Νεράιδα της Αθήνας: Για το Σύνταγμα και μετά από αυτό

Πολλοί από εμάς έχουν εδώ και καιρό συνειδητοποιήσει ότι μας βαραίνει αυτή η χαιρέκακη κατάρα από την Κίνα να ζούμε σε ενδιαφέρουσες εποχές. Το τελευταίο δεκαήμερο παρακολουθούμε μια κοινωνία που το σημείο βρασμού της πέφτει διαρκώς (δηλαδή βράζει σε ολοένα και μικρότερες θερμοκρασίες κι άρα ένα ασήμαντο γεγονός μπορεί να προκαλέσει την έκρηξή της), να προσπαθεί να ανακαλύψει τρόπους για να γίνει ξανά ο πρωταγωνιστής της κοινής της ζωής. Κατεβαίνει στο δρόμο, επανοικειοποιείται το δημόσιο χώρο, συζητάει με τον μέχρι χθες άγνωστο διπλανό της, εκδηλώνει την οργή της με τον τρόπο που έχει μάθει να γιορτάζει εδώ και χρόνια (με τον τρόπο δηλαδή που γιόρταζε εκείνο το μακρύ και ασήκωτο για μας καλοκαίρι του 2004), προσπαθεί να ανακαλύψει τα καινούργια συνθήματα που συμπυκνώνουν τις ανάγκες της, πολλές φορές αφήνεται να πέφτει πάνω της όλο το βάρος των περασμένων γενιών και να χειροκροτεί τα ζόμπι του παρελθόντος, ψάχνοντας τα τραγούδια που αντιστοιχούν στο δικό της μέλλον.

Δεν συμβαίνουν συχνά αυτά τα πράγματα, όπως δεν συμβαίνει συχνά να γκρεμίζονται κοινωνικά συμβόλαια 40 τουλάχιστον χρόνων, χωρίς να προκαλούν τους κραδασμούς που αντιστοιχούν σε τέτοια κίνηση των κοινωνικών τεκτονικών πλακών. Από την άλλη δεν υπάρχει και καμιά εγγύηση ότι τέτοιες καταστάσεις, όπως μια τέτοιας έκτασης κι έντασης επίθεση του κεφαλαίου στους εκμεταλλευόμενους σαν αυτή που συμβαίνει σήμερα, θα γεννήσει απαραίτητα άγριες διαμαρτυρίες, ή διαδικασίες αυτοοργάνωσης, όπως αυτή της πλατείας Συντάγματος. Πράγμα που αποδεικνύει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, την παραδοσιακή σημασία που έχει σ’ αυτό τον τόπο, το πολιτικό, σαν συλλογική ρύθμιση των κοινών προβλημάτων.

Είναι πολλά που πρέπει να ειπωθούν για όλα αυτά που ζούμε σήμερα, σκοπός μας όμως εδώ είναι να μιλήσουμε μόνο για δύο-τρία πράγματα, επειδή μας ενδιαφέρει μια πρώτη συζήτηση κι όχι μια περιεκτική ανάλυση, αφού εξάλλου τα γεγονότα τρέχουν.

Α. Ποιοι είναι αυτοί που κατεβαίνουν στο Σύνταγμα;

Το κεφαλαιώδες ερώτημα είναι ποιοι είναι αυτοί που κατεβαίνουν στο Σύνταγμα; Όπως έχει γράψει κι ένας σύντροφος, πρόκειται κατά την γνώμη μου για την πρώτη εμφάνιση στην ελληνική κοινωνία αυτού που θα ονομάζαμε πλήθος: ένα ετερόκλητο πολιτικά, ανομοιογενές κοινωνικά και ταξικά και ευρύτατατο ηλιακιακά «σώμα» ανθρώπων, με διαφορετικές ανάγκες και συμφέροντα, με διαφορετικές κοινωνικές και πολιτικές εμπειρίες, με διαφορετικά πολιτισμικά κεφάλαια τελικά, που πλήττεται όμως εξίσου από την διαδικασία της κρίσης και που φαντάζεται διαφορετικές προοπτικές εξόδου από αυτή την διαδικασία.

