Ψηφιακή Αναδιάρθρωση και Εκπαιδευτική Δυστοπία

Υπάρχουν περίοδοι μέσα στην ιστορία των καπιταλιστικών κοινωνιών όπου οι αλλαγές επιταχύνονται με φρενήρη ρυθμό, όλα δείχνουν ότι διανύουμε μια τέτοια περίοδο. Μετά από σχεδόν δύο μήνες εφαρμογής της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης σε δημόσια σχολεία και φροντιστήρια, αρχίζει να γίνεται εμφανές ότι τα τηλεμαθήματα, είτε στην σύγχρονη είτε στην ασύγχρονη μορφή τους, ήρθαν για να μείνουν. Σε αυτές τις γραμμές θα επιλέξουμε να μην αναφερθούμε αναλυτικά σε σοβαρά ζητήματα που προέκυψαν εν μέσω της καραντίνας, όπως την εμφανή αντίφαση ανάμεσα στην απροθυμία (ή και αδυναμία) πολλών μαθητών να συμμετάσχουν στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση και την νευρωτική επιμονή του υπουργείου παιδείας να παριστάνει ότι η συμμετοχή είναι αυξημένη και όλα συνεχίζονται “κανονικά” ή το ρεσιτάλ εργοδοτικής αυθαιρεσίας και αλητείας που προέκυψε στα φροντιστήρια. Θα προσπαθήσουμε να στρέψουμε το βλέμμα μας στο άμεσο μέλλον.

Ό,τι ξεκίνησε λοιπόν να εφαρμόζεται ως “λύση ανάγκης”, λόγω της επιδημίας του κορονωϊού, υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να εξελιχθεί σε ένα σημαντικό τμήμα της αναδιάρθρωσης της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Η εκτίμηση αυτή δεν βασίζεται μόνο στις γεμάτες έπαρση δηλώσεις της θεούσας υπουργού πως “ζούμε μια πρόβα από το μέλλον της εκπαίδευσης”. Βασίζεται περισσότερο στις εκθέσεις διεθνών οργανισμών, όπως ο ΟΟΣΑ, που αρκετά πριν την πρόσφατη επιδημία τόνιζε την αναγκαιότητα “η τεχνολογία να αλλάξει τις μεθόδους διδασκαλίας και μάθησης”, και στην ήδη συσσωρευμένη εμπειρία εφαρμογής των τηλεμαθημάτων στην μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση τα τελευταία χρόνια. Με απλά λόγια θεωρούμε ότι η επιδημία του κορονωϊου λειτουργεί ως ο καταλύτης που μπορεί να επιταχύνει το πέρασμα σε ένα εκπαιδευτικό μοντέλο που αποτελούσε ήδη αντικείμενο συζήτησης στα υπουργικά γραφεία και στα forum των αφεντικών της ιδιωτικής εκπαίδευσης! Έτσι δεν θα εκπλαγούμε αν το Σεπτέμβρη, με πρόφαση το αναμενόμενο δεύτερο κύμα της επιδημίας, η συμμετοχή των καθηγητών του δημόσιου σχολείου στις πλατφόρμες γίνει υποχρεωτική, ή αν το υπουργείο ανακοινώσει ότι τα κενά εκπαιδευτικών στις δυσπρόσιτες περιοχές θα καλυφθούν με εξ αποστάσεως εκπαίδευση. Ούτε θα πέσουμε απ’ τα σύννεφα αν τα φροντιστήρια υποχρεώσουν τους καθηγητές σε τακτική on-line επικοινωνία με τους μαθητές, ή ακόμη αν τα κέντρα ξένων γλωσσών αρχίσουν να πουλάνε “πακέτα” τηλεμαθημάτων στους γονείς. Σε μια πρώτη φάση η εξ αποστάσεως εκπαίδευση σίγουρα θα συνυπάρξει με το δια ζώσης μάθημα, και πιθανότατα θα βρει μεγαλύτερο πεδίο εφαρμογής στην δευτεροβάθμια παρά στην πρωτοβάθμια εκπαίδεσυη. Όμως σε βάθος χρόνου είναι πιθανό να καταλάβει περισσότερο κεντρική θέση στην εκπαιδευτική διαδικασία. Στόχος μας εδώ δεν είναι να κάνουμε ασφαλείς προβλέψεις, αλλά να αναδείξουμε τα πολιτικά ζητήματα που προκύπτουν από την εφαρμογή της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης στη δευτεροβάθμια και να ανοίξουμε τη συζήτηση στην κοινότητα των εκπαιδευτικών και των μαθητών.

