Τα δεινά των υπηρεσιών Υγείας και Πρόνοιας σε αυτή τη χώρα είναι γνωστά λίγο πολύ κυρίως με έναν υποκειμενικό τρόπο στο βαθμό που ο καθείς/καθεμιά μας είχε την ατυχία να είναι χρήστης τους. Συνοπτικά και τοποθετώντας το ζήτημα σε μια ελάχιστη ιστορική προοπτική, θα πρέπει να πούμε ότι η Ελλάδα περίμενε τη δεκαετία του ‘80 για να δημιουργηθούν συστηματικά οι πρώτα σταθερά και κεντρικά σχεδιασμένα προγράμματα και δομές υγείας και πρόνοιας στη χώρα, από το κράτος και όχι από την εκκλησία ή κάποιες φιλανθρωπικές οργανώσεις. Με δεδομένο όμως την ήδη εφαρμογή νεοφιλελεύθερων πολιτικών από τις αρχές τις δεκαετίας του ‘80 σε πιο ανεπτυγμένα κράτη [1] , εύκολα θα μπορούσε να υποψιαστεί κανείς ότι οι “μέρες του παραδοσιακού κράτους πρόνοιας” στην Ελλάδα ήταν μετρημένες. Και όχι μόνο για αυτό το λόγο.
Ήδη από τότε οι προνοιακές δομές στην Ελλάδα, σχεδιάστηκαν έχοντας υπόψιν τους το γεγονός ότι η οικογένεια κάλυπτε ένα τεράστιο πλήθος αυτών των υπηρεσιών (κυρίως μέσω της απλήρωτης οικιακής εργασίας). Για παράδειγμα, το πλήθος των ΚΑΠΗ που δημιουργήθηκε στη χώρα, βασίστηκε στο γεγονός ότι οι άνθρωποι τρίτης ηλικίας κυρίως διαμένουν σε σπίτια νεότερων συγγενών τους και ως εκ τούτου δεν υπήρχε κανένας ιδιαίτερος λόγος να δημιουργηθούν δημόσιες δομές φιλοξενίας ανθρώπων τρίτης ηλικίας. Ακόμα, μία ακόμα βασική πολιτική που ακολουθήθηκε τότε, αν και δεν είναι άμεσα προνοιακή, ωστόσο αποτέλεσε βασικό της στοιχείο, ήταν η διεύρυνση των σταθερών φορντικών σχέσεων με το κράτος, αλλά και στον ιδιωτικό τομέα. Αυτή η διεύρυνση εξασφάλισε σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού σταθερότητα στο μισθό και άρα ευκολότερη την αντιμετώπιση ενός προβλήματος ή μιας κατάστασης με ιδίους οικονομικούς πόρους. Αυτά τα δύο στοιχεία, οι “υπηρεσίες πρόνοιας” που προσφέρονται από την οικογένεια και η διεύρυνση των σταθερών σχέσεων εργασίας θα συναντηθούν με το γεγονός της μεγάλης έκτασης της μικροδιοκτησίας και όλα μαζί θα συντελέσουν στο να απορροφώνται οι κραδασμοί που παράγονται από τις κοινωνικές και ταξικές αδικίες αλλά και ουσιαστικά να μην υπάρχει αυτό που ονομάστηκε “κράτος πρόνοιας” στο βαθμό που υπήρχε σε πιο ανεπτυγμένες (πολιτικά πάντα) οικονομίες του ευρωπαϊκού και αμερικάνικου βορρά.