Το πλήθος αποτελείται εξίσου από εκμεταλλευόμενους/καταπιεζόμενους, από απολυμένους, από άνεργους αποφοίτους που δεν βλέπουν κανένα μέλλον μπροστά τους ή που δουλεύουν για 600 ευρώ χωρίς ένσημα στις χειρότερες δουλειές, από φοιτητές που υποψιάζονται τι τους περιμένει, από συνταξιούχους που τα νέα μέτρα γονατίζουν την καθημερινότητα τους,  κι από ανθρώπους που ήταν μέχρι σήμερα από την πλευρά των εκμεταλλευτών, έστω κι αν όχι από τόσο ισχυρή θέση (μικροϊδιοκτήτες, μικροαφεντικά, ελεύθεροι επαγγελματίες, κ.α.).

Το ερώτημα είναι γιατί κατεβαίνουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι στις πλατείες της Αθήνας και των επαρχιακών πόλεων; Η πιο ειλικρινής απάντηση σ’αυτό το ερώτημα είναι ότι μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε για να το απαντήσουμε. Υποθέσεις που βασίζονται στις συζητήσεις με ελάχιστους από αυτούς, στην ανάλυση των συνθημάτων που φωνάζουν, στην αποκωδικοποίηση των συμπεριφορών τους μπροστά στην Βουλή, στην επεξεργασία των πλακάτ που κρατάνε. Η υλική συνθήκη του αδιεξόδου που βιώνουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι, όλοι εμείς δηλαδή, εκτιμούμε ότι πάει χέρι-χέρι με μια συντριβή όλων των ιδεολογικών αξιών αυτής της κοινωνίας τα τελευταία χρόνια, που η συνθήκη της κρίσης και η επιβολή του μνημονίου την διεύρυνε σε άπειρη έκταση.

Η απώλεια της εμπιστοσύνης σε όποιον έχει εξουσία, το αίσθημα της έλλειψης δικαιοσύνης σ’ αυτό που λέγεται δημόσιος βίος, η προκλητική συμπεριφορά απέναντι στο δημόσιο πλούτο των αφεντικών και του πολιτικού προσωπικού τους, υποθέτουμε ότι είναι μόνο κάποιες από τις αφορμές που σπρώχνουν τον κόσμο να κατέβει στις πλατείες, όπως επίσης και μια αίσθηση ότι δεν έχει να περιμένει κάποια αλλαγή στα υπάρχοντα κοινωνικο-πολιτικά πλαίσια. Προφανώς όλα αυτά αποτελούν υποθέσεις, πιθανότατα υπάρχουν χιλιάδες διαφορετικοί λόγοι για να κατέβει κάποιος κάτω, που ούτε καν μπορούμε να φανταστούμε εμείς από την πλευρά μας. Ένα κομμάτι του κόσμου που κατεβαίνει να διαδηλώσει στο Σύνταγμα αποφασίζει να στήσει μια διαδικασία συζήτησης και λήψης αποφάσεων.

Σεβαστός αριθμός όλων αυτών, αλλά πιθανά όχι η πλειοψηφία ούτε στην Συνέλευση της πλατείας Συντάγματος, τουλάχιστον τις μέρες των πανευρωπαϊκων δράσεων, είναι κόσμος ενεργός στα πολιτικά πράγματα, δρώντα πολιτικά υποκείμενα δηλαδή (εδώ μια υποσημείωση: ο κόσμος που παρακολουθεί την Συνέλευση τις Κυριακές των πανευρωπαϊκών δράσεων, είναι διαφορετικός όχι μόνο ποσοστικά, αλλά και ποιοτικά από τον κόσμο που παρακολουθεί τις καθημερινές, τουλάχιστον μέχρι σήμερα).

