Η εμπειρία της Συνέλευσης για την Υγεία

[Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη από μέλη της ΣΚΥΑ και μεταφέρει την εμπειρία μιας συνέλευσης αγωνιστών/στριων που σχηματίστηκε μέσα στη δίνη των εξεγερσιακών γεγονότων, με σκοπό να καταπιαστεί με τα ζητήματα της (βιομηχανίας της) υγείας. Δημοσιεύθηκε στην μπροσούρα “Remeber December, Fight Now! Εμπειρίες και κριτική αποτίμηση μέσα από τις κοινότητες αγώνα του Δεκέμβρη” που κυκλοφόρησε η ΣΚΥΑ την άνοιξη του 2010. Αναδημοσιεύεται σε μορφή ξεχωριστού κειμένου, πέρα από το pdf της συλλογικής έκδοσης, με σκοπό την κυκλοφορία αγωνιστικών εμπειριών του παρελθόντος και την ενίσχυση των αγώνων των υγιειονομικών και ιατρών εν μέσω της τρέχουσας πανδημίας/κρίσης από τον Covid-19]

Έχουμε μάθει να αντιλαμβανόμαστε τα ιστορικά φαινόμενα σαν φωτογραφικά στιγμιότυπα, όχι σαν ολοκληρωμένα θέματα. Σαν στιγμές κι όχι σαν διαδικασίες. Είναι κι αυτό μια επίδραση πάνω μας της αστικής σκέψης. Μιας σκέψης που άσχετα από τις παραφυάδες που ξεφυτρώνουν εδώ και κει από τον κεντρικό της κορμό, αμφισβητώντας βασικές ή επιμέρους παραδοχές της,διατηρεί συμπαγή τον προσανατολισμό αυτού του κορμού, δηλαδή την αποσπασματικότητα. Με γενικότερους όρους: τον προσανατολισμό στο είναι και όχι στο γίγνεσθαι. Στην υπόσταση ως συντελεσμένο γεγονός, κι όχι στην ύπαρξη που υπόκεται σε διαρκή μετασχηματισμό. Από τη σκοπιά τη δική μας, από τη σκοπιά του κοινωνικού ανταγωνισμού, ένας τέτοιος τρόπος προσέγγισης της κοινωνικο-ιστορικής πραγματικότητας είναι λάθος (κάτι «χειρότερο κι από το έγκλημα», όπως έγραψε κι ένας Κάρολος).
Πίσω, δίπλα, γύρω και πάντως πριν, από κάθε συλλογική δραστηριότητα, υπάρχουν χιλιάδες μικρές και μεγάλες διαδικασίες, χιλιάδες συλλογικά πράττειν, συμπυκνωμένα σε σχέσεις, σε αλληλεπιδράσεις, σε συγκρούσεις θεωρητικές και πρακτικές, σε ρήξεις και τελικά σε μια ανώτερη σύνθεση πολλών διαφορετικών πραγμάτων.
Φαινομενικά η ιστορία της Συνέλευσης για την Υγεία, αρχίζει σε μια μεταμεσονύχτια συζήτηση μιας ομάδας εργασίας στην κατειλλημένη ΑΣΣΟΕ που ασχολούνταν με την παρέμβαση σε εργασιακούς χώρους. Εκεί μπαίνει για πρώτη φορά στη διάρκεια του Δεκέμβρη το ζήτημα της παρέμβασης στους χώρους υγείας: τόσο στους εργαζόμενους στην υγεία, όσο και στους ασθενείς.
Στην πραγματικότητα η ιστορία αυτής της Συνέλευσης έχει τις ρίζες της σε διάφορες συλλογικές διαδικασίες. Η σημαντικότερη από αυτές συγκροτείται ενάμιση χρόνο πριν, γύρω από μια ομάδα γιατρών και τις κόντρες που κάνει ενάντια στη διεύθυνση και στους ρουφιάνους της σε ένα κέντρο υγείας στην Αθήνα, σε σχέση με ζητήματα που αφορούν στο χρόνο εργασίας, στο ποιος αποφασίζει σχετικά με την κατανομή καθηκόντων μέσα στην μονάδα υγείας, κ.λ.π.
