H απεργία των εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης το φθινόπωρο του 2006

01Αναδημοσιεύουμε μια παλαιότερη ανάλυση για την απεργία των Δασκάλων του 2006. Παρά την χρονική απόσταση που μας χωρίζει όχι μόνο από την απεργία εκείνη και την ευρύτερη κοινωνική κατάσταση της περιόδου στην οποία αναφέρεται, όσο και από την ημερομηνία συγγραφής του ίδιου του κειμένου, παρόλα αυτά τα ζητήματα που θέτει όσο και ο τρόπος που τα προσεγγίζει, μέσα από την ανάλυση της κοινωνικής και ταξικής σύνθεσης, αλλά και από την σκοπιά μιας εργατικής έρευνας (βλ. παράρτημα), διατηρούν ακόμα και σήμερα την μεθοδολογική τους (και όχι μόνο) αξία. Το κείμενο είχε αρχικά δημοσιευτεί σε δυο μέρη στο rizospastes.blogspot.gr 

— ❦ —

Όταν o «συνδικαλισμός κορυφής»
συναντά (κάπως αναπάντεχα) την
υποβόσκουσα κοινωνική δυσαρέσκεια της βάσης
(που ακόμα δυσκολεύεται να αυτό-οργανώνεται…)

Το παρόν κείμενο αντανακλά προσωπικές απόψεις, αποτελεί δηλαδή περισσότερο μια αυτό-βιογραφική εμπειρία και ανάλυση των γεγονότων της απεργίας των δασκάλων το 2006 και έχει οποιαδήποτε αξία αν ιδωθεί ως έτσι, ως μια εργατική μαρτυρία. Γράφεται από έναν απεργό που έδρασε στην Απεργιακή Επιτροπή Λαγκαδά (Θεσσαλονίκης) και έχει τριπλό σκοπό: καταρχήν, να περιγράψει το κοινωνικό υποκείμενο «δάσκαλος», το πώς συγκροτείται στην εργασιακή διαδικασία, ποια ήταν η σύνθεση του και η κατάσταση του πριν την απεργία. Έπειτα, να περιγράψει με υποκειμενικό, αλλά και αναλυτικό τρόπο το χρονικό της απεργίας των εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας που ξεκίνησε το Σεπτέμβρη του 2006 και κράτησε 6 εβδομάδες. Τέλος, μαζί με την περιγραφή, να κάνει γόνιμη κριτική σε λογικές που ακολουθήθηκαν σε αυτή την απεργία. Σκοπός του κειμένου δεν είναι κανείς άλλος παρά να εξαχθούν χρήσιμα συμπεράσματα για το τι έγινε (ή δεν έγινε) σε αυτή την απεργία και για το τι θα πρέπει να προσέξουμε στο μέλλον. Θα πρέπει να ειπωθεί εξαρχής πως το κείμενο αντανακλά απόψεις ενός ανθρώπου που έζησε την απεργία στη Θεσσαλονίκη και σε ένα σύλλογο της επαρχίας Θεσσαλονίκης. Η απεργία είχε διαφορετική δυναμική και χαρακτηριστικά σε άλλα μέρη της Ελλάδος π.χ. στην Αθήνα ή την Κρήτη, και αυτό είναι πιθανό να οδηγεί και σε διαφορετικά συμπεράσματα σχετικά με αυτήν.

mr_sun_light

7/10/2008

Α. Μερικές (κρίσιμες) σημειώσεις για το «υποκείμενο δάσκαλος» στην αυγή του 21ου αιώνα, στην Ελλάδα

Πριν ξεκινήσουμε πρέπει να αναρωτηθούμε. Αλήθεια, ποιος είναι αυτός ο περιβόητος δάσκαλος που απέργησε 6 εβδομάδες το Σεπτέμβρη και τον Οκτώβρη του 2006; Πως συγκροτείται ως υποκείμενο μέσα στην εργασιακή του διαδικασία, στο σύγχρονο ελλαδικό εκπαιδευτικό σύστημα της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης; Ποια η σχέση του με το «προϊόν» της δουλειάς του, με το χώρο δουλειάς του, με τα μέσα «παραγωγής» που χρησιμοποιεί, με τον εργοδότη του, με τους άλλους συναδέλφους του, με τον αποδέκτη της δουλειάς του; Ποια προβλήματα αντιμετωπίζει σήμερα; Ποιο ρόλο επιτελεί, γιατί είναι χρήσιμος για το κεφάλαιο; Ποια η θέση του στο «σύμπαν της μισθωτής εργασίας» της σύγχρονης Ελλάδας; Θα εξετάσω τα παραπάνω πολύ επιγραμματικά, ίσα ίσα για να σκιαγραφήσουμε τον περιβόητο «δασκαλάκο» που έγινε ξαφνικά διάσημος.

Καταρχήν: να πούμε ξεκάθαρα πως η εκπαιδευτική διαδικασία έχει για το κεφάλαιο δύο (χονδρικά) χρήσιμες πλευρές. Από τη μια μεριά, την αναπαραγωγή/εκπαίδευση/διαμόρφωση και κατανομή (μέσω των εξετάσεων/αξιολογήσεων) του μελλοντικού εργατικού δυναμικού και από την άλλη, την εγχάραξη της κυρίαρχης αστικής-εθνικής ιδεολογίας στα παιδιά, στους αυριανούς «πολίτες». Αυτή τη διαδικασία καλείται να επιτελέσει ο δάσκαλος, αυτό το ρόλο «μπλοκάρει» όταν εξεγείρεται, όταν αντιστέκεται μέσα στην εκπαιδευτική διαδικασία και «κάνει τα δικά του»…

Και μπορεί και «κάνει τα δικά του» σε ένα πεδίο πολλαπλών αντιφατικών προσδοκιών: γιατί αυτό είναι η μαζική εκπαίδευση. Ένα πεδίο που άλλες προσδοκίες έχουν οι γονείς, άλλες το Κράτος-Υπουργείο, άλλες οι εκπαιδευτικοί και άλλες οι μαθητές. Ένα πεδίο όπου δεν αντανακλώνται τελικά -«ξερά και απόλυτα»- μόνο οι επιταγές/στόχοι του κεφαλαίου-κράτους αλλά αντανακλώνται π.χ. και εργατικές-λαϊκές απαιτήσεις, όπως η απαίτηση του να μην αποκλείονται τα παιδιά αλλά να υπάρχει δυνατότητα κοινωνικής ανέλιξης μέσω της μάθησης/πτυχίων. Αυτές οι απαιτήσεις έχουν κάνει ένα τόσο άκαμπτο εκπαιδευτικό σύστημα -όπως το ελλαδικό- να «λυγίζει» σε κάποιες ιστορικές στιγμές . Και ταυτόχρονα, την ίδια στιγμή που «λυγίζει», η εκπαίδευση ενσωματώνει τις εργατικές-λαϊκές απαιτήσεις (και έτσι δεν ξεσπούν με κάποιο άλλο τρόπο). Η εκπαίδευση είναι λοιπόν ένα πεδίο συνεχούς πάλης θα λέγαμε, πάλης ταξικής (ακριβώς γιατί τα συμφέροντα των τάξεων ξεδιπλώνονται και συγκρούονται μέσα στο μηχανισμό της εκπαίδευσης και αποκρυσταλλώνονται σε ένα συγκεκριμένο συσχετισμό, σε ένα συγκεκριμένο εκπαιδευτικό σύστημα: άλλοτε πιο ανοιχτό, άλλοτε πιο κλειστό, άλλοτε πιο προοδευτικό, άλλοτε πιο συντηρητικό κτλ).

Μέσα σε αυτό το πεδίο, σαφέστατα η εργασία του δασκάλου έχει ένα βαθμό κοινωνικής χρησιμότητας αφού συμβάλλει στο να κτίσουν οι νέοι άνθρωποι γνώσεις και δεξιότητες . Στη λαϊκή ρύση αυτό σημαίνει: «μαθαίνει στα παιδιά μας γράμματα…». Σημαίνει θετικό κοινωνικό status μέσα σε μια καπιταλιστική κοινωνία όπου κάθε ρόλος/εργασία είναι διαχωρισμένη-κατανεμημένη και δεν έχουν όλοι οι ρόλοι/εργασίες την ίδια υλική και αξιακή/ηθική θέση. Και ο ρόλος του δασκάλου, ειδικά επειδή έχει να κάνει με μικρά παιδιά , είναι θετικά φορτισμένος. Αυτό το θετικό φορτίο μπορεί να γίνει «δύναμη», όπλο για τους δασκάλους: το χρησιμοποιούν σε κάθε τους αγώνα και το χρησιμοποίησαν και στην απεργία.

Που δουλεύει τώρα ακριβώς ο δάσκαλος; Ο δάσκαλος δουλεύει, όπως σχεδόν όλοι μέσα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, σε ένα χώρο που προσιδιάζει τη μορφή «εργοστάσιο». Το σχολείο είναι μια μικρή μονάδα που παράγει υποκειμενικότητα. Σκεφτείτε το λίγο: χτύπημα κάρτας το πρωί, μαζική προσέλευση «πρώτης ύλης» (μαθητών), μαζική παραγωγή (υποκειμενικότητας, γνώσεων, δεξιοτήτων, ιδεολογίας κτλ), διαλλείματα για ξεκούραση. Διαφορετικά τμήματα εργασίας, κοινός προαύλιος χώρος, κοινή καντίνα (κυλικείο/γραφείο δασκάλων). Λήξη βάρδιας, «και αύριο μέρα είναι…», το Σαββατοκύριακο ξεκούραση.

Τι δουλειά κάνει εκεί ο δάσκαλος; Μέσα σε αυτό το «ιδιότυπο εργοστάσιο», ο εκπαιδευτικός είναι εργάτης και εργοδηγός ταυτόχρονα. Είναι εργοδηγός αφού αναθέτει στους μαθητές εργασίες. Έτσι υπηρετεί και συχνά ταυτίζεται με τις επιταγές του αστικού Κράτους . Ταυτόχρονα είναι ειδικευμένος-διανοητικός μισθωτός εργάτης, αφού προσπαθεί να παράξει επικοινωνία, γλώσσα, συναίσθημα με σκοπό την κατάκτηση ενός σώματος γνώσης από το παιδί. Και μάλιστα, τα τελευταία χρόνια, με την τετραετή πανεπιστημιακή εκπαίδευση, είναι πολύ πιο ειδικευμένος απ’ ότι παλιά. Αυτή η περισσότερη «ειδίκευση» έπαιξε κάποιο ρόλο σε αυτή την απεργία, αν συσχετιστεί με το αίσθημα ματαίωσης που νιώθουν οι εκπαιδευτικοί για το υποβαθμισμένο χώρο του σχολείου αλλά και το αίσθημα της όλο-και-περισσότερης τυποποίησης της δουλειάς τους.

Ως ειδικευμένος εργάτης-εργοδηγός, και μάλιστα με το δικό του «προσωπικό εργαστήριο» (σχολική τάξη) κάθε φορά που δουλεύει, ο δάσκαλος έχει την τάση να αντιμετωπίζει τα μικροπροβλήματα που προκύπτουν μόνος- «θα διαβάσω πιο πολύ, θα αλλάξω τον τρόπο που διδάσκω αυτό» κτλ. Την ίδια όμως στιγμή, η απομόνωση του εκπαιδευτικού στην αντιμετώπιση των προβλημάτων μέσα στην τάξη, ισοσκελίζεται με τη βοήθεια που μπορεί να βρει από τους διπλανούς του: από τους άλλους συναδέλφους, που βρίσκονται πολύ κοντά όσον αφορά τη χωρική εγγύτητα της δουλειάς. Πολλές φορές τα προβλήματα των εκπαιδευτικών είναι κοινά π.χ. έλλειψη επιθυμητού υλικού στο σχολείο. Εκεί αρχίζουν τα προβλήματα για το Κράτος-εργοδότη τους.

Ποια η σχέση τώρα του δασκάλου με τη δουλειά του; Κατά τη γνώμη μου, γίνεται όλο και πιο αντιφατική-αμφίσημη. Η αμφισημία προκύπτει από το εξής γεγονός: από τη μια μεριά ο δάσκαλος δεν ασκεί μια τελείως αφηρημένη-μηχανική εργασία, όπως π.χ. το να βιδώνει βίδες σε μια αλυσίδα παραγωγής, αλλά έχει κάποια ευχέρεια εποπτείας στο έργο του, έχει μια ευελιξία, έχει ευκαιρίες να είναι δημιουργικός, ζωντανός. Από την άλλη μεριά, ο όλο και μεγαλύτερος καθορισμός της εκπαίδευσης από το Κράτος (μέσω της συγκεκριμένης διδακτέας ύλης που πρέπει ο δάσκαλος να διδάξει/ «βγάλει» σε συγκεκριμένο-μικρό χρόνο, των προτάσεων-πιέσεων για συγκεκριμένους τρόπους διδασκαλίας, την παροχή συγκεκριμένων εποπτικών μέσων διδασκαλίας κτλ.), τον κάνουν να λειτουργεί και να νιώθει σαν ένα απλό εκτελεστικό όργανο, σαν ένας «ανειδίκευτος» εργάτης που δουλεύει μηχανικά. Γενικά το αναλυτικό πρόγραμμα διδασκαλίας τον δεσμεύει όλο και περισσότερο πια, τον πιέζει και πιέζει και τα παιδιά (και το αντανακλούν στο δάσκαλο –κυρίως με συγκρούσεις). Μάλιστα, η ραγδαία αύξηση της διδακτέας ύλης (με την είσοδο των νέων σχολικών βιβλίων) είναι μια συνθήκη που σπρώχνει το δάσκαλο να λειτουργήσει όλο και πιο εντατικοποιημένα, βιαστικά, εν τέλει εκτελεστικά (σαν «ανειδίκευτος» που πρέπει να «βγάλει» τη νόρμα της παραγωγής). Για αυτό και τα νέα βιβλία προκαλούν αντιδράσεις στο εκπαιδευτικό σώμα, αντιδράσεις που αντανακλάστηκαν λίγο στην απεργία. Είναι λοιπόν ο δάσκαλος ένας ειδικός που «βάλλεται», που νιώθει ότι «από-ειδικεύεται», που δεν είναι σίγουρος για τον εαυτό του. Νιώθει από τη μια «ζωντανός», κύριος του έργου του, και από την άλλη «νεκρός», κουρασμένος εκτελεστής εντολών. Έτσι δεν είναι σίγουρος σήμερα να πει: «ναι, είναι ωραία να είσαι δάσκαλος» ή «είναι άσχημα να είσαι δάσκαλος». Προσωπικά βλέπω όλο και περισσότερο κόσμο μπερδεμένο, με αμφίσημη σχέση με τη δουλειά του.

Ποια η σχέση του δασκάλου με τους άλλους που δουλεύουν στο σχολείο; Παρότι που είναι ειδικευμένος μισθωτός, ο δάσκαλος προσλαμβάνεται μαζί με πολλούς άλλους για να στελεχώσει τα σχολεία. Καταλαβαίνει ότι είναι ανταλλάξιμος με έναν άλλον, καταλαβαίνει ότι έχει κοινή μοίρα με τους άλλους, τους συναδέλφους. Τα σχολεία τώρα ποικίλλουν σε προσωπικό. Μπορεί να απασχολούν 4 ή 5 άτομα αν είναι πολύ μικρά (επαρχία), συνήθως απασχολούν 10 με 15, άλλες φορές ξεπερνούν τα 20 άτομα. Δεν είναι μεγάλες μονάδες (ανα)παραγωγής. Αλλά είναι πολλά. Και είναι κοντά. Και έτσι αναπτύσσονται εύκολα σχέσεις μεταξύ συναδέλφων που δουλεύουν στην ίδια περιοχή. Αναπτύσσεται εύκολα μια «δασκαλική κοινότητα», μια κοινότητα με βάση την επαγγελματική (μορφωτική) ταυτότητα. Μια κοινότητα που περιλαμβάνει μόνο ημεδαπούς πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Οι δάσκαλοι δεν γνωρίζουν, δεν συζητούν, δεν αγωνίζονται με την καθαρίστρια που μπορεί να δουλεύει στο σχολείο. Η συνάφεια/συνοχή είναι ομοιοεπαγγελματική (όχι αληθινά κλαδική) και δυνατή.

Ποιο μέσο παραγωγής χρησιμοποιούν οι δάσκαλοι; Θα μπορούσαμε να πούμε τα βιβλία, τις κιμωλίες κτλ. Στην πραγματικότητα, οι ίδιοι οι δάσκαλοι είναι το μέσο παραγωγής: η γλώσσα τους, το συναίσθημα τους, οι κοινωνικές του δεξιότητες, το μυαλό τους. Αναπόδραστες ανθρώπινες λειτουργίες παίζουν ρόλο σε μια διδασκαλία, όπως ο βαθμός κατανόησης του βαθμού κατανόησης που έχει ο άλλος! Είναι σχεδόν αδύνατον λοιπόν να αρνηθούν οι δάσκαλοι τα μέσα παραγωγής, να αρνηθούν τον ίδιο τον εαυτό τους, είναι η ίδια η (συναισθηματική, γνωσιακή, κοινωνική) μηχανή. Τι απομένει να επιτεθούν; Όποιον τους βάζει όρια στο έργο τους, όποιον τους δίνει εντολές: το αναλυτικό πρόγραμμα, τον Σύμβουλο, το Υπουργείο.

Ποια η σχέση των δασκάλων με το προϊόν της δουλειάς τους; Εδώ πρέπει να σταθούμε. Καταρχήν, ποιο είναι τελικά το προϊόν της δουλειάς τους; Τι παράγουν; Τον ίδιο το μαθητή ως υποκειμενικότητα (ως μελλοντικό εργάτη); Ή τις γνώσεις/δεξιότητες που ο μαθητής θα τις κάνει πράξη, θα τις ενσαρκώσει (θα τις «μετουσιώσει σε εργατική δύναμη»); Μπορούμε να ισχυριστούμε και τα δύο. Διότι η εργασία του δάσκαλου αφορά τόσο την παραγωγή ενός σώματος γνώσης/δεξιοτήτων για να το κατακτήσει ο μαθητής (ακριβέστερα: «βοηθάει το παιδί να χτίσει τη γνώση/δεξιότητα» που του παρουσιάζει – δεν είναι ο δάσκαλος που έχει παράγει π.χ. την αλφαβήτα.), όσο και την παραγωγή της απαραίτητης συναίνεσης/συνεργασίας/σχέσης με το μαθητή για να «χτίσει τη γνώση», να αναπαραχθεί ως συγκεκριμένη υποκειμενικότητα. Ο μαθητής δηλαδή δεν μαθαίνει μόνο το 5+5, αλλά θα λέγαμε ότι «μαθαίνει και να μαθαίνει το 5+5, να γίνεται το 5+5», δηλαδή μαθαίνει να εφαρμόζει, να πιστοποιεί, να πράττει αυτά που έμαθε-κατέκτησε, ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΠΡΑΤΤΕΙ, αυτά που κατέκτησε. Σε περίπτωση που δεν συναινέσει-συνεργαστεί, δεν πιστοποιήσει ότι «το ξέρει» ( δεν ενσαρκώσει), αργά ή γρήγορα, οικιοθελώς ή μη, αποβάλλεται από το εκπαιδευτικό σύστημα. Αν αυτό είναι λοιπόν το προϊόν της δουλειάς του: η «κατάκτηση γνώσεων/δεξιοτήτων» (ικανότητα για γνώση, ικανότητα για εργασία) και ταυτόχρονα ο μαθητής-συνεργάτης-κατακτητής, αυτός που κατακτά-πιστοποιεί-ενσαρκώνει τις γνώσεις/δεξιότητες (αυτός που δέχεται να γνωρίζει, να εργάζεται, να γίνεται εργατική δύναμη). Ποια η σχέση λοιπόν του δασκάλου με το προϊόν του; Το αγαπάει; Το μισεί; Δεν υπάρχει απάντηση. Για την ακρίβεια, κάθε δάσκαλος έχει συνήθως «καλή» σχέση με ένα «καλό προϊόν» που (συν)παράγει και «κακή» σχέση με ένα «κακό προϊόν». Σχέση και προϊόν ταυτίζονται (αν και πάντα υπάρχουν εξαιρέσεις).

Πόσο δουλεύει ο δάσκαλος σήμερα; Από την πλευρά του τυπικού χρόνου, αν πούμε χονδρικά ότι είναι 5 ώρες στο σχολείο (8.00 με 13.00) και 1 ώρα στο σπίτι (για την προετοιμασία) της επόμενης μέρας, τότε έχουμε περίπου 6 ώρες την ημέρα, περίπου 30 την εβδομάδα. Στην πραγματικότητα όμως οι τυπικές ώρες είναι λιγότερες αφού το σχολείο διακρίνεται για ένα πλήθος αργιών, δραστηριοτήτων που δεν απαιτούν δουλειά στο σπίτι (εκδρομές) κτλ. Διακρίνεται ακόμα για τις 30 μέρες αργίας σε Πάσχα και Χριστούγεννα και δυόμισι μήνες διακοπές το καλοκαίρι. Ο δάσκαλος δηλαδή δουλεύει (από άποψη τυπικού χρόνου) το λιγότερο σε σχέση με όλους τους άλλους μισθωτούς εργαζόμενους. Έχει χρόνο -εκτός σχολείου- και για να ασχοληθεί με άλλες δραστηριότητες, και για να αναστοχαστεί τη ζωή του, την εργασία του, την ύπαρξη του την ίδια. Όσον αφορά το πόσο δουλεύει από πλευρά «έντασης της εργασίας», δίχως κάποιον να τον εποπτεύει άμεσα, η δουλειά του πιέζεται μόνο από την ύλη και τα παιδιά, τη σχέση του με τα παιδιά, τη θέληση των παιδιών να συνεργαστούν για την κατάκτηση μιας συγκεκριμένης διδακτικής ύλης. Αυτό το τελευταίο είναι κομβικό σημείο (και ίσως μόνο όποιος έχει προσπαθήσει να «διδάξει» κάτι μπορεί να το καταλάβει): 1 ώρα διδασκαλίας μπορεί να είναι πολύ επίπονη (συναισθηματικά, διανοητικά) όταν δεν υπάρχει κοινωνική συνεργασία μεταξύ δασκάλου-μαθητών.

Πόσο αμείβεται ο δάσκαλος; Καταρχήν ο δάσκαλος είναι μισθωτός, δηλαδή «χωρίς αποθέματα», χωρίς τα μέσα αναπαραγωγής και συντήρησης του. Πρέπει να ξυπνήσει το πρωί και να πάει να δουλέψει, αλλιώς δεν θα πάρει χρήματα και δεν θα μπορέσει να αναπαράγει τον εαυτό του. Αλλά είναι ένας…«ιδιαίτερος μισθωτός»: όπως κάθε μόνιμος υπάλληλος, δεν φοβάται άμεσα την απόλυση αν δεν κάνει καλά τη δουλειά του, μια συνθήκη κομβική για τη θέση, τη ζωή, την υποκειμενικότητα ενός μισθωτού εργαζομένου. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι μπορεί να μη δουλεύει. Δεν μπορεί να το κάνει γιατί θα έχει πειθαρχικές συνέπειες από τον εργοδότη του (ΕΔΕ, παύση μισθού, μακροπρόθεσμα και απόλυση) και συχνά (όχι πάντα) γιατί ανησυχεί για το «πόρισμα» αυτού που δέχεται το εκπαιδευτικό έργο: του μαθητή και του γονέα. Με αυτόν τον τρόπο ο δάσκαλος (αυτό)πειθαρχεί. Οι αμοιβές του τώρα ξεκινούν (μισθολόγιο 2006) στα 933 ευρώ (καθαρά): τελειώνουν, μετά από 35 χρόνια δουλειάς περίπου στα 1400-1500 (εξαρτάται από την οικογενειακή κατάσταση κ.α.). Τα λεφτά είναι σαφώς «καλά» για πρώτος μισθός, σε σύγκριση πάντα με τις γενικές αμοιβές της μισθωτής εργασίας στη σημερινή συγκυρία (όπου οι περισσότεροι πρώτοι μισθοί είναι πολύ κάτω από 933). Για τις ανάγκες ενός νέου εργαζομένου, 933 ευρώ είναι μια ικανοποιητική αμοιβή, ακόμα και αν έχει πολλά λειτουργικά έξοδα (αγορά παιδαγωγικού υλικού, πολλές και μεγάλες μετακινήσεις κτλ.). Μετά όμως από 15 χρόνια υπηρεσίας, και με 2 παιδιά, ένας δάσκαλος κερδίζει 1200-1250 ευρώ. Εδώ βρίσκεται η «οικονομική στενότητα» που τροφοδότησε την απεργία. Σε συνδυασμό με το βίωμα της χρόνιας λιτότητας που αφορά φυσικά όλους τους μισθωτούς.

Ποια η «δύναμη» των δασκάλων; Οι εργαζόμενοι γενικά έχουν τρία είδη δύναμης:

α) τη δύναμη-στην-παραγωγή, μέσα-στο-χώρο-δουλειάς (workplace power). Μέσα στην παραγωγή, οι εργαζόμενοι λόγω της αντικειμενικής θέσης τους στον καταμερισμό εργασίας μπορεί να έχουν περισσότερη ή λιγότερη δύναμη. Οι εργαζόμενοι π.χ. σε μια εφημερίδα, δεν έχουν την ίδια δύναμη στο χώρο δουλειάς. Αν οι τυπογράφοι σταματήσουν τη δουλειά, η εφημερίδα δεν θα εκδοθεί. Αν την σταματήσουν οι αθλητικογράφοι, η εφημερίδα θα βγει (το πολύ-πολύ να λείπει το αθλητικό ρεπορτάζ). Από την άλλη μεριά, το σταμάτημα στο τυπογραφείο εμποδίζει τη συγκεκριμένη εφημερίδα να κυκλοφορήσει. Αν οι διανομείς των εφημερίδων σταματήσουν τη δουλειά, όλες οι εφημερίδες δεν κυκλοφορούν. Οι δύναμη τους είναι ακόμα μεγαλύτερη.