Είναι φανερό ότι ένας κόσμος με τέτοια κοινωνική σύνθεση δε θα μπορούσε ποτέ να συγκροτηθεί σε πολιτικό σώμα επειδή καταρχήν έχει διαφορετικά ταξικά συμφέροντα: άλλα συμφέροντα έχει ο μικροεπιχειρηματίας που βλέπει τον τζίρο του να πέφτει και σκέφτεται ότι «κάτι πρέπει να κάνει, επειδή κάποια φάγανε τα λεφτά του κοσμάκη και δεν έχει για να αγοράσει τα εμπορεύματα του», κι άλλα ο πρόσφατα απολυμένος από μια μικροεπιχείρηση. Άλλα συμφέροντα έχει ο απόφοιτος μιας σχολής που κλείνουν όλοι οι δρόμοι μπροστά του για την όποια καριέρα κι άλλα ο εργαζόμενος στον ιδιωτικό τομέα που βλέπει να κρέμεται η δαμόκλειος σπάθη της απόλυσης πάνω από το κεφάλι του, και το μόνο που θέλει είναι να μην χάσει την δουλειά του. Άλλες παραστάσεις κι επιθυμίες έχει ένας ακροαριστερός ή ένας αναρχικός εκμεταλλευόμενος κι άλλες ένας πρώην πασόκος, που θέλει να διαμαρτυρηθεί για την κοροϊδια που υπέστη τόσα χρόνια μέσα από την εκλογική διαδικασία. Με λίγα λόγια: η πολιτική και κοινωνική σύνθεση του πλήθους, ακόμα και στις πιο ομογενοποιημένες μορφές του, όπως αυτή που συμμετέχει στις διαδικασίες της Συνέλευσης της πλατείας Συντάγματος (στο «κάτω Σύνταγμα» δηλαδή), είναι αρκετά διαφοροποιημένη, πράγμα που κάνει αδύνατη πρακτικά τη σύνθεση αναγκών και επιθυμιών, άρα και την πάλη για ένα κοινό σκοπό, που «να τους χωράει όλους». Κατανοώντας αυτή την πραγματικότητα, μπορούμε εξ ορισμού να διαπιστώσουμε ότι τελικά οι πολιτικές διαφοροποιήσεις των πιο οργανωμένων πολιτικά κομματιών της Συνέλευσης, που πολλές φορές είναι σε άμεση σχέση με τις κοινωνικές και ταξικές διαφορές τους, άλλοτε όμως όχι, είναι δευτερεύον στοιχείο της αδυναμίας σύνθεσης ενός πολιτικού σώματος.

Παρένθεση. Ο κόσμος που συμμετέχει στις συνελεύσεις, εκδηλώνει μια τρομερή απέχθεια απέναντι στην έκφραση των παραδοσιακών μορφών οργάνωσης (κόμμα/συνδικάτο), αλλά διατηρεί κι ένα σοβαρό βαθμό καχυποψίας σε κάθε οργανωμένη συλλογική έκφραση. Το πρώτο, προϊόν ιστορικής εμπειρίας αρκετών χρόνων είναι έκφραση μιας διαυγούς συνείδησης της απάτης των αντιπροσώπων και της αντιπροσώπευσης. Το δεύτερο είναι υποπροϊόν του πρώτου, και υποδεικνύει την προσπάθεια που απαιτείται για να ωριμάσει το καινούργιο, όταν το παλιό έχει πεθάνει και το νέο δεν έχει πάρει ακόμα την οριστική του μορφή. Με μια έννοια αυτή η στάση αποτελεί υποσύνολο όλων αυτών που λέγαμε σαν ΣΚΥΑ, και που γράφουμε στην μπροσούρα μας για το Δεκέμβρη, αναφορικά με το ξεπέρασμα των πολιτικών ταυτοτήτων: οι πολιτικές ταυτότητες πάει να πει μια ολόκληρη κουλτούρα πολιτικοποίησης σ’αυτό τον τόπο που εκπορεύτηκε από την μεταπολίτευση, έχει πεθάνει οριστικά. Η απέχθεια για τον ξύλινο λόγο της αριστεράς, φαίνεται από την θυμηδία που προκαλούν στον κόσμο τόσο τα σύμβολα του παλαιού κόσμου, όσο και το ύφος, οι συμπεριφορές και οι στάσεις όσων (νομίζουν) ότι κατέχουν την εξουσία της γνώσης και ότι ο ρόλος τους είναι να διδάσκουν: δεν ήταν τυχαία η πόρτα που έφαγε γνωστός «καλλιτέχνης» όταν ζήτησε να πάρει το λόγο στην συνέλευση εκτός σειράς απλώς και μόνο λόγω του κύρους του, ή η γιούχα που δοκίμασε γνωστή συνδικαλίστρια του αριστερισμού, που κάθε φορά που κατεβαίνουν σε απεργία οι καθηγητές, τρέχει από τηλεπαράθυρο σε τηλεπαράθυρο (για να μην μιλήσουμε για το ρόλο της στο συνδικαλιστικό κίνημα), όταν με ένα απύθμενα αλαζονικό ύφος πήρε το λόγο για να διδάξει, βγάζοντας τα γνωστά ανούσια λογύδρια που βγάζουν τέτοιοι τύποι όταν βρεθούν μπροστά σε ακροατήριο. Κλείνει η παρένθεση.

