Το παρακάτω κείμενο αποτελεί την εισήγηση στην εκδήλωση της Σ.Κυ.Α. στην ΑΣΟΕΕ την Τρίτη 8 Νοέμβρη 2011 στην οποία – μαζί με την επιμελήτρια του βιβλίου Marina Sitrin και την Claudia Acuna της συλλογικότητας lavaca – κάναμε μία συζήτηση για την οριζοντιότητα όπως λειτούργησε (και λειτουργεί) σε Αργεντινή και Ελλάδα. Μας ενδιαφέρουν πάρα πολύ οι κριτικές και τα σχόλιά σχετικά με το βιβλίο και την εκδήλωση. Άλλωστε, όπως υπαινίσσεται ήδη το κείμενο, θεωρούμε τέτοια εγχειρήματα λειψά χωρίς την κριτική αποτίμησή τους.
— ❦ —
Καλησπέρα,
Είμαστε η Συνέλευση για την Κυκλοφορία των Αγώνων. Πέρυσι το καλοκαίρι πήραμε την απόφαση να μεταφράσουμε το βιβλίο που σας παρουσιάζουμε απόψε. Το βιβλίο οριζοντιότητα είναι ένα συλλογικό εγχείρημα με πολλούς τρόπους: πρώτον, η μετάφραση του βιβλίου έγινε από μια μεγάλη μεταφραστική ομάδα: κάθε σύντροφος ή συντρόφισσα ανέλαβε να μεταφράσει ένα κεφάλαιο, και κατόπιν έγινε μια επιμέλεια από δυο άλλους συντρόφους. Η μεταφραστική ομάδα συναντιόταν τακτικά και συζητούσε τα προβλήματα που έθετε η μετάφραση – για παράδειγμα η απόδοση κάποιων όρων στα ελληνικά – αλλά και το περιεχόμενο του βιβλίου, κάνοντας έτσι τη δουλειά αυτή συλλογική υπόθεση. Στη συνέχεια, απευθυνθήκαμε στην πρωτοβουλία κατοίκων Καισαριανής, στην αυτόνομη συνέλευση ζωγράφου, στην ανοιχτή συνέλευση κατοίκων αγίας παρασκευής, στην ανοιχτή λαϊκή συνέλευση αγίου Δημητρίου και στην συνέλευση κατοίκων Βύρωνα-Καισαριανής παγκρατίου για να προχωρήσουμε σε έκδοσή του. Σκοπός ήταν και είναι να χρησιμοποιηθεί το βιβλίο ως εργαλείο από τις ίδιες τις συνελεύσεις γειτονιάς στην κινηματική τους δραστηριότητα και να αποτελέσει έδαφος συζήτησης. Αυτή η διαδικασία αλληλογνωριμίας συνεχίζεται με όλες τις δυσκολίες και τις αντιφάσεις που μπορούν να προκύψουν.
Είναι απόψε μαζί μας η επιμελήτρια του βιβλίου είναι Marina Sitrin και μαζί της η Claudia Acuna, της συλλογικότητας αντιπληροφόρησης lavaca, η οποία μιλάει και μέσα στο βιβλίο. Η Marina Sitrin, παρούσα στην Αργεντινή την πολυσυζητημένη τελευταία περίοδο των αγώνων αποφάσισε να αφήσει το κίνημα να μιλήσει μόνο του μέσω των αγωνιστών του αντί να πάρει θέση εξωτερικού παρατηρητή για να μεταδώσει τα γεγονότα. Ως Σ.Κυ.Α. έχουμε εφαρμόσει κι εμείς μια παρόμοια μέθοδο εκ των έσω καταγραφής των βιωμάτων στην μπροσούρα “Εμπειρίες και κριτική αποτίμηση μέσα από τις κοινότητες αγώνα του Δεκέμβρη”, όπου θεωρήσαμε ότι μόνο μια αδιαμεσολάβητη χαρτογράφηση αυτών που βιώσαμε μπορούσε να αποτελέσει ιστορικό τεκμήριο προς κινηματική χρήση.
