1. Η αναδιάρθρωση όπως διαμορφώνεται επί ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ
Διανύουμε ήδη τον τρίτο χρόνο διακυβέρνησης του μορφώματος ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Μετά την πόλωση των ημερών του δημοψηφίσματος το καλοκαίρι του ’15, ακολούθησε μια περίοδος στην οποία η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ εξομάλυνε πολλές από τις εστίες τριβής που υποτίθεται πως είχε με τους θεσμούς και έγινε πειθήνιος μαθητής των δανειστών, χωρίς να προκαλέσει σοβαρές αντιδράσεις στο εσωτερικό, τουλάχιστον μέχρι στιγμής. Η αμηχανία και η απογοήτευση (και για κάποιους πιο πιστούς πρώην οπαδούς της “πρώτης φοράς Αριστερά” και η προδοσία) φαίνεται να είναι η κύρια κοινωνική παραγωγή της κυβέρνησης, που ανήλθε στην εξουσία επικαλούμενη την ελπίδα για ξεπέρασμα της κρίσης και της λιτότητας. Στη δική μας ανάλυση, πάντως [1], της ανόδου της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ προηγείται η αποτυχία του προηγούμενου κύκλου αγώνα (χοντρικά 2008-2012) να εμποδίσει ή, έστω, να προβάλει σοβαρά προσκόμματα στη διαδικασία της αναδιάρθρωσης. Οι βαθύτερες αιτίες αυτής της ήττας, πάνω στην οποία πάτησαν οι ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ για να εμπορευθούν, πολιτικά, ελπίδα, δεν μπορούν να συνοψιστούν σε ένα άρθρο, αφού απαιτούν, μάλλον, μια συλλογική και ευρύτερη διαδικασία αναστοχασμού.
Αυτό που μπορεί να αναλυθεί, όμως, και αυτό που θα προσπαθήσει να κάνει, σε αδρές γραμμές, αυτό το κείμενο, είναι να περιγράψει τους τρόπους με τους οποίους η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ συνεχίζει την αναδιάρθρωση, που είχε ξεκινήσει με τις προηγούμενες κυβερνήσεις της κρίσης, να εστιάσει στις ομοιότητες με τα περασμένα χρόνια και να τονίσει τις αλλαγές που διαφαίνονται στον ορίζοντα, όσον αφορά την αλλαγή του ρόλου και της λειτουργίας του κράτους σε σχέση με τον κοινωνικό έλεγχο και την κοινωνική διαμεσολάβηση, τη διαχείριση της φτώχειας και των μεταναστευτικών ροών, αλλά και τις ευκαιρίες που έχουν οι ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να χρησιμοποιήσουν μαζικές καταστροφές για να ανοίξουν νέα πεδία για την κυκλοφορία του κεφαλαίου αλλά και για τεχνικές κοινωνικού ελέγχου. Έπειτα, βασιζόμενοι σε αυτά που πραγματικά κάνει η νέα κυβέρνηση κι όχι σε αυτά που επικαλείται, θα επιχειρήσουμε μια εκτίμηση για τον βαθμό της επιτυχίας της να προχωρήσει τις αναγκαίες, για τα αφεντικά, αναδιαρθρώσεις, αναλύοντας, εντέλει, και την “κινούμενη άμμο” του κοινωνικού ανταγωνισμού, όπως διαμορφώνεται τα τελευταία χρόνια.
α. Συνέχειες και (λεπτές) διαφορές της αναδιαρθρωτικής πολιτικής στο δημόσιο
Ήδη, από την «αντιμνημονιακή» πρώτη φάση της διακυβέρνησης, ήταν εμφανές σε πιο ψύχραιμα βλέμματα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ θα συνεχίσει την αναδιάρθρωση με όρους συναίνεσης και θετικής διαμεσολάβησης. Οι δηλώσεις άλλωστε, δια στόματος Βαρουφάκη, ότι κυβέρνηση και δανειστές συμφωνούν «στο 70% του προγράμματος» [2] , συντάσσονται, εν πολλοίς, σε μια στρατηγική νεοφιλελέυθερης αναδιάρθρωσης. Για να αποκατασταθεί, όμως, το κενό πολιτικής διαμεσολάβησης, που βάθυνε ριζικά στα πρώτα χρόνια της κρίσης, πρέπει να αλλάξει ο ρόλος του κράτους στον κοινωνικό σχηματισμό. Όταν μιλάμε για κράτος, δεν εννοούμε μονάχα την κυβέρνηση και τους κρατικούς ή κατασταλτικούς μηχανισμούς. Εξάλλου, το μεταπολεμικό κράτος στην Ελλάδα ανέπτυξε το διαμεσολαβητικό του ρόλο μέσα από μια πολυδιάστατη επέκταση στην κοινωνία. Κύριο στοιχείο της επέκτασης αυτής είναι το γεγονός ότι το κράτος –ευρύτερα νοούμενο ως «το δημόσιο»– ήταν και παραμένει ο μεγαλύτερος εργοδότης στην επικράτεια.
Έτσι, είναι σημαντικό να εξετάσουμε, αρχικά, τους αγώνες στο δημόσιο, κατά τη μετάβαση στη ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ εποχή, ως αγώνες που δόθηκαν μέσα στα πλαίσια μιας παγιωμένης γραφειοκρατικής διαμεσολάβησης. Αγώνες που ηγεμονεύτηκαν από τα μορφώματα της μεσολάβησης αυτής (θεσμικά συνδικάτα και εργατοπατέρες) και με στοίχημα τη διατήρηση αυτών των παραδοσιακών μορφών μεσολάβησης και των κοινωνικών δικτύων εξουσίας που τα συνόδευαν. Τα παραδείγματα αγώνων που δόθηκαν έδειξαν, ξεκάθαρα, πώς περάσαμε από την κρατική «λογική» της καταστολής των αγώνων, επί συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ, σε μια «κρατικοποίηση» των αγώνων επί ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Μέσα στο «αντιμνημονιακό» πλαίσιο, σημαντικοί κατά τα άλλα αγώνες μετατρέπονταν σε καμπάνιες, που στόχο είχαν την πτώση της μιας κυβέρνησης και την αντικατάστασή της από μια άλλη. Ο ένας μετά τον άλλον αγώνας βαφτιζόταν σε «μητέρα των μαχών» και, ενώ η ρητορική πολλών πολιτικών υποκειμένων ξεπερνούσε τα όρια της υπερβολής, δεν υπήρχε μέριμνα για τα πρακτικά ζητήματα διεξαγωγής του κάθε αγώνα. Για παράδειγμα, στην απεργία του μετρό, μετά τις αντιμνημονιακές φανφάρες που ακούστηκαν στη συνέλευση εργαζομένων, τέθηκε το πρακτικό ερώτημα τι κάνουμε σε περίπτωση επιστράτευσης. Η απάντηση των εργατοπατέρων ήταν να μη συζητήσουν καθόλου το ζήτημα. Το ίδιο συνέβη και στην περίπτωση της ΕΡΤ, όταν τέθηκε το ζήτημα του πραγματικού απεργιακού συντονισμού με εργαζόμενους (σε ΜΜΕ) του ιδιωτικού τομέα και της ισότιμης συμμετοχής των αλληλέγγυων στη διαδικασίες του αγώνα. Τα άμεσα ζητήματα εργατικής οργάνωσης κρίνονταν άνευ ιδιαίτερης σημασίας μπροστά στην άσκηση πολιτικής πίεσης για «αποκατάσταση της δημοκρατίας», ουσιαστικά για την άνοδο στην εξουσία μιας «αντιμνημονιακής κυβέρνησης».
Μέσα στο έδαφος το ίδιο των αγώνων, επίδικα –όπως η περιφρούρηση του αγώνα, οι διαφορετικές ανάγκες αλλά και μισθολογικές κλίμακες των εργαζομένων, το άνοιγμα των διαδικασιών σε άλλα υποκείμενα αγώνα– τέθηκαν ελάχιστα εώς καθόλου. Στη θέση τους εμφανίστηκε μια πανηγυρική (στα όρια του μεταπολιτευτικού κιτς) θεαματική πολιτική, που περίμενε την επάνοδο του «της δικαιοσύνης ηλίου νοητού» σε μια μελλοντική κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Μέσα στο καθεστώς των πελατειακών σχέσεων στο δημόσιο, η πολιτική αυτή, στην ουσία, αντικατόπτριζε μια ξεκάθαρη στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ να παγιώσει τη δύναμή του σε στρατηγικούς τομείς του δημοσίου, δίνοντας, ως αντάλλαγμα, μετεκλογικές υποσχέσεις: για το άνοιγμα της ΕΡΤ, για το άνοιγμα προσλήψεων σε ΠΟΕ-ΟΤΑ, για την κρατικοποίηση της ΔΕΗ κ.λπ. Αυτό, όμως, είχε και μια περαιτέρω σημαντική επίπτωση: Από τους αγώνες που έγιναν κανείς δεν κατάφερε να άρει ταξικούς διαχωρισμούς και στεγανά μέσα στους ίδιους τους χώρους εργασίας. Έτσι, πέρα από το θεαματικό της υπόθεσης, οι αγώνες αυτοί τίποτα άλλο δεν έκαναν από το να αναπαράγουν παγιωμένες συνδικαλιστικές πελατειακές πρακτικές και να αναδείξουν το κράτος, για άλλη μια φορά, σε διαμεσολαβητή της ταξικής σύγκρουσης.
Πάνω σε αυτό το, διαμορφωμένο από τους αγώνες στο δημόσιο, έδαφος το καλοκαίρι του 2015, η κυβέρνηση έρχεται αντιμέτωπη με τις, στερούμενες κυβερνητικού ρεαλισμού, αντιμνημονιακές προσδοκίες που είχε εκθρέψει, καθώς και με τους αυξανόμενης έντασης εκβιασμούς των δανειστών και επιλέγει να εκτελέσει μια υπέροχη διαλεκτική πιρουέτα: Θα επιχειρεί τη διατήρηση και επέκταση των αναδιαρθρωτικών πολιτικών της προηγούμενης κυβέρνησης στο ευρύτερο δημόσιο, διατηρώντας το, ταυτόχρονα, ως προνομιακό έδαφος κρατικής διαμεσολάβησης και αλίευσης εκλογικής πελατείας. Οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι, σε αυτό το δύσκολο έργο της αναδιάρθρωσης του δημοσίου με την ταυτόχρονη διατήρηση των απαραίτητων διαμεσολαβήσεων, οι Τσιπροκαμμένοι τα πάνε λίγο καλύτερα από τους Σαμαροβενιζελικούς. Διακρίνουμε τρία επίπεδα στην ασκούμενη πολιτική: 1) Σε γενικό επίπεδο, η αναδιάρθρωση του δημοσίου συνεχίζεται μέσω εκτεταμένων ιδιωτικοποιήσεων δημόσιων φορέων (π.χ. λιμάνια, ΟΣΕ, αεροδρόμια). Μια μικρή διαφοροποίηση που κομίζει εδώ η νέα συγκυβέρνηση είναι ότι υπόσχεται την ταυτόχρονη προστασία των συνδικαλιστικών διαμεσολαβήσεων της, π.χ. στον ΟΛΠ, μέσω των μεταθέσεων των εργαζομένων σε άλλους φορείς του δημοσίου. 2) Αν και η υποστελέχωση του δημοσίου δεν μπορεί παρά να διατηρεί τη μόνιμη θέση της στην γκρίζα καθημερινότητα των πολιτών, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, όσο της γίνεται επιτρεπτό στο μνημονιακό πλαίσιο, εξαντλεί τις δυνατότητες νέων προσλήψεων μονίμων μέσω ΑΣΕΠ. 3) Επεκτείνει παντού τις ελαστικές σχέσεις εργασίας –τις (δίμηνες, οχτάμηνες) συμβάσεις ορισμένου χρόνου και τη χρήση “ωφελούμενων” του ΟΑΕΔ– για να καλύψει τα κενά της υποστελέχωσης. Στο κυριότερο επίπεδο, δηλαδή, κάνει ό,τι και οι προηγούμενοι, ακόμα πιο μαζικά, με την προσθήκη, όμως, κάποιων λεπτομερειών, που χρήζουν ξεχωριστής ανάλυσης.
Το ελληνικό κράτος χρησιμοποιούσε πάντοτε κονδύλια για κομματικούς λόγους. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ το στρέφει προς μια ορθολογική διαχείριση και μια μοιρασιά, φαινομενικά, «πιο δίκαιη». Δε θέλει να αντικαταστήσει την πελατειακότητα, αλλά να εξορθολογικοποιήσει τη μεσολάβηση. Δεν υπόσχεται μόνιμες δουλειές δεξιά κι αριστερά, αλλά μια οχτάμηνη κάλυψη των πιο εξαθλιωμένων ανέργων από το κράτος-μπαμπά. Στόχος παραμένει η διατήρηση των εκλογικών αριθμών, μέσω της προσφοράς εργασίας στο δημόσιο, μέσα στα νέα πλαίσια της κρίσης. Αν, στο προηγούμενο πλαίσιο, η κοινωνική συναίνεση εξασφαλιζόταν μέσα από την παροχή μόνιμης και σταθερής εργασίας στο δημόσιο, πλέον δοκιμάζεται μέσω της παροχής πακέτων οχτάμηνης διάρκειας, φθηνής και υποτιμημένης εργασίας στο δημόσιο προς μακροχρόνια άνεργους. Ταυτόχρονα, συντηρεί, με διάφορους «κλασσικούς» τρόπους, τις πελατειακές ελπίδες, προς τους ανέργους/συμβασιούχους, για ένα καλύτερο και πιο σταθερό, εργασιακά, μέλλον. Πέρυσι, π.χ. έκλεισε το μάτι προς τους «ωφελούμενους» του ΟΑΕΔ, αφήνοντας υπόνοιες ότι μπορεί να τους κρατήσουν και πάνω από ένα πεντάμηνο [3], ενώ ταυτόχρονα προχώρησε σε συνεχόμενες ανανεώσεις των δίμηνων συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αρκετούς δήμους, με «παραθυράκια» στο νομοσχέδιο Κατρούγκαλου.
