Στο Βελούδινο Χρυσωρυχείο της ΒΑ Χαλκιδικής: η ανάπτυξη, οι κοινότητες, η αλληλεγγύη

Στὶς-Σκουριὲς-ἀδέλφια-Στὶς-ΣκουριέςTo παρόν κείμενο προσπαθεί να μιλήσει για τον αγώνα των κατοίκων της Χαλκιδικής ενάντια στα μεταλλεία χρυσού με τρεις διαφορετικούς τρόπους, επιχειρώντας ταυτόχρονα μια γενική πολιτική εκτίμηση για τη σημασία του αγώνα μέσα στη συνθήκη της κρίσης, μια αξιοποίηση της βιωμένης εμπειρίας του συγγραφέα που μεγάλωσε κι έζησε για κάποια χρόνια στην περιοχή και μια σύντομη διαπραγμάτευση του ζητήματος της αλληλεγγύης απ’ τη σκοπιά της συμμετοχής σε αυτοοργανωμένες κινηματικές διαδικασίες. Παρά τις αναπόφευκτες ελλείψεις του, στόχος του κειμένου είναι να εμπλουτίσει τον κινηματικό διάλογο γύρω από το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον των αγώνων στη Χαλκιδική και να αναδείξει τα ερωτήματα που προκύπτουν για τους δικούς μας αγώνες ενάντια στην καπιταλιστική αναδιάρθρωση.

«Ο χρυσός είναι το πτώμα της αξίας»
Neal Stephenson

«Ο αληθινός χρυσός δεν φοβάται τη φωτιά»
Κινέζικη παροιμία

Ο ιστορικός χαρακτήρας της παρούσας καπιταλιστικής κρίσης δε μπορεί να είναι αντικείμενο κλειστών ορισμών. Πρόκειται για έναν ανοιχτό ιστορικό ορίζοντα που θα διαμορφώνεται διαρκώς από τις επί μέρους εκβάσεις των κοινωνικών ανταγωνισμών. Αν η κρίση δεν είναι απλά «χρηματοπιστωτική» ή «δημοσιονομική» αλλά συνολική – δηλαδή κρίση όλων των καπιταλιστικών σχέσεων – τότε οι κοινωνικές συγκρούσεις τις τρέχουσας περιόδου προσφέρουν μια, έστω φευγαλέα, ματιά στα πιθανά μέλλοντα του καπιταλιστικού κόσμου. Οι επί μέρους αναδιαρθρωτικές συνταγές του κεφαλαίου αναδεικνύουν τη συγκεκριμένη κατεύθυνση που τείνει να πάρει η συνολική αναδιάρθρωση της εργασίας. Ο τρόπος που αντιμετωπίζονται οι κοινωνικές συγκρούσεις από το κράτος δείχνει τις αλλαγές που συντελούνται στο τυπικό και ουσιαστικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διεξάγονται οι αγώνες, τον ιστορικό ρόλο του κράτους της κρίσης. Οι μορφές και τα περιεχόμενα με τα οποία επενδύουν οι εκμεταλλευόμενοι τους σημερινούς αγώνες τους αποτελούν την πρώτη ύλη της σύνθεσης της τάξης –μας δείχνουν δηλαδή ποιά θα είναι τα συγκροτητικά στοιχεία, η κουλτούρα, τα επίδικα και εν τέλει τα στρατόπεδα του κοινωνικού ανταγωνισμού. Πιο συνοπτικά: οι αντιστάσεις των από κάτω στις νέες καπιταλιστικές προσταγές και οι απαντήσεις που επιφυλάσσουν κάθε φορά σ’ αυτές το κράτος και το κεφάλαιο αλλάζουν συνεχώς τόσο την τροπή όσο και τους κανόνες του παιχνιδιού, διαμορφώνοντας το κοινωνικο-ιστορικό πεδίο μέσα στο οποίο θα κριθεί το μέλλον του καπιταλισμού.

