των πιστωτών κ.ο.κ.. Με άλλα λόγια, το έκανε αυτό υποσχόμενος μια εκ νέου εξισορρόπηση της ταξικής σύγκρουσης μέσα από την ανασύσταση των διαδικασιών εκείνων διαβούλευσης με τους «κοινωνικούς εταίρους», που είχαν πέσει σε δυσμένεια, που σκοπό είχε, όπως χωρίς περιστροφές ανέφερε η Ρ. Δούρου κατά την πρόσφατη επίσκεψή της στην Ουάσινγκτον, συνολικά την αποκατάσταση «της αξιοπιστίας της πολιτικής».
Ο Σύριζα ανέλαβε να διαμεσολαβήσει την αλλαγμένη κοινωνική και ταξική σύνθεση που δεν εκπροσωπούνταν στα παραδοσιακά κόμματα της πολιτικής εξουσίας: τους ανέργους, επισφαλείς, χαμηλόμισθούς εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα που λόγω της ίδιας τους της σχέσης με την εργασία για τις επίσημες δομές συνδικαλιστικής οργάνωσης είναι αόρατοι και έχουν σπρωχτεί στο περιθώριο των παραδοσιακών πελατειακών δικτύων. Ταυτόχρονα όμως, ανέλαβε να αποκαταστήσει την διαρρηγμένη εκλογική σχέση παραδοσιακών κατηγοριών της ελληνικής κοινωνίας με αυτό το σύστημα (που παραδοσιακά στρέφονταν προς το Πασοκ και την Ν.Δ.) όπως οι δημόσιοι υπάλληλοι ή οι χαμηλοσυνταξιούχοι, που βρέθηκαν στο στόχαστρο των πολιτικών της λιτότητας και ακόμη πιο έντονα με τις προβλέψεις του περίφημου «μέηλ Χαρβούδελη». ςΠαρόλα αυτά όμως, στις πρόσφατες εκλογές αλλού βρισκόταν το διαφοροποιητικό στοιχείο που τον ανέδειξε σε πρώτο κόμμα. Το γεγονός αυτό μας αναγκάζει να στραφούμε σε μια κάτοψη της δομής της ψήφου στο Σύριζα.
ΙΙ.
Κάτω από την ιδεολογική επιφάνεια της «εθνικής ενότητας και ομοψυχίας» της «πρώτης φοράς αριστερά» υπάρχει μια ολόκληρη α(να)κολουθία από αντιτιθέμενα ταξικά συμφέροντα και κοινωνικές σχέσεις που ανέδειξαν την επιλογή Σύριζα σε πρώτη εκλογική δύναμη. Πολλά έχουν γραφτεί και διάφορες είναι οι στατιστικές αναλύσεις που έχουν γίνει προκειμένου να εξηγήσουν την εκτόξευση, μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, των δημοσκοπικών ποσοστών του Σύριζα μέχρι την ανάδειξή του στην διακυβέρνηση της χώρας. Μέσα στο άκρως ρευστό κοινωνικό περιβάλλον της κρίσης που έχει διαταράξει πολιτικές συμπεριφορές ολόκληρων κοινωνικών κατηγοριών εδραιωμένες εδώ και δεκαετίες –μέσα σε μια συνθήκη που οδηγεί στην διάλυση επαγγελματικές κατηγορίες, εντείνει την κινητικότητα και τον ανταγωνισμό μεταξύ των τάξεων και έχει λάβει τα χαρακτηριστικά ενός πολέμου που διαρρηγνύει την ίδια τους τη σχέση με το εκλογικό σύστημα– το να εξετάζαμε τις εκλογικές συμπεριφορές συγκεκριμένων κοινωνικών τάξεων σαν παγιωμένες κατηγορίες του εκλογικού πληθυσμού θα οδηγούσε στην αναπαραγωγή στερεοτύπων και απλουστεύσεων για την «ελληνική κοινωνία» και την σχέση της με το εκλογικό σύστημα. Τι σημαίνει για παράδειγμα ότι οι «συνταξιούχοι» ψήφισαν Σύριζα στις τελευταίες εκλογές και ποια η σχέση τους με την εκλογική διαδικασία; Ποιοι περιλαμβάνονται σε αυτήν την κατηγορία όταν μέσα σε μόλις λίγα χρόνια όχι μόνο το αριθμητικό τους ποσοστό αυξήθηκε σημαντικά, αλλά και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά τους άλλαξαν με τις πολλές πρόωρες συνταξιοδοτήσεις εργαζομένων του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα που προτίμησαν μια σίγουρη, περισσότερο ή λιγότερο μειωμένη, πηγή εισοδήματος από την όλο και πιο ανασφαλή αγοράς εργασίας; Ας έχουμε επομένως υπόψη μας εδώ πως ό,τι προσπαθούμε να περιγράψουμε βρίσκεται υπό διαρκή μετασχηματισμό μέσα στο περιβάλλον της κρίσης.
Σε αυτές τις εκλογές ο Σύριζα στηρίχτηκε στην ψήφο των ανέργων και των χαμηλόμισθων εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα που είδαν μέσα σε λίγα χρόνια καταβαράθρωση των μισθών τους, επιβαρύνθηκαν με αυξημένη φορολογία, αλλά και έζησαν υπό την διαρκή εργοδοτική τρομοκρατία της απόλυσης. Ταυτόχρονα όμως και από μικροεργοδότες που χτυπήθηκαν βίαια από την κρίση και είδαν τα καταστήματα ή τις βιοτεχνίες τους να κλείνουν και οδηγήθηκαν στην αυτοαπασχόληση, την μαύρη μισθωτή εργασία και την ανεργία.
Από την άλλη πλευρά, ο Σύριζα ψηφίστηκε από ένα ποσοστό της τάξης του 44,6% των εργαζομένων του δημοσίου, αυξάνοντας το ποσοστό των ψήφων του κατά 11,4% σε σχέση με το 2012 3. Η αύξηση αυτή στο δημόσιο έχει να κάνει με την απειλή της απόλυσης, τα κοψίματα μισθών-συντάξεων κλπ. Και την, συνδεδεμένη με τα παραπάνω, απώλεια επιρροής του Πασοκ σε αυτά τα στρώματα (τουλάχιστον του κομματιού του Πασοκ που δεν πήγε στο Σύριζα). Ας μην ξεχνάμε ότι οι εργαζόμενοι του δημοσίου είναι αυτοί που παραδοσιακά βασίζουν τις ελπίδες τους στην εκάστοτε κυβέρνηση, σε αντίθεση με αυτούς του ιδιωτικού τομέα που δεν μπορούν να περιμένουν και πολλά από κει.
Οι συγκεκριμένες ωστόσο κατηγορίες εργαζομένων και ανέργων που ψήφισαν Σύριζα το είχαν κάνει και στις εκλογές του 2012. Αντίθετα, αυτοί που εκτόξευσαν τα ποσοστά του στις τελευταίες εκλογές ήταν οι παραδοσιακές κατηγορίες των αγροτών, ελεύθερων επαγγελματιών και μικροαστών. Αν κοιτάξουμε την ψήφο Σύριζα στις αγροτικές περιοχές, θα δούμε ότι αυξήθηκε ραγδαία: Στο 37,5% με αύξηση 15,3% από το 2012. Εδώ βλέπουμε πάλι την διάλυση του Πασοκ από τη μία αλλά και την αναμονή για έναν κάποιου είδους προστατευτισμό των αγροτικών προϊόντων. Όσο για τους ελεύθερους επαγγελματίες (+12,7% αυτοί μαζί με τους μικροβιοτέχνες) και τα (μικρο)αφεντικά που ψήφισαν Σύριζα σίγουρα ελπίζουν σε κάποια μείωση της φορολογίας. και σε μια κάποια τόνωση της εσωτερικής αγοράς.