Αρχικά πρέπει να εντοπίσουμε τα οφέλη που θα προκύψουν από μια συστηματική εφαρμογή της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης για το κράτος ως διαχειριστή της δημόσιας εκπαίδευσης αλλά και για τα αφεντικά της ιδωτικής εκπαίδευσης. Πρώτα απ’όλα είναι το άνοιγμα ενός νέου τομέα επιχειρηματικής δραστηριότητας και κερδοφορίας: εταιρίες, όπως η Cisco, που αναλαμβάνουν να δημιουργήσουν εκπαιδευτικές πλατφόρμες, άλλες εταιρίες που θα διαμορφώνουν το εκπαιδευτικό υλικό σε κάθε γνωστικό αντικείμενο, κέντρα κατάρτισης που θα αναλαμβάνουν την “επιμόρφωση” των εκπαιδευτικών στις νέες τεχνολογίες… ένα επιχειρηματικό πάρτυ που θα στηθεί τόσο σε ιδιωτικά σχολεία και φροντιστήρια, όσο και στο δημόσιο σχολείο με την μορφή των “συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα”. Δεύτερον, η εξ αποστάσεως εκπαίδευση δίνει τη δυνατότητα στο υπουργείο παιδείας να λειτουργήσει το δημόσιο σχολείο με λιγότερους καθηγητές, π.χ. επιλέγοντας σε πρώτη φάση να μην καλύψει τα κενά εκπαιδευτικών με πρόσληψη αναπληρωτών αλλά με ασύγχρονη εξ αποστάσεως εκπαίδευση. Η δυνατότητα μείωσης του προσωπικού δίνεται και στους ιδιοκτήτες φροντιστηρίων και κέντρων ξένων γλωσσών αφού με την εξ αποστάσεως εκπαίδευση τα σημερινά τμήματα των 6-8 ατόμων μπορούν να συγχωνευτούν σε τμήματα των 12-15 ατόμων, αφού οι μαθητές δεν συνυπάρχουν μέσα σε πραγματική τάξη. Επίσης, τόσο στη δημόσια όσο και στην ιδιωτική εκπαίδευση, ανοίγει ο δρόμος για μείωση της απαραίτητης υλικοτεχνικής υποδομής: τα ψηφιακά “βιβλία” γρήγορα θα αντικαταστήσουν το παραδοσιακό σχολικό βιβλίο ή τις φροντιστηριακές σημειώσεις, ο εργαστηριακός εξοπλισμός μπορεί να περιοριστεί δραστικά με την χρήση ψηφιακών προσομοιώσεων, ενώ και οι κτιραικές υποδομές των φροντιστηρίων μπορεί να μικρύνουν. Τρίτον, η υποχρεωτική συμμετοχή των εκπαιδευτικών σε διαδικτυακές πλατφόρμες θα κάνει ευκολότερη την επιτήρηση της δουλειάς τους, είτε από τους διευθυντές των δημόσιων σχολείων είτε απευθείας από του φροντιστηριάρχες και τους σχολάρχες. Αν στον ιδιωτικό τομέα αυτή η εξέλιξη θα χειροτερέψει μια ήδη πνιγηρή εργασιακή πραγματικότητα, στο δημόσιο σχολείο εκτιμούμε ότι μπορεί να γίνει το βασικό όχημα για την επιβολή της σχεδιαζόμενης αξιολόγησης εκπαιδευτικών και σχολικών μονάδων. Δεδομένου ότι ανακοινώθηκε το νέο νομοσχέδιο αναδιάρθρωσης της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, η εφαρμογή της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης μπορεί να γίνει ένα από τα κριτήρια με τα οποία το υπουργείο θα “μοιράζει” την κρατική χρηματοδότηση στα σχολεία. Τέλος, σε μια προοπτική όπου θα αρχίσουν να δημιουργούνται έτοιμα “εκπαιδευτικά πακέτα” σε κάθε γνωστικό αντικείμενο, αυτό συνεπάγεται την ανάγκη για λιγότερο καταρτισμένους εκπαιδευτικούς. Για να διδάξεις π.