Για την απεργία πείνας των μεταναστών…

Οπωσδήποτε ο αγώνας των 300 απεργών πείνας ήταν μια σημαντική στιγμή για το ανταγωνιστικό κίνημα. Το σίγουρο είναι πως η σημασία ενός αγώνα δεν κρίνεται από το πόσο αυτός συνάδει με τις ιδεολογικές συνιστώσες του ευρύτερου κινήματος, όπως δεν κρίνεται ούτε από τις ψυχολογικές ή συμβολικές επενδύσεις που προκάλεσε σε όσες και όσους με τον ένα τρόπο ή τον άλλο συμμετείχαν σε αυτόν και τον στήριξαν. Η ιδιαιτερότητα του συγκεκριμένου αγώνα ήταν πως εξαρχής στηρίχτηκε στις υπαρκτές δυνάμεις και αδυναμίες ενός συνόλου πολιτικοποιημένων ατόμων ώστε να ολοκληρωθεί. Για να το πούμε απλά, ήταν από τις λίγες φορές που ένα σύνολο αγωνιζομένων υποκειμένων, και μάλιστα μεταναστών, προσέγγισε εθελούσια το κίνημα και ζήτησε τη στήριξη και τη βοήθειά του. Αν και οι διάφορες κριτικές που ξεπήδησαν από δω και από κει είχαν περισσότερο να κάνουν με τη μορφή του αγώνα αυτού και τον τρόπο που οι αλληλέγγυοι επέλεξαν να σταθούν απέναντι στα υπαρκτά και πολύ βαθιά προβλήματά του, ίσως ο αγώνας αυτός θα έπρεπε να κριθεί με βάση ένα άλλο κριτήριο: το πόσο εν τέλει βοήθησε να προσεγγίσουν περισσότερο ή λιγότερο τα ίδια τα αγωνιζόμενα υποκείμενα, αφενός με άλλο κόσμο που είναι σε παρόμοια θέση (δηλαδή με άλλες κοινότητες μεταναστών), αφετέρου με άλλα αγωνιζόμενα υποκείμενα που δεν είναι στην ίδια θέση (δηλαδή δεν είναι μετανάστες στην Ελλάδα) και τέλος με πολιτικοποιημένα υποκείμενα τα οποία θέλουν να κοινωνικοποιήσουν τις αντιστάσεις τους. Επειδή δεν μπορώ να μιλήσω με βεβαιότητα για το πρώτο σημείο, θα σταθώ περισσότερο στα δυο τελευταία.

Ίσως το κυριότερο πρόβλημα του αγώνα αυτού, ειδικά για τις πιο αναρχικές συνιστώσες (οι οποίες ωστόσο εν γνώσει τους συμμετείχαν), είναι ο μεγάλος βαθμός διαμεσολάβησής του. Το ότι ένας αγώνας είναι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο διαμεσολαβημένος σίγουρα δεν μπορεί να αποτελεί την καταδίκη του. Αν σκύψουμε πάνω από τις πραγματικές συνθήκες ενός αγώνα – στην περίπτωση αυτή την εξαθλίωση και την απόγνωση κάποιων ανθρώπων που είναι ουσιαστικά όμηροι ενός κράτους και ενός τρόπου παραγωγής – και τα εμπειρικά, ειδικά του στοιχεία, θα αναγνωρίσουμε πως μερικές φορές η διαμεσολάβηση αποτελεί για τα αγωνιζόμενα υποκείμενα όχι μια άμεση πολιτική επιλογή, αλλά και μια αναγκαστική αναδίπλωση μπροστά στα αδιέξοδα της καθημερινότητας. Το διακύβευμα είναι εν τέλει πως ο αγώνας αυτός οδηγεί στη σύνθεση μιας πιο ανταγωνιστικής κοινότητας αγώνα, σε μικρές αλλά καίριες συνειδητοποιήσεις της ταξικής θέσης των αγωνιζόμενων, του ρόλου των πολιτικών, του ρόλου των μεσαζόντων, του σχεδιασμού του κράτους, της δύναμης της αλληλεγγύης. Πρόκειται για ένα έδαφος αγωνιστικής εμπειρίας πάνω στο οποίο μπορεί να χτιστεί με ασφαλώς ριζοσπαστικότερο τρόπο η μέλλουσα δράση των υποκειμένων αυτών.