Ο αγώνας των κατοίκων της Χαλκιδικής ενάντια στα μεταλλεία χρυσού έχει λάβει χαρακτήρα κεντρικής πολιτικής σύγκρουσης. Καταρχήν επειδή οι κάτοικοι, προκειμένου να διεξάγουν τον αγώνα τους, είναι αναγκασμένοι να αντιπαρατεθούν εκ των πραγμάτων με ολόκληρο το κρατικό και καπιταλιστικό οικοδόμημα – με τις προσταγές, τις μεσολαβήσεις και τη βία του. Ο τρόπος που στέκεται το κράτος της κρίσης απέναντι στον αγώνα των κατοίκων συμπυκνώνει όλες τις επί μέρους τακτικές κατασταλτικής μεταχείρισης των αγωνιζόμενων υποκειμένων. Η «κατοχή» του δάσους από δυνάμεις των ΜΑΤ, η προστασία του εξοπλισμού της Ελληνικός Χρυσός από ιδιωτικούς στρατούς φύλαξης, η εισβολή της αστυνομίας σε σχολεία και σπίτια για συλλήψεις και απόσπαση γενετικού υλικού, η υπέρμετρη χρήση βίας και η επιστράτευση κάθε ιδεολογικού μηχανισμού για την απονοηματοδότηση του αγώνα δε συνιστούν απλώς μια δημοκρατική ολίσθηση προς τον αυταρχισμό ή τη «χούντα». Όλα αυτά αποτελούν μια εδαφικά περιορισμένη αλλά εξαιρετικά συνεκτική εκδοχή της κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Πρόκειται γι’ αυτό το κρίσιμο σημείο όπου το κράτος κινείται σαν να βρίσκεται διαρκώς στο χείλος του γκρεμού και επιτίθεται ιδεολογικά στον αγώνα σαν απ’ αυτόν να εξαρτάται στιγμιαία το μέλλον ολόκληρης της χώρας. Από την εξομοίωση ολόκληρου του πληθυσμού της Χαλκιδικής με «τρομοκρατική οργάνωση» που «διώχνει τους επενδυτές» μέχρι τη διαβεβαίωση ότι «δε θα αποφασίσει η Ιερισσός για το μέλλον της οικονομίας» και τη βίαιη επαναθεμελίωση του «ιερού δικαιώματος στην εργασία», το κράτος επιβεβαιώνει ιδεολογικά την κυριαρχία του μέσω της ποινικής/κατασταλτικής διαχείρισης της κοινωνικής σύγκρουσης. Το υλικό διακύβευμα αυτού του τύπου μεταχείρισης του αγώνα στη Χαλκιδική δεν είναι άλλο από τη διασφάλιση ότι η επένδυση θα πραγματοποιηθεί με κάθε μέσο και κάθε κόστος. Τη διασφάλιση, δηλαδή, του νόμου του κεφαλαίου ως του μοναδικού νόμου με πραγματική ισχύ – κάτι που αποδεικνύει έμπρακτα τη ρευστότητα όλων των παλιών ρυθμίσεων, μεσολαβήσεων και συναινέσεων μπροστά στις ανάγκες της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης.