Αυτή η ομάδα που κάνει μια πρώτη απόπειρα να βάλει κάποια ζητήματα που αφορούν στο ζήτημα της υγείας και της ασθένειας, στο ζήτημα μετανάστες και υγεία, κλπ, αποτελεί τον πρώτο πυρήνα ανθρώπων γύρω από τον οποίο θα συγκροτηθεί και θα δουλέψει συστηματικά κάποιους μήνες η «Συλλογικότητα εργαζομένων στην υγεία Sallue Bellum». Αυτή η συλλογικότητα, θα καταφέρει να πιάσει πολλά ζητήματα που αφορούν στο χρόνο εργασίας των υγειονομικών, στις σχέσεις μεταξύ των διαφόρων κλάδων μέσα στα νοσοκομεία, στα ζητήματα της επιστημονικής και διοικητικής ιεραρχίας μέσα στους χώρους υγείας, στο ζήτημα της έμπρακτης αντιμετώπισης του χρηματισμού, στο ζήτημα της μορφής και του περιεχομένου των αγώνων των υγειονομικών, κ.α.(Κάποια από αυτά τα ζητήματα περιλαμβάνονται στην προκήρυξη που κυκλοφόρησε λίγες μέρες πριν την αρχή της εξέγερσης του Δεκέμβρη, με τίτλο: Έχουμε πόλεμο, μην το γελάς μωρό μου[1]). Κι όλα αυτά ενώ υπάρχει σε εξέλιξη μια κινητοποίηση των νοσοκομειακών γιατρών τα τελευταία δύο χρόνια, που μέρος της θέλει να είναι η συγκεκριμένη συλλογικότητα, ασκώντας παράλληλα μια άγρια κριτική σε πολλές όψεις αυτής της κινητοποίησης[2]. Στο πλαίσιο αυτής της συλλογικότητας (πράγμα που αποτυπώνεται και στην προκήρυξη που δημοσιεύει, για να τονιστεί πόσο κεντρικό θεωρούσε αυτό το ζήτημα), μπαίνει για πρώτη φορά το ζήτημα του αποκλεισμού των ταμείων του νοσοκομείου ως μορφή αγώνα, στη διάρκεια των κινητοποιήσεων των γιατρών και του υπόλοιπου υγειονομικού προσωπικού, αντί για τη μέχρι τότε συνήθη πρακτική που χρησιμοποιείται να κλείνουν οι πόρτες του νοσοκομείου για τους ασθενείς («κλείσιμο εφημερίας») και να ανταλλάσουν οι γιατροί μπουνιές με τους ασθενείς μπροστά στις πόρτες για το ποιό είναι το επείγον περιστατικό και ποιό όχι (υποτίθεται κλείνει η εφημερία και εξυπηρετούνται μόνο τα πολύ επείγοντα περιστατικά που επισκέπτονται το νοσομείο).
Η λογική προώθησης μιας τέτοιας μορφής αγώνα (κατάληψη των ταμείων των νοσοκομείων και άρα δωρεάν είσοδος για ασφαλισμένους και –κυρίως-ανασφάλιστους ασθενείς, και μη χρέωση καμιάς εξέτασης) είναι ότι αφενός αυτή η κινητοποίηση χτυπάει στη ρίζα της την οικονομική λειτουργία του κρατικού θεσμού της υγείας, άρα ασκεί πίεση στο κράτος να υποχωρήσει στα αιτήματα των απεργών, κι αφετέρου ανοίγει διαύλους επικοινωνίας με τους εργαζόμενους ασθενείς, κάνοντας τους φανερό ότι ο αγώνας των υγειονομικών δεν είναι αγώνας μιας συντεχνίας, αλλά αγώνας μιας κοινωνικής ομάδας που θέλει να συνδεθεί με το κοινωνικό σύνολο, που θέλει να ικανοποιήσει ανάγκες όλων των εκμεταλλευόμενων και συλλογικά ταξικά συμφέροντα, άρα γι’αυτό ζητάει την αλληλεγγύη των χρηστών των υπηρεσιών υγείας.
Δηλαδή ως μία μορφή/ περιεχόμενο αγώνα, που θα συγκρούεται με τις συντεχνιακές λογικές, που θα εφαρμόζει την εντολή της συλλογικής απόφασης σε ένα τμήμα της λειτουργίας του θεσμού και που θα καταργεί τη λογική της υγείας-εμπόρευμα έστω και για κάποιες ώρες. Αυτό εμείς το αντιλαμβανόμαστε ως κομμουνισμό στην πράξη, δηλαδή ταυτόγχρονα ως αυτονομία και κοινοκτημοσύνη.