Ο χώρος, αλλά και η αριστερά, παρά τη συνθηματολογία τους (“στο δρόμο γεννιούνται οι συνειδήσεις”), προτιμούν να βάζουν το κάρο μπροστά από το άλογο: πρώτα οι άνθρωποι θα συνειδητοποιήσουν πόσο κακό πράγμα είναι η διαμεσολάβηση και το κράτος, και στη συνέχεια θα εξεγερθούν. Πρώτα συνείδηση, μετά αγώνας. Αυτή η απόλυτη αντιστροφή όρων, αποτελεί ταυτόχρονα ένα άλλοθι για την έλλειψη πραγματικών σχέσεων με αγωνιστικές κοινότητες, όταν αυτές δεν έχουν “ριζοσπαστικά” στοιχεια (δηλαδή δεν ανταποκρίνονται στο εξεγερσιακό φαντασιακό του χώρου ή το αντιστασιακό προφίλ της αριστεράς), αλλά ταυτόχρονα αποτελεί και το όριο της δικιάς μας αντίληψης για τους αγώνες. Αντί να φανταζόμαστε τους αγώνες σαν υπερκαθορισμένα γεγονότα (η εξαθλίωση γεννά αγώνες) – όπως η αριστερά – ή σα βολονταριστικά ξεσπάσματα πραγματικής ανθρώπινης ουσίας μέσα στην αλλοτρίωση – όπως ο χώρος –, μήπως θα έπρεπε να τα δούμε σαν ιστορική πορεία σύνθεσης; Να εξετάσουμε δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο δρώντα υποκείμενα (αγωνιζόμενοι, αλληλέγγυοι, αλλά και εναντιωνόμενοι) αναμετρούν τις δυνάμεις τους σε στιγμές ενός αγώνα και να βγάλουμε συμπεράσματα για το πως η υπόθεση του ανταγωνισμού θα προχωρήσει μέσα από τη σύνθεση εμπειριών των πολιτικών και των κοινωνικών υποκειμένων από πρότερους αγώνες. Αντί να περιμένουμε τη μεγάλη νύχτα, μήπως είναι καλύτερο να συνεχίσουμε να περπατάμε;

Το βάδισμα αυτό δεν έχει όμως ουσία αν δεν είναι μια συχνά οδυνηρή εργασία κριτικής και αυτοκριτικής. Η κριτική αυτή δε βασίζεται σε κάποια ηθικά θέσφατα, αλλά στη διερώτηση για το πως η πορεία αυτή θα συνεχιστεί, το πως θα ισχυροποιήσει περισσότερο τη σύνθεση των αγωνιστικών κομματιών. Πρόκειται λοιπόν για μια διάθεση πολεμική, και όχι για μια ηθικιστική αγανάκτηση.

Σίγουρα το πως θα επηρεάσει ο αγώνας των τριακοσίων κάποια αγωνιζόμενα υποκείμενα μέσα ή έξω από τις διάφορες κοινότητες μεταναστών θα φανεί μονάχα με την πάροδο του χρόνου και εκ των υστέρων. Ο αγώνας αυτός είχε χαρακτηριστικά πρωτοφανή και μοναδικά, τα οποία σίγουρα αλλάζουν σελίδα στην υπόθεση του ανταγωνισμού. Χωρίς να υποτιμώ τη σημασία του, ωστόσο επισημαίνω εδώ κάποια στοιχεία που δείχνουν μια αλλαγή στον τρόπο διαχείρισης παρόμοιων αγώνων από το κράτος, αλλά και τα αδιέξοδα του κόσμου της αλληλεγγύης. Κυρίως στέκομαι σε τρία σημεία: στη μορφή που πήρε ο αγώνας (απεργία πείνας), στην επιλογή του εδάφους (την υπόθεση της νομικής), και τη στάση του χώρου στην εξέλιξη του αγώνα.