Πολλά είναι ακόμα τα συμπεράσματα ή και η περαιτέρω ανάλυση που μπορεί να γίνει και για άλλες κοινωνικές κατηγορίες που στήριξαν τον Σύριζα. Παρόλα αυτά, θεωρούμε πως ένα πράγμα θα πρέπει να συγκρατήσουμε ότι ο Σύριζα δεν θα μπορούσε να είχε ανέλθει στην εξουσία αν δεν είχε την στήριξη των κομματιών εκείνων της αστικής τάξης που πάση θυσία επιθυμούν την παραμονή στο ευρωπαϊκό νόμισμα, στην οποία προεκλογικά κατέθεσε τα πιστοποιητικά φερεγγυότητας παρέχοντας διαβεβαιώσεις πως είναι το κόμμα της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, των μεταρρυθμίσεων και της προοδευτικής αλλαγής. Χωρίς για παράδειγμα την στήριξη των ελληνικών εταιριών φαρμάκου που πλήττονταν ανοιχτά από τις εφαρμοζόμενες πολιτικές του μνημονίου.
Όσον αφορά το γεωγραφικό κομμάτι υπήρξαν περιοχές που παραδοσιακά ψήφιζαν «προοδευτικά» και τον στήριξαν. Δεν πρέπει να αγνοηθεί η αλλαγή ρητορικής ανάλογα σε πιο εκλογικό ακροατήριο απευθυνόταν. Ο προεκλογικός του λόγος δηλαδή στην επαρχεία και σε περιοχές που θεωρούνται συντηρητικές είχε το εθνικό στοιχείο πολύ πιο έντονα απ’ ότι στα αστικά κέντρα, όπου το βάρος έπεφτε στο μέρος εκείνο του προγράμματος με ταξικό πρόσημο. Ας συνυπολογίσουμε επίσης το ότι όπως γίνεται συνήθως, ένα κομμάτι ψηφοφόρων έμεινε αναποφάσιστο ή ήταν αντίθετο με τον Σύριζα και ψήφισε αυτόν που προκρινόταν ως «νικητής».
Μιλάμε επομένως για μια ψήφο ταυτόχρονα «ταξική», «εθνική» και «λαϊκή». Τα συμφέροντα των κοινωνικών κατηγοριών που αναφέρουμε παραπάνω είναι αντικρουόμενα σε τεράστιο βαθμό και αντιφατικά σε σχέση με την πολιτική που καλείται να ακολουθήσει ο Σύριζα. Οι αγρότες έχουν συμφέρον κάποιου είδους προστατευτισμό που είναι αντίθετος με την πολιτική της ΕΕ στην οποία ο Σύριζα προσδένεται. Κοιτώντας λίγο πίσω, στις προεκλογικές του διακηρύξεις, βλέπουμε ότι δε διστάζει στο περίφημο «πρόγραμμα της θεσσαλονίκης» που αποτελεί και το ιδεολογικό του προφίλ, να υποσχεθεί «σε όλους» ικανοποίηση.
Πριν της εκλογές ο Σύριζα εκπροσωπούσε κυρίως εργαζόμενους του δημοσίου και ελεύθερους επαγγελματίες. Τέτοιο είναι και το στελεχικό του δυναμικό. Για να νικήσει στις εκλογές χρειαζόταν τη στήριξη των μικρομεσαίων και των μικροαφεντικών στους οποίους βασίζονται τόσα χρόνια και η ΝΔ, το Πασοκ, κλπ. Πρόκειται για στρώματα χωρίς ενιαία συμφέροντα που αντιτίθονται πάντα σε σοβαρές αναδιαρθρώσεις του κρατικού μηχανισμού και έχουν μάθει σε μεγάλο βαθμό να αναζητούν το πελατειακό τους βόλεμα. Σε επίπεδο λόγου για να τα καταφέρει αυτά έπαιξε πολύ μιλώντας για έναν «καπιταλισμό για όλους» και έσπασε την «καταστροφολογία» που κυριαρχούσε. Έτσι έχει κληρονομήσει τις προσδοκίες ενός κόσμου που ψήφιζε Πασοκ και ταυτόχρονα ένα μέρος του πελατειακού μηχανισμού του εν λόγω κόμματος, ο οποίος μηχανισμός όμως είναι υπό διάλυση. Να προσθέσουμε ότι ενώ το ποσοστό εργαζόμενων και άνεργων που ψήφισαν Σύριζα δεν είναι ασήμαντο, στην διαταξική συμμαχία που τον ψήφισε κυριαρχεί ο μικροαστικός και εθνικο-αντιμνημονιακός λόγος. Η ψήφος ήταν και μια δοκιμασία με μετριοπαθή χαρακτήρα: ο κόσμος ήθελε να δει τι άλλο μπορεί να γίνει στα πλαίσια της ΕΕ. Δεν πήρε ρίσκο εξόδου απ’ το ευρώ και επιστροφής στην δραχμή.
Ενώ λοιπόν προσπάθησε προεκλογικά να ισορροπήσει λόγω της αντιφατικής διάρθρωσης της εκλογικής του βάσης σκοπός του Σύριζα είναι να εφαρμόσει κομμάτια της νεοφιλελεύθερης ατζέντας προκειμένου να μπορέσει να σταθεροποιηθεί στην εξουσία απέναντι σε προσπάθειες υπονόμευσης στο εσωτερικό και εξωτερικό. Λόγω της διεθνούς κατάστασης, των συμφερόντων που φαίνεται να αντιπροσωπεύει ο Σύριζα στην ντόπια οικονομία δεν είναι το κόμμα που σκοπεύει να έρθει σε ρήξη. Είναι ένα κόμμα που θέλει να μείνει για όσο το δυνατόν περισσότερο μπορεί στην κυβέρνηση. Για να το κάνει αυτό πρέπει να πάρει τα απομεινάρια των πλέον αποδιαρθρωμένων μηχανισμών διαμεσολάβησης του κράτους που κάποτε είχε χτίσει το Πασοκ και να ξαναστήσει τους μηχανισμούς διαμεσολάβησης 4. Το να θεωρείται λοιπόν ο Σύριζα για «σοσιαλδημοκρατία» είναι παράδοξο ανάλογα με το πώς εννοείται η σοσιαλδημοκρατία. Αυτό γιατί «σοσιαλδημοκρατία» με βάση την ιστορική της προσέγγιση (ακόμα και σε στυλ παλαιο-πασοκ) σημαίνει σήμερα ρήξη με την πολιτική της Ε.Ε.. Ταυτόχρονα, μπορεί η επανασύσταση της διαμεσολάβησης να θεωρείται πλέον «σοσιαλδημοκρατικό χαρακτηριστικό», τα υποτιθέμενα «ανθρωπιστικά μέτρα» όμως, όπως θα δούμε παρακάτω, δεν είναι καθόλου ασύμβατα με τον νεοφιλελευθερισμό.
ΙΙΙ.
