Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη από μέλος της ΣΚΥΑ που συμμετείχε στην κατάληψη της Λυρικής Σκηνής στην Ακαδημία (30/01/2009 ως 07/02/2009). Δημοσιεύθηκε στην μπροσούρα “Remeber December, Fight Now! Εμπειρίες και κριτική αποτίμηση μέσα από τις κοινότητες αγώνα του Δεκέμβρη” που κυκλοφόρησε η ΣΚΥΑ την άνοιξη του 2010. Αναδημοσιεύεται σε μορφή ξεχωριστού κειμένου, πέρα από το pdf της συλλογικής έκδοσης, με σκοπό την κυκλοφορία αγωνιστικών εμπειριών του παρελθόντος και την ενίσχυση των αγώνων των εργατών στις βιομηχανίες της τέχνης και του θεάματος, εν μέσω της τρέχουσας πανδημίας/κρίσης από τον Covid-19.
ΕΞΕΓΕΡΜΕΝΗ ΛΑΙΚΗ ΣΚΗΝΗ
Το στοιχείο που διαφοροποιεί εξαρχής την κατάληψη της Λυρικής Σκηνής από τις καταλήψεις της ΓΣΕΕ και της ΕΣΗΕΑ ήταν ότι σ’ αυτή την περίπτωση υπήρξε μια διαδικασία προετοιμασίας της κατάληψης με σαφώς μεγαλύτερη διάρκεια. Προτού όμως αναφερθούμε σ’ αυτή τη διαδικασία, καθώς και στην ίδια την κατάληψη, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάτι που αφορά στη συμμετοχή μας στο εγχείρημα. Συμμετείχαμε σε κάποιες από τις συζητήσεις προετοιμασίας, στις γενικές συνελέυσεις της κατάληψης καθώς και σε ένα μεγάλο μέρος της καθημερινής ζωής της κατάληψης και των δράσεών της. Όμως επιλέξαμε συνειδητά, για λόγους που σχετίζονται με το σεβασμό στη συλλογική αυτονομία των κοινωνικών υποκειμένων, να μην συμμετάσχουμε σε μόνιμη βάση στην διαχειριστική συνέλευση της κατάληψης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είμασταν παρατηρητές ή ότι δεν μοιραστήκαμε με τους συντρόφους που αποτελούσαν τον «πυρήνα» του εγχειρήματος τις ευθύνες της κατάληψης. Ως εκ τούτου, το παρακάτω κείμενο φιλοδοξεί να είναι μια, αναπόφευκτα υποκειμενική αλλά ταυτόχρονα κριτική, καταγραφή της εμπειρίας μας κατά τη διάρκεια των 9 ημερών της κατάληψης και σίγουρα δεν μπορεί να είναι μια συνολική αποτίμησή της.
Οι πρώτες συζητήσεις για την ενδεχόμενη κατάληψη ενός δημόσιου κτιρίου του καλλιτεχνικού κατεστημένου ξεκίνησαν μέσα στις γιορτές, στον άμεσο απόηχο της εξέγερσης του Δεκέμβρη. Η πρωτοβουλία άνηκε αρχικά σε μια ομάδα χορευτών-χορογράφων που συμμετείχε ενεργά στις πορείες και στις συγκρούσεις του προηγούμενου μήνα και διατηρούσε σχέσεις με το αντίστοιχο πρωτοβάθμιο σωματείο. Γρήγορα βέβαια η σύνθεση του κόσμου που συμμετείχε στις συζητήσεις διευρύνθηκε, τόσο από άλλους καλλιτέχνες, όσο και από ανθρώπους που δεν έχουν άμεση σχέση με τον καλλιτεχνικό χώρο. Μετά τις πρώτες 2-3 συζητήσεις αρχίζει πλέον να μορφοποιείται αυτό που στη συνέχεια θα μετεξελιχθεί στον «πυρήνα» της κατάληψης της Λυρικής Σκηνής. Υπάρχουν λοιπόν δύο στοιχέια που κρίνουμε ως πολύ σημαντικά σε σχέση με την σύνθεση αυτού του «πυρήνα». Το πρώτο στοιχείο αφορά στην παρουσία ανθρώπων που συμμετείχαν σε συλλογικά εγχειρήματα το αμέσως προηγούμενο διάστημα: άλλοι στην κατάληψη της ΓΣΕΕ, άλλοι στην κατάληψη της ΕΣΗΕΑ, άλλοι στις παρεμβάσεις που είχαν πραγματοποιηθεί το Δεκέμβρη έξω από διάφορα θέατρα, άλλοι στην ολιγόλεπτη «κατάληψη» της ΕΡΤ. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να υπάρξει μια αρκετά εποικοδομητική μεταφορά εμπειρίας, τόσο στο άμεσα πρακτικό επίπεδο της πραγματοποίησης της κατάληψης όσο και στο πολιτικό επίπεδο. Με αυτό τον τρόπο αποφεύχθηκε, για παράδειγμα, το λάθος του να καλεστεί την πρώτη μέρα της κατάληψης μια αόριστη γενική συνέλευση και αντίθετα επιλέχθηκε όχι μόνο να καλεστεί συνέλευση με ένα κάπως πιο συγκεκριμένο θέμα (η σχέση της τέχνης με την κοινωνία, η σχέση της τέχνης με την πρόσφατη εξέγερση), αλλά και να έχουν προετοιμάσει οι καταληψίες συγκεκριμένες προτάσεις για εκδηλώσεις και δράσεις που θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν μέσα στην κατάληψη. Το δεύτερο στοιχείο αφορά στην παράλληλη παρουσία μη πολιτικοποιημένου κόσμου που κυριολεκτικά συμμετείχε για πρώτη φορά σε μια συλλογική κοινωνική διαδικασία. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι στις αρχικές συζητήσεις ένα σημαντικό τμήμα του κόσμου που προέρχεται από τον καλλιτεχνικό χώρο δεν αισθάνεται καθόλου εξοικειωμένο με την διαδικασία των ξεχωριστών τοποθετήσεων στη συζήτηση και διατυπώνει έντονες ενστάσεις! Σε κάθε περίπτωση το συνεκτικό στοιχείο για τους περισσότερους συμμετέχοντες είναι η έντονη επιθυμία της «διάχυσης της εξέγερσης» στο χώρο της τέχνης, μια διαδικασία που ξετυλίγεται σε διάφορα κοινωνικά πεδία μετά την ολιγοήμερη «διακοπή» των γιορτών. Όπως διατυπώθηκε στη δεύτερη προκύρηξη της κατάληψης: «Η εξέγερση του Δεκέμβρη δημιούργησε το έδαφος για να γεννηθούν μικρές ομάδες σε διάφορα μέτωπα. Αυτές με την σειρά τους ένιωσαν την ανάγκη για αλληλοϋποστήριξη και αλληλεγγύη μεταξύ τους και κυρίως για μια διεύρυνση της δράσης προς τα έξω.»
