Εκδόθηκε πριν λίγο καιρό η συνέχεια της σειράς εκδόσεων με θέμα τις εργατικές μαρτυρίες [1]. Στον δεύτερο αυτό σταθμό μεταφερόμαστε στο εργοστάσιο της Ρενώ στην περιοχή Μπιγιανκούρ του Παρισιού κατά την δεκαετία του ’50. Περίοδος όπου ιστορικά γεγονότα, όπως ο πόλεμος της Αλγερίας και η ουγγρική εξέγερση του 1956 αφήνουν το αποτύπωμά τους μέσα στο εργοστάσιο, ταυτόχρονα όμως και περίοδος παγίωσης της κυριαρχίας του φορντικού μοντέλου παραγωγής στην αυτοκινητοβιομηχανία.
Κεντρικό θέμα της μαρτυρίας του Μοτέ –ειδικευμένου τεχνίτη στο μηχανουργείο της γαλλικής αυτοκινητοβιομηχανίας και μέλους του περιοδικού Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα (Σ ή Β)– η εργατική τάξη της εποχής του. Μια τάξη, ωστόσο, ιδωμένη με όρους όχι εξιδανικευτικούς ούτε και μοιρολατρικούς, όχι ηρωικούς ούτε όμως και κυνικούς. Στην πραγματικότητα, ο Μοτέ δεν αναφέρεται στην εργατική τάξη καθαυτή, αλλά στην δράση της τάξης· όχι στην τάξη αντικείμενο στην παραγωγή, αλλά στην διαδικασία διαμόρφωσης της τάξης στην παραγωγή.
Η παραγωγή δεν πραγματοποιείται σύμφωνα με την επίσημη εικόνα που θέλει να παρουσιάζει η διοίκηση της Ρενώ: την μηχανιστική εφαρμογή κανόνων από τους εργάτες ή την πιστή εκτέλεση εντολών από μεριά τους. Αντίθετα, λαμβάνει χώρα μέσα από συγκρούσεις και υποχωρήσεις, συναινέσεις και διαμάχες. Πίσω από την εικόνα της ορθολογικής οργάνωσης του εργοστασίου η μαρτυρία φέρνει στην επιφάνεια τους καθόλα υπαρκτούς ανταγωνισμούς μέσα στην παραγωγή, τις διαφορετικές πρακτικές και δράσεις μεταξύ εργατών, επιστατών, χρονομετρών, μάνατζερ κτλ. Δράσεις που περιλαμβάνουν σχέσεις των εργαζομένων στις διαφορετικές θέσεις στην ιεραρχία του εργοστασίου στην βάση πραγμάτωσης των σχεδίων παραγωγής.
Σχέσεις σύμπραξης των εργατών ώστε να επιτευχθεί η προθεσμία της παραγωγής, αλλά και σχέσεις σύγκρουσης με τους επιστάτες και τους χρονομέτρες για τον ορισμό αυτής της προθεσμίας. Σχέσεις ανταγωνισμού μεταξύ εργατών διαφορετικών θέσεων στην ιεραρχία του εργοστασίου, που κατέχουν εξειδικευμένη γνώση παραγωγής, αλλά και σχέσεις συνεργασίας που συλλογικοποιούν αυτήν την γνώση παραγωγής παρακάμπτοντας την τυπική ιεραρχία. Σχέσεις αλληλοστήριξης για την υλοποίηση του παραγωγικού σχεδίου, αλλά και σχέσεις αντιπαράθεσης με τους μάνατζερς πάνω στην ερμηνεία αυτού του σχεδίου παραγωγής. Η δράση εδώ περιλαμβάνει τους χίλιους δυο καταναγκασμούς της διαδικασίας παραγωγής, αλλά ταυτόχρονα και την λήψη αποφάσεων για την λύση των προβλημάτων αυτής της διαδικασίας· περιλαμβάνει καταναγκασμούς και πρωτοβουλίες, αναγκαιότητα και βούληση:
Κάνουμε μια δουλειά εξαιρετικά ποικιλόμορφη και ενίοτε εξαιρετικά σύνθετη, μια δουλειά δηλαδή που αποκλείει τον αυτοματισμό […] ενέχει μια καθαρά διανοητική εργασία ερμηνείας του σχεδίου: πρέπει να αποφασίσουμε σχετικά με την οργάνωση των εργασιών κατεργασίας. Μπορεί οι κλίμακες να έχουν προβλεφθεί, οι τεχνικοί να έχουν αναφέρει την εργασία που πρέπει να εκτελέσουμε και να μας παρέχουν στο πιάτο όλους τους υπολογισμούς –πλην όμως, σε ορισμένες περιπτώσεις, εμείς είμαστε αυτοί που πρέπει να εξατομικεύσουμε την δουλειά μας, δηλαδή να βρούμε ένα “κόλπο” για να την κάνουμε πιο γρήγορα και πιο εύκολα (Μοτέ: 172).