Η αριστερά σε γενικές γραμμές έχει υποστεί χοντρή ήττα σε ιδεολογικό επίπεδο και στις διαδικασίες της συνέλευσης, αφού οι επανειλημμένες της προσπάθειες να χειραγωγήσει -τροποποιώντας τη διαδικασία της συζήτησης, της λήψης των αποφάσεων, της υλοποίησης τους- δε βρίσκουν πρόσφορο έδαφος τις περισσότερες φορές. Κι αν κάποτε αυτοί οι χειρισμοί έχουν ένα αποτέλεσμα, αυτό οφείλεται περισσότερο στην έλλειψη πολιτικής πείρας του περισσότερου κόσμου για τους λεπτούς πολιτικούς της χειρισμούς, και στην οργανωτική απουσία της αντιεξουσίας, παρά στις δυνατότητες και στην ευφυϊα της.

Είναι φανερό ότι ένα κομμάτι του πολιτικοποιημένου κόσμου της Συνέλευσης επιθυμεί «να πιέσει» το κράτος και το κεφάλαιο για μεταρρυθμίσεις,  χωρίς να τραβήξει άγριες κόντρες και επιμένοντας να συνθέσει αντικρουόμενα συμφέροντα στο όνομα της ενότητας: υποστηρίζει για παράδειγμα το σύνθημα «κάτω η κυβέρνηση», χωρίς να αναφέρεται ρητά στο τι θα αντικαταστήσει αυτή την κυβέρνηση, πέρα από ρητορείες για το αστικό πολιτικό προσωπικό. Ή ακόμα περισσότερο: προσπαθεί να μπλοκάρει την απομάκρυνση των καντινών από το χώρο της πλατείας [1], αφενός επειδή οι καντινιέρηδες έδωσαν ένα ψυγείο στη συντονιστική επιτροπή της συνέλευσης, πολύ περισσότερο επειδή δεν θέλει να εκδηλωθεί η σύγκρουση που υποβόσκει ανάμεσα στους εκμεταλλευόμενους και στους μικροϊδιοκτήτες του Συντάγματος, για να μην τρομάξει τα μεσαία στρώματα που αποτελούν σάρκα από την σάρκα της. Το εντυπωσιακό είναι ότι όλα αυτά που ισχυριζόταν τόσα χρόνια η αντιεξουσία, παρόλο που η ίδια δεν τρέφει και τον μεγαλύτερο ενθουσιασμό για τις διαδικασίες της πλατείας (για τους δικούς της λόγους, που εξηγούμε αλλού), -αν και ένα σεβαστό κομμάτι της έστω και καθυστερημένα τις παρακολουθεί-, είναι ήδη κυρίαρχες ιδέες μέσα στην συνέλευση: η άμεση δημοκρατία, η αμφισβήτηση του ειδικού, το κυριότερο: η βαθιά αποστροφή απέναντι στα μμε κλπ., κλπ. Παίζει αυτά τα παιχνίδια η ιστορία ενίοτε.

Όλα αυτά αφορούν σε ένα βαθμό και το «πάνω Σύνταγμα»: ο διαχωρισμός μεταξύ πάνω και κάτω, προέρχεται από τους συμμετέχοντες στη διαδικασία της πλατείας Συντάγματος, στην προσπάθεια τους να διαχωρίσουν τη γηπεδική (και κάποτε: πατριωτική) έκφραση της διαμαρτυρίας από τη ριζοσπαστική έκφρασή της, που βάζει στο κέντρο της δραστηριότητας της όχι τόσο τις ιαχές και τα συνθήματα, αλλά την προσπάθεια συγκρότησης πολιτικών διαδικασιών. Από την άλλη πλευρά είναι γεγονός ότι ο κόσμος που σκάει πρώτη φορά στο Σύνταγμα δε θα πάει στην πλατεία, θα πάει πάνω.