(Ειρρήσθω εν παρόδω: η εξωκοινοβουλετική αριστερά που κυριαρχεί στον συνδικαλισμό των γιατρών, επιλέγει να προτείνει ως «ακραία» μορφή κινητοποίησης σε διάφορες απεργίες των γιατρών, αυτό που περιγράψαμε παραπάνω: «να κλείνει τις εφημερίες». Δηλαδή να κλείνει την πόρτα των νοσοκομείων τη μέρα της γενικής εφημερίας με γιατρούς που στέκονται μπροστά, παιρνώντας από κόσκινο τους ασθενείς που έρχονται στο νοσοκομείο. Όσους από αυτούς τους ασθενείς, οι γιατροί τους αντιλαμβάνονται ως «επείγοντα περιστατικά», τους επιτρέπεται η είσοδος στο νοσοκομείο, οι υπόλοιποι δεν τους επιτρέπεται να εισέλθουν. Με αυτόν τον τρόπο, που υποτίθεται ότι χρησιμοποιείται για να στρέψει τους ασθενείς ενάντια στην κυβέρνηση, στην πραγματικότητα τους στρέφει ενάντια στους απεργούς γιατρούς. Κι έτσι αποδεικνύει στην πράξη την πραγματική της κοινωνική θέση, το ότι αντιλαμβάνεται το ρόλο του γιατρού ως στέλεχος της κρατικής μηχανής που θέλει να νέμεται ένα κομμάτι της υπεραξίας που αποσπά το κράτος από τους εργαζόμενους, και βέβαια την έλλειψη ευφυίας που την χαρακτηρίζει (επειδή φυσικά μμε και ασθενείς στρέφονται τελικά ενάντια στην απεργία). Εννοείται ότι το ζήτημα του κλεισίματος των ταμείων, όποτε το βάλαμε στις γενικές συνελεύσεις των γιατρών, αντιμετωπιστήκαμε με διάθεση θυμηδίας έως υποκρισίας από τα συνδικαλιστικά στελέχη του συνόλου της αριστεράς, ανάλογα με τους συσχετισμούς δύναμης που είχαμε τη συγκεκριμένη στιγμή).
Μέλη αυτής της συλλογικότητας εργαζομένων στην υγεία, είναι αυτά που θα βάλουν το ζήτημα του αποκλεισμού των ταμείων του νοσοκομείου στην εν λόγω συζήτηση στην ΑΣΣΟΕ, και μετά στις συνελεύσεις που γίνονται στην Βίλα Αμαλίας. Σ’αυτές τις συνελεύσεις, που καλούνται και μέσω των ιντιμίντια, συμμετέχουν τόσο σύντροφοι και συντρόφισσες των ομάδων εργασίας της ΑΣΣΟΕ, συνάδελφοι της συλλογικότητας εργαζομένων στην υγεία και γνωστοί τους, άλλοι υγειονομικοί που τις μαθαίνουν από τα ιντιμίντια και διάχυτος κόσμος της εξέγερσης, πολιτικοποιημένος, ή μη, που τον παρέσυρε το ρεύμα των ημερών.
Προσπαθώντας να οργανωθεί το χάος των ζητημάτων σχετικά με την υγεία και την ασθένεια, που τίθενται στις πρώτες συζητήσεις, ζητήματα που δεν είχαν τύχει επεξεργασίας παρά μόνο στο πλαίσιο μικρών ομάδων, ψηφιακών σελίδων ενημέρωσης (όπως η ιστοσελίδα του ημιορόφου που αν και ψηφιακή ιστορία, υπήρξε ένας πυρήνας μιας διαδικασίας που συνέβαλε στη διαμόρφωση και στην εξέλιξη της συνέλευσης για την υγεία), ή στο πλαίσιο αγώνων όπως αυτός των υγειονομικών και κατοίκων στο Ζαγκλιβέρι, που αποτέλεσε άλλη μια διαδικασία σημαντικής επίδρασης σε ένα μέρος κόσμου που πάλευε μέσα στους χώρους υγείας, γίνεται απόπειρα να συζητηθούν πρακτικές παρεμβάσεις σ’αυτούς τους χώρους από το σύνολο του κόσμου που έρχεται μ’αυτό το σκοπό στις συνελεύσεις, αφήνοντας στην άκρη ένα σωρό άλλα ζητήματα που αφορούσαν περισσότερο υγειονομικούς ή μέλη των συνελεύσεων με ειδικό ενδιαφέρον για τα ζητήματα της υγείας και της ασθένειας
Από κει και πέρα, πέρα από το καθαρά «τεχνικό» κομμάτι που αφορά στην πρακτική εφαρμογή της ενέργειας (από το ποιο νοσοκομείο είναι «καταλληλότερο» για μια τέτοια ενέργεια, μέχρι σε ποιο νοσοκομείο έχουμε σχέσεις συντροφικές ή φιλικές που θα βοηθήσουν τις ενέργειες μας, κοκ), δύο είναι τα ζητήματα που απασχολούν περισσότερο από κάθε άλλο τις προπαρασκευαστικές συζητήσεις των ενεργειών που σχεδιάζουμε.