β) τη δύναμη-στην-αγορά-εργασίας (marketplace power). Οι εργαζόμενοι με σπάνια εξειδίκευση, έχουν μεγαλύτερη δύναμη για να διεκδικήσουν. Το ίδιο οι εργαζόμενοι που δεν αντιμετωπίζουν στον κλάδο τους ανεργία ή αυτοί που μπορούν να βρίσκουν εισόδημα από άλλες μη-μισθωτές εργασίες. Έτσι π.χ. σήμερα στην Ελλάδα, σε μια εταιρεία τηλεπικοινωνίας, άλλη δύναμη-στην-αγορά-εργασίας έχουν οι τεχνικοί δικτύου (σχετικά μη-κορεσμένη εξειδίκευση, χαμηλή ανεργία) και άλλοι οι πωλητές των τηλεπικοινωνιακών προϊόντων στα καταστήματα της εταιρείας.

γ) την οργανωτική-δύναμη (associational power) . Εδώ μιλάμε για τη δύναμη που έχουν οι εργαζόμενοι λόγω των σχέσεων, των συλλογικοτήτων που αναπτύσσουν (επιτροπές, σωματεία, κόμματα κτλ.). Μιλάμε για τη μη-δομική δύναμη των εργατών, σε αντίθεση με τις δυνάμεις που περιγράφτηκαν παραπάνω (α και β) που αποτελούν τη δομική δύναμη του εργάτη (βέβαια δομική και μη-δομική δύναμη αλληλοεπιδρούν).

Πάμε τώρα να εξετάσουμε αυτές τις δυνάμεις σε σχέση με τους δασκάλους. Οι δάσκαλοι έχουν μικρή δύναμη-στην-παραγωγή, καθότι η εκπαιδευτική βιομηχανία δεν περιλαμβάνει έναν πολυσύνθετο τεχνικό καταμερισμό της εργασίας, όπως π.χ. η αυτοκινητοβιομηχανία . Αν σταματήσει ένας δάσκαλος τη δουλειά, δεν σταματούν οι άλλοι. Αν σταματήσει ένα σχολείο τη δουλειά, δεν σταματούν τα άλλα. Αν σταματήσει η Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση δεν σταματά και η Δευτεροβάθμια κ.ο.κ. Αντίθετα, αν οι χειριστές των κλαρκ, που συνδέουν δύο ξεχωριστά τμήματα μιας αυτοκινητοβιομηχανίας, σταματήσουν, τότε «κολλάει» η παραγωγή σε όλο το εργοστάσιο. Και κολλάνε και ένα πλήθος μικρότερων εργοστασίων και εργαστηρίων που προμηθεύουν την αυτοκινητοβιομηχανία. Και μπορεί να κολλήσει και ολόκληρη η «εθνική οικονομία» αν η απεργία συνεχιστεί για καιρό! Χαρακτηριστικές ήταν οι απεργίες στη FIAT της Ιταλίας το ’60. Η μόνη δύναμη-στην-παραγωγή των δασκάλων είναι αυτή που έχει να κάνει με τη θέση τους στον γενικότερο κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας: η απεργία των δασκάλων «αναστατώνει» τους εργαζόμενους-γονείς και τα παιδιά και έχει αντίκτυπο σε σημαντικό μέρος της κοινωνίας (θα σχολιαστεί αυτό παρακάτω για το υλικό κόστος μιας απεργίας των δασκάλων).

Αν και δεν έχουν μεγάλη δύναμη-στην-παραγωγή, μέσα στη δουλειά, έχουν σχετικά καλή δύναμη-στην-αγορά-εργασίας. Καταρχήν, αποτελεί μια πολύ συγκεκριμένη εξειδίκευση το να είσαι δάσκαλος. Σκεφτείτε, όχι μόνο τις σπουδές, αλλά και το πόσο δύσκολο είναι να χρησιμοποιηθεί φθηνή μεταναστευτική εργασία για την εκπαίδευση, όπως έγινε κατά κόρον στις κατασκευές. Επιπλέον, οι δάσκαλοι δεν μπορούν να αντικατασταθούν από μηχανήματα και αυτοματισμούς (προς το παρόν!) και έτσι η επέκταση της βιομηχανίας εκπαίδευσης σημαίνει και την αύξηση του αριθμού των εκπαιδευτικών. Ακόμα, τα σχολεία δεν μπορούν «να πετάξουν» όπως τα εργοστάσια σε άλλες χώρες με φθηνό εργατικό δυναμικό, δημιουργώντας ανεργία στους δασκάλους. Επίσης, η ειδική συνθήκη της μονιμότητας στο δημόσιο τομέα δεν απειλεί τους δασκάλους με ανεργία, όταν προσλαμβάνονται μόνιμα. Και τέλος, με τα ιδιαίτερα μαθήματα και την αναπτυγμένη «παραπαιδεία» στην Ελλάδα, ένας δάσκαλος μπορεί να βρει ένα «extra» εισόδημα από μη-μισθωτή εργασία που μπορεί να τον αποφορτίσει κάπως από την πίεση της αγοράς εργασίας.

Όσον αφορά τη μη-δομική δύναμη των δασκάλων, την οργανωτική-δύναμη, θα τη συζητήσω περισσότερο παρακάτω, με τη ματιά κάποιου που είναι «από μέσα». Σε γενικές γραμμές, βλέποντας τα πράγματα «από έξω», οι δάσκαλοι έχουν καλή οργανωτική-δύναμη αφού: υπάρχει μια δασκαλική κοινότητα, υπάρχουν πρωτοβάθμιοι σύλλογοι και δευτεροβάθμιο συνδικάτο και υπάρχει συνδικαλιστική ελευθερία.

Τέλος, ποιο το υλικό κόστος και οι δυνατότητες «υλικής κυκλοφορίας» ενός αγώνα δασκάλων; Το υλικό κόστος για το κεφάλαιο και το Κράτος είναι σχετικά μικρό και η (υλική-άμεση) κυκλοφορία ενός αγώνα δασκάλων βρίσκει περιορισμούς.

Το υλικό κόστος, παρά τη σημαντική θέση των δασκάλων στο γενικότερο κοινωνικό καταμερισμό εργασίας, είναι μικρό, κυρίως για ιστορικούς λόγους, δηλαδή λόγω της σημερινής νεοφιλελεύθερης συγκυρίας, όπου η κυρίαρχη αστική πολιτική θέλει ούτως ή άλλως να απαξιώσει τη δημόσια εκπαίδευση: το Υπουργείο δεν πονά αν «οι εργαζόμενοι γονείς ταλαιπωρηθούν» ή αν «τα παιδιά δεν μάθουν γράμματα» για ένα, δύο, τρεις μήνες, αν μια φουρνιά μαθητών, μελλοντικών εργατών, θα έχει «μορφωτικά-επαγγελματικά ελλείμματα» και οδηγηθεί αποκλειστικά σε «χαμηλές» θέσεις στον καταμερισμό της εργασίας, καθότι το σχολείο πρέπει να απαξιωθεί (και άλλο) για να κατασκευαστεί (περαιτέρω) η «κοινωνική» επιθυμία (νεοφιλελεύθερης) αλλαγής-μεταρρύθμισης του. Κόστος υπάρχει έτσι κυρίως συμβολικό-πολιτικό, στην εικόνα της κυβέρνησης που «δεν νοιάζεται για παιδιά-γονείς». Πράγματι, η απεργία του 2006 συντέλεσε ιδιαίτερα (μαζί με άλλους -μικρούς και μεγάλους- αγώνες) σε μια «κρίση νομιμοποίησης» των πολιτικών που εφαρμόζονται σε Παιδεία, Οικονομία κτλ.

Όσον αφορά την «υλική κυκλοφορία» του αγώνα πρέπει να πούμε ότι υπάρχουν κάποιοι περιορισμοί της: γενικά, το κλείσιμο των σχολείων προκαλεί συνέπειες κυρίως στην καθημερινότητα των εργαζόμενων-γονέων (με παιδιά μικρής ηλικίας) και όχι σε όλους τους εργαζόμενους (όπως π.χ. το κλείσιμο της ΔΕΗ ή των χωματερών) . Επιπλέον, αν και οι περισσότεροι εργαζόμενοι-γονείς νιώθουν ότι κάτι πρέπει να αλλάξει στον καθημερινό προγραμματισμό τους (π.χ. να πάνε τα παιδιά στη γιαγιά), αυτό το κάτι το έχουν αντιμετωπίσει πολλές φορές (π.χ. κάθε καλοκαίρι, κάθε δεκαπενθήμερο του Πάσχα κτλ.). Βασικότερα, με την απεργία των εκπαιδευτικών, οι εργαζόμενοι δεν νιώθουν ότι κάτι αλλάζει στην ίδια τη δουλειά τους π.χ. το να μην έρχονται οι παραγγελίες στο μαγαζί, εργοστάσιο κτλ. Έτσι οι ίδιοι δεν νιώθουν άμεσα ότι αυτό που συμβαίνει (απεργία δασκάλων) έχει υλική επιρροή στη δική τους εργασία, ότι είναι μια παύση της εργασίας που τους επηρεάζει άμεσα (και που ίσως θα μπορούσαν να κάνουν και αυτοί). Για να το καταλάβουμε αυτό το τελευταίο, σκεφτείτε την απεργία των λιμενεργατών: η παύση της εργασίας τους είναι και παύση ή μείωση της εργασίας πολλών άλλων εργαζομένων (οδηγών, μεταφορέων, αποθηκάριων, πωλητών κτλ). Είναι άμεσο υλικό αποτέλεσμα να σταματάς ή να μειώνεις την εργασία σου, που σε οδηγεί να σκεφτείς γιατί την σταμάτησες/μείωσες, ποιος το προκάλεσε (λιμενεργάτες), τι κάνει αυτός που το προκάλεσε (απεργία) και γιατί το κάνει (εναντίωση στην ιδιωτικοποίηση, ζητάει προσλήψεις, αυξήσεις κτλ). Όλα τα παραπάνω οι δάσκαλοι πρέπει να τα κάνουν «εξωτερικά», μέσω προπαγάνδας και βασικά άμεσων δράσεων (π.χ. διαδηλώσεις που κλείνουν το δρόμο και αναγκάζουν πολλούς εργαζόμενους να σκεφτούν ποιοι το κάνουν, γιατί κτλ.). Αυτή την αδυναμία άμεσης, υλικής κυκλοφορίας/αίσθησης του αγώνα το γνωρίζει η εξουσία. «Άστους να απεργούν, οι άλλοι δουλεύουν…». Σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να το κάνει αυτό αν απεργούσαν π.χ. οι λιμενεργάτες για 6 εβδομάδες. Διότι επηρεάζουν και πολλούς άλλους που δουλεύουν και η οποιαδήποτε λύση (επιστράτευση, συμβιβασμός ή υποχώρηση) θα έρχονταν πολύ γρήγορα.

Ένας άλλος ιστορικός περιορισμός στην κυκλοφορία του αγώνα των δασκάλων είναι το δημόσιο «προνοιακό» καθεστώς στο οποίο υπόκεινται και το οποίο σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί στις μέρες μας κοινός εργασιακός τόπος με τη συντριπτική πλειοψηφία των μισθωτών εργαζομένων. Σκεφτείτε πολύ απλά ότι το 65-70% των μισθωτών εργάζεται στο καθεστώς «εργοδοτικού δεσποτισμού» του ιδιωτικού τομέα: σε καθεστώς δηλαδή όπου, μετά από 15 χρόνια σφοδρής νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης , η εργοδοτική εξουσία έχει το απόλυτο διευθυντικό δικαίωμα σε κάθε πτυχή της εργασίας και καταφέρνει να επιβάλλει την απαγόρευση της συνδικαλιστικής ελευθερίας (αφού κάθε συνεύρεση και διεκδίκηση ισοδυναμεί με απόλυση), όπου ο φόβος της απόλυσης/ανεργίας/απαξίωσης είναι άμεσος και αληθινός, όπου ανθεί η υπερ-εργασία και οι εντατικοποιημένοι ρυθμοί παραγωγής, όπου οι μισθοί κυμαίνονται πολύ πιο χαμηλά σε σχέση με το δημόσιο τομέα (πραγματική υλική διαφοροποίηση), όπου το εργατικό κίνημα είναι σε κατάσταση αποσύνθεσης, έλλειψης αυτό-πεποίθησης κ.α. Για να το πω ωμά, ακόμα και αν ένας εργασιακός χώρος του ιδιωτικού τομέα βρει «κοινούς τόπους» σε έναν αγώνα των εκπαιδευτικών π.χ. σπάσιμο της λιτότητας, έτσι όπως έχει σήμερα η κατάσταση, θα είναι δύσκολο να βαδίσει μαζί με τους εκπαιδευτικούς σε κοινό αγώνα (χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν πρέπει να το επιδιώκουμε).

Τέλος, πρέπει να δούμε και ένα θετικό στοιχείο που απορρέει από τους περιορισμούς των δασκάλων για άμεση-«υλική κυκλοφορία» του αγώνα τους: εάν πάνε σε αγώνα διαρκείας, τότε είναι πιθανό «να αναγκαστούν» να βγουν από τη συντεχνιακή/επαγγελματική ταυτότητα και να αποκτήσει ο αγώνας τους κοινωνικότητα και καθολικότητα. Αυτό έγινε σε ένα βαθμό στην απεργία του 2006, κυρίως από τις απεργιακές επιτροπές. Ο συνδυασμός ήταν:

ΑΦΟΥ: υλικό κόστος μικρό για την Κυβέρνηση στη συγκυρία + υλική κυκλοφορία περιορισμένη (σε γονείς δημοτικού)

ΤΟΤΕ: ντου στους δρόμους, στις πλατείες, στις γειτονιές, στα σωματεία, σε όλους τους γονείς κτλ., να μιλήσουμε σε όλους και για όλους και όχι μόνο για την πάρτη μας..

Συμβαίνει συχνά: εργάτες με μεγάλη δομική δύναμη να επαναπαύονται σε αυτή και να μην κοινωνικοποιούν και «καθολικοποιούν για όλη την εργατική τάξη» τον αγώνα τους – ο οποίος παίρνει τελικά συντεχνιακή μορφή (πρόσφατα παραδείγματα σε ΔΕΗ, ΟΤΑ, λιμενεργάτες, τελωνειακούς κ.α.), ενώ εργάτες με μικρότερη δομική δύναμη να γίνονται τελικά…«διεθνιστές»…δηλαδή να προσπαθούν να κοινωνικοποιήσουν τον αγώνα τους στους άλλους κλάδους, στα άλλα κομμάτια της εργατικής τάξης, μιλώντας αναγκαστικά και για αυτά. Βέβαια, το ζήτημα του συντεχνιασμού και της κοινωνικότητας στους δασκάλους συζητιέται, με βάση την απεργία, εκτενώς παρακάτω. Να προσθέσω μόνο ότι οι δεξιότητες που επιστρατεύονται και αναπτύσσονται στη δουλειά του δασκάλου (κοινωνικότητα, ενσυναίσθηση, γλωσσική ευχέρεια κ.α.) βοηθάνε κομβικά στην κοινωνικοποίηση του αγώνα τους.

Συνοψίζοντας:

Ο δάσκαλος «οφείλει» να λειτουργεί ως φορέας αναπαραγωγής της αστικής εκπαίδευσης-εξουσίας. Τη μπλοκάρει όμως όταν την αρνείται (ατομικά, μέσα στην εκπαιδευτική διαδικασία, και συλλογικά, με απεργία, στάση εργασίας κτλ.). Η συλλογική του ταυτότητα -«δάσκαλος»- αναδύεται πολύ εύκολα καθότι δουλεύει σε χωρική εγγύτητα με άλλους ανταλλάξιμους-συναδέλφους που είναι «όμοιοι» μορφωτικά-πολιτισμικά (πανεπιστήμιο-ημεδαποί). Η ειδίκευση του -ο πολύ συγκεκριμένος ρόλος του στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας- τον οδηγεί περισσότερο σε μια επαγγελματική/συντεχνιακή συλλογικοποίηση και ταυτότητα. Η σχέση με τη δουλειά του είναι αμφίσημη, τα συναισθήματα ανάμικτα. Ο δάσκαλος νιώθει ειδικός και έτσι έχει συχνά θετική σχέση με τη δουλειά του, αλλά η ολοένα μεγαλύτερη εντατικοποίηση και τυποποίηση της εκπαίδευσης σε συνδυασμό με τις δυσκολίες διαχείρισης κοινωνικών σχέσεων (με τα παιδιά, τους γονείς, τους συναδέλφους) στα πλαίσια ενός τεχνητού, «καθορισμένου-από-έξω», δηλαδή αλλοτριωτικού περιβάλλοντος, όπως το σχολείο, του δημιουργεί αρνητικά συναισθήματα. Ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι όλες οι κοινωνικές αντιφάσεις διαπερνούν το σχολείο (φτώχεια-πλούτος, μετανάστες/ρατσισμός, προσδοκίες για καριέρα κτλ.) και ότι το σχολείο αποκτά ρόλους που είχαν κάποτε άλλοι (σκεφτείτε τη σίτιση ή τα μαθήματα πληροφορικής στο ολοήμερο σχολείο).

Σήμερα ο δάσκαλος αμείβεται «καλά» για αρχή, «στενεύεται» όμως αργότερα (εν συγκρίσει με τις γενικές αμοιβές της μισθωτής εργασίας στη συγκυρία). Όπως όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι έχει πολύ διαφορετικό «προνοιακό» εργασιακό καθεστώς σε σχέση με τη πλειοψηφία των μισθωτών εργαζομένων. Έχει αμβλυμμένους ρυθμούς παραγωγής και πολύ ελεύθερο χρόνο και μόρφωση να αναστοχαστεί. Δεν ανησυχεί για την απόλυση, μπορεί να συνδικαλιστεί ελεύθερα και να προβεί σε αγώνες. Αγώνες που έχουν όμως σχετικά μικρό υλικό κόστος στη σημερινή συγκυρία (ειδικά όταν δεν έχουν διάρκεια) και περιορισμούς στην άμεση αίσθηση/κυκλοφορία τους. Αγώνες που το κύριο βάρος τους είναι το συμβολικό φορτίο που φέρνουν, ειδικά αν χρησιμοποιηθεί το θετικό κοινωνικό status των δασκάλων, το ότι είναι «χρήσιμοι για την κοινωνία».

Τέλος, οι δάσκαλοι μπορούν να θέσουν ζητήματα που αφορούν όλους τους μισθωτούς εργαζομένους, όπως ο άμεσος και ο κοινωνικός μισθός. Αν αγωνιστούν με «διάρκεια», ο αγώνας τους έχει τη δυνατότητα να «σπάσει» την ισχυρή, κλαδική-επαγγελματική ταυτότητα (αγώνας με το ανάλογο περιεχόμενο βέβαια). Όσον αφορά την κριτική της ίδιας της αστικής εκπαίδευσης (ιδεολογικός, κατανεμητικός ρόλος κτλ.), και να λάβει χώρα αυτή η κριτική από ριζοσπάστες δασκάλους, είναι δύσκολο να κοινωνικοποιηθεί, να αγκαλιαστεί από την εργατική τάξη όταν δεν είναι και αυτή σε αγώνα. Δύσκολα μπορούν να καταλάβουν π.χ. οι εργαζόμενοι-γονείς, γιατί οι παρελάσεις πρέπει να καταργηθούν. Ο αγώνας είναι καταλύτης για να ανοίξουν τέτοια ζητήματα μέσα και έξω από τον κλάδο, αγώνας και από τους δασκάλους αλλά και από τους άλλους εργαζομένους. Είναι χαρακτηριστικό ότι η παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου 2006 αμφισβητήθηκε έντονα από υποκείμενα που συμμετείχαν στον αγώνα. Μέχρι και μικρή αντι-παρέλαση/πορεία δασκάλων έγινε στη Θεσσαλονίκη που διέκοψε την εθνική παρέλαση και χειροκροτήθηκε από κάποιον κόσμο (άλλοι όμως μας γιουχάρισαν).

Β. Ο κλάδος της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης πριν τον Ιούνιο του 2006

Ο συνδικαλισμός εντός του, η σύνθεση και κατάσταση των δασκάλων

Μετά τη μεγάλη απεργία δεκατριών ημερών του ’97, ο κλάδος των δασκάλων έπεφτε σταδιακά σε απονεύρωση. Πολύ συνοπτικά, εκείνη η απεργία ξεκίνησε με αφορμή των αγώνα των καθηγητών (που βρίσκονταν στην τρίτη εβδομάδα απεργίας τους) και η αρχή έγινε πραγματικά από τη βάση, όπου υπήρξαν μαζικές γενικές συνελεύσεις. Η βάση πίεσε να κινηθεί το συνδικάτο αγωνιστικά και τελικά αυτό κινήθηκε μέσα στα πλαίσια της απεργίας των καθηγητών (αιτήματα για ενιαίο μισθολόγιο κ.α.). Το κλείσιμο της τότε απεργίας από τη ΔΟΕ -με πρωταγωνιστή το σημερινό πρόεδρο της ΔΟΕ και την παράταξη του- θεωρήθηκε από πολλούς ως ξεπούλημα και μάλιστα έγινε…επεισοδιακά (απεργοί μπήκαν στα γραφεία της ΔΟΕ και έπεσε ξύλο). Αν και κάποια αιτήματα εκείνης της απεργίας ικανοποιήθηκαν, πολλοί εκπαιδευτικοί αποθαρρυνθήκαν από την εξέλιξη εκείνου του αγώνα και αργά ή γρήγορα έπεσαν ξανά στην «αγκαλιά της κοινωνικής αδράνειας». Στην αγωνιστική καθήλωση συνέβαλε τα μέγιστα και η πλειοψηφική συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΔΟΕ, η οποία είδε το πόσο εύκολα μπορεί να χάσει τον έλεγχο ενός αγώνα. Πραγματικά, τα επόμενα χρόνια η μόνη αγωνιστική «συνεισφορά» της ΔΟΕ θα είναι σε επίπεδο διακηρύξεων και συμβολικών 24ωρων ή 48ωρων. Ακόμα και στα «εξεταστικά» του ’98, η ΔΟΕ περισσότερο θα παρακολουθεί τις εξελίξεις παρά θα τις ελέγχει (είναι χαρακτηριστικό ότι τις αποφάσεις για καταλήψεις στα εξεταστικά κέντρα του διαγωνισμού ΑΣΕΠ τις σχεδίασαν και υλοποίησαν αυτόνομα ομάδες εκπαιδευτικών).

Στο επίπεδο της αντιπροσώπευσης, η όλη δυναμική της απεργίας του ’97 και του αγώνα το ’98 ενίσχυσε κυρίως το ρεύμα των Παρεμβάσεων, της ανεξάρτητης συνδικαλιστικής Αριστεράς. Αυτό είχε φυσικά να κάνει με την οργανική σχέση των μελών των Παρεμβάσεων στους αγώνες και το ολοφάνερο ξεπούλημα της ηγεσίας (ΠΑΣΚ). Ήταν η πρώτη φορά θα λέγαμε που -ο πλέον προσκολλημένος στη σοσιαλδημοκρατία του ΠΑΣΟΚ: ο δάσκαλος- άρχιζε να βλέπει τα πράγματα και αλλιώς. Έτσι τις αμέσως επόμενες χρονιές οι εκλογικές δυνάμεις των Παρεμβάσεων θα ενισχυθούν, ενώ θα νομιμοποιηθούν ακόμα περισσότερο στη συνείδηση των προοδευτικών, «ζωντανών» εκπαιδευτικών ως αυτοί που «πραγματικά ενδιαφέρθηκαν και ενδιαφέρονται για τον κλάδο, για το σχολείο». Παράλληλα όμως, και ενώ μέχρι το ’97 οι Παρεμβάσεις κινούνταν περισσότερο στο επίπεδο των πρωτοβάθμιων συλλόγων, θα δείξουν από εκεί και έπειτα ένα όλο και μεγαλύτερο ενδιαφέρον για να αναγνωριστούν ως διακριτό μέρος της Ομοσπονδίας . Αυτό το ενδιαφέρον είχε ήδη ξεκινήσει πριν το ’97 αλλά τα χρόνια μετά την απεργία θα κορυφωθεί: όλο και μεγαλύτερη έμφαση στις εκλογές παντός τύπου, όλο και μεγαλύτερο ενδιαφέρον για παρέμβαση στο Συνέδριο της ΔΟΕ στο τέλος της χρονιάς (με αντι-εισηγήσεις κτλ.), όλο και περισσότερη καταγγελιολογία των άλλων παρατάξεων, όλο και περισσότερο ο πολιτικός λόγος να επικεντρώνεται στην κεντρική πολιτική σκηνή και στο τι κάνει (ή δεν κάνει) το μεγάλο συνδικάτο, η ΑΔΕΔΥ, η Κυβέρνηση, η ΕΕ, όλο μεγαλύτερη θεσμολαγνεία των παντός τύπου Δ.Σ. Και συνάμα: όλο και πιο τηλεγραφική αναφορά στα συγκεκριμένα ζητήματα του κλάδου, όλο και λιγότερη εις βάθος έρευνα για το τι γίνεται στη βάση, για το ποια είναι τα πραγματικά προβλήματα και δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο εκπαιδευτικός μέσα στην εργασιακή διαδικασία και στον εργασιακό του χώρο, για το πώς διαιρούνται μεταξύ τους οι εκπαιδευτικοί, για το πως μπορείς να επεμβαίνεις στις διαδικασίες της «υποκειμενοποίησης» των εκπαιδευτικών (π.χ. πως ανοίγεις μικρές εστίες ανταγωνισμού που επηρεάζουν τη συνείδηση), στο γιατί η κουβέντα έχει χαθεί από τα γραφεία διδασκόντων, στο γιατί οι Γενικές Συνελεύσεις απονευρώνονται και μεγάλο μέρος της βάσης είναι σε «αποσύνθεση», στο ποιος είναι ο ρόλος τελικά των Δ.Σ. και του ίδιου του Συνδικάτου σε σχέση με τη βάση κ.α. Απόρροια αυτού του προσανατολισμού των Παρεμβάσεων δεν ήταν παρά η πολιτική ηγεμονία τους στη ΔΟΕ σε αυτή την απεργία . Πριν προχωρήσω παρακάτω, και με αφορμή την κριτική στις Παρεμβάσεις που ξεκίνησα, πρέπει να κάνω εδώ μια παρένθεση για τον συνδικαλισμό γενικά και το συνδικαλισμό εντός του κλάδου.