Οι συζητήσεις προετοιμασίας της κατάληψης, που δεδομένης και της έλλειψης εμπειρίας αρκετών από τους συμμετέχοντες, ήταν αρκετά δύσκολες στο αρχικό τους στάδιο, επικεντρώθηκαν τελικά σε ορισμένα ζητήματα. Το πρώτο ζήτημα που απασχόλησε αρκετά τις συνελεύσεις αφορούσε την ταυτότητα των ίδιων των καταληψιών. Από τη στιγμή που η σύνθεση του κόσμου είχε διευρυνθεί και δεδομένης της άρνησης πολλών να αποδεχτούν το χαρακτηρισμό του «καλλιτέχνη», τέθηκε το αναπόφευκτο ερώτημα: πώς θα αυτοπροσδιοριστούμε εμείς που κάνουμε την κατάληψη; Ως «καλλιτέχνες», ως «εργάτες τέχνης», ως «εξεγερμένοι»; Η σύγχηση που επακολούθησε ήταν μεγάλη, με κάποιους να φτάνουν στο σημείο να υποστηρίζουν ότι οι καταληψίες πρέπει να ξεπεράσουν τις «ταμπέλες» και να αυτοπροσδιοριστούν ως… «άνθρωποι»! Το ερώτημα είχε ενδιαφέρουσες προεκτάσεις και έθετε προβλήματα που εμφανίστηκαν και κατά τη διάρκεια της κατάληψης: πώς,για παράδειγμα, επικαλούμαστε την «ταυτότητα» του εξεγερμένου, ενώ η εξέγερση έχει ήδη αρχίσει να διαχέεται; Προκειμένου πάντως να προχωρήσει η διαδικασία επιλέχθηκε μια συμβιβαστική λύση που αποτυπώνεται και στο πρώτο κείμενο της κατάληψης: «Μια πρωτοβουλία ανθρώπων των τεχνών (θεωρώντας τέχνη την ζωή του καθενός)…». Παράλληλα συζητήθηκε και το ερώτημα του εάν η κατάληψη αποτελεί επίθεση στην αστική τέχνη ή όχι, όπου επίσης υπήρχαν αρκετά διαφορετικές εκτιμήσεις από τους συμμετέχοντες. Έπειτα τέθηκε το ζήτημα του περιεχομένου και των στόχων της κατάληψης. Κάποιοι από τους καταληψίες έδιναν περισσότερο βάρος στην κατάληψη ως συνέχεια της εξέγερσης του Δεκέμβρη, και άρα ως ένα ακόμη μέσο ώστε να τεθούν τα «ανοιχτά ζητήματα» της εξέγερσης, όπως η υπόθεση της δολοφονικής επίθεσης ενάντια στην Κωνσταντίνα Κούνεβα και η ύπαρξη εκατοντάδων συλληφθέντων από τις πορείες του Δεκέμβρη. Κάποιοι άλλοι έδιναν έμφαση στην κατάληψη ως μέσο για το άνοιγμα του «ζητήματος της τέχνης» στην κοινωνία και την πραγματοποίηση εναλλακτικών καλλιτεχνικών δρώμενων, που θα έδιναν μια διέξοδο για ελεύθερη καλλιτεχνική δημιουργία.
Τελικά, αποφασίστηκε, πάλι μετά από επίπονη διαδικασία, η κατάληψη να υιοθετήσει ταυτόχρονα και τους δύο άξονες. Όμως στις συζητήσεις για το περιεχόμενο της κατάληψης εμφανίστηκε και ένα άλλο ζήτημα που, κατά τη γνώμη μας, θα αποδειχθεί καίριας σημασίας στη συνέχεια. Ορισμένες χορεύτριες αναλαμβάνουν την πρωτοβουλία να θέσουν το θέμα της καλλιτεχνικής δραστηριότητας ως εργασίας και να επιμείνουν στο ότι η κατάληψη της Λυρικής Σκηνής θα πρέπει να αναδείξει και τα πρακτικά ζητήματα που αντιμετωπίζει ο «εργάτης τέχνης». Παρότι έγινε αρκετή συζήτηση, η προσπάθεια αυτή δεν προχώρησε, για λόγους που θα προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε στη συνέχεια. Προς το παρόν, μπορούμε να αναφέρουμε ένα λόγο που σχετιζόταν με την ίδια τη σύνθεση των συμμετεχόντων στις συζητήσεις προετοιμασίας. Στο καθεστώς εργασίας των χορευτών για παράδειγμα εμφανίζεται το εξής παράδοξο: το ίδιο άτομο που σε μια παράσταση έχει τον «εκτελεστικό» ρόλο του χορευτή, πιθανόν σε μια άλλη να δουλεύει ως χορογράφος, πράγμα που σημαίνει ότι σε ορισμένες περιπτώσεις έχει «διευθυντικό» ρόλο αναφορικά με την επιλογή των χορευτών ή τα χρήματα της επιχορήγησης. **[Τα εισαγωγικά μπαίνουν ελλείψει πιο δόκιμων όρων από τη μεριά μας]. Επιπλέον στις συναντήσεις συμμετείχαν χορευτές που είχαν λάβει μέρος σε παραστάσεις κάποιων χορογράφων, οι οποίοι επίσης ήταν παρόντες. Το να ανοίξει λοιπόν σε μια πρώτη φάση το ζήτημα της καλλιτεχνικής δραστηριότητας ως εργασίας σήμαινε αναπόφευκτα την δημιουργία σοβαρών προστριβών στο εσωτερικό της συλλογικότητας που προετοίμαζε την κατάληψη! Έτσι, επιλέχθηκε να ανοιχτεί το ζήτημα πρωτοβουλιακά μέσα στην κατάληψη και να μην περιλαμβάνεται στους άμεσους στόχους της. Το τελευταίο ζήτημα που μπήκε ήταν, προφανώς, αυτό της επιλογής του κτιρίου. Η Λυρική Σκηνή επιλέχθηκε αφενός, γιατί το σαββατοκύριακο που προγραμματιζόταν να ξεκινήσει η κατάληψη δεν πραγματοποιούταν εκεί κάποια παράσταση, οπότε οι καταληψίες θα είχαν μια απαραίτητη άνεση χρόνου και αφετέρου, γιατί βρισκόταν σε αρκετά κεντρικό σημείο, πράγμα που διευκόλυνε πολύ την παρέμβαση στο δρόμο.