Είναι γεγονός επίσης ένα οργανωμένο κομμάτι του «πάνω Συντάγματος», έχει κατέβει με ελληνικές σημαίες και με πατριωτικά συνθήματα κι εκφράζει την συντηρητική και μικροαστική έκφραση της διαμαρτυρίας, την έκφραση αυτή που δυνητικά θα μπορούσε να στραφεί προς το χειρότερο (προς τον «αειθαλή Μίκη Θεοδωράκη», προς την «ισχυρή προσωπικότητα εθνικής εμβέλειας», κλπ, κλπ). Στην πραγματικότητα όμως αυτές οι ομάδες δεν κυριαρχούν. Τα περισσότερα συνθήματα είναι ενάντια στη βουλή και στους δημοσιογράφους και η απαγγελία του εθνικού ύμνου, αυτό που τόσο μας τρομάζει (και καλά κάνει και μας τρομάζει), είναι περισσότερο η έκφραση της μόνης πιθανής κοινότητας που μπορούν να έχει ένα ετερόκλητο πλήθος όταν κατεβαίνει πρώτη φορά στο δρόμο και μάλιστα σε συνθήκες κρίσης: αυτής του έθνους.

Αυτό δε σημαίνει ότι μια τέτοια στάση δεν εγκυμονεί κινδύνους, ακόμα και ως επανασυγκόληση της ραγείσας εθνικής ενότητας με μέσο ένα «αδιάφθορο» πολιτικό, ή κάποιο «δοκιμασμένο για το ήθος του» τεχνοκράτη. Ή ακόμα χειρότερα, δυνητικά θα μπορούσε να καλλιεργήσει το πρόσφορο έδαφος για να δημιουργηθεί εκείνη η πλατφόρμα της σύνθεσης, που θα επιτρέψει σε μια ώριμη φασιστική μηχανή να την κάνει οπισθοφυλακή της.

Ωστόσο, παρόλο που τέτοιοι κίνδυνοι είναι ορατοί, τα πράγματα στην ιστορία δε συνέβαιναν ποτέ έτσι: ο κόσμος που κατεβαίνει κάτω στο δρόμο στη μεγάλη του πλειοψηφία και σ’ αυτή την φάση, δεν έχει, ούτε επιθυμεί να έχει οργανωτικούς δεσμούς με πολιτικές συλλογικότητες και μόνο από το γεγονός της αηδίας και της καχυποψίας, που του προκαλεί οτιδήποτε οργανωμένο.

Κάτι που πρέπει να τονιστεί ακόμα είναι η χαλαρότητα που χαρακτηρίζει αυτή τη φάση, χαλαρότητα που έχει να κάνει και με το γεγονός ότι δε διακυβεύεται (σχεδόν) τίποτα σε προσωπικό επίπεδο γι’ αυτό τον κόσμο, κατά την συμμετοχή του στην διαδήλωση. Ενώ δηλαδή όποιος κατεβαίνει σε μια διαδήλωση γνωρίζει ότι κινδυνεύει να φάει χημικά, ξύλο, κλπ, αυτός που κατεβαίνει στο Σύνταγμα ξέρει ότι δεν πρόκειται να διακυνδυνεύσει κάτι. Ίσως αυτό να είναι το πιο αρνητικό παρεπόμενο της στάσης απέναντι στην βία, κι όχι οι ιδεολογικές αποκυρήξεις της από την οργανωμένη διαδικτυακή αριστερά. Ωστόσο εκτιμούμε ότι όπως μαθαίνονται οι πολιτικές διαδικασίες (ζήτημα που έχει λήξει εδώ και τουλάχιστον 3000 χρόνια ο Πρωταγόρας στον ομώνυμο διάλογο του Πλάτωνα), έτσι ξεμπροστιάζεται και ο πραγματικός ρόλος της αστυνομίας: όταν ο αντίπαλος ασκήσει βία, τότε ο κόσμος θα αποκτήσει την πείρα που του λείπει σε σχέση με το θέμα και θα αναγκαστεί να απαντήσει με τον παραδοσιακό τρόπο κι όχι με ιδεολογικές αποκυρήξεις.

Β. Για την διαδικασία και το θεωρητικό κομμάτι της «άμεσης δημοκρατίας»

Ας σταθούμε τώρα σε ένα πιο θεωρητικό κομμάτι που αφορά τις διαδικασίες. Η συνέλευση της πλατείας προτείνει σαν τρόπο συζήτησης και λήψης των αποφάσεων, αλλά και σαν πρόταγμα (τουλάχιστον ρητορικά, το λέει και το πρώτο ψήφισμα της πλατείας: άμεση δημοκρατία τώρα!) την άμεση δημοκρατία. Οριακά δηλαδή προτάσσει την άμεση δημοκρατία όχι μόνο σαν διαδικασία, αλλά και σαν το παράδειγμα μιας διαφορετικής κοινωνικής μορφής, στο επίπεδο της ρητορικής καταρχήν.