Με τη μαζικοποίηση των ελαστικών σχέσεων εργασίας στο δημόσιο, εκτιμούμε ότι αλλάζει και το πλαίσιο των αγώνων σε αυτό. Αν οι αγώνες στο δημόσιο δοθούν με τους όρους που ξέρουμε, δε θα αφορούν πολύ κόσμο. Αν είναι μαζικοί, τότε δεν θα δοθούν με τους όρους που ξέρουμε. Προς το παρόν, συντηρείται μια ενδιάμεση κατάσταση, όπου εργατοπατέρες, εκπροσωπούντες «μόνιμους» εργαζόμενους τίθενται επικεφαλής αγώνων επισφαλών υποκειμένων με προσδοκίες μονιμοποίησης.
β. Η «ανθρωπιστική» διαχείριση της κρίσης: workfare, ΚΕΑ, Κέντρα Κοινότητας και καταγραφή/πειθάρχηση ντόπιων-μεταναστών «ωφελουμένων»
Μέσα στα ασφυκτικά πλαίσια των μνημονίων, οι ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν μπορούν παρά να συνεχίζουν πολιτικές της προηγούμενης κυβέρνησης, οι οποίες ως αποτέλεσμα έχουν να πλήξουν «παραδοσιακές» μορφές αναπαραγωγής, τόσο των μεσαίων στρωμάτων (των οποίων επιχειρείται ο δραστικός περιορισμός) όσο και της εργατικής τάξης. Μια σειρά μέτρων, όπως η φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας, η μείωση των συντάξεων, η άνοδος του ΦΠΑ σε βασικά είδη, οι πλειστηριασμοί κατοικιών, η μείωση του αφορολόγητου, κατεδαφίζουν, συστηματικά, τα θεμέλια αναπαραγωγής των μικρομεσαίων στρωμάτων (αυτοαπασχολούμενων και μισθωτών) που αποτελούσαν την εκλογική βάση των δυο μεγάλων κομμάτων του παρελθόντος.
Τι το νέο φαίνεται να προσκομίζει στην νεοφιλελέυθερη διακυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ; Μάλλον αυτό που ονομάζεται «ανθρωπιστική» διαχείριση της κρίσης. Η επίκληση μιας «ανθρωπιστικής κρίσης» στη χώρα ήταν το κύριο χαρτί που έπαιξε ο ΣΥΡΙΖΑ στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές. Αποτελούσε, επίσης, πυλώνα της στρατηγικής του ήδη από τη διακήρυξη της Θεσσαλονίκης. Η λογική μιας τέτοιας στρατηγικής είναι ότι, εφόσον η αναδιάρθρωση έχει κάνει τέτοια ζημιά στη χώρα, μπορούμε να μιλάμε για ένα γεγονός αντίστοιχο μιας μεγάλης καταστροφής, που πρέπει να αντιμετωπιστεί από το κράτος, τις αρμόδιες ΜΚΟ και τους εταίρους, ως μια ανθρωπιστική κρίση. Όπως αναδύεται, όμως, το πολιτικό πεδίο, μετά τη δεύτερη εκλογική νίκη του Σύριζα, αυτή η αριστερή «ανθρωπιστική» διαχείριση της κρίσης μοιάζει ολοένα και πιο πολύ με τα νεοφιλελεύθερα σχέδια για «κοινωνική οικονομία», καθώς και με μια συνδυασμένη πολιτική εξορθολογισμού της κοινωνικής πρόνοιας και εξαναγκασμού στην εργασία για τα χαμηλότερα στρώματα.
Τα «μέτρα για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης», που εισάγει ο ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, δεν είναι παρά μια συνέχεια της επιβολής δοκιμασμένων μοντέλων της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης, κυρίως όσον αφορά τον έλεγχο φτωχοποιημένων πληθυσμών. Ο σύγχρονος οργανωμένος ανθρωπισμός, άλλωστε, είναι μια τεχνική ελέγχου, πέρα από μια φιλοσοφία διαχείρισης και κίνησης κεφαλαίων (κάποιοι θα έλεγαν και καταστροφής τους, αν συνυπολογιστεί και η διάσταση του πολέμου) που πάει χέρι-χέρι με νεοφιλελεύθερα μοντέλα διαχείρισης. Όταν λέμε, λοιπόν, «ανθρωπισμός», στο πλαίσιο αυτό, δεν εννοούμε με καμιά έννοια «μη νεοφιλελεύθερος». Αντίθετα, εννοούμε πιο βαθιά νεοφιλελεύθερος από ποτέ. Δηλαδή, όπου έχει επέλθει η καταστροφή, το εργαλείο που έχουν στα χέρια τους τα αφεντικά, για να κάνουν την καπιταλιστική ανάπτυξη να ριζώσει ακόμη πιο βαθιά, είναι η ανθρωπιστικού τύπου επένδυση.
Ο νεοφιλελευθερισμός της «ανθρωπιστικής διαχείρισης της κρίσης» έγκειται, καταρχήν, στις ίδιες τις καπιταλιστικές παραδοχές του προβλήματος: οι απολύσεις, η φτωχοποίηση, η εκτίναξη της ανεργίας δεν παρουσιάζονται ως συνειδητά επιλεγμένες πολιτικές της υποτίμησης της εργατικής δύναμης από κράτος και αφεντικά, αλλά ως διαδικασίες φυσικής καταστροφής, τις οποίες το κράτος, ως αμέτοχος παρατηρητής, δεν μπορεί να σταματήσει, παρά μόνο να απαλύνει τις συνέπειές τους ώστε να «βγει η κοινωνία όρθια από την κρίση». Εφόσον γίνει δεκτή μια τέτοια παραδοχή του προβλήματος της ανεργίας και της φτώχειας, σε ένα δεύτερο επίπεδο, η νεοφιλέλευθερη ιδεολογία δεν αρνείται την ανάγκη «παροχής ευκαιριών» στους αδύναμους, ώστε να προσπαθήσουν να ξεφύγουν από τη μοίρα τους. Η «παροχή βοήθειας», σε αυτό το πλαίσιο, αντιμετωπίζεται ως μια διαδικασία «δούναι και λαβειν», όπου το «ανθρωπιστικό» κράτος παρέχει προνοιακά επιδόματα και ευκαιρίες ανέλιξης και οι «ωφελούμενοι» παρέχουν σκληρή εργασία, αλλά και πειστήρια ιδεολογικής πειθάρχησης. Με πιο απλά λόγια: σε ένα εργαζόμενο που απολύεται και, σε ένα πρώτο επίπεδο, του κόβονται τα προνοιακά επιδόματα ως ανέργου και η στοιχειώδης αναπαραγωγή του, μέσα από τη «σύνταξη του παππού», σε ένα δεύτερο επίπεδο προσφέρεται ένα «ανθρωπιστικού» τύπου επίδομα, όπως το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης (ΚΕΑ). Μαζί με αυτό, όμως, έρχονται και κάποιες υποχρεώσεις –καθώς είναι, πλεόν, «ωφελούμενος»– όπως το να αποδέχεται δουλειές και σεμινάρια του ΟΑΕΔ ή να γίνονται έρευνες στο σπίτι του για κρυφά εισοδήματα – υποχρεώσεις που δεν υπήρχαν όταν απλά έπαιρνε τα ίδια ή και παραπάνω λεφτά μέσω επιδομάτων, συντάξεων κ.τ.λ. [4]
Η στάση των «ωφελούμενων» απέναντι στην «ευκαιρία» που τους προσφέρεται θα αξιολογηθεί σε ατομικό επίπεδο ώστε να διαχωριστούν σε άξιους προνοιακής βοήθειας ή παροχής «κανονικής» μισθωτής εργασίας και σε ανάξιους ανέλιξης ή ενσωμάτωσης, που συνειδητά επιλέγουν την περιθωριοποίησή τους. Έτσι, εκκινώντας από ένα «ανθρωπιστικό» ενδιαφέρον για τους εκμεταλλευόμενους και μια σοσιαλδημοκρατική αντίληψη περί ισότητας των ευκαιριών και παροχής ενός βασικού επιδόματος σε όλους, η «ανθρωπιστική» πλευρά του κράτους καταλήγει να εξετάζει ατομικά την πειθάρχηση του κάθε εργαζόμενου/ανέργου/μετανάστη στις καπιταλιστικές προσταγές. Ταυτόχρονα διακινεί μια τεράστια μάζα φθηνής (για την ακρίβεια πληρωμένης από τα κονδύλια του κράτους-συλλογικού καπιταλιστή, που προηγουμένως προορίζονταν για προνοιακά επιδόματα) και υποτιμημένης εργατικής δύναμης προς τα αφεντικά, ρίχνοντας το κόστος τους κι επιτρέποντάς τους την αντικατάσταση ενός μέρους της προηγούμενης ταξικής σύνθεσης.
Μια τέτοια «ανθρωπιστική», ωστόσο, ρητορική επιτρέπει στην κυβέρνηση να διατηρήσει τον «αριστερό» μανδύα του προστάτη των φτωχών, ενώ, στην ουσία, εφαρμόζει ό,τι πιο νεοφιλελεύθερο υπάρχει στην εργαλειοθήκη των αφεντικών για την αναδιάρθρωση της αγοράς εργασίας και του κράτους πρόνοιας. Έτσι, δε μιλάμε πια για ένα κράτος έκτακτης ανάγκης α-λα ΝΔ, με βασικό πυλώνα της αναδιάρθρωσης το δόγμα της μηδενικής ανοχής και την καταστολή, αλλά για ένα «κράτος έκτακτης ανάγκης» α-λαΣΥΡΙΖΑ, με την «ανθρωπιστική διαχείριση της κρίσης» να επιχειρεί τη μονιμοποίηση και την κοινωνική νομιμοποίηση της αναδιάρθρωσης. Αυτό το κράτος περνά, με την ίδια διαδικασία του κοινοβουλευτικού κατεπείγοντος, τα μνημονιακά μέτρα, νομιμοποιεί επίσης το νεοφιλελεύθερο μονόδρομο, προβλέποντας χάος και καταστροφή σε περίπτωση μη αποδοχής των ντιρεκτίβων των τεχνοκρατών της ΕΕ και του ΔΝΤ, δημιουργεί σίγουρα την ίδια ψευδαίσθηση με τους προηγούμενους, ότι πρόκειται για προσωρινά μέτρα που, βελτιώνοντας τα οικονομικά μεγέθη σε βάθος χρόνου θα οδηγήσουν στην επάνοδο της καπιταλιστικής ομαλότητας. Όμως, η αριστερή της προέλευση και η ανέλιξή της σε κυβέρνηση, στις πλάτες του προηγούμενου κύκλου αγώνων και των ορίων του, της επιτρέπουν να εφαρμόζει την καπιταλιστική αναδιάρθρωση χωρίς μαζικές κοινωνικές αντιδράσεις και την ανάγκη καταστολής αυτών, επιτρέποντάς της να καμώνεται ότι είναι κάτι διαφορετικό από τους σαμαροβενιζελικούς.
Είναι ξεκάθαρο, για όσους παρακολουθούν προσεκτικά το «σήριαλ» των διαπραγματεύσεων, πως αρκετά από τα σημεία αιχμής της «ανθρωπιστικής» αυτής πολιτικής είναι, στην ουσία, προαπαιτούμενα των εταίρων για την αποδέσμευση νέων πακέτων στήριξης. Η υπόθεση του χρέους και η συνακόλουθη εισροή κεφαλαίων στη χώρα, μέσω πακέτων στήριξης, κατευθύνεται, ξεκάθαρα, πέρα από κλασσικές περιοχές, όπως οι υποδομές και κατασκευές, και στις κοινωνικές πολιτικές εκείνες που θα επιτρέψουν μια νέα αναδιάταξη της εργασίας. Πέρα από τα δημοσιονομικά οφέλη από την αντικατάσταση των παραδοσιακών προνοιακών επιδομάτων, υπάρχουν και μια σειρά από οφέλη στο πεδίο της ιδεολογικής πειθάρχησης των εργαζόμενων στρωμάτων που είχαν, μέχρι πρότινος, τη δυνατότητα να αναπαράγονται μέσω των κλασικών οικογενειακών δομών αναπαραγωγής κι έτσι να αντιστέκονται στην αναδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων. Τα «ανθρωπιστικού» τύπου επιδόματα συνοδεύονται απαραίτητα από την καταγραφή και τον έλεγχο των κατώτερων στρωμάτων στα όρια της φτώχειας, την ψηφιακή ενοποίηση των συστημάτων ελέγχων και προνοιακών παροχών, τη δημιουργία μιας δεξαμενής «ωφελουμένων» και ανέργων στα όρια της φτώχειας, την επέκταση των ελαστικών σχέσεων εργασίας με κατώτατους και υποκατώτατους μισθούς κ.ά.
