Δευτέρα 8 ώρες, Τρίτη 8 ώρες, Τετάρτη 8 ώρες, Πέμπτη 8 ώρες, Παρασκευή 8 ώρες, Σάββατο 8 ώρες βάρδια μέχρι τις 23:00 και μου άλλαξε και την Κυριακή και με έβαλε πρωί, πάει το Σαββατόβραδο, Κυριακή 8 ώρες και μετά κατευθείαν ύπνος, Δευτέρα 8 ώρες, Τρίτη 8 ώρες, Τετάρτη 8 ώρες, Πέμπτη 8 ώρες, Παρασκευή 8 ώρες, πέρασε κι αυτό το 12ήμερο επιτέλους 2 ημέρες ρεπό, Δευτέρα 8 ώρες, πολύ γρήγορα πέρασε κι αυτό το Σ/Κ πάμε πάλι 12ημερο… Κι όλα αυτά για 500-600 «μαύρα» ευρώ το μήνα ή «μπλοκάκι», χωρίς ένσημα, επιδόματα, νυχτερινά, υπερωρίες αργίες, συνδικαλιστικά δικαιώματα, αποζημίωση απόλυσης…
Αυτή είναι πάνω-κάτω η συνθήκη εργασίας σε δημοσιογραφικά sites-portals, όπου η μονοτονία της fast-food αντιγραφής ειδήσεων από τα κεντρικά πρακτορεία πάει πακέτο με την μονοτονία της μισθωτής σκλαβιάς για έναν μισθό πείνας. Κι αν για πολλούς άλλους εργαζόμενους η υγιής σκέψη είναι «γιατί δεν πάς να μαζεύεις πορτοκάλια στο Ναύπλιο καλύτερα», για τα αφεντικά των ΜΜΕ η μόνη σκέψη είναι «πώς θα κάνουμε και τους άλλους εργαζόμενους να δουλεύουν τόσο πολύ για τόσα λίγα, τώρα που οι εφημερίδες κλείνουν και τα διαδικτυακά ΜΜΕ ανθίζουν;». Κι η απάντηση που οι ίδιοι δίνουν, είναι κατ’ αρχήν χτυπώντας τις υπάρχουσες συλλογικές συμβάσεις, για τις οποίες τα ίδια τα συντεχνιακά σωματεία του κλάδου έχουν φροντίσει να καλύπτουν ένα μικρό ποσοστό εργαζομένων και όχι την πλειοψηφία των εργαζομένων είτε στο διαδίκτυο, είτε σε άλλες επισφαλείς θέσεις εργασίας.
Έτσι τα αφεντικά την φετινή χρονιά αρνούνται να υπογράψουν συλλογικές συμβάσεις με τα σωματεία, δέχονται μόνο σε περίπτωση που αυτά αποδεχθούν μειώσεις μισθών 10-20%, εκ περιτροπής εργασία και κατακόρυφη μείωση των αποδοχών για την εργασία τις Κυριακές. Ταυτόχρονα βάζουν «λουκέτο» σε αρκετά «μαγαζιά» (π.χ. Ελεύθερος Τύπος, Απογευματινή, Voyager, Alter κ.α.) προχωρούν σε μαζικές απολύσεις εργαζομένων με ιδιαίτερη προτίμηση σε όσους συνδικαλίζονται και αντιστέκονται (π.χ. Αττικές Εκδόσεις, Imaco) και υπό καθεστώς εργοδοτικής τρομοκρατίας ζητούν από τους «τυχερούς» που μένουν να υπογράψουν ατομικές/επιχειρησιακές συμβάσεις εργασίας με μειώσεις μισθών και θεσμοθέτηση της εκ περιτροπής εργασίας (ΣΚΑΪ, Αττικές Εκδόσεις, Έθνος κ.α.).