Επειδή λοιπόν η παραγωγή δεν είναι απλή επιτέλεση κανόνων ή εσωτερίκευση προτύπων συμπεριφοράς για αυτόν τον λόγο και κάθε εργάτης, προκειμένου να παράγει, είναι αναγκασμένος να επικαλείται διαρκώς την εμπειρία του ενάντια στις προσπάθειες της διοίκησης να τον καθηλώσει στην ιεραρχία της δομής του εργοστασίου και να τον περιορίσει σε ρόλο εκτελεστή εργασιακών καθηκόντων. Αυτή η εμπειρία εντούτοις, όπως θυμίζει συνεχώς στην μαρτυρία του ο Μοτέ, δεν είναι ατομική, αλλά πρωτίστως συλλογική:
Με τον εξορθολογισμό της εργασίας, η υπεράσπιση των εργατών γίνεται μια όλο και πιο ιδιαίτερη συλλογική υπόθεση. Ιδιαίτερη, επειδή ο κατακερματισμός της εργασίας προωθείται σε τέτοιο βαθμό που είναι αδύνατον για ένα μεμονωμένο άτομο να γνωρίζει όλα τα προβλήματα ενός μεμονωμένου συνεργείου. Συλλογική, επειδή κάθε πρόβλημα αφορά το σύνολο της ομάδας. Ένας φρεζαδόρος, αν θέλει να υπερασπιστεί τον εαυτό του απέναντι στον χρονομέτρη για μια πολύ σύντομη προθεσμία, θα πρέπει να αντλήσει επιχειρήματα από την εμπειρία του. Όμως […] η εμπειρία είναι κατεξοχήν συλλογική. Γι’ αυτόν τον λόγο, προσπαθούμε κάθε φορά να προκαλούμε συλλογικές αντιπαραθέσεις με τους χρονομέτρες, οι οποίοι έχοντας επίγνωση των κινδύνων που ελλοχεύουν σε αυτές τις συναντήσεις, τις περισσότερες φορές τις αρνούνται δίνοντας αναφορά στον επικεφαλής της ομάδας. Τα καλύτερα επιχειρήματα ενάντια στον χρονομέτρη μπορεί να τα εκθέσει μόνο η ομάδα εκείνη των εργατών που ασκούν το ίδιο επάγγελμα. Σε μια τέτοια αντιπαράθεση, ο εκπρόσωπος αν δεν έχει σχέση με την δουλειά είναι αναγκασμένος να παραμένει βουβός (Μοτέ: 32-33).
Στην οπτική αυτή, το εργοστάσιο δεν αποτελεί μονοσήμαντα πεδίο άσκησης της κυριαρχίας του Κεφαλαίου: οι εργάτες δεν είναι μια για πάντα κυριαρχημένοι, αλλά αντίθετα εμπλεγμένοι σε σχέσεις κυριαρχίας και μερικής αυτονομίας που περιλαμβάνουν αδιαχώριστα την αντιπαράθεση και την σύγκρουση σε καθημερινή βάση. Το εργοστάσιο εδώ αποτελεί στίβο πάλης μεταξύ εργατών και διοίκησης με σκοπό τον μετασχηματισμό των υφιστάμενων συσχετισμών μέσα στην παραγωγή. Μέσα από αυτόν τον αγώνα που διεξάγεται καθημερινά συγκροτεί η τάξη την δύναμη μάχης της στην παραγωγή. Μέσα από αυτήν την διαδικασία διαμορφώνει μια συλλογική εμπειρία πάλης που την συγκροτεί σε τάξη.