Συνδικαλισμός

Καταρχήν, «ο συνδικαλισμός δεν έχει να κάνει με συγκεκριμένες οργανώσεις και δομές, είναι πάνω απ’ όλα τρόπος δράσης της εργατικής τάξης σαν τάξη καθ’ ευατή, δηλ. σαν τάξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής» (Τα Παιδιά της Γαλαρίας, τεύχος 6 –η υπογράμμιση δική μου). Επιπλέον, πρέπει να θυμόμαστε ότι «όλα αυτά που δένουν τους εργάτες με τα συνδικάτα (αυτούς τους οργανισμούς, που αυτοί οι ίδιοι έφτιαξαν, για τους οποίους έκαναν τόσες θυσίες, έδωσαν τόσους αγώνες και δείξαν τόσο ενθουσιασμό), εν ολίγης, όλα αυτά που τους κάνουν να τα έχουν μέσα στην καρδιά τους, είναι αυτά ακριβώς που τους κάνουν υπάκουους απέναντι στην θέληση των αφεντικών τους» (Α.Πανεκούκ, Εργατικά Συμβούλια, εκδ. Ελεύθερος Τύπος, από Τα Παιδιά της Γαλαρίας, τεύχος 6, η υπογράμμιση δική μου). Τα δύο παραπάνω αποσπάσματα μας θυμίζουν ότι –όσο χρήσιμα και αν είναι τα σωματεία ως μορφή οργάνωσης- μας οργανώνουν ως μέρος της καπιταλιστικής σχέσης, ως «τάξη καθ’ εαυτή», ως (υποτελείς) εργάτες. Για να αρνηθούμε και να επιτεθούμε τη θέση μας –το ότι είμαστε εκμεταλλευόμενοι και αλλοτριωμένοι εργαζόμενοι- για να γίνουμε δηλαδή «τάξη για-τον-εαυτό-της» που θα αμφισβητήσει την ίδια την καπιταλιστική σχέση, πρέπει συχνά να ξεπερνάμε το περιεχόμενο και την οργανωτική δομή των συνδικάτων π.χ. να ενωθούμε και με άλλους εκτός του εργασιακού μας χώρου/επαγγέλματος για να μην παζαρέψουμε απλώς τη «δική μας» τιμή/μισθό που θα πουλήσουμε την εργατική μας δύναμη κτλ. Παρολαυτά, μέχρι να φτάσει σε ένα τέτοιο επίπεδο ένας αγώνας, σε ένα επίπεδο που θα αμφισβητήσει την ίδια την καπιταλιστική σχέση (και έτσι και την οργάνωση-συνδικάτο που «επιβεβαιώνει» θα λέγαμε αυτή τη σχέση), μέχρι εκείνη τη στιγμή, ο συνηθέστερος τρόπος οργάνωσης μας είναι το συνδικάτο, ο σύλλογος εργαζομένων, το σωματείο. Είναι η πρωτόλεια μορφή οργάνωσης της «τάξης καθ’ εαυτής», μια συλλογική (και όχι ατομική) προσπάθεια για να αντισταθούμε στους καταναγκασμούς μέσα στη δουλειά. Τα συνδικάτα μπορούν να λειτουργήσουν ως εργαλεία αγώνα, μπορούν να προσπαθούν να ξεπερνούν τα δομικά προβλήματα/αγκυλώσεις που έχουν ως μορφή οργάνωσης και να γίνονται ζωντανή και ευέλικτη συλλογικότητα που κάνει αγώνα. Μερικά από τα προβλήματα τους είναι: α) η -από τον αστικό νόμο- ύπαρξη Διοικητικού Συμβουλίου = αντιπροσώπων της βάσης (διαίρεση «συνδικαλιστής-βάση»). Η ίδια η ύπαρξη Δ.Σ. αναπτύσσει την τάση διαμεσολάβησης των εργαζομένων από τους (νυν ή υποψήφιους) αντιπροσώπους τους και την τάση ανάθεσης στο (εκάστοτε) Δ.Σ. όλων των δραστηριοτήτων της συλλογικότητας/σωματείου β) η ύπαρξη παρατάξεων = τάση «κοινοβουλευτικοποίησης» + «κομματικοποίησης» του σωματείου και ανάπτυξης διαιρέσεων μεταξύ των εργαζομένων στη βάση της διαφορετικής παράταξης και όχι του ρόλου που διαλέγει να επιτελεί ο καθένας (π.χ. απεργός-απεργοσπάστης) γ) άλλες θεσμικές-νομικές αγκυλώσεις λόγω του αστικού δικαίου π.χ. οι ανασφάλιστοι, από τη στιγμή που είναι «αόρατοι», δεν μπορεί να γίνουν «επίσημα» μέλη του σωματείου κ.α. Αυτά τα προβλήματα/αγκυλώσεις των σωματείων μπορούν να αντιμετωπιστούν ικανοποιητικά, όταν φυσικά συνειδητοποιούνται από τους εργαζόμενους που συμμετέχουν και αγωνίζονται σε ένα σωματείο. Ένα τέτοιο σωματείο είναι και ο Σύλλογος Υπαλλήλων Βιβλίου-Χάρτου Αττικής, το οποίο λέει για το Διοικητικό Συμβούλιο και τις παρατάξεις τα εξής…

(Από το κείμενο «Η δική μας αντίληψη για το συνδικαλισμό» που δημοσιεύτηκε στο http://athens.indymedia.org στις 23/1/2007).

«Υπάρχει ένας άλλος δρόμος…. υπάρχει ένας άλλος τρόπος…..

Η πορεία του Συλλόγου έχει αφήσει μια πλούσια εμπειρία για το πώς πρέπει να παλέψουμε και πώς να οργανωθούμε. Ο χρόνος και οι εμπειρίες μας έχουν κάνει «σοφότερους».

Σε αυτό το σωματείο δεν υπήρξαν και δε θα υπάρξουν:

– εκπρόσωποι που να διαχειρίζονται τις τύχες των συναδέλφων.

Σε άλλα σωματεία ανώτερο όργανο είναι το Διοικητικό Συμβούλιο. Αυτό αποφασίζει για τα κρίσιμα ζητήματα, μέσα από αυτό περνά η λειτουργία του σωματείου. Οι Γενικές Συνελεύσεις υπάρχουν για να υιοθετούν ή να απορρίπτουν τις προτάσεις του Δ.Σ., να επικυρώνουν ή να καταψηφίζουν τα πεπραγμένα του. Αποτέλεσμα είναι, η πιο μεγάλη στιγμή του σωματείου να είναι οι εκλογές όπου θα εκλεγεί το Δ.Σ.

Δεν χρειαζόμαστε «διοικητές» στα εργατικά σωματεία. Διοικητές υπάρχουν στο στρατό. Έχουμε στους χώρους εργασίας αυτούς που μας διοικούν και μας διατάζουν (εργοδότες, διευθυντές, προϊστάμενοι). Στα σωματεία πρέπει να έχουμε συναδελφικότητα και αυτοοργάνωση. Σε εμάς το Διοικητικό Συμβούλιο έχει έναν τυπικό χαρακτήρα. Υπάρχει, γιατί νομικά δεν μπορεί να υπάρξει συνδικαλιστικός φορέας χωρίς Δ.Σ., Πρόεδρο, Γεν. Γραμματέα. Στο Σύλλογό μας ανώτερο όργανο είναι η Γενική Συνέλευση. Μέχρι την επόμενη Γενική Συνέλευση ρόλο συντονισμού και διεκπεραίωσης, για την υλοποίηση των αποφάσεων της προηγούμενης, έχει το ανοιχτό μάζεμα των «πρόθυμων συναδέλφων». Όποιος θέλει να βοηθήσει την δράση του Συλλόγου έχει θέση σε αυτό το ανοιχτό μάζεμα. Έχοντας κατακτήσει μια συναντίληψη για τα βασικά ζητήματα, κινούμαστε εξασφαλίζοντας την όσο το δυνατό μεγαλύτερη συμφωνία, ακόμη και την ομοφωνία. Οι διαφορετικές προσεγγίσεις που υπάρχουν συζητιούνται διεξοδικά ώστε να βρίσκεται λύση ενοποίησης όλων. Αν χρειαστεί, οι αποφάσεις θα παρθούν με ψηφοφορία στις Γενικές Συνελεύσεις.

Επιδίωξή μας είναι (και το έχουμε πετύχει), ο Σύλλογος να μπορεί να εκπροσωπείται από κάθε συνάδελφο, σε συλλογικές διαπραγματεύσεις, παραστάσεις σε εργοδότες, εργατικές διαφορές στην Επιθεώρηση Εργασίας, συνδικαλιστικές συσκέψεις…Για μας συνδικαλιστής είναι κάθε εργαζόμενος που παλεύει με συνειδητό τρόπο, δεν είναι ο εκλεγμένος σε κάποιο Δ.Σ. Στο Σύλλογο δεν προβάλλουμε πρόσωπα, προβάλλουμε τη συλλογικότητα. Από αυτή τη σκοπιά προωθούμε και την εναλλαγή στα τυπικά αξιώματα που ο νόμος απαιτεί να υπάρχουν. Ως πρόεδρος, αντιπρόεδρος, γεν. γραμματέας μπορεί να οριστούν με εναλλαγή αρκετοί συνάδελφοι.»….

– μικρο-παραταξιακοί τσακωμοί και αλληλο-υπονομεύσειςυπονομεύσεις.

… «Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, ως σωματείο νοείται το άθροισμα των παρατάξεων που υπάρχουν σε αυτό. Οι παρατάξεις λύνουν και δένουν στη ζωή του σωματείου. Στις Γ.Σ., στο Δ.Σ., στις διαπραγματεύσεις, στην εκπροσώπηση προς τα έξω, στα πάντα, οι παρατάξεις τα βρίσκουν ή τσακώνονται, μοιράζονται ή μονοπωλούν, χάνουν ή κερδίζουν πόντους στο παιχνίδι διαχείρισης των υποθέσεων του σωματείου. Τα μέλη του σωματείου υπάρχουν για να ακολουθούν, να στηρίζουν, να ψηφίζουν, να διαμεσολαβούνται από κάποια παράταξη.

Στην ιστορία του συνδικαλιστικού κινήματος, οι παρατάξεις δεν διαμορφώθηκαν ως πολιτικές και συνδικαλιστικές τάσεις – ρεύματα, όπου πολλά θα μπορούσαν να προσφέρουν στο κίνημα, αλλά αποτέλεσαν και στη συντριπτική τους πλειοψηφία αποτελούν μηχανισμούς χειραγώγησης και ελέγχου της συνείδησης των εργαζομένων. Αποτέλεσαν και αποτελούν μηχανισμούς μεταφοράς επιδιώξεων ξένων προς τα εργατικά συμφέροντα (κομματικές επιλογές). Έτσι διασπούν αντί να ενώνουν τους εργαζόμενους. Δεν υπάρχει πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα από τον εναλλασσόμενο ρόλο «απεργού» και «απεργοσπάστη» που έχουν επιλέξει για τον εαυτό τους η ΔΑΚΕ και η ΠΑΣΚΕ, ανάλογα με το αν είναι στην κυβέρνηση η Ν.Δ. ή το ΠΑΣΟΚ.»

Γιατί όμως όλη αυτή η παρένθεση για το συνδικαλισμό; Προβάλλω τις παραπάνω απόψεις ακριβώς γιατί νομίζω ότι τα πιο πολλά σχήματα των Παρεμβάσεων σε τοπικούς συλλόγους λειτουργούν περισσότερο ως παρατάξεις με τον παραδοσιακό, γραφειοκρατικό τρόπο που περιγράφεται στο απόσπασμα του Συλλόγου Βιβλίου-Χάρτου παραπάνω, παρά σαν σχήματα-πρωτοβουλίες-επιτροπές ανθρώπων που έχουν σκοπό τη σύγκρουση και την αλλαγή στην ίδια τη λειτουργία των Συλλόγων (όπως πάλι περιγράφεται παραπάνω το πώς μπορεί να λειτουργεί ένα σωματείο διαφορετικά: άμεση εμπλοκή της βάσης, του «ζωντανού» κομματιού των εργαζομένων ακόμα και αν είναι μειοψηφικό, σταμάτημα της ανάθεσης στους επαγγελματίες-συνδικαλιστές, ριζοσπαστικές δράσεις κτλ.). Με άλλα λόγια, μέχρι σήμερα στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, δεν έχει υπάρξει πραγματικό ενδιαφέρον να μεταμορφωθεί ο τρόπος συνδικαλιστικής συμμετοχής και δράσης. Επικρατεί ο κλασσικός τρόπος = «φτιάχνω ένα σχήμα – συμμετέχω στις εκλογές – μαζεύω ψήφους- -παρεμβαίνω στο Δ.Σ. και μπαίνω στο παιχνίδι καταγγελιολογίας των άλλων παρατάξεων – παρεμβαίνω με αντιπροσώπους στην Ομοσπονδία». Και αυτός ο τρόπος συνδικαλισμού κυριαρχεί όχι τυχαία, αλλά για συγκεκριμένους ιστορικούς λόγους:

α) είναι μια εδραιωμένη κουλτούρα συνδικαλιστικής δράσης που αναπαράγεται όχι μόνο από τη Δεξιά αλλά και από την Αριστερά.

β) έχει να κάνει με το νομικό κανονισμό λειτουργίας των Συλλόγων δασκάλων. Οι τοπικοί σύλλογοι είναι «ευνουχισμένοι», με την έννοια ότι δεν μπορούν να κηρύξουν απεργία παρά μόνο στάσεις εργασίας. Μόνο η ΔΟΕ μπορεί «από πάνω» να κηρύξει απεργία, και έτσι το ενδιαφέρον εστιάζεται σε αυτή, στο επίπεδο δηλαδή των αντιπροσώπων.

γ) ιστορικά, η πλειοψηφία των δασκάλων περισσότερο συναινεί/αδρανεί και στηρίζει (έστω και παθητικά-εκλογικά) τις ΔΑΚΕ-ΠΑΣΚ. Έτσι, είναι λίγος ο «ζωντανός» κόσμος που θα πάρει πρωτοβουλίες για να αλλάξει τον τρόπο που γίνονται, κατά συνήθεια ή και επιλογή, τα πράγματα και για να αναπτυχθεί ένας -ας τον πούμε- «συνδικαλισμός βάσης», ένας «συνδικαλισμός χωρίς συνδικαλιστές».

Η έμφαση δίνεται λοιπόν περισσότερο στην αναπαραγωγή των «ριζοσπαστικών σχημάτων» μέσα στα Δ.Σ. και όχι στη δημιουργία ζωντανών επιτροπών, σχημάτων, πρωτοβουλιών, ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΤΗΤΩΝ ΑΓΩΝΑ μέσα στο Σύλλογο, στην άμεση εμπλοκή -έστω και ενός μειοψηφικού κομματιού- της βάσης σε διαδικασίες αγώνα. Για να το πω αλλιώς -και να το κριτικάρω- η κλασσική ερώτηση ενός Παρεμβασία (όπως και κάθε άλλου συνδικαλιστή) μόλις βρει έναν δάσκαλο στο Σύλλογο που «ενδιαφέρεται», είναι: «θέλεις να κατέβεις στο ψηφοδέλτιο»; Και όχι, «θέλεις να κάνουμε κάτι μαζί, να πάρουμε μια πρωτοβουλία, να ανοίξουμε ένα ζήτημα που καίει». Δυστυχώς, αυτή η κουλτούρα της συμμετοχής «με το ψηφοδέλτιο» ενισχύεται και από τον κόσμο αφού είναι μαθημένη και εύκολη δράση: «ε ας μπω στο ψηφοδέλτιο να πάρουμε μερικούς ψήφους, δεν είναι τίποτα». Η άμεση συμμετοχή χωλαίνει. Και αυτό έπαιξε πολύ-πολύ σημαντικό ρόλο στην απεργία των 6 εβδομάδων, όπου ο περισσότερος κόσμος που απεργούσε, αδυνατούσε να αυτό-οργανωθεί, να φτιάξει ή να πάει σε μια απεργιακή επιτροπή, να πάρει μια πρωτοβουλία Είχε μάθει στον κλασσικό τρόπο δράσης, στη ανάθεση, στο «να τρέχουν τα Δ.Σ., οι συνδικαλιστές». Άλλωστε…«αυτοί είναι ο Σύλλογος» (Δ.Σ. και Σύλλογος ταυτίζονται ενώ Σύλλογος είναι στην ουσία το σύνολο των εργαζομένων).

Σύνθεση και κατάσταση του κλάδου – βαθύτερα κίνητρα για την απεργία

Ας γυρίσουμε όμως τώρα στην κατάσταση του κλάδου και ας δούμε μερικές αλλαγές στην εσωτερική του σύνθεση. Η 9ετία 1997-2006 θα σημάνει αρκετές αλλαγές. Η σπουδαιότερη είναι ίσως η μεγάλη στελέχωση της εκπαίδευσης με νέο κόσμο . Είτε μέσω του ΑΣΕΠ είτε μέσω της όλο και πιο επεκτεινόμενης μορφής της ωρομισθίας/αναπλήρωσης, τα σχολεία θα γεμίσουν από νέους ανθρώπους. Ανθρώπους που έχουν τελειώσει τα Παιδαγωγικά Τμήματα 4ετούς φοίτησης, που έχουν κάνει μεταπτυχιακά, ανθρώπους που έχουν μια πιο αναπτυγμένη παιδαγωγική εξειδίκευση και συνάμα μεγαλύτερες προσδοκίες για το εκπαιδευτικό έργο (που αυτοί θα μπορούν να προσφέρουν και που το Κράτος θα πρέπει να στηρίξει). Άνθρωποι που έχουν γνωρίσει διάφορες (αστικές αλλά και ριζοσπαστικές ) παιδαγωγικές μεθόδους στο Πανεπιστήμιο, που έχουν «φανταστεί» ένα άλλο σχολείο, και που εν τέλει συναντούν σε μεγάλο βαθμό τον παλιό τους δάσκαλο, δηλαδή τη φιγούρα του ανθρώπου που τους δίδασκε όταν αυτοί ήταν παιδιά, με τα ίδια βιβλία, με την ίδια «αναχρονιστική» λογική και πράξη, στις ίδιες (φτωχές) αίθουσες, στην ίδια εν τέλει μιζέρια του Δημοτικού σχολείου. Μέρος αυτού του κομματιού λοιπόν, και εργασιακά ταλαιπωρήθηκε πολύ περισσότερο μέσα στην εκπαίδευση (με το να δουλεύει ωρομισθίες της πείνας ή/και να περνάει πολλά χρόνια στη θέση του «προσωρινού αναπληρωτή» που «τριγυρίζει» την Ελλάδα) και είδε τις πνευματικές, επαγγελματικές (ίσως και «καριερίστικες») προσδοκίες του να συναντούν τη ματαίωση, το σχολείο σχεδόν «όπως το είχε αφήσει», υποβαθμισμένο. Μέσα από αυτό το πρίσμα, ένα κομμάτι εκπαιδευτικών (ηλικίας 25-40) είχε λόγους να στηρίξει την πρόσφατη απεργία.

Μια άλλη αλλαγή μέσα στον κλάδο ήταν το ότι μπήκε όλο και περισσότερο στο «στόχαστρο» της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης. Πραγματικά, η ιδεολογική τρομοκράτηση των εκπαιδευτικών για την επερχόμενη «αλλαγή του σχολείου» πήρε σημαντικές διαστάσεις μετά το ’97 και κυρίως τα τελευταία χρόνια. Αυτή η προοπτική, το ότι δηλαδή «το σχολείο θα αλλάξει», μεταφράζεται με πολλούς τρόπους από τους εκπαιδευτικούς π.χ. ότι θα επικρατήσει η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού, το ότι θα γίνει αλλαγή των εργασιακών σχέσεων (θα αρθεί η μονιμότητα), το ότι θα υπάρξει εντατικοποίηση του εκπαιδευτικού έργου κ.α. Φυσικά υπάρχουν και εκπαιδευτικοί που βλέπουν τις επικείμενες αλλαγές (σε ένα φτωχό και απαξιωμένο σχολείο) ως κάτι το θεμιτό, ως κάτι που σημαίνει αναβάθμιση (μέσω της αξιολόγησης-αξιοκρατίας) της «θέσης μου ως εκπαιδευτικός», κάτι που σημαίνει χρηματοδότηση-εκσυγχρονισμό του σχολείου κτλ. Καθότι η επικείμενη «αλλαγή» είναι ακόμα πολύ ασαφής οι «μεταφράσεις» ποικίλλουν. Παρολαυτά, αν σκεφτούμε ότι: α) έχει γίνει αρκετή δουλειά από τις αριστερές συνδικαλιστικές δυνάμεις για να κριτικάρουν την επικείμενη αναδιάρθρωση και κυρίως β) οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί νιώθουν μια ανασφάλεια (όπως λογικά συμβαίνει με κάθε εργαζόμενο) για ενδεχόμενες αλλαγές στην εργασία τους (ειδικά αφού παρατηρούν ότι οι αλλαγές των εργασιακών καθεστώτων τα τελευταία 15 χρόνια είναι προς το χειρότερο), τότε καταλαβαίνουμε πως οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί έχουν κάθε λόγο να είναι επιφυλακτικοί απέναντι στις αλλαγές και να δείξουν ένα βαθμό αντίδρασης. Νιώθουν ότι μια διαδικασία «προλεταριοποίησης» έρχεται κατά πάνω τους (χάσιμο μονιμότητας, εντατικοποίηση, σύνδεση του μισθού τους με την αξιολόγηση/απόδοση τους κτλ) . Αυτή η αντίδραση στην ιδεολογική τρομοκράτηση, στην επικείμενη αλλαγή του σχολείου, ήταν σίγουρα ένα (υπόρρητο) κίνητρο συμμετοχής στην απεργία.

Πιο σημαντικό όμως κίνητρο ήταν αυτό, όχι που θα βιώσει, αλλά που ήδη βίωνε ο δάσκαλος: η οικονομική απαξίωση χρόνο με το χρόνο. Αυτή είχε δύο διαστάσεις:

Α) Πραγματική, υλική. Η χρόνια στασιμότητα του μισθού (παράλληλα με τη σημαντική περαιτέρω αύξηση του κόστους ζωής με την είσοδο του ευρώ, με τις κερδοσκοπικές ανατιμήσεις των τιμών, με τη μεγαλύτερη εμπορευματοποίηση κάθε είδους υπηρεσίας κτλ.) έχει μειώσει σημαντικά τις οικονομικές απολαβές πολλών δασκάλων (και κάθε εργαζόμενου). Αυτή η μείωση όμως συνδυάζεται έντονα και με την αντικειμενική θέση που έβαλαν οι δάσκαλοι τον εαυτό τους (και πολλοί άλλοι εργαζόμενοι με μέτριες ή και χαμηλές απολαβές): να είναι δηλαδή χρεωμένοι στις τράπεζες . Αν σκεφτούμε ότι ένας δάσκαλος παίρνει τόσα χρήματα ώστε να μπορεί να φαντάζεται: α) ότι δεν θα ζήσει για πάντα στο ενοίκιο αλλά και β) ότι δεν μπορεί να αγοράσει εύκολα και γρήγορα σπίτι, αυτοκίνητο κτλ. και συνάμα, αν αναλογιστούμε ότι γ) η σταθερότητα στην εργασία καθιστά τους δασκάλους ιδανικό target group για δανειοδότηση και δ) τη γενική καταναλωτική κουλτούρα της εποχής μας και την πανίσχυρη λογική της ατομικής ιδιοκτησίας του σπιτιού στην Ελλάδα, ε τότε εύκολα μπορούμε να καταλάβουμε τη χρέωση της πλειοψηφίας των δασκάλων στις τράπεζες. Καθότι το χρέος, αυτή «η θηλιά στο λαιμό» των περισσότερων νεοελλήνων, γίνεται φοβερό άγχος όταν τα λοιπά έξοδα ανεβαίνουν, η οικονομική αναβάθμιση είναι μονόδρομος. Και καθότι κανείς δεν αγάπησε την υπερ-εργασία (και πολλοί ούτε την εργασία), το αίτημα «να ζούμε με αξιοπρέπεια από το μισθό μας και μόνο» άγγιζε πραγματικά το σώμα των δασκάλων, ειδικά αυτών με αυξημένες οικογενειακές υποχρεώσεις.