χ. μαθηματικά γυμνασίου μέσω ενός έτοιμου “διαδικτυακού πακέτου” δεν θα είναι πλέον τόσο απαραίτητο να έχεις πτυχίο μαθηματικού, θα αρκούν βασικές γνώσεις μαθηματικών, ούτε θα παίζει τόσο μεγάλο ρόλο η συσσώρευση διδακτικής εμπειρίας. Το ζήτημα εδώ δεν είναι να αναμασήσουμε το φθαρμένο και συντεχνιακό αίτημα για “πτυχία με αξία”. Το κυρίαρχο είναι ότι αυτή η διαδικασία αποειδίκευσης, δηλαδή υποβάθμισης της εξειδίκευσης που προϋποθέτει κάθε γνωστικό πεδίο, προφανώς θα σημάνει και μικρότερες αμοιβές, ειδικά στη ζούγκλα της ιδιωτικής εκπαίδευσης.

Αν έχει ένα νόημα η παραπάνω πρόχειρη απαρίθμηση είναι για να αντιληφθούμε ότι το κράτος και τα αφεντικά έχουν ισχυρούς λόγους να προχωρήσουν την “ψηφιακή” αναδιάρθρωση, και δεν θα τους απασχολήσει η υποβάθμιση της εκπαιδευτικής διαδικασίας παρά μόνο στο βαθμό που θα εξασφαλίσουν ότι αυτή η υποβάθμιση δεν αφορά τους μαθητές των μεσαίων και υψηλών κοινωνικών στρωμάτων. Για παράδειγμα είναι πιθανό, μέσα στο νέο τοπίο της οικονομικής ύφεσης, τα φροντιστήρια παράλληλα με το πακέτο των “δια ζώσης” μαθημάτων να πουλούν και φτηνότερα πακέτα τηλεμαθημάτων για όσους γονείς δεν θα έχουν χρήματα. Είναι ακόμη κρίσιμο να αντιληφθούμε ότι αυτή η”ψηφιακή” αναδιάρθρωση δεν θα εμφανιστεί μόνο ως πρακτική αναγκαιότητα μπροστά στο πιθανό δεύτερο κύμα της επιδημίας. Θα πλασαριστεί από το υπουργείο παιδείας και τους μεγάλους “παίκτες” της ιδιωτικής εκπαίδευσης ως το αναπόφευκτο πέρασμα σε μια νέα “ψηφιακή εποχή”. Θα διαφημιστεί ως η καινοτομία που επιτρέπει εξοικονόμηση χρόνου από τις μετακινήσεις τόσο για τους εκπαιδευτικούς όσο και για τους μαθητές, ως ο νέος τρόπος διδασκαλίας που θα δώσει μεγαλύτερα περιθώρια ελευθερίας στους εκπαιδευτικούς (τη στιγμή που θα συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο!). Η πιθανότητα να γίνει αυτό το αφήγημα αποδεκτό δεν πρέπει να υποτιμηθεί, γιατί όλα αυτά θα απευθύνονται σε μια κοινωνία που εδώ και χρόνια μεταφέρει όλο και περισσότερες από τις δραστηριότητές της στην ψηφιακή σφαίρα, μια κοινωνία που ενημερώνεται διαδικτυακά, πληρώνει λογαριασμούς διαδικτυακά, διασκεδάζει διαδικτυακά, φλερτάρει διαδικτυακά… Συνεπώς οι όποιες αντιδράσεις ενάντια στην καθιέρωση των εξ αποστάσεως μαθημάτων εύκολα θα εμφανιστούν ως οπισθοδρομική νοσταλγία.