Ήταν λάθος τακτική η επιλογή της απεργίας πείνας; η επιλογή μιας τέτοιας μορφής αγώνα δείχνει ότι τέτοιες μέθοδοι βάζουν μεν το θέμα της βιοεξουσίας στο προσκήνιο, από την άλλη όμως στηρίζονται σε μια αντίληψη των αιτημάτων που είναι ταυτόχρονα κρατιστική αλλά και θεαματική. Η λογική δηλαδή ενός τέτοιου αιτηματικού αγώνα είναι να έρθει το κράτος με εκβιαστικό τρόπο έκθετο απέναντι σε μια αφηρημένα θεωρούμενη κοινωνία των πολιτών, οι οποίοι(ες) θα το εγκαλέσουν για ανθρωπιστικούς λόγους. Όπως φαίνεται, τίποτε από αυτό δε συμβαίνει, και μάλιστα οι δυνάμεις που ήταν έτοιμες να στηρίξουν μια τέτοιας μορφής καμπάνια, φαίνεται ότι είχαν πενιχρούς τρόπους να δημοσιοποιήσουν το λόγο τους απέναντι σε ένα κοινό που παρέμεινε σε όλη τη διάρκεια του αγώνα από εχθρικό έως αδιάφορο. Αυτό αφήνει στο έλεος τους μετανάστες οι οποίοι ίσως τελικά να μην κατάφερναν να κινήσουν το μηχανισμό αυτό παρά μόνο με το θάνατό τους. Βέβαια, όπως φάνηκε εν τέλει, ο αγώνας ήταν στην ουσία μια καλά σκηνοθετημένη σύγκρουση “χαμηλής εντάσεως”, η οποία ακολούθησε ένα συγκεκριμένο τελετουργικό, και απευθύνθηκε σε συγκεκριμένα αντανακλαστικά, τόσο του χώρου και της αριστεράς, όσο και του κράτους. Και αυτό έχει συγκεκριμένες συνέπειες για το πως σκεφτόμαστε τους αγώνες ως τώρα και πως πρέπει να τους σκεφτόμαστε στο εξής.

Αν τελικά το κράτος υποχώρησε την τελευταία στιγμή, αυτό δεν έχει να κάνει με την πίεση των δυνάμεων της αλληλεγγύης, αλλά με την έκθεση του κράτους απέναντι σε μια μεγαλύτερη αρχή (πχ την ευρωπαϊκή ένωση, ή την κοινωνία των πολιτών πιο ευρέως νοούμενη), της οποίας το σκεπτικό είναι ένα τέτοιο ανθρωπιστικό σκεπτικό. Το Ελληνικό κράτος με λίγα λόγια υποχώρησε, όπου υποχώρησε, διότι θεώρησε πως αν αρχίσουν να πεθαίνουν απεργοί πείνας, θα έμενε έκθετο απέναντι στην κριτική από δυτικές τεχνοκρατικές φωνές. Στην ουσία λοιπόν δε μιλάμε για νίκη των απεργών πείνας και των υποστηρικτών τους, αλλά για επίρρωση του ιδεολογικού περικαλύμματος των “δικαιωμάτων του ανθρώπου” που καλύπτει με ένα μανδύα ανθρωπισμού τους πιο απάνθρωπους νόμους. Αυτή η έκβαση ήταν, θεωρώ, αναπόφευκτη, ακριβώς εξαιτίας της τακτικής η οποία χρησιμοποιήθηκε.