Το μέγεθος της εργοδοτικής επίθεσης είναι τόσο μεγάλο, που η βάση των εργαζόμενων στα Media (συντάκτες, τεχνικοί, διοικητικοί, τυπογράφοι κ.α.) άρχισε να πιέζει με διάφορες μορφές την συνδικαλιστική γραφειοκρατία του κλάδου για σοβαρές κινητοποιήσεις (με κορύφωση τον προπηλακισμό του πρόεδρου της ΕΣΗΕΑ και γνωστού μπατσοσυντάκτη Πάνου Σόμπολου κατά την διάρκεια της απεργιακής πορείας στις 30/11). Αυτή η πίεση οδήγησε στην πρώτη 48ώρη απεργία σε όλα τα ΜΜΕ στις 17 και 18/12, ως απάντηση και στις εργοδοτικές κινήσεις που είχαν αναπτυχθεί το προηγούμενο διάστημα σε Πήγασο και ΔΟΛ. Τότε, (τον Οκτώβριο) οι δημοσιογράφοι του Έθνους και του Βήματος είχαν ψηφίσει κατά των 48ώρων απεργιών στα μαγαζιά τους που είχε αποφασίσει η ΕΣΗΕΑ ενάντια στις απολύσεις και υπέρ της 48ώρης απεργίας σε όλο τον κλάδο. Όταν βέβαια κηρύχθηκε η 48ώρη απεργία σε όλα τα ΜΜΕ, πολλοί εργοδότες πάλι φρόντισαν να συσπειρώσουν τους εργαζόμενους σε απεργοσπαστική κατεύθυνση, στην λογική «η απεργία είναι ‘τυφλή’, χτυπάει και όσους δεν απολύουν και θέλουν συλλογικές συμβάσεις», με πρωτοστατούσα στην απεργοσπασία την γενική συνέλευση των δημοσιογράφων της «αριστερής και αντιμνημονιακής» Ελευθεροτυπίας. Μέσα σε αυτό το κλίμα, το οποίο σιγοντάρισε η ξεπουληματική τακτική της ΕΣΗΕΑ και η απουσία οποιαδήποτε λογικής απεργιακής περιφρούρησης, η πρώτη προσπάθεια για μπλοκάρισμα των κερδοφόρων κυριακάτικων εκδόσεων απέτυχε εν πολλοίς (τα φύλλα απλώς κυκλοφόρησαν Παρασκευή) και ενίσχυσε το κλίμα αντισυνδικαλιστικής ηττοπάθειας στους χώρους εργασίας.
Η επόμενη απάντηση ήταν η προκήρυξη δυο συνεχόμενων 48ώρων απεργιών από 07 ως 10/04, πάλι υπό την πίεση της βάσης των 13 σωματείων στο χώρο των ΜΜΕ που σε απεργιακή συνέλευση στο γήπεδο του «Πανελληνίου» (17/03) ζητούσαν «απεργία διαρκείας». Η συγκεκριμένη 4ήμερη απεργία πάλι δεν εμπόδισε τα αφεντικά να κυκλοφορήσουν τα κυριακάτικα φύλλα τους νωρίτερα (από Πέμπτη, την πρώτη ημέρα της απεργίας), όμως αυτή την φορά η πτώση στις πωλήσεις, η απαξίωση του κοινού για τις «μπαγιάτικες» εκδόσεις σε συνδυασμό με το γενικό 4ήμερο μπλακ άουτ στην πληροφόρηση, οδήγησε σε σημαντική απώλεια διαφημιστικών εσόδων, προειδοποιώντας έτσι τα αφεντικά για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει στις τσέπες του η απεργιακή οργάνωση των εργαζομένων.
Ταυτόχρονα, ένα μειοψηφικό κομμάτι της βάσης των εργαζομένων ανέλαβε τον συντονισμό της απεργιακής περιφρούρησης σε χώρους όπου η εργοδοτική τρομοκρατία συνεπάγεται την απώλεια του δικαιώματος στην απεργία. Σε ορισμένες περιπτώσεις (π.χ. Αττικές Εκδόσεις) η «σκληρή» περιφρούρηση αποδείχτηκε αποτελεσματική στο να δώσει το αγωνιστικό μήνυμα σε αφεντικά, απεργοσπάστες κι εργαζομένους. Σε άλλες περιπτώσεις η «χαλαρή» περιφρούρηση συνεπαγόταν οι απεργοί να αποξενώνονται από ένα μέσο πάλης που έχει ως σκοπό την σύγκρουση με στελέχη και απεργοσπάστες συναδέλφους κι όχι την συνεννόηση με αυτούς για να ρυθμιστούν τα προβλήματα που προκαλούνται στην λειτουργία της επιχείρησης.