Στην τελευταία συζήτηση πριν την κατάληψη υπάρχει και μια ευχάριστη έκπληξη: εμφανίζεται σχεδόν από το πουθενά μια συλλογικότητα καλλιτεχνών με το όνομα «άγνωστοι καλλιτέχνες», η οποία ανακοινώνει ότι εδώ και κάποιο καιρό συζητά το ενδεχόμενο μιας μόνιμης κατάληψης για τη δημιουργία ενός εναλλακτικού χώρου καλλιτεχνικής δημιουργίας και ότι είναι διατεθιμένη να στηρίξει έμπρακτα την σχεδιαζόμενη κατάληψη! Στο τέλος της ίδιας συζήτησης συμβαίνει ένα γεγονός που για την παραδοσιακή πολιτική σκέψη θα ήταν ανάξιο λόγου αλλά, τουλάχιστον στα δικά μας μάτια, ανέδειξε με συμβολικό τρόπο την δυναμική αλλαγής της ίδιας μας της ύπαρξης που εμπεριέχεται σε μια κοινωνική εξέγερση: αφού έχουν συμφωνηθεί και οι τελευταίες λεπτομέρειες της κατάληψης πολλοί από τους συμμετέχοντες σε όλη τη διαδικασία των συζητήσεων, και ειδικά όσοι δεν είχαν προηγούμενη κινηματική εμπειρία, ξεσπούν κυριολεκτικά σε πανυγηρισμούς… Έτσι το πρωινό της Παρασκευής 30/1/09 όσοι τηλεφωνούν στην Λυρική Σκηνή για να κλείσουν εισητήρια για την επερχόμενη παράσταση της «Ζιζέλ» θα μείνουν με το ακουστικό στο χέρι: «το κτίριο τελεί υπό κατάληψη»!
Η πρώτη κίνηση των καταληψιών, μετά την αυτονόητη διευθέτηση κάποιων άμεσων ζητημάτων διαχείρισης του χώρου, ήταν το μοίρασμα του πρώτου κειμένου της κατειλημένης Λυρικής Σκηνής στο δημόσιο χώρο. Σε αυτό το κείμενο γίνεται φανερή η ύπαρξη των δύο αξόνων που προαναφέραμε: «Εξέγερση στους δρόμους, στα σχολεία, στα πανεπιστήμια, στα εργατικά κέντρα, στους δήμους και στα πάρκα. Εξέγερση και στην τέχνη… Ενώνουμε τις φωνές μας με όσους αγωνίζονται. Είμαστε αλληλέγγυοι στην Κωνσταντίνα Κούνεβα και στους συλληφθέντες της εξέγερσης… Μια πρωτοβουλία των ανθρώπων των τεχνών οικειοποιείται έναν χώρο για την τέχνη της ζωής του καθενός θέτοντας το ζήτημα της αναδημιουργίας της κουλτούρας σε μια νέα βάση. Επιδιώκουμε μια τέχνη αδιαμεσολάβητη, ανοιχτή σε όλους που ο καθένας μπορεί να είναι φορέας της. Απελευθερώνουμε την Εθνική Λυρική Σκηνή γιατί εξ’ορισμού μας ανήκει… Μέσα από διαδικασίες αυτοοργάνωσης προτείνουμε ελεύθερες δημιουργικές δράσεις από όλους και για όλους όσους θεωρούν τον πολιτισμό προϊόν συλλογικής δημιουργίας». Η πρώτη μέρα της κατάληψης θα αφιερωθεί σχεδόν εξ’ολοκλήρου στην πρακτική οργάνωση του εγχειρήματος: η διευθέτηση και η περιφρούρηση του χώρου, η γνωστοποίηση της κατάληψης προς τη διέυθυνση της Λυρικής Σκηνής αλλά και προς τα έξω, το στήσιμο της μικροφωνικής, η δημιουργία του blog της Εξεγερμένης Λαϊκής Σκηνής… Το βράδυ θα πραγματοποιηθεί η πρώτη γενική συνέλευση της κατάληψης, όπου ο κόσμος που συμμετέχει είναι ήδη ευρύτερος από όσους προετοίμασαν την κατάληψη, στην οποία αποφασίζονται και οι πρώτες καλλιτεχνικές και πολιτικές δράσεις για την επόμενη μέρα.
Σ’ αυτό το σημείο θα πρέπει να ανοίξουμε μια μικρή παρένθεση. Η κατάληψη της Λυρικής Σκηνής ήταν σαφώς μεγαλύτερη σε διάρκεια τόσο από την κατάληψη της ΓΣΕΕ, όσο και από την κατάληψη της ΕΣΗΕΑ. Όμως αυτό δεν ήταν κάτι που υπήρχε στις αρχικές προθέσεις των καταληψιών. Ο «πυρήνας» της κατάληψης σίγουρα ξεκίνησε τις πρώτες συζητήσεις με τη «φόρα» και τον ενθουσιασμό που προέκυψε από την εξέγερση του Δεκέμβρη. Παράλληλα όμως, επειδή αρκετά μέλη αυτού του «πυρήνα» προέρχοταν από τον καλλιτεχνικό χώρο, υπήρχε σαφής επίγνωση της σχεδόν ολοκληρωτικής έλλειψης συλλογικών αντιστάσεων στο χώρο αυτό τα τελευταία χρόνια. Έτσι, η αρχική εκτίμηση των καταληψιών δεν ήταν και τόσο αισιόδοξη: αυτό που συζητούσαν ήταν μια κατάληψη που θα διαρκούσε περίπου τρεις μέρες και πιθανότατα θα προσέλκυε την προσοχή και τη συμμετοχή λίγου κόσμου. Ούτε επίσης περίμεναν ότι θα κατάφερναν να αναβάλλουν την παράσταση της «Ζιζέλ» που είχε προγραμματιστεί για το Σάββατο 7/2. Τα πράγματα, ευτυχώς, εξελίχθηκαν διαφορετικά. Κατά την διάρκεια της πρώτης ημέρας της κατάληψης ενεργοποιούνται τα κοινωνικά δίκτυα σχέσεων που έχουν δημιουργηθεί μέσα στην εξέγερση του Δεκέμβρη και η ύπαρξη της κατειλημένης Λυρικής γίνεται γνωστή, είτε από στόμα σε στόμα, είτε μέσω του διαδικτύου. Αυτό που θα επακολουθήσει το βράδυ του Σαββάτου 31/1 και της Κυριακής 1/2 ξεπερνά κυριολεκτικά κάθε προσδοκία. Ο κόσμος που έρχεται για να συμμετάσχει στη γενική συνέλευση δε χωράει πλεόν στην κεντρική σκηνή και «απλώνεται» στο χώρο του φουαγιέ, ενώ στον μουσικό αυτοσχεδιασμό-πάρτυ που θα ακολουθήσει κλείνει και ολόκληρη η Ακαδημίας, στο ύψος του κτιρίου της Λυρικής, για αρκετές ώρες… Η εικόνα εκατοντάδων ανθρώπων στο δρόμο που γλεντούν, χορεύουν και φωνάζουν συνθήματα απέναντι από σαστισμένους ΜΑΤάδες θα είναι η επιβεβαίωση ότι η κατάληψη έχει πλέον ξεπεράσει τις προθέσεις όσων την ξεκίνησαν. Η εντυπωσιακή συμμετοχή του κόσμου τις δύο αυτές μέρες είναι λοιπόν ο καταλυτικός παράγοντας που θα οδηγήσει στην απόφαση να συνεχιστεί η κατάληψη. Ποιά ήταν όμως η σύνθεση του κόσμου που πλαισίωσε την κατάληψη της Λυρικής Σκηνής και πώς λειτουργούσαν οι ίδιες οι διαδικασίες της κατάληψης;
