Το να δουλεύεις σε ένα φροντιστήριο μέσης εκπαίδευσης, ούτως ή άλλως, δεν είναι εύκολη ιστορία. Συνήθως πρόκειται για μια δουλειά απαιτητική, με μεγάλο “εξωδιδακτικό” φόρτο εργασίας ειδικά για όσους/όσες διδάσκουν στις δύο τελευταίες τάξεις του Λυκείου και, την τελευταία δεκαετία, αρκετά κακοπληρωμένη. Στις παρακάτω γραμμές θα προσπαθήσω να καταγράψω ορισμένες όψεις του πώς βιώνονται οι αλλαγές που προκάλεσε στη δουλειά μας η πρόσφατη επιβολή της καραντίνας, με την συνεπαγόμενη εξ αποστάσεως διδασκαλία.
Πριν από 20 περίπου μέρες αποφασίστηκε η διακοπή λειτουργίας των φροντιστηρίων μέσης εκπαίδευσης, προκειμένου να επιβραδυνθεί η εξάπλωση του κορονοϊού. Η απόφαση για το κλείσιμο με πέτυχε μέσα στην τάξη, σε μια μάλλον “περίεργη” ψυχολογική κατάσταση, αφού ανήκω στις λεγόμενες ευπαθείς ομάδες και ήδη αναρωτιόμουν αν κάνω καλά που πηγαίνω στη δουλειά. Όταν βγήκα από την τάξη, αυτό που είδα ειλικρινά μου προκάλεσε αηδία. Οι περισσότεροι ιδιοκτήτες μεγάλων φροντιστηρίων της περιοχής ήδη έκαναν αναρτήσεις στα social media σε στιλ “οι δικοί μας μαθητές δεν ανησυχούν γιατί ξέρουν ότι όλα τα μαθήματα θα συνεχιστούν διαδικτυακά”, ενώ δεν είχαν περάσει ούτε δέκα λεπτά από τις ανακοινώσεις του υπουργείου παιδείας! Πρόκειται για μνημείο αναλγησίας της managerial κουλτούρας και απτή απόδειξη ότι η πλειοψηφία των φροντιστηρίων, περισσότερο από το να αποτελούν εκπαιδευτικούς χώρους, είναι ουσιαστικά εντατικοποιημένα εκτροφεία “αλόγων κούρσας” για τις πανελλήνιες εξετάσεις. Γρήγορα κατάλαβα πως θα μου ζητηθεί να κάνω μαθήματα μέσω διαδικτύου, αφού ο ανταγωνισμός του “όλοι οι άλλοι κάνουν” λειτουργεί με αστραπιαία ταχύτητα, όπως και έγινε. Αν και στο συγκεκριμένο φροντιστήριο η συζήτηση αφορούσε, δικαιολογημένα, κυρίως τους μαθητές της Γ’ Λυκείου, τις επόμενες ημέρες έμαθα ότι πολλοί συνάδελφοι σε άλλα φροντιστήρια εξαναγκάστηκαν να κάνουν διαδικτυακά μαθήματα σε όλες τις τάξεις, ακολουθώντας πιστά το ημερήσιο πρόγραμμα!
Πριν συνεχίσω είναι απαραίτητη μια παρένθεση. Κάτι που δεν γίνεται εύκολα κατανοητό, τουλάχιστον από πολιτικοποιημένο κόσμο που δεν είναι εξοικειωμένος με το χώρο της εκπαίδευσης, είναι ότι στη δουλειά του εκπαιδευτικού η “άρνηση καθήκοντος” είναι μια πολύ περίεργη ιστορία. Καθημερινά απέναντί σου δεν έχεις απρόσωπα προϊόντα ή δρομολόγια από την διεύθυνση Α στην διεύθυνση Β. Απέναντί σου έχεις ανθρώπους στην εφηβεία, δηλαδή ανθρώπους που παλεύουν να διαχειριστούν τα αναπτυξιακά ζητήματα αυτής της αλλόκοτης ηλικίας, ανθρώπους που, αντιμετωπίζοντας την μέγγενη των πανελλήνιων εξετάσεων, είναι φορτωμένοι με πολύ περισσότερο άγχος από αυτό που φανταζόμαστε. Αν επιλέξεις να μην είσαι απρόσωπος ή διεκπεραιωτικός, και αν φυσικά έχεις κάποια περιθώρια δημιουργικότητας στη δουλειά σου, αναπόφευκτα θα δημιουργήσεις μια ζωντανή σχέση μαζί τους. Έτσι, το να αρνηθείς σε αυτή τη συνθήκη να κάνεις διαδικτυακά μαθήματα, εκτός του ότι σε φέρνει σε μια σύγκρουση με την ιδιοκτησία του φροντιστηρίου που μόνο συλλογικά μπορείς να την διαχειριστείς, σκέφτεσαι ότι μπορεί να βιωθεί ως “έλλειψη ενδιαφέροντος” ή “εγκατάλειψη” από τους μαθητές σου. Πρόκειται για μια ακόμη αντίφαση που πρέπει να αντιμετωπίσεις σε αυτή τη δουλειά. Για να μην συζητήσουμε για τον πάντοτε παρόντα εκβιασμό του βιοπορισμού…