Η πολιτική που ακολουθεί ένα κράτος διαμορφώνεται από πολλούς παράγοντες. Δεν είναι δυνατό «να πάρει» μια κυβέρνηση το κράτος και να το κάνει ό,τι (ή λέει ότι) θέλει. Δεν πρέπει να ξεχνάμε δηλαδή την γραφειοκρατία που στελεχώνει τις κρατικές λειτουργίες, ούτε το βαθύ κράτος που πάει πακέτο με το κράτος. Κάθε κυβερνητική αλλαγή μετά από κοινοβουλευτικές εκλογές δεν αλλάζει τις κοινωνικές σχέσεις του κόσμου που στελεχώνει τον πυρήνα της κρατικής μηχανής και εκπροσωπεί (αντιφατικά πολλές φορές) συμφέροντα. Όπως παραδεχόταν ο νυν υπουργός δικαιοσύνης πριν τις εκλογές, με την αλλαγή διακυβέρνησης «ο υπηρεσιακός μηχανισμός, το λεγόμενο βαθύ κράτος, θα μείνει –ορθά– στη θέση του» ακριβώς γιατί η «πολιτική αλλαγή προλαβαίνει τη μεταβολή των αρθρωμένων κοινωνικών δομών» 5.
Ο στρατός, η αστυνομία, η εκκλησία, διάφορα γραφειοκρατικά κομμάτια, η μαφία, οι ενώσεις του κεφαλαίου κλπ., έχουν τις εσωτερικές τους ιεραρχίες και διεκδικούν όλοι αυτοί το κομμάτι τους από την κρατική/παρακρατική πίτα. Αυτό, είναι γνωστό σε όποιον πάει να κυβερνήσει. Επίσης, η πολιτική ενός κράτους είναι διεθνής υπόθεση. Χρειάζεται λοιπόν να δούμε κάποιους από αυτούς τους παράγοντες, διεθνείς και εντόπιους σε σχέση με την τωρινή συγκυρία.
H Ε.Ε. δεν έχει μια ενιαία πολιτική, αλλά ούτε και ενιαία συμφέροντα όπως θα ήθελε να δείχνει. Τα κομμάτια εκείνα που θα ήθελαν να υπάρχει ενιαία πολιτική έχουν δύσκολη δουλειά να κάνουν. Η άνοδος του «ευρωσκεπτικισμού» το δείχνει αυτό. Χρειάζονται λοιπόν ένα σενάριο που λέει ότι η Ευρώπη μπορεί και χρειάζεται να σταθεί «ενωμένη μέσω κοινής πορείας». Μιας κοινής πορείας οικονομικής, στρατιωτικής και πολιτικής (πράγματα, ούτως ή άλλως, αδιαχώριστα). Όμως δεν είναι μόνο η Ε.Ε. εντός της ευρωπαϊκής ηπείρου που αναζητά την σταθερότητα. Το ίδιο κάνει στο εσωτερικό του και κάθε καπιταλιστικό κράτος όχι μόνο για να μπορέσει να ανταπεξέλθει στην οικονομική κρίση, αλλά και λόγω της ασταθούς γεωπολιτικής κατάστασης. Όλοι κοιτούν ποιες συμμαχίες συμφέρουν και θέλουν να μοιάζουν ετοιμοπόλεμοι προς τα μέσα και προς τα έξω. Πρέπει να μειωθούν στο ελάχιστο οι πιθανότητες σοβαρών αναταραχών με ταξικό πρόσημο.
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια είναι που η συγκυβέρνηση Σύριζα-ΑΝΕΛ προσπαθεί να ελιχτεί. Οι υποσχέσεις της κυβέρνησης προς χίλια μέτωπα δεν περιορίζονται εντός των συνόρων. Το παιχνίδι που παίζει είναι πολλαπλό. Πρόσδεση στο ευρώ ο Σύριζα, ευρωσκεπτικισμός οι ΑΝΕΛ. Επιβεβαίωση στην Ευρώπη από τη μία ανοίγματα ταυτόχρονα προς ΗΠΑ και Ρωσία, υπενθύμιση της γεωπολιτικής θέσης της Ελλάδας ως χαρτί διαπραγμάτευσης κλπ. Ταυτόχρονα, αυτό που για μας είναι σημαντικό και μας αφορά άμεσα είναι πως ο Σύριζα και οι ΑΝΕΛ αναλαμβάνουν να σταθεροποιήσουν τους μηχανισμούς διαμεσολάβησης του κράτους που βρίσκονται σε κρίση τα τελευταία χρόνια. Οι μηχανισμοί αυτοί αποτελούν πολύ χρήσιμα εργαλεία στα χέρια των αφεντικών για διάφορους λόγους. Τον προληπτικό αφοπλισμό των αγώνων, την δυνατότητα διαχείρισης της κρίσης με κοινωνική συναίνεση, την επίτευξη μιας διαταξικής συνοχής ορατής προς τα μέσα και προς τα έξω. Αυτή η τελευταία θα αποτελέσει από τη μια πολεμικό εργαλείο και από την άλλη πρόσκληση για επενδύσεις.
Άλλο ένα θέμα που προκύπτει είναι ότι οι απαιτήσεις της Ε.Ε. για εκσυγχρονισμό του κράτους συγκρούονται με το κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας στο οποίο στηρίζονται οι ελληνικές κυβερνήσεις εδώ και πολλά χρόνια για τις ψήφους τους. Πρόκειται για τα μεσαία στρώματα που συνθέτουν έναν αχταρμά αντιφατικών συμφερόντων και που αντιδρούν συστηματικά προς όποια ενδεχόμενη αναδιάρθρωση του κράτους, αν είναι να επηρεάσει τις δουλίτσες τους.
Ας γυρίσουμε τώρα λίγο πίσω για να δούμε πώς ο Σύριζα χειρίστηκε την προοπτική του να κυβερνήσει, πάντα με δεδομένο το ότι θα πρέπει να παίξει με τα οργανωμένα συμφέροντα εντός του κράτους. Ο Σύριζα, όταν αποφάσισε ότι τον παίρνει να πάει για κυβέρνηση, άρχισε να προετοιμάζεται για αυτόν το ρόλο. Το ρόλο του κυβερνητικού κόμματος που έχει σκοπό να μείνει στην εξουσία, μια διαδικασία που ξεκίνησε με πιο συστηματικό τρόπο μετά τις εκλογές του 2012. Καταρχάς, διαβεβαίωσε την Εκκλησία της Ελλάδος, τον μεγαλύτερο ιδιοκτήτη γης με σχέσεις με τη μαύρη οικονομία, ότι δεν θα μπλεχτεί στα χωράφια της. Έπειτα, γνώριζε ότι έπρεπε να προσεταιριστεί κάποια κομμάτια από τον κόσμο του Πασοκ, ειδικά εκεί όπου δεν είχε στελεχιακό δυναμικό, αποσκοπώντας να πάρει και τις σχέσεις που είχαν αυτά τα κομμάτια με το βαθύ κράτος και με τους πελατειακούς μηχανισμούς. Άρχισε επίσης μια αργή πορεία συνεργασίας με τους ΑΝΕΛ, όχι μόνο για λόγους σχηματισμού κυβέρνησης, αλλά και γιατί οι ΑΝΕΛ είναι μια οργάνωση που φαίνεται να έχει πείρα από βαθύ κράτος ή τον στρατό.
