Η κρατική διαχείριση των προσφύγων/μεταναστών ως διαχείριση πλεονάζοντος πληθυσμού κι οι αγώνες εναντίον της
α. Στην πρόσφατη δουλειά μας, που σήμερα παρουσιάζουμε, προσπαθήσαμε να αναλύσουμε την «ανθρωπιστική» διαχείριση της «προσφυγικής κρίσης» υπό το πρίσμα της αναδιαρθρωτικής στρατηγικής υποτίμησης και θυματοποίησης των πληθυσμών των εκμεταλλευόμενων που «περισσεύουν» σε συνθήκες κρίσης και πολέμων. Να σημειώσουμε εδώ ότι το κείμενο συντάχθηκε κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ–ΑΝΕΛ και ολοκληρώθηκε επί διακυβέρνησης ΝΔ. Στο πνεύμα, ωστόσο, της συνέχειας του κράτους, ενώ το μόρφωμα ΣΥΡΙΖΑ–ΑΝΕΛ επιχείρησε να συνεχίσει την αναδιαρθρωτική πολιτική με περισσότερη κοινωνική συναίνεση, στην παρούσα συγκυρία η ΝΔ φαίνεται να σκοπεύει να εδραιώσει την αναδιάρθρωση με νεοφιλελεύθερες ρήξεις, εθνικιστική συναίνεση και εντατική καταστολή.
Πιο ειδικά, στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης των πολιτικών πρόνοιας εν είδει διαχείρισης του πλεονάζοντος πληθυσμού, με αιχμή τις προσφύγισσες και τις μετανάστριες, η διάκριση των συνεχειών και των διαφορών στις ασκούμενες πολιτικές αποτελεί κρίσιμο παράγοντα αν θέλουμε οι αντιστάσεις μας να είναι αποτελεσματικές. Έτσι, ας έχουμε αρχικά υπόψη ότι, ουσιαστικά, αυτή τη στιγμή συνεχίζονται οι προνοιακές πολιτικές της προηγούμενης κυβέρνησης, π.χ. το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα (πρώην ΚΕΑ), με μεγαλύτερη έμφαση όμως στον έλεγχο και την πειθάρχηση, ως μέρος της «εξυγίανσης» των κοινωνικών πολιτικών που ευαγγελίζεται η παρούσα κυβέρνηση.
Στο πεδίο του ελέγχου και της διαχείρισης του προσφυγικού και μεταναστευτικού πληθυσμού, η δεξιά κυβέρνηση δεν μπορεί παρά να πατήσει πάνω στο ιδιωτικοποιημένο κράτος πρόνοιας των ΜΚΟ, ως «ανθρωπιστικό» συμπλήρωμα του πειθαρχικού συστήματος των hot–spot και των camp. Το υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής καταργήθηκε και η διαχείριση του «μεταναστευτικού» ξαναπέρασε στη δικαιοδοσία του Υπουργείου «Προστασίας του Πολίτη». Προβλέπεται η «λειτουργία κλειστών κέντρων προσωρινής πρώτης υποδοχής και φιλοξενίας, για την ολοκλήρωση της διαδικασίας εξέτασης των αιτημάτων ασύλου εντός έξι εβδομάδων» και, φυσικά, ένα «ρωμαλέο και αποφασιστικό πρόγραμμα επιστροφών». Έτσι, για όσες και όσους γλιτώσουν από τις πολιτικές «αποτροπής και προστασίας των συνόρων», προβλέπεται η «ένταξη» μέσω των «κριτηρίων ευαλωτότητας». Ό,τι ακολουθεί, λοιπόν, αποτελεί προϊόν μιας κοπιαστικής δουλειάς ανταγωνιστικής έρευνας που φιλοδοξεί να βοηθήσει στην ακόμη πιο κοπιαστική δουλειά της συγκρότησης κοινοτήτων αγώνα ντόπιων και μεταναστών – κοινότητες που θα έχουν ως στόχο την έμπρακτη αντίσταση στην εντεινόμενη βαρβαρότητα.
β. Για να κατανοήσει κανείς τη διαχείριση του προσφυγικού μπορεί αρχικά να ακολουθήσει τον εμπειρικό κανόνα «follow the money», που ισχύει πίσω από κάθε επιτυχημένη επιχειρησιακή στρατηγική. Ο κανόνας αυτός μάς οδηγεί στο άλλο κοινώς αποδεκτό σημείο για το πού οδεύει η συγκεκριμένη βιομηχανία. Έτσι, λοιπόν, το 2015-17, η στρατηγική εστίαζε, σε πρώτη φάση, στο κομμάτι της «προστασίας» των «θυμάτων μιας ανθρωπιστικής καταστροφής πάντα» και της «εγκατάστασής» τους, της αντιμετώπισης δηλαδή των άμεσων αναγκών, όπως π.χ. οι σκηνές ή η σίτιση, που προκύπτουν από τη διαχείριση μιας συνθήκης έκτακτης ανάγκης. Στόχος της επόμενης φάσης προς την οποία κινούνται τα κονδύλια την τελευταία διετία, είναι η «ενσωμάτωση», που μεταξύ άλλων περιλαμβάνει τη μεταφορά της ευθύνης διαχείρισης των αναγκών του προσφυγικού πληθυσμού στα όργανα και τις δομές κάθε εθνικού κράτους.
