Για τη λογική του μετωπου, τους αδιαμεσολάβητους αγώνες και την αυτονομία στα πανεπιστήμια

Δημοσιεύουμε το κείμενο που μας έστειλε ο σύντροφος Tuiavii, που αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης συζήτησης πάνω στους αυτόνομους αγώνες στα πανεπιστήμια.

— ❦ —

θέσεις για τη λογική του μετώπου, τα πρωτοβουλιακά μορφώματα, το πέρασμα από την αντίσταση στην επίθεση, τους αδιαμεσολάβητους αγώνες, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της αυτονομίας στα πανεπιστήμια

 

Το κείμενο αυτό γράφτηκε ως τοποθέτηση σε μια εσωτερική συζήτηση που ξεκίνησε με αφορμή μια σειρά διαφωνιών που προέκυψαν στο εσωτερικό της αυτονομίας των πανεπιστημίων στη Θεσσαλονίκη. Οι διαφωνίες ήρθαν στην επιφάνεια τον Οκτώβρη του 2012 και αρθρώθηκαν γύρω από τον τρόπο με τον οποίο θα διεξαγόταν η αλληλεγγύη στον αγώνα των απεργών εργολαβικών εργαζόμενων του ΑΠΘ που συνέβαινε εκείνη την περίοδο. Είχαν στον πυρήνα τους κυρίως τα εξής ζητήματα: 1) το αν θέλουμε να συγκροτούμαστε σε μόνιμες ή περιστασιακές οργανωτικές δομές, 2) το αν θέλουμε οι οργανωτικές δομές μας και οι αγώνες μας να έχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ή να παίρνουν τη μορφή πολιτικών μετώπων βάζοντας σε δεύτερη μοίρα τα χαρακτηριστικά, 3) το αν σχήματα που προσδιορίζονται ως αυτόνομα αλλά κατεβαίνουν στις εκλογές, μπορούν να θεωρηθούν αυτόνομα και να γίνουν δεκτά σε διαδικασίες συνεργασίας των αυτόνομων σχημάτων καθώς αυτές διέπονται από αδιαμεσολάβητα και αντιιεραρχικά χαρακτηριστικά. Όπως είναι ευνόητο, οι προεκτάσεις της συζήτησης αγγίζουν βαθιά ζητήματα των μεθόδων συγκρότησης και δράσης και οι επιμέρους οπτικές γι’ αυτά δεν είναι ανεξάρτητες από τον τρόπο με τον οποίο αναλύει και ερμηνεύει κανείς τον καπιταλισμό και τις σχέσεις εξουσίας, την τωρινή συγκυρία και το πώς φτάσαμε σε αυτή. Έτσι λοιπόν αυτές οι διαφωνίες αποτέλεσαν και αποτελούν τον κόμβο και την αφορμή ευρύτερων συζητήσεων, εντός των οποίων αυτό το κείμενο αποτελεί μια τοποθέτηση τόσο επί του γενικού όσο και επί του συγκεκριμένου. Η δημοσίευση του γίνεται σε επόμενο χρόνο με την ελπίδα να τροφοδοτήσει τη συζήτηση του ευρύτερου κινήματος.

 

Αντί προλόγου: για τα συμφραζόμενα

 

Συντρόφισσες και σύντροφοι,

το κείμενο αυτό έρχεται να συνεχίσει τη συζήτηση που ανέκυψε τον περασμένο Οκτώβρη μεταξύ του κόσμου της αυτονομίας γύρω από τα θεμελιώδη ερωτήματα της συλλογικής δράσης (ποιοι είμαστε, τι θέλουμε να κάνουμε, πώς θα το κάνουμε και μαζί με ποιους θα συνεργαστούμε για να το κάνουμε). Η συζήτηση αυτή δεν κατάφερε να οδηγήσει κάπου στο πρώτο κύκλο διεξαγωγής της και έτσι προκειμένου να μην υπονομευτούν οι αγώνες που έτρεχαν εκείνη την περίοδο (των εργολαβικών εργαζομένων, της λέσχης κλπ) από μια ανάλωση σε εσωστρεφείς θεματικές, αφέθηκε για εμβάθυνση και συνέχιση σε μια επόμενη στιγμή στο μέλλον. Η στιγμή γι’ αυτή τη συζήτηση φαίνεται να πλησιάζει καθώς η διεξαγωγή της αποτελεί ανάγκη πολύ κόσμου, εδώ και πολύ καιρό. Πριν προχωρήσουμε όμως, θα ήθελα να πω δυο πράγματα πιο προσωπικά γιατί το συναισθηματικό υπόστρωμα πάνω στο οποίο διεξάγουμε τις συζητήσεις μας είναι πολύ σημαντικό να αποφορτίζεται αν θέλουμε να συζητάμε με τρόπο γόνιμο και συνθετικό και όχι κάνοντας παράλληλους μονόλογους.

Τους τελευταίους μήνες λοιπόν και όσον αφορά τη διαχείριση της διαφωνίας μας όσο εκκρεμεί η συζήτηση, πετύχαμε και αποτύχαμε ταυτόχρονα. Από τη μια, στο επίπεδο της δημόσιας κινηματικής δράσης πετύχαμε: σε γενικές γραμμές είχαμε μια αξιοπρεπή συνύπαρξη και κάποιες φορές συμπόρευση και αλληλοστήριξη μεταξύ μας χωρίς να υπάρξουν αλληλοϋπονομεύσεις και πολιτικαντισμοί και αυτό μας τιμά ιδιαίτερα. Από την άλλη, σε επίπεδο καφενείων, παρεών και διαπροσωπικών σχέσεων και παρά την έμφαση που είχε δοθεί σε αυτό το σημείο από την αρχή, δυστυχώς δεν καταφέραμε να ξεπεράσουμε τους εαυτούς μας και για άλλη μια φορά η κακεντρέχεια, το κουτσομπολιό, η εριστικότητα και οι μικροεγωισμοί περίσσεψαν εντεύθεν κι εντεύθεν. Αυτό είναι κάτι για το οποίο όλοι και όλες έχουμε μερίδιο ευθύνης ανεξαρτήτως της οπτικής που υποστηρίζουμε. Είναι κάτι που δε μας τιμά και για το οποίο ο καθένας και η καθεμιά χρειάζεται να κάνει την αυτοκριτική του. Καμιά επανάσταση δε θα κάνουμε αν δε μάθουμε πρώτα να συζητάμε και να διαχειριζόμαστε τις σχέσεις μας ακόμη και όταν διαφωνούμε. Από πλευράς μου αναλαμβάνω την ευθύνη που μου αναλογεί και αν κάποιος αισθάνεται ότι αδικήθηκε σε προσωπικό επίπεδο από τη συμπεριφορά μου θα ήθελα να μου το πει και να το συζητήσουμε είτε μεταξύ μας είτε ακόμη και δημόσια αν συλλογικά κρίνουμε ότι μια συνέλευση όπου θα συζητήσουμε μεταξύ μας πάνω στις διαπροσωπικές σχέσεις των τελευταίων μηνών θα μπορούσε να είναι χρήσιμη.