Το γεγονός ότι η κατάληψη της Λυρικής Σκηνής είχε και καλλιτεχνικά χαρακτηριστικά, μαζί με τη φαντασία και τη δημιουργικότητα που εκδηλώθηκε στις περισσότερες δράσεις της, είχε σαν αποτέλεσμα να τίθενται λιγότερα «πολιτικά προαπαιτούμενα» στη συμμετοχή κάποιου. Έτσι, ο κόσμος που πλαισίωσε ή/και συμμετείχε ενεργά στην κατάληψη ήταν πραγματικά πολυσύνθετος. Στις 9 ημέρες της κατάληψης συναντήσαμε καλλιτέχνες, φοιτητές, εργαζόμενους, ανθρώπους κυρίως νέους σε ηλικία αλλά και μερικούς μεγαλύτερους, πολιτικοποιημένο κόσμο που συμμετείχε ενεργά στην εξέγερση αλλά και αρκετό κόσμο που κινείται στους εναλλακτικούς χώρους διασκέδασης και είχε μια πιο χαλαρή συμμετοχή σ΄αυτήν… Κατά την γνώμη μας ήταν μια από τις πλέον ανοιχτές/κοινωνικές καταλήψεις. Υπάρχει μάλιστα ένα στιγμιότυπο που επιβεβαιώνει συμβολικά τον ανοιχτό/κοινωνικό χαρακτήρα της κατάληψης: στη βραδυνή παράσταση κουκλοθεάτρου που πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 4/2 αντικρίσαμε το φουαγιέ της κεντρικής σκηνής κυριολεκτικά γεμάτο από οικογένειες με πιτσιρίκια που είχαν έρθει από διάφορες περιοχές του κέντρου! Η πολυσυλλεκτικότητα του κόσμου που πλαισίωνε την κατάληψη μαζί με την έλλειψη κινηματικής εμπειρίας αρκετών καταληψιών είχε βέβαια συνέπειες και στην «κεντρική» διαδικασία της κατάληψης που ήταν η καθημερινή γενική συνέλευση. Από τη μια ήταν πραγματικά σημαντικό να ακούει κανείς τις τοποθετήσεις ανθρώπων που συμμετέχουν ίσως για πρώτη φορά σε συλλογική διαδικασία και ο λόγος τους δεν πάσχει από την αρρώστια της ιδεολογίας. Από την άλλη, όταν η συζήτηση ξέφευγε από τα πρακτικά ζητήματα της κατάληψης, ο αρκετά «αυθόρμητος» χαρακτήρας της συνέλευσης είχε σαν αποτέλεσμα είτε να επικρατεί ασυννενοησία, και άρα αδυναμία σύνθεσης, είτε να ανοίγονται ζητήματα με έναν αόριστο τρόπο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το ζήτημα του ρόλου του καλλιτέχνη και της σχέσης του με την κοινωνία, που απασχόλησε αρκετά τη συνέλευση. Όπως σημειώνει εύστοχα ένας από τους καταληψίες σε κείμενο κριτικής που μοίρασε στην κατάληψη: «Πρέπει να καταλάβουμε ένα πολύ απλό πράγμα: οι καλλιτέχνες, και γενικά οι άνθρωποι, δεν χωρίζονται σ’αυτούς που εμπλέκονται και σ’αυτούς που δεν εμπλέκονται στην κοινωνική ζωή, όλοι εμπλέκονται! Οπότε δεν είναι σωστό να αναλωνόμαστε στο να συζητάμε γύρω από το αν εμπλεκόμαστε ή όχι, όταν μπορούμε να συζητήσουμε για το ποιός είναι ο τρόπος με τον οποίο εμπλεκόμαστε… Αυτό που για μένα διακρίνει τις καλές από τις κακές μέρες, τις άσχημες από τις όμορφες περιόδους της κοινωνικής ιστορίας δεν είναι ότι τίθενται γενικώς και αορίστως ζητήματα, γιατί αυτό γίνεται σχεδόν πάντα, αλλά ότι τίθενται και αντιμετωπίζονται ως προβλήματα με συγκεκριμένο τρόπο…».
Παρόλα αυτά ένα από τα πλέον θετικά χαρακτηριστικά της γενικής συνέλευσης ήταν ότι υπήρξε ελάχιστη ασυνεννοησία ή αοριστολογία όσον αφορά τις δράσεις που θα πραγματοποιούσε η κατάληψη. Ήδη από την τρίτη μέρα γίνεται φανερό ότι ο μόνος τρόπος για να προχωρήσει το πρακτικό κομμάτι της κατάληψης είναι να δημιοργηθούν ομάδες εργασίας. Έτσι, ο καθένας που είχε μια πρακτική πρόταση την έθετε στη γενική συνέλευση και, αν δεν υπήρχε κάποια σοβαρή διαφωνία, αναλάμβανε ο ίδιος να σχηματίσει μια ομάδα εργασίας που θα υλοποιούσε την πρόταση. Μετά το τέλος της γενικής συνέλευσης καταρτιζόταν το πρόγραμμα δράσεων για την επόμενη μέρα. Αυτή η διαδικασία χρησιμοποιήθηκε και για τις απλές προτάσεις, όπως η πραγματοποίηση δωρεάν μαθημάτων σύγχρονου χορού, αλλά και για τις πιο σύνθετες, όπως η πρόταση της συλλογικότητας των «άγνωστων καλλιτεχνών» για αναζήτηση χώρου για μόνιμη κατάληψη. Παράλληλα, πριν από κάθε γενική συνέλευση συνεδρίαζε η διαχειριστική συνέλευση της κατάληψης, στην οποία και συγκεντρώνονταν κατά κύριο λόγο όσοι αποτελούσαν τον «πυρήνα» της κατάληψης. **[Προς αποφυγή παρανοήσεων: ο «πυρήνας» της κατάληψης δεν αποτελούταν μόνο από όσους την προετοίμασαν αλλά και από όσους στη συνέχεια την στήριξαν ενεργά και σε καθημερινή βάση. Επίσης, η διαχειριστική συνέλευση ήταν, σε γενικές γραμμές, μια ανοιχτή διαδικασία η σύνθεση της οποίας παρουσίαζε μια σχετική ρευστότητα από μέρα σε μέρα]. Τα ζητήματα εδώ ήταν συνήθως διαχειριστικού χαρακτήρα, όμως όσο περνούσαν οι μέρες και αυξάνονταν οι πιέσεις για λήξη της κατάληψης υπήρξε μια σαφής και αναπόφευκτη «πολιτικοποίηση» της διαδικασίας…