Ταυτόχρονα, η κεντρικότητα του αγώνα στη Χαλκιδική προκύπτει κι απ’ τον αντίστοιχο τρόπο που τον έχει νοηματοδοτήσει το κίνημα αλληλεγγύης. Είναι προφανές ότι η νοηματοδότηση αυτή δεν είναι ενιαία αλλά ποικιλόμορφη και συχνά αντιφατική. Οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των κινήσεων αλληλεγγύης προκύπτουν τόσο από τα πολιτικά τους εργαλεία για την ερμηνεία της συνθήκης της κρίσης και των αγώνων εναντίον της, όσο και από τις πολιτικές τους προτάσεις για τις μορφές και τα περιεχόμενα αυτών των αγώνων. Η αφηρημένη καταδίκη του συγκεκριμένου τύπου ανάπτυξης μερικές φορές κρύβει περισσότερα απ’ όσα φανερώνει. Υπάρχει μια γραμμή ανάλυσης που ξεκινάει από τη λαϊκίστικη ακροδεξιά και φτάνει μέχρι την εξωκοινοβουλευτική αριστερά, η οποία ερμηνεύει, λιγότερο ή περισσότερο ρητά, την επένδυση εξόρυξης χρυσού στη Βορειοανα-τολική Χαλκιδική ως μειοδοσία, ως άνευ όρων ξεπούλημα του δημόσιου πλούτου, ως εκχώρηση της εθνικής κυριαρχίας με βασικό υπεύθυνο την μνημονιακή συγκυβέρνηση. Οι φορείς αυτής της αντίληψης, όσο υποστηρίζουν των αγώνα των κατοίκων, άλλο τόσο «διερωτώνται» για τα κρατικά οφέλη αυτής της επένδυσης, υπονοώντας την προοπτική μίας άλλου τύπου επένδυσης και ανάπτυξης, πιο αντιμνημονιακής, πιο φιλολαϊκής και εν τέλει επικερδέστερης για το κράτος. Αυτό που συσκοτίζεται είναι ότι η συγκεκριμένη ανάπτυξη δεν αποτελεί την εφιαλτική εκτροπή του ονείρου μιας «άλλης» ανάπτυξης που θα βάζει στο κέντρο τις κοινωνικές ανάγκες. Είναι κομμάτι της διεθνούς στρατηγικής του κεφαλαίου για την επιστροφή στην κερδοφορία. Να τι σημαίνει «έξοδος από την κρίση» και «επιστροφή στην ανάπτυξη»: σπάσιμο των δεσμών των πληθυσμών με τη γη και τους φυσικούς πόρους, προλεταριοποίηση και κατακερματισμός, στρατιωτικοποίηση της εργασίας και της ζωής. Καπιταλιστική αναδιάρθρωση σε συνθήκες κρίσης δε σημαίνει τίποτε άλλο παρά παγκόσμια αναγέννηση της σκλαβιάς. Η ανακοπή αυτής της διαδικασίας δεν εξαρτάται από την υιοθέτηση εθνικών αντιμνημονιακών πολιτικών αλλά από την αντεπίθεση των εκμεταλλευόμενων και καταπιεζόμενων. Γι’ αυτό είναι σημαντικός ο αγώνας ενάντια στα μεταλλεία χρυσού στη Χαλκιδική. Το διακύβευμά του είναι τόσο καθολικό όσο και συγκεκριμένο. Επιχειρεί να μπλοκάρει μαχητικά την παγκόσμια στρατηγική του κεφαλαίου σε πραγματικό τόπο και χρόνο.

— ❦ —

Πώς υλοποιείται όμως αυτή η στρατηγική στη Βορειοανατολική Χαλκιδική; Πώς μετασχηματίζει τη ζωή των κοινοτήτων ώστε να ετοιμάσει το έδαφος για τις επενδύσεις; Πριν καταστρέψει εδάφη, το κεφάλαιο πρέπει πρώτα να καταστρέψει κοινωνικές σχέσεις που εμποδίζουν την επέκταση των δραστηριοτήτων του – είτε πρόκειται για σχέσεις αγώνα και κοινοτικής ζωής, είτε πρόκειται για σχέσεις εκμετάλλευσης που αντιστοιχούν σε ένα προηγούμενο καθεστώς. Στη Χαλκιδική η καταστροφή σχέσεων κινείται και προς τις δύο κατευθύνσεις ταυτόχρονα. Η διαίρεση και ο κατακερματισμός του πληθυσμού της Χαλκιδικής δεν αποτελεί συμπτωματικό στοιχείο αλλά μόνιμη στρατηγική των αφεντικών του χρυσού και των λακέδων τους. Τα βασικότερα εργαλεία αυτού του κατακερματισμού είναι παραδοσιακά η εξαγορά και η καταστολή, με την επιλογή ανάμεσα στα δύο να συντελείται βάσει του εκάστοτε κοινωνικού συσχετισμού και των εκάστοτε προτεραιοτήτων του κεφαλαίου. Θα ήταν πολύ βολικό να φανταστούμε ότι οι αντιθέσεις μεταξύ των κατοίκων προκύπτουν απλά και μόνο επειδή κάποιοι κοιτάνε το ατομικό τους συμφέρον και κάποιοι άλλοι το κοινό καλό, σαν τα πολιτικά στρατόπεδα του αγώνα να αποτελούνται από ένα άθροισμα προσωπικών επιλογών. Εκτιμούμε ότι η συλλογική μνήμη των προηγούμενων δεκαετιών [1]. πρέπει αξιοποιηθεί για να ερμηνεύσουμε τις πρακτικές κατακερματισμού ως απάντηση στους αγώνες, ως προσπάθεια αποτροπής τους και ως επιστέγασμα της ήττας τους.