Στο ίδιο κλίμα, θα θεωρήσω εξαιρετικά ατυχές το να γίνει το παρόν κείμενο λάδι στη φωτιά των καφενιακών κουτσομπολιών που θα τροφοδοτήσει ένα νέο κύκλο εριστικότητας, κακίας και μικροπολιτικής ίντριγκας. Το κείμενο αυτό είναι πολιτικό και τέτοιο θέλει να παραμείνει και θα εκτιμήσω βαθιά το να λάβουν οι τυχόν απαντήσεις σε αυτό, πολιτικό χαρακτήρα κατάθεσης επιχειρηματολογίας και κόμισης τεκμηρίων και όχι χαρακτήρα επίθεσης στο ήθος του ομιλητή. Όπως έχω αναφέρει επανειλημμένα δεν έχω τίποτα προσωπικό με κανέναν και ακόμη και τα παιδιά από τους Από Κοινού στους χημικούς μηχανικούς με τα οποία έχουμε συγκρουστεί και δημόσια μέσα στις συνελεύσεις, τα εκτιμώ και θεωρώ ότι σε αυτό που πρεσβεύουν έχουν υπάρξει συνεπείς και μάλιστα πιο συνεπείς από πολλούς άλλους με τους οποίους μπορεί να βρισκόμαστε πιο κοντά πολιτικά. Οι όποιες διαφωνίες είναι πολιτικές. Είναι διαφωνίες οπτικής και στρατηγικής για το πώς να κινηθούμε και κατατίθενται ως τέτοιες συνοδευόμενες από την αγωνία για το πώς θα συνεχίσει αυτό το κίνημα μέσα από το οποίο θέλουμε να αλλάξουμε τις ζωές μας, και όχι από οποιαδήποτε αγωνία επίδειξης μαγκιάς, ρεβανσισμού ή αλαζονικής αυτοεπιβεβαίωσης μέσα από τη μείωση και περιφρόνηση ανθρώπων. Γι’ αυτό προσπάθησα καθ ́ όλη τη διάρκεια να γράφω αποφορτισμένα και με ηρεμία, αντιμετωπίζοντας τους ανθρώπους που εκφράζουν διαφορετικές οπτικές με εκτίμηση, ως καλοπροαίρετους και όχι ως δόλιους, υστερόβουλους κλπ. Είναι βαθιά μου πεποίθηση ότι όλοι μας δρούμε καλοπροαίρετα και ότι τα πράγματα τελικά στραβώνουν και μπλέκουν μόνο και μόνο γιατί οι ιδέες που καλοπροαίρετα πιστεύουμε είναι συχνά εσφαλμένες και τελικά στην πρακτική τους εφαρμογή μας οδηγούν σε άλλες κατευθύνσεις από αυτές που θα θέλαμε.

Ελπίζω να κατάφερα να αποτυπώσω στο ύφος του κειμένου αυτή τη στάση απέναντι στα πράγματα και να μην υπάρχουν σημεία που κάποιος θα αισθανθεί να αδικείται. Αν πάλι δεν το κατάφερα, να ξέρετε ότι αυτή ήταν και είναι η πρόθεσή μου οπότε παρακαλώ διαβάστε το κείμενο καλοπροαίρετα.

Κάτι ακόμη που θέλω να πω είναι ότι αυτή η συζήτηση έρχεται να συνεχιστεί στη σκιά μιας ήττας βαριάς. Της ήττας του αγώνα των εργολαβικών. Ο αγώνας αυτός ήταν μια μεγάλη ευκαιρία για όλους μας και η ήττα του είναι ήττα ολονών μας ανεξαρτήτως του αν συμμετείχαμε στη πρωτοβουλία αλληλεγγύης ή όχι. Κάθε φορά που ένα κομμάτι της τάξης αποτυγχάνει, χάνουμε όλοι μας ανεξαρτήτως αν συμφωνούμε ή διαφωνούμε με τη στρατηγική του. Το λέω αυτό για να ξεκαθαρίσω ότι το κείμενο αυτό δεν είναι ένα κείμενο που έρχεται να πανηγυρίσει την ήττα του αγώνα των εργολαβικών για να κάνει στη συνέχεια πολιτική πάνω της. Ο κριτικός αναστοχασμός πάνω σε αυτόν τον αγώνα γίνεται με την αγωνία να διαυγάσουμε τα λάθη μας προκειμένου να μην τα επαναλάβουμε στο μέλλον. Και αν στον αγώνα αυτό αφιερώνεται ένα μεγαλύτερο κομμάτι του κειμένου σε σχέση με άλλους αγώνες, είναι μοναχά
γιατί αποτέλεσε της πρόσφατη κοινή εμπειρία όλων μας.