Ωστόσο, για τον Μοτέ αυτή η διαδικασία διαμόρφωσης της τάξης μέσα από την συλλογική εμπειρία αγώνα δεν αποτελεί μια αυθόρμητη διαδικασία βασισμένη απλώς και μόνο στην βούληση: δεν εξαντλείται στην καθημερινή αντίσταση στην παραγωγή ή στο ξέσπασμα μερικών αγώνων. Αντίθετα, διαμορφώνεται μέσα από μια συνεχή και σταθερή στο χρόνο απόπειρα οργάνωσης [2].
Για τον Μοτέ, και τους συναδέλφους του στην Ρενώ, αυτή η απόπειρα οργάνωσης αφορούσε την δημιουργία μιας εργατικής εφημερίδας, ως χώρου συζήτησης πάνω στους σκοπούς των δράσεων, αλλά και παραγωγής δυνατοτήτων δράσης μέσα στο χώρο του εργοστάσιο. Χώρος διαλόγου και κριτικής μεταξύ εργατών διαφορετικών ειδικοτήτων και θέσεων ενάντια στον κατακερματισμό και τις διαιρέσεις του εργοστασίου, αλλά και χώρος πολιτικής διαμόρφωσης μέσα στον ήδη διαμορφωμένο, από τα γραφειοκρατικά συνδικάτα και την διοίκηση, πολιτικό χάρτη του εργοστασίου [3].
Σκοπός αυτής της μορφής εργατικού τύπου, που επιδιώκει να γράφεται και να διακινείται από τους ίδιους τους εργαζόμενους της βιομηχανίας, η ανάδειξη των συγκεκριμένων προβλημάτων της ζωής του εργοστασίου σε ζητήματα με κατεξοχήν πολιτικό περιεχόμενο. Τρόπος επίτευξης αυτού του σκοπού; Η κυκλοφορία, μέσα από τις σελίδες της εφημερίδας, εμπειριών αγώνα: εμπειρίες πάνω στο πώς οι συγκρούσεις που διαπερνούν την καθημερινή εργοστασιακή ζωή αφορούν, σε τελική ανάλυση, ευρύτερα πολιτικά ζητήματα, αλλά και αντίστροφα εμπειρίες πάνω στο τρόπο με τον οποίο τα πιο γενικά πολιτικά προβλήματα περιλαμβάνονται μέσα στην καθημερινότητα των προβλημάτων του εργοστασίου. Με την έννοια αυτή, η ανάπτυξη μιας διαλεκτικής σχέσης μεταξύ του συγκεκριμένου και του γενικού βρίσκεται στην καρδιά της διαδικασίας πολιτικοποίησης. Δημιουργία λοιπόν μιας εφημερίδας που να επιτρέπει στην τάξη να εκφράζει την εμπειρία της και να την συγκροτεί πολιτικά εκφράζοντάς την.
Ταυτόχρονα όμως, και μια οργανωτική απόπειρα υπό την μορφή μιας εφημερίδας που να βοηθά στην οικοδόμηση, πάνω στο κοινό έδαφος των διαφορετικών εμπειριών αντίστασης και αγώνα, μιας ευρύτερης προοπτικής:
Μας ρώτησαν: “Και εσείς, τι νίκες έχετε πετύχει;” Δεν έχουμε καταφέρει τίποτα, τίποτα περισσότερο δηλαδή από αυτά που έχουν καταφέρει οι συνδικαλιστικές οργανώσεις. Δεν μπορέσαμε καν να συνάψουμε συμφωνίες με την Διεύθυνση. Ωστόσο, εκτιμούμε πως καταφέραμε κάποιες πιο ελπιδοφόρες επιτυχίες από ένα οποιοδήποτε ποσοστό [μισθολογικής] αύξησης. Καταφέραμε να μπορούν να εκφράζονται οι εργάτες σε κάποια συνεργεία. Σπάσαμε ορισμένες συνήθειες, εισάγαμε αυθεντικές μεθόδους προλεταριακής πάλης και πρώτα και κύρια, την εργατική δημοκρατία. Δεν φοβόμαστε να το διαβεβαιώσουμε πως αυτή η τελευταία αποτέλεσε παντού, όπου μπορέσαμε να την εφαρμόσουμε, μεγάλη πρόοδο. Διότι μόνο μέσα από μεθόδους σαν αυτές θα μπορέσουν στο μέλλον οι εργάτες να πετύχουν πραγματικές νίκες (Μοτέ: 178).