Στα οφέλη για τα αφεντικά, πρέπει να προστεθεί και η επέκταση ενός τομέα της κοινωνικής οικονομίας που κύριο στόχο έχει την κυκλοφορία κεφαλαίου με αντικείμενο, ακριβώς, αυτές τις «ευπαθείς» ομάδες πληθυσμού. Η συγκρότηση, δηλαδή, για πρώτη φορά ίσως σε τόσο εκτεταμένο βαθμό στην Ελλάδα, ενός τριτογενούς τομέα «ανθρωπιστικών» υπηρεσιών, που αποτελεί ένα αστερισμό κρατικών και ιδιωτικών οργανώσεων και φορέων. Η κατακόρυφη αύξηση της μετανάστευσης προς την Ευρώπη, ως αποτέλεσμα πολεμικών συρράξεων, αποτέλεσε μια ευκαιρία για τα αφεντικά να παγιωθεί ένα καθεστώς ελέγχου τέτοιων πληθυσμών και να ξεκαθαριστεί το καθεστώς λειτουργίας ιδιωτικών και κρατικών οργανισμών. Η λεγόμενη προσφυγική «κρίση» θα αφήσει, σίγουρα, κάποιες ΜΚΟ εξαιρετικά διευρυμένες και ενδυναμωμένες, άλλες εντελώς απομονωμένες, ενώ θα ξεκαθαρίσει το τοπίο της παρέμβασης των ιδιωτικών φορέων στην υπόθεση της κοινωνικής πρόνοιας στη χώρα. Το μοίρασμα της πίτας έχει ήδη ξεκινήσει, με το κράτος να συγκρούεται με κάποιους μεσάζοντες για την διανομή των χρηματικών ενισχύσεων από το εξωτερικό, όπως είδαμε στις περιπτώσεις των hot spot.
Μέσα στο ρευστό αυτό σκηνικό, αναδύεται μια φιγούρα που, εν δυνάμει, συνενώνει ντόπια χαμηλότερα στρώματα και μετανάστες: αυτή του «ωφελούμενου». Πρόκειται για μια φιγούρα που για τα κοινωνιολογικά ματογυάλια των αφεντικών αποτελεί ένα σύνολο ατόμων εξαρτημένων από δομές πρόνοιας του κράτους είτε από υπηρεσίες πρόνοιας της ιδιωτικής πρωτοβουλίας για την επιβίωσή τους και την αναπαραγωγή τους. Στόχος, στο άμεσο μέλλον, όπως επιτάσσουν οι θεσμοί, είναι να ξεκαθαριστεί αυτό το σύνολο ανθρώπων και να καταγραφεί, με ακρίβεια, ο κάθε «ωφελούμενος». Προχωρά, λοιπόν, προς αυτή την κατεύθυνση η κατάρτιση ενός «μητρώου ωφελουμένων», που είχε ξεκινήσει επί ημερών συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ. Πρόκειται για έναν, εκ πρώτης όψεως, «εξορθολογισμό» του κράτους, ανάμεσα σε άλλες κινήσεις των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ (έλεγχο «διαφθοράς», αναβάθμιση των ελέγχων του ΣΔΟΕ και της Εφορίας για την πάταξη της φοροδιαφυγής, με στόχο να συγκεντρωθεί χρήμα). Όμως, στα πλαίσια αυτά, οι κοινωνικές επιπτώσεις για τα χαμηλότερα στρώματα είναι άλλες: ο αναβαθμισμένος ρόλος της ΕΛΣΤΑΤ στη στατιστική καταγραφη/ανάλυση του φάσματος της ανεργίας/επισφάλειας μαζί με τον αναβαθμισμένο ρόλο της ΗΔΙΚΑ στην ψηφιακή ενοποίηση των προνοιακών συστημάτων στοχεύουν στον κοινωνικό αποκλεισμό των χαμηλότερων στρωμάτων σε μια ιδιαίτερη κατηγορία υπο-προλετάριων, άμεσα υποκείμενων στην εξαναγκαστική εκμετάλλευση, όπως είδαμε ότι συμβαίνει στην περίπτωση του ΚΕΑ. Στην στρατηγική αυτή καταγραφής και ελέγχου των εκμεταλλευόμενων, που βαφτίζονται «ωφελούμενοι», θεωρούμε ότι θα συνεισφέρει και η δημιουργία των οριζόμενων στο «παράλληλο πρόγραμμα» ως «κοινωνικών κέντρων» σε δήμους με υψηλά επίπεδα φτώχειας και ανεργίας. [5]
Σε αυτό το γενικότερο πλαίσιο της εμβάθυνσης της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης τοποθετούμε και τις αλλαγές στη λειτουργία των κοινωφελών προγραμμάτων, στις οποίες προχώρησε φέτος η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, ως απάντηση στους μαζικούς αγώνες των «κοινωφελών» των δήμων στα τέλη του 2015. Οι μικρές νίκες, που για εμάς δείχνουν τη σημασία των αγώνων μας στο να φέρνουν χειροπιαστά αποτελέσματα, για το κράτος δεν μπορούν παρά να συνοδεύονται από τη βαθύτερη ενσωμάτωση στην λογική του workfare (ανταποδοτικής πρόνοιας) των «ωφελουμένων». Η αύξηση του διαστήματος εργασίας από πέντε σε οκτώ μήνες, που θα επιτρέψει σε κάποιους μακροχρόνια ανέργους να πάρουν επίδομα ανεργίας μετά τα κοινωφελή, γίνεται δυνατή μόνο με τη χρηματοδότηση του επιπλέον τριμήνου όχι από τα ΕΣΠΑ, αλλά από τον προϋπολογισμό του ελληνικού κράτους [6] και με την ταυτόχρονη μετατροπή ενός μέρους της προσφερόμενης εργασίας σε voucher κατάρτισης. [7] Η κατοχύρωση του δικαιώματος στις δυό μέρες άδεια το μήνα, γίνεται κατ’ εξαίρεση: οι μέρες αυτές δεν δίνονται ως άδεια, αλλά ως «δικαιολογημένες απουσίες», συνεχίζοντας την εξαίρεση των εργαζομένων αυτών από το εργατικό δίκαιο. Τέλος, επιχειρείται ένας επιμερισμός των προγραμμάτων, ανάλογα με τα ποσοστά ανεργίας/φτώχειας κάθε δήμου, που σχετίζεται με την προσπάθεια ενοποίησης των κοινωφελών προγραμμάτων με την εξαναγκαστική εργασία που προβλέπεται για τους δικαιούχους του ΚΕΑ. Φυσικά, αξιοποιείται πελατειακά και ως παροχή (έστω και προσωρινής) εργασίας στο δημόσιο από την Αριστερά προς τα φτωχότερα τμήματα της εκλογικής της βάσης, με τα οποία αναζητά δεσμούς εξισορρόπησης της ζημιάς από την εφαρμοζόμενη λιτότητα. Αν ξύσουμε, όμως, την αριστερή φρασεολογία και την πελατειακή χρησιμότητα, θα δούμε μια ριζική αναδιάρθρωση των συνθηκών εργασίας του δημόσιου τομέα στην κατεύθυνση της ενσωμάτωσης των νεοφιλελεύθερων λογικών της «ευελιξίας/κινητικότητας» και της «δια βίου εκπαίδευσης», που δεν είχε καταφέρει καμιά άλλη προηγούμενη κυβέρνηση.
Διακινδυνεύοντας μια ακόμα πρόβλεψη, τέλος, εκτιμούμε ότι το workfare (ανταποδοτική πρόνοια) θα παίξει καίριο ρόλο στις «ανθρωπιστικές πολιτικές» ενσωμάτωσης των μεταναστών στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Σε αντίθεση με την Ελλάδα, στην οποία, μέχρι στιγμής, το workfare στοχεύει, αποκλειστικά, σε τμήματα της ντόπιας εργατικής τάξης, στην Ευρώπη αποτελεί μια πολιτική που στρέφεται, κατά κόρον, προς τους μεταναστευτικούς πληθυσμούς και τους απογόνους τους. Αυτοί θα πρέπει να αποδείξουν ότι αξίζουν την παροχή χαρτιών διαμονής και προνοιακών επιδομάτων με το αζημίωτο, δηλαδή με την προσφορά φθηνής και υποτιμημένης εξαναγκαστικής εργασίας προς την δυτική κοινωνία που «τους κάνει την χάρη να τους υποδέχεται». [8] Δεν είναι καθόλου τυχαίο, άλλωστε, που οι νεοναζί λειτουργούν ως «λαγοί» και σε αυτό το θέμα: δεν διαμαρτύρονται, πλέον, για τις «δουλειές που παίρνουν από τους Έλληνες», αλλά για τα λεφτά που δαπανώνται για τη σίτιση και τη στέγασή τους, προτείνοντας, γι’ αυτό το λόγο, να δουλέψουν τζάμπα για «κοινωφελείς σκοπούς».
2. Η διαχείριση του μεταναστευτικού ζητήματος και ο αναβαθμισμένος ρόλος των ΜΚΟ
Από τα σημαντικότερα γεγονότα που σημάδεψαν τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ήταν και η ιδιαίτερα αυξημένη άφιξη μεταναστών, ως αποτέλεσμα του γενικευμένου πολέμου που μαίνεται, εδώ και καιρό, όχι μόνο στη Συρία και το Αφγανιστάν, αλλά και σε αρκετές περιοχές της Αφρικής. Αυτή η πραγματικότητα ερμηνεύεται από το νεοφιλελεύθερο λόγο του σύγχρονου ανθρωπισμού ως ένα γεγονός με αποπολιτικοποιημένα χαρακτηριστικά φυσικής καταστροφής, που επιβάλλει, επειγόντως, μια ορθολογική μορφή διαχείρισης. Ωστόσο, αυτό που συνήθως, πλέον, ονομάζεται «ανθρωπιστική κρίση» δεν είναι ένα έκτακτο γεγονός, αλλά μέρος της διαδικασίας διαχείρισης του πολέμου στις παρυφές του «πολιτισμένου κόσμου». Πέρα από τις γεωπολιτικές παραμέτρους της λειτουργίας των οργανισμών εκείνων που αναλαμβάνουν το ανθρωπιστικό κομμάτι τέτοιων πολέμων, πρέπει να συνεκτιμήσουμε την επέκταση της φιλοσοφίας του «πολεμικού ανθρωπισμού» (των «ανθρωπιστικών πολιτικών», δηλαδή, που εφαρμόζονται ως αναπόσπαστο συμπλήρωμα των πολεμικών επιχειρήσεων των δυτικών κρατών) ως κομμάτι της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, τόσο σε απομακρυσμένες χώρες του λεγόμενου Τρίτου κόσμου όσο και στο εσωτερικό της αναπτυγμένης Δύσης. Είδαμε, ήδη, παραπάνω πώς ο κρατικός ανθρωπισμός είναι μια παράταση της κατάστασης ανάγκης της κρίσης μέσα από την οποία εγκαθιδρύονται βαθιά νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Όταν ο ανθρωπισμός αυτός κατευθύνεται προς τους «ξένους», συναντιέται με τον καθημερινό και θεσμοποιημένο ρατσισμό της Δύσης για να παραγάγει βαθύτατα απαξιωμένα κομμάτια εκμεταλλευόμενων πληθυσμών.
Στα πλαίσια αυτά είναι σημαντικό να δούμε με ποιο τρόπο το κράτος διαχειρίζεται «έκτακτα» γεγονότα όπως η αυξημένη είσοδος μεταναστών στη χώρα. Βάζοντας εισαγωγικά στη λέξη «έκτακτα», δεν αρνούμαστε το πραγματικό μέγεθος των προσφυγικών ροών, απλώς προβλέπουμε ότι αυτές και τα νέα ζητήματα που εγείρουν θα αποτελέσουν ένα διαχρονικό «πρόβλημα» για τα δυτικά κράτη, όσο τουλάχιστον αυξάνονται και οι πολεμικές επιχειρήσεις των ίδιων κρατών στην υπόλοιπη υδρόγειο. Από την άλλη, αναγνωρίζουμε ότι το ελληνικό κράτος, πόσο μάλλον η συριζέικη μορφή του, δεν ήταν σε καμιά περίπτωση προετοιμασμένο για την αντιμετώπιση μιας ακόμα κρίσης, δίπλα σε αυτήν του δημόσιου χρέους. Γίνεται εύκολα κατανοητό ότι, οποιαδήποτε και να ήταν η κυβερνητική μορφή του ελληνικού κράτους, η προηγούμενη πολιτική της αποθάρρυνσης της εισόδου των μεταναστών –μέσω του «Ξένιου Δια», πνιγμών και βασανιστηρίων– είχε φτάσει στα όρια της ήδη από τα τέλη του 2014, όχι μόνο λόγω της βαρβαρότητάς της, που δύσκολα κρυβόταν, αλλά, κυρίως, επειδή αδυνατούσε, πλέον, απέναντι στο μέγεθος των προσφυγικών ροών, να επιτελέσει το σκοπό της: να μην εισέλθουν μετανάστες στην Ελλάδα. Από τη στιγμή, λοιπόν, που η συγκεκριμένη βόμβα έσκασε στα χέρια της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, το ελληνικό κράτος επέλεξε να σηκώσει τα χέρια ψηλά και να απευθυνθεί στη «μαμά Ευρώπη», προσπαθώντας να αξιοποιήσει την προσφυγική κρίση ως ένα επιπλέον χαρτί στο πλαίσιο της «περήφανης διαπραγμάτευσης» (βλ. δηλώσεις Καμμένου το 2015 ότι «θα σας γεμίσουμε τζιχαντιστες») . Μετά το κλείσιμο των ευρωπαϊκών συνόρων και τη συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας το Μάρτιο του 2016, περνάμε σε μια νέα φάση, κατά την οποία το ελληνικό κράτος καλείται να διαχειριστεί, μέσω ευρωπαϊκών κονδυλίων, τον εγκλωβισμό δεκάδων χιλιάδων προσφύγων σε hot spot και να κοιτάξει να αντιμετωπίσει και την προσφυγική κρίση ως μια ευκαιρία για ανάπτυξη.