Είναι επίσης πιθανόν ένα κομμάτι του κόσμου που συμμετείχε στην πρωτοβουλία αλληλεγγύης στους εργολαβικούς, να αισθάνεται πικρία για το γεγονός ότι κάποιος κόσμος δε συμμετείχε στην πρωτοβουλία αλληλεγγύης και δε στήριξε με όλες του τις δυνάμεις την αλληλεγγύη στον αγώνα των εργολαβικών. Πάνω σε αυτό θέλω να εξηγήσω λίγο τη δική μου στάση για να μην υπάρχουν κενά και παρερμηνείες. Όταν βρεθήκαμε στις πρώτες συναντήσεις για την οργάνωση της αλληλεγγύης στον αγώνα και συζητούσαμε για τα χαρακτηριστικά που θα πάρει το μόρφωμα που θα διεξάγει την αλληλεγγύη, βρέθηκα εκεί και κατέθεσα μαζί με κάποιους και κάποιες συντρόφους και συντρόφισσες ακόμα, συνοπτικά την εμπειρία του παρελθόντος και μια οπτική για τα πράγματα προτείνοντας η συνέλευση αλληλεγγύης να πάρει ορισμένα χαρακτηριστικά γιατί αλλιώς η εμπειρία έλεγε ότι ο αγώνας είχε πολύ μεγάλες πιθανότητες να οδηγηθεί σε αδιέξοδο και να ηττηθεί. Σύντομα έγινε φανερό ότι ο υπόλοιπος κόσμος δεν ήθελε να δράσει με αυτά τα χαρακτηριστικά και τότε βρεθήκαμε αντιμέτωποι με επιλογές που η μια ήταν χειρότερη από την άλλη: Η πρώτη επιλογή θα ήταν να παγώσει η διαδικασία της αλληλεγγύης και να μπούμε σε μια εσωτερική συζήτηση όπου θα γινόταν μια αναλυτική μεταφορά της εμπειρίας και μια κατάκτηση αναλυτικών εργαλείων (αυτό που προσπαθεί να ξεκινήσει αυτό το κείμενο) προκειμένου να υπάρξει μια επεξήγηση των θέσεων που εκφράστηκαν συνοπτικά γύρω από τα χαρακτηριστικά λειτουργίας των διαδικασιών. Αυτή η διαδικασία ίσως να βοηθούσε και να οδηγούνταν τελικά σε σύνθεση αλλά εν τω μεταξύ θα είχε περάσει τουλάχιστον ένας μήνας και η αλληλεγγύη στον αγώνα των εργολαβικών θα είχε πάει κατά διαόλου γιατί θα είχε απορροφηθεί από τη εσωστρεφή συζήτηση. Η δεύτερη επιλογή ήταν να συνεχίσουμε να συμμετέχουμε στο μόρφωμα της αλληλεγγύης με τα χαρακτηριστικά που τελικά αυτό πήρε και να αφιερώσουμε χρόνο και δυνάμεις σε μια κατεύθυνση που θεωρούμε ότι αυτή η αφιέρωση είναι ένα μάταιο ξόδεμα και σπατάλη γιατί γνωρίζαμε από τις προηγούμενες εμπειρίες ότι αυτός ο δρόμος κατά πάσα πιθανότητα βγάζει σε ήττα, αλλά και να μη βγάλει σε ήττα σίγουρα μας βγάζει πολύ μακριά από εκεί που θέλουμε να τείνουμε με τις εκάστοτε προσπάθειές μας. Και όταν σπαταλάς δυνάμεις και ενέργεια σε αδιέξοδες κατευθύνσεις για πολλά χρόνια, από ένα σημείο και μετά δε θες πια να το κάνεις για λόγους αυτοσεβασμού και προστασίας της ψυχοσυναισθηματικής σου ισορροπίας από το αίσθημα της ματαίωσης. Η τρίτη επιλογή που είχαμε ήταν να συνεχίσουμε να συμμετέχουμε στην πρωτοβουλία αλληλεγγύης με πολιτικάντικους όρους: να κάνουμε δηλαδή ότι συμφωνούμε με τα χαρακτηριστικά της, αλλά να προσπαθούμε διαρκώς με έμμεσους τρόπους να σύρουμε την πρωτοβουλία προς την κατεύθυνση που εκτιμούσαμε ότι έχει νόημα να κινηθεί. Φυσικά αυτό το ενδεχόμενο το αρνηθήκαμε για λόγους αξιοπρέπειας και συντροφικότητας προς τον κόσμο που ήθελε να τρέξει τον αγώνα αλλιώς. Τέλος η τελευταία επιλογή που απόμενε (και η πιο σωστή πολιτικά από τη σκοπιά μας) ήταν το να καλέσουμε μια δεύτερη συνέλευση αλληλεγγύης με τα χαρακτηριστικά που προτείναμε αλλά αυτό θα έκανε τα πράγματα εκρηκτικά στο βαθμό που η συζήτηση δεν είχε ολοκληρωθεί και το τοπίο παρέμενε θολό. Μια τέτοια κίνηση θα ήταν αντισυντροφική προς το κομμάτι εκείνο των συντρόφων και συντροφισσών που δεν είχαν ξεκάθαρο στο μυαλό τους αν προτιμούν το ένα μοντέλο λειτουργίας ή το άλλο, καθώς θα ήταν σαν να τους εκβίαζες να πάρουν θέση ενώ η συζήτηση δεν είχε ολοκληρωθεί. Έτσι μπροστά σε όλους αυτούς τους δρόμους που ο ένας ήταν πιο αδιάβατος από τον άλλο, τελικά επιλέξαμε να αποστασιοποιηθούμε και να αφήσουμε τον κόσμο να κινήσει την αλληλεγγύη όπως ήθελε παραπέμποντας τη συζήτηση στο μέλλον. Φυσικά αυτή η αποστασιοποίηση σήμαινε από τη μια ότι ο κόσμος της πρωτοβουλίας αλληλεγγύης θα μπορούσε να κινηθεί απερίσπαστος από εσωτερικές τριβές στη διαδικασία ή από ανταγωνιστικές συνελεύσεις αλληλεγγύης, αλλά από την άλλη σήμαινε και ότι επειδή ακριβώς ο τρόπος με τον οποίο διεξήχθη η αλληλεγγύη δε μας εξέφραζε, η στήριξή μας θα ήταν χλιαρή.

∆υστυχώς αυτό ήταν ατυχές για τον ίδιο τον αγώνα και τους εργαζόμενους αλλά δεν είχαμε και πολλές διεξόδους. Η κίνηση της αποστασιοποίησης δεν είχε χαρακτήρα εγκατάλειψης του τύπου «ας τους να κάνουν ότι καταλαβαίνουν, να χάσουν και θα τα πούμε μετά». Έγινε με μεγάλη αγωνία και στενοχώρια τόσο για το γεγονός ότι ένας αγώνας πολύ σημαντικός οδηγούνταν μέσα και από τις επιλογές των αλληλέγγυων σε αδιέξοδο δρόμο και για το ότι λόγω όλων αυτών των εσωτερικών αντιθέσεων ήμασταν εγκλωβισμένοι και ο αγώνας δεν τύγχανε όσης στήριξης θα μπορούσε. Αλλά με όλους τους παραπάνω δρόμους κλειστούς, δεν είχαμε πολλές επιλογές. ∆ε γνωρίζω για τα υπόλοιπα σχήματα και συνελεύσεις αδιαμεσολάβητου αγώνα (ΣΑΑ), αλλά για τη ΣΑΑ του φυσικού τουλάχιστον μπορώ να πω ότι σε κάθε μας συνέλευση αναρωτιόμασταν πώς μπορούμε να βοηθήσουμε τον αγώνα και τι μπορεί να γίνει με δεδομένους τους αδιάβατους δρόμους, που να έχει νόημα και να μην είναι τουφεκιά στον αέρα. ∆ε μπορέσαμε να βρούμε πολλά. Γράψαμε συνθήματα, βγάλαμε ένα κείμενο υπεράσπισης της απεργίας όταν άρχισε η φλυαρία και η πρακτική της απεργοσπασίας, μπλοκάραμε κατά το δυνατόν κινήσεις μαζέματος τον σκουπιδιών, στηρίξαμε με τη φυσική μας παρουσία κάποιες πορείες, συγκεντρώσεις και άμεσες δράσεις της πρωτοβουλίας αλληλεγγύης και ήμασταν στη σχολή μας τη μέρα της μεγάλης απεργοσπασίας με το κωδικό όνομα «εθελοντικός καθαρισμός». Θέλαμε και μπορούσαμε να κάνουμε πολύ περισσότερα, αλλά οι επιλογές των συντρόφων και των συντροφισσών δε μας έδωσαν τη δυνατότητα.