Το ένα αφορά το ζήτημα του «τι είμαστε εμείς που θέλουμε να παρέμβουμε στους χώρους υγείας;». Είμαστε «υγειονομικοί», είμαστε «εξεγερμένοι», είμαστε «ασθενείς», είμαστε «αναρχικοί», είμαστε «αυτόνομοι», τι είμαστε;
Το δεύτερο που αρθρώνεται διαλεκτικά με το προηγούμενο, είναι το «ποιο είναι το νόημα που δίνουμε σ’ αυτή την παρέμβαση μας;». Είναι μια «παρέμβαση που θα φέρει το πνεύμα του Δεκέμβρη σε ένα χώρο εργασίας», είναι μια «μορφή αλληλεγγύης στον αγώνα των υγειονομικών», είναι ένας «ακτιβισμός», είναι μια «μορφή διαμαρτυρίας ασθενών ενάντια στην εξουσία του γιατρού και στην εμπορευματοποίηση της υγείας», είναι «κάτι που θέλει να πάει παρακάτω από τον ακτιβισμό», τι είναι;
Οι απαντήσεις -κυριολεκτώντας: οι μη-απαντήσεις ή οι μισοπαντήσεις- που δώσαμε ως συνέλευση για την υγεία, σ’αυτά τα δύο ζητήματα καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό και το εύρος των παρεμβάσεων μας και πολύ περισσότερο την περαιτέρω εξέλιξη αυτής της διαδικασίας.
Επειδή στην πραγματικότητα οριστικές απαντήσεις δε δώσαμε σ’αυτά τα ζητήματα. Αυτό που επιλέξαμε ως συνέλευση ήταν να βρούμε εκείνες τις κοινές τομές της θεωρητικοπρακτικής δραστηριότητας που θα διατηρούσαν τον ad-hoc χαρακτήρα της αρχικής διαδικασίας (που μην ξεχνάμε, συγκροτήθηκε με σκοπό να διαχύσει την εξέγερση στους χώρους υγείας), και τη συνοχή της στη βάση αυτού του στόχου, τομές που αφορούσαν περισσότερο ένα συγκερασμό καμιά φορά και αντιθετικών και αντιφατικών απόψεων (π.χ λέγανε κάποιοι γιατροί «εμένα δεν με ενδιαφέρει ο αγώνας των γιατρών γιατί είναι συντεχνιακός, θέλω να παρέμβω ως χρήστης υπηρεσιών υγείας στο νοσοκομείο»), παρά μια συνδιαμόρφωση μιας συνθετικής θέσης στην βάση της εξαντλητικής συζήτησης. Στην προκήρυξη που μοιράζαμε στη διάρκεια των αποκλεισμών, αποτυπώνεται καταφανώς το πνεύμα αυτής της κατάστασης[3].