Στο γενικό αυτό πλαίσιο, δυο είναι τα αξιοσημείωτα νέα στοιχεία που είδαμε επί διαχείρισης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Το πρώτο, είναι η σχετική «ανοχή», για κάποιο χρόνο τουλάχιστον, με την οποία αντιμετωπίζονταν κοινωνικά εγχειρήματα στέγασης προσφύγων «από τα κάτω», κάτι που θα συζητήσουμε περαιτέρω σε επόμενη ενότητα αυτού του κειμένου. [9] Το δεύτερο είναι η ενεργότατη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα, με τη μορφή των ΜΚΟ, στην “κατάσταση εκτάκτου ανάγκης”.
Είναι δεδομένο ότι η διάλυση του κοινωνικού κράτους την εποχή των μνημονίων σήμαινε και την «υποχώρηση» του κράτους από μεγάλους τομείς της κοινωνικής πρόνοιας (από κάποιους μάλιστα σχεδόν ολοκληρωτικά, π.χ. την ψυχική υγεία). Μέσα από την εθελούσια έξοδο και από ελάττωση των κονδυλίων για την πρόνοια, φάνηκε προς στιγμήν πως το κράτος εγκατέλειπε τα πεδία αυτά. Από κάποιους αυτό ιδώθηκε ως μια ευκαιρία για το κίνημα να στήσει τέτοιου τύπου δομές. Ακουγόταν, μάλιστα, τότε η άποψη (γύρω στο 2011-2012) ότι, εφόσον το κράτος αποσύρεται, είναι μια ευκαιρία για το κίνημα να στήσει κοινωνικές δομές που να καλύπτουν τις καθημερινές ανάγκες αναπαραγωγής, γεμίζοντας έτσι το κενό. Αυτό όντως συνέβη σε κάποιο βαθμό, αλλά το σε ποιο βαθμό οι κοινωνικές δομές του κινήματος κάλυψαν πραγματικές ανάγκες είναι μέρος ενός απολογισμού που, σε μεγάλο βαθμό, το κίνημα αρνείται να κάνει. Στην πραγματικότητα, όμως, το κράτος όχι μόνο δεν υποχώρησε από τα πεδία αυτά, αλλά άνοιξε λειτουργίες, που παραδοσιακά ήλεγχε, σε ιδιωτικούς φορείς, διατηρώντας το προνόμιο του γενικού συντονισμού και του ελέγχου της παροχής τους. Ουσιαστικά, δηλαδή, μιλάμε για μια στρατηγική μετατροπής πεδίων της κοινωνικής πρόνοιας σε περιοχές επιχειρηματικού ανταγωνισμού και, εν δυνάμει, κερδοφορίας, κάτι που στα πολιτικά προγράμματα των νεοφιλελεύθερων μορφωμάτων κωδικοποιείται ως «κοινωνική οικονομία». Παρά την ιδιωτικοποίηση, όμως, προνοιακών παροχών, που εμάς μας αφορά μόνο ως προς το σκέλος της συνεπαγόμενης υποτίμησής μας, δε βλέπουμε κάποια γενική τάση υποχώρησης του, ευρισκόμενου σε κρίση, κράτους από τις περιοχές της κοινωνικής αναπαραγωγής. Αντίθετα, μέσω της διαχείρισης του «προσφυγικού», της «κοινωνικής οικονομίας» και των «ανθρωπιστικών» πολιτικών, βλέπουμε ένα οργανωμένο σχεδιασμό για να διευρυνθεί η παρέμβαση του κράτους σε αυτά τα εδάφη.
Έτσι, σε περιοχές πρόνοιας, που, μέχρι πρότινος, καλύπτονταν εν μέρει από το κράτος και εν μέρει από «παραδοσιακά» δίκτυα στήριξης, όπως τα οικογενειακά και φιλικά δίκτυα, παγίωσαν τη θέση τους τα «μη κρατικά» μορφώματα των ΜΚΟ. Η ιστορία των ΜΚΟ στην Ελλάδα μετρά ήδη πάνω από δεκαετία και σίγουρα αποτελούν ένα σοβαρό πόλο στην ανάπτυξη των υπηρεσιών πρόνοιας. Η δυσκολία στην προσέγγιση και την κατανόησή τους έγκειται στην παγιωμένη αντίληψη ότι πρόκειται για κάποια «λαμόγια» που καπηλεύονται δημόσιο χρήμα. Ενώ υπάρχουν, όμως, περιπτώσεις στις οποίες κάποιες ΜΚΟ συστήθηκαν επί τούτου, για να εισπράξουν χρήμα από πακέτα στήριξης, όπως είχε γίνει με την πρώτη φάση υλοποίησης των κοινωφελών προγραμμάτων, οι περισσότερες ΜΚΟ που δρουν αυτή τη στιγμή στη χώρα είναι πολυεθνικοί οργανισμοί με ιδιωτική χρηματοδότηση, πολύ προσωπικό, υπολογίσιμους πόρους και σοβαρό αντίκτυπο. Το σημείο εισόδου αυτών των μορφωμάτων ήταν, τα τελευταία χρόνια, τα διάφορα προγράμματα ένταξης «ευπαθών» ομάδων – κυρίως μεταναστών, αλλά και μακροχρόνια άνεργων, μονογονεϊκών οικογενειών, κακοποιημένων γυναικών κ.λπ. [10]
Υπ’ αυτή την έννοια, μπορούμε να δουμε τη διαχείριση του «προσφυγικού» ως μια «πρόβα τζενεράλε» των συντεταγμένων της κοινωνικής οικονομίας, όπως θα διαμορφωθούν στο μέλλον. Χωρίς να ισχυριζόμαστε ότι οι ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ προσέγγισαν το ζήτημα με έτοιμα σχέδια και απαντήσεις, μπορούμε, ωστόσο, να δούμε πώς μια «κρίση» μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ευκαιρία για να ξεκαθαριστούν οι σχέσεις του κράτους με τον ιδιωτικό τομέα, ο ρόλος των θεσμών και η συμμετοχή των «από τα κάτω». Συνακόλουθη αυτής της πολιτικής είναι και η μεγέθυνση της ενασχόλησης των ΜΚΟ με το προσφυγικό. Η παρουσία των μεγάλων, ειδικά, ΜΚΟ στην Ελλάδα δεν είναι νέο φαινόμενο. Στο συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο, όμως, είναι ένας θεσμικός τρόπος να «οργανωθεί» και να ελεγχθεί θεσμικά ο εθελοντισμός και να περιοριστεί η κινηματική αλληλεγγύη. Για παράδειγμα, ειδικά τους πρώτους μήνες, γιατροί που ήθελαν να προσφέρουν εθελοντική υπηρεσία μπορούσαν να το κάνουν μόνο μέσα από ΜΚΟ. Ταυτόχρονα, το προσφυγικό είναι μια ευκαιρία να ξεκαθαριστεί το τοπίο των ΜΚΟ, καθώς την πρωτοκαθεδρία, πλέον, φαίνεται να έχουν μεγάλες ΜΚΟ, που στηρίζονται από διεθνή κεφάλαια, και εξαφανίζονται σιγά-σιγά οι μικρότερες. Η στοχοποίηση, μέσω της κρατικής προπαγάνδας, της κινηματικής αλληλεγγύης –ως κάποιων «ανεύθυνων» και «τυχάρπαστων» ατόμων που, αντί να βοηθάνε, δημιουργούν προβλήματα– και η όλη διαχείριση του προσφυγικού, π.χ στη Λέσβο, το φθινόπωρο του 2015, επιβεβαιώνουν, θεωρούμε, τα παραπάνω.
Οποιαδήποτε ανάλυση του ζητήματος της «κοινωνικής οικονομίας» πρέπει να μην εξαντλήσει την κριτική, προς τις ΜΚΟ, στο ότι μασάνε κρατικές χρηματοδοτήσεις και να τις αντιμετωπίσει ως μια προσπάθεια επέκτασης των σχέσεων εκμετάλλευσης μέσα στο καθεστώς της αναδιάρθρωσης της κοινωνικής πρόνοιας. Έχουμε ήδη πει, σε αδρές γραμμές, παραπάνω, πώς με τον όρο «ανθρωπιστικό κράτος» εννοούμε ένα νεοφιλελεύθερο σύνολο πολιτικών που χρησιμοποιούν την κρίση ως ευκαιρία για να παγιώσουν νέες μορφές εκμετάλλευσης. Εδώ χρειάζεται να δούμε δυο σημεία: πρώτον, τον τρόπο με τον οποίο παγιώνονται οι σχέσεις εκμετάλλευσης μέσα από τα ίδια τα ιδεολογήματα για τους εργαζομένους στις ΜΚΟ και, κατ’ επέκταση, στην παροχή υπηρεσιών. Δεύτερον, την αλλαγή του μοντέλου διαχείρισης πληθυσμών, ειδικά σε ό,τι αφορά μετανάστες που, τυπικά, αποτελούν τα κατώτερα στρώματα, πράγμα που διανοίγει και νέα ερωτήματα σε ό,τι αφορά τις σχέσεις μεταξύ εργαζομένων και χρηστών και τις δυνατότητες κοινών αγώνων.
Οι ΜΚΟ είναι, τύποις, μη κερδοσκοπικές εταιρίες, που δρουν ωστόσο με αρχές ελεύθερης οικονομίας. Η λειτουργία τους αντικαθιστά δημοσιοϋπαλληλικές σχέσεις – πρόκειται για μια διάσπαση του «μεγάλου κράτους» και των εργασιακών σχέσεων στο δημόσιο του φορντισμού. Η κερδοφορία τους βασίζεται σε χρηματοδότηση (ιδιωτική και κρατική, π.χ. από την ΕΕ), εισφορές και απλήρωτη εργασία. Στο εσωτερικό των πλέον γιγαντωμένων ΜΚΟ επικρατεί ένα μεγάλο εύρος εργασιακών σχέσεων, όπως σε κάθε ανεπτυγμένο τομέα της καπιταλιστικής οικονομίας. Κατ’ αρχάς δεν είναι λίγες οι καλοπληρωμένες θέσεις με πλήρη δικαιώματα, χωρίς φυσικά τη μονιμότητα και την συνδικαλιστική δύναμη των παραδοσιακών δημόσιων υπαλλήλων. Ο γενικός κανόνας παρ’ όλα αυτά είναι οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου και η ελαστικότητα στις εργασιακές σχέσεις, που συνοδεύεται από μια φιλοσοφία «προσφοράς» στον συνάνθρωπο. Σε μεγάλες ΜΚΟ, που δραστηριοποιούνται για το προσφυγικό, έχουν καταγραφεί μέχρι και συμβάσεις διάρκειας μιας ημέρας. Οι συμβάσεις που υπογράφονται μάλιστα, όταν υπογράφονται, είναι άμεσα προσδεδεμένες στα «προγράμματα», τα οποία χρηματοδοτούν τη λειτουργία των ΜΚΟ. Για την εργαζόμενη, η αγωνία για τη χρηματοδότηση μεταφράζεται σε ακόμα μεγαλύτερη πίεση προς εργασία, για να πετύχει τους ποσοτικούς «στόχους», για να συμπεριφέρεται δουλικά στα αφεντικά. Η τεράστια δεξαμενή άνεργων πτυχιούχων δίνει έναν ακόμη αέρα στα αφεντικά, τα οποία μπορούν να αντικαταστήσουν απείθαρχους εργαζόμενους με μεγάλη ευκολία και χωρίς πολλές συνέπειες. Ταυτόχρονα, η ιδεολογία του ανθρωπισμού και του εθελοντισμού γίνεται μοχλός της εκμετάλλευσης για τους εργαζόμενους στις ΜΚΟ, αφού το πρόσχημα του λειτουργήματος επιστρατεύεται για να μην πληρώνονται στην ώρα τους, να δουλεύουν απλήρωτες υπερωρίες σε «έκτακτες περιπτώσεις», να καταστρατηγείται το εργασιακό δίκαιο κ.τ.λ.
Για ένα κομμάτι του α/α/α χώρου η αλλαγή του μοντέλου διαχείρισης των μεταναστευτικών πληθυσμών και ο ρόλος των ΜΚΟ σε αυτό αντιμετωπίζονται με μια εμφανή αναλυτική αμηχανία. Κυρίαρχο χαρακτηριστικό του παραγόμενου λόγου για το ζήτημα αποτελεί η προσπάθεια να ταιριάξει το νέο μοντέλο στην προϋπάρχουσα ιδεολογική αφήγηση περί «νέου ολοκληρωτισμού» και «σύγχρονου φασισμού», καθώς και η καταγγελία των ΜΚΟ ως του ανθρωπιστικού κομματιού του στρατοαστυνομικού συμπλέγματος. Για εμάς, αντίθετα, είναι προβληματικός ο υπερτονισμός του στρατο-αστυνομικού βραχίωνα του κράτους, γιατί, καταρχήν, υποτιμούνται όλες οι άλλες κρατικές λειτουργίες, που στοχεύουν στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης του πληθυσμού και οι οποίες, όπως τονίσαμε προηγουμένως, δεν θεωρούμε ότι εξαφανίζονται, αλλά αναδιαρθρώνονται.