Και εδώ θα ήθελα να πω ότι η υπάρχει και αυτή η πικρία. Αν πικρία αισθάνθηκαν αυτοί που μας είδαν να μη στηρίζουμε δυναμικά την καμπάνια αλληλεγγύης, πικρία αισθανθήκαμε και εμείς που είδαμε τους συντρόφους και τις συντρόφισσες με τους οποίους με πολύ κόπο και αφιέρωση δυνάμεων και χρόνου έχουμε σμιλεύσει σχέσεις και έχουμε στήσει διαδικασίες και αγώνες από κοινού στο παρελθόν, να μη μας εμπιστεύονται, να θεωρούν λες και γνωριστήκαμε χθες ότι η οπτική μας πηγάζει από μια ιδεολογική περιχαράκωση και όχι από τη διάθεση να μην κάνουμε τα ίδια λάθη και τελικά να επιλέγουν μια κατεύθυνση που δε μας χωρά για χάρη της σύναψης περιστασιακών σχέσεων με κόσμο που ούτε καν τον γνώριζαν.

Φυσικά το ζήτημα τελικά δεν είναι συναισθηματικό. Όλες οι συμπεριφορές εντεύθεν και εντεύθεν πήγασαν από πολιτικές θέσεις και θεωρήσεις και κανείς δε θα είχε νόημα να αξιώσει από τους άλλους να ακολουθήσουν κάτι που δεν πίστευαν προκειμένου να μην πικραθεί. Οι συλλογικές διαδικασίες στήνονται πάνω στο τι θέλεις να κάνεις και όχι πάνω στο να μην πικραθούν οι μεν ή οι δε. Αν στήνονται πάνω στο δεύτερο τότε απλά δεν προχωρούν, γιατί το προχώρημα περνά από το να ξέρεις τι θέλεις να κάνεις και να δρας συγκεκριμένα πάνω στο συγκεκριμένο, πράγμα που πολλές φορές περνά και μέσα από τη ρήξη. Έτσι λοιπόν η ουσία του ζητήματος έγκειται στο να καταφέρουμε να συνθέσουμε αυτές τις αποκλίνουσες θέσεις και θεωρήσεις. Αν αναφέρω το συναίσθημα της πικρίας είναι μόνο για να υπάρξει μια εξισορρόπηση, να αντιληφθούμε ότι δεν υπάρχουν κάποιοι πιο πικραμένοι και αδικημένοι από τους υπόλοιπους, να μπορέσουμε να αφήσουμε το αίσθημα πικρίας στην άκρη, να αποφορτιστούμε και έτσι να συνεχίσουμε στην κυρίως συζήτηση χωρίς φόβο και πάθος που λένε.

Από πλευράς μου δεν έχω να εκφράσω κάτι παραπάνω, οπότε στη συνέχεια θα περάσω στην πολιτική διάσταση της συζήτησης. Θέλω μόνο να πω ότι είναι σημαντικό, όλες αυτές οι επιμέρους συναισθηματικές εντάσεις να εκφραστούν από τον καθένα και τη καθεμιά γραπτά ή προφορικά ώστε να υποσταλθούν οι σημαίες του εγωισμού και να συζητήσουμε επί της ουσίας και όχι με παράλληλους μονόλογους με σκοπό την επιβεβαίωση της περηφάνιας μας. Προχωρώ λοιπόν έχοντας εμπιστοσύνη και περιμένοντας τις φωνές των συντρόφων και των συντροφισσών επί του συναισθηματικού, αλλά και επί του συνόλου…

Το κείμενο αυτό χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος πραγματεύομαι τα όρια και τις αδυναμίες των πρωτοβουλιών και των πολιτικών μετώπων. Στο δεύτερο μέρος ξεκινώντας από μια ανάλυση της συγκυρίας στο φως της ιστορικής εξέλιξης που οδήγησε στην τωρινή στιγμή καταθέτω μια οπτική για τις κατευθύνσεις στις οποίες έχει νόημα να κινηθούν οι αγώνες σήμερα. Τέλος στο τρίτο μέρος, συνθέτω τις οπτικές αυτές με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον τις αυτονομίας, τους δρόμους που ανοίγονται μπροστά μας και τις επιλογές που καλούμαστε να κάνουμε.

Tuiavii

Θεσσαλονίκη

Μάρτιος 2013

Η συνέχεια του κειμένου σε μορφή pdf εδώ

1 Σχόλιο

  1. Το κείμενο αποτελείται από τρία μέρη που αν και για τον συγγραφέα του είναι εμφανές ότι έχουν μια νοηματική συνέχεια, για κάποιον που δεν είχε την δική του εμπλοκή με τα αυτόνομα σχήματα, είναι εκ των πραγμάτων άσχετα το ένα με το άλλο. Γι’αυτό στις κριτικές παρατηρήσεις που έχω να κάνω ξεκινώ αντιμετωπίζοντας τα σαν τρία διαφορετικά κείμενα. Ειδικά για το τελευταίο θεωρώ ότι είναι ένα εσωτερικό κείμενο της τάσης των αυτόνομων σχημάτων, ενδιαφέρον ασφαλώς, αλλά αδυνατώ να συμμετάσχω σε μια συζήτηση για ότι πραγματεύεται με δεδομένο ότι δεν έχω επαφή με τα γεγονότα στα οποία αναφέρεται.

    Αντίθετα τα δύο πρώτα μέρη αφορούν ζητήματα που και εμένα απασχολούν συνεχώς και νομίζω ότι μπορώ να συνεισφέρω υπό ίσους όρους σε μια συζήτηση.