Από τη δεκαετία του ΄90 και μετά στην προνοιακή πολιτική θα κυριαρχήσει αργά αλλά σταθερά ο νεοφιλελευθερισμός, η κυβέρνηση του Μητσοτάκη αδυνατώντας να την φέρει εις πέρας θα την μεταλαμπαδεύσει στο πολύ ικανότερο, για αυτή τη δουλειά, ΠΑΣΟΚ, το οποίο ενεργώντας έξυπνα θα προχωρήσει σε μια διαρκή υποστελέχωση των περισσότερων υπηρεσιών υγείας και πρόνοιας. Υποστελέχωση η οποία σταδιακά θα οδηγήσει σε εγκατάλειψη και κλείσιμο πολλών δομών (από δομές Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Υγείας μέχρι και Υπηρεσίες και Προγράμματα Πρόνοιας), όσες δομές και υπηρεσίες δεν κλείνουν είναι σε τέτοιο βαθμό υποστελεχωμένες όπου αναγκαστικά και εκ των πραγμάτων η δράση τους, η παρέμβαση τους και το πεδίο άσκησης κοινωνικής πολιτικής περιορίζεται στα απολύτως ελάχιστα, τα οποία συνήθως είναι διοικητική κυρίως δουλειά [2]. Ενδεικτικά, στις αρχές του 2000, οι οργανικές θέσεις των Κοινωνικών Λειτουργών, ήταν κενές σχεδόν στο 40%. Πριν 15 χρόνια δηλαδή, η επίσημη προνοιακή πολιτική στελεχωνόταν με σχεδόν τους μισούς επαγγελματίες (και αυτό χωρίς να ξέρουμε νούμερα για Ψυχολόγους, Κοινωνιολόγους, και ένα τεράστιο άλλο πλήθος ειδικοτήτων όλων των βαθμών της εκπαίδευσης οι οποίες είναι απαραίτητες για να μιλάμε για προνοιακή πολιτική) από όσους το ίδιο το κράτος θεωρούσε ότι έπρεπε να υλοποιηθεί.
Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, και ενώ ήδη απόφοιτοι επαγγελμάτων υγείας και πρόνοιας γνώριζαν ότι ήταν εξαιρετικά δύσκολο να βρουν δουλειά στο αντικείμενο τους, αρχίζει να καλλιεργείται και εντόνως η κουλτούρα του εθελοντισμού, ενώ έκαναν και την πρώτη τους δειλή εμφάνιση οι πρώτες ΜΚΟ με σαφώς προνοιακές δραστηριότητες (αρχικά ήταν κυρίως διεθνείς οργανώσεις, αλλά στη συνέχεια δημιουργήθηκαν και ντόπιες ΜΚΟ που μυρίστηκαν πολύ νωρίς που πάει το πράγμα). Ο εθελοντισμός με φόντο και τους Ολυμπιακούς αγώνες του 2004, έγινε καραμέλα στο στόμα πολλών ιδιωτικών και κρατικών αφεντικών ως ένας θαυμάσιος τρόπος να εξασφαλίσουν έναν τεράστιο όγκο απλήρωτης εργασίας με αντάλλαγμα μια γραμμή στο βιογραφικό η οποία, όπως λέγανε τα ιδιωτικά και κρατικά αφεντικά, θα εκτιμιούνταν ιδιαιτέρως (όλως παραδόξως μόνο) από τους ίδιους. Στον τομέα της υγείας και πρόνοιας ο εθελοντισμός, έπαιξε πάρα πολύ υπό τον μανδύα του “ενδιαφέροντος για το αντικείμενο εργασίας” πράγμα απαράδεκτο φυσικά για το πως ορίζεται ο εθελοντισμός στις κοινωνικές επιστήμες. Μιας και στις κοινωνικές επιστήμες, ακόμα και στις πιο νεοφιλελέυθερες εκφάνσεις τους ο εθελοντισμός δεν αφορά τους επαγγελματίες των κοινωνικών επιστημών αλλά έχουν ως αντικείμενο τον γενικό πληθυσμό και την ευαισθητοποίηση του πάνω σε κάποιο θέμα. Εκείνη τη δεκαετία, το κύριο μέσο απορρόφησης επαγγελματιών πρόνοιας θα γίνει το Πρόγραμμα Βοήθεια στο Σπίτι, ένα ξεκάθαρα νεοφιλελεύθερης λογικής πρόγραμμα χρηματοδοτούμενο αρχικά από τα ΕΣΠΑ [3]. Και κάπου εκεί έρχεται η λεγόμενη “κρίση” που βάζει ένα υπέροχο τέρμα στις δομές που αφορούσαν την πρόνοια σε αυτή τη χώρα.