Β) Φαντασιακή-ιδεολογική. Το ότι η οικονομική απαξίωση είναι φαντασιακή σημαίνει πως πολλοί δάσκαλοι έχουν μια συγκεκριμένη, θετική εικόνα του ρόλου τους στην κοινωνία (είναι «λειτουργοί») και έτσι θεωρούν ότι αξιωματικά πρέπει να έχουν αυξημένες απολαβές σε σχέση με άλλους εργαζομένους (ή τέλος πάντων, καλές απολαβές). Εδώ μιλάμε ξεκάθαρα για αστική ιδεολογία στη βάση του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας. Δυστυχώς, πολλοί και από τους νέους, «πιο εξειδικευμένους», πιο «professionals» εκπαιδευτικούς, έχουν αυτή την άποψη και φυσικά αυτό έχει να κάνει με την (υπερ)ειδίκευση τους: «είμαι δάσκαλος, όχι καθαρίστρια» (αν και ο αγώνας και οι ανάγκες του οδήγησε τους περισσότερους δασκάλους να πουν «1400 σε όλο το λαό»).
Η οικονομική απαξίωση των δασκάλων είναι εύλογα και κοινωνική. Η κοινωνική όμως απαξίωση πηγάζει και από τη στασιμότητα του σχολείου, του χώρου δουλειάς, που αναφέρθηκε παραπάνω. Δεν μιλάω τόσο για τα πρόσωπα και τις νοοτροπίες, αλλά για τις υποδομές. Αν και οι σχολικές υποδομές βελτιώθηκαν κάπως τα τελευταία χρόνια, το σχολείο παραμένει σε γενικές γραμμές ένας φτωχός, γκρίζος εργασιακός χώρος, όπου τα υλικά μέσα παραγωγής (ακόμα και τα βιβλία ή οι κιμωλίες) δεν περισσεύουν. Ο δάσκαλος νιώθει σαν «παραμελημένος τεχνίτης» που το αφεντικό δεν του δίνει εργαλεία να δουλέψει στο εργαστήρι. Νιώθει συχνά υπόλογος, απέναντι κυρίως στους γονείς (αλλά και στους μαθητές) γιατί το εργαστήρι είναι λειψό. Νιώθει ότι τον μειώνουν, ότι το εργαστήρι, το σχολείο, δεν λειτουργεί. Η υποχρηματοδότηση, που είναι πραγματικά έντονη και τη βιώνουν όλοι οι εκπαιδευτικοί, συνεχίστηκε και τα τελευταία χρόνια. Και η αντίθεση απέναντι της οδήγησε πολλούς σε συμμετοχή στην απεργία, και μάλιστα όχι με αντιδραστικό τρόπο, αλλά με ένα σοσιαλδημοκρατικό τρόπο και εν μέρει εργατικό: «το σχολείο πρέπει να χρηματοδοτηθεί και για μας και για τα παιδιά και για τους γονείς, για όλους αξίζει κάτι καλύτερο».

Συνοψίζοντας, ο Ιούνης του 2006 βρήκε ένα δάσκαλο που νιώθει οικονομικά (ο παλιός κυρίως) και εργασιακά-κοινωνικά απαξιωμένος και που -σαν να μην του έφταναν αυτά- τον τρομοκρατούν ιδεολογικά για επερχόμενες «αλλαγές» που διαφαίνονται ότι θα είναι προς το χειρότερο (πραγματική υπαγωγή στο κεφάλαιο). Ο κλάδος έχει ανανεωθεί ως ένα βαθμό σε πρόσωπα, με εργαζομένους που έχουν περάσει ή περνούν από νέες, υποτιμημένες εργασιακές σχέσεις (ωρομισθία, αναπληρωτές) αλλά που έχουν διαφορετικές, υψηλότερες προσδοκίες για το ρόλο τους και το ρόλο του σχολείου. Η απογοήτευση του αγώνα του ’97 δεν έχει αγγίξει τόσο αυτή τη μάζα, όσο τους πιο παλιούς, πολλοί εκ των οποίων βρίσκονται στη «συνήθεια» της κοινωνικής αδράνειας και στη μοιρολατρία. Αλλά και από την άλλη, οι νέοι δεν έχουν την πείρα ενός αγώνα, και μάλιστα με μαζικές διαδικασίες από τα κάτω, όπως ήταν αυτός του ’97. Και κάποιοι έχουν υπαχθεί στην εμπειρία/συνήθεια ενός καθεστώτος πειθάρχησης/μοιρολατρίας για τα κοινά, όπως το καθεστώς του αναπληρωτή-ωρομίσθιου.

Πολιτικά, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία έχει ξεχάσει τελείως τι σημαίνει αγώνας και υπάρχει μόνο ένα πολύ μικρό κομμάτι ριζοσπαστών δασκάλων που έχει το «δυναμικό», την πείρα για αγώνα και οργάνωση. Πέρα από αυτούς, υπάρχει και ένα «ζωντανό» κομμάτι δασκάλων , ανθρώπων δηλαδή που νοιάζονται για το τι συμβαίνει, που δεν είναι ικανοποιημένοι με τα προβλήματα αλλά και τις λύσεις που έχουν δοθεί (24ωρες κτλ.), και που έχουν διάθεση και αυτοί για αγώνα (αλλά όχι μεγάλη πείρα στην αυτό-οργάνωση, στις αυτόνομες πρωτοβουλίες, λόγω του παγιωμένου τρόπου γραφειοκρατικού συνδικαλισμού και της έλλειψης μεγάλων αγώνων). Ξεκάθαρα, η πλειοψηφία των δασκάλων πανελλαδικά είναι σε «ύπνο»: στη συνήθεια της κοινωνικής αδράνειας και της μοιρολατρίας, παρά τα προβλήματα (που χρόνια τώρα) υπάρχουν. Και αυτό βέβαια με την αρωγή του «προνοιακού» καθεστώτος εργασίας στο δημόσιο και του «ζεστού βολέματος» που εξακολουθεί να δημιουργεί…(σταθερό εισόδημα -μήνας μπει μήνας βγει, αμβλυμμένοι χρόνοι εργασίας –διακοπές τρεις μήνες, έλλειψη φόβου απόλυσης κτλ.).

Γ. Ιούνιος 2006: Μια αναπάντεχη απόφαση… από την «κορυφή», που θέτει το ζήτημα της εργατικής πολιτικής: πως την διαμορφώνουμε τελικά;

Όταν τον Ιούνιο του 2006 πάρθηκε η απόφαση, στην ετήσια συνέλευση της ΔΟΕ, για πενθήμερες επαναλαμβανόμενες απεργίες, οι περισσότεροι δάσκαλοι μάλλον σκέφτονταν τις καλοκαιρινές διακοπές. Πως αποφασίστηκε κάτι τέτοιο; Σίγουρα έπαιξε ρόλο η έμπνευση του φοιτητικού κινήματος που ήταν σε εξέλιξη (Μάης-Ιούνης). Αλλά δεν μπορεί φυσικά να εξηγήσει το πως η συναινετική στις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις ΠΑΣΚ στήριξε ξαφνικά την πρόταση των Παρεμβάσεων για αγώνα. Το ΠΑΣΟΚ είχε τους λόγους του. Μετά από δύο χρόνια διακυβέρνησης της ΝΔ, έβλεπε πως, όχι μόνο δεν ήταν σε θέση να πλήξει την πολιτική της ηγεμονία, αλλά και πως χάνει δυνάμεις. Έπρεπε να πάρει μια κοινωνική πνοή, έρχονταν οι δημοτικές εκλογές. Μια απεργία που θα τη δρομολογούσε (και έλεγχε) η συνδικαλιστική του παράταξη το Σεπτέμβρη φαινόταν «καλό χαρτί», μπας και αντιστρέψει λίγο το κλίμα. Σίγουρα δεν είχε τίποτα να χάσει από την ήδη πολύ κλονισμένη του εικόνα. Και άλλωστε θα άλλαζε την τελευταία εντύπωση που είχε αφήσει –«αυτοί που ξεπούλησαν τον αγώνα του ’97». Το κίνημα των φοιτητών ήταν μια καλή αφορμή για να ειπωθεί πως η παράταξη «εμπνεύστηκε» από αυτό και γι’ αυτό πάει σε αγώνα.

Από την άλλη, οι Παρεμβάσεις επιβεβαίωσαν το συνδικαλισμό «κορυφής» που είχαν πριμοδοτήσει, με συνεχείς προτάσεις στη ΔΟΕ να κηρύξει αγώνα, με αντί-εισηγήσεις κτλ. Δεν νομίζω ότι περίμεναν πως θα αποφασιστεί πενθήμερη απεργία. Μέσα στη «μέθη» του φοιτητικού κινήματος, μέσα στον «εγκλωβισμό» του ότι αυτές το πρότειναν στο Συνέδριο, το δέχτηκαν όπως είχε: Ξεκίνημα των σχολείων-Απεργία-Πενθήμερη. Αν και προπαγάνδιζαν εδώ και χρόνια την ανάγκη ενός «παρατεταμένου αγώνα που θα τον κάνει η βάση και όχι η γραφειοκρατία, με μαζικές Γενικές Συνελεύσεις πρωτοβάθμιων συλλόγων, με Απεργιακές Επιτροπές και Συντονισμό τους, με διακλαδικό συντονισμό κτλ.», έναν αγώνα τύπου ’97, βρέθηκαν τελικά να προτείνουν στη ΔΟΕ να κηρύξει τον αγώνα «από τα πάνω», χωρίς τις διαδικασίες βάσης στους πρωτοβάθμιους συλλόγους που επικαλούνταν.

Η κυριότερη απάντηση που δόθηκε από συναδέλφους των Παρεμβάσεων, όταν τους ρώτησα για την έλλειψη «ικανοποιητικών» διαδικασιών βάσης, ήταν το ότι «υπήρχε η διάθεση από τη βάση». Λέγονταν:

α) «Ο κόσμος έχει βαρεθεί τις 24ωρες και ζητάει αγώνα». Σωστό. Ποιος και πόσος κόσμος όμως; Είναι λίγο προβληματικό το να προβάλλεις την ανάγκη ενός μέρους του κλάδου ως γενική διάθεση ΟΛΟΥ του κλάδου, και κυρίως το να μην προσδιορίζεις κάπως το ποιοι και πόσοι είναι αυτοί που ζητούν το μαχητικό αγώνα και τι ζητάνε (έστω και αν είναι μειοψηφία στον κλάδο – ο κόσμος από μειοψηφίες αλλάζει). Αυτή την «εργατική έρευνα προδιάθεσης», ένα τόσο απλωμένο δίκτυο σχημάτων όπως οι Παρεμβάσεις, μπορεί να το κάνει πολύ εύκολα π.χ. ακόμα και με 1000 ερωτηματολόγια σε όλη την επικράτεια μπορεί να δει λίγο τη διάθεση του κόσμου, ποιοι και πόσοι π.χ. απαντούν ότι οι 24ωρες-48ωρες είναι «τουφεκιές» και τί ζητάνε. Μια τέτοια έρευνα πιάνει τον κόσμο πάντα «πιο παγωμένο», «εν ψυχρώ», αφού και μόνο το ξεκίνημα ενός αγώνα αλλάζει τη διάθεση. Όμως είναι ένας δείκτης και ένας τρόπος προσέγγισης της βάσης, ένας τρόπος να κάνεις έναν κόσμο να σκεφτεί, να τοποθετηθεί, να ανοίξεις κουβέντα (τα ερωτηματολόγια μπορεί να είναι πιο ανοιχτά, πιο κλειστά, να θέτουν και άλλα ερωτήματα π.χ. ποια προβλήματα/αιτήματα θέτεις και πως τα ιεραρχείς, να συνοδεύονται από συνεντεύξεις κτλ.) .

β) «Η διάθεση φαίνεται από τους 15 πρωτοβάθμιους συλλόγους δασκάλων που ψήφισαν το πλαίσιο (των Παρεμβάσεων) για πενθήμερες επαναλαμβανόμενες». Σωστό, να μια χειροπιαστή εμπειρική απόδειξη, 15 σύλλογοι όπου οι Παρεμβάσεις είχαν ισχυρή επιρροή και όπου οι περισσότεροι βρίσκονται στην Αθήνα (πόλη «υψηλής προλεταριοποίησης» κάθε μισθωτού στρώματος) αποφάσισαν «πενθήμερη». Όμως οι πρωτοβάθμιοι σύλλογοι είναι 142. Μιλάμε δηλαδή για ένα 10% πρωτοβάθμιων συλλόγων που με Γενική Συνέλευση αποφάσισαν την απεργία. Η συντριπτική πλειοψηφία των Συλλόγων δεν είχε απαρτία, κάτι που φανερώνει το σημαντικό βαθμό αδράνειας του κλάδου τον Ιούνιο του 2006 (αφού η συμμετοχή στις Γενικές Συνελεύσεις είναι πλήρως ακώλυτη, ακίνδυνη).

γ) «Υπάρχει διάθεση (de facto) και είναι καιρός το συνδικάτο να δράσει ταξικά, μαχητικά, για αυτό θέτουμε το θέμα στη ΔΟΕ και ζητάμε να πάρει απόφαση». Όμως, η ιστορική στιγμή που βρίσκεται το συνδικάτο (ως οργάνωση) κρίνεται από την ιστορική στιγμή που βρίσκεται ο κλάδος, οι εργαζόμενοι.. Αν ο κλάδος είναι σε χρόνια παθητικότητα, τότε το συνδικάτο είναι συνήθως γραφειοκρατικό, συντεχνιακό, χωρίς μαζικότητα και δυναμική. Ό,τι και να αποφασίσει σε τέτοια κατάσταση, δύσκολα θα το καταφέρει. Όταν ο κλάδος είναι σε ανασύνθεση, σε αναβρασμό, σε κινητικότητα, τότε η ίδια η βάση είτε πιέζει το συνδικάτο για ριζοσπαστισμό είτε τελικά το ξεπερνά, του «διαφεύγει», προκύπτει αυτόνομη (από την οργάνωση-συνδικάτο) ταξική δράση. Τα περί «ιστορικής απόφασης της ΔΟΕ» που «επί χρόνια δεν μπορούσε να ψηφίσει πρόγραμμα δράσης και φέτος το κατάφερε» είναι μια κούφια διακήρυξη, αν δεν παραδέχεσαι με ειλικρίνεια την κατάσταση του κλάδου τον Ιούνη: πως η πλειοψηφία του κλάδου -ναι μεν δυσαρεστημένη- μοιρολατρούσε, ήταν σε κατάσταση αδράνειας. Πως μόνο μια μειοψηφία ζητούσε τον αγώνα -και καλά έκανε.

Και όσον αφορά την απόφαση ενός συνεδρίου Ομοσπονδίας, μας διαφεύγει το ζήτημα της διαμεσολάβησης. Δηλαδή είναι αμφίβολο κατά πόσο το συνέδριο της ΔΟΕ, η συνέλευση δηλαδή των αντιπροσώπων, εκπροσωπεί πραγματικά τη βάση . Και κατά πόσο οι συσχετισμοί και οι αποφάσεις στο επίπεδο των αντιπροσώπων σχετίζονται με τα περιεχόμενα και τις συμπεριφορές της βάσης (και ειδικά τον Ιούνη, με την ενεργητικότητα και την ετοιμότητα/οργάνωση των ίδιων των δασκάλων για αγώνα). Είναι ξεκάθαρο πως πολλοί εργαζόμενοι δεν ταυτίζονται με το συνδικάτο. Κάποιοι αδιαφορούν για αυτό, κάποιοι το βλέπουν ξεκάθαρα εχθρικά. Στη συγκεκριμένη συγκυρία, το «ζωντανό» κομμάτι των δασκάλων ήταν πολύ επιφυλακτικό απέναντι στη ΔΟΕ μέχρι τον Ιούνη. Είδε όμως τη φιλικά προσκείμενη σε αυτό παράταξη, τις Παρεμβάσεις, να βάζουν αυτές το πλαίσιο του αγώνα, και πέρασε στην «κριτική» στήριξη του συνδικάτου το Σεπτέμβρη. Από την άλλη μεριά, η πλειοψηφία των δασκάλων μάλλον αδιαφορούσε μέχρι τον Ιούνη για την Ομοσπονδία και το συνδικαλισμό της, παρά περίμενε το «τι θα κάνει αγωνιστικά για μας».

Το ερώτημα λοιπόν παραμένει: πως οι Παρεμβάσεις που ήταν πάντα πολύ κριτικές απέναντι στη ΔΟΕ, που επικαλούνται συνεχώς τη συμμετοχή της βάσης, οδηγήθηκαν τελικά σε αυτή την πρόταση στη ΔΟΕ δικαιολογώντας την μετά ως «ιστορική», ως «κάτι που ήθελε η βάση», ως «χρόνια προετοιμασμένη» κτλ; Το ερώτημα γίνεται πιο επίμονο, αν σκεφτούμε ότι οι Παρεμβάσεις δεν είναι «έξω» από τη βάση, τα μέλη τους «τρέχουν στα σχολεία» και έχουν μια στοιχειώδη εικόνα. Έβλεπαν σίγουρα ότι αν και υπάρχει κοινωνική δυσαρέσκεια, γκρίνια στους δασκάλους, ο όλος κλάδος δεν έδειχνε πως ήταν σε θέση να δώσει τη μάχη που αυτοί επικαλούνταν. Γνώριζαν ότι υπάρχει και ένας κόσμος, μειοψηφικός, που θέλει να αγωνιστεί δυναμικά. Και τελικά αυτόν εξέφραζαν. Και καλά έκαναν! Το κακό είναι να λέμε (και ακόμα χειρότερα να πιστεύουμε) ότι η πλειοψηφία ήθελε τον αγώνα. Τον αγώνα τον ήθελε μια μειοψηφία και τα ίδια τα μέλη των Παρεμβάσεων σαν άτομα. Ήθελαν να σπάσουν τη μιζέρια του κλάδου, του ίδιου του συνάδελφου «που τον τρώμε στη μάπα κάθε μέρα». Πρόβαλλαν λοιπόν τη δική τους ανάγκη-επιθυμία-στόχευση σε όλο τον κλάδο, αν και γνώριζαν πόσο δύσκολα είναι τα πράγματα . Ζήτησαν στο Συνέδριο να γίνει απόφαση δράσης το πλαίσιο τους. Δεν περίμεναν να γίνει, πώς να γίνει; Αφού τα αιτήματα ήταν πιο προωθημένα σε σχέση με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, το ίδιο και η μορφή αγώνα που πρότειναν. Δεν περίμεναν πως η ΠΑΣΚ θα πάρει «πάσα» την πρόταση τους για να προωθήσει τα δικά της πολιτικά συμφέροντα. Και έτσι βγήκε αυτή η απόφαση, έτσι εγκλωβίστηκαν σε όλη την απεργία στη συμμαχία «κορυφής», στο συνδικαλισμό «κορυφής». Και έτσι μιλούσαν για «τη βάση που θέλει», για «το συνδικάτο που τώρα αγωνίζεται»: ΓΙΑ ΝΑ ΜΗ ΦΑΝΕΙ ΩΣ ΜΕΙΟΨΗΦΙΚΗ Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ, ΕΝΩ ΗΤΑΝ. Για να μην αμφισβητηθεί η δημοκρατικότητα των Παρεμβάσεων, αφού διαφάνηκε ότι επικαλούνταν τη βάση χωρίς να την λογαριάζουν πραγματικά («μιλάνε για αγώνες από τα κάτω αλλά τους κάνουν από τα πάνω»). Για να μην αμφισβητηθεί η δημοκρατικότητα της απεργίας γενικά (κάτι που η ΔΑΚΕ το προωθούσε).

Εδώ τίθεται τελικά το ζήτημα του πώς διαμορφώνουμε, ως άνθρωποι που θέλουμε να αγωνιστούμε και να αλλάξουμε τα πράγματα, την (εργατική) πολιτική μας μες στον (εκάστοτε) κλάδο.

• Προσπαθώντας να έχουμε το 51% των συναδέλφων, την πλειοψηφία; Όπως είπα, οι μειοψηφίες αλλάζουν τον κόσμο, όσο και αν κακοφαίνεται αυτό σε αριστερούς ή δεξιούς δημοκράτες. Είναι άτοπο να περιμένουμε 73 συλλόγους από τους 142 να έχουν απαρτία και απόφαση για αγώνα, για να γίνει αγώνας. Ο αγώνας πρέπει να ξεκινά, έστω και από μειοψηφίες, και μες στη ροή των πραγμάτων να αναγκάζεται η πλειοψηφία να πάρει θέση (εναντίωσης, παθητικής ουδετερότητας, αμφιταλάντευσης ή στήριξης του αγώνα). Μειοψηφική δεν είναι άλλωστε η εκάστοτε Κυβέρνηση;

• Προσπαθώντας να έχουμε όσο δυνατόν περισσότερους μαζί μας; Σίγουρα ναι, η μαζικότητα μετράει, χρειάζεται ένας ικανός αριθμός ανθρώπων «για να γυρίσει ο ήλιος». Χρειάζεται να εξετάζουμε ποιοι και πόσοι είναι αποφασισμένοι για αγώνα, αν προτείνουμε κάτι τέτοιο.

• Προσπαθώντας να προβάλλουμε το περιεχόμενο και τις μορφές αγώνα που ΕΜΕΙΣ ΕΠΙΛΕΓΟΥΜΕ σε όλους, π.χ. να ισχυριζόμαστε ότι ο κλάδος ήθελε 1400 ευρώ;

Εδώ είναι που απαιτείται η στροφή προς τη «ζωντανή» βάση, τους συναδέλφους μας που αγωνιούν, εδώ χρειάζεται εργατική έρευνα για να διαμορφωθούν τα περιεχόμενα και οι μορφές αγώνα . Παραφράζοντας τον Sergio Bologna , θα έλεγα πως κάθε οργάνωση είναι υποχρεωμένη να αναμετρείται καθημερινά με το ιστορικό (νέο ή όχι) επίπεδο της κλαδικής (ταξικής) σύνθεσης και πρέπει να βρίσκει το πολιτικό της πρόγραμμα όχι σε έτοιμα θεωρητικά σχήματα αλλά στις ζωντανές, πραγματικές συμπεριφορές αντίστασης που αναπτύσσονται εντός του κλάδου (τάξης). Οι Παρεμβάσεις λειτούργησαν και λειτουργούν περισσότερο με μια λογική «θεωρητικών σχημάτων» , με την κλασσική νοοτροπία του «εμείς οι ριζοσπάστες ξέρουμε τι πρέπει να γίνει», με μια διαδικασία «να βγει γραμμή από το Κεντρικό Πολιτικό-Συνδικαλιστικό Γραφείο» (ολομέλεια σχημάτων/στελεχών). Στηρίχτηκαν δε λιγότερο στις καθημερινές αντιστάσεις (όσων αντιστέκονται) στον κλάδο, στα περιεχόμενα και τις μορφές αυτών των αντιστάσεων, δεν τις διερεύνησαν συστηματικά. Προτείνοντας ανελλιπώς (και πριν το 2006) συγκεκριμένο περιεχόμενο και μορφή αγώνα πέτυχαν (μέσω της συναίνεσης της ΠΑΣΚ) να γίνει τελικά η πρόταση τους η κεντρική, «από τα πάνω» απόφαση της ΔΟΕ τον Ιούνη του 2006 (μάλιστα η ΠΑΣΚ φαινόταν να «φλερτάρει με την απεργία διαρκείας –για δικούς της λόγους- και στο συνέδριο της ΔΟΕ το 2005).

Και όλα αυτά συνέβησαν -κατά τη γνώμη μου- διότι όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, ο προσανατολισμός των Παρεμβάσεων είναι στο κεντρικό σκηνικό (στο τι κάνει η ΔΟΕ, στο τι κάνει η ΑΔΕΔΥ, στο τι κάνει η Κυβέρνηση και η ΕΕ) και όχι στο πρωτοβάθμιο επίπεδο, στο τι γίνεται πραγματικά στη βάση. Η αυτονομία των σχημάτων ανά συλλόγους (και ταυτόχρονα μεγαλύτερη φρεσκάδα τους σε σκέψη και πράξη), η πολύ μεγαλύτερη γείωση τους στην καθημερινή κατάσταση, συμπεριφορά, συνείδηση των δασκάλων, η απεξάρτηση τους από τη «σον και καλά» κεντρική συμμετοχή σε ΔΟΕ, ΑΔΕΔΥ, σε εκλογές για αιρετούς της Πρωτοβάθμιας διοίκησης, για αντιπροσώπους κτλ., όλα αυτά εξασθένισαν στην ιστορική πορεία των Παρεμβάσεων μέσα στο ’90. Αυτή η κίνηση συνέβη διότι -όπως αναφέρθηκε- τα πρωτοβάθμια σωματεία είναι ευνουχισμένα, ο παραδοσιακός τρόπος συνδικαλισμού (αντιπροσώπευση-ψήφοι) κυριαρχεί και κυρίως γιατί η πλειοψηφία των δασκάλων, μετά αλλά και πριν το ’97, γενικά συναινεί . Δεν κάνει μεγάλους αγώνες ο κλάδος, αν και έχει πολύ καλές προϋποθέσεις για να ανασυνθεθεί σε αγωνιστικό σώμα (συνδικαλιστική ελευθερία, μονιμότητα, ελεύθερο χρόνο, μόρφωση κ.α.). Δεν κάνει αγώνες γιατί -πέρα από το γενικό περιβάλλον ήττας και μείωσης των εργατικών αγώνων- υπάρχουν και σημαντικές «δυσκολίες ριζοσπαστικοποίησης» των ίδιων των δασκάλων ως κοινωνικό υποκείμενο. Και εδώ θέλω να σταθώ. Γιατί υπάρχουν δυσκολίες που -απ’ όσο έχω δει- κάθε «ριζοσπαστική οργάνωση», κάθε «αντικαπιταλιστικό σχήμα» στην εκπαίδευση συνήθως αποφεύγει να τις εντοπίσει…

Δάσκαλος: ένας ιδιαίτερος μισθωτός…

Οι «δυσκολίες ριζοσπαστικοποίησης» έχουν να κάνουν βασικά με ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ οι οποίοι γεννούν ισχυρές τάσεις (μικρο)αστικοποίησης του σώματος των δασκάλων, συναίνεσης τους, συντηρητικοποίησης τους. Τέτοιοι παράγοντες είναι:

Α) το «προνοιακό» δημόσιο καθεστώς μισθωτής εργασίας
Υπάρχουν σημεία που διαφοροποιούν τη συνολική κοινωνική κατάσταση ενός δημόσιου μισθωτού (μόνιμου) από αυτή ενός μισθωτού του ιδιωτικού τομέα. Ένας δημόσιος μισθωτός σε σχέση με έναν εργαζόμενο του ιδιωτικού τομέα:
1) είναι μόνιμος και δεν φοβάται άμεσα την απόλυση. Δεν ρέει από εργασία σε ανεργία και τούμπαλιν.