    Έτσι για το πρώτο μέρος θα πρέπει να πω ότι είναι μια υποδειγματική ανάλυση της εμπειρίας και των πολιτικών συμπερασμάτων από την εμπλοκή σε έναν αγώνα. Και είναι υποδειγματική γιατί είναι αναλυτική, απλή (και όχι απλοϊκή) και ξεκάθαρη. Επιτρέπει έτσι την συζήτηση και την εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων αντίθετα από ότι μας έχουν συνηθίσει οι περισσότερες ομάδες του α/α/α/ε (σύμφωνα με τον συγγραφέα) χώρου, που αντί να διαφωτίζουν με όσα γράφουν, μάλλον συσκοτίζουν. Γιατί ενάντια σε κάθε κινηματική ηθική σκοπός τους δεν είναι να προχωρήσει το κίνημα ακόμα και κατακρίνοντας τις δικές τους παρεμβάσεις, αλλά να προβάλουν την ομάδα ή το κόμμα τους. Η αποτίμηση θεωρείται κάτι που πρέπει να γίνεται εν κρυπτώ και μακριά από τα “εχθρικά” βλέμματα των άλλων.

    Σε ότι αφορά τώρα τα επιχειρήματα θα πρέπει να πούμε ότι το μεγαλύτερο μέρος των απόψεων με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο. Ο συγγραφέας έχει περισυλλέξει με προσοχή όλα τα προβλήματα που παρουσιάζουν τα μετωπικά σχήματα και όποιος έχει συμμετάσχει ποτέ σε κάτι παρόμοιο αντιλαμβάνεται την αλήθεια των απόψεών του.

    Καθώς όμως το πρώτο μέρος πλησιάζει στο τέλος του τα γενικότερα συμπεράσματα αρχίζουν να αποκλίνουν από τις δικές μου απόψεις. Το κείμενο είναι πολύ μεγάλο και μια εξαντλητική αντιπαράθεση επιμέρους ζητημάτων θα κούραζε πιστεύω και δεν θα βοηθούσε στον σχηματισμό πληρέστερης άποψης. Μάλλον θα χανόμασταν στις λεπτομέρειες. Επέλεξα έτσι να αναφερθώ στα κυριότερα μόνο από τα σημεία που διαφωνώ, εκείνα που πιστεύω ότι δείχνουν και μία διαφορετική κατεύθυνση.

    Και το πρώτο από αυτά είναι το ζήτημα της ανυπαρξίας στο κείμενο, οποιασδήποτε κριτικής στον α/α/α/ε χώρο. Η ανυπαρξία αυτή δεν είναι για μένα πρόβλημα από την πλευρά της ηθικής (“γιατί ενώ ξεκατινιάζονται οι αριστεροί, οι αναρχικοί εμφανίζονται τέλειοι δια της απουσίας κάθε κριτικής;”). Είναι πρόβλημα γιατί ουσιαστικά χρησιμεύει ώστε να στηρίξει την επιχειρηματολογία του δεύτερου μέρους, σύμφωνα με την οποία η αριστερά (ομάδες και άτομα) έχει αυτές τις καταστροφικές παρεμβάσεις στους αγώνες εξαιτίας του ότι ενστερνίζεται ιδέες ιεραρχικές και εξαιτίας του ότι οι οργανώσεις της είναι μηχανισμοί για την επιβολή ιεραρχικών σχέσεων. Και αυτό βέβαια έχει μία δόση αλήθειας. Αν όμως βάλουμε και τον “χώρο” στο κάδρο διαπιστώνουμε ότι και εκεί κυριαρχούν οι ιεραρχικές, απολυταρχικές, πατερναλιστικές παρεμβάσεις παρότι, σε ρητορικό και διακηρυκτικό επίπεδο βέβαια, εξοβελίζονται στο πυρ το εξώτερο. Όχι μόνο δηλαδή οι διάφορες τάσεις της αναρχίας δεν έχουν δείξει να βοηθούν -κατά πλειοψηφία- στην ανάπτυξη των κινηματικών χαρακτηριστικών των αγώνων, αλλά αντίθετα παρεμβαίνουν σαν να ανήκουν σε κάποιο αόρατο “κόμμα της αναρχίας”. Επομένως δεν είναι το πρόταγμα γενικά και αόριστα που έχει ή λέει ότι έχει κάποιος εκείνο το αλάθητο στοιχείο που να μας εξασφαλίζει την θετική του συνεισφορά στους αγώνες.

    Ακόμα περισσότερο από το κείμενο φαίνεται σαν να βγαίνει το συμπέρασμα ότι ο κάθε αγωνιστής πράττει όπως πράττει, γιατί έχει ασπαστεί την τάδε ή την δείνα ιδεολογία. Η δική μου άποψη όμως είναι διαφορετική. Δεν είναι τόσο οι ιδέες που καθορίζουν την στάση των αγωνιστών (ομαδικά ή κατά μόνας) στις διαδικασίες αγώνα, αλλά οι σχέσεις τους. Οι σχέσεις τους με τα άλλα μέλη της συλλογικότητας, οι σχέσεις τους με το αντικείμενο του αγώνα, οι σχέσεις τους με υποκείμενα έξω από την συλλογικότητα (συντρόφους, φίλους, μέλη οικογένειας, συναδέλφους, αφεντικά κτλ). Αν π.χ. Ένα μεγάλο μέρος της ζωής σου είναι αφιερωμένο στην ζωή της πολιτικής σου ομάδας, αν οι σύντροφοι της ομάδας σου είναι για σένα τα αδέρφια σου, τότε η άποψή τους, αλλά και γενικότερα το πολιτικό μέλλον της ομάδας σου γίνεται πιο κυρίαρχο από το οποιοδήποτε επίδικο του αγώνα. Και αυτό ισχύει τόσο για την αριστερά όσο και για την αναρχία.

    Εκείνο βέβαια που διαφοροποιεί τον χώρο από τα κόμματα της αριστεράς είναι ότι ο χώρος πράγματι δεν είναι κόμμα. Δεν έχει δηλαδή αυτόν τον μηχανισμό της καταγραφής και ρητής παρακολούθησης των μελών που έχει το λενινιστικό κόμμα. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι αν και ο ορίζοντας των διαπροσωπικών σχέσεων των αναρχικών ομάδων είναι πολύ πιο κοντινός από εκείνος των κομμάτων, είναι συχνά πιο ασφυκτικός από εκείνο των κομμάτων, όσο π.χ. Και της οικογένειας.

    Από την άλλη ας μην τρελαινόμαστε: όπως σωστά αναφέρει ό συγγραφέας, η αριστερά -ευτυχώς- έχει πάρει την κάτω βόλτα. Τα κόμματά της δεν είναι αυτά που ήταν κάποτε και συνακόλουθα όσα έχουν να προσφέρουν στα μέλη τους και όσα μπορούν να πετύχουν οι αστυνομίες τους. Καλό είναι λοιπόν να τους προσέχουμε αλλά ας μην υπερβάλουμε.