Ώσπου, 5 χρόνια μετά την κρίση έρχεται ένα “νέο” πρόγραμμα καταπολέμησης της ανεργίας το οποίο ταυτόχρονα έρχεται να καλύψει και τα κενά που έχουνε αφήσει, σε ό,τι έχει απομείνει στις προνοιακές δομές της χώρας. Μιλάμε φυσικά για το Πρόγραμμα Κοινωφελούς Εργασίας 19.000 θέσεων, το οποίο 9 μήνες περίπου μετά την δημοσιοποίηση της προκήρυξης του λήγει αυτές τις μέρες.
Σε αυτό το πρόγραμμα, από τις 140 ειδικότητες που ζητούσαν περίπου οι 40, αφορούσαν ειδικότητες που σχετίζονταν άμεσα, λιγότερο άμεσα, και σε κάποιες περιπτώσεις εμμέσως με προνοιακές δομές, ο αριθμός των θέσεων σε τέτοιες δομές πρέπει να αγγίζει σχεδόν τις 9.000. Και έτσι ένα τεράστιο πλήθος επαγγελματιών της πρόνοιας βρίσκεται στην πολύ ευχάριστη θέση να πρέπει να ασκήσει κοινωνική πολιτική όντας το ίδιο σε ένα πρόγραμμα κοινωνικής πολιτικής. Για το workfare και τα προγράμματα κοινωφελούς εργασίας έχουμε μιλήσει επισταμένα και μέσα από τη Σφήκα αλλά και μέσα από τις εκδόσεις της ΣΚυΑ, οπότε και θα προχωρήσουμε να διατυπώσουμε τα δυο κύρια ερωτήματά που είχαμε και μεις ως “τυχεροί” κοινωφελείς εργαζόμενοι και επαγγελματίες στον τομέα της πρόνοιας: πως μπορεί ένας κοινωφελής εργαζόμενος στην πρόνοια να την ασκήσει, όντας την ίδια στιγμή αντικείμενο προνοιακής πολιτικής; Και τι δυνατότητες αγώνα μπορούν να διαμορφωθούν σε έναν τέτοιο τομέα με τους όρους και τις συνθήκες που διαμορφώνουν τα προγράμματα κοινωφελούς εργασίας;
Ας προσπαθήσουμε αρχικά να δώσουμε μια απάντηση στο πρώτο ερώτημα: η κοινωφελής εργασία αφορά στην περίπτωση μας ένα διάστημα 5 μηνών, μέσα σε αυτούς τους 5 μήνες ο εργαζόμενος στην πρόνοια καλείται, να ενημερωθεί για το πλαίσιο εργασίας του, για το οργανόγραμμα της υπηρεσίας του, για τα καθήκοντα του, για τον πληθυσμό που καλείται να παρέμβει, και ακόμα να αυτοεπιμορφωθεί στοιχειωδώς για το πλαίσιο εργασίας στο οποίο βρίσκεται, για τη φύση των προβλημάτων τα οποία καλείται να αντιμετωπίσει και να επιλύσει. Ενδεικτικά, για να το κάνουμε λίγο πιο κατανοητό, να δώσουμε ένα πραγματικό παράδειγμα, το να κάνεις τα πιο στοιχειώδη πράγματα σε μια περίπτωση απαιτεί σε πολλές, αν όχι σε όλες, περιπτώσεις δουλειές ωρών. Πολλών ωρών. Δουλεύοντας σε ένα ειδικό σχολείο λοιπόν, βρεθήκαμε σε ένα εξαιρετικά σπάνιο σύνδρομο (επιπέδου 1 γέννηση στις 250.000 όταν