Κάπως έτσι, δηλαδή μάλλον ανόρεχτα και με βασικό στόχο να μην χάσουν οι μαθητές μου εντελώς την επαφή τους με όσα συζητούσαμε, βρέθηκα να περιπλανιέμαι στον θαυμαστό κόσμο του skype και του zoom. Το πρώτο πράγμα που παρατήρησα στη νέα συνθήκη της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης είναι ότι, δεδομένης της έλλειψης του κατάλληλου εκπαιδευτικού υλικού και της δικής μου απειρίας, η δουλειά προετοιμασίας για κάθε μάθημα σχεδόν… διπλασιάστηκε! Αυτή η δυσάρεστη αλλαγή σε συνδυασμό με την αβεβαιότητα πληρωμής των πρώτων ημερών έφτιαξε γρήγορα ένα “εκρηκτικό” μίγμα για τα νεύρα μου. Πολύ σύντομα ήρθε και η δεύτερη παρατήρηση: το εξ αποστάσεως μάθημα μειώνει σε μεγάλο βαθμό την αλληλεπίδρασή σου με τους μαθητές και στερεί την εκπαιδευτική διαδικασία από το οξυγόνο της, την πρόσωπο με πρόσωπο ανθρώπινη επικοινωνία. Περισσότερο μεταφέρεις πληροφορίες παρά συζητάς, περισσότερο παρουσιάζεις μια έτοιμη λύση παρά αναζητάς τη λύση μαζί τους, ενώ η απουσία πραγματικής επαφής κάνει πολύ πιο αβέβαιο το τι έχει γίνει κατανοητό και τι όχι. Η συνειδητοποίηση ότι μετά από π.χ. δύο διαδοχικά μαθήματα έχεις περάσει δύο ή τρεις ώρες απευθυνόμενος όχι σε πραγματικούς ανθρώπους, αλλά μιλώντας σε μια οθόνη, ειλικρινά μου είναι δυσβάσταχτη. Όλα αυτά λειτουργούν ως μια συσσωρευτική ψυχολογική επιβάρυνση, ως μια σταδιακή απομάκρυνση από το ίδιο το “προϊόν” της διδασκαλίας, ειδικά αν ξέρεις καλά πως ένας από τους λόγους που άντεχες να κάνεις αυτή τη δουλειά είναι ότι δεν σε εξανάγκαζε να κάθεσαι όλη μέρα μπροστά από έναν υπολογιστή! Αν κάτι έγινε περισσότερο σαφές στα μάτια μου, μέσα από τα διαδικτυακά μαθήματα αυτών των εβδομάδων, είναι ότι η διδασκαλία είναι πρώτα και κύρια σχέση. Και ακριβώς επειδή είναι σχέση ο καθένας και η καθεμιά που διδάσκει, ακόμη και στο εντατικοποιημένο περιβάλλον των φροντιστηρίων, έχει τα μικρά περιθώρια να κάνει τη δουλειά του λιγότερο αλλοτριωτική για αυτόν/αυτήν και για τα παιδιά. Η τρίτη παρατήρηση αφορά το πώς “μπλέκονται” μέσα στην ημέρα ο εργάσιμος με τον ελεύθερο χρόνο. Αν στην προηγούμενη συνθήκη ο διαχωρισμός του χρόνου προετοιμασίας του μαθήματος από το ίδιο το μάθημα χώριζε τη μέρα “στη μέση”, τώρα το πρόβλημα της κατάτμησης του λεγόμενου ελεύθερου χρόνου έγινε εντονότερο. Προετοιμασία υλικού εν μέσω πλυσίματος πιάτων και μαγειρέματος, διάσπαρτα μαθήματα σε διάφορες ώρες της ημέρας και… δεν θέλω να φανταστώ τι συμβαίνει σε συναδέλφους που προσπαθούν να διαχειριστούν όλο αυτό μαζί με μικρά παιδιά που είναι εγκλωβισμένα σε ένα διαμέρισμα εδώ και δεκαπέντε μέρες. Αυτή την περαιτέρω διάχυση μεταξύ εργάσιμου και ελεύθερου χρόνου προσωπικά δεν την βιώνω τόσο έντονα, κυρίως γιατί δεν συμφώνησα να ακολουθήσω το ημερήσιο πρόγραμμα του φροντιστηρίου και, δεδομένων των σχετικά λίγων ωρών διδασκαλίας, κατάφερα να βλέπω κάθε τμήμα μόνο μια φορά την εβδομάδα. Όμως άλλοι συνάδελφοι, που δουλεύουν σε πολύ πιο εντατικές συνθήκες ή δέχονται μεγαλύτερες πιέσεις από τους ιδιοκτήτες των φροντιστηρίων, έχουν μεγαλύτερο πρόβλημα. Όπως και να ‘χει, είναι πιθανό η εξ αποστάσεως εκπαίδευση να μας συνοδεύει και μετά το τέλος της καραντίνας. Αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να εκτιμήσω πόσο εκτεταμένες θα είναι οι αλλαγές στην εκπαιδευτική διαδικασία, μπορώ μόνο να στοιχιματίσω πώς αυτές οι αλλαγές θα κάνουν τη ζωή των εκπαιδευτικών πιο δύσκολη.