Η μεγάλος αγώνας μεταλλωρύχων και κατοίκων το 1977 στο Μάντεμ Λάκκο και την Ολυμπιάδα, με την πολύμηνη απεργία και τις καθημερινές συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής, προσέκρουσε στην αδιάλλακτη στάση του Μποδοσάκη και της κυβέρνησης. Ο τρόπος αντιμετώπισης του αγώνα διαμόρφωσε στο επόμενο διάστημα ένα νέο καθεστώς ώστε να αλλάξουν ριζικά οι συσχετισμοί εις βάρος των εκμεταλλευόμενων. Το τσάκισμα των αγωνιζόμενων μέσω της καταστολής, της απεργοσπασίας και των μαζικών απολύσεων οδήγησε σε εξαναγκαστική μετανάστευση μεγάλου αριθμού απεργών, διαλύοντας την κοινότητα αγώνα μεταξύ εργατών και κατοίκων. Κατά τα επόμενα χρόνια, η πριμοδότηση του Εργατοϋπαλληλικού Κέντρου Χαλκιδικής και του συνδικάτου (που σήμερα συντάσσονται ανοιχτά υπέρ της επένδυσης) ως εργοδοτικών μηχανισμών ρουφιανιάς, εξαγοράς και πειθάρχησης εξαφάνισε κάθε ενδεχόμενο αγωνιστικής ανάκαμψης των εργατών, συντελώντας στο βάθεμα του ρήγματος μεταξύ των κοινοτήτων που εξαρτώνται απ’ τη λειτουργία των μεταλλείων και των κοινοτήτων που ζούσαν από τη γεωργία, την κτηνοτροφία ή τον τουρισμό.

Κατά τη διάρκεια του κύκλου αγώνων ενάντια στα μεταλλεία χρυσού που άνοιξε το ‘89 και έκλεισε το ‘01 (με αποκορύφωμα μαχητικότητας την τριετία ‘95-’97) η πολιτική λειτουργία των διαδικασιών κατακερματισμού έγινε ακόμα πιο εμφανής, ενισχύοντας ακόμα περισσότερο τις προϋπάρχουσες αντιφάσεις. Η TVX Gold, η οποία το 1995 αγόρασε τα μεταλλεία Κασσάνδρας, επιχείρησε και κατάφερε – μοιράζοντας κυριολεκτικά δεξιά κι αριστερά χρήματα και πραγματοποιώντας μαζικές προσλήψεις πολιτικής σκοπιμότητας –να εξαγοράσει ολόκληρα χωριά που θα πλήττονταν σοβαρά από την επανεκκίνηση των μεταλλευτικών δραστηριοτήτων. Οι συμμαχίες μεταξύ των κοινοτήτων αναδιατάσσονταν διαρκώς, από τη μία πλευρά βάσει των καταστρεπτικών συνεπειών των μεταλλείων και των αγωνιστικών διαθέσεων των κατοίκων, και από την άλλη βάσει του βαθμού εξαγοράς εκ μέρους της εταιρίας και της αρνητικής επίδρασης του έργου στη βιομηχανία του τουρισμού. Αν σ’ αυτά προσθέσουμε και τα πολιτικά παιχνίδια της κυβέρνησης και των τοπικών αρχόντων (όπως την κινηματική διαίρεση που ακολούθησε την διοικητική αναδιάταξη του σχεδίου Καποδίστρια το ‘99), καταλαβαίνουμε ότι το ζήτημα είναι στην πραγματικότητα αρκετά πιο περίπλοκο απ’ ότι φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Προκειμένου να κατανοήσουμε το βάθος αυτών των αντιφάσεων, αξίζει να σημειωθεί ότι κάποιες κοινότητες που σήμερα συμμετέχουν ή πρωτοστατούν στον αγώνα, κατά την προηγούμενη δεκαετία στήριζαν έντονα τη μεταλλευτική δραστηριότητα, μιας και αυτή θα πραγματοποιούταν σε διαφορετικό σημείο της Βορειοανατολικής Χαλκιδικής. Αντίστοιχα, κοινότητες που είχαν αποτελέσει το κινηματικό κέντρο του προηγούμενου κύκλου συγκρούσεων, αυτή τη στιγμή δε φαίνεται να δείχνουν πρόθυμες να εμπλακούν δυναμικά στις κινητοποιήσεις.