Σύμφωνα με όσα ως τώρα έχουμε δει, το τελικό προϊόν της «βιομηχανίας» των camp και του προσφυγικού εν γένει δεν είναι σε καμιά περίπτωση η καλυτέρευση της μοίρας των μεταναστευτικών πληθυσμών. Είναι ο διαχωρισμός και ο κατακερματισμός τους με τη δημιουργία μεταναστριών δυο ταχυτήτων: α) ένα κομμάτι τους προορίζεται να κυνηγά τα προγράμματα των ΜΚΟ προκειμένου να καταφέρει να ξεφύγει από το καθεστώς εξαίρεσης από πολιτικά/εργασιακά δικαιώματα και β) ένα άλλο, μεγαλύτερο, κομμάτι να παραμένει αποκλεισμένο και αόρατο, έχοντας ως μοναδική λύση επιβίωσης τη μαύρη οικονομία. Μ’ αυτόν τον τρόπο διαμορφώνεται μια περισσευούμενη εργατική δύναμη, η οποία, όσο δεν αξιοποιείται, παραμένει πειθαρχημένη σε συνθήκες καταστολής και φυλακής.
Σε αυτό το πλαίσιο και παρά τις καθυστερήσεις της εκάστοτε ελληνικής κυβέρνησης, η επιδιωκόμενη ενσωμάτωση δεν είναι παρά ενσωμάτωση δια του αποκλεισμού και μονιμοποίηση του τείχους που χτίζεται εντός των δυτικών κοινωνιών. Ενός τείχους γεωγραφικού αποκλεισμού αρχικά σε μια χώρα, σ’ ένα νησί, σ’ ένα camp κι έπειτα ενός ευρύτερου αποκλεισμού από την κοινωνική ζωή και την επίσημη αγορά εργασίας. Εξετάζοντας τη «διαχείριση του πλεονάζοντος πληθυσμού» και τηρώντας τις απαραίτητες αναλογίες, μπορούμε να πούμε ότι η αναπαραγωγή των μεταναστών ως εργατικής δύναμης μέσα κι έξω από τα camp στηρίζεται στην ίδια φιλοσοφία με την οποία προσεγγίζεται η αναπαραγωγή των ανέργων στο σύστημα του workfare. Το αντικείμενο και των δυο συστημάτων βρίσκεται αποκλεισμένο από τη μισθωτή εργασία, στο περιθώριο της καπιταλιστικής «κανονικότητας», οπότε –για να μπορέσει να συντηρηθεί ως λιμνάζουσα ή εκπαιδευόμενη εργατική δύναμη– του δίνονται κάποια πενιχρά επιδόματα και υποτυπώδεις προνοιακές παροχές, μέσα από μια εξαντλητική γραφειοκρατική διαδικασία.
Βασικό χαρακτηριστικό και των δυο συστημάτων (camp και workfare) στο οποίο αξίζει να σταθούμε, είναι η βαρύτητα που καταλαμβάνει η έννοια της «ευαλωτότητας», ως δείκτης θυματοποίησης και κατακερματισμού των συλλογικών υποκειμένων, αλλά και ατομικής κινητικότητας μέσα σε αυτά ακριβώς τα συστήματα.
Εισάγοντας το κριτήριο της ευαλωτότητας εντός των προνοιακών συστημάτων διαχείρισης των «ειδικών ομάδων πληθυσμού» και μοριοδοτώντας το επιπλέον, το κράτος υπό συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης: α) εντείνει τους υπάρχοντες διαχωρισμούς και την εξατομίκευση μεταξύ των κοινωνικά περιθωριοποιημένων υποκειμένων και β) ενισχύει την (αυτο)θυματοποιήση τους: ένα ιδεολογικό περιεχόμενο απαραίτητο για τη συντήρηση των ταξικών αποκλεισμών, τη φυσικοποίηση και ισχυροποίηση των περιφράξεων, που αποκόβουν τον περισσευούμενο πληθυσμό από τον παραγόμενο κοινωνικό πλούτο και την ομαλή κοινωνική ζωή.