Στην αρχή της κυβερνητικής θητείας έγιναν κάποιες «λογικές επιλογές» όπως το να μπει ένας Δημαρίτης τεχνοκράτης όπως ο Πανούσης επικεφαλής των μπάτσων, αλλά και ένας εθνικιστής με παρελθόν επικεφαλής του στρατού. Ο Σύριζα έκανε μεν κάποιες κινήσεις προετοιμασίας, αλλά σίγουρα έχει διάφορα προβλήματα να διαχειριστεί στην σχέση του με τον κρατικό μηχανισμό –με τον ίδιο τον πυρήνα του κράτους– και αυτά τα προβλήματα τώρα αρχίζει να τα αντιμετωπίζει με συγκεκριμένο τρόπο. Τι εννοούμε όταν λέμε προβλήματα; Ενώ έχει τεχνοκράτες στο εσωτερικό του έχει έλλειψη σχέσεων σε πολλούς κομβικούς τομείς του κράτους και του παρακράτους, αλλά και εντός των ενώσεων του κεφαλαίου. Του λείπει η εμπειρία στην real-time διαχείριση των αντιφατικών συμφερόντων εντός όλων των παραπάνω σχηματισμών, δηλαδή στελέχη με οργανωτική πείρα και τεχνική κατάρτιση στην διαχείριση κρατικών λειτουργιών. Ενδεικτικό του γεγονότος αυτού είναι πως σε αρκετά υπουργεία οι νεοεκλεγέντες υπουργοί ανέλαβαν καθήκοντα παίρνοντας μαζί τους έναν με δυο συμβούλους και αφήνοντας στην θέση τους όλο τον υπόλοιπο μηχανισμό. Του λείπουν οι παγιωμένες σχέσεις στην τοπική αυτοδιοίκηση, όπως επιβεβαιώθηκε από τα αντιφατικά εκλογικά ποσοστά προηγούμενων δημοτικών εκλογών. Πολύ σημαντικό είναι και το ότι ο Σύριζα δεν έχει, όπως είπαμε, τη δυνατότητα να στήσει έναν πελατειακό μηχανισμό που θα τον σταθεροποιούσε στην εξουσία εκ του μηδενός. Έχει πάρει κάποιες σχέσεις από το Πασοκ, αλλά ο πελατειακός μηχανισμός του Πασοκ είναι υπό διάλυση. Εξελέγη επίσης με την στήριξη ενός κομματιού της ντόπιας αστικής τάξης (βλέπε πχ. προεκλογικές ανακοινώσεις ΣΕΒ) και σε αυτό το κομμάτι χρωστάει.
Ανακεφαλαιώνοντας, ο Σύριζα χρειάζεται να διαχειριστεί τις ευρωπαϊκές απαιτήσεις από τις οποίες εξαρτάται η παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ και οι «ενέσεις ρευστότητας» για την αποπληρωμή του χρέους και την «ανάπτυξη». Χρειάζεται να διαχειριστεί τις απαιτήσεις των μεσαίων στρωμάτων και ταυτόχρονα του κομματιού του κεφαλαίου που τον στήριξε. Χρειάζεται την δημιουργία σχέσεων που θα τον κρατήσουν στην εξουσία, στο βαθύ κράτος, στις ενώσεις του κεφαλαίου, στα πλατιά κοινωνικά στρώματα.
Η συγκυβέρνηση επέλεξε να διαχειριστεί αυτά τα προβλήματα προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο μέσα και έξω από τη χώρα, και στρέφοντας επικοινωνιακά την προσοχή όσο μπορούσε στην «αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης». Σε αυτήν την τελευταία περίοδο γίναμε μάρτυρες ενός θεάτρου του παραλόγου με δηλώσεις και κόντρα δηλώσεις, με «όλο και πιο κρίσιμες» συναντήσεις και με ένα Σύριζα που ενώ είναι κυβέρνηση λειτουργεί σαν αντιπολίτευση και που π.χ. κράζει μέσω της νεολαίας του τον ίδιο του τον εαυτό. Όλα αυτά ωστόσο δεν αποτελούν απλώς κάποια επικοινωνιακά τεχνάσματα, αλλά εκφράζουν αντικρουόμενα συμφέροντα και υπαρκτές τριβές μέσα στην κυβέρνηση. Είδαμε εξάλλου και συνδικάτα του Σύριζα με στελέχωση ΠΑΣΚΕ να παρουσιάζονται εν μια νυκτί (όπως π.χ. στις μεταφορές). Είδαμε επίσης την υλοποίηση του «προγράμματος της Θεσσαλονίκης» να αναβάλλεται για κάποιο όλο και πιο μακρινό μέλλον μέχρι να έρθει η συμφωνία με τους πιστωτές.
Ωστόσο, η συγκυβέρνηση μόνο εν μέρει μπορεί να εφαρμόσει αναδιανομητικά μέτρα, αφενός διότι πιέζεται από τους δανειστές και αφετέρου διότι στα ανώτερα τουλάχιστον κυβερνητικά επιτελεία, υπάρχει όντως μια κριτική στη λαϊκίστικη πολιτική των επιδομάτων που δόμησε την Πασοκική μικρομεσαία τάξη. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ανθρωπιστική κρίση (η “πρόθεση να βρεθεί ένα άλλο μοντέλο εξόδου από την κρίση”) τοποθετείται στην αιχμή του δόρατος ήδη από τη διακήρυξη της Θεσσαλονίκης. Εμφανίζεται λοιπόν ως λογική του κράτους, τουλάχιστον ως προσωρινό πρόγραμμα μέχρι να εξυγιανθεί (αναδομηθεί) το κράτος και να κατασταλάξουν οι σχέσεις κράτους-κεφαλαίου στη νέα κατάσταση.
Η κατάσταση πάντως εκτάκτου ανάγκης δεν έχει λήξει από πλευράς του κράτους. Ίσως να μην το βλέπουμε αυτό με μπάτσους ή στρατά στο δρόμο, αλλά σίγουρα ισχύει σε συνταγματικό/κοινοβουλευτικό επίπεδο. Το βλέπουμε αυτό π.χ. από την χρησιμοποίηση πράξεων νομοθετικού περιεχομένου, από το πώς πάρθηκαν για την αποπληρωμή δόσης του δημόσιου χρέους τα αποθεματικά των δήμων. Νομιμοποιείται λοιπόν π.χ. η κυβέρνηση να περνάει διατάγματα με την ίδια μέθοδο που πέρναγε η προηγούμενη συγκυβέρνηση, λόγω της ανθρωπιστικής κρίσης. Ασφαλώς και τα πράγματα δεν είναι τα ίδια ακριβώς με την προηγούμενη κατάσταση, μάλιστα διαφέρουν σε πτυχές τους. Ωστόσο, η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης που υπάρχει στην οικονομία –που προφανώς ενισχύεται από την χρηματοπιστωτική ασφυξία των δανειστών– οδήγησε πολύ γρήγορα σε υποχωρήσεις στα σημαντικότερα σημεία του προγράμματος της Θεσσαλονίκης που εξηγούσαν την ψήφο των από κάτω στο Σύριζα (ΕΝΦΙΑ, επαναφορά βασικού μισθού, αφορολόγητο στα 10.000 ευρώ). Την ίδια στιγμή που πάνε περίπατο οι «κόκκινές γραμμές», συνεχίζεται η αναδιαρθρωτική πολιτική αντιμετώπισης της ανεργίας μέσω των voucher και της «κοινωφελούς» εργασίας. Πριν τις εκλογές ο Σύριζα κατήγγειλε την αντεργατική φύση των προγραμμάτων και πρότεινε μεγαλύτερο διάστημα εργασίας με δικαιώματα. Τώρα, τα ξεχνάει όλα αυτά, αφού προέχει η «ανάγκη άμεσης ανακούφισης των ανέργων». Μια έκτακτη ανάγκη που υπήρχε και πριν, αλλά πλέον τίθεται με πιο ανθρωπιστικό περιτύλιγμα. Η ανάλυση που λέει ότι αυτό είναι απλώς μια «κωλοτούμπα», δεν βλέπει τον τρόπο με τον οποίο επιβάλλεται με συγκεκριμένο τρόπο μια προσπάθεια μετάβασης από, σχηματικά, το κράτος-κρίση στο κράτος-σχέδιο, σε έναν δηλαδή καπιταλισμό με ορθολογικούς κανόνες και νέου τύπου ρυθμίσεις.