Όπως ήδη μπορεί να φανεί, η δική μας απόφασή να εκδώσουμε το βιβλίο φυσικά δεν είναι άσχετη με το περιεχόμενο και την προσέγγισή του: τα τελευταία χρόνια, η αντεπανάσταση των αφεντικών και η εντατικοποίηση των αγώνων μας έχει αποκόψει ριζικά από την στείρα κοινωνιολογία. Έχουμε αρχίσει λοιπόν να στρεφόμαστε στην κριτική αποτίμηση της εμπειρίας και στην μετάφραση των επιθυμιών και των αναγκών μας σε απτές, υλικές μορφές όπως αυτές που ριζοσπαστικοποίησαν τις γειτονιές και τους χώρους εργασίας. Ταυτόχρονα, η κυκλοφορία των αγώνων, με την έννοια της κοινοποίησης (με όλες τις σημασίες της λέξης) των αγωνιστικών εμπειριών είναι πιο επίκαιρη από ποτέ. Με μία απλή βόλτα στους δρόμους της Αθήνας θα δείτε μία πόλη γεμάτη καταλήψεις, συνελεύσεις και άλλες μορφές συλλογικής αντίστασης που υπονομεύουν την κυριαρχία των αφεντικών, αντιπαλεύουν τις περιφράξεις του δημόσιου χώρου και τις συμπεριφορές που αυτές υπαγορεύουν. Και πιστεύουμε πως δύσκολα θα μπορούσε να υπάρξει το κάθε τέτοιο εγχείρημα χωρίς τα υπόλοιπα.
Επιλέγουμε λοιπόν τις μαρτυρίες των αγωνιστών ως πολιτική μας θεωρία και ως κινηματική μας γλώσσα. Με αυτή την επιλογή, στην Οριζοντιότητα βλέπουμε πρακτικές που προτάξαμε ως κίνημα (όπως οι μαζικές απεργίες, οι συναντήσεις γειτονιών και η αυτοδιαχείριση) να φεύγουν απ’ το επίπεδο της φαντασίωσης και να αποκτούν ύπαρξη σε συνθήκες που δεν είναι μακρινές από τα σημερινά πλαίσια. Κατά συνέπεια, αυτές οι ιδέες γίνονται και για εμάς πράγματα εφικτά, μας εμπνέουν και μπορούν με περισσή ευκολία να μπουν στους στόχους και τις μορφές αγώνα μας.
Αν και υπάρχουν κάποιες ομοιότητες, όπως η παρέμβαση του ΔΝΤ και η νεοφιλελεύθερη επίθεση στους εκμεταλλευόμενους, ωστόσο δεν θα ήταν ενδιαφέρον κατά την γνώμη μας να ψάξουμε να βρούμε κάποια νομοτελειακή αντιστοιχία στις περιπτώσεις της αργεντινής και της ελλάδας. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι μπορούμε να παραβλέψουμε τα κοινά ζητήματα που προέκυψαν και στις δύο περιπτώσεις.
Ως Σ.Κυ.Α. ξεχωρίζουμε τρία τέτοια ζητήματα που θα θέλαμε να συζητήσουμε με βάση την δική μας εμπειρία. Αυτά αφορούν τις δομές αλληλοβοήθειας, την ανεργία και την στάση πληρωμών.
α) Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, διακρίνουμε μία άγρια επίθεση στην αναπαραγωγή του εργαζόμενου μέσω των περικοπών, της μη-καταβολής μισθού, της απόλυσης, της βαριάς φορολογικής επιβάρυνσης στα αγαθά, της αύξησης της επισφάλειας κ.α. η οποία θέτει επιτακτικά την ανάγκη για δομές αλληλοβοήθειας. Τέτοιες δομές δεν δημιουργούνται όμως από πεφωτισμένες επιτροπές. Διαμορφώνονται μαζί με νέα πλαίσια σκέψης, με την καλλιέργεια τις συλλογικοποίησης και η δόμησή τους αποτελεί για εμάς το πρώτο μέτωπο αγώνων. Είναι επιτακτικό σε αυτή τη συγκυρία να κοιτάξουμε πιο προσεκτικά τις δομές αλληλοβοήθειας που έχουμε ήδη στήσει και να θέσουμε κάποιους προβληματισμούς σχετικά με τη λειτουργία τους: ποιοι και ποιες τις απαρτίζουν; ποιες ανάγκες καλύπτουν; είναι ικανές να καλύψουν τις ανάγκες πολύ μεγαλύτερων κοινωνικών ομάδων και ποια προβλήματα θα προέκυπταν τότε;
το βιβλίο για το οποίο μιλάμε θέτει μια πολύ καίρια κατά την άποψή μας ερώτηση πάνω σε αυτά τα εγχειρήματα: τελικά στήνουμε τέτοιες δομές επειδή τις έχουμε πραγματικά ανάγκη, ή επειδή μας ωθεί προς την κατεύθυνση αυτή η πολιτική μας παράδοση; ένα χαριστικό παζάρι για παράδειγμα έχει πραγματική σημασία για μας διότι μας καλύπτει ανάγκες για ρουχισμό, ή μήπως το θεωρούμε απλώς μια ενδιαφέρουσα ιδέα;
β) Παρατηρούμε επίσης την κατακόρυφη άνοδο της ανεργίας. Για πρώτη φορά ίσως φαίνεται με τέτοια καθαρότητα ότι η ανεργία δεν είναι απλά μία αδυναμία της αγοράς. Αντίθετα, είναι ένας απ’ τους πιο ισχυρούς μηχανισμούς ελέγχου της εργασίας και της ενδυνάμωσης των αφεντικών. Ο εκβιασμός της ανεργίας μεταφράζεται άμεσα σε μειώσεις μισθών για τους εργαζόμενους γενικότερα. Εντατικοποιεί άμεσα την παραγωγή. Χτυπά τις εργατικές διεκδικήσεις και τις δυνατότητες συλλογικοποίησης. Τέλος, φτάνει να επηρεάσει σε βάθος την καθημερινότητα χιλιάδων ανθρώπων, από τις διαπροσωπικές τους σχέσεις μέχρι την ίδια τους την ψυχοσύνθεση. Είναι προφανές λοιπόν ότι και το πεδίο της πάλης της ανεργίας καλεί σε ισχυρές αντιστάσεις οι οποίες συνιστούν το δεύτερο μέτωπο.
Η εμπειρία της οργάνωσης των ανέργων στην Ελλάδα είναι μάλλον μικρή και αποσπασματική. Ωστόσο, η αδυναμία των ανέργων να οργανωθούν σε ένα συνεκτικό μέτωπο δεν είναι ενδεικτική της έλλειψης κεντρικής πολιτικής καθοδήγησης, όπως θα το ήθελαν κάποιοι, αλλά ένα πρόβλημα που έχει να κάνει με την οργάνωση της καθημερινότητας. Οι τρόποι δηλαδή με τους οποίους οι άνεργοι αναζητούν ατομικές λύσεις στα άμεσα ζητήματα που τους θέτει η ανεργία στηρίζονται σε δομές της ελληνικής κοινωνίας όπως η οικογένεια ή η μικροιδιοκτησία, οι οποίες υπαγορεύουν και κάποιες συμπεριφορές, κάποιες ταυτότητες. Αν και οι οικονομικές πιέσεις που ασκούνται ειδικά στα μεσαία κοινωνικά στρώματα φέρνουν αντιμέτωπους πολλούς τέτοιους ανθρώπους με την κατάρρευση αυτών των παραδοσιακών μηχανισμών αναπαραγωγής των εκμεταλλευόμενων, ωστόσο συνεχίζουν να αποτελούν ισχυρούς ανασταλτικούς μηχανισμούς στη συλλογική οργάνωση των αναγκών και των επιθυμιών τους. Στοίχημα λοιπόν για τα κινήματα στην περίπτωση αυτή δεν είναι μονάχα μια μαζική πολιτική καμπάνια, αλλά και η δημιουργία κοινοτήτων αγώνα που να δίνουν συλλογικές απαντήσεις σε πρακτικά προβλήματα της καθημερινότητας, που να δίνουν αγώνες – έστω και μικρούς ή περιορισμένους – για να καλυφθούν αυτά τα προβλήματα και να τους κερδίζουν. Το παράδειγμα των πικετέρος στην Αργεντινή μας θέτει προβληματισμούς προς αυτή την κατεύθυνση, κυρίως σε ό,τι αφορά τη σχέση ανάμεσα μεγάλης κλίμακας αιτηματικούς αγώνες και την τοπική δράση που πηγάζει από την καθημερινότητα των ανέργων.