Θεωρητικά, η μετάβαση στη φάση της ενσωμάτωσης θα οδηγούσε και στην αποσυμφόρηση των camp. Αυτό που βλέπουμε όμως είναι ότι ακόμη κι αυτό το σύστημα, που ευαγγελίζεται την έξοδο των προσφυγισσών και μεταναστών από τα camp και την ομαλή ενσωμάτωσή τους στην κοινωνία, δεν μπορεί παρά να μονιμοποιεί τα hot spot και τα camp ως τη βάση, το πρώτο δηλαδή στάδιο της συγκέντρωσης και του περιορισμού τους, μέσω των οποίων θα συντελείται μια διαλογή αυτών που θα δικαιούνται την πολυπόθητη έξοδο και «ενσωμάτωση». Έτσι, η κατάργησή τους σαφώς δεν περνά μέσα από τις κρατικές πολιτικές ενσωμάτωσης αλλά από την κοινή διεθνιστική πάλη ντόπιων και μεταναστών εκμεταλλευόμενων και αποκλεισμένων.
γ. Σε ό,τι μας αφορά, το αίτημα της κατάργησης των κέντρων κράτησης και των camp ως τόπων φυλάκισης των μεταναστριών δεν μπορεί παρά να συνδέεται με τους συλλογικούς τους αγώνες να ξεφύγουν από τις προσταγές του συστήματος των camp, που δίνονται είτε μέσα είτε έξω από αυτά.
Προκειμένου να κατανοήσουμε καλύτερα τις συνθήκες, ας λάβουμε υπόψη ότι, μετά την αναγνώριση της Τουρκίας ως «ασφαλούς τρίτης χώρας», η κρατική διαχείριση επιχειρεί διαρκώς να επιβάλλει έντονους φραγμούς στην πρόσβαση στο ηπειρωτικό κομμάτι της Ελλάδας και ταυτόχρονα σταδιακό εγκλωβισμό, μέσω των camp, στα νησιά του ΒΑ Αιγαίου. Έτσι, αρχικά οι μετανάστες και πρόσφυγες πρέπει να παραμείνουν υποχρεωτικά για έξι εβδομάδες μέσα στα hot spot/κλειστά κέντρα κράτησης, τα γνωστά ΚΥΤ, που υπάρχουν στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου ή στην Ορεστιάδα. Εν συνεχεία, οι αιτούντες άσυλο, που ξεφεύγουν από τη διαδικασία της απέλασης, μέχρι να εξεταστεί η αίτησή τους, δικαιούνται να λαμβάνουν το επίδομα της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ. Αν ένα άτομο καταφέρει να κριθεί «ευάλωτο», έρχεται στην ενδοχώρα, με επίσημη μεταφορά προς κάποιο camp· έτσι, η τα κέντρα κράτησης στην τρέχουσα μορφή τους παγιώνονται ως ένας από τους κεντρικούς τρόπους ελέγχου των μεταναστών από το ελληνικό κράτος. Σε ό,τι, δε, αφορά τις καταλήψεις μεταναστών: πέραν των εκκενώσεων, υπάρχει και το πρόβλημα της έλλειψης πρόσβασης σε χαρτιά που συνεπάγεται η έλλειψη επίσημα δηλωμένης κατοικίας.
Πρόβλημα για την κοινωνική αναπαραγωγή των προσφυγισσών και μεταναστριών αποτελεί και η κατά τόπους συγκρότηση, από ντόπιους, «επιτροπών αγανακτισμένων κατοίκων», που συνεπικουρούνται από ομάδες φασιστών. Η συντηρητική, ρατσιστική αντίδραση μιας σημαντικής μερίδας των τοπικών κοινωνιών σαφώς πυροδοτήθηκε από την κρατική πολιτική συγκεντροποίησης των μεταναστριών στα νησιά του ΒΑ Αιγαίου, γεγονός που καθόρισε, νομίζουμε, σημαντικά τη μαζικοποίηση και ανασύνταξη του ακροδεξιού μπλοκ (οργανωμένου και μη) σε αυτές τις περιοχές. Το ίδιο συμβαίνει σταδιακά και αλλού πια. Είναι εύκολο να διαπιστώσουμε ότι οι επιτροπές αυτές, παρά τον «υπερκομματικό» τους χαρακτήρα, συνδέονται και με την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων μικροπολιτικών συμφερόντων στις τοπικές κοινωνίες. Παρά τα όσα υποστηρίζουν δημοσίως, οι τοπικοί άρχοντες και παράγοντες επωφελούνται από επιπλέον κονδύλια, προγράμματα, «ωφελούμενους» εργαζομένους. Το σίγουρο είναι ότι η βιομηχανία των hot–spot και των camp αποφέρει κέρδη στις τοπικές κοινωνίες, ενώ η στοχοποίηση των αποκλεισμένων μεταναστών στο νησί ως «απειλής» συμβαδίζει με τη διάφορων ειδών εκμετάλλευσή τους (μια πτυχή της οποίας φαίνεται να είναι η μαύρη αγροτική εργασία).