Οι δράσεις που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της κατάληψης ήταν πολλές, υπήρχαν μέρες όπου κάποιες προτάσεις δεν χωρούσαν στο πρόγραμμα, αν και σίγουρα δεν είχαν όλες τον ίδιο βαθμό συμμετοχής. Δωρεάν μαθήματα χορού και πολεμικών τεχνών, κινητικοί αυτοσχεδιασμοί, προβολές ταινιών, εικαστικά εργαστήρια, συναυλίες,… Μπορούμε βάσιμα να υποστηρίξουμε ότι οι καταληψίες της Λυρικής Σκηνής, παρά την έλλειψη εμπειρίας, συνειδητοποίησαν πιο γρήγορα και σε μεγαλύτερο βαθμό την αξία χρήσης του κατειλημμένου κτιρίου σε σχέση με τους καταληψίες της ΓΣΕΕ για παράδειγμα. Αυτό δεν σημαίνει ότι ήταν όλα τέλεια: υπήρξαν για παράδειγμα αρκετά βάσιμες κριτικές στο εσωτερικό της κατάληψης για την έλλειψη μιας εξωστρεφούς κίνησης που θα είχε πιο σαφή πολιτικό χαρακτήρα. Θα πρέπει λοιπόν να σταθούμε σε τρείς «στιγμές» της δράσης της κατάληψης που, καθόλου τυχαία, ήταν και οι πιο εξωστρεφείς κινήσεις της. Η πρώτη αφορά στη σχεδόν καθημερινή παρουσία των «εξεγερμένων μπαλέτων» στον δρόμο. Η περιγραφή των ίδιων των καταληψιών στο δεύτερο κείμενο τους είναι αποκαλυπτική για το πώς αυτή η γεμάτη φαντασία κίνηση δημιουργούσε ένα δίαυλο επικοινωνίας με τους περαστικούς: «Σε άτακτα χρονικά διαστήματα η Ακαδημίας καταλήφθηκε από τα εξεγερμένα μπαλέτα και κύκλους παραδοσιακών χορών, που την μετέτρεψαν σε ένα ζωντανό και ελεύθερο χώρο, σπάζοντας την κανονικότητα. Οι οδηγοί χάζευαν απορημένοι, άλλοι έφευγαν εκνευρισμένοι γιατί καθυστέρησε για δύο λεπτά η ρομποτική τους καθημερινότητα, άλλοι κοίταζαν με συνωμοτικό χαμόγελο και βέβαια πολλοί μπήκαν στο χορό!».
Η δεύτερη αφορά την παρουσία των καθαριστριών μελών της ΠΕΚΟΠ στη γενική συνέλευση της Τρίτης 3/2 και η συζήτηση που επακολούθησε για την υπόθεση της Κωνσταντίνας Κούνεβα. Η συνάντηση και η επικοινωνία του κόσμου της κατειλημμένης Λυρικής με ένα μαχόμενο κομμάτι της εργατικής τάξης ήταν από μόνη της σημαντική, όπως και το γεγονός ότι συγκεντρώθηκε ένα αξιόλογο ποσό για την στήριξη της Κωνσταντίνας. Ίσως ακόμη πιο σημαντικό όμως ήταν το γεγονός ότι δεν έλλειψαν οι φωνές που υποστήριξαν ότι αυτό που βασικά ενώνει τους καλλιτέχνες με τις καθαρίστριες είναι οι επισφαλείς σχέσεις εργασίας. Τέλος, η τρίτη «στιγμή» είναι η παρέμβαση της κατάληψης στο έντυπο της Athens Voice. Μία ομάδα εργασίας θα αναλάβει να συντάξει ένα κείμενο κριτικής στα free press έντυπα και την Τετάρτη 4/2 το βράδυ, με την πολύιτμη συνεργασία των εργαζόμενων στη διανομή της εφημερίδας, το κείμενο θα μπεί ένθετο στην Athens Voice και θα φτάσει στα χέρια χιλιάδων αναγνωστών την επόμενη μέρα. Η παρέμβαση ήταν όντως εντυπωσιακή, όχι όμως μόνο γιατί αποτελούσε ένα έξυπνο «καταστασιακό σαμποτάζ». Περισσότερο γιατί ανέδειξε, κατά την γνώμη μας, την τεράστια διαφορά δυνατοτητών που χωρίζει μια κοινωνική κινηματική διαδικασία από τις μειοψηφικές πολιτικές διαδικασίες που έχουμε συνηθίσει. Εκείνο το βράδυ, με την ενεργό συμμετοχή όλων, η κατάληψη θα μετατραπεί σε ένα «εργοστάσιο» γρήγορης ένθεσης εντύπων με αποτέλεσμα μόνο μέσα σε 45 λεπτά να «αλλοιωθούν» παραπάνω από 10000 εφημερίδες!
Καθώς περνούν οι μέρες και παγιώνεται η κατάληψη, τίθεται στους καταληψίες το ζήτημα της σχέσης τους με τον «έξω κόσμο». Μιλάμε εδώ αφενός για τη σχέση με τους εργαζόμενους και τους καλλιτέχνες της Λυρικής Σκηνής και αφετέρου για τη σχέση με τον κόσμο που απλά πλαισίωνε την κατάληψη χωρίς να συμμετέχει ενεργά. Από την Δευτέρα 2/2 και μετά, δεδομένου ότι το ενδεχόμενο αναβολής της προγραμματισμένης παράστασης «Ζιζέλ» ήταν πλέον ορατό, ξεκινούν οι καθημερινές πρωϊνές επισκέψεις των εργαζομένων και των καλλιτεχνών στην κατειλημένη Λυρική Σκηνή. Στις συνήθως έντονες συζητήσεις τους με τους καταληψίες γίνονται γρήγορα εμφανείς τριών ειδών στάσεις. Η πρώτη αφορά στους τεχνικούς του θεάτρου, οι οποίοι εκφράζουν χαλαρά την συμπαράστασή τους στην κατάληψη και φυσικά χαίρονται που θα απουσιάσουν από τη δουλειά. Κάποιοι από αυτούς μάλιστα θα έρθουν στη γενική συνέλευση και θα μας μεταφέρουν το τι έλεγε στους εργαζόμενους η διεύθυνση του θεάτρου.
Η δεύτερη αφορά στους συνδικαλιστές εκπροσώπους των εργαζομένων στο θέατρο. Αναθρεμένοι από την ιδεολογία της σοσιαλδημοκρατίας ζητούσαν επιμόνα τη λήξη της κατάληψης επιστρατεύοντας ένα παλιό και δοκιμασμένο επιχείρημα: το κράτος ήδη σχεδιάζει το κλείσιμο του θεάτρου και τη μεταφορά της Λυρικής Σκηνής σ’ ένα νέο πολυχώρο στο φαληρικό δέλτα, οπότε η κατάληψη απαξιώνει ακόμη περισσότερο το θέατρο και… «ρίχνει νερό στο μύλο της αντίδρασης»! Αν και η αντιπαράθεση με τους συνδικαλιστές ήταν έντονη, οι καταληψίες προσπάθησαν παράλληλα να ανοίξουν και έναν δίαυλο επικοινωνίας προτείνοντάς τους να προβάλλουν τα διεκδικητικά τους αιτήματα μέσω της κατάληψης. Όπως ήταν αναμενόμενο οι συνδικαλιστές αρνήθηκαν γιατί δεν ήθελαν να νομιμοποιήσουν την κατάληψη, αναιρόντας με αυτό τον τρόπο το διαμεσολαβητικό τους ρόλο απέναντι στη διεύθυνση.