Με το πέρασμα των ημερών άρχισε να γίνεται εμφανής και μια άλλη διάσταση του ζητήματος, άρχισε να γίνεται εμφανής η οπτική γωνία των ίδιων των μαθητών. Αν εξαιρέσω τους μαθητές της Γ’ Λυκείου, που αντιμετωπίζουν μεν μια πολύ πιεστική συνθήκη, αλλά έχουν δε και αυξημένο κίνητρο, οι υπόλοιποι ανταποκρίθηκαν, αλλά όχι με ιδιαίτερη όρεξη. Μετά το πρώτα μαθήματα κάποιοι σταμάτησαν να “μπαίνουν” στις διαδικτυακές πλατφόρμες, ενώ κατά τη διάρκεια του μαθήματος αρκετοί μαθητές κλείνουν τις κάμερές τους, πιθανόν για να ασχοληθούν ανενόχλητοι με τα τεκταινόμενα στο facebook. Αυτές οι αντιδράσεις ούτε με εκπλήσσουν, ούτε μου φαίνονται ανεξήγητες. Οι μαθητές δεν είναι ρομπότ, επηρεάζονται καθοριστικά από αυτά που συμβαίνουν στο άμεσο περιβάλλον τους. Όσο τρελαινόμαστε εμείς με την κλεισούρα της καραντίνας, άλλο τόσο και περισσότερο τρελαίνονται κι αυτοί. Όσο μας λείπουν εμάς οι κοινωνικές μας σχέσεις άλλο τόσο και περισσότερο λείπουν και σε αυτούς οι φίλοι τους και οι εφηβικοί τους έρωτες. Όσο αγχωνόμαστε εμείς με το τι θα συμβεί την επόμενη μέρα και πώς θα επιβιώσουμε, άλλο τόσο αγχώνονται και αυτοί όταν βλέπουν ότι οι γονείς τους δεν πηγαίνουν στη δουλειά και μπορεί τελικά να μείνουν άνεργοι. Αυτό που είναι μάλλον εξοργιστικό (αλλά όχι ανεξήγητο) είναι η προσπάθεια ορισμένων συναδέλφων στα φροντιστήρια “να προχωρήσει κανονικά η ύλη” ή να “φορτώσουν” ακόμη περισσότερη δουλειά στα παιδιά. Εν τέλει δεν πρέπει να ξεχνάμε και ένα ακόμη σοβαρό ζήτημα. Τουλάχιστον την τελευταία δεκαετία είναι αρκετά εμφανές ότι η απόσταση ανάμεσα σε αυτό που διδάσκουμε (και στο πώς το διδάσκουμε) και στις κοινωνικές εμπειρίες των παιδιών μεγαλώνει επικίνδυνα. Το γιατί συμβαίνει αυτό είναι μια μεγάλη και ενδιαφέρουσα συζήτηση που ξεφέυγει από τα όρια μιας εμπειρικής καταγραφής. Είναι όμως σημαντικό να καταλάβουμε ότι η απογύμνωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας από την άμεση επαφή, που συμβαίνει στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση, μεγαλώνει την αλλοτρίωση που νιώθουν ήδη τα παιδιά για το μάθημα.
Καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές δεν είμαστε βέβαιοι για το πόσο ακόμη θα διαρκέσει η συνθήκη της καραντίνας. Επίσης η ντόπια διάδοση του κορονωϊού δεν έχει πάρει ακόμη εκρηκτικές διαστάσεις, δεν βιώνουμε μια κατάσταση αντίστοιχη με αυτήν της Ιταλίας. Έτσι τα διαδικτυακά μου μαθήματα κάπως συνεχίζονται, μαζί με όλα τα ζόρια που προσπάθησα να περιγράψω παραπάνω. Τι θα γίνει όμως αν η κατάσταση χειροτερεύσει; Τι θα γίνει αν οι μαθητές θα πρέπει να διαχειριστούν το γεγονός ότι κάποιος/κάποια νοσεί στο οικογενειακό τους περιβάλλον, ή το γεγονός ότι ένας δικός τους άνθρωπος “έφυγε” απομονωμένος σε κάποιο νοσοκομείο; Θα συνεχίσουμε εμείς να τους μιλάμε για του νόμους της Φυσικής ή για τους κανόνες της Γραμματικής, ενώ γύρω τους μπορεί να εξελίσσεται ένα δράμα; Τα ίδια ερωτήματα φυσικά τίθενται και για εμάς τους ίδιους και τις ψυχολογικές μας αντοχές. Αντιμετωπίζουμε μια συνθήκη πρωτόγνωρη από όλες τις απόψεις, μια συνθήκη που θα σκληρύνει, γιατί ανεξάρτητα από την εξέλιξη της πανδημίας θα έρθουμε αντιμέτωποι με τις συνέπειες μιας νέας οικονομικής κρίσης. Το ελάχιστο που πρέπει να πούμε τότε στα παιδιά είναι πως υπάρχουν πράγματα απείρως πιο σημαντικά από το μάθημα ή τις εξετάσεις. Διαφορετικά, όπως μου έγραψε σε ένα μήνυμα μια συνάδελφος που δουλεύει στο δημόσιο σχολείο, κινδυνεύουμε να γίνουμε η ορχήστρα που συνεχίζει να παίζει ενώ ο Τιτανικός βυθίζεται…
Η αλλοτριωτική πραγματικότητα της τηλεργασίας υπήρχε και προ κρίσης (προσωπικά εκεί ήμουν χρόνια τώρα στον κλάδο των media/sites κι όχι μόνο) και εντείνεται τώρα, με βασικό πειραματόζωο τη βιομηχανία της εκπαίδευσης. Πέραν των πολύ σωστών βιωματικών εμπειριών που αναφέρει ο σύντροφος για τους εκπαιδευτικούς και τη σχέση τους με τους μαθητές να σημειώσω 2-3 πραγματάκια ακόμα γενικότερα και για άλλους κλάδους:
1. Το αίσθημα πειθάρχησης που μεγεθύνεται από εργοδοτικές εντολές μέσω mail, όταν προσπαθείς να ερμηνεύσεις το βαθμό πίεσης του αφεντικού, υπό την πανταχού παρούσα απειλή της απόλυσης. Σε συνδυασμό φυσικά με την απουσία συναδελφικών κοινοτήτων μοιράσματος της πίεσης και προσπάθειας συλλογικής εξεύρεσης λύσεων.
2. Το πλεονέκτημα της “λούφας” όταν εργάζεσαι από το σπίτι εξανεμίζεται τόσο μέσω της εργασιακής αυτοπειθαρχίας που καταλαβαίνεις από την πρώτη στιγμή ότι αποτελεί απαραίτητο συστατικό για να “δέσει η σούπα”, όσο και μέσω των συστημάτων τεχνολογικής παρακολούθησης (ήδη η “πρωτοπόρα” σε όλα αυτά Teleperformance παρακολουθεί τ@ς εργαζόμεν@ς μέσω καμερών κι από το σπίτι). Το αποτέλεσμα είναι, στην καλύτερη, η διάχυση της λούφας μαζί με την καθαρή εργασία στο σύνολο της ημέρας, γεγονός που αυξάνει το αίσθημα κούρασης και αλλοτρίωσης στο τέλος της εργάσιμης μέρας, που κι αυτό σε πολλές περιπτώσεις δεν είναι ξεκάθαρο.
3. Το σπίτι μας όχι μόνο δεν είναι πλέον ένας χώρος ασφάλειας, αλλά μετατρέπεται και σε ένα εργασιακό κάτεργο, με ότι αρνητικά συνεπάγεται αυτό για την σωματική και ψυχική μας υγεία. Αναλόγως όμως της αντίστασης που θα επιδείξουμε στην τρέχουσα αναδιάρθρωση (τόσο μέσω ψηφιακών κοινοτήτων, όσο και με την παραδοσιακή κάθοδο μας στους δρόμους εκεί έξω) τα σπίτια μας και οι κόμβοι του διαδικτύου μπορούν να γίνουν πέρα από τόπους προσωπικών ηττών και τόποι συλλογικής νίκης. Μη ξεχνάμε πως ότι και να σκαρφιστούν, η υπεραξία τους θα συνεχίζει να στηρίζεται στην εργασία μας.
(ζήτω το παγκόσμιο πρεκαριάτο)