Δε θα αρνηθούμε, προφανώς, ούτε τους πολέμους των δυτικών κρατών και τις ιμπεριαλιστικές τους πολιτικές ως γενεσιουργές αιτίες των προσφυγικών/μεταναστευτικών ροών από χώρες της Ασίας και της Αφρικής [11], ούτε τη στρατιωτική/κατασταλτική διαχείριση αυτών ως πλεονάζοντος πληθυσμού στο εσωτερικό της Δύσης. Δε θα αρνηθούμε ότι μια βασική λειτουργία των ΜΚΟ, στα πλαίσια της ασκούμενης κρατικής πολιτικής, δεν μπορεί να είναι παρά αυτή της καταγραφής/διαχωρισμού των μεταναστών σε πρόσφυγες-δικαιούχους ασύλου και σε «παράτυπους μετανάστες» προς απέλαση. Όμως, η όποια ανάλυσή μας για το μεταναστευτικό που αρχίζει εδώ δεν μπορεί και να τελειώνει εδώ, απλώς για να επιβεβαιώσει το φαντασιακό των ντόπιων «προδοτών του έθνους», που –παρά τα δυτικά προνόμιά τους– στέκονται στο πλάι των εξαθλιωμενων «άλλων». Οι μετανάστες/στριες μπορεί να μην έχουν χαρτιά, αλλά έχουν φωνή για να διηγηθούν τις ιστορίες τους, έχουν σώματα για να αντιπαλέψουν τους εγκλεισμούς/περιορισμούς στη μετακίνηση, που τους επιβάλλονται, και, πρώτα απ’ όλα, έχουν κάποιες βασικές ανάγκες προς ικανοποίηση, όπως όλοι μας. Είτε ως πλεονάζον πληθυσμός προς φυλάκιση/απέλαση είτε ως φθηνή εργατική δύναμη προς διαμόρφωση μέσα (καταρχήν) από τις πολιτικές του workfare, η υλική/κοινωνική αναπαραγωγή τους είναι ένα μεγάλο ζήτημα, που, ενώ απασχολεί το κράτος, δε φαίνεται να απασχολεί και τόσο τις προαναφερθείσες αναλύσεις. Αντίθετα, για εμάς, οι ΜΚΟ, πέρα από βραχιόνες εκτέλεσης της γενικότερης κρατικής πολιτικής, έχουν ως κύρια λειτουργία, στα πλαίσια των ασκούμενων «ανθρωπιστικών πολιτικών», την παροχή προνοιακής βοήθειας σε αυτούς. Θεωρούμε, με λίγα λόγια, πως, αν τις αντιμετωπίζουμε είτε ως «λαμόγια» είτε ως φορείς του νέου ολοκληρωτισμού, χάνουμε από τα μάτια μας τη μεγάλη εικόνα της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης των προνοιακών πολιτικών – μια γενικευμένη επίθεση που αγγίζει, με διαφορετικό τρόπο, την ύπαρξη/αναπαραγωγή, τόσο των ντόπιων όσο και των μεταναστών εκμεταλλευόμενων.
Είναι βάση αυτής της ανάλυσης μας για τις ΜΚΟ ότι δεν τσουβαλιάζουμε όλους τους εργαζομένους στις ΜΚΟ στην κατηγορία του «ανθρωπιστικού μπάτσου-φύλακα», αλλά τους αντιμετωπίζουμε, κατά κύριο λόγο, ως εργαζομένους στο πεδίο της κρατικής πρόνοιας, που έχει εκχωρηθεί στο ιδιωτικό καθεστώς των ΜΚΟ. [12] Λόγω της εργασιακής τους θέσης, που μπορούμε να διαβλέπουμε ένα νέο πεδίο αγώνων, το οποίο είναι δυνατόν να ενσωματώσει τα διδάγματα προηγούμενων κύκλων αγώνων και να επιχειρήσει τη σύνδεση των (πολλές φορές πολιτικοποιημένων) εκμεταλλευόμενων εργαζομένων στη νέα κοινωνική οικονομία με τους μετανάστες-χρήστες των υπηρεσιών αυτών ώστε να ενισχυθούν οι αγώνες των τελευταίων. Θα επανέλθουμε, όμως, σε αυτό το ζήτημα παρακάτω…
3. Κάποια πρώτα συμπεράσματα για τις αλλαγές στην κρατική πολιτική και τις προοπτικές αγώνα εναντίον της
Ένα βασικό ερώτημα σχετικά με την αναδιάρθρωση του κράτους στην εποχή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, είναι αν οι αλλαγές που διαβλέπουμε έχουν μόνιμο ή προσωρινό χαρακτήρα. Είναι δηλαδή η συνέχεια μιας αναδιάρθρωσης στρατηγικού χαρακτήρα που θα συνεχιστεί και από τους επόμενους, ανεξάρτητα από το πρόσημο που της δίνουν οι κάθε φορά κυβερνώντες, ή μήπως πρόκειται για προσωρινούς πειραματισμούς των «μαθητευόμενων μάγων» της αριστεράς με τους διαθέσιμους πόρους από τα ΕΣΠΑ, λίγο πριν την επάνοδο της σκληρής νεοφιλελεύθερης γραμμής; Κι αν προεκτείνουμε το ερώτημα, μπορούμε άραγε να μιλήσουμε για την ανάδειξη ενός καλά σχεδιασμένου “ανθρωπιστικού κράτους” ως απάντηση των αφεντικών στην καπιταλιστική κρίση ή πρόκειται για μια υπερτιμημένη πλευρά της αντιμετώπισης μερικών συνεπειών της κρίσης, από ένα κράτος που βασικό του όπλο παραμένει η καταστολή;
Η απάντηση που επιχειρούμε να δώσουμε εκκινεί από τρεις βασικές παραδοχές. Πρώτον, δεν είναι εποχή για ριψοκίνδυνες προβλέψεις και για χτίσιμο μεγάλων ιδεολογικών αφηγήσεων. Το καπιταλιστικό σύστημα, η ΕΕ, το ελληνικό κράτος βρίσκονται εν μέσω μιας ιστορικής, μακροχρόνιας κρίσης, από την οποία δεν φαίνεται κάποια ορατή διέξοδος στο άμεσο μέλλον. Το καθεστώς έκτακτης ανάγκης, η αναδιάρθρωση με πολεμικά ταξικούς όρους, χωρίς να υπάρχει ικανοποιητική για τα αφεντικά απάντηση στο ζήτημα της έλλειψης πολιτικής συναίνεσης των «από τα κάτω», παραμένουν οι μόνιμα προσωρινές σταθερές σε αυτό το περιβάλλον. Όσο η ιστορία των ανθρώπινων κοινωνιών παραμένει η ιστορία της πάλης των τάξεων, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι αυτή η συστημική αστάθεια αντανακλά τη ρευστότητα και την πολυδιάσπαση στο στρατόπεδο της τάξης μας. Ας μην κοροϊδευόμαστε, αυτή τη στιγμή είναι ολοφάνερο ότι κάθε μεγάλη «επαναστατική», (ή έστω σκληρά αντιμνημονιακή…) αφήγηση αδυνατεί να απαντήσει στα πρακτικά ζητήματα της αντιμετώπισης της κρίσης, εμμένοντας στην αναπαραγωγή των ξεπερασμένων σοσιαλδημοκρατικών ρητορικών του έθνους-κράτους. Αυτή η «αμηχανία» εύρεσης ικανοποιητικών στρατηγικών ξεπεράσματος της καπιταλιστικής κρίσης θεωρούμε ότι αντανακλάται και στο στρατόπεδο των αφεντικών, τα οποία δεν έχουν βρει κάποιο μεγάλο πλάνο αναδιάρθρωσης που θα τους βοηθήσει να επανέλθουν στην «χρυσή» εποχή του καπιταλισμού: στα χρόνια της ανάπτυξης μετά τον πόλεμο, όταν η κερδοφορία τους συνοδευόταν από τη συναίνεση σημαντικής μερίδας των εργαζόμενων στις ασκούμενες πολιτικές.
Ας το δηλώσουμε ρητά, λοιπόν, για να μη δημιουργούνται παρεξηγήσεις λόγω της χαλαρής χρήσης από το κίνημα διάφορων όρων. Δεν υποστηρίζουμε την ανάδυση ενός νέου μοντέλου «ανθρωπιστικού κράτους», ως προσπάθεια σχεδιασμένου ξεπεράσματος από την πλευρά των αφεντικών της καπιταλιστικής κρίσης. Δεν κατασκευάζουμε μια νομοτελειακή πορεία από το «κράτος-κρίση» στο «κράτος-σχέδιο», με σημείο κλειδί το «ανθρωπιστικό κράτος». Οι αναδιαρθρώσεις που αναλύουμε σχετίζονται άμεσα με αυτό που εξακολουθούμε να αντιμετωπίζουμε ως «κράτος έκτακτης ανάγκης». Υποστηρίζουμε, όμως ότι το κράτος επιχειρεί να χτίσει μια νέα ιδεολογική αφήγηση σε σχέση με τους («ντόπιους» και «ξένους») πληθυσμούς εκμεταλλευόμενων που πετιούνται στον πάτο του βαρελιού της διαδικασίας καπιταλιστικής αξιοποίησης. Μια αφήγηση που δικαιολογεί την υποτίμηση και περιθωριοποίηση μεγάλων μερίδων του σύγχρονου προλεταριάτου με όρους ανθρωπιστικού προβλήματος και ανθρωπιστικής διαχείρισης. Πάνω σε αυτήν την καλά κατασκευασμένη αφήγηση, χτίζεται κι ένα νέο ενδιάμεσο πεδίο μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, ο κοινωνικός/ανθρωπιστικός τομέας της οικονομίας στο οποίο πρωταγωνιστούν οι ΜΚΟ και φυσικά αποτελεί δοκιμαστικό σωλήνα των γενικότερων πολιτικών αναδιάρθρωσης των σχέσεων εργασίας-κεφαλαίου.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, συνεπώς, μπορούμε να διακρίνουμε κάποιες πολιτικές τάσεις που βλέπουμε να αποκτούν έναν πιο μόνιμο χαρακτήρα, μέσα στο ρευστό περιβάλλον της κρίσης. Αναφερόμαστε σε στρατηγικές επιλογές του κεφαλαίου που είχαν διαφανεί ως απάντηση στον κοινωνικό ανταγωνισμό των προηγούμενων δεκαετιών. Επιλογές που, ακόμα κι αν δεν απαντάνε σε όλες τις υπάρχουσες αντιφάσεις του συστήματος, απαντάνε ορίζοντας τι σίγουρα δεν μπορεί να συμβεί. Μια τέτοια κεντρική τάση είναι η αναδιάρθρωση των πολιτικών αναπαραγωγής της εργατικής τάξης και η αντικατάσταση τους από πολιτικές διαχείρισης πλεοναζόντων πληθυσμών. Το κράτος ούτε θέλει, ούτε μπορεί να επανέλθει στη σοσιαλδημοκρατική «ουτοπία» των πολιτικών πλήρους απασχόλησης και ενίσχυσης της αγοραστικής δύναμης εκτεταμένων κομματιών του πληθυσμού. Δεν θέλει γιατί αυτή η συνταγή του κράτους-πρόνοιας από εργαλείο κερδοφόρας διαχείρισης της εργατικής δύναμης κατέληξε να δίνει την δυνατότητα στους εκμεταλλευόμενους – μέσω των δικαιωμάτων και των επιδομάτων που αναγνώριζε – να ικανοποιούν ανάγκες που ιστορικά κατέληξαν μη παραγωγικές για το κράτος και το κεφάλαιο. Η απαξίωση όμως του προηγούμενου μοντέλου, δεν συνεπάγεται την εγκατάλειψη από το κράτος του γενικού σχεδιασμού της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, έτσι ώστε να διασφαλίζεται και η πειθάρχηση της και η κερδοφορία του κεφαλαίου. Υποστηρίζουμε, λοιπόν, ότι μια στρατηγική επιλογή του κεφαλαίου είναι οι προνοιακές ανάγκες των εργαζομένων/ανέργων/μεταναστών να περάσουν από τη δικαιοδοσία του Υπουργείου Εργασίας σε ένα καθεστώς «ανθρωπιστικής» διαχείρισης πλεονάζοντων πληθυσμών.