Επιπρόσθετη στη πίεση των συνδικαλιστών ερχόταν η στάση των χορευτριών της Λυρικής Σκηνής. Σ’αυτή την περίπτωση μιλάμε για τη σχεδόν απόλυτη απώλεια «γείωσης» με αυτά που συμβαίνουν στον πραγματικό κόσμο. Ποιά εξέγερση; Ποιά επίθεση στην Κούνεβα; Ποιά αυτοοργάνωση της καλλιτεχνικής δραστηριότητας; Το μόνο ζήτημα που υπάρχει είναι ότι κάποιοι «αγενείς» καταληψίες δεν τους επιτρέπουν να χορέψουν την «Ζιζέλ» και άρα τους απαγορεύουν το δικαίωμα να «αυτοπραγματωθούν»! Και πάλι, ταυτόχρονα με την αντιπαράθεση, οι καταληψίες πρότειναν στις χορεύτριες να έρθουν στην κατάληψη και να προσφέρουν δωρεάν μαθήματα χορού. Οι χορεύτριες της Λυρικής Σκηνής όχι μόνο δεν δέχθηκαν, αλλά μία από αυτές ανέλαβε την πρωτοβουλία να έρθει στη γενική συνέλευση της Τρίτης 3/2 και να ζητήσει δημόσια τον τερματισμό της κατάληψης, λαμβάνοντας την κατάλληλη απάντηση… **[Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι, παρόλο που αρκετοί καταληψίες δεν της απάντησαν ιδιαίτερα «ευγενικά» σε εκείνη τη συνέλευση, συναντήσαμε τη συγκεκριμένη χορεύτρια το επόμενο βράδυ να πίνει τη μπύρα της στην κατάληψη!] Υπάρχει πάντως ένα επιπλέον σημείο που πρέπει να διευκρινίσουμε σε σχέση με την προαναφερόμενη κόντρα, ειδικά απέναντι σε όσους εξωτερικούς παρατηρητές θεωρούν ότι η κατάληψη της Λυρικής ήταν «σκέτος εναλλακτισμός». Για όσους/ες καταληψίες ασχολούνται με το χορό, η συγκεκριμένη αντιπαράθεση είχε και πολύ συγκεκριμένο κόστος: κάποιοι/ες από αυτούς/ες έχουν δουλέψει στο παρελθόν σε παραστάσεις της Λυρικής Σκηνής ή κάνουν μαθήματα χορού στα παιδιά των μόνιμων χορευτριών της. Με απλά λόγια, δεν ήταν λίγοι οι καταληψίες που εκτέθηκαν στον άμεσο χώρο δουλειάς τους.
Όσον αφορά στη σχέση της κατάληψης με όσους απλά την πλαισίωναν, ήδη από την τρίτη μέρα εμφανίζεται το πρόβλημα που είναι διαχρονικά γνωστό σε εγχειρήματα καταλήψεων. Ο κόσμος που μένει το βράδυ για να κοιμηθεί ή βρίσκεται στην κατάληψη τις δύσκολες πρωϊνές ώρες που πραγματοποιείται η κόντρα με τους συνδικαλιστές ή τη διεύθυνση της Λυρικής είναι πολύ λιγότερος από τον κόσμο που έρχεται στις συνελεύσεις και στις δράσεις της κατάληψης. Μπορεί κανείς να φανταστεί εύκολα τα πρακτικά προβλήματα που προκύπτουν όταν το πρωί 30-40 άτομα καλούνται π.χ. να καθαρίσουν ότι άφησαν πίσω τους 800 άτομα που πέρασαν από την κατάληψη το προηγούμενο βράδυ, ενώ ταυτόχρονα πρέπει να τσακώνονται με τους συνδικαλιστές του θεάτρου! Το πρόβλημα τίθεται από τον «πυρήνα» της κατάληψης στη γενική συνέλευση και, ευτυχώς, αντιμετωπίζεται. Από ένα σημείο και μετά σε κάθε συνέλευση κυκλοφορεί ένα χαρτί, όπου όλοι οι παρόντες σημειώνουν ποιές ώρες μπορούν να στηρίξουν με την παρουσία τους την κατάληψη το ίδιο βράδυ ή την επόμενη μέρα. Το συγκεκριμένο μέτρο λειτούργησε ιδιαίτερα αποτελεσματικά το πρωϊνό της Τετάρτης 4/2, οπότε και η διεύθυνση της Λυρικής Σκηνής αποφάσισε να εντείνει την πίεση στέλνοντας τα φορτηγά με τα σκηνικά της «Ζιζέλ» προκειμένου να ξεφορτώσουν στο θέατρο. Η σχετικά μαζική παρουσία των καταληψιών απέτρεψε την έμμεση απόπειρα ανακατάληψης και αναγκασε την διεύθυνση να ανακοινώσει ότι τελικά η παράσταση της «Ζιζέλ», που αρκετά είχε ταλαιπωρήσει τις συνελεύσεις, αναβάλλεται.
Ένα άλλο πρόβλημα που προκύπτει είναι ότι τις τρείς πρώτες ημέρες, λόγω και της εντυπωσιακής συμμετοχής του κόσμου, η κατάληψη «μένει ανοιχτή» μέχρι το ξημέρωμα. Αυτό όμως έχει σαν αποτέλεσμα οι άνθρωποι του «πυρήνα» της κατάληψης να κοιμούνται από καθόλου ως ελάχιστα. Η διαχειριστική συνέλευση της κατάληψης παίρνει λοιπόν την απόφαση να κλείνει η κατάληψη στις 3 μετά τα μεσάνυχτα. Όταν όμως αυτή η απόφαση ανακοινώνεται στη γενική συνέλευση και, ακόμη χειρότερα, όταν κάποιοι καταληψίες προσπαθούν να την εφαρμόσουν υπάρχουν σοβαρές αντιδράσεις, κυρίως από ανθρώπους που απλά «αράζουν» το βράδυ στην κατάληψη. Τελικά, μετά και τις σχετικές λογομαχίες, η απόφαση εφαρμόζεται, εξασφαλίζοντας έναν ελάχιστο χρόνο ξεκούρασης σε όσους έμεναν στην κατάληψη το βράδυ. Παράλληλα όμως, αναδεικνύεται ότι ένα μέρος του κόσμου που πλαισίωνει την κατάληψη την αντιμετωπίζει ως μια εναλλακτική «καλή φάση» χωρίς να αντιλαμβάνεται την συλλογική ευθύνη που αυτή συνεπάγεται.