γ) Τέλος, έχουμε την ανάδυση της κοινωνικής στάσης πληρωμών, τουτέστιν την άρνηση να χρεωθεί κανείς τα κοινωνικά αγαθά πρώτης ανάγκης (περίθαλψη, στέγαση, ρεύμα, ΜΜΜ), ειδικά όταν φτάσουν σε δυσβάσταχτες τιμές. Το μέτωπο αυτού του αγώνα συνίσταται στις διάφορες κινήσεις αυτομείωσης και άρνησης πληρωμών, των οποίων τα παραδείγματα είναι πλέον πάρα πολλά για να τα αριθμήσουμε. Τα προβλήματα που θέτουν τέτοιοι αγώνες είναι επίσης πολλά και σημαντικά. Για να επαναφέρουμε τη συζήτηση σε αυτά που θίξαμε πιο πάνω, πιστεύουμε πως έχει σημασία να ξανακοιτάξουμε τους αγώνες αυτούς με βάση τις κοινότητες αγώνα που επιχειρούν να ενεργοποιήσουν. Με ποιόν τρόπο ας πούμε η άρνηση πληρωμής του εισιτηρίου στα λεωφορεία θα μπορούσε να μετατραπεί από κάλεσμα σε ομαδική στάση, η οποία όμως στην ουσία σήμαινε πολλές ατομικές αρνήσεις, σε πραγματική συλλογική πρακτική; με ποιο τρόπο συλλογικοποιείται όχι μόνο η άρνηση πληρωμής, αλλά και η απάντηση στα πάμπολλα ζητήματα που θέτει σε πρακτικό επίπεδο – όπως για παράδειγμα το κόψιμο του ρεύματος από τη ΔΕΗ; πως μπορούν να γίνουν κτήμα μιας κοινότητας αγώνα οι πάμπολλες ατομικές αρνήσεις πληρωμής, ή μάλλον πως μπορεί να συντεθεί μια κοινότητα αγώνα μέσα από τις αρνήσεις αυτές; και, τέλος, πως θα μπορέσουν να έρθουν κοντινότερα τα διάφορα κοινωνικά κομμάτια που ενεργοποιούνται μέσα στην ιστορία αυτή – για παράδειγμα, πως θα μπορέσουν να συνδεθούν οι αγώνες των εργαζομένων της ΔΕΗ με εκείνους των από κάτω που αρνούνται, ή δεν έχουν, να πληρώσουν το χαράτσι;
Στην εκτίμησή μας, αυτά τα ζητήματα που προκύπτουν από τη σύγκριση της Ελληνικής και της Αργεντίνικης εμπειρίας, έχουν κομβική σημασία για τον ανταγωνισμό σήμερα· αποτελούν, ωστόσο και τα επίδικά του. Και λέμε επίδικα επειδή εδώ και ενάμιση χρόνο οι αντιστάσεις μπορεί να έχουν ενταθεί αλλά ακόμα δεν έχουν δοθεί οι απαραίτητες άμεσες και πρακτικές απαντήσεις. Ως Σ.Κυ.Α. δε φοβόμαστε να πούμε ότι αναγνωρίζουμε αυτό που στην αργεντινή ονομάστηκε οριζοντιότητα ως την πιο πρόσφορη βάση πάνω στην οποία μπορούν να χτιστούν οι αγώνες. Και δεν είμαστε μόνο εμείς: οι λαϊκές συνελεύσεις, οι πρωτοβουλίες στάσης πληρωμών και οι εργασιακές κινητοποιήσεις έχουν ήδη συμφωνήσει. Φαίνεται πλέον αδιανόητο κάτι να βαπτιστεί κίνημα χωρίς οριζόντια οργάνωση. Το στοίχημα εδώ είναι λοιπόν, μέσω της εμπειρικής κριτικής και της κριτικής εμπειρίας, να διαγνώσουμε τις ελλείψεις και τα όριά μας, όχι ως αιθεροβάμονες θεωρητικοί αλλά ως κινηματικές συνιστώσες, ως παραγωγοί κοινωνικών ριζωμάτων και εργαλείων προς χρήση στους αγώνες που έρχονται.
Υποβολή απάντησης