2) έχει μειωμένο τυπικό χρόνο εργασίας σε αντίθεση (ειδικά σήμερα) με τη συντριπτική πλειοψηφία των εργαζόμενων στον ιδιωτικό τομέα που εργάζεται πάρα πολλές ώρες και μέρες. Επίσης…

3) έχει αμβλυμμένους παραγωγικούς ρυθμούς και 4) εργασία απαλλαγμένη από τον άμεσο εργοδοτικό δεσποτισμό/εντατικοποίηση του ιδιωτικού τομέα, αφού η εργασία του δεν παράγει άμεσα (απόλυτη ή σχετική) υπεραξία («δεν κόπτεται να βγάλει από αυτόν το αφεντικό» -εξαίρεση οι κρατικές επιχειρήσεις που «επιχειρηματικοποιούνται»)

5) έχει συνήθως επαγγελματική-ιεραρχική εξέλιξη σε αντίθεση με πολλούς εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα που μπορεί να μην έχουν κάποια εξέλιξη ακόμα και αν δουλεύουν πολλά χρόνια σε μια δουλειά

6) παίρνει (μεγάλο) εφάπαξ κατά τη συνταξιοδότηση, κάτι που ελάχιστοι ιδιωτικοί υπάλληλοι το καταφέρνουν

7) έχει πολύ καλύτερες αμοιβές. Σήμερα 2 στους 3 δημοσίους υπάλληλους παίρνει πάνω από 1000 ευρώ, τη στιγμή που το 76% των ιδιωτικών εργαζόμενων παίρνει κάτω από 1000 ευρώ (41% παίρνει κάτω από 750!) .

8) η δραστηριότητα τους είναι συνήθως απαλλαγμένη από το «άγος» της χειρωνακτικής εργασίας.

9) έχει συνδικαλιστική ελευθερία (λόγω και μονιμότητας) σε αντίθεση με τον εργοδοτικό δεσποτισμό του ιδιωτικού τομέα όπου και το μοίρασμα προκήρυξης είναι αιτία απόλυσης.

10) στη δουλειά του έχει ρητούς κανονισμούς/δικαιώματα εργασίας σε αντίθεση με πολλούς χώρους του ιδιωτικού τομέα που «κανόνας είναι ότι θα ορίσει το αφεντικό».

Β) η φύση της εργασίας τους (εξειδικευμένοι-διανοητικοί υπάλληλοι με εποπτικό-ελεγκτικό -σε ένα βαθμό – ρόλο επάνω στους μαθητές). Η φύση της εργασίας εξαρτάται από τις λειτουργίες που επιτελεί.

Γ) οι λειτουργίες/σκοποί της εργασίας τους. Μιλώ, πέρα από τη «μετάδοση γνώσης», για την εξυπηρέτηση -στα πλαίσια του αστικού εκπαιδευτικού συστήματος- της λειτουργίας αποκλεισμού/κατανομής των παιδιών και της λειτουργίας εγχάραξης της αστικής ιδεολογίας. Οι δάσκαλοι πρέπει να προσπαθήσουν πολύ για να μη ταυτιστούν με τις λειτουργίες και αν μπορέσουν να μην τις επιτελέσουν. Αυτές οι λειτουργίες κυρίως αντιπαλεύονται από τα ριζοσπαστικά σχήματα/ομάδες στην εκπαίδευση, ενώ το ζήτημα του (μερικού) ελέγχου πάνω στους μαθητές δεν τίθεται σχεδόν καθόλου.

Εδώ φυσικά μπαίνει το ερώτημα αν «ο δάσκαλος μπορεί να θεωρηθεί τελικά εργάτης»; Βάζω ένα θεωρητικό επίμετρο για αυτό το ζήτημα στο τέλος του κειμένου μου. Μέχρι εδώ όμως ας κρατήσουμε τους παραπάνω ισχυρισμούς: ότι υπάρχουν πολύ δυνατές τάσεις (μικρο)αστικοποίησης των δασκάλων σαν κοινωνικό-εργασιακό υποκείμενο. Και ότι αυτές οι τάσεις κατάφεραν να ξεπεραστούν μόνο ως ένα βαθμό με την απεργία, κατάφεραν να αναδειχθούν βασικά άλλες τάσεις υποκειμενοποίησης (ριζοσπαστικοποίησης/προλεταριοποίησης) με τον ίδιο τον αγώνα, την ίδια την πράξη του κοινωνικού ανταγωνισμού (π.χ. εναντίωση στην τάση για εντατικοποίηση-εκτελεστικοποίηση-απαξίωση της δουλειάς, εναντίωση στην αλλοτρίωση του χώρου «σχολείο», εναντίωση στους όρους της μισθωτής σχέσης, άρνηση σύγκρουσης με τα παιδιά/ άρνηση αλλοτριωμένων σχέσεων, θέληση για άνοιγμα-επαφή-συμμετοχή των γονιών, των άλλων μισθωτών στον αγώνα κ.α.).

Δ. Λίγο πριν ξεκινήσει η απεργία

Στις αρχές του Σεπτέμβρη τα μηνύματα δεν ήταν ενθαρρυντικά. Στα περισσότερα σεμινάρια επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών, όπου έγιναν παρεμβάσεις ενημέρωσης για την απεργία, το κλίμα ήταν μουδιασμένο, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις οι εκπαιδευτικοί μάθαιναν για πρώτη φορά ότι θα γίνει απεργία! Το ενδιαφέρον ήταν περισσότερο εστιασμένο στα νέα σχολικά βιβλία του Δημοτικού. Στην πορεία της ΔΕΘ η συμμετοχή του «απεργιακού μπλοκ» των δασκάλων ήταν απελπιστικά μικρή (100 άτομα), στην ουσία συμμετείχε ο ριζοσπαστικός εκπαιδευτικός κόσμος της πόλης μαζί με τα κλιμάκια των συνδικαλιστών της ΔΟΕ. Την πρώτη εβδομάδα που άνοιξαν τα σχολεία, η κινητικότητα αυξήθηκε. Πάλι όμως δεν έδειχνε σημάδια πως έρχεται ένας μαχητικός αγώνας. Ελάχιστοι πρωτοβάθμιοι Σύλλογοι Δασκάλων κατάφεραν να έχουν απαρτία στις Γενικές τους Συνελεύσεις και λίγοι να φτιάξουν απεργιακές επιτροπές πριν την απεργία: ήταν οι Σύλλογοι όπου συγκεντρώνεται μεγάλος αριθμός του «ζωντανού» κομματιού της εκπαίδευσης. Σύλλογοι επί τω πλείστων της Αθήνας (και κύρια της Δυτικής ), σύλλογοι που θα γίνονταν στη συνέχεια η προμετωπίδα της απεργίας. Πέρα όμως από αυτούς τους Συλλόγους (που είχαν δείξει ήδη τις διαθέσεις τους με τις αποφάσεις τους τον Ιούνη), ο υπόλοιπος κλάδος «κούρνιαζε». Σε όλους φαινόταν πως δύσκολα θα περπάταγε η απεργία.

Αυτό το έβλεπαν όλοι, το έλεγαν όλοι, ακόμα και μέλη των προσκείμενων στην απεργία Παρεμβάσεων. Ήταν ακόμα ολοφάνερο για το ποιος θα τρέξει σε αυτή την απεργία: ο κόσμος γύρω από τις Παρεμβάσεις, την κύρια παράταξη που στήριξε αυτή την απεργία. Επίσης κάποιος λίγος κόσμος από την Αυτόνομη Παρέμβαση (ΣΥΝ) που σαν παράταξη στήριξε την απόφαση για απεργία τον Ιούνη στη Συνέλευση της ΔΟΕ , κάποιος κόσμος από τις άλλες μικρότερες Αριστερές παρατάξεις/σχήματα (Αντεπίθεση των Εκπαιδευτικών, Πρωτοβουλία Γένοβα, Αγωνιστικές Κινήσεις κτλ.) και οι ανένταχτοι αγωνιστές (και μάλιστα όχι όλοι, καθότι πολλοί ήταν κριτικοί εξαρχής απέναντι στο πως στήθηκε η απεργία). Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΠΑΣΚ δεν θα κόπιαζε περισσότερο από το να έχει μια παρουσία καταγραφής, «ότι ήταν εκεί». Η ΔΑΚΕ ήταν εχθρική και κάποιοι λίγοι εκλεγμένοι της έδιναν ένα τυπικό παρών (ως μέλη του Συνδικάτου) ενώ η ΕΣΑΚ/ΚΚΕ ήταν εξαρχής (από τον Ιούνη) πολύ επιφυλακτική απέναντι στην απεργία και δεν συμμετείχε, έλεγε ότι το ΠΑΣΟΚ «κάνει το κομμάτι του με τη πάσα των ηλιθίων αριστεριστών».

Τέλος, να σημειωθεί πως οργανωτικά, η απεργία χώλαινε πάρα πολύ μέχρι τότε και είναι λογικό αν σκεφτεί κανείς την έλλειψη δυναμικής της βάσης. Στήθηκαν λίγες απεργιακές επιτροπές πανελλαδικά, πιο πολλές στην Αθήνα. Εκεί, την Παρασκευή πριν ξεκινήσει η Απεργία, έγινε συνάντηση για να διερευνηθεί η προοπτική ενός Συντονιστικού Απεργιακών Επιτροπών. Σε εκείνη τη συνάντηση, οι αναφορές ήταν πολύ γενικές και συγκεχυμένες, αλλά και όταν κάποιοι συνάδελφοι έβαλαν μια πιο συγκροτημένη και σφικτή άποψη για το τι να κάνει και να μην κάνει το υποτιθέμενο συντονιστικό, κατηγορήθηκαν ως γραφειοκράτες (το αστείο είναι ότι πρόκειται για «ελευθεριακό» κόσμο). Γενικά υπήρχε μια απροθυμία για το Συντονιστικό ακόμα και από ανθρώπους από τις Παρεμβάσεις (που προπαγάνδιζαν τον αγώνα με απεργιακές επιτροπές, συντονιστικό κτλ). Γιατί; Καθότι η απεργία ξεκινούσε «από τα πάνω», με συμμαχία ΠΑΣΚ-Παρεμβάσεων, η ΠΑΣΚ είχε ξεκάθαρα διαμηνύσει ότι δεν θα δεχτεί κανένα άλλο φορέα απόψης/απόφασης για την απεργία πέρα από το Συνδικάτο, το Δ.Σ. του. Θυμόταν άλλωστε την εμπειρία του ’97, που ο κόσμος από το Συντονιστικό τους πλάκωσε κυριολεκτικά, γιατί λοιπόν να θέλει ένα τέτοιο πράγμα; «Τέρμα λοιπόν, κομμένη, το Συνδικάτο έχει πάρει αγωνιστική απόφαση, έχει δεχτεί μάλιστα την πιο ριζοσπαστική πρόταση, αυτή των Παρεμβάσεων, τι άλλο θέλετε; Μην το παρατραβήξετε γιατί η στήριξη για (περαιτέρω) απεργία παρέρχεται». Τόσο απλά και φυσιολογικά. Οι Παρεμβάσεις ήταν εγκλωβισμένες σε αυτό καθώς η απεργία καλούνταν ουσιαστικά «από τα πάνω». Επιπλέον: καθότι η απεργία εξέφραζε σε περιεχόμενο-μορφή τις Παρεμβάσεις και γι’ αυτό οι Παρεμβάσεις είχαν δυναμική άποψη στο Δ.Σ. της ΔΟΕ, και καθότι οι απεργιακές επιτροπές ήταν επί τω πλείστων στελεχωμένες από κόσμο των Παρεμβάσεων (μέσα στην έλλειψη ευρύτερων κινηματικών διαδικασιών αγώνα), «ε τότε γιατί χρειάζεται το Συντονιστικό; Για να μας τα πρήζουν οι πέντε-δέκα μη-Παρεμβασίες, αμφισβητώντας μας τελικά συνέχεια; Εκεί, με το Συνδικάτο, αφού κάνει το σωστό (που εμείς προτείναμε)». Επιπλέον, πολλοί δεν περίμεναν ότι η απεργία μπορεί να τραβήξει σε δεύτερη και τρίτη εβδομάδα, ότι οι δάσκαλοι, «τίγκα στα δάνεια» όπως έλεγαν, θα αντέξουν, ότι η Κυβέρνηση δεν θα δώσει τίποτα. Η ανάγκη του συντονισμού απεργιακών επιτροπών υποβαθμίστηκε.

Μια ακόμα συνάντηση των απεργιακών επιτροπών λεκανοπεδίου έγινε τη Δευτέρα 18/10, μετά την πορεία. Ήταν στη συντριπτική πλειοψηφία κόσμος των Παρεμβάσεων. Καλέστηκε συνάντηση όλων των απεργιακών επιτροπών (Αθηνών και μη) την Τετάρτη 20/9, μετά την πανελλαδική πορεία στην Αθήνα (κατεβήκαμε 1 λεωφορείο από Θεσσαλονίκη). Το Συντονιστικό ήταν να μαζευτεί στα γραφεία της ΔΟΕ μετά την πορεία αλλά η αστυνομία συνέλαβε κάποιους φοιτητές, και έτσι μαζεύτηκε κόσμος στα γραφεία για να συζητήσουν τον τρόπο αλληλεγγύης και στήριξης των συλληφθέντων. Επειδή για πολλούς δασκάλους δεν ήταν ξεκάθαρο ότι επρόκειτο για φοιτητές και όχι για «αναρχομπάχαλους», παράχθηκαν διφορούμενες απόψεις για το ζήτημα της αλληλεγγύης, προκλήθηκε σύγχυση και έγινε όξυνση των πνευμάτων. Η όλη αυτή κατάσταση έντασης «δεν άφησε» χρόνο και ενέργεια για να γίνει ουσιαστικό Συντονιστικό. Στην ουσία, δεν υπήρχε διάθεση για Συντονιστικό, σε ένα αγώνα που μέχρι τότε φαινόταν δίχως μεγάλη προοπτική. Έτσι ποτέ δεν φτιάχτηκε πραγματικά Συντονιστικό.

Στη Θεσσαλονίκη βέβαια προέκυψε κάτι πιο…τραγικοκωμικό: η άτυπη «Συνέλευση των Προέδρων των 10 Συλλόγων». Δηλαδή μέρος της οργάνωσης του (επερχόμενου) αγώνα θα γίνονταν από τους προέδρους, που 8 στους 10 ήταν γραφειοκράτες των ΔΑΚΕ-ΠΑΣΚ! Αυτό μάλιστα, εν ελλείψει κόσμου της βάσης να στηρίξει την απεργία παρά μόνο ανθρώπων γύρω από τις Παρεμβάσεις, κρίθηκε ως κάτι καλό, γιατί «τουλάχιστον θα κάνει τους γραφειοκράτες να τρέξουν»! Τέτοια άποψη στηρίχτηκε μάλιστα και από μέλη των Παρεμβάσεων! Αλλά και τι να έκαναν; Ήταν εγκλωβισμένοι σε μια απεργία που ζήτησαν, δεν την πολύ-περίμεναν, τελικά τους ήρθε και έπρεπε κάπως να τη διαχειριστούν. Και ήταν μόνοι, όλη η οργανωτική δουλειά πάνω τους…

Ε. Η 1η εβδομάδα: Ικανοποιητική αλλά παθητική συμμετοχή

Το ξεκίνημα της απεργίας ήταν αναπάντεχα καλό από συμμετοχή. Δευτέρα-Τρίτη υψηλά ποσοστά, 80%-90% σε Αθήνα-Θεσσαλονίκη, ικανοποιητική παρουσία στην περιφέρεια. Σε αντίθεση με τα στοιχεία της ΔΟΕ, το υπουργείο Παιδείας έδωσε πανελλαδικά 59% τη Δευτέρα, 44,89% την Τρίτη . Το Δευτεριάτικο συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης μάζεψε λίγο κόσμο, περίπου 500 άτομα, μέτρια εικόνα και στην Αθήνα. Την Τετάρτη (34,22%) έγινε το πανελλαδικό συλλαλητήριο στην Αθήνα. Ο κόσμος δεν ήταν πάρα πολύς, 2 με 3 χιλιάδες και η καταρρακτώδης βροχή «διέλυσε» πρώτη την πορεία. Η αστυνομία έριξε εύκολα τα χημικά όταν φτάσαμε στα λουλουδάδικα της Βουλής (πριν κάνει οτιδήποτε η κεφαλή της πορείας), η πορεία κόπηκε στα δύο και ένα κομμάτι της κατευθύνθηκε προς τα Προπύλαια. Εκεί οι μπάτσοι πήγαν να κυκλώσουν το κομμάτι των διαδηλωτών, έκαναν ένα «δαχτυλίδι» γύρω τους που όλο έσφιγγε (τακτική που ακολουθούν τα ΜΑΤ σε Γερμανία, Αγγλία κτλ). Ζήτησαν από τους διαδηλωτές να κάτσουν κάτω (που ήταν βρεγμένα), αυτοί αρνήθηκαν, τελικά παρενέβησαν συνδικαλιστές και μήντια και ο κλοιός άνοιξε. Την Πέμπτη τα ποσοστά της απεργίας έπεσαν ακόμα περισσότερο (27,99%) και την Παρασκευή ανέβηκαν λίγο (31,15%).

Γιατί τα ποσοστά ήταν υψηλά Δευτέρα-Τρίτη αλλά σταδιακά υποχώρησαν προς το τέλος της εβδομάδας; Τι έδειχνε αυτό; Ο αγώνας ξεκίνησε δυναμικά τις 2 πρώτες μέρες, με μια υψηλή συμμετοχή που έγινε: α) λόγω του ότι κάποιοι σύλλογοι σε Αθήνα-Κρήτη ήταν πιο καλά προετοιμασμένοι για δυναμική συμμετοχή β) κυρίως λόγω της υποβόσκουσας δυσαρέσκειας της βάσης για την οικονομική της κατάσταση και για την κατάσταση στην εκπαίδευση, για την κατάσταση «απαξίωσης» αλλά και γ) επειδή αρκετοί δάσκαλοι σκέφτηκαν «ένοχα» να μην απεργήσουν 2 μέρες τουλάχιστον, όταν το συνδικάτο τους καλεί για 5μερη απεργία (και μάλιστα ένα σχετικά καλό κάλεσμα από άποψη προπαγάνδας, με γράμμα για τους γονείς, γράμμα για τους εκπαιδευτικούς, αφίσες, πανό κτλ. Όλα αυτά έγιναν κυρίως από τις Παρεμβάσεις και μέσα σε ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα και αξίζει να ειπωθεί). Παρολαυτά η βάση δεν φαίνεται να θεωρεί ακόμα ότι παίζεται κάτι επίδικο στην απεργία. Έτσι: α) η συμμετοχή των απεργών είναι γενικά παθητική π.χ. λίγοι απεργοί πάνε στα συλλαλητήρια β) τα ποσοστά φθίνουν σιγά-σιγά και μόνο σε Αθήνα-Κρήτη υπάρχει μια μεγαλύτερη δυναμική από τη βάση. Τα πράγματα είναι αμφίβολα την Παρασκευή για το αν και πως θα συνεχίσει ο αγώνας την επόμενη βδομάδα. Ακόμα και κόσμος από τις Παρεμβάσεις σκέφτεται ότι τα πράγματα μπορεί να πάνε για κλείσιμο, πόσο μάλλον από τη ΠΑΣΚ. Οι Γενικές Συνελεύσεις Συλλόγων με απαρτία και απόφαση συμμετοχής στην απεργία είναι 25 (σε 142) την Παρασκευή και είναι οι «γνωστοί-άγνωστοι» (η μικρή αύξηση στους Συλλόγους με απόφαση για απεργία ήταν ίσως το μοναδικό «ανύποπτο» σημάδι του τι θα επακολουθούσε). Η ΔΟΕ, δίχως να έχει καμία απάντηση από το Υπουργείο αλλά με ραντεβού τη Δευτέρα αποφασίζει ξανά πενθήμερη: λογικό, αφού ο κλάδος πρέπει να πάει σε κατάσταση αγώνα.

Ζ. Το περιεχόμενο των αιτημάτων της απεργίας

Σωστή ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ. Αλλά στοιχεία «μαξιμαλισμού» που δεν ευνόησαν την αυτό-πεποίθηση του κλάδου και κυρίως την πραγματική κυκλοφορία του αγώνα μέσα στη δύσκολη συγκυρία ελάχιστων αγώνων από τους άλλους εργαζόμενους.

Πριν περάσουμε στην κρίσιμη Δευτέρα της 25/9/2006 και στη δεύτερη εβδομάδα, είναι πια καιρός να σταθούμε στο περιεχόμενο, τα αιτήματα της απεργίας. Ειπώθηκε πως αν και οι δάσκαλοι συμμετείχαν στην απεργία, οι περισσότεροι δεν ένιωθαν ότι διακυβεύεται ένα επίδικο ζήτημα. Γιατί; Το πλαίσιο της απεργίας είχε καταρχήν το εξής θετικό και αρνητικό μαζί: ήταν «σεντόνι», έπιανε πολλά ζητήματα ταυτόχρονα. Αυτό ήταν θετικό γιατί μιλούσε σχεδόν για όλο το φάσμα των ζητημάτων-προβλημάτων στην Πρωτοβάθμια εκπαίδευση, δεν άφηνε περιθώρια για ελιγμούς από το Υπουργείο π.χ. να ικανοποιήσει ένα μόνο αίτημα και…«όλα καλά». Όλα υποτίθεται του τέθηκαν, από το μισθολογικό και το ασφαλιστικό, μέχρι το ποιο παιδαγωγικό κλίμα θα πρέπει να υπάρχει στα σχολεία. Η πληθώρα αυτή των αιτημάτων κάλυπτε σχεδόν κάθε «ιδιαίτερο πόνο» που βιώνει ένας εκπαιδευτικός π.χ. το ζήτημα της εργασιακής του σχέσης, το ζήτημα της υποχρηματοδότησης του σχολείου του, το ζήτημα της σύνταξης του κ.α. Κάλυπτε επίσης κομβικά ζητήματα για όλο το εργατικό κίνημα, όπως το ζήτημα του ασφαλιστικού, της λιτότητας, της υποχρηματοδότησης και ιδιωτικοποίησης των Δημόσιων Κοινωνικών Υπηρεσιών κτλ.

Ταυτόχρονα όμως, τα αιτήματα ήταν: α) πολλά β) διατυπώνονταν γενικά-αφηρημένα και γ) ήταν «απογειωμένα» (ή «αρκετά επιθετικά» αν θέλετε), με ένα διττό, αλληλοπλεκούμενο τρόπο: 1) με βάση τη συνείδηση του κλάδου (όπως είχε διαφανεί μέχρι τότε) και κυριότερα 2) με βάση το γενικό επίπεδο της ταξικής πάλης στην ιστορική συγκυρία και την επάρκεια-δυνατότητα μόνο του κλάδου των δασκάλων να ζητήσει αυτά που ζήταγε.

Εξηγούμαι. Ως προς το α), πρέπει να πούμε ότι ελάχιστοι απεργοί ήξεραν όλα τα αιτήματα της απεργίας. Ως προς το β), πάλι ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα του χεριού οι δάσκαλοι που είχαν εμβαθύνει τον προβληματισμό τους πάνω στα περισσότερα αιτήματα π.χ. στο τι σημαίνει «παιδαγωγική ελευθερία και δημοκρατία στα σχολεία» που ζητάμε, ή τι ακριβώς σημαίνει/είναι η αξιολόγηση-χειραγώγηση-κατηγοριοποίηση (την οποία ζητάμε να μην εφαρμοστεί και να καταργηθεί το θεσμικό της πλαίσιο). Η μεγαλύτερη σαφήνεια υπήρχε στο μισθολογικό (1400 ευρώ στον πρωτοδιόριστο) και στη χρηματοδότηση της Παιδείας με 5% του ΑΕΠ . Αυτά τα δύο ήταν νομίζω και τα «πρωτεύοντα» αιτήματα για τους περισσότερους απεργούς .

Για το ότι τα αιτήματα ήταν ολίγον «απογειωμένα» και δεν έδιναν προοπτική να τα παλέψει ο άλλος έμπρακτα πρέπει να πούμε τα εξής: ακόμα και στο πιο συγκεκριμένο και δημοφιλές αίτημα, το μισθολογικό, οι περισσότεροι δάσκαλοι με τους οποίους συζήτησα εδώ στη Θεσσαλονίκη δεν πίστευαν ότι θα πάρουν 1400 ευρώ ! Πολλοί δάσκαλοι έλεγαν οι ίδιοι ότι είναι «πολλά», ότι όλοι οι γύρω τους, τους «την πέφτουν» που ζητάνε τόσα . Αν και η συντριπτική πλειοψηφία των δασκάλων κινήθηκε για το μισθολογικό, για την οικονομική αναβάθμιση, κανείς δεν προσδοκούσε τα 1400. Ο μισθός στο «επίπεδο της φτώχειας στην Ευρώπη» δημιούργησε περισσότερη «επιφύλαξη» παρά εμψύχωση στη βάση. Και για να μην παρεξηγούμαι: α) φυσικά αξίζουμε και 1400 και 2400 και 5400 και να μην πουλάμε εν τέλει την εργατική μας δύναμη για ένα μισθό, να μην είμαστε εμπόρευμα αλλά β) το ζήτημα δεν είναι να εκδηλώνεις το ριζοσπαστισμό σου βάζοντας υψηλότερα τον (ποσοτικό) πήχη των αιτημάτων σου, «μαξιμαλίζοντας» (όπως το ΠΑΜΕ/ΚΚΕ ζήτησε κατά τη διάρκεια της απεργίας…1800 ευρώ!!!) όσο το να «είσαι ένα» με τη «ζωντανή» βάση (την τάξη γενικά), να καταλαβαίνεις ποια είναι τα επίδικα ζητήματα που την απασχολούν στην ιστορική συγκυρία (εδώ χρειάζεται και η εργατική έρευνα) και να τα θέτεις (χωρίς μέτρο αν γίνεται), να καταλαβαίνεις ποιο είναι πάνω-κάτω το μέτρο της λύσης του προβλήματος όπως η βάση (τάξη) το βάζει πριν τον αγώνα (μέσα στον αγώνα τα πράγματα μπορεί και να αλλάξουν), να δεις ποια πράγματα διαφαίνεται ότι θέλει (αν θέλει) να τα παλέψει στα ίσα για να νικήσει. Η νίκη αλλάζει το συσχετισμό της ταξικής πάλης, δίνει αυτό-πεποίθηση, πνοή, ανοίγει το δρόμο για να ανεβεί το επίπεδο του περιεχομένου (το οποίο ήδη μέσα στην κίνηση του αγώνα μπορεί να «ανέβει» π.χ. σκεφτείτε το σύνθημα «όχι μόνο στον εκπαιδευτικό, 1400 σε όλο το λαό»: μέσα στον αγώνα το ζήτημα του μισθού μπήκε από τους αγωνιζόμενους δασκάλους ως κάτι που αφορά όλους τους μισθωτούς).