Τα περί «ανθρωπιστικής κρίσης» συνδέονται και με τις ταξικές σχέσεις μέσα στην νέα αυτή κατάσταση. Όσο κι αν ορισμένα στελέχη του Σύριζα παρουσιάζουν «αλλεργία» προς τις ιδιωτικοποιήσεις φορέων του δημοσίου η συγκυβέρνηση είναι αναγκασμένη να συνάψει μια συνθήκη συνεργασίας κράτους-ιδιωτικού κεφαλαίου. Αν και επιφανειακά, κάποια από τα μέτρα που παίρνει ο Σύριζα (π.χ. επανασύσταση της ΕΡΤ ή αλλαγές στο πανεπιστήμιο) φαίνονται να ταυτίζουν κράτος και δημόσιο με τον ίδιο τρόπο που το έκανε η προηγούμενη ταξική ισορροπία, δηλαδή μέσω του γιγαντιαίου κράτους-εργοδότη, είναι ξεκάθαρο στους κυβερνώντες ότι δεν μπορούν να πάνε και πολύ μακριά προς αυτήν την κατεύθυνση. Είναι ενδιαφέρον λοιπόν, για να καταλάβουμε προς τα πού το πάει το κράτος, να δούμε τις πραγματικές σχέσεις των στελεχών του με μη-κρατικές δομές. Με άλλα λόγια, πού σπαταλούσαν χρόνο, οργανωτική ευφυΐα και ενέργεια τα στελέχη του πριν και κατά την διακυβέρνηση. Όχι μόνο τα στελέχη-υπουργοί, γραμματείς και λοιποί αλλά και τα μεσαία στελέχη. Ένα μεγάλο μέρος από το στελεχιακό δυναμικό του Σύριζα εμπλέκεται με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο σε ΜΚΟ, οργανώσεις, ινστιτούτα ή επιχειρήσεις που έχουν ένα πιο «κοινωνικό» χαρακτήρα. Μάλιστα, το κάνουν αυτό χωρίς να τους απασχολεί το τι εργασιακές σχέσεις αναπτύσσονται μέσα από τις δομές αυτές. Με άλλα λόγια: η εμπειρία διαχείρισης που έχει ο Σύριζα είναι κυρίως μια εμπειρία διαχείρισης μέσα από μη-κυβερνητικούς οργανισμούς που κάνουν «ανάπτυξη» σε ένα περιβάλλον ανθρωπιστικής κρίσης.
Είναι λοιπόν σημαντικό να κοιτάξουμε το πρόγραμμα αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης ως μια κρατική λογική η οποία έχει πολλά επίπεδα: αφενός έχει ένα επίπεδο κυριαρχίας (η ανθρωπιστική κρίση ως κατάσταση εκτάκτου ανάγκης), αφετέρου έχει ένα πρακτικό επίπεδο (η ανθρωπιστική κρίση ως διαδικασία εμπέδωσης μιας νέας μορφής κρατικής παρέμβασης). Επιπρόσθετα, έχει ένα επίπεδο αναδιάρθρωσης των εργασιακών σχέσεων (μια πιο ελαστική απασχόληση, με πρόταγμα «το κοινωνικό καλό»), καθώς και ένα μοντέλο εισδοχής χρημάτων (ανθρωπιστικών και πολιτιστικών επενδύσεων). Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης αποτελεί το μόνο σίγουρο και σταθερό έδαφος μεταξύ κυβέρνησης και δανειστών, αφού ακόμα και ο άκρατος νεοφιλελευθερισμός παραδέχεται την ανάγκη ύπαρξης ενός διχτυού ασφαλείας για όσους «δεν τα κατάφεραν», με την απαραίτητη προϋπόθεση αυτή η προστασία να αναπαραγάγει τις καπιταλιστικές προσταγές που δημιούργησαν την «ανθρωπιστική κρίση» (π.χ. παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος μόνο σε περίπτωση αποδοχής προγραμμάτων κοινωφελούς εργασίας) 6.
Στην περίοδο από την εκλογή του Σύριζα μέχρι τώρα έχουμε να διακρίνουμε κάποιες σημαντικές στιγμές που μας δείχνουν επιλογές του Σύριζα ως το προς τα πού κινείται. Μια τέτοια ήταν η 20η Φλεβάρη, οπού παρά τις αντιφατικές φλυαρίες έγινε μια «αναγνώριση των καθηκόντων της κυβέρνησης απέναντι στους εταίρους». Μια άλλη είναι στα μέσα του Ιούνη που, όπως πολλοί είχαν προβλέψει, αρχίζουν να φαίνονται οι παράμετροι της «νέας συμφωνίας» που (συν)υπογράφεται.
ΙV.
Η άνοδος του Σύριζα στην εξουσία καθώς και η γενικότερη ύφεση των αγώνων του τελευταίου διαστήματος φέρνει ξανά στο προσκήνιο ζητήματα του τρόπου παρέμβασης, όπως και γενικότερα ζητήματα οργάνωσης, τακτικής και στρατηγικής του ανταγωνιστικού κινήματος. Θεωρούμε ότι προκειμένου να καταφέρουμε να προσεγγίσουμε τα ζητήματα αυτά θα πρέπει να επιστρέψουμε στις ανεπάρκειες, τα προβλήματα και τις ήττες των αγώνων του προηγούμενου διαστήματος και να συγκρουστούμε με τις λογικές εκείνες που τους κρατάνε από το να προχωρήσουν μπροστά. Αν εκκινούμε από ένα τέτοιο σημείο, το κάνουμε ακριβώς γιατί θεωρούμε πως έξω από την ανάλυση της εμπειρίας αυτών των αγώνων, έξω από την ανάλυση των μορφών και των περιεχομένων της δράσης μας, δεν μπορεί να υπάρξει καμιά ουσιαστική συζήτηση για την οικοδόμηση μιας ανταγωνιστικής στρατηγικής που να απαντά στις ανάγκες της τάξης. Αλλά και γιατί μας φέρνει σε σύγκρουση με μια καθιερωμένη πρακτική που, παίρνοντας είτε την μορφή της καθοδήγησης του κόμματος είτε της λογικής της πρωτοπορίας των πολιτικών ομάδων, επιδιώκει να επιβάλλει πολιτικά περιεχόμενα, στόχους και κατευθύνσεις από τα έξω, σε αντίθεση και αντιπαραβολή με την εμπειρία αυτών των αγώνων. Κάθε σειρά από αποτυχίες ή νίκες ενός κύκλου αγώνων ανοίγει προοπτικές –με την έννοια όχι μόνο των δυνατοτήτων, αλλά και των ορίων της δράσης– που πρέπει να εξεταστούν για να πάμε από την κατανόηση των ζητημάτων στο ξεπέρασμα των προβλημάτων, και που οι επιπτώσεις τους στο παρόν χρήζουν πολιτικής ερμηνείας για το ξεκαθάρισμα του προς τα που κινούμαστε, για την οικοδόμηση στόχων μέσα στις δεδομένες συνθήκες.
