Την τελευταία πενταετία τουλάχιστον, ένα από τα μείζονα θέματα της δημόσιας σφαίρας είναι το λεγόμενο πρόβλημα του κέντρου των Αθηνών. Το πρόβλημα αποδίδεται με την κλασική εικόνα της μητρόπολης-ναρκοπεδίου. Σε κάθε βήμα ελλοχεύει και ένας κίνδυνος, συχνά θανατηφόρος. Μετανάστες-εγκληματίες έτοιμοι να ληστέψουν, να σκοτώσουν, να βιάσουν. Έμποροι ναρκωτικών (μετανάστες και αυτοί τις περισσότερες φορές), οι οποίοι διαφθείρουν την ελληνική νεολαία, μετανάστριες-πόρνες, υγειονομικές βόμβες έτοιμες να εκραγούν και να μολύνουν την ελληνική οικογένεια με HIV-AIDS. Η ζωή περιγράφεται ως αβίωτη στο κέντρο των Αθηνών. Δεν μπορείς να περπατήσεις, δεν μπορείς να κοιμηθείς, δεν μπορείς να νιώσεις ασφάλεια ούτε στο σπίτι σου. Αλλά οι κίνδυνοι δεν τελειώνουν εκεί. Οι μετανάστες δεν απειλούν τους Έλληνες μόνο με φυσική εξόντωση, αλλά και πολιτισμική. Αλλοιώνουν τη δημογραφική σύνθεση της Ελλάδας, αλλοιώνουν τη γλώσσα μας, απειλούν τη θρησκεία μας καθώς γεννάνε δίχως όριο, κατακλύζουν τους δημόσιους χώρους με τις βαρβαρικές γλώσσες τους, απαιτούν τζαμιά. Οι χώροι αναπαραγωγής αυτής της ρητορικής πολλοί. Δελτία ειδήσεων, το κοινοβούλιο, τα ΜΜΜ, οι ουρές στις δημόσιες επιχειρήσεις και τα σούπερμαρκετ. Η ιστορία έχει ειπωθεί τόσες φορές ξανά και ξανά, ώστε έχει αποκτήσει το βάρος του αντικειμενικού γεγονότος. Η Γη είναι στρογγυλή και το κέντρο της Αθήνας έχει πρόβλημα. Το πρόβλημα του κέντρου των Αθηνών είναι λοιπόν αντικειμενικό, είναι τεράστιο και απαιτεί αντίστοιχη λύση. Μια εκδοχή για τη λύση του προβλήματος είναι η επίσημη, οργανωμένη από το κράτος: επιχειρήσεις-σκούπα (με αποκορύφωμα τον Ξένιο-Δία), εγκλεισμός των μεταναστών σε κέντρα κράτησης, δολοφονίες στα σύνορα, καταστολή και διαπόμπευση των μεταναστριών (και μη) εργατριών του σεξ, κατάργηση του νόμου για την ιθαγένεια. Μια άλλη εκδοχή εκπορεύεται από κομμάτια της κοινωνίας: υποτιμητικά βλέμματα και χειρονομίες, μαχαιρώματα και ξύλο, εμπρησμοί αυτοσχέδιων τζαμιών και πογκρόμ. Εδώ θα ασχοληθούμε με αυτήν την δεύτερη εκδοχή, του κοινωνικού ρατσισμού, καθώς απέναντι σε αυτήν έχουν δοθεί οι περισσότερες απαντήσεις από πλευράς του κόσμου του κοινωνικού ανταγωνισμού.