Τα αιτήματα σε σχέση με την κατάσταση του ευρύτερου εργατικού κινήματος

Όσον αφορά την «απογείωση των αιτημάτων σε σχέση με το επίπεδο της ταξικής πάλης στη σημερινή συγκυρία και την επάρκεια-δυνατότητα του κλάδου των δασκάλων να ζητήσει μόνος του όσα ζήταγε» πρέπει να κάνουμε πρώτα μια ιστορική παρένθεση και να δούμε το τι συνέβη στη σύνθεση και κατάσταση της εργατικής τάξης την τελευταία περίπου 20ετία: μόνο έτσι θα καταλάβουμε τη θέση της, το ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο της ταξικής πάλης που βιώνουμε και την ανεπάρκεια του κλάδου των δασκάλων να ζητήσει μόνος του (σε υλικό αγώνα) όσα ζήτησε το Φθινόπωρο του 2006.

Πολύ συνοπτικά, αυτό που συνέβη τα τελευταία 20 χρόνια ήταν το εξής:

Α) Από το δεύτερο μισό του ’80 ξεκινά η λιτότητα. Η περικοπή του εργατικού και κοινωνικού μισθού (μείωση κοινωνικών παροχών) οδηγεί ήδη από τις αρχές του ’90 στην αύξηση της ζήτησης εργασίας: εργαζόμενοι ψάχνουν για δεύτερη δουλειά, νέοι και γυναίκες μπαίνουν στην αγορά εργασίας για να ενισχύσουν τα οικονομικά του νοικοκυριού. Κάτι που συνεχίζεται αμείωτα.

Β) Την ίδια στιγμή, στις αρχές του ’90 έχουμε τη μεγάλη είσοδο των μεταναστών εργατών: ήταν μια στρατηγική κίνηση του κεφαλαίου για να καλύψει τις κατώτερες, στον καταμερισμό εργασίας, θέσεις εργασίας, με φτηνό εργατικό δυναμικό. Έτσι η σύνθεση του εργατικού δυναμικού σε πρόσωπα αρχίζει και αλλάζει ραγδαία μέσα στο ’90: με τη συνεχή είσοδο μεταναστών, νέων, γυναικών.

Γ) Η συνεχής είσοδος νέων και κυρίως των γυναικών μέσα στην αγορά εργασίας τα τελευταία 20 χρόνια είναι κυρίως μια αναγκαστική κίνηση: καθώς ο ένας μισθός δεν φτάνει στο νοικοκυριό, και καθώς οι (όποιες) κοινωνικές δαπάνες υπέρ των λαϊκών στρωμάτων συρρικνώνονται (επιδόματα κτλ), οι νέοι και οι γυναίκες αναγκάζονται να αναζητήσουν δουλειά . Έτσι αναπτύσσεται κυρίως το φαινόμενο της ανεργίας: υπάρχει αυξημένη ζήτηση για εργασία (καθώς τα «λεφτά δεν φτάνουν»), ζήτηση που δεν μπορεί να καλυφθεί από τις νέες θέσεις εργασίας. Αν και σε μερικούς κλάδους (π.χ. κλωστοϋφαντουργία) οι θέσεις εργασίας πραγματικά μειώνονται, αν δούμε συνολικά/αθροιστικά όλους τους κλάδους, τότε θα διαπιστώσουμε πως οι θέσεις εργασίας τα τελευταία χρόνια αυξάνονται και μάλιστα πολύ ! Η ανεργία που αναπτύσσεται λοιπόν δεν είναι πρόβλημα «των λίγων νέων θέσεων εργασίας», αλλά της πολύ μεγάλης ζήτησης για εργασία/εισόδημα από τον κόσμο. Της μεγάλης οικονομικής στενότητας, δηλαδή της λιτότητας, που αναδεικνύεται ως η πλέον στρατηγική επιλογή του κεφαλαίου.

Δ) Οι νέες θέσεις εργασίας δημιουργήθηκαν και δημιουργούνται στον τριτογενή τομέα. Εμφανίζονται χιλιάδες θέσεις σε εμπόριο, εκπαίδευση, επισιτισμό-ψυχαγωγία κτλ . Εμφανίζονται νέα επαγγέλματα χωρίς καμιά κληρονομιά συγκρότησης και αγώνα. Εμφανίζονται πολλοί χώροι εργασίας μικροί και αποκεντρωμένοι, και όχι μαζικοί όπως π.χ. τα εργοστάσια. Εμφανίζονται νέες αντικειμενικές δυσκολίες στην οργάνωση της εργατικής τάξης, λόγω του πιο «κατακερματισμένου-τριτογενοποιημένου» τρόπου παραγωγής.

Ε) Η αυξημένη ανεργία του ντόπιου πληθυσμού (κυρίως των νέων και γυναικών) είναι ο καλύτερος «πολιορκητικός κριός» για την αλλαγή των εργασιακών σχέσεων: δηλαδή αφού ο άλλος δεν βρίσκει δουλειά/εισόδημα, δέχεται οποιαδήποτε εργασία. Πραγματικά μέσα στο ’90 δημιουργείται ο αναγκαίος υπερπληθυσμός που ασκεί πίεση: α) για τη δυναμική επανεμφάνιση της μαζικής «μαύρης εργασίας» και β) για τη θεσμοθέτηση και ανάπτυξη για πρώτη φορά από το Κράτος της ελαστικής/ προσωρινής εργασίας (μερική απασχόληση, συμβάσεις χρόνου ή έργου, εποχική δουλειά κτλ) . Η θεσμοθέτηση της προσωρινής και μερικής εργασίας στην Ελλάδα είναι κάτι νέο και γίνεται με φόντο την ύπαρξη του υπερπληθυσμού που ζητά εργασία για να επιβιώσει. Έτσι γίνεται γεγονός το ότι εργαζόμενοι που δουλεύουν στην ίδια εταιρεία, μπορεί να έχουν τελείως διαφορετικές εργασιακές σχέσεις. Γίνεται γεγονός ακόμα το ότι, με τη μεγάλη αύξηση των υπεργολαβιών που κάνουν οι εταιρείες , εργαζόμενοι του ίδιου χώρου μπορεί να υπάγονται σε άλλο εργοδότη! Νέες διαιρέσεις λοιπόν μεταξύ των εργαζομένων, με βάση την εργασιακή τους σχέση και τα αντίστοιχα δικαιώματα τους (ή ακόμα και τον ίδιο τον εργοδότη) αναδύονται μέσα στα τελευταία χρόνια. Και σαφώς παρεμποδίζουν την οργάνωση και τον αγώνα.

Ζ) Η αυξημένη ανεργία έχει και άλλες προεκτάσεις: οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα (65%-70% της μισθωτής εργασίας) φοβούνται την απόλυση και συναινούν. Οι εργοδότες νιώθουν δυνατοί και αυθαιρετούν. Έτσι στον ιδιωτικό τομέα επιβάλλεται σταδιακά το απόλυτο εργοδοτικό διευθυντικό δικαίωμα σε κάθε πτυχή της εργασίας και η απαγόρευση της συνδικαλιστικής ελευθερίας (αφού κάθε συνεύρεση και διεκδίκηση ισοδυναμεί με απόλυση). Οι εργαζόμενοι, μέσα σε αυτό το καθεστώς «κοινωνικού φασισμού», δέχονται την καθήλωση του μισθού, δέχονται τις υπερωρίες (συχνά και για να ενισχύσουν λίγο το εισόδημα τους), δέχονται την εντατικοποίηση της εργασίας, δέχονται την αλλαγή των εργασιακών σχέσεων, δέχονται την όποια αυθαιρεσία της εργοδοσίας και δεν αγωνίζονται.

Φτάνουμε λοιπόν στη θέση της εργατικής τάξης σήμερα. Στον ιδιωτικό τομέα, με την αναδιάρθρωση που έγινε τα τελευταία 15-20 χρόνια και περιγράφτηκε, και παράλληλα με μια σειρά μικρών, ασύνδετων και αναποτελεσματικών αγώνων, οι εργαζόμενοι έφτασαν να είναι «τελείως στριμωγμένοι στη γωνία». Η κατάσταση είναι πραγματικά ζοφερή. Έχουν επικρατήσει (εργοδοτικά ή μη) εμπόδια στην πρωτόλεια επικοινωνία, συνεύρεση και τελικά αυτό-πεποίθηση και αυτό-συγκρότηση των εργαζομένων. Έχει επικρατήσει η αποσύνθεση και η ηττοπάθεια. Έχει χαθεί η «αγωνιστική πείρα», αφού υπάρχει παρατεταμένη «ξηρασία» αγώνων και έτσι οι περισσότεροι εργαζόμενοι, ειδικά οι νέοι, έχουν μηδαμινές εμπειρίες οργάνωσης και αγώνα. Έχει ηγεμονεύσει η εξατομίκευση και η ιδεολογία του αστισμού (κουλτούρα της προσωπικής βόλεψης ή/και ανέλιξης, κουλτούρα του «ατόμου/καταναλωτή» κτλ). Μόνο τα τελευταία χρόνια (2006-2008), και μετά την απεργία, φαίνεται επιτέλους ότι κάτι κινείται: με τις προσπάθειες οργάνωσης σε πολύ δύσκολους χώρους, όπως στις τηλεπικοινωνίες (WIND, VODAFONE κ.α.), στον επισιτισμό, στις ταχυμεταφορές κ.α., με τη μάχη του Ασφαλιστικού που (αν και ηττηθήκαμε) αρκετός νέος κόσμος από τον ιδιωτικό τομέα βγήκε για πρώτη φορά σε απεργία.

Από την άλλη μεριά, στον ευρύτερο δημόσιο τομέα τα πράγματα ήταν και είναι σαφώς καλύτερα καθότι υπήρξαν σημαντικές αντιστάσεις την τελευταία δεκαπενταετία (δάσκαλοι, καθηγητές, ΔΕΚΟ, ΟΤΑ, τραπεζικοί, λιμενεργάτες κτλ.) που εμπόδιζαν το σχέδιο της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης να περάσει έτσι εύκολα. Γιατί όμως εμφανίστηκαν (και εμφανίζονται) περισσότερες αντιστάσεις στο δημόσιο τομέα; Διότι εκεί λειτουργεί η συνδικαλιστική ελευθερία-οργάνωση και δεν εμποδίζεται από τον εργοδότη, διότι υπάρχει για τους εργαζόμενους μια απαραίτητη υλική βάση (χρόνος-χρήμα) για να ζήσουν, να στοχαστούν και να διεκδικήσουν ακόμα περισσότερα για τη ζωή τους, γιατί οι περισσότεροι χώροι είναι σχετικά μαζικοί και «κουβαλούν» συνεχή κληρονομιά οργάνωσης και αγώνα από το ’80, γιατί ο καταλυτικός φόβος της απόλυσης και της ανεργίας δεν ισχύει για τους μόνιμους εργαζόμενους. Αυτές οι συνθήκες ευνοούν τους αγώνες στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και έτσι εμποδίζουν το πέρασμα της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης. Αλλά μέσα στο πλαίσιο καθήλωσης του υπόλοιπου εργατικού κινήματος στον ιδιωτικό τομέα (όπου βρίσκονται 2 στους 3 μισθωτούς τουλάχιστον), οι αγώνες στον ευρύτερο δημόσιο τομέα είναι κυρίως αμυντικοί-συναινετικοί, προσπαθούν να μη χαθεί το «προνοιακό καθεστώς» που επικρατεί (εν συγκρίσει με τον ιδιωτικό τομέα). Και αν αυτοί οι αγώνες δεν έχουν ακόμα επιτρέψει στο Κράτος να αλλάξει ριζικά τις συνθήκες εργασίας (όπως έγινε στον ιδιωτικό τομέα), θα πρέπει να αντιμετωπίσουν από εδώ και πέρα τη συνεχή, μετωπική επίθεση.

Μέσα σε αυτό λοιπόν το επίπεδο ταξικής πάλης, δηλαδή με ελάχιστες αντιστάσεις στον ιδιωτικό τομέα και με χρόνιους αμυντικούς αγώνες στον ευρύτερο δημόσιο, το συνδικάτο των δασκάλων βγήκε «καραφούλ επίθεση»: ζήτησε 1400 ευρώ (σχεδόν διπλό μισθό από ένα μέσο μισθό του ιδιωτικού τομέα ) και κατακόρυφη αύξηση των δημοσίων δαπανών. Ζήτησε πλήρη σύνταξη στα 30 χρόνια δουλειάς, και ενώ «μαγειρευόταν» η περαιτέρω αύξηση του χρόνου εργασίας, κάτι που ο νόμος Πετραλιά πέτυχε τελικά εις βάρος όλης της εργατικής τάξης. Ζήτησε να μη γίνει η συνταγματική αναθεώρηση (άρθρο 16), ζήτησε να σταματήσουν οι αναδιαρθρώσεις στον κοινωφελή δημόσιο τομέα (που είναι πια η πρώτη προτεραιότητα στη νεοφιλελεύθερη «ατζέντα αναδιάρθρωσης» του κεφαλαίου και που, όπως δείχνει η μάχη σε ΟΤΕ, Ολυμπιακή, λιμάνια κ.α. τελικά περνάνε).

Ζήτησε δηλαδή πράγματα εύστοχα, αλλά δυστυχώς μέσα σε ένα χρόνιο αγωνιστικό κενό των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα και μια χρόνια αμυντική στάση των εργαζομένων στο δημόσιο.

Ζήτησε πράγματα εύστοχα (όπως το σπάσιμο της λιτότητας, το σταμάτημα της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, το σταμάτημα των αναδιαρθρώσεων στο δημόσιο τομέα) που δυστυχώς μόνος του ο κλάδος των δασκάλων (και οποιοσδήποτε κλάδος) είναι πολύ δύσκολο να τα αποσπάσει, πράγματα στρατηγικής σημασίας για το κεφάλαιο μέσα στο διεθνοποιημένο νεοφιλελευθερισμό, πράγματα που επιβάλλονται πάρα πολύ βίαια και αφορούν όλους τους μισθωτούς στο σύνολο τους και έτσι τελικά «αναλογικά», χρειάζονται την εμφάνιση ενός δυνατού και συντονισμένου εργατικού κινήματος σε πολλούς κλάδους για να τα παλέψει στα ίσα (η πρόσφατη άλλωστε ήττα στο Ασφαλιστικό το απέδειξε).

Με αυτά τα «κρίσιμα» δεδομένα λοιπόν -που αφορούν την κατάσταση και θέση του εργατικού κινήματος και τις κρίσιμες στρατηγικές του κεφαλαίου σε συνθήκες νεοφιλελευθερισμού- τα αιτήματα της ΔΟΕ/Παρεμβάσεων, αν και γενικά ήταν στη σωστή κατεύθυνση, ήταν «απογειωμένα»: απογειωμένα από το επίπεδο αγώνα και αυτό-πεποίθησης των άλλων εργαζομένων και απογειωμένα από την επάρκεια-δυνατότητα του κλάδου να τα ζητήσει μοναχός του.

Το μέτρο των αιτημάτων ήταν «μαξιμαλιστικό», ήταν μέτρο που δεν μπορούσε να επικαλεστεί εύκολα ο καθημερινός εργαζόμενος (δάσκαλος ή μη, δημόσιος ή ιδιωτικός), μέτρο που δεν βοηθά την εύκολη κυκλοφορία του αγώνα με υλικούς όρους και σε άλλους κλάδους. Το γεγονός αυτό συνέβαλε κομβικά στη μη-συστράτευση και άλλων εργαζομένων μαζί με τους δασκάλους και στην ήττα μιας απεργίας 6 εβδομάδων. Και πρέπει να το δούμε κατάματα .

Η. 2η και 3η εβδομάδα: Το «φάλτσο» της Μαριέττας και η διαδικασία συσπείρωσης της βάσης

Γυρίζοντας πίσω στην ιστορία της απεργίας, η Δευτέρα (25/9) είναι σίγουρα η μέρα-κλειδί. Ο κόσμος μπαίνει στην απεργία εκείνη τη μέρα για να διαδηλώσει και βλέπει ξεκάθαρα απέναντι του τον εχθρό: Την αδιάλλακτη Μαριέττα που κοροϊδεύει και απαξιώνει τον κόσμο στα ίσα. Εκεί αρχίζει λοιπόν μια διαδικασία ανασυγκρότησης της βάσης με βοήθεια/αφορμές:

α) Κυρίως τον εμπαιγμό και το απαξιωτικό ύφος του Υπουργείου. Πραγματικά όλοι, και όχι μόνο οι δάσκαλοι, κατάλαβαν πως ήταν κοροϊδία να δώσεις στους εργαζόμενους ένα επίδομα που δικαιούνται εδώ και πολλά χρόνια σε έξι εξάμηνα, δηλαδή σε τρεισήμισι χρόνια! Και επιπλέον να τους λες, «άντε, πάρτε και 2 ευρώ»!

β) Την καταστολή στις διαδηλώσεις και τον τρόπο που προβλήθηκε από τα ΜΜΕ
(σιδερογροθιά που φορούσε αστυνομικός κτλ.)

γ) τη «θετική» στάση των (ΠΑΣΟΚικων) Μ.Μ.Ε-δημοσιογράφων και της «κοινής γνώμης»
(όπως αυτή εμφανίζεται δημοσιογραφικά).

Εδώ πριν προχωρήσουμε χρειάζεται μια παρένθεση για το ζήτημα της κοινωνικής παρουσίασης της απεργίας από τα ΜΜΕ . Καταρχήν είναι πια απίστευτος ο βαθμός διαμόρφωσης των κοινωνικών αναπαραστάσεων από τα ΜΜΕ και η διαμεσολάβηση των πραγματικών ανθρώπινων κοινωνικών σχέσεων από την εικόνα, το θέαμα. Γιατί το λέω αυτό; Διότι δάσκαλοι με παθητική και μικρή συμμετοχή είδαν ξαφνικά τον εαυτό τους (μετά τη Δευτέρα) να παρουσιάζεται ως «ο πρωτοπόρος στην κοινωνία»: είδαν δηλαδή από την τηλεόραση και τον καναπέ να διαδηλώνουν οι συνάδελφοι τους, να χτυπιούνται από την αστυνομία, είδαν τη «κοινή γνώμη» και τους (άλλοτε εχθρικούς) δημοσιογράφους να υποστηρίζουν το «δίκαιο αγώνα τους» και, με όλα αυτά, άρχισαν να νιώθουν ότι κάτι γίνεται και ίσως ότι είναι αυτοί που «πράττουν, αγωνίζονται, χτυπιούνται, υποστηρίζονται». Υπήρχαν δηλαδή περιπτώσεις που περισσότερο ενεργοποιήθηκε ο άλλος από το μέσο (τηλεόραση) παρά από τον απεργό-συνάδελφο που γύριζε τα σχολεία και παρότρυνε για συμμετοχή στην απεργία, διαδήλωση κτλ.

Το οξύμωρο είναι ότι όλο αυτό συνέβη μια χρονική στιγμή όταν (με βάση τις συζητήσεις που είχα με συναδέλφους στη Θεσσαλονίκη) ο πραγματικός, άμεσος περίγυρος των δασκάλων φαινόταν να μην ήταν και τόσο θετικός απέναντι στην απεργία τους. Με αυτό τον τρόπο δεν θέλω να πω ότι η απεργία δεν έτυχε κοινωνικής συμπαράστασης. Παρολαυτά, είναι ερωτηματικό κατά πόσο υπήρξε αληθινά μεγάλη κοινωνική συμπάθεια για την απεργία . Η άμεση επαφή με τους άλλους (φίλους, γνωστούς, συγγενείς κτλ.) έδειχνε πως αρχικά (1η-2η εβδομάδα) η συμπάθεια της κοινωνίας δεν ήταν και τόσο μεγάλη, όσο εμφανίζονταν από (τη θετική προβολή των περισσοτέρων) ΜΜΕ. Σε καμιά περίπτωση βέβαια δεν λειτούργησε ο «κοινωνικός αυτοματισμός» όπως σε προηγούμενα χρόνια, σε προηγούμενες κινητοποιήσεις. Αυτό κυρίως που έγινε ήταν το ότι καθώς η απεργία (και η «αδικία» σύμφωνα με τα ΜΜΕ) συνεχιζόταν, καθώς ο κόσμος έβλεπε πως οι απεργοί-εργαζόμενοι μπαίνουν σε τρίτη και τέταρτη εβδομάδα αγώνα χωρίς να κερδίζουν τίποτα, απαξιωμένοι, καθώς οι απεργιακές επιτροπές έκαναν καλή δουλειά στην ενημέρωση γονέων, καθώς και άλλοι χώροι εμπλέκονταν (καθηγητές, μαθητές, φοιτητές) στον αγώνα., το κλίμα γίνονταν όλο και πιο θετικό για τους «πρωτοπόρους αγωνιστές-δασκάλους».

Γυρίζοντας πίσω στα γεγονότα, θα πρέπει να πούμε πως ο διαδηλώσεις της Τετάρτης της δεύτερης εβδομάδας (27/9) πληθαίνουν αισθητά από κόσμο. Οι ζυμώσεις-συζητήσεις στη βάση ενεργοποιούνται. Έτσι αρχίζει και ακούγεται από πολύ κόσμο πως «τα ΜΜΕ παίζουν όλο το οικονομικό και δεν αναδεικνύουν τα θεσμικά». Και η ίδια η ΔΟΕ και ο Μπράτης κριτικάρονται για αυτό. Η βάση θεωρεί πως είναι λάθος, «παγίδα» η συζήτηση μόνο για τα 105 ευρώ (αν και σε καμία περίπτωση -όπως το βίωσα- δεν φαίνεται να πιστεύει και στα 1400). Συζητάει και αναδεικνύει και άλλα ζητήματα, κυρίως αυτό της υποχρηματοδότησης και των νέων βιβλίων που εντατικοποιούν την εργασία δασκάλου-μαθητή. Όλη αυτή η διαδικασία συσπείρωσης-συζήτησης-ζύμωσης αποτυπώνεται και σε επίπεδο Πρωτοβάθμιων Συλλόγων: οι Γενικές Συνελεύσεις Συλλόγων με απαρτία και απόφαση για συνέχιση της απεργίας αυξάνονται στο τέλος της δεύτερης εβδομάδας και γίνονται 39.

Την τρίτη εβδομάδα οι διαδικασίες ζύμωσης συνεχίζουν να λαμβάνουν χώρα. Η συμμετοχή της ΟΛΜΕ τις δύο πρώτες μέρες με απεργία, και της ΑΔΕΔΥ την Πέμπτη, βοηθάει γενικά τη συμμετοχή («ε, αφού εδώ μπήκαν οι καθηγητές, εμείς να μην συμμετάσχουμε;»). Εκείνη τη Πέμπτη (5/10) γίνονται πραγματικά ογκώδη συλλαλητήρια σε Αθήνα-Θεσσαλονίκη με φοβερό παλμό. Ακούγονται πιο «κοινωνικά» συνθήματα όπως το «1400 για όλο το λαό» στη Θεσσαλονίκη. Διαφαίνεται πως το στοίχημα είναι τελικά πανεργατικό. Διαφαίνεται όμως, την ίδια πάλι εβδομάδα, πως ο κόσμος (με εξαίρεση περιοχές της Αθήνας-Κρήτης) έχει επιβάλλει τη δική του μορφή αγώνα: κάνει δηλαδή κυλιόμενη απεργία και όχι πενθήμερη. Έτσι (ήδη ξεκινώντας από τη δεύτερη εβδομάδα) τις μέρες των διαδηλώσεων τα ποσοστά εκτινάσσονται και τις άλλες μέρες είναι πιο μικρά. Στο τέλος τελικά της εβδομάδας, οι Σύλλογοι που έχουν απαρτία και απόφαση για συνέχιση του αγώνα με πενθήμερη μειώνονται ξανά σε 28. Γιατί άραγε; Και γιατί ο περισσότερος κόσμος μπαίνει οριστικά σε κυλιόμενες από την τρίτη εβδομάδα και μετά, είναι τόσο το «οικονομικό» που τον πονάει; Είναι κυρίως το κοινωνικο-ψυχολογικό, είναι ξεκάθαρο πως η βάση παρέμενε επιφυλακτική, δεν έκανε την υπέρβαση, δεν κατάφερε να «μπει ενεργητικά», να πάρει τον αγώνα αυτή στα χέρια της. Και αυτό συνέβη διότι: α) η απεργία καθοριζόταν de facto «από τα πάνω» και δεν υπήρχαν ουσιαστικά όργανα π.χ. συντονιστικά απεργιακών επιτροπών, που θα αναδείκνυαν περισσότερο το «από κάτω», τη βάση. Περιεχόμενο και μορφή «είχαν κλειδώσει από τα πάνω» αποθαρρύνοντας κάπως μια πιο ενεργητική συμμετοχή της βάσης β) Κυριότερα, η βάση δεν έβλεπε ότι διακυβεύεται επίδικο ζήτημα για αγώνα. Κανείς μα κανείς δεν πίστευε ότι θα πάρει 1400 ή ότι θα χρηματοδοτηθεί η Παιδεία με 5%! Τα αιτήματα, όπως ειπώθηκε, ήταν «μαξιμαλιστικά» και κάπως γενικά-αφηρημένα. Δεν υπήρχαν 2-3 πιο επίδικοι, συγκεκριμένοι στόχοι που ο άλλος πιστεύει πραγματικά ότι μπορεί να κερδίσει. Η απεργία πήρε έτσι περισσότερο τη μορφή μιας κοινωνικής διαμαρτυρίας και όχι ενός πραγματικού υλικού αγώνα με στόχο τη νίκη γ) Ναι μεν η συμπάθεια από την κοινωνία βελτιωνόταν στη δεύτερη και τρίτη εβδομάδα αλλά δεν υπήρχε και κάποιος άλλος δίπλα στους δασκάλους να αγωνίζεται, να είναι στο δρόμο. Αμέτρητοι δάσκαλοι είπαν «που είναι, τι κάνουν οι καθηγητές »; Πολλοί ένιωθαν πως μόνοι είναι δύσκολο να σηκώσουν το «βαρύ φορτίο» (αν και κάποιοι ευχαριστιόντουσαν που επιτέλους δεν ήταν «ουρά» της ΟΛΜΕ) δ) Η πλειοψηφία των δασκάλων ήταν, όπως προαναφέρθηκε, εδώ και χρόνια στην κοινωνική αδράνεια. Ήταν αντικειμενικά δύσκολο δηλαδή για πολλούς συναδέλφους να ανατρέψουν όλα αυτά με μιας: να ανατρέψουν τα «συντηρητικά, συναινετικά ανακλαστικά» που γεννιούνται λόγω των «παραγόντων (μικρο)αστικοποίησης» που περιγράφτηκαν, να ανατρέψουν την κοινωνική αδράνεια και τη μοιρολατρία ότι «τίποτα δεν αλλάζει», να ανατρέψουν τις διαδικασίες ανάθεσης με τον οποίο λειτουργεί ο δασκαλικός συνδικαλισμός, να «μεταμορφώσουν» τελικά τον ίδιο τους τον εαυτό σε δυναμικό απεργό με λόγο για τα πράγματα.