Με λίγα λόγια, το σκεπτικό των δυνάμεων που “ανέλαβαν” τη στήριξη του αγώνα αυτού, ήταν οτι θα έπρεπε να κάνουν μια μεγάλη επικοινωνιακή καμπάνια ενάντια στη σιωπή που προείκαζαν οτι θα επιβάλλουν τα ΜΜΕ στο θέμα αυτό. Παρά τις όποιες αναλύσεις τους για το βάθος και το εύρος του ρατσισμού στην ελληνική κοινωνία, έμειναν με το στόμα ανοιχτό όταν είδαν πως όχι μόνο δεν υπήρξε τέτοια σιωπή, αλλά αντίθετα τα ΜΜΕ προέβαλλαν ένα απόλυτα επιθετικό λόγο, ο οποίος έκλεισε από την αρχή κάθε περίπτωση παρέμβασης σε αυτό το επίπεδο.

Νομίζω ότι στη βάση αυτής της παρανόησης υπάρχουν δυο σκέψεις-κλειδιά οι οποίες λένε πολλά σε όσους τους αφορά η υπόθεση κίνημα: πρώτον, η επίκληση σε προοδευτικές δυνάμεις και δημοκρατικά αντανακλαστικά έχει φτάσει το όριό της ως πολιτική τακτική, και, δεύτερον, η άμεση σχέση καταπίεσης-ριζοσπαστικοποίησης είναι αντικειμενίστικη αυταπάτη. Όσον αφορά την πρώτη: στη μηντιακή δημοκρατία που ζούμε, και με βάση την επίθεση που έχει αναλάβει να εκπονήσει το πασόκ, είναι λογικό να αίρονται κάποιες βασικές, αλλά άρρητες, πολιτικές συνθήκες της μεταπολίτευσης. Μια από αυτές τις συνθήκες, ίσως η βασικότερη για την πολιτική δράση της αριστεράς, είναι η κατασκευή μιας επίπλαστης “κοινωνίας των πολιτών”, στην οποία ανάγεται σε τελευταία ανάλυση η νομιμοποίηση των προοδευτικών λύσεων. Σε αυτό το φαντασιακό σύνολο απευθύνεται η αριστερά όταν κάνει τις καθιερωμένες της επικλήσεις στις δημοκρατικές δυνάμεις του τόπου. Η φαντασιακή αυτή κοινότητα είναι ωστόσο αντανάκλαση πραγματικών πολιτικών συμμαχιών, όπως το μέτωπο των “δημοκρατικών δυνάμεων” που έφερε το πασόκ στην εξουσία στις αρχές της δεκαετίας του 80 και το διατήρησε εκεί με τη λογική του μικρότερου κακού. Η πρακτικά ανύπαρκτη αυτή ομαδοποίηση όμως, έχει δείξει τα όριά της τόσο στο Δεκέμβρη, όσο και σε περιστασιακά γεγονότα του τελευταίου διαστήματος. Ωστόσο, τα αντανακλαστικά τόσο του χώρου όσο και της αριστεράς, παραμένουν συντονισμένα στη διάστασή της, ακόμα και για μικρού μεγέθους συγκρούσεις. Για παράδειγμα, όταν η αριστερά κατεβαίνει στο δρόμο για να κάνει “εικονικές συγκρούσεις” αναφέρεται σε αυτό το φαντασιακό σύνολο, στο οποίο φαντασιώνεται οτι θα καταγγείλει κατόπιν την αστυνομική κτηνωδία. Στην πραγματικότητα όμως, το σύνολο αυτό δεν είναι παρά αυτοί οι ίδιοι. Το πασοκ, αντίθετα, έχει καταλάβει οτι το σύνολο αυτό, αν υπάρχει, είναι πολιτικά και αριθμητικά μηδαμινό, οπότε βασίζει την επίθεσή του σε μια αναγωγή στον κοινό παρονομαστή, μια και ξέρει να χειρίζεται το λαϊκισμό σε όλες του τις εκφάνσεις. Είναι πασιφανές οτι όσο το παιχνίδι παίζεται με όρους μηντιακής αναμέτρησης και αναγωγής στα ανθρωπιστικά αντανακλαστικά των προοδευτικών δυνάμεων, και όχι με πολεμικούς όρους, το παιχνίδι είναι χαμένο.