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, ο κύκλος αγώνων ενάντια στην υποτίμηση έχει ηττηθεί σ’ αυτήν την φάση, υπό την έννοια ότι απέτυχε να μπλοκάρει την καπιταλιστική αναδιάρθρωση και να ανασυνθέσει την τάξη μας με ανταγωνιστικούς όρους. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν δίνονται πια αγώνες στο εδώ και τώρα, ούτε ότι αυτοί αγώνες δεν μπορούν πια να φέρουν νίκες. Μιλώντας για ήττα του κύκλου αγώνων, προσπαθούμε στην πραγματικότητα να διερευνήσουμε τα όριά τους. Ποια ήταν δηλαδή τα χαρακτηριστικά που δεν επέτρεψαν στους αγώνες να πάνε παραπέρα και πού εντοπίζουμε τις δυνατότητες ξεπεράσματος αυτών των ορίων. Τέτοια όρια για μας ήταν η προσδοκία μπλοκαρίσματος της αναδιάρθρωσης μέσω της κεντρικής πολιτικής σκηνής (αυτό που έχουμε κωδικοποιήσει ως «λογική της μεγάλης νύχτας»), η (συχνά εκ των προτέρων) πρόσδεση μιας μερίδας αγώνων –κυρίως του δημοσίου- στην αριστερή κυβέρνηση πριν καν εκλεγεί, η κυριαρχία της αντι-μνημονιακής ρητορικής ως καμουφλαρισμένη επιβεβαίωση της εθνικής ενότητας, η απουσία άμεσων υλικών αποτελεσμάτων των αγώνων για μεγάλα κομμάτια των εκμεταλλευόμενων, η αδυναμία των οριζόντιων διαδικασιών να διασφαλίσουν τη μαζική συμμετοχή κόσμου σε μόνιμη βάση και η αδυναμία σύνδεσης των αγώνων σε μια κοινή ανταγωνιστική κατεύθυνση. Αν δούμε τα όρια αυτά σε σχέση με την εκλογή του Σύριζα, διαπιστώνουμε ότι αυτή αποτελεί μάλλον αποτέλεσμα της μερικότητάς του κύκλου αγώνων ενάντια στην υποτίμηση –δηλαδή έκφραση της δύναμης και των ορίων του. Της δύναμης που είχε ο αγωνιζόμενος κόσμος στο δρόμο και της αδυναμίας του να προχωρήσει πέρα από τα όριά του.
Η ανάληψη των καθηκόντων της συγκυβέρνησης προκάλεσε μια αρχική αμηχανία μέσα στους πολιτικούς χώρους. Αυτή η αμηχανία, που έκρυβε πίσω της στρατηγικές αδυναμίες αλλά και την αδυναμία ορισμού ενός ανταγωνιστικού προγράμματος, επιχειρήθηκε να καλυφθεί από ένα μέρος του πολιτικού χώρου με την προσφυγή σε ακτιβισμούς που θεωρούσαν «ρεφορμιστικό» τον καθορισμό στόχων και αιτημάτων, διεκδικώντας μέσα από την δράση τους τα «πάντα ή τίποτα», ή διατυπώνοντας από την άλλη πλευρά αιτήματα στην βάση των προεκλογικών δεσμεύσεων του προγράμματος της Θεσσαλονίκης του Σύριζα. Η συζήτηση γύρω από το αν πρέπει να γίνονται αγώνες με αιτηματικό χαρακτήρα ή χωρίς μπήκε ξανά στην ημερήσια διάταξη του κινήματος επαναφέροντας το ζήτημα του φόβου της «ενσωμάτωσης» από μια «κυβέρνηση της Αριστεράς».
Εδώ ανοίγουν δύο σημαντικά ζητήματα, της κρατικής ενσωμάτωσης και των αιτηματικών αγώνων. Η αντίληψη των τελευταίων σαν έκφραση της πρώτης αποτελεί βαρύ φορτίο της παράδοσης του αντιεξουσιαστικού χώρου, μεγάλο κομμάτι του οποίου θεωρούσε πάντα ότι τα αιτήματα προϋποθέτουν και καταλήγουν στην ενσωμάτωση. Αυτό για μας αποτελεί μια μυστικοποίηση που –άθελά της ή όχι– βλέπει την ενσωμάτωση (όπως και τους αγώνες) με όρους ιδεολογικούς και όχι πολιτικούς. Αποφεύγει δηλαδή να διαβάσει τις ιστορικές διαδικασίες και τα συγκεκριμένα πολιτικά περιεχόμενα που κάνουν τους αγώνες να ενσωματώνονται, ασχέτως του τι πιστεύουν ή διακηρύσσουν οι συμμετέχοντες σ’ αυτούς. Με λίγα λόγια, έναν αγώνα δεν τον κάνει ενσωματώσιμο (ή ριζοσπαστικό) το αν έχει αιτηματικό χαρακτήρα ή όχι, αλλά το πολιτικό του περιεχόμενο, οι σχέσεις που δημιουργούνται μεταξύ των αγωνιζόμενων και οι –ρητοί ή υπόρρητοι- πολιτικοί του στόχοι.
Από το σχηματισμό της συγκυβέρνησης κι έπειτα, βλέπουμε τρεις βασικές κατευθύνσεις που έχουν ακολουθήσει οι κινητοποιήσεις στο δρόμο. Πρώτον, την ανοιχτή στήριξη της συγκυβέρνησης Σύριζα-ανέλ με τις παρωδιακού τύπου συγκεντρώσεις μπροστά από τη βουλή 7. Δεύτερον, την πίεση προς τον Σύριζα να εφαρμόσει τις προεκλογικές του δεσμεύσεις, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, λαμβάνοντας «αντιμπεριαλιστικά» χαρακτηριστικά. Τρίτον, την αφηρημένη ιδεολογική καταδίκη της αριστερής (και κάθε άλλης) κυβέρνησης από τη σκοπιά του αντικρατισμού/αντικοινοβουλευτισμού, συνήθως με εξεγερτικό περιτύλιγμα ή με την προσθήκη συνολικών επαναστατικών στόχων. Η πρώτη εκδοχή, είναι περισσότερο συμπολιτευτική παρά αντιπολιτευτική. Η δεύτερη και η τρίτη φαίνεται να αποτελούν τις δύο κύριες κατευθυντήριες γραμμές αντιπολίτευσης από την πλευρά του κινήματος, περιλαμβάνοντας τάσεις τόσο της αριστεράς όσο και της αντιεξουσίας. Βλέπουμε δηλαδή κάποια κομμάτια του κινήματος να δρουν σαν απατημένοι ψηφοφόροι που είχαν πραγματικά πιστέψει στο πολιτικό πρόγραμμα του Σύριζα, και κάποια άλλα να δρουν σαν να μην έχει συντελεστεί καμία πολιτική αλλαγή που να μας θέτει ζητήματα ανάλυσης και στρατηγικής. Κατά τη γνώμη μας, οι δύο αυτές τελευταίες εκδοχές αποτελούν τις διαφορετικές όψεις του ίδιου νομίσματος, κάτι που θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε και παρακάτω.