Θ. 4η εβδομάδα. Σημάδια κόπωσης και έλλειψης στόχου στους δασκάλους. Νέοι σύμμαχοι όμως στο δρόμο.

Η τέταρτη εβδομάδα είναι η κορύφωση και ταυτόχρονα η αρχή της «αντίστροφης μέτρησης» για την απεργία των δασκάλων. Η μορφή των κυλιόμενων απεργιών κάνει την εμφάνιση της και στην Αθήνα, τα ποσοστά συμμετοχής πέφτουν σημαντικά., κατά 15-20% περίπου. Όλο και περισσότεροι δάσκαλοι αρχίζουν και αναρωτιούνται για το «που πάμε» καθώς η κυβέρνηση φαίνεται αδιάλλακτη, δεν συζητά καν, όλο και περισσότεροι σκέφτονται ότι ίσως θα ήταν δόκιμο να αλλάξει η μορφή της απεργίας, όλο και περισσότεροι διαισθάνονται ότι η απεργία δεν θα τα καταφέρει αλλά και το ότι δεν γίνεται ακριβώς για να τα καταφέρει, αλλά για να εκφράσει το «γαμώτο», τη δυσαρέσκεια του κλάδου, την αξιοπρέπεια του μετά το «φτύσιμο» (χρόνιο και πρόσκαιρο από τη Μαριέττα στις 25/9). Στο συνδικάτο είναι φανερό ότι όλο και περισσότεροι, από όλες τις παρατάξεις που ψηφίζουν υπέρ της συνέχισης, σκέφτονται ότι ίσως πρέπει να αλλάξει μορφή η απεργία. Όμως είναι πολύ δύσκολο να αλλάξει μορφή η απεργία γιατί: α) πολλοί Σύλλογοι στην Αθήνα-Κρήτη έχουν κεκτημένη ταχύτητα και επιβάλλουν τη συνέχιση με πενθήμερες (είναι οι 30 περίπου Σύλλογοι που από εκείνη την εβδομάδα και μετά θα παραμείνουν «σταθεροί», δηλαδή θα είναι αυτοί οι Σύλλογοι που θα έχουν απαρτία και απόφαση για συνέχιση της απεργίας στην Ολομέλεια των Προέδρων, στο τέλος των απεργιακών εβδομάδων) β) Εκκρεμεί σίγουρα και άλλο ραντεβού με την Υπουργό, δεν γίνονταν να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση το ζήτημα μόνο με τη συνάντηση της 25/9, ειδικά μετά τη μεγάλη δυναμική και δημοσιότητα που πήρε το θέμα γ) η πλειοψηφική ΠΑΣΚ δεν θέλει να δείξει ότι έκανε την απεργία μόνο για αντιπολιτευτικούς λόγους και περιμένει και τα αποτελέσματα των Δημοτικών Εκλογών. Στο επίπεδο των απεργιακών επιτροπών και της αγωνιζόμενης βάσης, η «δουλειά» παίρνει άλλη τροπή, το βάρος τώρα δίνεται στην ενημέρωση των γονιών και των τοπικών κοινωνιών και των άλλων εργαζομένων, και όχι τόσο στο γύρισμα των σχολείων για να «ζυμωθεί ο άλλος» να κατέβει στην απεργία. Άλλωστε όλοι πια στα σχολεία γνωρίζουν για την απεργία και έχουν πάρει θέση. Πραγματικά η δουλειά των απεργιακών επιτροπών στοχεύει την κοινωνία και είναι πάρα πολύ καλή, γίνονται ενημερώσεις των γονιών στα σχολεία, όπου και γονείς οι οποίοι είναι αρνητικοί απέναντι στην απεργία αλλάζουν στάση μετά την κουβέντα (αυτή η δουλειά θα φανεί πολύ την αμέσως επόμενη εβδομάδα). Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί πως στη Θεσσαλονίκη γίνεται μια ύστατη προσπάθεια για να γίνει συντονιστικό απεργιακών επιτροπών (πρόταση που κατέθεσα προσωπικά σε συνάντηση των Παρεμβάσεων μετά το μεγάλο συλλαλητήριο της τρίτης εβδομάδας στις 5/10 και με την αγωνία -και λάθος εκτίμηση- ότι οι ΠΑΣΟΚοι το πάνε για κλείσιμο αφού στην ΟΛΜΕ δεν ζητούν απεργία διαρκείας). Η πρόταση δεν στηρίχτηκε θερμά παρά από λίγα μέλη των Παρεμβάσεων, και την τέταρτη εβδομάδα, δύο συναντήσεις που έγιναν για αυτό το σκοπό απέτυχαν. Η απεργία είχε μπει στον «αυτόματο πιλότο».

Στο δρόμο, οι διαδηλώσεις της 11ης Οκτωβρίου θα έχουν τον ίδιο περίπου μεγάλο όγκο, θα εκφράζουν την κοινωνική διαμαρτυρία, με άλλη όμως σύνθεση τώρα: οι δάσκαλοι που κατεβαίνουν μειώνονται κάπως (στη Θεσσαλονίκη τουλάχιστον) αλλά έρχεται ενίσχυση από μαθητές των καταλήψεων, περισσότερους καθηγητές και λίγους φοιτητές. Για πρώτη φορά βλέπουμε στο δρόμο τα «κομμάτια» της Δημόσιας Εκπαίδευσης να πορεύονται μαζί, φαίνεται το πως θα μπορούσε να είναι ένα πανεκπαιδευτικό μέτωπο στο δρόμο. Αλλά ας δούμε λίγο πιο συγκεκριμένα το τι συμβαίνει με το κάθε «κομμάτι».

Οι καθηγητές την 4η εβδομάδα συμμετέχουν ξανά με 2μερη (και μία μέρα από την ΑΔΕΔΥ στις 11/10). Η εισήγηση για διήμερη στο τέλος της 3ης εβδομάδας από την ΟΛΜΕ έδειχνε πως οι (πλειοψηφικοί) ΠΑΣΟΚοι της ΟΛΜΕ δεν ήθελαν να στηρίξουν τη ΔΟΕ, για την ακρίβεια έδιναν μια καλή «πάσα» στα αδέρφια τους στη ΔΟΕ να πουν ότι δεν υπάρχει στήριξη και ότι η απεργία πρέπει αργά ή γρήγορα να κλείσει (λάθος εκτίμηση). Στις ΕΛΜΕ, τους τοπικούς συλλόγους καθηγητών, η κινητικότητα δεν ήταν μεγάλη, περισσότερες ΕΛΜΕ πήραν απόφαση για συμπόρευση με τη ΔΟΕ, σε σχέση με την τρίτη εβδομάδα, αλλά σε καμία περίπτωση δεν συγκροτήθηκε πλειοψηφικό ρεύμα υπέρ της συστράτευσης με τους απεργούς δασκάλους. Στην ουσία αυτοί που ενδιαφέρονταν ήταν οι «πολιτικοποιημένοι», η βάση των καθηγητών ήταν πολύ «παγωμένη» . Η εξάπλωση των καταλήψεων των μαθητών στην αρχή της τέταρτης εβδομάδας θα κλείσει τα σχολεία, κάτι το οποίο δύσκολα θα γίνονταν από τους καθηγητές. Έτσι, οι μαθητές παίρνουν στην ουσία τη σκυτάλη.

Στο κατέβασμα των μαθητών θα παίξει καίριο ρόλο η παρέμβαση του ΚΚΕ. Το ΣΑΣΑ (Συντονιστικό Αγώνα Σχολείων Αθήνας), μακρύ χέρι της πολιτικής του ΚΚΕ στους μαθητές, θα καταφέρει να κινητοποιήσει μαθητές αλλά και την ίδια στιγμή να τους ελέγξει πλήρως. Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα στην πορεία στην Αθήνα: τα μπλοκ των μαθητών που συσπειρώνονταν γύρω από το ΣΑΣΑ δεν ακολούθησαν τους δασκάλους σε όλη τη διάρκεια της πορείας αλλά κάποια στιγμή αποχώρησαν οργανωμένα για να πάνε σε…συνέλευση. Υπήρχαν βέβαια και μαθητές που λειτούργησαν πιο αυτόνομα και ακολούθησαν αυτό που τους φαινόταν λογικό, την πορεία δηλαδή σε όλη τη διάρκεια της. Όσον αφορά τώρα τα κίνητρα των μαθητών για να αρχίσουν τις καταλήψεις και να κατεβούν στο δρόμο, αυτά δεν ταυτίζονταν με τα βασικά κίνητρα των δασκάλων παρά στο υπάρχον ζήτημα της απαξίωσης/υποχρηματοδότησης των σχολείων. Τα ζητήματα που έμπαιναν μπροστά στα συνθήματα των μαθητών αφορούσαν τη χειραγώγηση-εντατικοποίηση τους από το σύγχρονο σχολείο, την έλλειψη χρηματοδότησης και την απαξίωση των σχολείων. Σίγουρα η εντατικοποίηση της εργασίας των μαθητών στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, μετά τη μεταρρύθμιση Αρσένη, ήταν ένα υπόρρητο κίνητρο για να βγουν οι μαθητές στο δρόμο. Επιπλέον, το όριο της «βάσης του 10» που εφαρμόστηκε το καλοκαίρι και απέκλεισε χιλιάδες μαθητές από την εισαγωγή τους στα «άδεια» τμήματα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, φάνηκε να ανησυχεί και να κινητοποιεί πολλούς μαθητές. Ακόμα, η δημιουργία των ΕΠΑΛ-ΕΠΑΣ στη θέση των ΤΕΕ, δηλαδή το νέο πείραμα στην ήδη πολύ απαξιωμένη Τεχνική Εκπαίδευση, μπορεί να ώθησε κάποιους μαθητές από αυτά τα σχολεία να κατέβουν στο δρόμο. Παρολαυτά, ο καθοριστικός ρόλος του ΚΚΕ για τη συμμετοχή των μαθητών, καθώς και η έλλειψη αυτόνομου πολιτικού λόγου που παρατηρήθηκε σε πολλούς μαθητές, έδειχνε πως η κάθοδος στο δρόμο ήταν περισσότερο ένα πρόσκαιρο ξέσπασμα, μια «έμπνευση» από τον αγώνα των εκπαιδευτικών χωρίς τη δικιά της δυναμική.

Στις διαδηλώσεις εμφανίστηκαν και κάποια μπλοκ Συλλόγων Φοιτητών, των πιο ριζοσπαστικών (από τα Πολυτεχνεία κυρίως). Η συντριπτική πλειοψηφία των φοιτητών θα παραμείνει στα ιδρύματα, σε ενασχόληση με την εξεταστική. Τα ζητήματα που κινητοποιούν τους φοιτητές είναι αυτά του κινήματος του Μαΐου-Ιουνίου: ο νόμος-πλαίσιο και το άρθρο 16, η προσπάθεια δηλαδή «ιδιωτικοποίησης» του καθεστώτος στα Δημόσια Ιδρύματα με την εντατικοποίηση της εργασίας των φοιτητών (ρύθμιση ν+2, αλυσίδες μαθημάτων κτλ), την κατάργηση της συνδικαλιστικής ελευθερίας τους (υπονόμευση ασύλου), τη (μεγαλύτερη) είσοδο επιχειρήσεων-χορηγών στη χρηματοδότηση και έλεγχο των σπουδών τους κτλ. Κοινός τόπος με τους δασκάλους θα είναι η υποχρηματοδότηση της Παιδείας και η απειλή αναδιάρθρωσης της προς το «ιδιωτικότερο», δηλαδή χειρότερο. Παρολαυτά, τα πρωτεύοντα κίνητρα των δύο κομματιών διαφέρουν ριζικά: στους δασκάλους είναι η οικονομική-κοινωνική απαξίωση ως μισθωτοί εργαζόμενοι, στους φοιτητές φαίνεται να είναι: α) η χειροτέρευση των όρων σπουδών τους με το νόμο-πλαίσιο (χειροτέρευση που ήδη λαμβάνει χώρα π.χ. το Πανεπιστήμιο είναι πιο εντατικοποιημένο απ’ ότι παλιότερα και το κόστος του μεγαλώνει, κάτι που έχει οδηγήσει πολύ περισσότερους φοιτητές να εργάζονται σε επισφαλείς συνθήκες για να τα βγάλουν πέρα) β) ο κόσμος της εργασιακής-υπαρξιακής αβεβαιότητας στον οποίο βλέπουν να μπαίνουν στο κοντινό μέλλον (και τους αγχώνει στο παρόν), δηλαδή η εντατικοποίηση και υποτίμηση τους ως μελλοντικοί (και κάποιοι ως νυν) εργαζόμενοι, ως νέοι άνθρωποι με κριτική σκέψη και υψηλές προσδοκίες, όνειρα για τη ζωή.

Τέλος, από το πανεκπαιδευτικό μέτωπο έλλειπε ένα τεράστιο κομμάτι. Δεν μιλάω καν για τις καθαρίστριες στα σχολεία ή τους σχολικούς φύλακες κτλ., για όσους άλλους δηλαδή ασχολούνται στον κλάδο της εκπαίδευσης χωρίς την ιδιότητα του εκπαιδευτικού . Μιλάω όμως για το τεράστιο κομμάτι των εκπαιδευτικών του ιδιωτικού τομέα, αυτών που δουλεύουν στην «παραπαιδεία» (φροντιστήρια, ΙΕΚ, Ξένες Γλώσσες κτλ), που είναι 130.000 άτομα από το σύνολο των 300.000 που δουλεύουν στον κλάδο «εκπαίδευση», σχεδόν οι μισοί! Αυτοί λοιπόν; Δεν έχουν λόγο για τα ζητήματα της Παιδείας; Δεν έχουν λόγο για τη θέση τους ως εργαζόμενοι εκπαιδευτικοί; Γιατί έλλειπαν; Οι λόγοι είναι προφανείς: Α) Πώς να βγουν στο δρόμο, όταν εργάζονται στο καθεστώς «δεσποτισμού» του ιδιωτικού τομέα όπου κάθε συνδικαλιστική δράση διώκεται με σκληρό τρόπο ; Και οι «ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί» έχουν κάθε λόγο να φοβούνται την απόλυση (αν και δεν θα χάσουν υψηλά μεροκάματα) διότι πολλοί απόφοιτοι «καθηγητικών» σχολών περιμένουν «έξω από την πόρτα», υπάρχει δηλαδή συνεχής προσφορά εργασίας προς τους εργοδότες Β) Η σύνθεση είναι φοβερά ετερογενής, υπάρχουν πολλές διαιρέσεις που εμποδίζουν την οργάνωση και τον αγώνα. Επιγραμματικά αναφέρω: 1) ο κλάδος της «ιδιωτικής» εκπαίδευσης, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, έχει ίσως τη μεγαλύτερη ποικιλία εργασιακών σχέσεων, όπως άφθονη «μαύρη» εργασία, ωρομίσθια δουλειά, συμβάσεις ορισμένου χρόνου, σχέσεις «ελεύθερου επαγγελματία» («ιδιαίτερα», σύμβαση έργου) κτλ. 2) οι χώροι δουλειάς είναι πολλοί/διαφορετικοί και μικροί, με λίγο προσωπικό, όπου δεν μπορεί να σταθεί εύκολα έξω-θεσμική οργάνωση ή θεσμική, δηλαδή επιχειρησιακό σωματείο. Απομένει μόνο η «κλαδική» κάλυψη σε περίπτωση που υπάρχει μια δράση 3) Ένας εκπαιδευτικός στον ιδιωτικό τομέα (με τις πενιχρές αμοιβές), μπορεί να εργάζεται ταυτόχρονα σε πολλούς χώρους, με πολλούς εργοδότες, χωρίς δηλαδή μια σταθερή αναφορά 4) Πολλοί εκπαιδευτικοί, μέσα στο άθλιο καθεστώς εργασίας της «παραπαιδείας» (και χωρίς να έχουν «βγει» αγώνες που θα βελτιώνουν κάπως το καθεστώς), έχουν τελικά ως μοναδική προσδοκία και ενδιαφέρον, όχι το πώς θα βελτιώσουν τις συνθήκες εκεί που εργάζονται, αλλά στο πώς κάποια στιγμή θα καταφέρουν να μπουν στο «όνειρο», στη Δημόσια Εκπαίδευση. Πολλοί μάλιστα θέλουν να βλέπουν ως εφήμερο αυτό που κάνουν, μια «παρένθεση».

Γ) Τα επίδικα ζητήματα για τους «ιδιωτικούς» εκπαιδευτικούς σχετίζονται λοιπόν με το πολύ άσχημο καθεστώς εργασίας (εντατικοποίηση, μη-ασφάλιση, κακοπληρωμή κτλ.) και το «όνειρο»: τον τρόπο πρόσβασης κάποια στιγμή στη Δημόσια Εκπαίδευση. Όμως τα πρωτεύοντα ζητήματα που έβαλαν οι ήδη «δημόσιοι» εκπαιδευτικοί (αύξηση μισθού, αύξηση χρηματοδότησης των δημόσιων σχολείων, γενικά «αναβάθμιση» και προστασία της Δημόσιας Εκπαίδευσης) δεν αφορούσαν (και έτσι δεν άγγιξαν) παρά ελάχιστα τον «ταξικό αδερφό», τον εκπαιδευτικό του φροντιστηρίου. Πραγματικά, αν δούμε προσεχτικά, στο (μεγάλο) πλαίσιο αιτημάτων της ΔΟΕ, η αναφορά στην ήδη υπάρχουσα ιδιωτική εκπαίδευση είναι ελάχιστη και έμμεση (υπήρχε το αίτημα για «μαζικούς διορισμούς για να καλυφθούν τα κενά» που στο δημόσιο λόγο μπήκε στο «καλάθι των θεσμικών»). Στα αιτήματα των καθηγητών, όπου εκεί μπαίνει κομβικά το ζήτημα της «παραπαιδείας», η αναφορά ήταν μηδαμινή ! Τέλος, οι μαθητές έβαζαν κάπου το ζήτημα της «παραπαιδείας» και οι φοιτητές δεν αναφέρονταν καν.

Όλα λοιπόν τα παραπάνω συντέλεσαν σε κάτι που οι περισσότεροι, δυστυχώς, το θεωρήσαμε «φυσικό»: οι 130.000 εκπαιδευτικοί της «παραπαιδείας» να μην είναι στο δρόμο , να μην θεωρούνται μέρος αυτού που γίνονταν.

Ι. 5η και 6η εβδομάδα: This is the end…

Την Κυριακή 15/10 γίνονται Δημοτικές Εκλογές όπου το αποτέλεσμα τους δείχνει ότι δεν αμφισβείται η πολιτική ηγεμονία της ΝΔ. Αυτό σίγουρα το μετράνε όλοι οι θεσμικοί συνδικαλιστές. Την Τρίτη 17/10 γίνεται 2η συνάντηση ΔΟΕ και ΟΛΜΕ με την Υπουργό. Η Υπουργός, μετρώντας και το αποτέλεσμα των δημοτικών εκλογών, δεν δεσμεύεται σε κανένα αίτημα, παρά μόνο στο να γίνει υποχρεωτική η προσχολική αγωγή για ένα έτος (και χωρίς να παρουσιάσει το πώς θα γίνει αυτό – κάτι που στη συνέχεια οδήγησε στο πέρασμα του νηπιαγωγείου σε δήμους και ιδιώτες). Η απεργία συνεχίζεται την «κουτσή» 5η εβδομάδα («κουτσή» γιατί στις περισσότερες περιοχές της χώρας η απεργία ήταν για 3 μέρες, Τρίτη-Τετάρτη-Πέμπτη, λόγω εκλογών) με μεγάλη συμμετοχή τη μέρα της πορείας (18/10). Στο δρόμο παραμένει η ίδια σύνθεση που εμφανίστηκε την τέταρτη εβδομάδα, με ελαφρά ενισχυμένα τα μπλοκ μαθητών-φοιτητών και με μεγαλύτερη παρουσία (των γενικά λίγων) εργαζομένων από τον ιδιωτικό τομέα. Πιο πολλοί σύλλογοι γονέων παίρνουν θέση στα πράγματα, στηρίζοντας τους δασκάλους π.χ. γίνεται κατάληψη στο 9ο Δημοτικό Σχολείο Καλαμαριάς (Φοίνικας) αλλά και σε άλλα σχολεία της Ελλάδας (Σεπόλια, Κρήτη, Κέρκυρα κ.α.). Την Παρασκευή 20/10 γίνεται ολομέλεια Προέδρων στην Αθήνα. Κατά τη διάρκεια της εβδομάδας έχει ακουστεί πως η ΔΟΕ προσανατολίζεται να κηρύξει τριήμερη απεργία για να γίνουν οι παρελάσεις της 28ης Οκτωβρίου κανονικά. Αυτό εξοργεί τους περισσότερους απεργούς και δίνει μια μοναδική ευκαιρία να αμφισβητηθεί ο ιδεολογικός ρόλος του σχολείου και κυρίως να αναδειχτεί η ταξική ταυτότητα εις βάρος της εθνικής ενότητας. Τελικά, μετά τις αντιδράσεις στη βάση που αγωνίζεται, στην Ολομέλεια των Προέδρων ο Μπράτης αναγκάζεται να δεσμευτεί για πενθήμερη.

Η έκτη εβδομάδα ξεκινά με επικείμενο ραντεβού της ΔΟΕ με τον Πρωθυπουργό την Τρίτη 24/10. Ενισχυμένος από την ολοκλήρωση των δημοτικών εκλογών, όπου η ΝΔ δεν αμφισβητήθηκε, ο Καραμανλής δεν δεσμεύεται σε τίποτα ουσιαστικό και απλά… βελτιώνει…τις δόσεις (!) του περιβόητου επιδόματος, επικαλώντας «τα προβλήματα της οικονομίας» και ζητώντας από τους εκπαιδευτικούς «να πράξουν υπεύθυνα». Την ίδια στιγμή έχει εισπράξει τη «χείρα βοηθείας» από το ΠΑΣΟΚ που ζητάει αναβολή της συζήτησης για την αναθεώρηση του άρθρου 16 που θα γινόταν στις 25/10 (γεγονός που συσπείρωνε τον εκπαιδευτικό κόσμο -και ειδικά τους φοιτητές- όπως φάνηκε και το Γενάρη του 2008). Η απεργία έχει χαμηλά ποσοστά όλη την εβδομάδα αλλά τη μέρα του συλλαλητηρίου της 25ης Οκτωβρίου γίνεται χαμός, ειδικά στην Αθήνα. Ύστατες προσπάθειες γίνονται για συντονισμό των απεργιακών επιτροπών, κυρίως από κόσμο από τις ΕΛΜΕ Πειραία και Α.Λιοσίων . Την Παρασκευή 27/10 (αλλά ουσιαστικά από την Τετάρτη 25/10 μετά το συλλαλητήριο), η ΔΟΕ κλείνει την απεργία μετά από πρόταση των Παρεμβάσεων για δύο 24ωρες τις δύο επόμενες εβδομάδες του Νοέμβρη, ενώ η ΟΛΜΕ δεν αποφασίζει καν απεργία! Προς έκπληξη όλων, η ΠΑΣΚ έχει καταφέρει να μην αναδειχτεί σε «ξεπουλημένο τομάρι» όπως το ’97. Η απεργία κλείνει άσχημα. Χωρίς κάποια υλική νίκη, χωρίς προοπτική για τη συνέχεια, με την απειλή της «αναπλήρωσης των χαμένων ωρών» πάνω από τα κεφάλια μας (συζήτηση στην οποία μπήκε η ΔΟΕ, ήδη πριν την 6η εβδομάδα, και η οποία τελικά απορρίφθηκε στη συνέχεια της χρονιάς, από τη βάση των εκπαιδευτικών, με σημαντική αποφασιστικότητα).