    Η παραπάνω θέση βάζει πιστεύω ένα νέο σημείο αναφοράς στην πραγμάτευση του ζητήματος των πολιτικών σχέσεων ομάδων και ατόμων. Αν τελικά οι σχέσεις είναι το κρίσιμο τότε από την μια πρέπει να μας ενδιαφέρουν οι σχέσεις εκείνων που συνεργαζόμαστε και από την άλλη πρέπει να ενισχύουμε τις σχέσεις εντός της αγωνιστικής συλλογικότητας.

    Το πρώτο είναι νομίζουμε όμως αρκετά δύσκολο. Που ξέρω εγώ αν ο τάδε αγωνιστής “παίρνει γραμμή” και την φέρνει στην συλλογικότητα. Θα προεκτείνω τον συλλογισμό για να γίνει κατανοητό ότι δεν υπάρχουν μόνο κομματικοί περιορισμοί σε έναν αγώνα. Αν ένας αγωνιστής έχει περιορισμούς από την οικογένεια του που το ξέρουμε; Αν έχει περιουσία, εισόδημα από άλλες πηγές εκτός της εργασίας του (αν πρόκειται για απεργία), θα έχει την ίδια στάση με κάποιον που δεν έχει άλλο εισόδημα; Συνήθως αυτά είναι ζητήματα των καφενείων και των κουτσομπολιών αλλά γιατί δεν τα αντιμετωπίζουμε με την συστηματικότητα που τους αντιστοιχεί; Προσωπικά μου έχει τύχει συμπεριφορές συντρόφων να μην μπορώ να τις εξηγήσω και τελικά το μυστήριο να λύνεται ανακαλύπτοντας πτυχές της προσωπικής τους ζωής. Επομένως να άλλη μία πλευρά του ζητήματος. Γιατί περιορισμούς τέτοιου τύπου έχουμε όλοι (γι’αυτό θα ήταν πιο σωστό να μιλήσουμε για προσδιορισμούς). Στην διαδικασία υποστήριξης των εργολαβικών π.χ. Πόσο ρόλο έπαιξε ότι η ομάδα αλληλεγγύης απαρτιζόταν κατά το πλείστον από φοιτητές με ότι σημαίνει αυτό;

    Δεν νομίζω ότι μπορούμε να έχουμε εκ των προτέρων μία ξεκάθαρη θέση απέναντι σε κάποιον απλά και μόνο γνωρίζοντας ορισμένες πλευρές του (εκτός βέβαια από κραυγαλέες περιπτώσεις). Μπορούμε να κρίνουμε μόνο εκ των υστέρων από την στάση και την δράση του. Και αυτό και για έναν επιπλέον λόγο. Γιατί όπως προανέφερα οι σχέσεις κάποιου με το “έξω” της διαδικασίας μπορεί να τον μετατρέπουν σε εχθρό της αυτονομίας της, αλλά ευτυχώς οι σχέσεις δεν λειτουργούν ποτέ προς μία μόνο κατεύθυνση. Απέναντι στους εξωτερικούς ετεροκαθορισμούς μπορούμε να αντιπαραθέτουμε τις σχέσεις των αγωνιζόμενων. Αυτό δηλαδή που λέμε κοινότητα του αγώνα (μία έκφραση που δυστυχώς χρησιμοποιείται πλέον όλο και πιο καταχρηστικά ακόμα και αν δεν υπάρχουν σχέσεις των αγωνιζόμενων υποκειμένων). Αυτές οι σχέσεις είναι το μόνο εχέγγυο για την αυτονομία του αγώνα και πολλές φορές η ιστορία έχει δείξει ότι μπορούν να γίνουν τόσο δυνατές ώστε να ταρακουνήσουν ακόμα και αυτή την παντοκρατορία της μορφής κόμμα (για να μην αναφερθώ στην δυνατότητα τους να υποσκάπτουν όλους τους αλλοτριωτικούς θεσμούς). Αυτός άλλωστε είναι και ένας από τους λόγους που η σκυα θέτει τους αγώνες στο επίκεντρο. Γιατί έτσι αλλάζουν οι σχέσεις και κατ’επέκταση η κοινωνία.

    Είναι σωστά αυτά που γράφονται για το τι πρέπει να κάνει ένας αγώνας ώστε να προχωράει, αλλά αξίζει να ξαναδιαβαστούν και από αυτή την πλευρά. Δηλαδή σαν προϋποθέσεις δημιουργίας αγωνιστκών σχέσεων. Π.χ. Η δημοσιοποίηση του αγώνα είναι σημαντική αλλά ακριβώς γι’αυτόν τον λόγο και από αυτή τη σκοπιά. Χρειάζεται να γίνεται “ντόρος” για ένα θέμα, αλλά πολύ περισσότερο χρειάζεται να γίνεται γνωστό ένα ζήτημα σε ανθρώπους που ντε φάκτο τους αφορά εξ ίσου και μάλιστα να επιδιώκεται η δημιουργία σχέσεων μαζί τους. Επομένως προπαγάνδα στοχευμένη.

    Ένα άλλο ζήτημα που διαπερνάει τόσο το πρώτο όσο και το δεύτερο μέρος και που κατά την γνώμη μου οδηγεί σε εσφαλμένα συμπεράσματα είναι η οπτική από την οποία γράφεται. Δηλαδή η οπτική μίας πολιτικής ομάδας που βλέπει τους αγώνες “εξωτερικά” και τις μπαίνουν ζητήματα που προκύπτουν από την παρέμβαση της σε αυτούς και μάλιστα σε σχέση με τις άλλες πολιτικές ομάδες/οργανώσεις/κόμματα. Και αυτή η οπτική είναι βέβαια νομιμοποιημένη και με το παραπάνω (για μια πολύ καλή τέτοια προσέγγιση συστήνω το βιβλίο: ίχνη στο χιόνι, του Hobo) και ίσα ίσα που λείπουν οι ουσιαστικές αποτιμήσεις παρεμβάσεων όπως έγραψα και νωρίτερα. Δεν πρέπει όμως να παρασυρόμαστε από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σαν πολιτικοποιημένα υποκείμενα κατά τις παρεμβάσεις μας και να γενικεύουμε θεωρώντας πως τα δικά μας προβλήματα είναι και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο ταξικός ανταγωνισμός σήμερα και τέλος.