Στη μέχρι στιγμής εφαρμογή της εξ αποστάσεως διδασκαλίας έχει αρχίσει να αρθρώνεται ένας αντίλογος, από μεμονωμένους εκπαιδευτικούς στο δημόσιο σχολείο και από ορισμένες ΕΛΜΕ. Ο αντίλογος αυτός επικεντρώνει κυρίως σε δύο σημεία: πρώτον στο γεγονός ότι η έλλειψη της απαραίτητης υποδομής από πολλούς μαθητές σημαίνει ότι το κράτος καταργεί στην πράξη την ισότητα ευκαιριών στην εκπαιδευτική διαδικασία. Δεύτερον στο γεγονός ότι η είσοδος ιδιωτικών εταιριών στο “παιχνίδι” υποβαθμίζει το δημόσιο χαρακτήρα της εκπαίδευσης. Στη συγκεκριμένη φάση που διανύουμε πράγματι υπάρχει πρόβλημα: μετά από μια δεκαετία οικονομικής κρίσης αρκετοί μαθητές δεν διαθέτουν τους κατάλληλους ηλεκτρονικούς υπολογιστές ή γρήγορη σύνδεση στο διαδίκτυο, ενώ σε πολλά σπίτια αντιστοιχεί ένας υπολογιστής για δύο ή τρία παιδιά. Σε αυτή τη συνθήκη θέλουμε να προσθέσουμε την παρουσία μαθητών με διάφορες μαθησιακές δυσκολίες (αποτελούν περίπου το 25% του μαθητικού πληθυσμού!) και μεταναστών μαθητών, κατηγορίες που η εξ αποστάσεως εκπαίδευση θα σπρώξει ακόμη πιο έντονα στο περιθώριο. Όμως επικεντρώνοντας την κριτική μας στην αναίρεση της ισότητας ευκαιριών κινδυνεύουμε να αναδείξουμε ως κυρίαρχο πολιτικά ένα ζήτημα που μπορεί να λυθεί με “τεχνικούς όρους” και τελικά να δώσουμε απλά μια συνδικαλιστική μάχη “οπισθοφυλακής”! Αν το κράτος επιλέξει να εφαρμόσει οργανωμένα την εξ αποστάσεως εκπαίδευση στο άμεσο μέλλον, θα καταφέρει να βρεί τους απαραίτητους πόρους ώστε να εξασφαλίσει υλικοτεχνική υποδομή, τουλάχιστον για την πλειοψηφία των μαθητών. Και θα προτιμήσει να δώσει εκεί τα χρήματα, παρά στην πρόσληψη μόνιμων εκπαιδευτικών. Επιπλέον το να βλέπουμε στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση τον πολιορκητικό κριό για την υποβάθμιση του δημόσιου χαρακτήρα της εκπαίδευσης, όταν το δημόσιο σχολείο συνυπάρχει (και πολιορκείται αποτελεσματικά) από μια τεράστια ιδιωτική αγορά εκπαίδευσης εδώ και τέσσερις δεκαετίες, είναι λίγο χειρότερο από το να μην βλέπουμε τον “ελέφαντα στο δωμάτιο”. Για να το πούμε λίγο διαφορετικά: υποστηρίζουμε ότι ο δημόσιος χαρακτήρας της εκπαίδευσης έχει ήδη δεχθεί σοβαρά πλήγματα πολύ πριν την επικείμενη “ψηφιακή” αναδιάρθρωση. Υποστηρίζουμε ακόμη ότι η εξασφάλιση της ισότητας ευκαιριών είναι σε μεγάλο βαθμό ένας μύθος, για τον απλό λόγο ότι το δημόσιο σχολείο υπάρχει εντός της καπιταλιστικής σχέσης. Αν θέλουμε να αρθρώσουμε έναν πιο αποτελεσματικό αντίλογο στις αλλαγές που έρχονται πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας αλλού.