δ. Προχωρώντας, τώρα, στο πεδίο των προνοιακών πολιτικών διαχείρισης των μεταναστών, πέρα από την αρχική εξάμηνη πρόσβαση στο χρηματικό βοήθημα της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ, ένας μεγάλος αριθμός των αιτούντων άσυλο και των, αναγνωρισμένων ως ευάλωτων, κοινωνικών ομάδων φιλοξενούνταν, μέχρι πρότινος, στo πλαίσιο του σχετικού προγράµµατος ESTIA της Ύπατης, με τη νομική, πάντα, αναγνώριση της προσφυγικής ιδιότητάς τους. Πέρα από αυτό το κύριο πρόγραμμα εγκατάστασης και ένταξης, ο κρατικός μηχανισμός προχώρησε στην εγγραφή ορισμένων ανήλικων προσφύγων στα σχολεία, σε δομές εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας και δραστηριότητες κοινωνικής ένταξης. Ταυτόχρονα, ο ΟΑΕΔ εξέδωσε απόφαση δυνατότητας εγγραφής στο μητρώο ανέργων κοινωνικών κατηγοριών ανθρώπων χωρίς μόνιμο τόπο κατοικίας, όπως μεταναστριών, προσφύγων, αστέγων κ.ο.κ.
Με βάση το (πρώην) Υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής, όσοι και όσες απομακρυνθούν από τα camp θα έχουν προτεραιότητα στο οκτάμηνο πρόγραμμα επαγγελματικής κατάρτισης, που θα υλοποιηθεί σε συνεργασία με το υπουργείο Εργασίας, ενώ –παρά την εμφανή γραφειοκρατία– πολλά κενά στο πεδίο αυτό υποτίθεται πως θα καλυφθούν από το τρέχον ενταξιακό πρόγραμμα HELIOS, που θα προσφέρει περιορισμένου χρόνου στέγαση στα διαμερίσματα του προγράμματος ESTIA.
Ο κύκλος αγώνα που είχε ανοίξει αναφορικά με τις εξώσεις των προσφύγων από τα διαμερίσματά τους και οι επιμέρους στιγμές του, όπως η αυτοοργανωμένη απεργία που καλέστηκε από το ΣΒΕΜΚΟ στις 16/4/2019, αποτελούν μια πρώτη ένδειξη ότι αναπτύσσονται εστίες αντίστασης στις αντιμεταναστευτικές πολιτικές.
ε. Έχοντας κατά νου ότι ένας ολόκληρος τομέας εργασιών, που «παραδοσιακά» αναλάμβανε το κράτος πρόνοιας, ετοιμάζεται να επεκταθεί σε ένα νέο αστερισμό κρατικών, δημοτικών και ιδιωτικών μορφωμάτων, η περίοδος που διανύσαμε είναι κρίσιμη διότι, με άξονα την κρίση, δοκιμάστηκαν και επιβλήθηκαν μορφές εργασίας που έχουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ειδικά όσον αφορά τη σχέση της μισθωτής εργασίας με το περιεχόμενό της.
Σε μια προσπάθεια να αναλύσουμε τις μορφές και το περιεχόμενο της εργασίας σε τέτοιου τύπου δομές, προσκρούουμε αρχικά σε μια σειρά από παγιωμένα σχήματα, περιορισμούς και όρια της ανάλυσης μιας περασμένης εποχής σε σχέση με το μεταναστευτικό υποκείμενο. Στο κέντρο της δυσκολίας αυτής βρίσκεται μια ηθικιστική αντίληψη των διλημμάτων που θέτει η εργασία στις δομές διαχείρισης του μεταναστευτικού. Η στάση αυτή, τυπικά, κατατάσσει τις δουλειές, στο πλαίσιο του καπιταλισμού, σε καλές και κακές. Πέρα από την προσπάθεια ιδεολογικής συνέπειας και καθαρότητας που αναδεικνύει μια τέτοια στάση, αποκαλύπτει επίσης και μια έκδηλη αμηχανία απέναντι στα υπαρκτά ζητήματα που θέτει τόσο η επαφή με πραγματικές μετανάστριες όσο και η απασχόληση πολιτικοποιημένων υποκειμένων, συντρόφων, μέσα στις δομές υποδοχής και ένταξης των μεταναστριών. Η λογική αυτή προτάσσει την ατομική αποχή από τέτοια πόστα και την πύκνωση των κεντρικών πολιτικών δράσεων που στόχο έχουν την κατάργηση των camp, της ελεύθερης μετακίνησης ατόμων κατά μήκος των συνόρων και την αποποινικοποίηση των μεταναστών, πολύ συχνά χωρίς να τους περιλαμβάνουν. Ωστόσο, δεν μπορούμε παρά να δούμε πως η δαιμονοποίηση της εργασίας σε προνοιακές δομές για μετανάστες παραπέμπει όλα τα χειροπιαστά ζητήματα της πραγματικής κατάστασης σε κάποιο αόριστο μέλλον, στο οποίο το κίνημα θα είναι αρκετά μαζικό ώστε να τα θέσει με κεντρικό τρόπο.