Ο ρατσισμός στην Ελλάδα είναι παλιά ιστορία. Την τελευταία περίοδο όμως μπορούμε να παρατηρήσουμε δύο σημαντικές διαφορές. Πρώτον, η ρητορική του, όπως αναφέραμε ήδη, έχει αποκτήσει αδιαμφισβήτητη ισχύ. Δεύτερον, έχει σημειώσει μια ποιοτική, οργανωτική αναβάθμιση. Δηλαδή, ο κοινωνικός ρατσισμός πλέον έχει αποκτήσει χαρακτηριστικά κινήματος. Δημιουργεί κοινωνικές σχέσεις, ασκεί πιέσεις, καθορίζει πολιτικές. Οργανωτικές μορφές του αντιμεταναστευτικιού-αντιεγκληματικού «κινήματος» είναι οι γνωστές επιτροπές κατοίκων. Οι επιτροπές κατοίκων δεν είναι απλά και μόνο βιτρίνα της Χρυσής Αυγής, όπως πολλοί θέλαμε να πιστεύουμε, όταν κάναμε την ερώτηση «στον Άγιο Παντελεήμονα είναι κάτοικοι ή φασίστες;». Οι επιτροπές κατοίκων είναι κοινωνικές διαδικασίες, όπου η Χ.Α. κέρδισε την πολιτική ηγεμονία, αναδείχθηκε πρωτοπορία. Φυσικά, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, η ιστορία του Αγίου Παντελεήμονα είναι μεγάλη [1], αλλά είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι η Χ.Α. δεν πέταξε μια μέρα την υπογραφή «επιτροπή κατοίκων» και την επόμενη άρχισε να μαχαιρώνει μετανάστες και οι κάτοικοι κοίταγαν. Υπήρχε από τη μία μια κρίσιμη μάζα ρατσιστών κατοίκων, οι οποίοι ζητούσαν λύση και από την άλλην ένας πολιτικός σχηματισμός ο οποίος είχε σχέδιο και στρατηγική για τη λύση. Οι νεοναζί λοιπόν, σχεδόν ανενόχλητοι, οργάνωσαν τους ρατσιστές κατοίκους και πέτυχαν να αποκτήσουν ζωτικό χώρο, έδαφος για να κοινωνικοποιήσουν τις θέσεις τους και από εκεί να αποκτήσουν πανελλαδική αναγνώριση και αποδοχή, όπως φάνηκε και από τις εκλογές.
Η ιστορία δεν τελειώνει στον Άγιο Παντελεήμονα. Η Χ.Α. χρησιμοποιώντας τον σαν ορμητήριο προσπαθεί εδώ και δυό χρόνια τουλάχιστον να αποκτήσει βάσεις στις γύρω γειτονιές, με ιδιαίτερη έμφαση στην περιοχή των Πατησίων (Πλ. Αμερικής, Πλ. Αγίου Νικολάου). Από το φθινόπωρο του 2012 οι προσπάθειες αυτές έχουν ενταθεί πάρα πολύ, με την οργάνωση πογκρόμ (μικρότερης και μεγαλύτερης έντασης) και αντιμεταναστευτικών-αντιεγκληματικών συγκεντρώσεων. Παρ’ όλα αυτά δεν φαίνεται να σημειώνουν την ίδια επιτυχία (προς το παρόν). Μήπως οι κάτοικοι των Πατησίων είναι λιγότεροι ρατσιστές; Μήπως αγαπούν περισσότερο τους μετανάστες της γειτονιά τους; Μήπως είναι κομμουνιστών εγγόνια; Με αρκετή σιγουριά θα απαντούσαμε όχι (για το τελευταίο ερώτημα βέβαια, δεν κοιτάξαμε και τα γενεαλογικά τους δέντρα). Αυτό που ήταν διαφορετικό (αυτό το οποίο μπορούμε να εντοπίσουμε τουλάχιστον) ήταν η στάση του κόσμου του ανταγωνισμού.
Πρώτον, οι απαντήσεις ήταν άμεσες. Σε κάθε ρατσιστική συγκέντρωση οργανώθηκε και αντισυγκέντρωση, συχνά και διαδήλωση. Ακόμη οργανώθηκαν αρκετές συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις χωρίς να έχει προηγηθεί κάποιο ρατσιστικό κάλεσμα. Ο άμεσος χαρακτήρας των κινήσεων έχει μεγάλη σημασία, επειδή, όπως είπαμε, η διαδικασία οργάνωσης των επιτροπών κατοίκων είναι διεργασία κοινωνική, δεν πέφτουν από τον ουρανό. Δεν αποτελείται (μόνο) από έμμισθους της Χ.Α. και των μπάτσων, αλλά από κοινωνικά υποκείμενα τα οποία χτίζουν σχέσεις, νιώθουν αυτοπεποίθηση, υπολογίζουν το κόστος της πολιτικής τους ένταξης και δράσης. Η άμεση παρέμβαση των αντιρατσιστών/τριων-αντιφασιστριών/ων είχε σαν αποτέλεσμα να αντιμετωπιστούν οι επιτροπές κατοίκων στα Πατήσια στα πρώτα τους βήματα, όταν δηλαδή είναι ακόμη ευάλωτες και αδύναμες. Δεν σταμάτησαν δηλαδή οι ρατσιστές να είναι ρατσιστές, αλλά ο φόβος για τις συνέπειες της οργάνωσής τους υπερνικάει, προς το παρόν, την επιθυμία τους για οργάνωση. Έτσι, ο κοινωνικός ανταγωνισμός δεν επιτρέπει, προς το παρόν, στη περιοχή να γίνει νέος Άγιος Παντελεήμονας, ζωτικός χώρος των νεοναζί και των ρατσιστών.