Κ. Συμπεράσματα, με τη βοήθεια 2 χρόνων που διαμεσολάβησαν…

Είναι πολύ δύσκολο να μετρήσεις τι κατακτήθηκε και τι χάθηκε στη συγκεκριμένη απεργία. Πρέπει όμως νηφάλια να δούμε κάποια δεδομένα:

• Η απεργία δεν πέτυχε καμία υλική νίκη, εκτός από το να δοθεί το περιβόητο επίδομα σε δόσεις και να θεσμιστεί υποχρεωτική η προσχολική αγωγή για ένα έτος. Καθώς δεν διασαφηνίστηκε το πώς θα γίνει υποχρεωτική, με τι κονδύλια και δομές, το Υπουργείο «αντέστρεψε το αίτημα» και το χρησιμοποίησε για να παραχωρήσει τη λειτουργία των νηπιαγωγείων σε ιδιώτες και δήμους. Η μάχη για το ζήτημα των νηπιαγωγείων έχει μπει από τότε σε νέα βάση.

• «Αν μετά κάποιον αγώνα οι εργάτες παραμείνουν διαιρεμένοι και ανοργάνωτοι, αυτό είναι μια ήττα τους, ακόμα κι αν έχουν κατακτήσει κάτι τι. Αν, αντίθετα, με το τέλος του αγώνα οι εργάτες είναι περισσότερο ενωμένοι κι οργανωμένοι, αυτό είναι μια νίκη, ακόμα κι αν δεν έχουν ικανοποιηθεί όλες οι διεκδικήσεις». Από το βιβλίο του Νάννι Μπαλεστρίνι, Τα Θέλουμε Όλα.

Αυτή η άποψη που ανήκει σε έναν εργάτη της ΦΙΑΤ περικλείει κατά τη γνώμη μου μια μεγάλη αλήθεια. Πέρα από την υλική νίκη ή όχι ενός αγώνα, που σίγουρα έχουμε μεγάλη ανάγκη στα χρόνια του νεοφιλελευθερισμού, στα χρόνια των εργατικών ηττών, αυτό που μετράει ακόμα περισσότερο είναι το πώς αφήνει τους εργαζομένους ο αγώνας: πιο ενωμένους και οργανωμένους, πιο δυνατούς, ή το ίδιο διασπασμένους και αδύναμους όπως πριν. Με την άνεση των 2 χρόνων που διαμεσολάβησαν από την απεργία, μπορούμε να δούμε σήμερα τρία ιστορικά γεγονότα που αποδεικνύουν ότι ο αγώνας των δασκάλων, μάλλον τους άφησε το ίδιο αδύναμους (ή ελάχιστα ενδυναμωμένους αν προτιμάτε) με παλιότερα:

Α) η πλήρης απουσία τους -πέρα από ορισμένους ριζοσπαστικοποιημένους/πολιτικοποιημένους- στον αγώνα των φοιτητών που έλαβε χώρα μόλις τρεις μήνες μετά την απεργία, από το Γενάρη ως το Μάρτη του 2007. Δεν μιλάμε για την απουσία της ΔΟΕ, αλλά κυρίως για την απουσία διεργασιών στη βάση των δασκάλων, διαδικασιών που είχαν ως σκοπό τη στήριξη του αγώνα των φοιτητών. Αυτό φανερώνει πως η απεργία μας ήταν περισσότερο συντεχνιακή-κλαδική παρά τις προσπάθειες για κοινωνικότητα-καθολικότητα που έγιναν (ειδικά από τις απεργιακές επιτροπές). Δηλαδή το περιεχόμενο της απεργίας, αν και έθετε ζητήματα που γενικά αφορούν όλη την εργατική τάξη (λιτότητα, ασφάλιση, κοινωνικός μισθός κτλ.) καθώς και όλη την εκπαίδευση (αξιολόγηση-μετρησιμότητα-εντατικοποίηση, επιχειρηματικοποίηση κτλ.), κωδικοποιήθηκε σε επίπεδο δασκάλων και δεν μπόρεσε να γίνει πραγματική «σύνδεση» με το τι γίνεται σε άλλα κομμάτια της εκπαίδευσης και της εργατικής τάξης.

Ακόμα, οι ίδιοι οι απεργοί δέχθηκαν οι περισσότεροι το περιεχόμενο της ΔΟΕ και «δεν το πήγαν παραπέρα» Μπορεί να ακούγονταν παράπονα για το πώς διατυπώνονταν τα αιτήματα, για το πώς αναλύονταν (π.χ. το ζήτημα της υποχρηματοδότησης ή της αξιολόγησης) αλλά η βάση δεν «ξέφυγε» ως προς το περιεχόμενο από τις γενικές κατευθύνσεις των αιτημάτων (δεν έγινε παρά ελάχιστη π.χ. συζήτηση και κριτική στο περιεχόμενο της εργασίας του δασκάλου, στο τι διδάσκω και πως). Μπορεί να φαινόταν υπόρρητα το ζήτημα της αλλοτρίωσης που βιώνει ο δάσκαλος στο απαξιωμένο (υλικά και νοηματικά) εκπαιδευτικό σύστημα (οι δάσκαλοι π.χ. στο Σύνταγμα τραγουδούσαν το The Wall των Pink Floyd, τον ύμνο της από-σχολειοποίησης!!!, φώναζαν «και μια, και δυο, και δέκα εβδομάδες, εμείς θα απεργούμε ως το 3000» ή «δεν είμαστε καλά-δεν έχουμε μυαλό, σας χαρίζουμε και τον άλλο τον μισθό») αλλά όλο αυτό το συναίσθημα που έδειχνε την άρνηση της επιστροφής στη μιζέρια της τάξης και της καθημερινότητας και βαθύτερα την αλλοτρίωση της εκπαιδευτικής εργασίας και τους εκπαιδευτικού συστήματος, αυτή η άρνηση, έμεινε «στα βάθη των ψυχών μας» και δεν έγινε ρητό περιεχόμενο εκ μέρους μας. Η απεργία ήταν λοιπόν -κατά τη γνώμη μου- έκφραση μιας ΕΝΔΙΑΜΕΣΗΣ κατάστασης: του «ειδικού», του «τεχνίτη», που αρχίζει πια και νιώθει «ανειδίκευτος», «αναλώσιμο γρανάζι», της κίνησης από την «τυπική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο» (που ισχύει σήμερα στους δασκάλους) προς την «πραγματική υπαγωγή» που προωθείται όλο και περισσότερο με την τυποποίηση-ποσοτικοποίηση-εντατικοποίηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας, του ξεσπάσματος από τον «απαξιωμένο» μισθωτό που νιώθει και «αλλοτριωμένος» μισθωτός. Θεσμικά, δημόσια, με τα αιτήματα, με τα πανό, εκδηλώθηκε το πρώτο: η απαξίωση. Συναισθηματικά και μόνο υπόκωφα εκδηλώθηκε και το δεύτερο, η αποξένωση από το σχολείο, η αλλοτρίωση.

Β) η πλήρης αδυναμία να αντιμετωπιστεί στις αρχές της επόμενης χρονιάς το πέρασμα της λειτουργίας νηπιαγωγείων σε ιδιώτες και δήμους (Σεπτέμβρης-Οκτώβρης 2007). Το ζήτημα των νηπιαγωγείων αντιμετωπίστηκε από πολλούς ως «ζήτημα των νηπιαγωγών», κάτι που έδειξε ότι οι διαιρέσεις που αμφισβητήθηκαν με τον αγώνα επανεμφανίστηκαν.

Γ) η αδυναμία σοβαρής απεργιακής κινητοποίησης στη συγκυρία του Ασφαλιστικού, ειδικά τον Μάρτη του 2008.

Μόνο η σημαντική εναντίωση στα σχέδια της «αναπλήρωσης των χαμένων ωρών» ήταν μια ένδειξη δύναμης. Και μάλλον έχει να κάνει με το ότι το συγκεκριμένο ζήτημα συνδεόταν με τον ίδιο τον αγώνα της απεργίας, μάλλον δείχνει ότι οι εκπαιδευτικοί δεν ήθελαν να απαξιωθεί και η μάχη τους.

Η απεργία λοιπόν δεν ανέβασε το επίπεδο ενότητας-οργάνωσης-δύναμης του κλάδου σε σχέση με πριν το 2006. Αυτό μπορεί να ερμηνευθεί ως αποτέλεσμα της σφοδρής ήττας, αφού μετά από 6 εβδομάδες αγώνα σχεδόν τίποτα υλικό δεν επιτεύχθη. Αυτή είναι η μισή όμως αλήθεια. Η άλλη μισή είναι το πώς διεξάχθη αυτός ο αγώνας. Διεξάχθη -όχι μέσω των οργάνων αγώνα που έφτιαξαν οι ίδιοι οι απεργοί εκπαιδευτικοί- αλλά κυρίως με τη διαμεσολάβηση και εν τέλει ΕΠΑΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ της ΔΟΕ, της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας . Οι απεργιακές επιτροπές έκαναν κυρίως δουλειά λάντζας (αφισοκόλληση, μοίρασμα προκηρύξεων κτλ.), δεν συντονίστηκαν, δεν έγιναν η ΔΕΥΤΕΡΗ ΔΟΜΗ διαχείρισης της απεργίας, σε αντιπαράθεση με το Δ.Σ. της ΔΟΕ.

Η ευθύνη των Παρεμβάσεων είναι καταλυτική για αυτή την εξέλιξη και περιγράφτηκε παραπάνω. Από την αρχή της κήρυξης της απεργίας ως το κλείσιμο της περπάτησαν «στο σχοινί της ΔΟΕ». Και αυτή η επιλογή τους δεν έγινε χωρίς αντιφάσεις εντός τους. Πραγματικά η απεργία του 2006 αποτέλεσε την αρχή της κρίσης μέσα στις Παρεμβάσεις. Μιας κρίσης που εκδηλώθηκε πολύ έντονα πριν το Συνέδριο της ΔΟΕ το 2008 και μπορεί να κωδικοποιηθεί στο εξής δίπολο: «εκπροσωπούμε τον κόσμο, τους απεργούς» ή «είμαστε οι απεργοί, η αγωνιστική μειοψηφία». Εξηγούμαι: όσοι βλέπουν τον εαυτό τους ως εκπρόσωπο των απεργών, των δασκάλων, του κλάδου, έτειναν στην απεργία να κοιτούν το «μέσο όρο», τον «μέσο δάσκαλο και πόσο τραβάει». Με αυτή την οπτική, η συνέχιση της απεργίας και 7η εβδομάδα δεν είχε νόημα αφού «ο μέσος δάσκαλος-ψηφοφόρος που εκπροσωπούμε» έχει γυρίσει στην τάξη. Με αυτή την οπτική, «πράξαμε υπεύθυνα που ζητούσαμε το κλείσιμο του αγώνα και πιο νωρίς από την 6η εβδομάδα». Με αυτή την οπτική, «ο κλάδος δεν αντέχει άλλη μεγάλη απεργία για το Ασφαλιστικό το 2008». Όσοι, από την άλλη μεριά, βλέπουν τον εαυτό τους ως «εμείς είμαστε οι απεργοί, η δυναμική μειοψηφία που κινεί και παρασέρνει όλο τον κλάδο», ήθελαν να συνεχιστεί η απεργία, ο αγώνας, η άρνηση. Ήθελαν αγώνα στο Ασφαλιστικό, να μην το «καταπιούν αμάσητο». Δεν πρόκειται εδώ «για αριστερά ή δεξιά αντανακλαστικά», «για ρεφορμισμό ή υπερ-επαναστατικότητα», ΑΛΛΑ ΓΙΑ ΑΛΛΗ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ: εκπρόσωπος του υποκειμένου (συντηρητικού ή αγωνιστικού) ή το ίδιο το αγωνιζόμενο υποκείμενο. Είναι άλλο να λες «δεν θέλω την απεργία γιατί ο κόσμος δεν τραβάει» και άλλο να λες «δεν θέλω πια να απεργήσω γιατί είμαι μόνος και δεν έχει νόημα να πάμε σε 7η εβδομάδα»… Αυτή την αντίφαση την είδα να την εκφράζουν πολλοί άνθρωποι και στο ζήτημα του Ασφαλιστικού: από τη μια να σκέφτονται «ο κόσμος δεν τραβάει και να μην κάνουμε απεργία διαρκείας» και από την άλλη να λένε «και να μην τραβάει ο κόσμος, εγώ θέλω και πιστεύω ότι πρέπει να αγωνιστώ για ένα τόσο σημαντικό ζήτημα όπως το Ασφαλιστικό». Είναι ο ίδιος άνθρωπος μάλιστα που μπορεί, τη μια στιγμή να σκεφτεί ως «εκπρόσωπος του κόσμου», και την άλλη ως «ο κόσμος που θέλει να αγωνιστεί»…

• Τέλος, θα είναι και μέγα λάθος το συμπέρασμα ότι τίποτα δεν άλλαξε στον κλάδο. Τίποτα δεν μπορεί να είναι πια το ίδιο, αφού και μόνο η καταγραφή μιας τέτοιας μεγάλης απεργίας, ΣΑΝ ΕΜΠΕΙΡΑ ΑΓΩΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΝΕΞΙΤΗΛΗ. Άνθρωποι που ποτέ δεν απεργούσαν, βγήκαν στο δρόμο, ζητήματα της παιδείας που ποτέ δεν ακούγονταν, όπως τα σχολικά βιβλία, «βγήκαν στη φόρα», δάσκαλοι με γονείς ήρθαν για πρώτη φορά σε τόσο εκτενή διάλογο, τα ζητήματα του μισθού, της λιτότητας, της υποχρηματοδότησης, των ιδιωτικοποιήσεων κτλ. τέθηκαν ανοιχτά, διαφορετικά κομμάτια της εκπαίδευσης βρέθηκαν και πορεύτηκαν από κοινού στο δρόμο…Και βγήκε ένα συναίσθημα, ένα συναίσθημα μοναδικό…ένα συναίσθημα που κάποια στιγμή φάνηκε ότι εξέφραζε χιλιάδες άλλους, πέρα από τους εκπαιδευτικούς…

• Η απεργία ράγισε την εικόνα του «βολεμένου δασκάλου», του δάσκαλου που το μόνο που ξέρει είναι «να κάνει 3 μήνες διακοπές» , σήμανε στο Κράτος ότι τα μελλοντικά σχέδια της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης δεν θα περάσουν και τόσο εύκολα. Είναι χαρακτηριστικό ότι το πόρισμα του ΕΣΥΠ (Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας) που προωθούσε μεταρρυθμίσεις σε πρωτοβάθμια και κυρίως δευτεροβάθμια, «κόλλησε», και ότι ο στρατηγικός χαρακτήρας της αναδιάρθρωσης της δημόσιας εκπαίδευσης έλαμψε και απονομιμοποιήθηκε…

• Δεν μπορούμε να πούμε ότι η απεργία ανέβασε το επίπεδο της ταξικής πάλης, ειδικά στον ιδιωτικό τομέα. Αλλά έδωσε μια πνοή, μια έμπνευση, «τάραξε τα λιμνάζοντα νερά». Σε συνδυασμό με τις μεγάλες φοιτητικές κινητοποιήσεις, αλλά και άλλες μάχες που διεξάγονταν το ίδιο διάστημα π.χ. λιμάνια, η απεργία άλλαξε τη διάθεση, το κλίμα στην κοινωνία και οδήγησε (και αυτή) στην όξυνση της «κρίσης νομιμοποίησης» των σημερινών νεοφιλελεύθερων πολιτικών, των σημερινών κομμάτων εξουσίας (που έχουν φτάσει σε πρωτόγνωρο, ιστορικά, ναδίρ εκπροσώπησης/διαμεσολάβησης του κόσμου)…

• Δεν μπορούμε να πούμε ακόμα ότι δημιουργήθηκε μια νέα κοινωνικότητα, μια νέα επικοινωνία μεταξύ του κλάδου και της «κοινωνίας» (άλλοι μισθωτοί). Αλλά διαφάνηκαν οι δυνατότητες που υπάρχουν για να γίνει αυτό με τον αγώνα. Όπως, και οι δυνατότητες να μπουν σε κριτική τα «ιερά και τα όσια» του εκπαιδευτικού συστήματος π.χ. η εθνική ιδεολογία. Ποιος ξέρει, ίσως το μέλλον να έχουμε ένα αγώνα που όχι μόνο θα δείξει ψήγματα άρνησης της αλλοτριωμένης εργασίας αλλά και άρνησης του αλλοτριωμένου ρόλου του εκπαιδευτή…Κάτι τέτοιο δεν είχε άλλωστε συμβεί το ’98, όταν μαθητές και εκπαιδευτικοί (έστω και λίγοι) έστηναν οδοφράγματα από κοινού απέναντι στο διαγωνισμό του ΑΣΕΠ, ξεπερνώντας τελικά τους ρόλους της θέσης τους στον καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας;

mr_sun_light
7/10/2008

Αντί Επιλόγου: 5 τελευταία σημεία:

1. Η απεργία των δασκάλων, όσο περίεργο και αν ακουστεί, είναι ουσιαστικά κομμάτι ενός νήματος αγώνων στην ελλαδική εκπαίδευση που ξεκινά από το Πολυτεχνείο του ’73 και φτάνει ως σήμερα. Ειδικότερα, και για το συγκεκριμένο κομμάτι της εκπαίδευσης που λέγονται «δάσκαλοι», οι εμπειρίες από τους αγώνες των καθηγητών τη δεκαετία του ’80 και ’90 και το «ξέσπασμα του κλάδου το ’97» αποτελούν την αγωνιστική εμπειρία που ζυμώθηκε η μεγαλύτερη απεργία που έκαναν ποτέ! Αυτοί οι αγώνες ΘΑ ΣΥΝΕΧΙΣΤΟΥΝ κατά μεγάλη πιθανότητα καθότι: στην «κοινωνία της γνώσης», στην «οικονομία της πληροφορίας», αντικειμενικά ο κλάδος της εκπαίδευσης αποτελεί σήμερα έναν από τους ραγδαία αναπτυσσόμενους κλάδους, με μαζική πρόσληψη εργατών και με μαζικές αντιστάσεις. Πραγματικά, από 8 εκατομμύρια το 1950 οι εκπαιδευτικοί σήμερα έχουν ξεπεράσει τα 60 εκατομμύρια παγκοσμίως και συνεχώς αυξάνονται (στοιχεία της UNESCO). Και σε όλο τον κόσμο, από το Μεξικό ως την Πορτογαλία και τη Βουλγαρία, ξέσπασαν αγώνες των εκπαιδευτικών μετά την απεργία του 2006 (για να μη μιλήσουμε για την κοινωνική εξέγερση στην Οαχάκα του Μεξικού που ξεκίνησε από τις κινητοποιήσεις των μεξικανών δασκάλων). Ο κλάδος της εκπαίδευσης, στόχος των νεοφιλελεύθερων αναδιαρθρώσεων, είναι αυτός που παγκόσμια γνωρίζει ΑΝΟΔΟ των απεργιών τις τελευταίες δεκαετίες, σε αντίθεση με τη γενική τάση μείωσης της ταξικής πάλης (εμπειρική απόδειξη υπάρχει στο Forces of Labor της Beverly Silver).

2. Η απεργία φανέρωσε τις δυνάμεις (και αδυναμίες) των δασκάλων σε σχέση με τη θέση τους στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας: τη δύναμη τους (λιγότερο δομική και περισσότερο οργανωτική/σχεσιακή), τις δυνατότητες (λιγότερο άμεσης/υλικής και περισσότερο έμμεσης/εξωτερικής) κυκλοφορίας του αγώνα τους μέσα στη νεοφιλελεύθερη συγκυρία.

3. Η απεργία φανέρωσε υποκειμενικές δυνάμεις και αδυναμίες των δασκάλων: α) τη «ριζοσπαστική μειοψηφία» που «παρέσυρε» όλο τον κλάδο και που αποτελεί σημαντική «εφεδρεία» για όλο το εργατικό κίνημα β) Τη «συναινετική πλειοψηφία» που έκανε τόσες μέρες απεργία που ούτε και αυτή δεν το περίμενε! Η πλειοψηφία δέχτηκε την απεργία και αυτό φαίνεται και από τη συμμετοχή στα συλλαλητήρια αλλά και από τη μαζική απόρριψη του σχεδίου αναπλήρωσης των «χαμένων ωρών» γ) Τη σημαντική «εμπειρία-για-αγώνα» που εκφράστηκε από τις απεργιακές επιτροπές: αυτές «κυκλοφόρησαν» τον αγώνα, αυτές τον «κοινωνικοποίησαν» δ) τον ασφυχτικό, θεσμικό (αριστερό και δεξιό) συνδικαλισμό και τις αδυναμίες αυτό-οργάνωσης των περισσοτέρων υποκειμένων αγώνα (είτε ανήκαν στη «ριζοσπαστική μειοψηφία», είτε στη «συναινετική πλειοψηφία»). Η διαχείριση του περιεχομένου και της μορφής του αγώνα έγινε περισσότερο από τους εκπροσώπους των απεργών παρά από τους ίδιους τους απεργούς. Η επανανομιμοποίηση της ΔΟΕ, ως «αγωνιστικής», είναι πια γεγονός, και αυτό δεν βοηθά την αυτό-οργάνωση της βάσης, τη συσσώρευση εμπειριών οργάνωσης και διαχείρισης ενός αγώνα από τους καθημερινούς εκπαιδευτικούς.

4. Η απεργία έθεσε σημαντικά ερωτήματα όπως: α) τι συνδικαλισμό, τι δράση θέλουμε; Των Δ.Σ. ή των ανοιχτών επιτροπών; Του «μέσου ψηφοφόρου» ή του απεργού; β) πως διαμορφώνουμε τις προτάσεις μας μέσα στους συναδέλφους, στον κλάδο; Από πού αντλούμε το περιεχόμενο των προτάσεων μας; Από την έρευνα με τους συναδέλφους, από τις γειωμένες επιθυμίες και συμπεριφορές της «ζωντανής» βάσης ή από έτοιμα θεωρητικά σχήματα; Έχει νόημα να νιώθει ο άλλος ότι έχει συνδιαμορφώσει το περιεχόμενο και τη μορφή του αγώνα; Έχει νόημα να νιώθει ότι υπάρχει κάτι επίδικο να παλέψει;

5. 4η ΕΒΔΟΜΑΔΑ: η εβδομάδα-κλειδί. Η εβδομάδα κορύφωσης αλλά και απαρχής υποχώρησης της απεργίας. Η εβδομάδα που η απεργία ήθελε αντι-στηρίγματα, που χρειαζόταν κοινός, διακλαδικός βηματισμός (και φυσικά συντονισμός). Δεν συνέβη. Οι καθηγητές δεν μπόρεσαν. Οι φοιτητές εγκλωβίστηκαν στην εξεταστική. Οι μαθητές «λίγοι» («αυτοί δεν είναι εργαζόμενοι» λέγονταν). Οι άλλοι εργαζόμενοι όμως «στριμωγμένοι στη γωνία». Και οι περισσότεροι δάσκαλοι να έχουν το περιεχόμενο του αγώνα τους «κωδικοποιημένο στην δική τους κατάσταση». Οι «κοινοί τόποι» υπήρχαν. Όμως οι «κοινοί τόποι» χρειάζονται «κοινή κωδικοποίηση», που γίνεται με ανοιχτές δομές ζωντανής κυκλοφορίας του αγώνα (ανοιχτές συνελεύσεις δασκάλων-καθηγητών-φοιτητών-μαθητών-εργαζομένων, κοινές επιτροπές, συντονισμό επιτροπών κ.α.). Έτσι ξεπερνάμε τους ρόλους και το συντεχνιασμό, και όχι μόνο με το να λέμε, γενικά και αφηρημένα, ότι π.χ. «το 5% για την Παιδεία μας αφορά όλους» και να προωθούμε το πανεκπαιδευτικό ή πανεργατικό μέτωπο μέσω των Δ.Σ. Έτσι, το 1995, οι σιδηροδρομικοί της Γαλλίας απέκρουσαν αντι-ασφαλιστικό νόμο, πραγματοποιώντας έναν μοναδικό αγώνα με ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΙΣ ΣΤΟΥΣ ΣΤΑΘΜΟΥΣ ΤΩΝ ΤΡΕΝΩΝ όπου δεν μαζεύονταν μόνο οι απεργοί αλλά και άλλοι εργαζόμενοι, άνεργοι, φοιτητές, νοικοκυρές, συνταξιούχοι!!

Παράρτημα

1. Ερωτηματολόγιο εργατικής έρευνας. Φτιάχτηκε μέσα σε μια βδομάδα και είναι λίγο πρόχειρο. Τα συμπεράσματα του όμως χρήσιμα.

2. Πίνακας με τα ποσοστά της απεργίας ως τις 19/10/2006.
Τον έδωσε το Υπουργείο και δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή στις 20/10/2006.

3. Προκήρυξη του Σωματείου Μισθωτών Εκπαιδευτικών Θεσσαλονίκης που αντανακλά την κατάσταση στην ιδιωτική εκπαίδευση. Κυκλοφορούσε την ίδια εποχή με την απεργία.

4. Εισήγηση της ΟΛΜΕ προς τις Γ.Σ. των ΕΛΜΕ στις 10/10/2006, η οποία προτείνει να «μπουν» οι καθηγητές με απεργία διαρκείας (τριήμερη λόγω δημοτικών εκλογών). Παρατίθεται η δεύτερη σελίδα της εισήγησης με τις Άμεσες Διεκδικητικές Αιχμές. Οι εκπαιδευτικοί της ιδιωτικής εκπαίδευσης δεν είναι πουθενά…

5. Μια από τις τελευταίες προσπάθειες να γίνει συντονιστικό απεργιακών επιτροπών δασκάλων και καθηγητών.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*