Σε καμιά περίπτωση δεν υποστηρίζουμε την ανάδειξη ενός συνολικού σχεδίου ξεπεράσματος της κρίσης που περνά μέσα από τη δημιουργία ενός ανθρωπιστικού κράτους. Λέμε απλά ότι η υποτίμηση, πειθάρχηση και ο διαχωρισμός των εκμεταλλευόμενων, αποτελούν μια στρατηγική επιλογή των κυρίαρχων που υπηρετείται από μια πλειάδα πολιτικών, ανάμεσα στις οποίες στο πεδίο της κοινωνικής αναπαραγωγής ξεχωρίζει η «ανθρωπιστική διαχείριση» των εκτεταμένων κομματιών που προορίζονται για τον πάτο του βαρελιού. Επίσης, σε αυτό το σημείο δεν πρέπει να κάνουμε το λάθος να μπερδεύουμε τις στρατηγικές επιλογές του κεφαλαίου με τις τακτικές κινήσεις των κυβερνώντων, στην προσπάθεια τους να καλύψουν τις τρύπες ενός κράτους σε κρίση και να διατηρηθούν στην εξουσία. Ο «ανθρωπισμός» και η «αλληλεγγύη» με την οποία ντύνονται αυτές οι πολιτικές από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ, αποτελούν τακτικές κινήσεις που έχουν ως στόχο να παρουσιάσουν μια αφήγηση… σοσιαλιστικού μετασχηματισμού προς το βυθιζόμενο στην απογοήτευση αριστερό τους ακροατήριο. Στην ουσία όμως τα ίδια μέτρα ξεκίνησαν να εφαρμόζουν και οι προηγούμενοι και θα συνεχίσουν και οι επόμενοι, έστω κι αν πεταχθεί στο καλάθι των αχρήστων η αριστερή ορολογία. [13]
Μια τρίτη παραδοχή, που είναι και η πιο δύσκολη στο να αντιληφθούμε το μέγεθος και τη σημασία της, είναι η πολυεθνική αλλαγή της ταξικής σύνθεσης των εκμεταλλευόμενων στον ελλαδικό χώρο. [14] Η αλλαγή αυτή έχει να κάνει περισσότερο με ποιοτικούς παρά με ποσοτικούς όρους. Έχουμε υπ’ όψιν ότι δεν είναι η πρώτη φορά που εμφανίζονται μαζικά προσφυγικά/μεταναστευτικά ρεύματα στην Ελλάδα κι αντιμετωπίζουν τον κρατικά οργανωμένο ρατσισμό κομματιών την ελληνικής κοινωνίας. Με το τελευταίο μαζικό μεταναστευτικό ρεύμα από Συρία, Ασία, Αφρική παρατηρούμε, πέρα από τις ρατσιστικές συνέχειες, κάποιες αξιοσημείωτες ποιοτικές διαφορές. Το ελληνικό κράτος, λόγω της κρίσης, δεν υποδέχτηκε τους μετανάστες, όπως τους αντίστοιχους από το ανατολικό μπλοκ την δεκαετία του 90, με κάποιο λίγο-πολύ οργανωμένο σχέδιο αξιοποίησης τους ως υποτιμημένη εργατική δύναμη, που θα βοηθήσει στην κερδοφορία των αφεντικών και στη συνολική οικονομική ανάπτυξη. Πιο πολύ τους διαχειρίζεται ως κομμάτι ενός ενιαίου ευρωπαϊκού προβλήματος, αξιοποιώντας τους ως ευκαιρία για απορρόφηση ευρωπαϊκών κονδυλίων και διαπραγματευτικό χαρτί απέναντι στις απαιτήσεις των δανειστών [15], για να τονιστεί η σημασία του ελληνικού κράτους ως παράγοντα ασφαλείας και χωροφύλακα στα ανατολικά σύνορα της ΕΕ. Έπειτα, κι οι ίδιοι οι μετανάστες/πρόσφυγες δεν έρχονται στην Ελλάδα με το «όνειρο» να βρουν μια δουλειά των 200-500 ευρώ και να χτίσουν το μέλλον τους μέσα στα συντρίμμια της κρίσης. Προσπαθούν απλά να ξεφύγουν από πολέμους, δικτατορίες και εξαθλίωση, περνώντας καταρχήν τα σύνορα της Δύσης κι έπειτα επιζητούν χαρτιά ώστε να μπορέσουν να ταξιδέψουν στον πλούσιο Βορρά, όπου και μπορούν να δουν ένα κάποιο ευήμερο μέλλον ως εργαζόμενοι/ες ή και κάτοχοι κεφαλαίων.
Τέλος, και η ίδια η ελληνική κοινωνία, βρίσκεται αναμφιβόλως σε διαφορετική θέση από ότι τα «χρυσά» χρόνια της δεκαετίας του 90. Μια σημαντική διαφορά είναι ότι ένα υπολογίσιμο κομμάτι της (κατά κύριο λόγο ειδικευμένης) νεολαίας της κοιτάει να εκμεταλλευτεί το προνόμιο του Ευρωπαίου πολίτη για να αποδράσει επίσης στον Βορρά. Σε κάποιο βαθμό, επίσης, είναι περισσότερο εξοικειωμένη με την παρουσία αλλοεθνών, την έννοια της πολυπολιτισμικότητας και της διεθνούς κινητικότητας. Τα κομμάτια της, από την άλλη, που βλέπουν τους μετανάστες ως απειλή για το status τους, δεν μπορούν να επικαλεστούν ότι οι τελευταίοι ευθύνονται για την έλλειψη δουλειών και τους χαμηλούς μισθούς. Εν πολλοίς, τα ρατσιστικά επιχειρήματα της εγχώριας ακροδεξιάς στηρίζονται στα ίδια πολιτισμικά επιχειρήματα που συναντάμε και στην υπόλοιπη Ευρώπη, περί ανωτερότητας του ευρωπαϊκού πολιτισμού που δέχεται εισβολή εξ’ Ανατολών και απειλείται με ισλαμοποίηση.[16] Ας σημειώσουμε απλά εδώ, ότι αυτή η νέα τάση του «πολιτισμικού ρατσισμού» δεν στερείται ταξικής βάσης: Κανείς δεν αντιμετωπίζει ρατσιστικά τον πετρελαιοπαραγωγό από τα Εμιράτα που θα έρθει να αγοράσει κανά λιμάνι/αεροδρόμιο, όπως συμβαίνει με τους Σύριους και τους Αφγανούς κυνηγημένους…
Συνοψίζοντας, σε σχέση με την τρέχουσα αναδιάρθρωση των σχέσεων κράτους πολιτών στην εποχή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ: Θεωρούμε ότι αν και δεν υπάρχει κάποιο μεγαλόπνοο πλάνο ξεπεράσματος της κρίσης από την πλευρά των Ελλήνων αφεντικών, αναγνωρίζουμε την κεντρική σημασία του περάσματος μεγάλων κομματιών των ντόπιων και μεταναστών εκμεταλλευόμενων στην κατηγορία του πλεονάζοντος πληθυσμού που χρήζει «ανθρωπιστικής διαχείρισης» και τονίζουμε τη μεγαλύτερη πολιτική σημασία που αποκτά το ζήτημα της φυλής στη νέα ταξική σύνθεση που προκύπτει μεσούσης της κρίσης. Διαχωρίζοντας τις στρατηγικές επιλογές του ελληνικού κράτους από τις τακτικές κινήσεις των αριστεροδεξιών διαχειριστών του, θεωρούμε ότι τα «ανθρωπιστικά μέτρα» θα παραμείνουν στη φαρέτρα των αφεντικών για τα επόμενα χρόνια, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορούν να συνδυαστούν με την επιστροφή σε πολιτικές άμεσης καταστολής του ταξικού ανταγωνισμού.
Είναι σε αυτό το σταθερό αντικειμενικό έδαφος της αναδιάρθρωσης μέσα στο ρευστό πολιτικό περιβάλλον της κρίσης που διερευνούμε και τις δυνατότητες αγωνιστικής σύνδεσης των ντόπιων/μεταναστών εργαζόμενων στον «ανθρωπιστικό τομέα»/ΜΚΟ και των «ωφελούμενων» χρηστών των υπηρεσιών τους. Έχουμε ξαναναφερθεί στην κομβική σημασία για το βάθος του ανταγωνισμού που αποδίδουμε στην αγωνιστική σύνδεση των εργαζομένων που παρέχουν μια υπηρεσία, παράγουν ένα αγαθό, με τους υπόλοιπους εκμεταλλευόμενους που είναι χρήστες αυτών των υπηρεσιών. [17] Στις περιπτώσεις που μια τέτοια σύνδεση γίνεται πραγματικότητα, οι αγώνες μας ενδυναμωνονται σε τέτοιο βαθμό που καταφέρνουν να ξεπερνούν τους αντικειμενικούς διαχωρισμούς των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, γεγονός που φυσικά τρομοκρατεί τα αφεντικά για τις πολιτικές του προεκτάσεις και δυνατότητες που εμπεριέχει. Αλλά ειδικότερα στην αγωνιστική σύνδεση μεταξύ εργαζόμενων σε υπηρεσίες πρόνοιας/ΜΚΟ και «ωφελούμενων» χρηστών των υπηρεσιών, αποδίδουμε μια στρατηγικού τύπου σημασία, για μια σειρά από λόγους.
Καταρχήν, αν και λίγοι πολιτικά οργανωμένοι θα το παραδεχτούν, δεν είναι λίγα τα υποκείμενα του ανταγωνισμού, άτομα που έχουν συμμετάσχει δηλαδή σε αγώνες στο παρελθόν, τα οποία θα βρεθούν σε κάποιες από αυτές τις θέσεις. Ένα μεγάλο μέρος του στελεχιακού δυναμικού των υπηρεσιών πρόνοιας/ΜΚΟ επιλέγονται από τους απόφοιτους ανθρωπιστικών/κοινωνικών σπουδών, που δεν είναι καθόλου σπάνιο να έχουν αρκετή εμπειρία από αγώνες στο παρελθόν. Από την άλλη, λόγω της εκτεταμένης ανεργίας/φτωχοποίησης, είναι και πολλά τα κομμάτια της τάξης μας, τα οποία τους περιμένει το μέλλον του «ωφελούμενου» από τα «ανθρωπιστικά» μέτρα. Μάλιστα, είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι οι δυο προαναφερθεισες κατηγορίες μπορεί να βρίσκονται ταυτόχρονα και στις δυο θέσεις, του εργαζόμενου και του «ωφελούμενου»: Ένας άνεργος που κάνει αίτηση για να εργαστεί μέσω των κοινωφελών προγραμμάτων στα hot spots, είναι ταυτόχρονα ένας «ωφελούμενος» που η (εξαναγκαστική) εργασία του θεωρείται ένα είδος προνοιακού επιδόματος για να συντηρηθεί για οκτώ μήνες, ενώ ταυτόχρονα η εργασία του έχει ως αντικείμενο την εξυπηρέτηση των αναγκών σίτησης/στέγασης των μεταναστών/προσφύγων.
Είναι μέσα σε αυτή την κοινωνική συνθήκη που, επαναλαμβάνουμε, το ζήτημα του ξεπεράσματος των φυλετικών διαχωρισμών αποκτά κεντρική πολιτική σημασία. Η αναδιάρθρωση των συστημάτων πρόνοιας μέσω της εξαναγκαστικής εργασίας του workfare, ξεκίνησε από τους ντόπιους ανέργους και διαβλέπουμε ότι θα αποτελέσει βασικό παράγοντα της διαχείρισης των μεταναστευτικών πληθυσμών. Από την άλλη η «ανθρωπιστική» αντιμετώπιση των αναγκών των μεταναστών, όπου οι στοιχειώδεις κοινωνικές παροχές συνδυάζονται με μέτρα στέρησης της ελευθερίας, κοινωνικού αποκλεισμού και ελέγχου αποτελεί επίσης εικόνα του σκοτεινού μέλλοντος που ετοιμάζεται για τους ντόπιους εκμεταλλευόμενους.
Αυτή η αντικειμενική ταξική συνθήκη είναι που γεννά αγώνες με παρόμοια περιεχόμενα που παραμένουν διαχωρισμένοι βάση των φυλετικών προνομίων. Για παράδειγμα, η επιλογή του κράτους να κρατήσει διαχωρισμένους τους πρόσφυγες/μετανάστες από τον κοινωνικό ιστό, γεννάει, με αφορμή τα πάμπολλα τροχαία ατυχήματα στο ερημικό εξωτερικό περιβάλλον των hotspots, αγώνες των προσφύγων/μεταναστών ενάντια στον κοινωνικό αποκλεισμό και τη στέρηση της ελευθερίας μετακίνησης. Την ίδια στιγμή, αυτή η απομονωτική συνθήκη, αναγκάζει πολλούς ντόπιους/ες «κοινωφελείς» να χρειάζονται να μετακινούνται πολλές ώρες κάθε μέρα για να πάνε στην οκτάμηνη εργασία τους, ενώ ταυτόχρονα αντιμετωπίζουν κι αυτοί/ες τη θανάσιμη απειλή του τροχαίου εργατικού ατυχήματος. Μετά από ένα τέτοιο «ατύχημα» σε hot spot της ΒΙΑΛ, αν και είδαμε τους «κοινωφελείς» πολύ σωστά να καταγγέλλουν τις συνθήκες εργασίας τους και να απαιτούν ασφαλή και δωρεάν μετακίνηση στο χώρο εργασίας τους [18], δεν είδαμε όμως πουθενά αναφορά στα αντίστοιχα «ατυχήματα» για τους ίδιους λόγους των μεταναστών. Ας αναρωτηθούμε απλά πόσο πιο δυνατοί θα ήταν οι αγώνες των «κοινωφελών» αν είχαν την συμπαράσταση των μεταναστών κι αντίστοιχα πόσο πιο υπολογίσιμες θα ήταν οι ταραχές των μεταναστών μετά από κάποιο θανάσιμο τροχαίο, αν συνοδεύονταν από στάσεις εργασίας των «κοινωφελών»… Άραγε το ενδεχόμενο μιας τέτοιας αγωνιστικής σύνδεσης ντόπιων-μεταναστών αποτελεί αποκλειστικό προϊόν της νοσηρής πολιτικής μας φαντασίας; Αυτό που γνωρίζουμε με βεβαιότητα είναι ότι μοριακοί αγώνες ξεσπούν και στις δυο πλευρές και ότι παρόλο που εν πολλοίς παραμένουν στην αφάνεια του «επίσημα αναγνωρίσιμου» κοινωνικού ανταγωνισμού, το κράτος τους υπολογίζει αρκετά σοβαρά και τους κυνηγάει άμεσα. Αυτό είδαμε για παράδειγμα στην περίπτωση των εργαζόμενων στις υπηρεσίες ασύλου, που πηγαίνοντας κόντρα στους πολιτικούς τους προϊστάμενους, εμπόδισαν την απέλαση αρκετών μεταναστών, μην αναγνωρίζοντας καθεστώς «ασφαλούς χώρας» στην Τουρκία [19].