Κατ’ αρχάς να ξεκαθαρίσουμε πώς επιλέγουμε να δούμε τους εκπαιδευτικούς όχι ως “λειτουργούς” ή ως “επαγγελματίες” αλλά ως εργαζόμενους με αντιφάσεις μέσα σε μια ποικιλόμορφη “βιομηχανία” υπηρεσιών εκπαίδευσης. Επίσης επιλέγουμε να εντάξουμε ως αναπόσπαστο μέρος της όποιας κινηματικής απάντησης τους χρήστες αυτών των υπηρεσιών, δηλαδή τους μαθητές και της μαθήτριες. Τι θα σημαίνει λοιπόν μια συστηματική εφαρμογή των διαδικτυακών μαθημάτων τόσο για τους μεν όσο και για τους δε; Για τους εκπαιδευτικούς αυτό που ονομάζεται “εξωδιδακτικό έργο” (δηλαδή η προετοιμασία υλικού, οι διορθώσεις, η επικοινωνία με τους μαθητές) θα διευρηνθεί και φυσικά θα εντατικοποιηθεί. Όσον αφορά αυτό, η εμπειρία του τελευταίου διμήνου τόσο στα δημόσια σχολεία όσο και στα φροντιστήρια είναι αδιάψευστος μάρτυρας. Μαζί με την εντατικοποίηση θα εμφανιστεί ως “αυτονόητη” η μεταφορά ενός μέρους του κόστους λειτουργίας στους ίδιους τους εργαζόμενους. Ειδικά στο υποτιμημένο εργασιακά περιβάλλον του ιδιωτικού τομέα δεν μπορούμε να φανταστούμε ούτε ένα αφεντικό που θα πληρώσει για καινούργια laptop, για ηλεκτρονικές γραφίδες ή για γρήγορη σύνδεση στο διαδίκτυο! Αντίθετα μπορούμε να φανταστούμε τα τηλεμαθήματα να χρησιμοποιούνται για τη διεύρυνση της μαύρης εργασίας σε φροντιστήρια και κέντρα ξένων γλωσσών. Επίσης, η μεταφορά ενός μέρους ή ολόκληρης της εκπαιδευτικής διαδικασίας “στο σπίτι” θα φέρει μια περαιτέρω διάχυση μεταξύ ελεύθερου και εργάσιμου χρόνου και θα μετατρέψει τον ιδιωτικό χώρο του κάθε εκπαιδευτικού σε μια ιδιότυπη εργασιακή φυλακή. Όσοι έχουν ασχοληθεί τα τελευταία χρόνια με τα εξ αποστάσεως μαθήματα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση έχουν πολύ πικρή εμπειρία για το τι σημαίνει να είσαι εγκλωβισμένος στο σπίτι για αρκετές ώρες και τελικά να αισθάνεσαι ότι “δουλεύεις όλη την μέρα”. Όλα τα παραπάνω συνιστούν μια σοβαρή αλλαγή προς το χειρότερο του ίδιου του χαρακτήρα της εργασίας των εκπαιδευτικών.