ας πούμε για το σύνδρομο Down τα ίδια ποσοστά είναι 1 στις 700-800 γεννήσεις), για το οποίο φυσικά ακόμα και για να μιλήσεις με τους γονείς θα πρέπει να μάθεις για αυτό το σύνδρομο κάποια στοιχειώδη πράγματα. Η πρόνοια είναι ένας τομέας στον οποίον δε μπορείς να δουλέψεις χωρίς προετοιμασία από πριν, αυτό απαιτεί χρόνο, χρόνος ο οποίος δεν μπορεί μειωθεί, αν τουλάχιστον, προσπαθείς να κάνεις στοιχειωδώς τη δουλειά σου. Αυτό πρακτικά μέσα στο χρονικό όριο αυτό των 5 μηνών σημαίνει ότι περιορίζεται εμφανώς το πλαίσιο παρέμβασης. Επιπλέον, πολλές φορές το μόνιμο προσωπικό λειτουργεί αποτρεπτικά στο να ασκήσει κανείς ακόμα και τα πιο στοιχειώδη. Οπότε και πρακτικά στην καλύτερη περίπτωση ο κύριος όγκος δουλειάς που μένει να είναι διοικητικός και πολλές φορές και τελείως άσχετος με το αντικείμενο εργασίας. Επιπλέον, ο κοινωφελής εργαζόμενος στην πρόνοια δεν είναι δημόσιος υπάλληλος, δηλαδή κρατικός υπάλληλος, και έτσι δεν έχει ούτε την πιο στοιχειώδη θεσμική αρμοδιότητα είτε να αντιταχθεί είτε να διεκδικήσει πράγματα με υπηρεσιακούς όρους.
Επιπλέον αν το δούμε το θέμα αυστηρά στα πλαίσια των επιστημονικών πλαισίων άσκησης ενός τέτοιου επαγγέλματος είναι επιεικώς αστείο μέσα σε 5 μήνες να βρεθείς κάπου, να ενημερωθείς, να διαβάσεις, να οργανώσεις την παρέμβαση σου και να την υλοποιήσεις. Τι μένει λοιπόν; Δουλειά γραφείου, συνήθως άσχετη κιόλας και με το αντικείμενο, βοηθητικό προσωπικό στους μόνιμους και ίσως κάποιες περιπτώσεις που δεν ενέχουν κάποιον “κίνδυνο” που θα εκθέσει τους μόνιμους συναδέλφους. Προφανώς και δεν υπάρχει κανόνας. Και επίσης προφανώς, ως ένα μικρό βαθμό είναι δικαιολογημένη η καχυποψία πολλών μόνιμων συναδέλφων [4]. Είναι, λοιπόν, ένα σύνολο παραγόντων που έρχονται να επιβεβαιώσουν τη συνολική υποτίμηση μας ως πτυχιούχοι άνεργοι.
Πέραν όμως από το υποκειμενικό, υπάρχει και το αντικειμενικό. Οι περίπου 10.000 εργαζόμενοι που για 5 μήνες στελέχωσαν προνοιακές δομές είναι το αντίστοιχο του να προσπαθείς να κλείσεις μια διαρροή σε έναν σωλήνα με χαρτί φωτοτυπικού. Χωρίς ταινία. Τι μένει λοιπόν; Σίγουρα όχι, έστω μια προσπάθεια να καλυφθούν κάποια κενά στην πρόνοια. Οπότε αν ακούσετε κάποιον, από κάποια θέση, να καμώνεται ότι η κυβέρνηση μας ενδιαφέρεται για την πρόνοια, να ξέρετε ότι λέει νέτα σκέτα ψέμματα.