Αυτό με φέρνει στο δεύτερο σημείο: στη λογική της αριστεράς, αλλά και του χώρου, υπάρχει ένας υπέροχος ανιστορικός αντικειμενισμός, ο οποίος χοντρικά ισχυρίζεται πως η προλεταριοποίηση και εξαθλίωση μεγάλων μαζών οδηγεί αυτόματα στη ριζοσπαστικοποίησή τους. Μια πρόχειρη αναδρομή στην ιστορία θα δείξει οτι κάτι τέτοιο σίγουρα δεν είναι απαραίτητη συνθήκη. Οι επικλήσεις λοιπόν για “ταξική αλληλεγγύη” είναι κενές, ελλείψει των πραγματικών διαστάσεων της αλληλεγγύης αυτής. Όταν οι μετανάστες βγαίνουν και λένε οτι αυτή ήταν μια νίκη της εργατικής τάξης, πέρα από το συμβολικό νόημα των λόγων τους που εκστομίστηκαν εν θερμώ, απευθύνονται σε ακριβώς αυτή την εξίσωση. Όμως η εργατική τάξη ήταν συγκλονιστικά απούσα από τον αγώνα των μεταναστών. Και αν υπολογίσουμε οτι έφαγαν ολόκληρο το παραμύθι των ΜΜΕ, τότε σίγουρα οι έλληνες εργαζόμενοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία πίστεψαν οτι ο αγώνας αυτός είναι όχι μόνο ξένος, αλλά και εχθρικός προς τα συμφέροντά τους. Αυτή είναι η λογική του “εδώ δεν έχουμε εμείς δουλειά και δικαιώματα, και κουνιέστε εσείς;”, η οποία είναι απλοϊκή μεν, αλλά επίσης είναι άμεση και καλύπτει με την σιδερένια λογική της ένα μεγάλο μέρος εκείνων που θα μπορούσαν να βρεθούν έστω και τύποις αλληλέγγυοι με τον αγώνα αυτόν.

Τέλος, και πολύ σημαντικότερο για την έκβαση του ανταγωνιστικού κινήματος στο εξής, υπάρχει και το εξής ζήτημα: τι τελικά λέει η παρολίγον τραγική απεργία πείνας 300 μεταναστών στην υπόλοιπη κοινότητα των μεταναστών και γενικότερα στα αγωνιζόμενα υποκείμενα; οτι αν θέλουν να δουν έστω και την παραμικρή παραχώρηση από το κράτος, θα πρέπει να τραβήξουν τον αγώνα τους στα ακραία όρια εκείνα που θέτουν σε κίνδυνο τη σωματική τους ακεραιότητα. Οι μετανάστες πάλεψαν ηρωικά, σίγουρα. Όμως αυτός ο απεγνωσμένος ηρωισμός ανεβάζει τον πήχυ πολύ ψηλά για οποιονδήποτε θέλει να αντιπαλέψει τις αλλαγές στο βιοτικό του επίπεδο. Λέει ουσιαστικά, σε μια αντιστροφή του μηνύματος που θα ήθελε να δώσει: αν δεν είσαι έτοιμος να παίξεις το κεφάλι σου κορώνα γράμματα, καλύτερα να κάτσεις στα αυγά σου. Ταυτόχρονα, απαξιώνει αγώνες λιγότερο θεαματικούς, λιγότερο απεγνωσμένους, λιγότερο τραγικούς, οι οποίοι ωστόσο είναι εκείνοι που τελικά βελτιώνουν τις εργασιακές συνθήκες και την καθημερινότητά μας. Μπορεί τα περιεχόμενα αυτού του αγώνα να ταιριάζουν στα ιδεολογήματα περί θυσίας και αυταπάρνησης που στοιχειώνουν τη μετεμφυλιακή αριστερά και το χώρο, ωστόσο κυοφορούν τη μόνιμη ματαίωση, απαισιοδοξία και ηττοπάθεια εκείνη που ευθύνεται για τις μεγαλύτερες ήττες των πολιτικών αυτών δυνάμεων.