Σε ό,τι αφορά τις εργαζόμενες στον τομέα αυτό, σχηματικά, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τρεις κατηγορίες, ανάλογα με τον εργοδότη: α) το κράτος – δηλαδή οι δημόσιοι υπάλληλοι, δημοτικοί υπάλληλοι, στρατός, αστυνομία, λιμενικό, «κοινωφελείς», β) τις ΜΚΟ, στις οποίες υπάρχει κάποιο μόνιμο προσωπικό, αλλά ως επί το πλείστον εργάζονται επισφαλείς εργαζόμενοι με προσωρινές συμβάσεις, καλύπτοντας θέσεις που σχετίζονται με συμβουλευτική, reporting, ένταξη, ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων κ.λπ., γ) τις εταιρίες υπενοικίασης εργαζομένων, μέσω της Ύπατης Αρμοστείας, που ασχολούνταν μέχρι πρότινος με την οργάνωση/διαχείριση των camp, ή με «εξωτερικές» εργασίες, π.χ. μεταφορά/μετακίνηση, κέτερινγκ κ.ά. Οι συνθήκες εργασίας παραμένουν στην αρμοδιότητα του εκάστοτε φορέα/εργοδότη, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζονται ξεχωριστά τα εργασιακά ή άλλα προβλήματα, χωρίς να δημιουργείται κοινός τόπος για τους εργαζομένους. Τέλος, η προσωρινότητα πολλών εργαζομένων, δε δρα μόνο ως μια επιπλέον δυσκολία στη σύναψη σχέσεων αγώνα –τόσο μεταξύ τους όσο και με τις μετανάστριες–, αλλά και δημιουργεί ανταγωνισμούς ανάμεσα στις ίδιες τις εργαζόμενες.
Όπως και να ’χει, η ύπαρξη τέτοιων μορφών εργασίας σε δομές «υποδοχής» μεταναστών συμπληρώνει την εικόνα της επισφάλειας στον ανθρωπιστικό τομέα. Καταδεικνύει επίσης την σύμπνοια και την επινοητικότητα κράτους και ιδιωτικού κεφαλαίου στην επιβολή νέων μορφών εκμετάλλευσης, με αφορμή το μεταναστευτικό.
στ. Η ίδια η φύση της εργασίας στον ανθρωπιστικό τομέα θέτει ζητήματα στις ανταγωνιστικές στρατηγικές: η επίκληση στα ανθρωπιστικά συναισθήματα των εργαζομένων αποτελεί μοχλό της επιβολής της εργασίας με όποια μορφή κι αν εμφανίζεται. Και, αν και η εργοδοσία έχει κατά καιρούς εφαρμόσει αντίστοιχες τακτικές, δεν είχαμε δει ως τώρα ένα τόσο εκτεταμένο παράδειγμα οικειοποίησης των πολιτικών συναισθημάτων αλληλεγγύης από τους μάνατζερ, ως στρατηγική αύξησης της παραγωγικότητας. Το βασικό ζήτημα που προκύπτει εδώ για τους εργαζομένους σχετίζεται κυρίως με την αξιακή κρίση που γεννά η αντίσταση απέναντι στις εργοδοτικές πιέσεις και τα όρια που συναντά, καθώς οδηγεί σε σύγκρουση ανάμεσα στις πεποιθήσεις και τα αισθήματα αλληλεγγύης των εργαζομένων, από τη μια, και στις προσωπικές και εργασιακές τους ανάγκες, από την άλλη. Η ατομική ταύτιση των εργαζομένων στις ΜΚΟ με τους δέκτες των υπηρεσιών τους δημιουργεί, έτσι, ένα ζήτημα το οποίο οι αγώνες που έχουν να κάνουν αποκλειστικά με μισθολογικά αιτήματα δεν αγγίζουν: το ζήτημα του περιεχομένου της εργασίας: πιο συγκεκριμένα, ένας εργαζόμενος μπορεί να παραβεί σαφείς διαταγές και να φροντίσει να ενημερώσει τις μετανάστριες για αλλαγές στο καθεστώς διαβίωσής τους εγκαίρως, ώστε να τους επιτρέψει να προετοιμαστούν ανάλογα, ή μπορεί, εκτός του χρόνου εργασίας του, να σταθεί αλληλέγγυος σε αγώνες που οργάνωναν οι ίδιες οι μετανάστριες. Όμως, δεν είναι το ίδιο εύκολο να στηρίξει ανοιχτά μια κόντρα με την εργοδοσία, που να συνδέει τη θέση των εργαζομένων με τα αιτήματα των μεταναστριών. Η έλλειψη οργάνωσης και προετοιμασίας από πλευράς των πολιτικοποιημένων εργαζομένων από τη μια, η πολυδιάσπαση του μεταναστευτικού υποκειμένου από την άλλη, μαζί με τον άμεσο έλεγχο και εκβιασμό της εργοδοσίας, κάνουν το πεδίο αυτό ένα χώρο στον οποίο αναμένουμε ακόμη τα τεχνάσματα και τις νέες επινοήσεις του ανταγωνισμού.