Δεύτερον, κρίσιμη ήταν και η επιλογή της μορφής των αντιδράσεων στις κινήσεις των νεοναζί και των ρατσιστών κατοίκων, αυτή των δημόσιων συγκεντρώσεων. Μια απλή προπαγανδιστική δουλειά κατά πάσα πιθανότητα δεν θα είχε σημαντικά αποτελέσματα. Όποιος και όποια έχει βρεθεί σε μοιράσματα έχει διαπιστώσει ότι τα ορθολογικά επιχειρήματα δεν είναι πολύ αποτελεσματικά απέναντι στους αγανακτισμένους κατοίκους των γειτονιών του κέντρου. Ό, τι επιχείρημα κα να προβάλεις, όποια στατιστική και να επικαλεστείς, τα ρατσιστικά μυαλά θα βρουν κάτι για να πουν ή στο τέλος θα παραδεχτούν απλώς ότι είναι και λίγο ρατσιστές. Οι δημόσιες συγκεντρώσεις δεν είχαν τόσο τον χαρακτήρα της αντιπληροφόρησης, να ενημερώσουν δηλαδή τους Έλληνες κατοίκους ότι οι μετανάστες και οι μετανάστριες κάτοικοι δεν είναι τέρατα και ότι οι νεοναζί είναι μαχαιροβγάλτες. Αυτά είναι γνωστά και οι περισσότεροι κάτοικοι της περιοχής έχουν πάρει και την αντίστοιχη θέση. Οι δημόσιες συγκεντρώσεις έδειξαν σε κάθε ενδιαφερόμενο ότι οι αντιρατσιστές/τριες και οι αντιφασίστριες/ες της περιοχής είναι πολλοί και αποφασισμένοι, κάτι που θα πρέπει να λάβουν σοβαρά υπ’ όψιν τους.
Μια μιλιταριστική δράση από την άλλην (η οποία είναι και αρκετά της μόδας τον τελευταίο καιρό) δεν θα είχε την αντίστοιχη επιτυχία, αφού σε αυτές τις συγκεντρώσεις εκτός από τους οργανωμένους αντιρατσιστές/τριες και αντιφασίστριες/ες έκανε την εμφάνισή του ένα ακόμη υποκείμενο. Τα θύματα της ρατσιστικής βίας, οι μετανάστες και μετανάστριες κάτοικοι της γειτονιάς. Μετανάστες κυρίως αφρικανοί και σε μικρότερο αριθμό ασιάτες εμφανίστηκαν στις αντισυγκεντρώσεις. Η παρουσία τους μάλιστα ήταν πολύ δυναμική, αφού σε κάποιες από αυτές ήταν περίπου ο μισός αριθμός των συγκεντρωμένων, φώναζαν συνθήματα, ήταν εξοπλισμένοι για την αυτοάμυνά τους, κορόιδευαν τους ρατσιστές κατοίκους που κοίταζαν από τα μπαλκόνια τους ή από το απέναντι πεζοδρόμιο. Έσπασαν έτσι το στερεότυπο που υπάρχει σε πολλά άτομα του ανταγωνιστικού χώρου, ότι οι μετανάστες είναι απαθείς και δεν έχουν την ικανότητα να οργανωθούν μένοντας αθόρυβοι παρατηρητές του μπραντεφέρ μεταξύ των νεοναζί και των αντιφασιστών. Μια μιλιταριστική, συνωμοτική δράση [2] δεν θα μπορούσε να δώσει χώρο στην επικοινωνία μεταξύ αντιρατσιστών/τριων και μεταναστών/τριων, μια συμμαχία κρίσιμη για την έκβαση του αγώνα ενάντια στους ρατσιστές και τους νεοναζί. Τόσο λόγω της ίδιας της φύσης της, όσο και λόγω της θέσης των μεταναστών/τριων, των οποίων η ελευθερία κρέμεται από μια κλωστή, αποκλεισμένοι από τα προνόμια της γαλάζιας ταυτότητας.