Ένας αγώνας που θα είχε περισσότερη σοβαρότητα και ουσία θα διάλεγε σίγουρα και άλλα όπλα. Τα όπλα αυτά δε θα μπορούσαν παρά να πάνε κόντρα όχι μόνο σε κρατικές επιταγές και κοινωνικές υποκρισίες, αλλά και στον ίδιο τον εσωτερικό κατακερματισμό των μεταναστών, τους εθνοτικούς και ταξικούς διαχωρισμούς μέσα στο ίδιο το σώμα του συνόλου των μεταναστών που τους αποτρέπουν από το να διεξάγουν κοινό αγώνα. Ένας τέτοιος σοβαρότερος αγώνας, στον οποίο θα μπορούσαμε να ελέγξουμε και εμείς τη συνέπεια και το βάθος της αλληλεγγύης μας, θα ήταν για παράδειγμα μια καλά οργανωμένη απεργία των μεταναστών σε όλη τη χώρα, ή τουλάχιστον στα αστικά κέντρα στα οποία οι εργασιακές αλλά και διαπροσωπικές σχέσεις είναι άλλης φύσεως.

Ήταν μέγιστο τακτικό λάθος η ιστορία της νομικής. Εδώ δε χρειάζεται να πούμε πολλά. Όταν μια ομάδα ανθρώπων σου λέει οτι θέλει να έρθει στην Αθήνα να κάνει απεργία πείνας, το ερώτημα που σου θέτει ουσιαστικά είναι το εξής: μπορώ να κρατήσω ένα κτήριο το οποίο να έχει δυνατότητες στέγασης τους για το διάστημα στο οποίο θα κάνουν απεργία πείνας με οποιοδήποτε τρόπο; Οποιαδήποτε σοβαρή απάντηση είναι μονολεκτική: ναι ή όχι. Δεν κρίνονται οι προθέσεις ή η κοινωνική ευαισθησία κανενός. Τα πράγματα είναι απλά. Η δικαιολογία οτι είχαμε την εκτίμηση πως το άσυλο δεν θα καταλυθεί κλπ είναι, πολύ απλά, γελοία. Γιατί εάν υπήρχε τέτοια εκτίμηση, τότε οι λεονταρισμοί που εκστομίστηκαν την παραμονή της άρσης του ασύλου ήταν εν κενώ, ή μάλλον αναγωγές σε μια σχεδόν τελετουργική έκβαση των γεγονότων, η οποία κάνει ένα ξεκάθαρο καταμερισμό εργασίας ανάμεσα στα κομμάτια του κινήματος και τις δυνάμεις του κράτους και της κοινωνίας.

Ήταν ζήτημα η ανάμειξη του χώρου σε αυτή την ιστορία. Για πολλούς λόγους, αλλά κυρίως για τον εξής: ο χώρος απαξιώνει τόσους άλλους αγώνες διότι είναι τόσο μεσολαβημένοι. Εδώ είχαμε ένα αγώνα ο οποίος είναι ξεκάθαρα αιτηματικός και μάλιστα απέναντι στο κράτος σε βαθμό που δεν παίρνει άλλο. Ήταν άλλωστε γνωστό, με την άνοδο των μεταναστών στην Αθήνα, ότι υπήρχαν διαπραγματεύσεις με το Υ.ΠΡΟ.ΠΟ. Παρόλα αυτά ο χώρος μπλέχτηκε στην ιστορία αυτή – ίσως με ευγενείς διαθέσεις, αλλά κατ’ εμέ κυρίως για να εισπράξει την πολιτική υπεραξία από αυτόν τον αγώνα.