Μιλάμε ασφαλώς για ένα πεδίο που είναι ακόμη υπό διαμόρφωση και το βέβαιο είναι πως, μέσα από την αλληλεπίδραση με τα υποκείμενα της μετανάστευσης, βλέπουμε και στις δυο πλευρές να προκύπτουν εσωτερικές αλλαγές. Σίγουρα βρισκόμαστε ακόμη σε ένα πρώιμο στάδιο συνειδητοποίησης διάφορων ζητημάτων που αφορούν το εν λόγω πεδίο και αντίστοιχα σε ένα αδιαμόρφωτο ακόμη πλαίσιο αγώνων γύρω από αυτά τα ζητήματα, χωρίς να σημαίνει ότι αυτά δεν συζητιούνται από τις εργαζομένες και μέσα σε δομές του κινήματος. Ωστόσο, η συζήτηση αυτή προσκρούει συνολικότερα σε μια σειρά διαχωρισμών που δημιουργούνται ανάμεσα στις εκμεταλλευόμενες.
ζ. Όπως είναι φυσικό, από τη στιγμή που η επιβίωση των εργαζομένων βασίζεται στο μισθό, στο επίκεντρο των αγώνων τους συνήθως βρίσκεται η διάρκειά της σύμβασης και των μισθολογικών απαιτήσεων που δημιουργούνται, κόντρα στην επισφάλεια των κυρίαρχων μορφών εργασίας. Από την άλλη, καθώς η αναπαραγωγή των μεταναστών και μεταναστριών εξαρτάται από το πενιχρό επίδομα που συνοδεύει την αίτηση ασύλου, οι αγώνες τους επικεντρώνονται κυρίως γύρω από την απόκτηση των απαραίτητων χαρτιών, την εξασφάλιση των βασικών προνοιακών παροχών εντός των camp και φυσικά γύρω από το ζήτημα της ελεύθερης μετακίνησης. Το μεγάλο έλλειμμα είναι ότι αυτές οι δυο αγωνιστικές πραγματικότητες και οι αντίστοιχες κοινότητες που δημιουργούνται σπάνια τέμνονται σε επίπεδο κοινών διεκδικήσεων ενάντια σε κράτος και αφεντικά, και μοιάζει σχεδόν ακατόρθωτο το πέρασμα από τις μοριακές κινήσεις αλληλεγγύης των εργαζομένων σε συλλογικούς αγώνες που να συνδέουν την οικονομική εκμετάλλευση των εργαζομένων με την καταπίεση των μεταναστριών. Ας θυμόμαστε πως οι εργαζόμενες, αντιλαμβανόμενες τα όρια του ρόλου τους ως εκτελεστές των γενικότερων αντιμεταναστευτικών πολιτικών –μέσω του εκτελεστικού βραχίονα των ΜΚΟ–, δυσκολεύονται να συνδέσουν τα συνδικαλιστικού/οικονομικού τύπου αιτήματα με το πιο πολιτικό ζήτημα της αλληλεγγύης στους μετανάστες.
Αλλά και στην άλλη πλευρά, οι αγώνες των μεταναστών χαρακτηρίζονται από μια σειρά εσωτερικών ορίων που φαίνεται να εμποδίζουν τη σταθεροποίηση και το άνοιγμα των κοινοτήτων αγώνα τους: α) δημιουργείται μια αντίφαση σε επίπεδο περιεχομένου, μεταξύ της διεκδίκησης καλύτερων συνθηκών διαβίωσης εντός της «φυλακής» των camp και της επιθυμίας της απόδρασης από αυτά και της μετακίνησης προς στη βόρεια Ευρώπη και β) εντός των μεταναστευτικών κοινοτήτων συναντάμε μια σειρά διαχωρισμών και εσωτερικών ανταγωνισμών, με κυρίαρχους αυτούς που βασίζονται στο φύλο και τη φυλή, πάνω στους οποίους έρχονται να πατήσουν οι θεσμικοί διαχωρισμοί και ο κατακερματισμός που σχετίζεται με την απόκτηση των κριτηρίων ευαλωτότητας. Δηλαδή βασικός διαχωρισμός εντός του μεταναστευτικού/προσφυγικού πληθυσμού παραμένει αυτός των δυο ταχυτήτων που δημιουργούνται ανάμεσα σε όσες κρίνονται επιλέξιμες βάσει «κριτηρίων ευαλωτότητας» για κάποιο ενταξιακό πρόγραμμα και σ’ αυτές που παραμένουν αποκλεισμένες από αυτά, εντός κι εκτός των camp. Όπως γνωρίζουμε και από τα προγράμματα workfare, όταν η διεκδίκηση ενός καλύτερου μέλλοντος περνά μέσα από τα θεσμικά κανάλια διαλογής των «ωφελούμενων», οξύνεται και ο ανταγωνισμός όσων βρίσκονται στον πάτο του βαρελιού για τις λιγοστές προσφερόμενες θέσεις.