Οι αντιρατσιστικές συγκεντρώσεις στα Πατήσια αναδεικνύουν ένα παράδειγμα αγώνα, το οποίο πρέπει να λάβει σοβαρά υπ’ όψιν ο κόσμος του ανταγωνισμού. Η άνοδος της ακροδεξιάς έχει προκαλέσει μεγάλη αμηχανία σε αρκετούς και αρκετές. Απόψεις που συγκατανεύουν στο ότι υπάρχει πρόβλημα στο κέντρο της Αθήνας (άλλο από τους ρατσιστές), που λένε ότι η κρίση σπρώχνει τον κόσμο προς τα δεξιά, που πιστεύουν ότι οι φασίστες θα αντιμετωπιστούν στρατιωτικά (κατά μείζονα λόγο), είναι αποτέλεσμα αυτής της αμηχανίας και προβλημάτων, οργανωτικών και πολιτικών, που ταλαιπωρούν εδώ και χρόνια το ανταγωνιστικό κίνημα. Οι συγκεντρώσεις αυτές λοιπόν στάθηκαν πραγματικό εμπόδιο στην προέλαση του ρατσισμού και των νεοναζί στη γειτονιά και άνοιξαν δρόμους επικοινωνίας με τους μετανάστες και τις μετανάστριες κατοίκους. Πιο συγκεκριμένα οι μετανάστες/τριες κάτοικοι ήταν οι μόνοι άνθρωποι της γειτονιάς, οι οποίοι ανταποκρίθηκαν στα καλέσματα, αν εξαιρέσουμε τους ελάχιστους προοδευτικούς Έλληνες κάτοικους. Το γεγονός αυτό θα έπρεπε να προβληματίσει όσους και όσες θεωρούν στρατηγική επιλογή να προσπαθούν να εξηγούν στους ρατσιστές Έλληνες κατοίκους γιατί να μην είναι ρατσιστές, αντί του να χτίσουν πολιτικές και καθημερινές σχέσεις εμπιστοσύνης και αγώνα με τους μετανάστες και τις μετανάστριες κατοίκους [3].
Τα πράγματα είναι ακόμη ρευστά και σίγουρα δεν θα έπρεπε να εφησυχαζόμαστε. Ο ελληνικός ρατσιστικός ζόφος είναι μεγάλος, οι κινήσεις καταστολής του κράτους ενάντια σε εγχειρήματα του κοινωνικού ανταγωνισμού στην περιοχή εντείνονται. Αν κοιτάξουμε και σκεφτούμε όμως πάνω στα πράγματα που οι ίδιοι συμμετέχουμε και κάνουμε, τότε μπορούμε να καταλάβουμε ποιες επιλογές θα μας φέρουν σε καλύτερες θέσεις μάχης.
Ιανουάριος 2013
1. Όπως έχουν δείξει κι άλλοι σύντροφοι και συντρόφισσες, βλ. Autonome antifa, Επιτροπές κατοίκων – κατάδυση στο μέλλον του ελληνικού φασισμού
2. Αν και το θεωρούμε εξίσου σημαντικό, δεν θα αναφερθούμε εδώ στο μιλιταρισμό σε σχέση με την στρατηγική της έντασης.
3. Σίγουρα σε κάθε γειτονιά υπάρχουν προοδευτικοί Έλληνες κάτοικοι οι οποίοι δεν γουστάρουν τους νεοναζί, και είναι ζητούμενο αυτοί οι άνθρωποι να σταματήσουν να φοβούνται και να εκφραστούν.
Υποβολή απάντησης