Ας βάλουμε τώρα στη συζήτηση τους μαθητές και της μαθήτριες. Αρκετοί από τους εκπαιδευτικούς που έκαναν διαδικτυακά μαθήματα εν μέσω καραντίνας καταλήγουν μονότονα σε δύο συμπεράσματα. Κατ’ αρχάς η μαθησιακή διαδικασία αποστειρώνεται σε μεγάλο βαθμό, αφού αναπόφευκτα λιγοστεύουν οι δυνατότητες αλληλεπίδρασης και συζήτησης με τα παιδιά και η έμφαση μετατοπίζεται στην μεταφορά πληροφοριών. Κατά δεύτερον λείπει αυτό που αποτελεί το οξυγόνο της μαθησιακής διαδικασίας, δηλαδή η ανθρώπινη επαφή. Μια έλλειψη που σε πολλές περιπτώσεις φτάνει στο σημείο της πλήρους απουσίας οπτικής επαφής και έχει βιωθεί με αρνητικό τρόπο και από τις δύο πλευρές. Ας φανταστούμε τώρα πόσο θα οξυνθούν αυτά τα ζητήματα στην προοπτική εφαρμογής έτοιμων εκπαιδευτικών “πακέτων” και πόσο θα υποβαθμιστεί το μαθησιακό αποτέλεσμα. Προσπαθούμε εδώ να πούμε ότι ο καθένας και η καθεμία που κάνει αυτή τη δουλειά προφανώς περιορίζεται από ένα αναλυτικό πρόγραμμα ή από τις απαιτήσεις κάποιων εξετάσεων. Γρήγορα όμως ανακαλύπτει (αν φυσικά το επιδιώξει!) ότι η επαφή με τους μαθητές σε ένα μη επιτηρούμενο περιβάλλον δημιουργεί ορισμένα περιθώρια ελευθερίας πάνω στο τι και πώς διδάσκεται, αλλά και στο τι μπορεί να συζητηθεί μέσα στην τάξη. Μια οργανωμένη εφαρμογή της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης θα μικρύνει αυτά τα περιθώρια ελευθερίας και θα οδηγήσει τους εκπαιδευτικούς σε μια εκτεταμένη απώλεια ελέγχου πάνω στο αντικείμενο της δουλειάς τους. Άρα πρέπει να το φωνάξουμε δυνατά: το εκπαιδευτικό τηλεμάρκετινγκ μεγάλωνει την αλλοτρίωση των εκπαιδευτικών! Επιπλέον η συμμετοχή των μαθητών και των μαθητριών στις διάφορες εκπαιδευτικές δομές δεν εξαντλείται μόνο στο μάθημα. Ειδικά για τους έφηβους και τις έφηβες αυτή η καθημερινή συμμετοχή ενεργοποιεί και μια σειρά διαδικασιών κοινωνικοποίησης: το σχολείο και το φροντιστήριο, παρότι δεν βιώνεται γενικά ως κάτι ευχάριστο από τους μαθητές, είναι τα πεδία όπου δημιουργούνται φιλίες και παρέες, βιώνονται οι πρώτοι έρωτες, χτίζονται επιμέρους συλλογικές ταυτότητες, δοκιμάζονται τα όρια της εφηβικής αμφισβήτησης… Δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότεροι μαθητές αναφέρουν ως πρώτο λόγο δυσανεξίας με τα διαδικτυακά μαθήματα το ότι “μου λείπουν οι φίλοι/φίλες μου”. Η εξ αποστάσεως εκπαίδευση σίγουρα θα υποβαθμίσει αυτές τις λειτουργίες κοινωνικοποίησης και θα εξορίσει την αναμενόμενη (και κατά τη γνώμη μας υγιή) “παρρέκλιση” από τις νόρμες του εκπαιδευτικού συστήματος στον ιδιωτικό χώρο, μετατρέποντάς την σε ατομική βαρεμάρα. Επιπλέον θα συμβάλλει στο να διαμεσολαβείται η διαδικασία κοινωνικοποίησης όλο και πιο έντονα από τα social media. Τέλος δεν πρέπει να ξεχνάμε και το εξής σοβαρό πρόβλημα: εδώ και αρκετά χρόνια είναι εμφανές ότι η απόσταση ανάμεσα στις κοινωνικές εμπειρίες των παιδιών και στο τι διδάσκονται και (κυρίως) πώς το διδάσκονται έχει μεγαλώσει επικύνδινα. Η εξ αποστάσεως εκπαίδευση δεν θα εντατικοποιήσει μόνο την δουλειά των εκπαιδευτικών αλλά, κατά πάσα πιθανότητα, και την καθημερινότητα των μαθητών. Επιπρόσθετα η αποστείρωση της μαθησιακής διαδικασίας και η έλλειψη ανθρώπινης επαφής που φέρνει μαζί της θα διευρύνει αυτή την απόσταση. Άρα πρέπει να φωνάξουμε επίσης δυνατά: το εκπαιδευτικό τηλεμάρκετινγκ μεγάλωνει την αλλοτρίωση των μαθητών και των μαθητριών!