Όλοι αυτοί οι διαχωρισμοί στο εσωτερικό των εκμεταλλευόμενων μαζί με το μεγάλο διαχωρισμό ντόπιων–μεταναστριών, στη βάση της ανισότιμης σχέσης τους με το ελληνικό κράτος και την ΕΕ, συναντιούνται με τα όρια του εγχώριου ανταγωνιστικού κινήματος και του τρόπου με τον οποίο αυτό καταπιάνεται με τους μεταναστευτικούς αγώνες. Πέραν του δομικού προβλήματος της γλώσσας, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι η λογική της διαχωρισμένης αλληλεγγύης στους μετανάστες (δηλαδή της αλληλεγγύης προς ένα φετιχοποιημένο υποκείμενο που πληροί «επαναστατικά κριτήρια») συνάντησε τα όριά της τα τελευταία χρόνια. Η αρνητική επίδραση της ιδεολογικής αντίληψης της πραγματικότητας φαίνεται στην περίπτωση των καταλήψεων στέγης μεταναστριών και των σχέσεων που αναπτύσσουν ή όχι με τον εγχώριο ανταγωνισμό. Το χάσμα αυτό μεταξύ της αντιμετώπισης των καταλήψεων στέγης από τον α/α/α χώρο ως αντικουλτούρας και πυρήνων αντίστασης, από τη μια, και από τους μετανάστες ως μέσο προσωρινής ικανοποίησης έκτακτων υλικών αναγκών και κυρίως της στέγασης και της προφύλαξης, από την άλλη, παραμένει μια «καυτή πατάτα» εντός του ανταγωνιστικού κινήματος, με δεδομένη την πολιτική των εκκενώσεων και της άγριας καταστολής που έχει αρχίσει να εφαρμόζει η κυβέρνηση της ΝΔ.
Όσο δύσκολο κι αν είναι, πρέπει να δούμε τους αγώνες των μεταναστών ως αγώνες ενός κομματιού της τάξης μας που αντιμετωπίζει πρώτο το ιδιωτικοποιημένο κράτος πρόνοιας των ΜΚΟ και του κοινωνικού αποκλεισμού των camp. Αυτή η πολιτική περιθωριοποίησης και οικονομικής εξάρτησης από τις «ανθρωπιστικές» διαθέσεις του κράτους και των αφεντικών υποστηρίζουμε ότι περιμένει στη γωνία κι ένα αντίστοιχο κομμάτι των ντόπιων εκμεταλλευόμενων που, όντας εκτός της επίσημης αγοράς εργασίας, εξαρτάται αυτή τη στιγμή για την επιβίωσή του, σε μεγάλο βαθμό, από τις επιδοματικές πολιτικές του ελληνικού κράτους και τα προγράμματα workfare. Το ζήτημα της στέγασης των προσφύγων έρχεται στην επιφάνεια την ίδια περίοδο που πληθαίνει ο αριθμός των ντόπιων μισθωτών/ανέργων που εκδιώχνονται από το κέντρο των πόλεων λόγω της τουριστικής άνθησης του Airbnb.
Φυσικά, το γεγονός ότι το γενικό πλαίσιο εκμετάλλευσης είναι αντικειμενικά κοινό δεν συνεπάγεται από μόνο του και την ανάπτυξη κοινών αγώνων. Αυτή η προοπτική εμφανίζεται μόνο μέσα στους αγώνες που δίνονται κι από τις δυο πλευρές, στο βαθμό που ξεπερνιούνται τα όρια των επιμέρους κοινωνικών και πολιτικών ταυτοτήτων. Έτσι, μια πιθανή κινηματική στρατηγική θα μπορούσε να κινηθεί με βάση τους παρακάτω άξονες:
Α) Σε σχέση με το ερώτημα αν μπορούν να συνυπάρξουν μισθολογικές/συνδικαλιστικές διεκδικήσεις των εργαζομένων με πολιτικά αιτήματα αλληλεγγύης προς τους μετανάστες, απαντάμε ότι οι οικονομικοί/μισθολογικοί αγώνες έχουν, από όποια πλευρά κι αν το δει κανείς, εν δυνάμει πολιτικό χαρακτήρα, κυρίως γιατί τέτοιοι αγώνες θέτουν το ζήτημα της ανατίμησης των εργαζομένων που είναι από μόνο του ένα «καυτό» πολιτικό ζήτημα στο πλαίσιο της ολομέτωπης επίθεσης των αφεντικών. Το πρόβλημα δημιουργείται όταν αποκόβεται η οικονομική διεκδίκηση από τα υπόλοιπα πολιτικά ερωτήματα που προκύπτουν στην προσπάθειά μας να ανατιμήσουμε τη θέση μας ως εργαζόμενες: μας ενδιαφέρει η ανατίμηση μόνο κάποιων ή συνολικά ως τάξης; Η αντίθεσή μας στη μισθολογική διαφοροποίηση