Είδαμε παραπάνω για ποιο λόγο η εργασία στον «ανθρωπιστικό» τομέα του κράτους και τις ΜΚΟ έχει ξεχωριστή σημασία μέσα στο πλαίσιο της συντελούμενης καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης και συνεπώς αποκτά κεντρική σημασία όσων αφορά τη σύνδεση των αγώνων μας. Το άλλο μισό μιας τέτοιας ανάλυσης, για την σύνδεση των αγώνων μας ενάντια στην «ανθρωπιστική»-μεταναστευτική πολιτική του ελληνικού κράτους, δεν μπορεί παρά να μιλά για τις κινηματικές δομές που έχουν στηθεί τα τελευταία δύο χρόνια, με στόχο την άμεση κάλυψη βασικών αναγκών των προσφύγων/μεταναστών, κυρίως με τη μορφή των καταλήψεων στέγασης μεταναστών. Ένα βασικό σημείο εκκίνησης οφείλει να είναι η ιστορική αποτίμηση και προοπτική αυτών των κινηματικών δομών. Τα προηγούμενα χρόνια ήμασταν ανάμεσα σε αυτούς που ασκούσαν στην κριτική στην στάση αρκετών ομάδων του α/α/α χώρου που μιλούσαν για τους προλετάριους μετανάστες μέσω αφισών, μικροφωνικών, πορειών, στις οποίες σχεδόν ποτέ δεν εμπλέκονταν τα ίδια τα υποκείμενα. Στην περίπτωση των καταλήψεων στέγασης μεταναστών βλέπουμε ότι για πρώτη φορά ένα κομμάτι του ανταγωνιστικού κινήματος αγκάλιασε δομές που βάζουν ως πρώτη πολιτική προτεραιότητα την κάλυψη των άμεσων αναγκών των ίδιων των μεταναστών, μέσα από την ενεργό συμμετοχή των ίδιων. Τυατόχρονα, αποτελεί ένα σημείο τομής για την ίδια την ιστορία των καταλήψεων στην Ελλάδα, που σε αντίθεση με την Δυτική Ευρώπη, αποτελούσαν περισσότερο χώρους πολιτικής έκφρασης, αντικουλτούρας της ριζοσπαστικής νεολαίας, χωρίς να επιχειρούν στα σοβαρά να βάλουν στο επίκεντρο της στεγαστικές ανάγκες των ντόπιων εκμεταλλευόμενων.
Πέρα από δείγμα πολιτικής ενηλικίωσης του α/α/α χώρου, οι καταλήψεις στέγης μεταναστών αποτελούν κι ένα σημαντικό πεδίο μάχης ενάντια στην πολιτική κοινωνικής απομόνωσης, κράτησης και στέρησης ελευθεριών των προσφύγων/μεταναστών. Γι’ αυτό το λόγο, βλέπουμε το τελευταίο διάστημα να αλλάζει και η στάση του κράτους απέναντι στις καταλήψεις. Η σχετική ανοχή που επιδείχθηκε το πρώτο διάστημα από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ εξηγείται αν λάβουμε υπόψιν μας δυο παράγοντες. Πρώτον, το ότι ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ ως ιστορικό προϊόν της ταξικής πάλης, συνδέεται με τους αγώνες για τα δικαιώματα των μεταναστών κι άρα θα προσπαθήσει οι πολιτικές που ασκεί να ικανοποιούν και όσους από την εκλογική του βάση έχουν ακόμα παρόμοιες «προοδευτικές ευαισθησίες». Προφανώς κάτι τέτοιο δεν θα απασχολούσε μια (αποκλειστικά) δεξιά κυβέρνηση, που θα έβαζε π.χ. για τους ίδιους λόγους σε πρώτη προτεραιότητα την εξυπηρέτηση της Εκκλησίας και των συντηρητικών στρωμάτων. Δεύτερον, από τη στιγμή που όπως είδαμε το «μεταναστευτικό» έσκασε στα χέρια της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, χωρίς να υπάρχει κάποιο οργανωμένο πλάνο για την αντιμετώπιση του μεγέθους του ζητήματος, οι καταλήψεις στέγασης των μεταναστών και οι αυτοοργανωμένες δομές παροχής βοήθειας στους προσφυγικούς καταυλισμούς αποτελούσαν το «ριζοσπαστικό άκρο» της ασκούμενης πολιτικής, που δεν θέλει το ελληνικό κράτος να δαπανήσει κονδύλια για να ικανοποιήσει τις άμεσες ανάγκες των μεταναστών.
Αυτή η αντιμετώπιση του πρώτου διαστήματος, φάνηκε να αλλάζει μετά τη συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας και την εκκένωση των προσφυγικών καταυλισμών στην Ειδομένη, τον Πειραιά, την Βικτώρια κτλ που ακολουθήθηκε από τις στοχευμένες εκκενώσεις κάποιων καταλήψεων στέγασης μεταναστών. Παρά τις «αριστερές ευαισθησίες» της εκλογικής του βάσης, το κράτος υπό αριστεροδεξια διαχείριση δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει ότι η επιλογή της κατάληψης στέγης κάποιων προλετάριων έρχεται σε ευθεία αντιπαράθεση με το ίδιο τον αστικό χαρακτήρα του κράτους, ως θεματοφύλακα του ιερού δικαιώματος στην ιδιοκτησία. Αλλά αυτό που σίγουρα βάρυνε περισσότερο στην κατασταλτική στροφή της “πρώτης φορά αριστεράς” ήταν η ανάγκη να τεθούν υπό έλεγχο οι κινήσεις των “από κάτω” και να περιοριστεί η εξάπλωση τους σε τέτοιο επίπεδο ώστε να μη αποτελούν εμπόδιο στην άσκηση της πολιτικής που υπαγόρευε η συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας. Γι’ αυτό, το κράτος υπό την διαχείριση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ επέλεξε την «έξυπνη καταστολή» των καταλήψεων, χτυπώντας στοχευμένα καταλήψεις κτιρίων που ανήκουν σε ΜΚΟ, ασκώντας προπαγάνδα ότι υποκινούνται από «χομπίστες» δυτικούς αλληλέγγυους, επιλέγοντας το ταυτόχρονο χτύπημα σε καταλήψεις του α/α χώρου όπως η Βίλλα Ζωγράφου. Ως πρώην «επαγγελματίες αλληλέγγυοι», γνώριζαν ότι λόγω των κινηματικών αντανακλαστικών μια κατάληψη στέγης μεταναστών όπως στην Αλκιβιάδου θα έρχοταν σε δεύτερη μοίρα…
Αναφερόμενοι βέβαια στην «έξυπνη καταστολή» του κράτους υπό συριζεϊκη διαχείριση είναι αναγκαίο να μην υπερτιμούμε κι εμείς το μέγεθος της δυναμικής τέτοιων κινηματικών δομών, σε σχέση με το μέγεθος του μεταναστευτικού υποκειμένου. Ο αριθμός των μεταναστών που θα καταφέρουν να εμπλακούν σε τέτοιες δομές είναι σίγουρα ελάχιστος σε σχέση με όσους θα βρεθούν θέλοντας και μη στην αγκαλιά του κράτους. Ακόμα κι έτσι αναγνωρίζουμε ότι στις δεδομένες συνθήκες είναι πολύ καλύτερο να μένεις σε μια κατάληψη παρά σε ένα κέντρο κράτησης/hotspot. Αυτό που έχει όμως μεγαλύτερη σημασία να αναγνωριστεί είναι πως η αυτοοργάνωση δεν μπορεί να αποτελέσει Την Λύση για το προσφυγικό/μεταναστευτικό ζήτημα. Το κίνημα δεν μπορεί να λύσει από μόνο του τις υλικές ανάγκες των προσφύγων/μεταναστών, μπορεί να τις φέρει σε πρώτο πλάνο και να επιχειρήσει τη δημιουργία πολυεθνικών κοινοτήτων αγώνα που θα επιχειρήσουν την ικανοποίηση αυτών τόσο μέσα από δομές αλληλεγγύης όσο και με διεκδικητικούς αγώνες προς το κράτος.
Προαπαιτούμενο για να επιχειρηθεί το δεύτερο, είναι ο αγώνας για την πολιτική αναγνώριση και ορατότητα των μεταναστών που περνά μέσα από τον αγώνα για τα χαρτιά, για ίσα πολιτικά/εργασιακά δικαιώματα με τους Έλληνες πολίτες. Θεωρούμε ότι η κεντρική σημασία αυτού του αγώνα έχει υποτιμηθεί από μεγάλο μέρος του α/α/α χώρου, μιας και θεωρείται ότι αφορά ένα «ρεφορμιστικό» πεδίο διεκδίκησης δικαιωμάτων από το αστικό κράτος και άρα ενσωμάτωσης των αγώνων μας στο κράτος, που δεν ταιριάζει προφανώς με τις αναλύσεις που υποστηρίζουν ότι η αυτοοργάνωση μπορεί να λύσει με ένα μαγικό τρόπο όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε λόγω της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Το αίτημα για «χαρτιά σε όλους τους πρόσφυγες/μετανάστες» για εμάς αντίθετα έχει μεγάλη σημασία, γιατί, πέρα από το ότι αποτελεί το πρώτο πράγμα που θα ζητήσουν τα ίδια τα μεταναστευτικά υποκείμενα, επιδιώκει τη νομική αναγνώριση ότι το κράτος δεν έχει το δικαίωμα να σε μαζεύει όποτε θέλει από το δρόμο, απλά γιατί έτυχε να γεννηθείς σε κάποιο άλλο σημείο του πλανήτη.
Συνέλευση για την Κυκλοφορία των Αγώνων
Σημειώσεις:
[1] Βλ. προηγούμενα κεντρικά: Η κυβέρνηση ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-ΑΝ.ΕΛ, ο κύκλος αγώνων ενάντια στη λιτότητα και το μέλλον του κοινωνικού ανταγωνισμού στο τεύχος 8 (https://skya.espiv.net/2015/07/12/kybernisi-syriza-anel/) και Πολιτικές μορφές, σύνδεση και αυτονομία των αγώνων. It’s a dirty job but someone’s gotta do it στο τεύχος 5 της Σφήκας.
[3] Βλ. Σφήκα τεύχος 9, Αλλάζοντας τους κανόνες σε ένα στημένο παιχνίδι: Μια αποτίμηση του αγώνα των «κοινωφελών» στους δήμους το 2015
[4] Το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα που πρώτοι προσπάθησαν να εφαρμόσουν ΝΔ-ΠΑΣΟΚ και βαφτίστηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ Κοινωνικό Επίδομα Αλληλεγγύης (ΚΕΑ), ουσιαστικά αντικαθιστά, σε ένα πακέτο, προνοιακά επιδόματα –όπως η κάρτα σίτισης, το επίδομα ενοικίου, η παροχή δωρεάν ποσότητας ρεύματος– που καταργούνται. Το ΚΕΑ παίρνει τη θέση τους ως μοναδικό επίδομα της τάξης των 100-400 ευρώ το μήνα, ανάλογα με το μέγεθος του νοικοκυριού που βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας, από τα οποία τα μισά λεφτά θα πρέπει να φαίνεται ότι καταναλώνονται με ψηφιακές πληρωμές λογαριασμών σε άμεσες ανάγκες του νοικοκυριού. Η παροχή αυτού του επιδόματος ακραίας φτώχειας δεν θα μπορεί να γίνεται συνδυαστικά με πολλά άλλα προνοιακά επιδόματα, θα συνοδεύεται από ελέγχους στα σπίτια και τους τραπεζικούς λογαριασμούς των ωφελουμένων για να ελέγχεται ότι, πράγματι, οι “ωφελούμενοι” επιβιώνουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας και θα συνεπάγεται την αναγκαστική αποδοχή οποιασδήποτε θέσης εργασίας τύπου κοινωφελή/voucher ή την παρακολούθηση σεμιναρίου που θα προσφέρεται από τον ΟΑΕΔ.