Παρόλα αυτά, τα βήματα που έχουν πραγματοποιηθεί κατά τον σημερινό αγώνα δεν είναι σε καμία περίπτωση αμελητέα. Αν και μέσα στις κινητοποιήσεις συνυπάρχουν διαφορετικές ανάγκες, επιθυμίες και υλικά συμφέροντα, [2] οι προσπάθειες καταστολής και διαίρεσης βρίσκουν μπροστά τους το τείχος μιας μαχητικής και αποφασιστικής ενότητας. Το κεφάλαιο επιστρατεύει τους τωρινούς εργαζόμενους της εταιρίας ενάντια στον αγώνα, ενώ την ίδια στιγμή η νεολαία της περιοχής – δηλαδή το δυνητικό μελλοντικό εργατικό δυναμικό των μεταλλείων – συγκρούεται δυναμικά με τις δυνάμεις καταστολής, αρνούμενη αποφασιστικά την περαιτέρω υποτίμηση της ζωής της. Την ώρα που το κράτος, με τη συνδρομή των μέσων ενημέρωσης, αποπειράται να απομονώσει τους αγωνιζόμενους, αυτοί συνάπτουν δεσμούς αλληλεγγύης με τοπικές κοινότητες που αντιμετωπίζουν ή έχουν αντιμετωπίσει αντίστοιχα ζητήματα (όπως στο Κιλκίς, τον Έβρο και την Κερατέα) και προσπαθούν να κυκλοφορήσουν το παράδειγμα του αγώνα τους μέσα από πλήθος κινητοποιήσεων και εκδηλώσεων σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα. Το ότι οι κάτοικοι, τέλος, στηρίζονται στις δικές τους δυνάμεις και συλλογικές διαδικασίες χωρίς να ποντάρουν στη μεσολάβηση των τοπικών αρχόντων [3], τονίζει τον συχνά διαλυτικό και υπονομευτικό ρόλο που διαδραμάτισαν οι τελευταίοι στη δεκαετία του ‘90.

Ο λόγος που προχωρήσαμε σ’ αυτές τις (συνοπτικότατες) διαπιστώσεις δεν είναι για να αθωώσουμε ή να απαξιώσουμε πολιτικές επιλογές του σήμερα και του χθες στην Χαλκιδική. Αυτό που επιδιώκουμε είναι να αναδείξουμε την πολιτική σημασία της στρατηγικής του κατακερματισμού ως αποτέλεσμα του κοινωνικού ανταγωνισμού – τόσο της όξυνσης όσο και της ύφεσής του. Η συλλογική μνήμη (οφείλει να) είναι κάτι παραπάνω από απλή επίκληση ενός (συχνά μυθοποιημένου) αγωνιστικού παρελθόντος. Είναι ένα ζωντανό διακύβευμα αγώνα, μια διαδικασία που καλεί τα δρώντα υποκείμενα να ερμηνεύσουν και να ξεπεράσουν τα λάθη και τις ελλείψεις του παρελθόντος. Οι σημερινές συνθήκες του αγώνα στη Βορειοανατολική Χαλκιδική κουβαλάνε αναπόφευκτα κάποιες από τις αντιφάσεις του προηγούμενου διαστήματος, όπως κουβαλάνε και τη δυνατότητά του ξεπεράσματός τους.

— ❦ —

Εδώ και έναν τουλάχιστον χρόνο, το ανταγωνιστικό κίνημα έχει ιεραρχήσει την αλληλεγγύη στους αγωνιζόμενους κατοίκους της Χαλκιδικής πολύ ψηλά στην ημερήσια διάταξή του, με βασική κατευθυντήρια γραμμή την υλική και πολιτική στήριξη του αγώνα. Η μαζική συμμετοχή αλληλέγγυων στις κινητοποιήσεις στις Σκουριές, οι διαδηλώσεις/παρεμβάσεις αλληλεγγύης σε διάφορες πόλεις και οι συχνές εκδηλώσεις αντιπληροφόρησης δημιουργούν συνεχώς ρωγμές στην ιδεολογική απομόνωση του αγώνα από την πλευρά του κράτους, ενώ παράλληλα του ασκούν μια υπολογίσιμη πολιτική πίεση. Δεν είναι φυσικά η πρώτη φορά που το κίνημα προσδίδει κεντρική σημασία σε έναν κοινωνικό αγώνα και καθιστά την υπεράσπισή του καθημερινό πολιτικό διακύβευμα.