Όπως είδαμε το ζήτημα της καλλιτεχνικής δραστηριότητας ως εργασίας δεν συμπεριλήφθηκε αρχικά στους άμεσους στόχους της κατάληψης, ούτε τέθηκε στο δημόσιο λόγο της στη συνέχεια. Μια μειοψηφία των καταληψιών, αναγνωρίζοντας αυτή την έλλειψη, θα διοργανώσει μέσα στην κατάληψη μια συζήτηση με θέμα «καλλιτέχνης, εργάτης τέχνης ή τι άλλο;» , την Τετάρτη 4/2. Παρόλο που πάλι δε θα αποφευχθούν οι αόριστες τοποθετήσεις για «το περιεχόμενο και την αναγκαιότητα της τέχνης στον καπιταλισμό» θα κατατεθούν χοντρικά δύο απόψεις. Η πρώτη προέρχεται κυρίως από καλλιτέχνες, που έχουν μια «επαγγελματική» σχέση με τον καλλιτεχνικό χώρο, και θα υποστηρίξει ότι υπάρχουν εργασιακά ζητήματα μέσα στην καθημερινή δραστηριότητα των καλλιτεχνών που μπορούν να αποτελέσουν ένα πεδίο αντιπαράθεσης. Η δεύτερη προέρχεται από μια καλλιτεχνική κολλεκτίβα, που ανήκει στον αντιεξουσιαστικό χώρο, και θα υποστηρίξει ότι η «επαγγελματική» εμπλοκή με την τέχνη είναι εξολοκλήρου αλλοτριωμένη και η μόνη δυνατή μορφή αντίστασης βρίσκεται στη δημιουργία καλλιτεχνικών κολλεκτιβών που έχουν σαφή πολιτικά χαρακτηριστικά και κινούνται «έξω από το εμπόρευμα».
Από την αντιπαράθεση των δύο απόψεων δεν προέκυψε κάποια σύνθεση. Ακόμη χειρότερα, η κατάληψη δε δημοσίευσε κάποιο κείμενο σχετικό με το περιεχόμενο της συζήτησης. Αυτό όμως που μας προκάλεσε τη μεγαλύτερη εντύπωση είναι ότι στο κάλεσμα των εισηγητών της συζήτησης να κατατεθούν οι υποκειμενικές εμπειρίες, και από εκεί να εξεταστεί αν ο καθένας αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως «καλλιτέχνη» ή «εργάτη τέχνης», ανταποκρίθηκαν μόνο δύο άτομα. Η αντίφαση σ’αυτό το σημείο είναι ιδιαίτερα σοβαρή, γιατί ταυτόχρονα τα «εργασιακά ζητήματα» αποτελούσαν ένα σημαντικό μέρος των συζητήσεων που γίνονταν στα «πηγαδάκια» της κατάληψης! Επειδή θεωρούμε ότι αυτή η αντίφαση αξίζει ερμηνείας, αλλά και επειδή πιστεύουμε ότι η μη ανάδειξη του ζητήματος της εργασίας αποτελεί την πιο σημαντική αδυναμία της κατάληψης της Λυρική Σκηνής, θα καταθέσουμε μερικές πρώτες σκέψεις.
Καταρχάς, δεν έχει νόημα να αναρωτιέται κανείς για το αν η τέχνη έχει «διακοσμητικό ρόλο» στον καπιταλισμό. Η τέχνη είναι απαραίτητη στον καπιταλισμό για πολλούς λόγους, αλλά κυρίως για έναν: αποτελεί μια ανθρώπινη δραστηριότητα από την οποία παράγονται τεράστια κέρδη! Γι’αυτόν ακριβώς το λόγο εμφανίζεται η αλλοτρίωση στην καλλιτεχνική δραστηριότητα. Γι’αυτόν ακριβώς το λόγο είναι που οι καλλιτέχνες είναι μέρος της εκμεταλλευόμενης υποκειμενικότητας, και όχι γιατί μπορεί να είναι αλληλέγγυοι με τους «κανονικούς» εργάτες την τάδε χρονική στιγμή. Φυσικά, το ζήτημα δεν εξαντλείται τόσο εύκολα: μιας και μιλάμε για ένα είδος εργασίας που έχει πολλές ιδιαιτερότητες, με πρώτη και καλύτερη τη σχέση του εργάτη τέχνης με την ίδια του τη δραστηριότητα, μιλάμε δηλαδή για ένα ιδιόμορφο είδος εκμετάλλευσης. Απέναντι σ’αυτή την εκμετάλλευση, και στην αλλοτρίωση που τη συνοδεύει, η ίδια η καλλιτεχνική κοινότητα έχει συνηθίσει, εδώ και χρόνια, να μην αντιστέκεται κατά μέτωπο αλλά έμμεσα, με τη δημιουργία εναλλακτικών καλλιτεχνικών εγχειρημάτων: θεατρικές ομάδες και ομάδες χορού, μουσικά συγκροτήματα, εικαστικές κολλεκτίβες, low–budget κινηματογράφος,… Ένα μωσαϊκό προσπαθειών που επιτρέπει να ανακτηθεί ένα μέρος του χαμένου ελέγχου του δημιουργού πάνω στο καλλιτεχνικό προϊόν. Η εμπειρία που αποκομίζει ο εργάτης τέχνης μέσα από αυτά τα εγχειρήματα είναι, από πολιτική άποψη, σαν το δίκοπο μαχαίρι. Από την μια, η θετική όψη του να εκπαιδεύεσαι στην άμεση ικανοποίηση της ανάγκης για έκφραση, στη συνεργασία και στην ομαδική δουλειά. Μια όψη που νομίζουμε ότι εξηγεί και την αναντιστοιχία ανάμεσα σε αυτά που κατάφερε η κατάληψη και στην έλλειψη πολιτικής/κινηματικής εμπειρίας πολλών καταληψιών. Από την άλλη, η αρνητική όψη του να έχεις εγκαταλείψει το άμεσο πεδίο της ταξικής αντιπαράθεσης και να μη μπορείς να αντιληφθείς τον εαυτό σου σαν εργάτη τέχνης. **[Δεν έχουμε τη διάθεση αφορισμών πάντως: ακόμη και το γεγονός ότι κλήθηκε μια συζήτηση για αυτό το ζήτημα, δείχνει ότι έχουν γίνει βήματα προς την αντίθετη κατεύθυνση]
Την ίδια στιγμή η πρόταση των συντρόφων της αντιεξουσίας να φτιάξει ο καθένας τη δική του πολιτική/καλλιτεχνική κολλεκτίβα «έξω από το εμπόρευμα» είναι αρκετά προβληματική. Πρώτα απ’όλα γιατί, όσο υπάρχει καπιταλισμός, κυριολεκτικά έξω από το εμπόρευμα είναι μονάχα οι αμοιβάδες. Κατά δεύτερον γιατί, ενώ, υποτίθεται, ότι η δημιουργία της κολλεκτίβας απαντά στο ζήτημα της αλλοτρίωσης που βιώνει ο καλλιτέχνης μέσα στο εμπορικό κύκλωμα, η ρημάδα η αλλοτρίωση επιστρέφει από την πίσω πόρτα: αφού το ζήτημα της επιβίωσης δεν έχει λυθεί θα αναγκαστείς να κάνεις παράλληλα μια «κανονική δουλειά»! Επίσης γιατί είναι λάθος η δημιουργία εναλλακτικών καλλιτεχνικών εγχειρημάτων να τοποθετείται αντιθετικά στην πρακτική της συλλογικής διεκδίκησης (αλλά αυτό είναι μια μεγάλη κουβέντα…). Από την άλλη, θα ήταν εξίσου λάθος στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία, και σίγουρα μακριά από τις επιθυμίες των ίδιων των καταληψιών, η κατάληψη της Λυρικής Σκηνής να έχει «συνδικαλιστικό χαρακτήρα» με συγκεκριμένα αιτήματα. Τι θα μπορούσε να γίνει λοιπόν; Κατά τη γνώμη μας θα μπορούσε να γίνει ένα πρώτο βήμα: να συζητηθεί συστηματικά μέσα στην κατάληψη το ζήτημα της καλλιτεχνικής δραστηριότητας ως εργασίας και των ιδιαίτερα επισφαλών σχέσεων εργασίας που επικρατούν στον καλλιτεχνικό χώρο και όσοι καταληψίες είναι εργάτες τέχνης να εκφράσουν δημόσια λόγο για την ίδια την εργασιακή καθημερινότητα τους. Έτσι ώστε, να δημιουργηθεί μια βάση για τη δημιουργία συλλογικών αντιστάσεων μέσα στη βιομηχανία του θεάματος στο κοντινό μέλλον.