Η διάθεση του χώρου να προσδώσει χαρακτηριστικά του πολιτικού του αγώνα σε ήδη αγωνιζόμενες ομάδες χωρίς να έχει ριζώματα μέσα σε αυτές, είναι ένα πρόβλημα που διαγράφεται σαν το σημείο τριβής μέσα στον καταμερισμό εργασίας που υπαινιχθήκαμε παραπάνω. Με ένα συναισθηματικό τρόπο, ο χώρος θέλησε να προσδώσει τα χαρακτηριστικά του σε έναν απόλυτα ηγεμονευμένο αγώνα, μόνο και μόνο διότι θεωρεί οτι έχει την πρωτοκαθεδρία, αν όχι την εργολαβία, στο μεταναστευτικό ζήτημα. Το γεγονός οτι υπήρχε ένας αγώνας τέτοιας έκτασης και τέτοιας αγριότητας, ο οποίος άνοιγε τη δυνατότητα σύγκρουσης με το κράτος, ερέθισε τα αντανακλαστικά του α/α/α χώρου, ο οποίος προσπάθησε εκ των υστέρων να διαμορφώσει την τροπή που θα λάμβανε ο αγώνας αυτός. Το γεγονός αυτό ανοίγει δυο ζητήματα: το πρώτο είναι πως τα αντανακλαστικά αυτά του χώρου τον καθιστούν πλέον εντελώς προβλέψιμο, ακόμα και στους συμμάχους του. Το δεύτερο, είναι πως τα αντανακλαστικά αυτά είναι ταυτόχρονα απόρροια και αντανάκλαση βαθύτατων πολιτικών αδιεξόδων μέσα στους κόλπους του.

Ας πιάσουμε το πρώτο θέμα εν τάχει. Όταν λέγονταν την προηγουμένη της άρσης του ασύλου πως μέσα στη νομική υπάρχουν σοβαρές δυνάμεις, οι οποίες δε θα πέσουν αμαχητί, ασφαλώς αναφερόταν στο χώρο. Το σκεπτικό, αν δε λαθεύω, ήταν πως η αριστερά θα αναλάβει το πολιτικό κομμάτι και ο χώρος θα αναλάβει τα μπάχαλα. Έτσι απλά, έκαστος εφ’ ω ετάχθη. Βέβαια, εδώ επήλθε μια ρήξη, καθώς ο χώρος αισθάνθηκε ριγμένος στην όλη ιστορία, και αντέδρασε τηρώντας κάποιες αποστάσεις.

Το δεύτερο σημείο: όποιος βρισκόταν και άκουγε τα όσα διαμείβονταν στις συνελεύσεις της αναρχίας ειδικά μετά το φιάσκο της νομικής, θα καταλάβαινε πως η απόσταση του χώρου από την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα μεγαλώνει επικίνδυνα. Πέρα από το ιδιοκτησιακό-εργολαβικό σκεπτικό με το οποίο προσέγγιζε το ζήτημα, χαρακτηριστικό που δεν τον αποστασιοποιούσε καθόλου από την αριστερά – έλεγαν δηλαδή κάποιοι να “πάρουμε εμείς τους μετανάστες” να τους πάμε “σε μια δικιά μας, νέα κατάληψη” και γενικά “να τους αναλάβουμε εμείς” – υπήρχε και μια αδυναμία να γίνουν κατανοητές οι πραγματικές δυνάμεις του χώρου. Μια αδυναμία που είναι απότοκη της υπερδιόγκωσης του χώρου σε ποσοτικά αλλά ίσως όχι σε ποιοτικά χαρακτηριστικά μετά το Δεκέμβρη.