Σε αυτόν τον τρόπο πολιτικής παρέμβασης δεν χωρά η καθοδήγηση των εκπροσώπων των γραφειοκρατικών συνδικάτων και του Κόμματος ή η ιδεολογική περιχαράκωση: όχι αναλύσεις από τους «ειδικούς» της ταξικής πάλης ή εισαγωγή πολιτικών γραμμών από τα κομματικά επιτελεία, αλλά εμπειρίες αντίστασης εκφρασμένες από εργάτες διαφορετικών κατηγοριών του εργοστασίου με σκοπό το σταδιακό χτίσιμο της μεταξύ τους ενότητας.
Έπρεπε να συντάξουμε αυτήν την εφημερίδα, να κάνουμε ό,τι δεν κάνουν τα συνδικάτα, να μας ενημερώνουν, να μας εκφράζουν, να δημιουργούν δεσμούς ανάμεσά μας […]. Κάποιοι από μας έχουμε προσπαθήσει να αφυπνίσουμε το κριτικό πνεύμα και να ξαναδώσουμε στους συναδέλφους μας ένα αίσθημα ευθύνης. Το αμφιλεγόμενο όπλο που επιχειρήσαμε να εισάγουμε παντού ήταν η συζήτηση και η κριτική των γραμμών των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Και αυτό το όπλο δεν προκάλεσε έριδες μεταξύ των εργατών, αλλά αντιθέτως ενίσχυσε την ενότητά τους. (Μοτέ, σ. 131).
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο αυτός ο χώρος έκφρασης και ανάλυσης των εμπειριών αγώνα που θέλει να αποτελέσει η εφημερίδα καθίσταται κεντρικός για τον Μοτέ: γιατί εμπλέκοντας εργάτες από διαφορετικές θέσεις, μέσα από την σύγκρουση των διαφορετικών οπτικών, διερευνά τις δυναμικές που αναπτύσσονται μέσα στις δεδομένες συνθήκες κυριαρχίας και εκμετάλλευσης. Γιατί επιτρέπει μέσα από την ανάπτυξη της κριτικής του υφιστάμενου μοντέλου πολιτικής δράσης την ανάδειξη διαφορετικών περιεχομένων πάλης (όπως συγκεκριμένα με το θέμα του αγώνα για τον μισθό). Γιατί κατασκευάζει επίσης μια σχέση όχι μόνο μεταξύ των διαφορετικών κομματιών της τάξης (μετανάστες της αλυσίδας παραγωγής, τεχνικοί, ειδικευμένοι τεχνίτες), αλλά και μια σχέση μεταξύ δράσης και ανάλυσης προσανατολισμένη στην ενίσχυση αυτόνομων, από την διοίκηση και τα γραφειοκρατικά συνδικάτα, εργατικών αγώνων [4].
Παρόλα αυτά, η δημιουργία αυτού του χώρου πολιτικής παρέμβασης υπό την μορφή μιας εφημερίδας δεν πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τους αρχικούς στόχους που είχε θέσει ο Μοτέ και το Σ ή Β. Και αυτό όχι γιατί βρήκε απέναντί της σύσσωμα τα συνδικάτα που δραστηριοποιούνταν στο εργοστάσιο. Όσο γιατί ήδη από την αρχή εκδηλώθηκαν εσωτερικές διαφωνίες μεταξύ όσων έλαβαν την πρωτοβουλία για την δημιουργία της εργατικής εφημερίδας πάνω στον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να υλοποιηθεί ένα τέτοιο εγχείρημα. Μεταξύ εκείνων που πίστευαν ότι οι εργάτες χρειάζονται πρώτα μια εκπαίδευση πάνω στην ιστορία των πολιτικών οργανώσεων και των κομμάτων από τους πολιτικοποιημένους ριζοσπάστες εργάτες προκειμένου να συνειδητοποιήσουν τα γενικά πολιτικά ζητήματα και μεταξύ εκείνων, όπως ο Μοτέ, που υποστήριζαν την ανάγκη επικέντρωσης πάνω στα προβλήματα που έρχονται στο φως μέσα από την συλλογική συζήτηση των διαφορετικών εμπειριών και την ανάπτυξη ενός διαλόγου μεταξύ αντιφρονούντων πολιτικοποιημένων αγωνιστών με τους υπόλοιπους εργάτες [5].