Το πώς μπορεί να οργανωθεί μια κινηματική απάντηση σε όλα αυτά που περιγράψαμε είναι μια δύσκολη συζήτηση, και σίγουρα δεν μπορεί να απαντηθεί μόνο από μια πολιτική συνέλευση. Οπότε θα αρκεστούμε σε κάποιες πρώτες γενικές σκέψεις. Σε μια πρώτη φάση είναι σημαντικό, ιδιαίτερα για τους εκπαιδευτικούς που εργάζονται στον κατακερματισμένο ιδιωτικό τομέα, να στηθούν δίαυλοι επικοινωνίας και συζήτησης ώστε να υπάρχει μια σαφής εικόνα των αλλαγών που θα συμβαίνουν στους χώρους εργασίας, και των ενδεχόμενων μοριακών αντιστάσεων. Εξίσου σημαντικό, ιδιαίτερα για τους εκπαιδευτικούς στο δημόσιο σχολείο, είναι να αμφισβητηθούν οι παραδοσιακές συνδικαλιστικές αντιλήψεις και μαζί τους το ιδεολόγημα ότι “η δουλειά του εκπαιδευτικού είναι λειτούργημα”. Οι πιθανότητες να δοθούν συλλογικοί αγώνες παραμένουν μεγαλύτερες στο δημόσιο σχολείο, λόγω της συνδικαλιστικής οργάνωσης και της απουσίας του εκβιασμού της ανεργίας, όμως η ανάγκη να επιδιωχθεί επικοινωνία και ενότητα μεταξύ των εκπαιδευτικών στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα είναι επιτακτική. Γιατί τα προβλήματα που θα προκαλέσει η εφαρμογή της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης θα είναι σε μεγάλο βαθμό κοινά, γιατί αν οποιοσδήποτε αγώνας κλειστεί σε συντεχνιακά πλαίσια σίγουρα θα ηττηθεί. Τέλος είναι κρίσιμο να δουλευτεί συστηματικά μια συμμαχία των εκπαιδευτικών με τους μαθητές και τις μαθήτριες, που ήδη βιώνουν την αλλοτρίωση ενός μαθήματος που κατάντησε “κονσέρβα” και στην πλειοψηφία τους εκδηλώνουν πολύ αρνητικά συναισθήματα απέναντι στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση. Η ιστορία των ταξικών αγώνων μάς έχει δείξει ότι όταν μια αναδιάρθρωση καταφέρνει να αλλάξει τον χαρακτήρα της εργασίας τότε, μέσα από μια επίπονη διαδικασία, οι εργαζόμενοι ανακαλύπτουν τελικά νέες μορφές άρνησης και συλλογικής αντίστασης. Δεν βρισκόμαστε ακόμη σε αυτό το σημείο. Το στοίχημα να μην προχωρήσει η εφαρμογή της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης, να μην βιώσουμε δηλαδή μια εκπαιδευτική δυστοπία, είναι ακόμη ανοιχτό.

Συνέλευση για την Κυκλοφορία των Αγώνων

Αθήνα, Μάιος 2020

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*