Αλλά πέρα από αυτά, τι δυνατότητες αντίστασης και διεκδικήσεων μπορούν να διαμορφωθούν μέσα σε αυτές τις συνθήκες; Η αρχή του προγράμματος των 19.000 κοινωφελών συνέπεσε σχεδόν με τη λήξη του προηγούμενου προγράμματος. Σε άλλο κείμενο αυτού του τεύχους [5] αναλύονται διεξοδικά οι αγώνες της προηγούμενης φουρνιάς κοινωφελών, καθώς και τις αλλαγές που επήλθαν στο πρόγραμμα. Αλλαγές που κατέστησαν τους 19.000 αυτούς κοινωφελής μάλλον την πιο “τυχερή” από τις προηγούμενες αν δεχτούμε δηλαδή ως τύχη το να δουλεύεις υποτιμημένος για 500 ευρώ μετά από ένα χρόνο ανεργίας τουλάχιστον για 5 μήνες και μετά να μη βγαίνεις ούτε καν ταμείο. Ωστόσο, αυτή η φουρνιά είχε την τύχη να “απολαμβάνει” μερικά στοιχειώδη δικαιώματα που οι προηγούμενοι κοινωφελείς αγωνίστηκαν για αυτά. Με εξαίρεση κάποιες καθυστερήσεις στις πληρωμές που μετά από 2 μήνες έγιναν τακτικές γενικότερα ιδιαίτερα θέματα δεν ανέκυψαν. Με ένα τρόπο, αυτή η συνθήκη καθώς και η φύση των περισσότερων θέσεων (κυρίως ΤΕ και ΠΕ) οι οποίες απαιτούν πολύ περισσότερο χρόνο εγκλιματισμού, ίσως λειτούργησαν ανασταλτικά στο να υπάρχουν κινήσεις ως συνέχεια των προηγούμενων αγώνων των τελών του ‘15. Αυτό φυσικά είναι και το πιο ευάλωτο σημείο σε αυτό τον τομέα. Οι εργαζόμενοι που μεταβάλλονται σε κοινωφελείς δεν μπορούν να συνδεθούν με προηγούμενους αγώνες μιας και ούτε οι χώροι εργασίας παραμένουν σταθεροί αλλά ούτε και τα ίδια τα υποκείμενα. Αυτή η κινητικότητα και ο κατακερματισμός ο μόνος τρόπος να αναιρεθεί ως μειονέκτημα είναι η δημιουργία κοινοτήτων και ομαδοποιήσεων αγώνα οι οποίες θα μεταφέρουν αυτήν την συνέχεια των αγώνων από τη μια φουρνιά στην άλλη, ακόμα πιο συστηματικά και ακόμα πιο έντονα. Αλλά κυρίως θα αναιρεθεί όταν σταματήσουμε να αντιλαμβανόμαστε τους εργαζόμενους στα κοινωφελή με τον παλαιοσυνδικαλιστικό τρόπο του εργαζόμενου σε ένα χώρο, που όταν παύει να εργάζεται εκεί παύει και η ενασχόληση μας με τα προβλήματα του και να αρχίσουμε να αντιλαμβανόμαστε τη δουλειά που πρέπει να γίνει στα ίδια τα υποκείμενα που είναι δυνητικά κοινωφελείς εργαζόμενοι, και άρα να μεταφέρουμε την παρέμβαση μας από το χώρο της εργασίας στον χρόνο της εργασιακής επισφάλειας.
Φυσικά αυτό είναι ένα τεράστιο και πολύπλοκο θέμα και όχι του παρόντος, και φυσικά δεν έχουμε κάποιο εγχειρίδιο το οποίο θα μας επιτρέψει με κάποιο μαγικό ραβδάκι να λύσουμε αυτό το πρόβλημα. Ας ξεκινήσουμε σταματώντας να θεωρούμε τους εργαζόμενους στα κοινωφελή ως συμβασιούχους, ως εποχιακούς, ως αναπληρωτές ως κάτι δηλαδή που ορίζεται από τις ανάγκες σε εργατικό δυναμικό του κράτους και ας το αντιληφθούμε σαν αυτό που είναι: μια τεράστια μάζα υποτιμημένων ανέργων εργαζομένων που ορίζεται από την συνολική ανάγκη του κεφαλαίου να υποτιμήσει την εργατική μας δύναμη.