Οι (δεξιοί και αριστεροί) εργατοπατέρες επίσης έδειξαν το ενδιαφέρον τους για την πρακτική οργάνωση και επιτυχία της απεργίας με το να καλούν σε απεργιακή πορεία το πρωί της πρώτης μέρας, την ώρα δηλαδή που κρίνονται πολλές από τις μάχες της εισόδου ή μη απεργοσπαστών στους χώρους εργασίας. Και ήταν πάλι η πίεση αγωνιστικού κομματιού της βάσης (κυρίως της «συνέλευσης έμμισθων, άμισθων, ‘μπλοκάκηδων’, ‘μαύρων’, ανέργων και φοιτητών στα ΜΜΕ», που προέκυψε από την κατάληψη στην ΕΣΗΕΑ τον Γενάρη του 2009) στα όργανα λήψης αποφάσεων των εργατοπατέρων που απέστρεψε αυτή την καταστροφική κίνηση. Η πίεση της βάσης των απεργών ήταν επίσης που απέτρεψε την έκδοση Δευτεριάτικων φύλλων, όταν οι εργαζόμενοι καλούνταν από τα αφεντικά να δουλέψουν από τις 6:00 το πρωί της Δευτέρας (επόμενη μέρα της τετραήμερης) και η ΕΣΗΕΑ αναγκάστηκε να παρατείνει την απεργία καλώντας σε 6ώρη στάση εργασίας για εκείνη την ημέρα.
Αν οι εργατοπατέρες ζουν σε μια παράλληλη πραγματικότητα σε σχέση με τους εργαζόμενους που εκπροσωπούν και δεσμεύονται από την ψήφο τους (πλησιάζει και η ώρα των συνδικαλιστικών εκλογών άλλωστε…), δεν μπορεί παρά να δημιουργείται ένα χάσμα σε σχέση με το μεγάλο κομμάτι των «αόρατων» εργαζόμενων στα διαδικτυακά sites/portals. Η ΕΣΗΕΑ θυμάται τους συγκεκριμένους εργαζόμενους μόνο όταν καλεί απεργίες, ενώ όλο το υπόλοιπο διάστημα τους αρνείται τα συνδικαλιστικά και ασφαλιστικά δικαιώματα που απορρέουν από την ιδιότητα του συντάκτη, κρατώντας κλειστές τις συντεχνιακές της πύλες έτσι ώστε να μην μοιράζεται μαζί τους τις εισφορές από το αγγελιόσημο (ένα ποσοστό από τα διαφημιστικά έσοδα που καταβάλλεται στο ασφαλιστικό ταμείο της ΕΣΗΕΑ). Η συντεχνιακή και αντισυναδελφική δομή και λειτουργία της ΕΣΗΕΑ (και όχι μόνο) βολεύει τα μάλα τα αφεντικά των sites, που ενώ δεν θέλουν σε καμία περίπτωση να αναγνωριστούν οι «είλωτες» τους ως συντάκτες, να τους πληρώνουν όσα δικαιούνται βάσει των ανάλογων συλλογικών συμβάσεων και να τους δίνουν μερίδιο των διαφημιστικών εσόδων, φροντίζουν (με πρώτο διδάξαντα τον Τριανταφυλλόπουλο) να στρέφουν την απέχθεια των εργαζομένων στα sites απέναντι στους εργατοπατέρες σε απεργοσπαστική κατεύθυνση. Έτσι, όσοι πληροφοριακοί εργάτες των sites θέλουν να απεργήσουν δεν μπορούν λόγω της απειλής της απόλυσης και της μη συνδικαλιστικής κάλυψης και οι υπόλοιποι θεωρούν ότι μέσω της απεργοσπασίας πιέζουν την ΕΣΗΕΑ να τους αναγνωρίσει. Το μόνο σίγουρο αποτέλεσμα είναι ότι τα αφεντικά των sites τρίβουν τα χέρια τους μιας και αυτά γεύονται χιλιάδες κλικ λειτουργώντας κανονικά εν μέσω απεργίας.