Η συγκυβέρνηση μέχρι τώρα έχει απαντήσει κατά κύριο λόγο όχι με την συνηθισμένη πρακτική της άμεσης καταστολής και της πιο ωμής βίας, αλλά πρώτα με ανοχή με απώτερο σκοπό την κοινωνική τους απομόνωση και κατόπιν με καταστολή όπως π.χ. με την πρόσφατη καταπάτηση πανεπιστημιακού ασύλου στην περίπτωση της κατειλημμένης πρυτανείας. Όπως γράφουμε και παραπάνω, ο Σύριζα επιχειρεί να συνεχίσει την πολιτική της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, όχι πια με όρους έκτακτης ανάγκης τύπου Ν.Δ.-Πασοκ αλλά με όρους ευρύτερης κοινωνικής-εκλογικής συναίνεσης. Προσπαθεί να κάνει τα πρώτα βήματα από το κράτος-κρίση της αναδιάρθρωσης στο κράτος-σχέδιο της νέας κοινωνικής-ταξικής ρύθμισης. Στην ρύθμιση αυτή, η κυβέρνηση προϋποθέτει και ποντάρει στην νομιμοποίηση που αντλεί από τον προηγούμενο κύκλο αγώνων, αλλά και στις οργανωμένες πολιτικές του μορφές (δηλαδή την αριστερά και την αντιεξουσία). Με λίγα λόγια, ο Σύριζα φαίνεται σχετικά πρόθυμος να κάνει κάποιες θεσμικές παραχωρήσεις και να δώσει πολιτικό χώρο προς τα αριστερά, εφόσον δεν αμφισβητείται ο πυρήνας της καπιταλιστικής αναδιαρθρωτικής πολιτικής. Αυτό βέβαια δεν είναι και μικρό πράγμα, αν αναλογιστούμε το πόσο πολιτικό και κοινωνικό έδαφος χάθηκε από την πλευρά του κινήματος κατά την προηγούμενη κρατική διαχείριση τα τελευταία τρία χρόνια, από το τσάκισμα του συλλογικού αγωνιστικού ηθικού και της συγκρουσιακής διάθεσης στο δρόμο, μέχρι την απομαζικοποίηση των πολιτικών διαδικασιών και την εκκένωση των κατειλημμένων χώρων. Αυτή ακριβώς είναι όμως και η κρυφή, αλλά πραγματική γοητεία που ασκεί σε ένα σεβαστό κομμάτι του κινήματος η “κυβέρνηση της αριστεράς”, ακόμα κι αν δεν το παραδέχεται δημόσια.
Κι εδώ ακριβώς είναι που κατά τη γνώμη μας συναντιούνται οι δύο τάσεις που περιγράψαμε πριν, της πίεσης για τήρηση των υποσχέσεων του Σύριζα και της αφηρημένης ιδεολογικής του καταδίκης. Δεδομένου ότι αμφότερες περιλαμβάνουν οργανωμένες πολιτικές μορφές και δεν αποτελούν αυθόρμητες μορφές κινητοποίησης της τάξης, στην πραγματικότητα διεκδικούν από το Σύριζα να τις αναγνωρίσει (και εν μέρει να τις νομιμοποιήσει) ως πολιτικούς παίκτες και κομμάτι της νέας κοινωνικής-ταξικής ρύθμισης. Αυτό αγγίζει μια σειρά από φαινόμενα, από την αναβίωση του καγκελακίου στα στενά των εξαρχείων μέχρι την έκκληση για ρήξη με τους δανειστές, κι από το “δε ζητάμε τίποτα από την κυβέρνηση της αριστεράς” μέχρι την κριτική ότι δεν είναι αρκετά “αριστερή”. Όπως και να ‘χει, το περιεχόμενο αυτών των λόγων και πρακτικών καταλήγει πολιτικά συντεχνιακό, αξιώνοντας για τους πολιτικούς χώρους να ξαναβρούν το χαμένο τους έδαφος ακριβώς ως πολιτικοί χώροι. Κατά τρόπο δηλαδή που η στάση τους αποσκοπεί στην αναπαραγωγή τους ως αποκομμένων μορφών από την τάξη και όχι σε σχέση με και ως κομμάτι αυτής της τάξης. Εν ολίγοις, βλέποντας την πρόκληση των κοινωνικών αγώνων/διεκδικήσεων σε αποκλειστικά κεντρικό πολιτικό επίπεδο, ένα κομμάτι του κινήματος καταλήγει να λειτουργεί –συνειδητά ή μη– μέσα στο σημερινό κοινωνικό-ιστορικό πλαίσιο ως άτυπη εξωκοινοβουλευτική (ή και αντικοινοβουλευτική) τάση του Σύριζα. Δεν υποστηρίζουμε εδώ ότι αυτό συνιστά απαραίτητα πρόθεση του κινήματος (αν και υπάρχουν τμήματά του που έχουν –ή μάλλον είχαν φροντίσει να έχουν– δίαυλους επικοινωνίας με μικρά, μεσαία και μεγάλα στελέχη του Σύριζα), αλλά περισσότερο ότι συνιστά μια συλλογική αδυναμία ανάλυσης και χάραξης στρατηγικής, μια αδυναμία να βρούμε ως ανταγωνιστικό κίνημα τι θα μας κάνει πραγματικά επικίνδυνους κι επικίνδυνες για την “αριστερή” διαχείριση του καπιταλισμού.
Ο Σύριζα ήταν μ’ έναν δεδομένο τρόπο κοντά σε αρκετούς αγώνες επιχειρώντας όπου του ήταν δυνατό να τους ενσωματώσει. Η προσέγγισή του αυτή συνεχίζεται ακόμα πάνω σε συγκεκριμένους αγώνες ή διαδικασίες (π.χ. ΕΡΤ, καθαρίστριες, δομές αλληλοβοήθειας), αλλά γίνεται σταδιακά εμφανές ότι, με την κρίση να βαθαίνει και την πολιτική της αναδιάρθρωσης να συνεχίζεται, η ενσωμάτωση θα έχει μάλλον κοντά ποδάρια. Δεν μας ενδιαφέρει πάντως να δούμε την ενσωμάτωση από μια αφηρημένη ιδεολογική αφετηρία (κατά πόσο δηλαδή ο πολιτικός μας λόγος είναι “επαναστατικός” ή “ρεφορμιστικός”), αλλά από τη σκοπιά των αγώνων για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων και των επιθυμιών μας σαν εκμεταλλευόμενοι/ες και καταπιεζόμενοι/ες. Αντίστοιχα, προσπαθούμε να κρίνουμε τα κοινωνικά και πολιτικά υποκείμενα όχι (μόνο) απ’ αυτά που λένε, αλλά (κυρίως) απ’ αυτά που κάνουν. Μια πολιτικά συντεχνιακή αντίληψη των αγώνων, συνιστώντας πάντα μια λογική κομματικής πρωτοπορίας, μπορεί κατ’ ουσίαν να ενσωματώνεται στην κεντρική πολιτική σκηνή, ακόμα κι αν διεκδικεί για τον εαυτό της το πιο ριζοσπαστικό βάθρο, αν δεν καταφέρνει να συγκρουστεί στην πράξη με τον πυρήνα της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, δηλαδή την υποτίμηση της ζωής μας σε καθημερινό επίπεδο. Στον αντίποδα αυτής της αντίληψης λοιπόν, τοποθετούμε τους αγώνες που δίνονται για όλη την τάξη των εκμεταλλευόμενων –αγώνες που η θετική τους έκβαση θα μας φέρει σε συνολικά ως τάξη σε καλύτερη θέση απέναντι στη βαρβαρότητα. Μιλάμε δηλαδή για αγώνες που διεκδικούν ένα καθολικό περιεχόμενο στην πράξη, σε αντίθεση με το καθολικό περιεχόμενο στο επίπεδο του ξύλινου καταγγελτικού λόγου. Τέτοιοι αγώνες συνεχίζουν να δίνονται σε διάφορα κοινωνικά πεδία, από τις απολύσεις και τη διεκδίκηση δεδουλευμένων στον ιδιωτικό τομέα (όπως στα ΑΒ Βασιλόπουλος, τα Έβερεστ κ.ά.), τις συνεχείς κινητοποιήσεις ενάντια στην κατάργηση της κυριακάτικης αργίας στο εμπόριο και τους αγώνες στην επισφάλεια (όπως στην κοινωφελή εργασία και τα voucher), μέχρι την κοινότητα αγώνα μεταναστών και ντόπιων στην ΑΣΟΕΕ και τις κινητοποιήσεις ενάντια στα κέντρα κράτησης. Το σε ποιο βαθμό αυτοί καταφέρνουν την επίτευξη ευρύτερων αποτελεσμάτων, πέρα από αυτά δηλαδή που αφορούν όσους/ες εμπλέκονται στην κάθε επιμέρους μάχη, εξαρτάται από αυτήν ακριβώς την συστηματική και επίπονη δουλειά οργάνωσης, σύνδεσης και κυκλοφορίας των διαφορετικών περιεχομένων και μορφών δράσης στην βάση οικοδόμησης της ενότητας των κάθε επιμέρους κοινοτήτων αγώνα με τους υπόλοιπους εκμεταλλευόμενους/ες.