Σημειώσεις
[1] Ανεπτυγμένα σε πολιτικό επίπεδο κυρίως, με την έννοια ότι μπορούσαν να διαγνώσουν πιο έγκαιρα τις ανάγκες των οικονομικών συμφερόντων που εκπροσωπούσαν και να εφαρμόσουν πολιτικές που ανταποκρίνονταν σε αυτές.
[2] Και κυρίως απλά δουλειά που αφορά ενημέρωση και τις διαδικασίες που απαιτούνται για την παροχή επιδομάτων.
[3] Χαρακτηρίζουμε το Πρόγραμμα Βοήθεια στο Σπίτι ως νεοφιλέλευθερης λογικής με την έννοια ότι δεν απευθύνεται στον γενικό πληθυσμό των ατόμων της τρίτης ηλικίας ή νεότερων ενηλίκων που αντιμετωπίζουν κάποιο πρόβλημα, αλλά στοχευμένα στα πιο φτωχοποιημένα τμήματα του προαναφερόμενου πληθυσμού. Ίσως ακουστεί υπερβολικό, στους καιρούς που ζούμε, αλλά ένα μη νεοφιλελέυθερης λογικής προγράμματος τέτοιου τύπου θα έπρεπε να είχε σα στόχο αφενός το σύνολο του πληθυσμού και αφετέρου να μειώσει την οικιακή εργασία που απαιτείται για την φροντίδα αυτών των ανθρώπων, σε συνδυασμό με σταθερές δομές για όσους/ες το επιθυμούν να τους φιλοξενήσουν. Με απλά λόγια, το πρόγραμμά είναι νεοφιλέλευθερο διότι απλούστατα παρεμβαίνει με οικονομικούς όρους στο πρόβλημα και όχι με κοινωνικούς.
[4] Μιλώντας πάντα για εργαζόμενους στην πρόνοια, οι οποίοι προσπαθούν να κάνουν τη δουλειά τους, πάντα σε δύσκολες συνθήκες και πάντα με ελλειπή υλικοτεχνικά μέσα, ξέρουμε πολύ καλά ότι σε κάποιες δομές χρειάζεται χρόνος για να καλλιεργηθούν πράγματα (όπως εμπιστοσύνη, ειλικρίνεια κλπ.), να επιτευχθούν ισορροπίες και να αρχίσει μια παρέμβαση. Προφανώς, ένας εργαζόμενος που έχει αυτή τη σχέση για προφανείς λόγους, μιας και μπορεί να δουλεύει ας πούμε με μια οικογένεια για μήνες ή χρόνια, προκειμένου να προφυλάξει αυτή τη σχέση πρέπει να την προφυλάξει και από λάθη απειρίας ή ελλειπής γνώσης της συγκεκριμένης περίπτωσης. Αυτό φυσικά σε κάθε περίπτωση το γνωρίζει και ο εργαζόμενος που δουλεύει σε μια περίπτωση και αυτός που πρόκειται να δουλέψει πάνω σε αυτή και άρα με έναν τρόπο πρέπει να συνεργάζονται σε μια ασφαλή για την παρέμβαση μετάβαση. Μετάβαση όμως, που όπως καταλαβαίνει κανείς δεν έχει κανένα νόημα να γίνει όταν αυτή τίθεται στο χρονικό πλαίσιο των 5 μηνών.
[5] βλ. Το κείμενο “Αλλάζοντας τους κανόνες σε ένα στημένο παιχνίδι” σε αυτό εδώ το τεύχος.
Υποβολή απάντησης