Για παράδειγμα κάποιοι από μας θελήσαμε να παρέμβουμε στα νοσοκομεία –ειδικά στο δεύτερο αποκλεισμό των ταμείων που συνέπεσε με ακόμα ένα επεισόδιο της κινητοποίησης των γιατρών- ως υγειονομικοί, ως αγωνιζόμενοι γιατροί (σε σχέση πάντα με την κριτική στάση που διατηρούσαμε για τη συγκεκριμένη κινητοποίηση), αναδεικνύοντας μια διαφορετική μορφή αγώνα, βάζοντας το ζήτημα αυτής της μορφής και του περιεχομένου του αγώνα, στις γενικές συνελεύσεις των νοσοκομείων και παλεύοντας το ενάντια στη γραφειοκρατία των συνδικαλιστικών οργάνων των γιατρών, προπαγανδίζοντας κατόπιν αυτές μας τις ενέργειες με αφισοκολλήσεις και μορίασμα προκηρύξεων σε όλους τους χώρους υγείας της Αθήνας (δημόσιους και ιδιωτικούς), κι όλα αυτά στην βάση της λογικής που αναλύσαμε παραπάνω, σε σχέση με τη συγκεκριμένη μορφή/ περιεχόμενο αγώνα. Σκοπός μας ήταν να μην μείνουν αυτές οι ενέργειες ως κάτι θεαματικό, ή έστω ως ένας «καλός ακτιβισμός» κάποιων -λίγο έως πολύ- πολιτικοποιημένων, αλλά να γίνουν στο μέλλον μια συλλογική κατάκτηση ενός κομματιού των εκμεταλλευόμενων που αγωνίζονται μέσα στα νοσοκομεία.
Το κομμάτι που αφορά στην εκτέλεση των αποφάσεων της κατάληψης των ταμείων των νοσοκομείων, θα το πιάσουμε συνοπτικά Αυτοί που είναι δρώντα κοινωνικά υποκείμενα, κομμάτι του ανταγωνισμού, μπορούν να κατανοήσουν τι χρόνος και τι δέσμευση κρύβεται πίσω από ένα πανό που γράφει «Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω» μπροστά σ’ένα ταμείο νοσοκομείου, τι συλλογική ευφυϊα προϋποθέτει μια ενέργεια μερικών ωρών κι όχι ένας ακτιβισμός κάποιων λεπτών, τι ικανότητες οργάνωσης και επικοινωνίας απαιτούν ζητήματα που αφορούν από την οργάνωση της περιφρούρησης της ενέργειας μέχρι την εύρρυθμη λειτουργία όλων των άλλων λειτουργιών του νοσοκομείου- πλην της οικονομικής-, από το να κερδηθεί η συμπαράσταση και άρα η συμμετοχή των εργαζομένων στο νοσοκομείο (μέρα γενικής εφημερίας, μην το ξεχνάμε), μέχρι να προπαγανδιστεί στους ασθενείς αυτή η ενέργεια όχι ως έργο κάποιων «πολιτικοποιημένων τσακαλιών», αλλά ως πρακτική κάποιων εκμεταλλευόμενων, που θέλησαν να πάρουν στα χέρια τους την υπόθεση που αφορά στην υγεία και στην ασθένεια τους, έστω σε κάποιο κομμάτι της, έστω για μερικές ώρες.
Οι ασθενείς, οι εκμεταλλευόμενοι χρήστες υγείας, υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό αυτό που κάναμε. Βρήκαμε την ευκαιρία να πιάσουμε πολλές συζητήσεις, έστω και σε προσωπικό επίπεδο και μάλιστα σε δύσκολες συνθήκες: φανταστείτε κάποιον συνοδό ασθενή την ώρα της αναμονής στον αξονικό τομογράφο με την προσμονή μιας απάντησης αν έχει καρκίνο στον εγκέφαλο ο συγγενής του, να συζητάει για το «πως θα μπορέσουμε να ξαναεπινοήσουμε το σχέδιο της κοινωνικής απελευθέρωσης, εφόσον η έμπρακτη εφαρμογή ενός κάποιου κομμουνισμού πήγε κατά διαόλου στο αναταλοκό μποκ». Βρήκαμε την ευκαιρία να ανοίξουμε πολλά ζητήματα από το φακελάκι μέχρι τις εργασιακές συνθήκες στα νοσοκομεία, βρήκαμε την ευκαιρία να νομιμοποιήσουμε στην πράξη το σύνθημα : οι ανάγκες μας πάνω από τις ανάγκες του κράτους και του κεφαλαίου. Πολλοί εργαζόμενοι επίσης είδαν θετικά αυτές τις παρεμβάσεις μας: και γλιτώνανε δουλειά και στο κάτω-κάτω δεν διαφωνούσαν μ’αυτά που λέγαμε. Αντίθετα, συνδικαλιστικά στελέχη από όλο το φάσμα του πολιτικού σώματος, ακόμα και της άκρας αριστεράς ή της αντιεξουσίας, είτε αδιαφόρησαν, είτε δε συμμετείχαν όντας εργαζόμενοι στα νοσοκομεία που παρεμβήκαμε, είτε μας επιτέθηκαν λεκτικά. Δεν περιμέναμε κάτι διαφορετικό, αυτός είναι ο ρόλος τους. Επίσης, αρκετοί γιατροί, ιεραρχικά ανώτεροι, αλλά όχι μόνο, πέρα από την αμηχανία ενώπιον αυτού που εκτυλισσόταν μπροστά τους, μας αντιμετώπισαν εχθρικά. Ήταν απόλυτα λογικό. Έχουμε διαφορετικά ταξικά συμφέροντα, η διαμαρτυρία μας στρεφόταν και εναντίον τους.