Η λήξη της κατάληψης της θα γίνει κυρίαρχο ζήτημα τις δύο τελευταίες μέρες. Οι άνθρωποι που αποτελούσαν τον «πυρήνα» της κατάληψης θα προτείνουν την λήξη της για μια σειρά από λόγους. Αρχικά, είναι βέβαιο ότι όσοι έχουν στηρίξει ενεργά την κατάληψη από την αρχή έχουν αρχίσει να φτάνουν στα όρια της φυσικής τους αντοχής – μην ξεχνάμε ότι παράλληλα με την κατάληψη «έτρεχαν» και όλες οι υπόλοιπες καθημερινές υποχρεώσεις. Υπάρχει ακόμη η ολοένα αυξανόμενη πεποίθηση ότι η κατάληψη έχει πετύχει πολύ περισσότερα από τα αναμενόμενα και δεν μπορεί να βρεθεί πολιτικό περιεχόμενο στη συνέχισή της. Επιπλέον, η πίεση της διεύθυνσης της Λυρικής Σκηνής έχει αρχίσει να αυξάνεται. Εκτός από την έμμεση απόπειρα ανακατάληψης που αναφέραμε, την Πέμπτη 5/2, λίγο πριν την γενική συνέλευση, οι καταληψίες θα βρούν διαρηγμένο το χώρο όπου φύλαγαν τα προσωπικά τους αντικείμενα όσοι έμεναν εκεί και το βράδυ. Το περιστατικό αυτό, που έμοιαζε υπερβολικά με ασφαλίτικου τύπου «προειδοποίηση», θα προκαλέσει σοβαρή αναστάτωση στον «πυρήνα» της κατάληψης και θα γείρει τη ζυγαριά υπέρ του να προταθεί η λήξη της κατάληψης. Στις 2-3 τελευταίες γενικές συνελεύσεις τα πράγματα δεν θα είναι όμως τόσο απλά: υπάρχει ένα σημαντικό κομμάτι της συνέλευσης που επιθυμεί να συνεχιστεί η κατάληψη καθώς και αρκετοί που αμφιταλαντέυονται. Η κόντρα που έλαβε χώρα ήταν έντονη με αποτέλεσμα η ίδια η διαδικασία της συνέλευσης να «παραλύσει». Σ’εκείνη τη φάση έγινε εμφανές ότι η ομοφωνία ως τρόπος λήψης αποφάσεων δεν μπορεί να είναι λειτουργική παντού και πάντα, ιδιαίτερα όταν τίθενται «οριακά» ζητήματα. Η διαδικασία ήταν ψυχολογικά εξαντλητική για όποιον την παρακολουθούσε, αφού μετά την πάροδο 5 ή 6 ωρών η συνέλευση αδυνατούσε να πάρει οποιαδήποτε απόφαση! Επίσης, ήταν εμφανές ότι όσοι πρότειναν τη συνέχιση της κατάληψης δεν είχαν κάποια σαφή πρόταση για το ποιά θα ήταν η αξία χρήσης τριών ή τεσσάρων ημερών κατάληψης ακόμη, ούτε είχαν και την αντίστοιχη πρακτική διαθεσιμότητα. Τελικά, η επιμονή των ανθρώπων που αποτελούσαν τον «πυρήνα» της κατάληψης οδήγησε στην απόφαση της λήξης.
Η κατάληψη της Λυρικής Σκηνής θα λήξει το απόγευμα του Σαββάτου 7/2: αφού πραγματοποιηθεί μια ολοήμερη γιορτή δρόμου στην Ακαδημίας, θα ακολουθήσει μια πορεία περίπου 1000 ατόμων προς το πάρκο Κύπρου και Πατησίων. Στο τελικό τους κείμενο οι καταληψίες της Λυρικής θα γράψουν: «Για 9 μέρες ένα μωσαϊκό ανθρώπων που συναντηθήκαμε το Δεκέμβρη, ζυμωθήκαμε μέσα από αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες και ενώσαμε πολιτική και τέχνη. Δεν διαχωριζόμαστε σε καλλιτέχνες και μη, είμαστε ο ανθός της ζωής… Όποιος νομίζει ότι η λήξη της κατάληψης σημαίνει το τέλος της ανυπακοής, τζάμπα χαίρεται… Για μας η τέχνη είναι ένα πεδίο σύγκρουσης».
Η «συνέλευση της Λυρικής» θα συνεχίσει να λειτουργεί για τους επόμενους δύο περίπου μήνες, προσπαθώντας να δώσει μια συνέχεια στη δράση της κατάληψης, μέχρι την οριστική της διάλυση για λόγους που δε γνωρίζουμε. Πάντως, το κατά πόσο η κατάληψη της Λυρικής Σκηνής δημιούργησε τις προϋποθέσεις ώστε η τέχνη να γίνει ένα πεδίο σύγκρουσης είναι ένα ερώτημα που μένει να απαντηθεί στο μέλλον…
Α.Α.
Υποβολή απάντησης