[5] Πρόκειται για κέντρα, σε κάθε γειτονιά, που θα λειτουργούν ως κόμβοι συγκέντρωσης των προνοιακών παροχών και συνένωσής τους με τα πακέτα προσφερόμενης εργασίας, από πλευράς ΟΑΕΔ, ή, ακόμα χειρότερα, της “εθελοντικής συνεισφοράς” στις ανάγκες για εργασία της γειτονιάς, του δήμου κ.τ.λ. Ταυτόχρονα, πιθανολογούμε ότι, μέσα από τα “κοινωνικά κέντρα”, θα δούμε μια προσπάθεια ενσωμάτωσης των κοινωνικών δομών αυτοοργάνωσης στις γειτονιές (συλλογικές κουζίνες, χαριστικά παζάρια, «χωρίς μεσάζοντες», δωρεάν μαθήματα σε μαθητές, ομάδες καλλιτεχνικής έκφρασης κ.λπ.) στην κρατική πολιτική του workfare, της επιβεβλημένης εργασίας, της καταγραφής και του ελέγχου των πιο κοινωνικά περιθωριοποιημένων στρωμάτων.
[6] Η μετατροπή του 5μηνου σε 8μηνο επιτρέπει στους ανέργους που έχουν επιδοτηθεί στο παρελθόν να μπουν ξανά στο ταμείο ανεργίας. Οπότε, το ελληνικό κράτος χρεώνεται, αυτή τη στιγμή, από τον προϋπολογισμό του, τους 3 μήνες επιπλέον εργασίας, μαζί με το επίδομα ανεργίας που ακολουθεί. Υποθέτουμε ότι η ΕΕ επέτρεψε αυτή την παρασπονδία από τη λογική του workfare (δε νοείται επίδομα ανεργίας χωρίς ταυτόχρονη εργασία), όχι απλά επειδή χρεώνεται τα λεφτά το ελληνικό κράτος, αλλά κι επειδή, σε όλα τα νέα μέτρα καθώς και στο 4ο μνημόνιο που ψηφίστηκε τον Μάιο του 2017, μια από τις βασικές προβλέψεις είναι η ουσιαστική κατάργηση του επιδόματος ανεργίας και η αντικατάστασή του από ένα επίδομα επιδοτούμενης εργασίας.
[7] Οι “ωφελούμενοι” θα μπορούν, αντί να δουλέψουν την πέμπτη μέρα της εβδομάδας, να παρακολουθήσουν ένα σεμινάριο για τη χρήση Η/Υ ή πώς να φτιάχνουν βιογραφικό, το οποίο υποτίθεται ότι θα τους βοηθήσει να βρουν “κανονική” εργασία στο μέλλον. Στη λογική του workfare, τα 8μηνα κοινωφελή προγράμματα όχι μόνο δεν είναι συμβάσεις ορισμένου χρόνου, όπως νομίζουν πολλοί “κοινωφελείς”, αλλά θεωρούνται εκπαίδευση, απόκτηση δεξιοτήτων (skills) μέσω της εργασίας. Η απόκτηση αυτών των skills αποδεικνύεται μέσα από μια διαδικασία πιστοποίησης και εξετάσεων που, σε ένα ιδανικό μοντέλο, διαμορφώνουν το εργασιακό portfolio του κάθε ανέργου. Προς το παρόν, η απασχόληση “ωφελούμενων” στα “hot spot” θεωρείται απόκτηση εμπειρίας σε κοινωνικές δομές και άρα μοριοδοτείται παραπάνω για την εύρεση εργασίας στον “ανθρωπιστικό τομέα” του κράτους (πχ για συμβάσεις ορισμένου χρόνου, μέσω ΑΣΕΠ, στα Κέντρα Κοινότητας). Με λίγα λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ πουλάει παραμύθι στους “ωφελούμενους” ότι κάνει ό,τι μπορεί για να τους μονιμοποιήσει ως “συμβασιούχους”, αλλά η ΕΕ δεν τον αφήνει, ενώ, στην πραγματικότητα, προσπαθεί να τους μονιμοποιήσει ως μια “δεξαμενή” ευέλικτου εργατικού δυναμικού “ωφελουμένων”, που συνεχώς εκπαιδεύεται και αξιολογείται, ενώ αλλάζει δουλειές στο δημόσιο τομέα, προσπαθώντας να ξεφύγει από αυτήν, ακριβώς, τη “δεξαμενή”.
[8] “Ο Αυστριακός Υπ. Εξωτερικών Κουρτς υποστηρίζει την «υποχρεωτική εργασία για εκείνους που δικαιούνται χορήγηση ασύλου και δεν έχουν πιθανότητες στην αγορά εργασίας», ενώ ζητά, ταυτόχρονα, να υπάρξει επειγόντως λήψη μέτρων για το ζήτημα της μετανάστευσης. Όπως διατείνεται, «σε μια χώρα στην οποία οι μετανάστες έχουν από την πρώτη ημέρα δικαίωμα στις κοινωνικές παροχές, πρέπει να γίνεται αυστηρή ρύθμιση της μετανάστευσης, επιτρέποντας την είσοδο στη χώρα, στοχευμένα, μόνο σε ανθρώπους με εξειδίκευση και αποκλείοντας, κατά το δυνατόν, τη μετανάστευση της φτώχειας”. Βλ. http://www.kathimerini.gr/881340/article/epikairothta/kosmos/protash-koyrts-gia-ypoxrewtikh-ergasia-twn-prosfygwn.
[9] Η σχετική αυτή ανοχή φαίνεται να έρχεται σε πέρας // λήγει την περίοδο που γράφεται αυτό το κείμενο, με τις εκκενώσεις καταλήψεων στέγης μεταναστών στην οδό Αλκιβιάδου, στην Αθήνα, και “Άλμπατρος”, στην Άνω Πόλη Θεσσαλονίκης, την άνοιξη του 2017. Είχαν προηγηθεί και οι εκκενώσεις καταλήψεων, το καλοκαίρι του 2016, στη Θεσαλονίκη.
[10] Μια πολύ αξιόλογη ανάλυση των ΜΚΟ υπάρχει στην μπροσούρα ανθρωπισμός χωρίς σύνορα …αλλά με περιφράξεις της συλλογικότητας musaferat από τη Λέσβο.
[11] Απλώς θα επισημάνουμε ότι, πολλές φορές, σε αυτό το σημείο, υποτιμάται η κινηματική δράση των ίδιων των μεταναστευτικών υποκειμένων –τόσο στις χώρες προέλευσης τους όσο και όταν υπερπηδούν τα σύνορα και τους φράχτες της Δύσης–, που αντιμετωπίζονται, έτσι, ως άβουλα θύματα στην παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η υποτίμηση, από ένα κομμάτι του α/α/α χώρου, της λαϊκής εξέγερσης ενάντια στο καθεστώς του Άσαντ το 2011 στη Συρία, που συντελέστηκε στα πλαίσια του κύματος εξεγέρσεων της “αραβικής άνοιξης”. Μια υποτίμηση που σχετίζεται με την γεωπολιτική πρόσδεση του σύριου δικτάτορα με τα συμφέροντα της πουτινικής Ρωσίας, την οποία κάποιοι έχουν φτάσει στο σημείο να θεωρούν “φίλια” δύναμη στα πλαίσια της “ένας είναι ο εχθρός” αντιιμπεριαλιστικής τους ανάλυσης…
[12] Προφανώς, ισχύει και στην περίπτωση των ΜΚΟ, ότι η μισθωτή σχέση δεν καθαγιάζει τους εργαζόμενους σε σχέση με τις επιλογές που παίρνουν στη ζωή και την εργασία τους: ένας εργαζόμενος με αντικείμενο τη φύλαξη/κράτηση ανθρώπων, που μάλιστα δεν έχουν διαπράξει κάποιο ποινικό έγκλημα // ποινικό αδίκημα / έγκλημα, δεν είναι σε καμιά περίπτωση άμοιρος ευθυνών ως προς την αναπαραγωγή εξουσιαστικών/ρατσιστικών σχέσεων. Σημειώνουμε, απλώς, ότι, σε μεγάλο βαθμό, αυτό το αντικείμενο αποτελεί δουλειά του στρατού και της αστυνομίας και όχι των ΜΚΟ και άρα ότι το τσουβάλιασμα που γίνεται σε πολλές αναλύσεις του «χώρου» για τις ΜΚΟ δεν βοηθάει στον αναγκαίο επιμερισμό αυτών των ευθυνών και στους εργαζόμενους των ΜΚΟ. Αναγνωρίζοντας τα πάμπολλα ζητήματα που προκύπτουν από τη φύση της εργασίας σε ΜΚΟ, αναγνωρίζουμε ταυτόχρονα και το κενό πολιτικής ανάλυσης που υπάρχει στο ανταγωνιστικό κίνημα.
[13] Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του «Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος» που εφάρμοσαν πρώτοι οι ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, για να το πάρει ο ΣΥΡΙΖΑ μετονομάζοντας το σε «Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης» και είναι σίγουρο ότι θα συνεχίσουν και οι επόμενοι.
[14] Χρησιμοποιούμε την έννοια της «ταξικής σύνθεσης» με την ευρεία έννοια της τάξης των εκμεταλλευόμενων, χωρίς να αναφερόμαστε αποκλειστικά στη σχέση των μεταναστών με την άμεση διαδικασία παραγωγής και υπολογίζοντας ότι αρκετοί/ες από αυτούς έχουν μικροαστική ή και μεσοαστική προέλευση. Έχουμε στο μυαλό μας ότι οι έγκλειστοι σε hot spots μετανάστες/πρόσφυγες δεν είναι καν άνεργοι/ες, είναι ένας πληθυσμός σε ειδικό καθεστώς διαχείρισης, αποκλεισμένος από πολιτικά δικαιώματα και από την (επίσημη) αγορά εργασίας. Η γκρίζα ζώνη όμως μέσα στην οποία περιορίζονται δεν είναι ξεκομμένη από τη γενικότερη διαδικασία αξιοποίησης του κεφαλαίου. Αν χρησιμοποιήσουμε μαρξιστικούς όρους, αυτή τη στιγμή γίνονται από υποκείμενο της παραγωγικής διαδικασίας, αντικείμενο αυτής, μέσω του οποίου βρίσκουν δουλειά οι απόφοιτοι κοινωνικών/ανθρωπιστικών επιστημών, αποσπούν υπεραξία οι ΜΚΟ και προχωράει η καπιταλιστική αναδιάρθρωση. Αλλά στο να χρησιμοποιήσουμε την ευρεία (μη εργατίστικη) έννοια της ταξικής σύνθεσης, βαραίνει ακόμα περισσότερο το μέλλον που υποπτευόμαστε ότι τους επιφυλάσσεται, ως μια «δεξαμενή ωφελούμενων» στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών «ανθρωπιστικών» πολιτικών και του workfare/ανταποδοτικής πρόνοιας. Σε ένα τέτοιο σενάριο, οι αποκλεισμένοι από πολιτικά δικαιώματα και την επίσημη αγορά εργασίας μετανάστες/πρόσφυγες μπορούν να συναλλάσσονται μαζί της, ανταλλάσσοντας εργατική δύναμη με το δικαίωμα απόκτησης πολιτικών/εργασιακών δικαιωμάτων. Γνωρίζουμε ότι είναι νωρίς για να κάνουμε ασφαλείς προβλέψεις για το μέλλον τους, που σίγουρα θα συνεχίσει να περιέχει και πολύ εγκλεισμό και πολλές απελάσεις. Όμως το προαναφερθέν σενάριο της ενσωμάτωσης στην γενικότερη διαδικασία αξιοποίησης του κεφαλαίου μέσω του αποκλεισμού από την επίσημη αγορά εργασίας, το εξετάζουμε ως αρκετά πιθανό.
[15] Βλ. π.χ. τη μονομερή ενέργεια της κυβέρνησης τα Χριστούγεννα του 2016 να μην αυξήσει το ΦΠΑ στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου που λειτουργούν κέντρα κράτησης μεταναστών.
[16] Στην πιο σοβαρή κοινωνική μάχη, πάντως, ενάντια στον ρατσισμό κομματιών της ελληνικής κοινωνίας, στο δικαίωμα πρόσβασης των παιδιών των προσφύγων στα σχολεία, δεν είδαμε τους ρατσιστές να χρησιμοποιούν άμεσα το επιχείρημα περί ισλαμοποιήσης. Περισσότερο επικαλέστηκαν την δήθεν υγειονομική απειλή που αποτελούν τα προσφυγόπουλα, εκμεταλλευόμενοι την άγνοια πολλών ντόπιων για αυτά τα θέματα, μαζί με την αόριστη απειλή που αποτελούν πάντα οι ‘Άλλοι” για τα προνόμια των “ντόπιων”, σε μια συνθήκη γενικότερης υποτίμησης και της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Σε αυτή τη μάχη είδαμε πάντως να κερδίζουν σε αρκετές περιπτώσεις έδαφος τα αντιρατσιστικά επιχειρήματα, γεγονός που δεν επιβεβαιώνει ακριβώς τις γενικεύσεις περί “διάχυτου ρατσισμού της ελληνικής κοινωνίας”. Το ζήτημα αυτό φυσικά χρήζει ξεχωριστής ανάλυσης, που ξεφεύγει των σκοπών του κειμένου που διαβάζετε
[17] Βλ. π.χ. Ατομικά και συλλογικά κείμενα μας για τις κινητοποιήσεις στον χώρο της υγείας ή για τα ΜΜΜ.
[18] Βλ. http://nofeloumeni.gr/2017/03/01/atiximavial/
[19] Βλ. το κείμενο Η πολιτική ασύλου μετά την κοινή δήλωση ΕΕ-Τουρκίας και οι μεθοδεύσεις Μουζάλα.
Υποβολή απάντησης