    Για παράδειγμα ένα σημαντικό και πρωτεύον ζήτημα ενός αγώνα δεν είναι το τι θα κάνουν οι πολιτικές απόψεις στο εσωτερικό του, αλλά αν θα μαζευτεί τελικά μια κρίσιμη μάζα ανθρώπων να τον τρέξει. Αγώνες συμβαίνουν όταν οι άμεσα ενδιαφερόμενοι θέλουν να τους δώσουν, όταν ασχολούνται με αυτό και όχι απλά όταν αποφασίζουν κάποιοι πολιτικοποιημένοι να αναμιχθούν. Αυτό μπορεί να συμβαίνει ή όχι, ποια είναι όμως τότε η σωστή τακτική είναι ένα πολιτικό ζήτημα και όχι ένα άμεσο ζήτημα του αγώνα.

    Σαν πολιτικό τώρα ζήτημα η κάθε πολιτική άποψη ανάλογα με το γενικότερο πλαίσιο της, δίνει διαφορετική απάντηση. Για τους λενινιστές π.χ. Οι αγώνες είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο πρέπει να εκπαιδεύσουν τους εργάτες για τον ουσιαστικό αγώνα που είναι ο πολιτικός αγώνας (π.χ. Για το παμε πάντα η κατάληξη είναι: “καλός ο αγώνας αλλά αν δεν ενισχυθεί το κόμμα στις εκλογές δώρον άδωρον”). Για τους αναρχικούς ο κάθε αγώνας είναι το πρώτο ξέσπασμα της εξέγερσης του ατόμου απέναντι στο άδικο κοινωνικό σύστημα και πρέπει να ενισχυθεί, να γενικευτεί και να στραφεί στο πραγματικό ζήτημα που είναι η επανάσταση. Εδώ νομίζω υπάρχει ένα κενό για την άποψη της ομάδας των αυτόνομων. Τι ακριβώς θέλει δηλαδή από τον αγώνα; Της φτάνουν αυτά που ζητάνε οι αγωνιζόμενοι ή ζητάει να υπηρετούνται κάποιες αξίες μέσα από τα περιεχόμενα; Το κείμενο μιλώντας άλλοτε για αυτονομία και άλλοτε για περιεχόμενα από δω μέχρι τον κομμουνισμό νομίζω πως δεν παίρνει ξεκάθαρη θέση.

    Ας πω όμως την δική μου για να μην θεωρηθεί ότι κρίνω χωρίς να κρίνομαι. Για μένα σκοπός είναι να κερδίσει ο αγώνας με τα περιεχόμενα που του έχουν θέσει οι ίδιοι οι άμεσα ενδιαφερόμενοι. Όσοι πολιτικοποιημένοι θέλουν να βοηθήσουν σε αυτή την κατεύθυνση καλοδεχούμενοι. Όσοι έρχονται να διδάξουν, να εκτρέψουν, να εκμεταλλευτούν, να αποσπάσουν φήμη και πολιτική υπεραξία: να πάνε να γαμηθούν. Οι συλλογικότητες των αγωνιζόμενων καλά θα κάνουν να είναι καχύποπτες σε σχέση με όλους αυτούς. Και βέβαια είναι πράγματι καχύποπτοι πλέον οι περισσότεροι άνθρωποι και γι’αυτό καμέα φορά οι αριστεροί (αλλά και οι αναρχικοί) σκίζουν τα ιμάτια τους για το ότι οι μη πολιτικοποιημένοι άνθρωποι αρνούνται να ακολουθήσουν τις συμβουλές τους. Αυτή η θέση έχει κάτι πολιτικό που περιγράφεται με την καταταλαιπωρημένη λέξη αυτονομία (αυτονομία δηλαδή του αγώνα ενάντια σε κάθε εξωτερικό καθορισμό), έχει όμως και κάτι άλλο. Και αυτό το άλλο δεν είναι απαραίτητο να το καταλάβει ένας πολιτικοποιημένος άνθρωπος, ακόμα και αν έχει όλα τα καλά του κόσμου.

    Αυτό το άλλο πράγμα ονομάζεται ταξική θέση. Δηλαδή θέλω οι αγώνες να νικούν γιατί είναι δικοί μας αγώνες. Είναι οι αγώνες που δίνουμε εμείς και οι όμοιοι μας και ακόμα και οι μερικές, τμηματικές, παροδικές ακόμα και με πολλούς συμβιβασμούς καμιά φορά νίκες είναι νίκες για μας. Μπορεί τώρα από μια πολιτική σκοπιά να μην πετυχαίνουμε τον κομμουνισμό, την αναρχία, να μην πετυχαίνουμε ούτε καν μια άνοδο του κινήματος, μια αντεπίθεση, μία παρακαταθήκη για το μέλλον, μπορεί η νίκη μας να είναι μια “επανεπιβεβαίωση της θνήσκουσας φορντικής ρύθμισης και του επαίσχυντου (χωρίς ειρωνεία) κορπορατισμού” αλλά είναι το κάτι λίγο που κερδίσαμε, όλοι μαζί, ενάντια στα αφεντικά μας και για μένα αυτό δεν είναι καθόλου λίγο και αμεληταίο. Όταν π.χ οι 300 μετανάστες δίνουν τον αγώνα τους εγώ θέλω να κερδίσουν ακόμα και αν κερδίσουν κάτι λίγο, ακόμα και αν αυτό που θα κερδίσουν δεν θα γίνει κατορθωτό να επεκταθεί σε όλη την τάξη, ακόμα και μέσα από διαδικασίες χάλια, γιατί ταυτίζομαι μαζί τους. Γιατί μπορώ να φανταστώ να βρίσκομαι στην θέση τους και να κάνω το ίδιο.

    Και από τα παραπάνω φαίνεται νομίζω τι εννοώ μιλώντας για αγώνες. Ας μην λέμε σοφιστείες: δεν μιλάμε ούτε για τον “αγώνα” του χίτλερ, ούτε για τον αγώνα κάποιου να πιάσει την καλή ή να κάνει καριέρα, ούτε για ποδοσφαιρικούς αγώνες. Μιλάμε για κοινωνικούς αγώνες, συλλογικούς ενάντια σε εκείνους που μας εκμεταλλεύονται και μας καταπιέζουν. Και ίσως σε κάποιες περιπτώσεις αυτό να είναι φλου, αλλά ας μου επιτραπεί να πω πως δυστυχώς όλο και πιο συχνά οι περιπτώσεις αυτές εκλείπουν. Η βία γίνεται συνεχώς πιο πρόδηλη και ανενδοίαστη και δεν έχω εγώ τουλάχιστον σκοπό να κάτσω πρώτα να βρω έναν περιεκτικό ορισμό της και μετά να την αντιπαλέψω. Προτιμώ να βοηθώ τους αγώνες που ξεσπούν ενάντια στις πιο ξεκάθαρες μορφές της, ακόμα και αν έχω απόλυτη επίγνωση της μερικότητας του ορισμού που δίνω σχετικά με το τι είναι αγώνας.

    Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι τελειώνει η κουβέντα εκεί. Ίσα ίσα που τώρα ξεκινάει. Γιατί αν βάζεις μπροστά την αυτονομία των αγώνων τότε πρέπει να παρεμβαίνεις στους αγώνες και να βοηθάς στην περιφρούρηση και την ενίσχυση της. Και έτσι διαπλέκεται το πολιτικό ζήτημα με τον κάθε αγώνα, με τρόπο αξεδιάλυτο. Αντίθετα από ότι προσβλέπει το κείμενο, δεν μπορούν να υπάρξουν αγώνες “καθαροί” από πολιτική. Δεν αρκεί να μην αποδέχεσαι να συμπράξεις με αριστερούς. Σε κάθε περίπτωση η πολιτική, τα πολιτικά ζητήματα και οι πολιτικές ιδεολογίες διαπερνούν κάθε κοινωνική σχέση, πόσο μάλλον ομαδοποίηση. Έτσι λοιπόν θα μπαίνει πάντα το ζήτημα τι στάση κρατάμε εμείς απέναντι σε άλλες “τάσεις”, πόσο μάλλον που όταν ανεβαίνει το κίνημα και γίνεται μαζικότερο έρχεσαι αντιμέτωπος με πολλές και διάφορες στάσεις. Και ίσως να μην είναι καν από την αριστερά… Δυστυχώς λοιπόν δεν είναι δυνατόν να αποφευχθεί η διαπάλη των «τάσεων». Και αυτό πρέπει να είναι δυο φορές ξεκάθαρο γιατί υπάρχει πράγματι μία σειρά ομάδων της αναρχίας και κάποιου είδους αυτονομίας, που στο όνομα της καθαρής άποψης και του «να μην γίνουμε ουρά κανενός» καταλήγει στον χειρότερο σεχταρισμό και στην περιθωριοποίηση. Κάθε φορά που στις διαδικασίες εμφανίζεται αριστερός τα μαζεύουν και αποχωρούν διαμαρτυρόμενοι.

    Τελειώνοντας θα έλεγα ότι δεν αντιλαμβάνομαι την ύπαρξη διλλήματος μεταξύ επίθεσης και αντίστασης. Μία συλλογικότητα αγώνα αγωνίζεται πάντα για το περισσότερο που κρίνει ότι μπορεί να πετύχει. Αν τώρα οι συνθήκες σήμερα είναι τέτοιες που δεν μπορούμε να οργανώσουμε ούτε καν την άμυνα, πως θα οργανώσουμε την επίθεση; Στα λόγια είναι ωραίο και πράγματι πολλοί σύντροφοι στον α/α/α/ε χώρο από την πρώτη στιγμή του ξεσπάσματος της κρίσης το φωνάζουν: «εμπρός για επίθεση, μην μασάτε». Όμως ο ανταγωνισμός δεν είναι συνέλευση σε φοιτητικό αμφιθέατρο που με πέντε συνθήματα αλλάζει το κλίμα. Είναι μακροχρόνια διαπλοκή διαδικασιών αγώνα, χτίσιμο σχέσεων εμπιστοσύνης κτλ με λίγα λόγια οργάνωση. Οργάνωση όμως αγώνα και όχι πολιτική οργάνωση. Το αν θα γίνει ένας αγώνας δεν έχει να κάνει μόνο με τα προτάγματα του αλλά (περισσότερο μάλιστα) με την τεράστια ποικιλία των πρακτικών ζητημάτων που τίθενται. Ο αγώνας συμβαίνει δηλαδή στην σφαίρα των γεγονότων και όχι στην σφαίρα των πολιτικών απόψεων.

    Όταν δηλαδή μία απεργία που καλεί η αριστερά δεν ενισχύεται από τον κόσμο, δεν είναι μόνο γιατί δεν έχει τα καλύτερα επιθετικά συνθήματα και η άποψη της είναι θνησιγενής, αλλά γιατί όλη και όλη η διαδικασία που αναλαμβάνει για το χτίσιμο της απεργίας είναι να βγάλει πέντε δελτία τύπου. Αν το δελτίο τύπου ή η αφίσα (δηλαδή η προπαγάνδα) είναι το μόνο που μπορεί να γίνει για την ενίσχυση μιας απεργίας τότε πράγματι το σημαντικότερο ζήτημα είναι τι θα λέει το δελτίο τύπου ή η αφίσα. Αλλά δεν νομίζω ότι είναι αυτό.

    Αν τώρα με το πρόταγμα της επίθεσης εννοούμε να πάμε πιο πέρα από τα μέχρι σήμερα γνωστά (αγώνες για τον μισθό, αγώνες ενάντια σε απολύσεις κ.τ.λ.) τότε συμφωνώ, αλλά δεν νομίζω ότι είναι εύστοχος ό όρος επίθεση. Μάλλον αυτό που ζητάμε είναι να επιστρέψει η δημιουργικότητα στους αγώνες, να βγουν από τα παραδοσιακά πλαίσια που μας έχει πράγματι εγκλωβίσει η παραδοσιακή πολιτική αντίληψη (αφίσα-πορεία-απεργία κτλ) και να διερευνηθεί ολόκληρη η γκάμα των πιθανών αγωνιστικών παρεμβάσεων που ανοίγεται αν σταματήσουμε να σκεφτόμαστε με όρους της παραδοσιακής πολιτικής (π.χ. κλαδικά πλαίσια, κάλυψη από τα σωματεία, νομιμότητα ακόμα και όταν είναι δυνατόν να ξεπεραστεί κτλ). Δεν πρόκειται δηλαδή για πρόταγμα, αλλά για τρόπο δράσης που σίγουρα όλοι πρέπει να αναλάβουμε και να διαδίδουμε. Αλλά ας μην ξεχνάμε ότι ο μόνος τρόπος να πετύχει αυτή η διάδοση είναι μέσω επιτυχών παραδειγμάτων αγώνα. Υπάρχουν δηλαδή κάποια πράγματα, που και χίλια δίκια να χεις, αν δεν έχεις τρόπο να πεις “να, τότε συνέβη και πέτυχε” δύσκολα πείθεις. Επιστρέφουμε δηλαδή για άλλη μια φορά πως περισσότερο μετράει το τι και πως το κάνεις, παρά το τι λες.

    R2D2

Γράψτε απάντηση στο R2D2 Ακύρωση απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*