Εντέλει, στον αγώνα των εργαζομένων στα ΜΜΕ συναντάμε τις αντιφάσεις και τις προοπτικές που συναντάμε και στους αγώνες της υπόλοιπης εργατικής τάξης του τριτογενή τομέα. Από τη μία ριζοσπαστικοποίηση στα μέσα πάλης που αποκτούν χαρακτηριστικά διαρκείας και ξεφεύγουν από τα 24ωρα απεργιακά πυροτεχνήματα των γραφειοκρατών, από την άλλη συντεχνιακή δομή, οργάνωση και προοπτική του αγώνα που αποκλείει τη διερεύνηση του. Μια αντίφαση που σχετίζεται με την παραγωγική δύναμη των πληροφοριακών εργατών του 21ου αιώνα και τον διαχωρισμό της από την συνδικαλιστική τους δύναμη: Όσο οι τεχνολογίες και τα πληροφοριακά συστήματα ενσωματώνουν κομμάτι νεκρής εργασίας του παρελθόντος, άλλο τόσο η ολοένα και πιο κερδοφόρα λειτουργία τους εξαρτάται από την ζωντανή εργασία αυτών που τα χειρίζονται. Το κεφάλαιο εξαρτάται όλο και περισσότερο από την παραγωγική δύναμη των σύγχρονων εργατών, αλλά ταυτόχρονα τους έχει υπαγάγει άμεσα στην λογική του, τους έχει εξειδικεύσει, τους έχει εξατομικεύσει στον τρόπο διαπραγμάτευσης της σχέσης τους και τους έχει διαχωρίσει /απομονώσει σε παραγωγικούς τομείς, έτσι ώστε την στιγμή της μεγαλύτερης επίθεσης του κεφαλαίου στην αξία της εργατικής δύναμης, οι δυνάμεις που την υπερασπίζονται να βγάζουν στον αγώνα όλες τις αντιφάσεις της ως κομμάτι της σχέσης κεφάλαιο.
Παρ’ όλα αυτά, είναι μέσα από την παραγωγική δύναμη της αλλοτριωμένης εργασίας που αναδύονται πρωτόγνωρες δυναμικές, όταν αυτή οργανώνεται ενάντια στην ολοένα και πιο ολοκληρωτική λειτουργία του κεφαλαίου, όπως φάνηκε και από το τετραήμερο black out στην ενημέρωση. Ένα από τα μεγαλύτερα ζητούμενα είναι η απεργιακή/ταξική οργάνωση αυτής της δύναμης, έτσι ώστε να ξεπερνά τον παραδοσιακό και ετοιμοθάνατο συνδικαλισμό και τους διαχωρισμούς του και να δημιουργεί συνδέσεις μεταξύ των κατακερματισμένων κομματιών της τάξης, που ενώ δέχονται συνολικά την επίθεση των αφεντικών, απαντάν διαχωρισμένα και ακολουθώντας το χρονοδιάγραμμα των αφεντικών. Ένα χρονοδιάγραμμα που θέλει τους εργαζόμενους στα ΜΜΕ να υποκύψουν πρώτοι στην ολοκληρωτική «κινεζοποίηση» του μνημονίου, έτσι ώστε οι εργοδότες/προϊστάμενοι τους να μπορούν αμέριμνοι να χρησιμοποιήσουν την λειτουργία των ΜΜΕ ως ιδεολογικών θεσμών του κράτους κόντρα στις αντιστάσεις της υπόλοιπης εργατικής τάξης.
από τη Σφήκα τεύχος 0 Μάης 2011
Υποβολή απάντησης