Παρά τα επί μέρους όρια και αντιφάσεις τους, αυτοί οι αγώνες –είτε “μικροί” είτε “μεγάλοι”, είτε με αιτήματα είτε χωρίς– είναι που μπορούν να καλύψουν άμεσες ανάγκες μας και να συνεισφέρουν στην χάραξη μιας ανταγωνιστικής στρατηγικής για το κίνημα. Δίνουμε μεγάλη σημασία σ’ αυτό που άλλοι υποτιμούν ως “μερικούς” αγώνες με “μικρές” νίκες, όχι για να κάνουμε στο τέλος μία σούμα και να πούμε ότι γίνονται πράγματα, αλλά γιατί θέτοντας άμεσους στόχους και κερδίζοντας πρακτικά επίδικα ανακαλύπτουμε ξανά τη δύναμή μας στα πεδία του κοινωνικού ανταγωνισμού, συνδεόμαστε με ευρύτερα κομμάτια της τάξης δημιουργώντας παραδείγματα αυτόνομης οργάνωσης και αγώνα των από κάτω κερδίζοντας τη χαμένη μας συλλογική αυτοπεποίθηση. Απ’ αυτήν την σκοπιά δουλεύουμε και εμείς, με τις μικρές μας δυνάμεις για την αυτονομία, την αποτελεσματικότητα και τη σύνδεση αυτών των αγώνων.
Θεωρούμε ότι ο κύκλος αγώνων της προηγούμενης περιόδου έχει αφήσει πίσω του κάποιες συλλογικές διαδικασίες σε κοινωνικούς χώρους (στις γειτονιές, τα πανεπιστήμια, τους εργασιακούς χώρους) που είτε υπολειτουργούν και βρίσκονται σε λήθαργο είτε έχουν περιχαρακωθεί ιδεολογικά. Αν θέλουμε να βρεθούμε σε καλύτερη θέση στους αγώνες που έρχονται, τότε θα πρέπει να δημιουργήσουμε νέες κοινότητες αγώνα που να έχουν διδαχθεί από τα λάθη και τα όρια του παρελθόντος κύκλου αγώνων ή να στηρίξουμε τις υπάρχουσες εκείνες διαδικασίες που έχουν σταθερό προσανατολισμό στους αγώνες και να τις βοηθήσουμε να αλλάξουν τις κοινωνικές τους σχέσεις κατά τρόπο τέτοιο που να είναι σε θέση να μετασχηματίσουν τον εαυτό τους σε ανταγωνιστικές διαδικασίες. Αυτό δε σημαίνει να γίνουν διαχωρισμένες πολιτικές μορφές με ριζοσπαστικό περιτύλιγμα, αλλά πραγματικές κοινότητες αγώνα –εργαλεία ανασύνθεσης της κατακερματισμένης τάξης μας προς μια ανταγωνιστική κατεύθυνση.
Συνέλευση για την Κυκλοφορία των Αγώνων
Σημειώσεις:
1 Πιο αναλυτικά βλ. «Γενική απεργία, εργατικοί αγώνες, κοινωνική αναπαραγωγή. Ο γυμνός απεργός με τα χέρια στις τσέπες…» στο τχ. 4 της Σφήκα και «Πολιτικές μορφές, σύνδεση και αυτονομία των αγώνων. It’s a dirty job but someone’s gotta do it» στο τχ. 5 της Σφήκα. Σε πλήρη ανάπτυξη τα δυο κείμενα υπάρχουν στην διεύθυνση http://skya.espiv.net/2014/01/06/ γενική-απεργία-πολιτικές-μορφές-και-σ/
2 Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Σύριζα ουσιαστικά εκμεταλλεύθηκε τα ίδια τα εσωτερικά όρια του αγώνα στην ΕΡΤ. Οι εργαζόμενοι εκεί στην πλειοψηφία τους προτίμησαν να δουν τον εαυτό τους λιγότερο ως θύμα της αναδιαρθρωτικής επίθεσης που συντελείται και περισσότερο ως θύμα «αντιδημοκρατικών» πολιτικών. Το πρώτο είναι ένα περιεχόμενο που σε φέρνει σε επικοινωνία με ανέργους/εργαζομένους του ιδιωτικού/δημοσίου τομέα, το δεύτερο με τη διαταξική μάζα του «λαού» που συγκινείται από το μεταπολιτευτικό φολκλόρ της ΕΡΤ. Το δεύτερο περιεχόμενο, επικαλούμενο μαζικότερα εθνικά ακροατήρια, ουσιαστικά περιόρισε τον αγώνα σε συντεχνιακά πλαίσια: αν πρόκειται τελικά για ζήτημα «δημοκρατίας» η ΕΡΤ μπορεί να επαναλειτουργήσει υπό μια αριστερή κυβέρνηση και η αναδιάρθρωση στο δημόσιο μπορεί να συνεχιστεί, όπως κι έγινε.
3 Όλα τα στατιστικά στοιχεία για τις εκλογές που παραθέτουμε είναι από την ανάλυση του Γιάννη Μαυρή http://www.mavris.gr/4610/antimemorandum-social-coalition/
4 Εδώ να αναφέρουμε ότι λόγω των αντιφατικών τους συμφερόντων, τα κομμάτια στα οποία δίνει ο Σύριζα προτεραιότητα για το χτίσιμο αυτής της διαμεσολάβησης αντιδρούν συστηματικά και σπασμωδικά προς οποιαδήποτε σημαντική αναδιάρθρωση του κρατικού μηχανισμού.
5 Από το άρθρο «Αλλάζει το κράτος;» του Ν. Παρασκευόπουλου http://www.efsyn.gr/arthro/allazei–kratos
6 Βλ. το κεφάλαιο «Το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα ως βασικός πυλώνας του workfare» στην μπροσούρα Workfare Reloaded: αγώνες ενάντια στην επιβολή της εργασίας ως «ωφέλειας»
7 Συγκεντρώσεις που αντιγράφουν τα χειρότερα σημεία των «πλατειών» (λαϊκισμός και διαταξικά χαρακτηριστικά εθνικής ενότητας) αφαιρώντας ταυτόχρονα τα πιο αιχμηρά, ριζοσπαστικά του ’11, όπως ο λόγος περί οριζοντιότητας και αμεσοδημοκρατίας και η προσπάθεια ξεπεράσματος της λογικής της ανάθεσης και των κομμάτων.
Υποβολή απάντησης