Ούτε οι κλασσικές μορφές του χώρου (πχ ανοιχτή συνέλευση) έχουν κάποιο αντίκρυσμα σε αυτή την ιστορία. Έχουμε ξαναπεί και αλλού για την “τυραννία της μορφής”, η οποία φάνηκε εδώ σε όλο της το μεγαλείο. Ακούστηκαν πχ σύντροφοι να λένε οτι πρέπει να ανοίξουμε το πολυτεχνείο, να γίνει μια “ανοιχτή συνέλευση μεταναστών” για να έρθουν οι μετανάστες να μιλήσουν. Πέρα από τα εμφανή αλλά αναπάντητα ζητήματα του πράγματος (πχ γιατί άραγε να έρθουν οι μετανάστες; πως να μιλήσουν, ακόμα και μεταξύ τους;), αυτό λέει πολλά για τον τρόπο με τον οποίο ο χώρος οχυρώνεται πίσω από μορφές πάλης για να δικαιολογήσει την απουσία προσπάθειας δημιουργίας δεσμών στο καθημερινό επίπεδο. Όλα αυτά, συνοδευόμενα από το ιδεολογικό επίχρισμα οτι “εμείς” πάμε στους αγώνες των “άλλων” όχι για να τους εκτρέψουμε ή να τους ηγεμονεύσουμε, αλλά για να τους συμπαρασταθούμε. Οι περιορισμοί και οι αποτυχίες επίσης άλλων μορφών παρέμβασης πχ του δικτύου, ή του στεκιού μεταναστών, πρέπει να μας διδάξουν πολλά. Αυτό που χρειάζεται είναι σύνδεση των αγωνιζομένων υποκειμένων με τα πολιτικά υποκείμενα της αλληλεγγύης μέσα από κοινούς αγώνες (πχ ο αγώνας της καθαρίστριας στη φιλοσοφική και η έμπρακτη αλληλεγγύη κάποιων φοιτητών, αυτός των μικροπωλητών κλπ).

Ο αγώνας αντίθετα των απεργών πείνας, δεν έδωσε εν τέλει κανένα περιθώριο σύνδεσης με κανένα κοινωνικό κομμάτι, πόσο μάλλον τους ίδιους τους απεργούς πείνας, αλλά αναπαρήγαγε μια ήδη τετριμμένη έννοια και πρακτική αλληλεγγύης. Αυτό το βιώσαμε και μεις οι ίδιοι, στο σχιζοφρενικό τρόπο με τον οποίο προσεγγίσαμε τις περιφρουρήσεις, στο ότι δηλαδή πηγαίναμε με μισή καρδιά να υπερασπίσουμε έναν αγώνα με τον οποίο είχαμε πολλά ζητήματα και ανυπέρβλητες ενστάσεις.

Τα σημεία που επεσήμανα σκοπό έχουν να ξεκινήσουν ένα κάποιο διάλογο πάνω σε αυτή την πολύ σημαντική στιγμή του κοινωνικού ανταγωνισμού. Όσα προηγήθηκαν με κανένα τρόπο δε φιλοδοξούν να είναι μια πλήρης – η μια “αντικειμενική” τοποθέτηση πάνω στο ζήτημα. Αποτελούν την οπτική ενός πολιτικοποιημένου ατόμου που ήρθε αντιμέτωπο με μια σειρά από ερωτήματα, πολλά από τα οποία έμειναν χωρίς απάντηση. Όπως είπα και πρωτύτερα, οι επιπτώσεις αυτού του αγώνα θα φανούν μόνο σε βάθος χρόνου. Χωρίς όμως τη ζωντανή μνήμη της εκ των έσω κριτικής, στιγμές σαν και αυτή θα καταδικαστούν για άλλη μια φορά στη λήθη.

Συμεών Βάταλος

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*