Η απεργία στη Χαλυβουργία και ο αγώνας στην Κερατέα είναι δύο πρόσφατα παραδείγματα που κινητοποίησαν ένα αντίστοιχης έκτασης κίνημα αλληλεγγύης κατά τα τελευταία χρόνια. Παρά την αδιαμφισβήτητη χρησιμότητα αυτής της αλληλεγγύης για τη νικηφόρα έκβαση των αγώνων, το κομβικό ζήτημα της ουσιαστικής σύνδεσης των υποκειμένων περιστέλλεται συχνά στη διοργάνωση μιας σειράς από πολιτικές καμπάνιες, οι οποίες περισσότερο στοχεύουν να επιβεβαιώσουν τα ιδεολογικά σχήματα και την πολιτική στρατηγική των αλληλέγγυων παρά να αναδείξουν και να μοιραστούν τις ανάγκες και τις επιθυμίες των αγωνιζόμενων – πόσο μάλλον να βρουν το σημείο συνάντησής τους με τις δικές μας. Τι μας συνδέει πραγματικά με τους κατοίκους της Χαλκιδικής; Η αντι-μνημονιακή στρατηγική ή το πρόταγμα για τη Γη και την Ελευθερία; Αν θέλουμε να συνδεθούμε με τον αγώνα στη Χαλκιδική, ας συζητήσουμε πώς οι μορφές και τα περιεχόμενα που αναδύθηκαν μέσα σ’ αυτόν μπορούν να τροφοδοτήσουν και να εμπλουτίσουν τις δικές μας απαντήσεις στην εντεινόμενη υποτίμηση της ζωής μας. Ας δημιουργήσουμε μια μορφή επικοινωνίας μεταξύ των κοινοτήτων αγώνα που να μην παράγεται από το βαθμό αποσπασματικής σύγκλισής τους με τα δικά μας ιδεολογικά σχήματα αλλά από το μοίρασμα της συλλογικής εμπειρίας που αποκτούμε μέσα από τους αγώνες μας. Το πώς στεκόμαστε αλληλέγγυοι και αλληλέγγυες στον αγώνα των κατοίκων της Χαλκιδικής αποτελεί, εν τέλει, την άλλη όψη του ερωτήματος πώς αγωνιζόμαστε εμείς οι ίδιοι και οι ίδιες, εδώ και τώρα, στα πεδία παραγωγής και αναπαραγωγής, για την ικανοποίηση των δικών μας αναγκών.

ντόπιος εξ’ αποστάσεως

Ιούνιος 2013

Υποσημειώσεις:

[1] Μια συνοπτική καταγραφή της ιστορίας των αγώνων γύρω απ’ τα μεταλλεία χρυσού στη Χαλκιδική μπορεί να βρεθεί στην έκδοση του Ανοιχτού Συντονιστικού Θεσσαλονίκης, “Ενάντια στα Μεταλλεία Χρυσού” (nogoldthess.espivblogs.net) []

[2] Παρά την ενοποιητική διάσταση της προστασίας του περιβάλλοντος και της ποιότητας ζωής, η υλική σημασία της έκβασης του αγώνα είναι σίγουρα διαφορετική για τις κοινότητες που ουσιαστικά κινδυνεύουν με σβήσιμο απ’ τον χάρτη και τα χωριά για τα οποία η νίκη του αγώνα θα σημαίνει (και) περαιτέρω επέκταση των τουριστικών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων των τοπικών αφεντικών. []

[3] Σ’ αυτό αδιαμφισβήτητα συνηγορεί το γεγονός ότι δήμαρχος του δήμου Αριστοτέλη είναι ο Χρήστος Πάχτας, ο άνθρωπος-τοτέμ των χρυσών μπίζνες στη Χαλκιδικής, σταθερός συνεργάτης του κεφαλαίου, υφυπουργός βιομηχανίας και οικονομίας από το ‘93 μέχρι το ‘04, υπέρτατος εγγυητής όλων των διαδικασιών εξαγοράς και διαίρεσης κατά τη δεκαετία του ‘90 και βασικός υπέυθυνος για τη σκανδαλώδη αγορά και μεταπώληση των μεταλλείων Κασσάνδρας το ‘03. []

 

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*