Δεν θα χαρακτηρίζαμε παράδοξο το γεγονός ότι ακόμα και άνθρωποι που συμμετείχαν σε όλη την έκταση αυτών των εγχειρημάτων δεν κατάφεραν να συλλάβουν τη σημασία τους, τα αντιμετώπισαν ως απλώς «μια καλή φάση». Έτσι γίνεται συνήθως. Σπανίως οι άνθρωποι, τα ιστορικά υποκείμενα, μπορούν να συλλάβουν μέχρι τέλους αυτό που οι ίδιοι κάνουν συλλογικά μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή.
Η συνέλευση για την υγεία δεν μπόρεσε να κάνει έναν πλήρη απολογισμό των πεπραγμένων της. Μέσα στη δίνη του Δεκέμβρη που συνεχιζόταν το Γενάρη, το Φλεβάρη και το Μάρτη, βρέθηκε να προσπαθεί να αποσαφηνίζει τον προσανατολισμό της, ενώπιον εξελίξεων που έτρεχαν.
Τα δύο κεντρικά ερωτήματα που την ταλάνιζαν ενώπιον των ενεργειών κατάληψης των νοσοκομείων, απέκτησαν μια νέα υλική υπόσταση, μετά από αυτές τις ενέργειες, πάνω στην προβληματική του «τι κάνουμε από εδώ και πέρα». Μετασχηματιζόμαστε σε μια συνέλευση εργαζομένων στην υγεία και αλληλέγγυων που προσπαθούμε να παρέμβουμε στους αγώνες που γίνονται στους χώρους υγείας, που προσπαθούμε να πιάσουμε ζητήματα που αφορούν στην υγεία και στην ασθένεια αλλά όχι μέσα από το συνήθη ακαδημαϊκό αυνανισμό του επαναστατικού χώρου, αλλά ανοίγοντας τα σαν έμπρακτα ζητήματα, σαν ζητήματα ζωτικά για την ζωή των εκμεταλλευόμενων; Ή μετασχηματιζόμαστε σε μια διαδικασία ανθρώπων που θέλουν να πάρουν την υγεία τους στα χέρια τους, που θα προσπαθήσει να βάλει τα ζητήματα της υγείας και της ασθένειας σε μια εναλλακτική προοπτική, ανοίγοντας ένα «κοινωνικό ιατρείο», και προσπαθώντας να παρέμβει μέσα σε μια κοινότητα;
Στην πραγματικότητα οι προβληματικές αυτές δε στάθηκε δυνατό να συζητηθούν σε βάθος. Ρόλο σ’αυτό παίξανε τόσο μικροπολιτικές σκοπιμότητες, χειρισμοί κλπ[4] που γίνανε μέσα στην συνέλευση, όσο όμως και η ροπή ενός κομματιού της συνέλευσης που απέμεινε μετά τις ενέργειες στα νοσοκομεία, προς τον εναλλακτισμό και προς την ιδεολογική αντιμετώπιση της πραγματικότητας. Ενός κομματιού που ο σκληρός πυρήνας του υπήρχε και πριν το Δεκέβρη σα φιλικές πιο πολύ σχέσεις, παρά σαν πολιτική διαδικασία, και που είχε γνωριστεί γύρω από την ιστορία Μη-κυβερνητικών οργανώσεων, όπως οι γιατροί χωρίς σύνορα, και που η ιδεολογία και η πρακτική του, ταίριαξε σε μεγάλο βαθμό με τον ιδεολογικό προσανατολισμό ενός μέρους της συνέλευσης.