που μας επιβάλλεται έχει ως σκοπό την εξίσωση μισθών και δικαιωμάτων; Ο τρόπος που αγωνιζόμαστε προσπαθεί να ξεπεράσει τους διαχωρισμούς που μας επιβάλλονται θεσμικά; Μας ενδιαφέρει να γίνει γνωστός ο αγώνας μας και να μάθουμε από αγώνες άλλων ή/και να παρθούν πρωτοβουλίες σύνδεσης με άλλα υποκείμενα; Απαντώντας σε αυτά τα ερωτήματα οι εργαζόμενοι ουσιαστικά πολιτικοποιούν τις «αυθόρμητες» οικονομικές διεκδικήσεις τους. Σε αυτό το πλαίσιο, το ζήτημα της κριτικής στο περιεχόμενο της εργασίας, ως μιας αλλοτριωμένης εργασίας που εκτελείται με γνώμονα όχι την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών, αλλά της κερδοφορίας των αφεντικών, είναι ένα ακόμη πολιτικό ερώτημα που δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως κάτι εξωτερικό προς τις οικονομικές διεκδικήσεις. Με άλλα λόγια –αν και δεν παραβλέπουμε τα θεσμικά και κλαδικά όρια που υπάρχουν– θεωρούμε τις εργαζόμενες στις ΜΚΟ τις πλέον κατάλληλες να πάρουν και συνδικαλιστικές θέσεις που αντιπαρατίθενται στις κυρίαρχες πολιτικές για το μεταναστευτικό, ακόμη κι αν αυτό εκ πρώτης όψεως μοιάζει αντιφατικό, μια που καλούνται να τις εφαρμόζουν στην καθημερινή τους πρακτική. Μιλάμε βέβαια για μια συλλογική στάση, που δεν μπορεί παρά να εγκολπώνεται και να υπερασπίζεται ατομικές αρνήσεις.
Β) Οι επιμέρους αγώνες, που αφορούν τα ζητήματα αναπαραγωγής των μεταναστριών και τις προνοιακές τους ανάγκες, δεν πρέπει να γίνονται αντιληπτοί ως κάτι διαχωρισμένο από την πάλη για ελευθερία κίνησης, χαρτιά, πολιτική ορατότητα, την κατάργηση των camp ως τόπων φυλάκισης και πειθάρχησης. Η υποτίμηση των περισσευούμενων πληθυσμών πάει χέρι-χέρι με τη συνεχή πειθάρχησή τους, ώστε να αποδέχονται το δεδομένο πλαίσιο «ευκαιριών» που τους προσφέρονται για να ξεφύγουν από την γκετοποίηση και την ημι-ελευθερία.
Γ) Από τη στιγμή που το βασικό όπλο του κράτους στην προώθηση της αναδιαρθρωτικής πολιτικής είναι ο κατακερματισμός των εκμεταλλευόμενων υποκειμένων, η δική μας τακτική πρέπει να βασίζεται στην προσπάθεια ξεπεράσματος των θεσμικών, ενδοταξικών διαχωρισμών. Ζητούμενο είναι να γίνεται διαρκώς προσπάθεια κοινών αγώνων, που θα υπερβαίνουν τις όποιες τεχνητές, εκ μέρους κράτους και κεφαλαίου, αντιδικίες και θα ενώνουν τα υποκείμενα. Αν π.χ. το κράτος επικαλείται την ανάγκη στέγασης προσφύγων που διαμένουν σε camp για να διώξει τους διαμένοντες σε διαμερίσματα πρόσφυγες, τα αιτήματά μας πρέπει να επικεντρώνονται στην αξιοπρεπή στέγαση για όλες, μέσω της αύξησης των διαθέσιμων κονδυλίων, των διαμερισμάτων κ.λπ. Καθήκον μας είναι η προσπάθεια ανάπτυξης κοινών αγώνων ντόπιων-μεταναστριών, όχι στην βάση της αφηρημένης αλληλεγγύης και των δυτικών «ενοχών» για τα πολιτικά μας δικαιώματα και προνόμια, αλλά στη βάση των υλικών αναγκών που είναι κοινές για κάθε εκμεταλλευόμενο.
Η όποια τακτική και στρατηγική μας, η όποια ελπίδα μας να ξεφύγουμε από τη σύγχρονη καπιταλιστική βαρβαρότητα είναι προσανατολισμένη σε αυτούς τους αγώνες και σε όσες κοινές νίκες και κατακτήσεις κυοφορεί η ενδεχόμενη ανάπτυξή τους. Αντιμετωπίζοντας συστηματικά την ίδια μας τη δράση περισσότερο ως ερώτημα παρά ως απάντηση, ζητούμενο είναι να προσπαθούμε να υπηρετούμε αυτή τη στρατηγική «με απλότητα, με τόλμη, με ευφυΐα, με καθημερινή πολιτική δουλειά. Και πάνω απ’ όλα με χαρά».
Υποβολή απάντησης