Η απομόνωση του ίδιου του Μοτέ μέσα στο εργοστάσιο της Ρενώ, που εκτός από μια μικρή ομάδα του μηχανουργείου στο οποίο δούλευε, λίγες σχέσεις διατηρούσε με άλλες κατηγορίες εργαζομένων, όσο και η αποτυχία ανάπτυξης σχέσεων του εγχειρήματος με τους εργάτες της βάσης που εργάζονταν στην αλυσίδα συνέβαλαν στο να παραμείνει ένα περιθωριακό έντυπο στην διάρκεια κυκλοφορίας της και όχι ο χώρος πολιτικής παρέμβασης και δράσης που αποσκοπούσε –έστω κι αν κατάφερε να συγκεντρώσει αρχικά έναν αριθμό εργατών αναδεικνύοντας ζητήματα πάνω στο περιεχόμενο και την μορφή του αγώνα γύρω από τον μισθό. Συνολικά ωστόσο, η εργατική εφημερίδα αποτέλεσε περισσότερο έντυπο έκφρασης κάποιων λίγων αντιφρονούντων εργατών με άρθρα πάνω στην γενικότερη πολιτική κατάσταση γραμμένα σε τρίτο πρόσωπο, παρά το μέσο έκφρασης εμπειριών αντίστασης και αγώνα, από διαφορετικές κατηγορίες εργαζομένων, ειπωμένες σε πρώτο πρόσωπο.
Έστω κι έτσι όμως την προσπάθεια αυτή μπορούμε να την αποτιμήσουμε όχι τόσο στη βάση όσων τελικά πραγμάτωσε, όσο μέσα από το παράδειγμα που προσπάθησε να αποτελέσει. Για την διερεύνηση των φωνών πίσω από τις σιωπές, των αμφιβολιών πίσω από τις βεβαιότητες, της απόπειρας συζήτησης πίσω από τις ιδεολογίες και της αναζήτησης, εν τέλει, ενός σπόρου αμφισβήτησης κάτω από το τσιμέντο του εργοστασίου. Για την στάση της απέναντι στην πολιτική ως τέχνη δημιουργίας δυνατοτήτων δράσης.
Σημειώσεις:
[1] Daniel Mothé, Το ημερολόγιο ενός εργάτη της Renault, Κινούμενοι Τόποι, Αθήνα, 2015. Η σειρά πραγματοποιείται με σκοπό την στήριξη του Ταμείου Αλληλοβοήθειας της Σκυα (βλ. σχετικά: http://skya.espiv.net/σκυα/tameio-allilovoitheias). Για την σειρά εκδόσεων βλ. σχετικά το άρθρο «Τι είναι (και τι θέλουν) οι εργατικές μαρτυρίες» στο τχ. 7 της Σφήκα και πλέον στην διεύθυνση http://skya.espiv.net/2015/01/04/τι-είναι-και-τι-θέλουν-οι-εργατικές-μα/
[2] Σε αντίθεση με την αντίληψη της τάσης Τζόνσον-Φόρεστ και την μαρτυρία του Ρομάνο. Βλ. Paul Romano, Ο Αμερικανός Εργάτης, Κινούμενοι Τόποι, Αθήνα, 2014.
[3] Βλ. «Η εφημερίδα Tribune Ouvrière της Renault: μεταξύ οργανωτικής μορφής και εργατικής γραφής» στο http://skya.espiv.net/2015/07/15/tribune-ouvriere-renault/
[4] Daniel Mothé, «The Problem of the Workers’ Paper» στο https://viewpointmag.com/2013/09/26/the-problem-of-the-workers-paper/
[5] Stephen Hastings-King, Looking for the Proletariat: Socialisme Ou Barbarie and the Problem of Worker Writing, Brill, Ολλανδία, 2014
Υποβολή απάντησης