Αν και τα πράγματα είναι αρκετά πιο πολύπλοκα από αυτά που προσπαθούμε να συμπυκνώσουμε σ’αυτές τις γραμμές, ο λόγος που το πιο κινηματικό και λιγότερο ιδεολογικό κομμάτι αυτής της συνέλευσης ηττήθηκε, σχετίζεται με το γεγονός ότι δεν είχε πριν το Δεκέβρη διαμορφώσει τους όρους ενός συνεκτικού συνόλου σχέσεων, που την κρίσιμη στιγμή θα κατέφασκαν στο δύσκολο και μη-ιδεολογικό προσανατολισμό της συνέλευσης.
Επειδή, αν κάποιος το δει με ευρύτερους όρους, και εμείς, ως κομμάτι που επέλεξε την πρώτη επιλογή μετασχηματισμού, δεν είχαμε καμιά εχθρικότητα απέναντι στην παρέμβαση στην κοινότητα, απέναντι στην εμπλοκή των ίδιων των ασθενών στις διαδικασίες που αφορούν στην υγεία και στην ασθένεια τους. Αντίθετα, είμασταν απέναντι σε μια λογική που έλεγε «κλεινόμαστε μέσα σε μια κατάληψη πολιτικοποιημένων υποκειμένων, που έχει σαν παράρτημα της ένα χώρο υγείας, και περιμένουμε τους ανθρώπους να έρθουν για να τους δείξουμε την αυτοοργάνωση στην υγεία». Μια ιδεολογική κατά βάση λογική, που δεν έχει τη στοιχειώδη ευφυϊα να αντιληφθεί ότι οι εκμεταλλευόμενοι δεν θα έρθουν ποτέ σε εμάς για τις όμορφες ιδέες μας –αντίθετα: πρέπει εμείς να πάμε για να συνδεθούμε μαζί τους-, αλλά επειδή έχουμε να τους προτείνουμε κάτι που θα αλλάζει την καθημερινότητα τους, κάτι που ικανοποιεί ανάγκες και επιθυμίες τους (όπως και τις δικές μας άλλωστε).
Η συνέλευση για την υγεία, περιορισμένη στο μισό της αρχικής της σύνθεσης, που αποφάσισε, σχεδίασε, οργάνωσε και εκτέλεσε την κατάληψη στα ταμεία των νοσοκομείων, διασπάστηκε. Το ένα κομμάτι έμεινε στην κατάληψη Πατησίων και Σκαραμαγκά και το μεγαλύτερο κομμάτι της πήγε στην κατάληψη του ΠΙΚΠΑ στα Πετράλωνα. Ακολουθώντας το καθένα το δικό του δρόμο.
Που θα τον κρίνει κάποτε η ιστορία του ανταγωνισμού, ας μην γελιώμαστε.

Hobo

I. B.

 

Υποσημειώσεις:

[1] Η προκήρυξη αυτή μπορεί να βρεθεί σε αυτήν την διεύθυνση

[2] Τα σημαντικότερα ζητήματα αυτής της κινητοποίησης ήταν αυτό του χρόνου εργασίας και των εφημεριών και αυτό του μισθού. Στο όνομα μιας διάταξης της ευρωπαϊκής ένωσης για τη ρύθμιση του ωραρίου εργασίας επί δύο χρόνια ένα κομμάτι των νοσοκομειακών γιατρών βρέθηκε να κινητοποιείται διεκδικώντας μείωση του εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας (που στην συγκεκριμένη περίπτωση μπορεί να φτάνει και τις 90 ώρες την βδομάδα) και των εφημεριών και αύξηση των αποδοχών των γιατρών (πραγματική αύξηση των αποδοχών είχε να υπάρξει πάνω από 20 χρόνια). Τελικά για διάφορους λόγους που δεν είναι του παρόντος να αναλυθούν εδώ, οι νοσοκομειακοί γιατροί (με πρωτοστατούσα τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία τους), «αντάλλαξαν» (σε μεγάλο βαθμό) τη μείωση των εφημεριών και του χρόνου εργασίας με μια αύξηση των αποδοχών τους, κατανεμημένη ιεραρχικά. 

[3] Σε αυτήν την διεύθυνση μπορούν να βρεθούν οι προκηρύξεις που μοιράστηκαν κατά την διάρκεια των αποκλεισμών των ταμείων των νοσοκομείων.

[4] Περισσότερα σε σχέση με αυτό το ζήτημα μπορεί να βρεθούν σε ένα κείμενο με τίτλο : «Σχετικά με την διάσπαση της Συνέλευσης για την υγεία», το οποίο κυκλοφορεί σε αυτοδιαχειριζόμενους χώρους. 

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*