Ας παραβλέψουμε τη συζήτηση που έχουμε κάνει μέχρι τώρα για να σταθούμε λίγο σ’ αυτό το σημείο, που μπορεί να μοιάζει κάπως ιδεολογικό και αφηρημένο, όμως νομίζουμε ότι έχει κι αυτό μια αξία. Ειδικά σήμερα που ο κόσμος αναζητά απαντήσεις για ό,τι βιώνει και για τις προοπτικές υπέρβασης του σημερινού αδιεξόδου. Η ιδέα της άμεσης δημοκρατίας προέρχεται από τις καλύτερες στιγμές του επαναστατικού κινήματος ως ο τρόπος οργάνωσης μιας κοινότητας συμφερόντων [2] και ρύθμισης των προβλημάτων που την αφορούν. Μιλήσαμε ήδη για κοινότητα συμφερόντων, και αναλύσαμε παραπάνω ότι τέτοια κοινότητα δεν υπάρχει ούτε στο «πάνω», ούτε στο «κάτω» Σύνταγμα. Είπαμε ωστόσο αυτό το να το παραβλέψουμε προς το παρών.

Προσωπικά όταν διάβασα στα 18 μου για πρώτη φορά για την ιδέα της άμεσης δημοκρατίας στο «Περιεχόμενο του Σοσιαλισμού», ένα βιβλίο του Καστοριάδη με κείμενα από το περιοδικό που έβγαζε η ομάδα του στην Γαλλία, είχα σοκαριστεί περισσότερο από ποτέ στην ζωή μου (κι αν κάποιος μπορεί να ισχυριστεί βάσιμα ότι υπάρχουν βιβλία που μπορεί να αλλάζουν την ζωή των ανθρώπων, αυτό ήταν ένα τέτοιο βιβλίο για μένα· φυσικά αυτό το βιβλίο άλλαξε μια ζωή, που αναζητούσε επίμονα να αλλάξει). Από τότε προσπαθώ αυτή την ιδέα να υπερασπίζομαι πρακτικά σε κάθε πτυχή της ζωής μου κι όχι μόνο στην δημόσια, αναγνωρίζοντας ωστόσο κάποια προβληματικά στοιχεία της.

Το ζήτημα τώρα όμως είναι άλλο: τόσο ο Καστοριάδης, όσο και ο Μπούκτσιν στο θεωρητικό επίπεδο (ή οι συμβουλιακοί κομμουνιστές στη Γερμανία και οι αναρχικοί στην Ισπανία, ή οι καταστασιακοί που ξεπατίκωσαν τον Καστοριάδη), όταν πρότειναν  την άμεση δημοκρατία σαν τρόπο λήψης αποφάσεων, είχαν στο μυαλό τους ένα μοντέλο το οποίο η εξουσία είναι οριζόντια και η ροή των αποφάσεων είναι από τα κάτω προς τα πάνω. Συγκεκριμένα, ο Καστοριάδης υποστήριζε ότι οι μονάδες παραγωγής, τα εργοστάσια δηλαδή, θα έπρεπε να  περνούν σε όλα τα επίπεδα στα χέρια των εργατών: από το επίπεδο του πόσο εργαζόμαστε μέχρι το επίπεδο του πόσο παράγουμε στην βάση των κοινά αποφασισμένων αναγκών μας. Κατά το γνωστό σχήμα (που το επαναλαμβάνω σχηματικά εδώ, αφού δεν είναι όλοι οι αναγνώστες υποχρεωμένοι να έχουν διαβάσει Καστοριάδη), κάθε εργοστάσιο θα έρθει στα χέρια των εργατών, που θα αποφασίζουν συλλογικά και θα εκλέγουν (με ψήφο ή τυχαία) κάποιον εκπρόσωπο (κι όχι αντιπρόσωπο), ο οποίος θα λειτουργεί ως εντολοδόχος των αποφάσεων της συνέλευσης, θα είναι ανακλητός ανά πάσα στιγμή και θα έχει εκτελεστικό και όχι διευθυντικό ρόλο: θα μεταφέρει δηλαδή τις αποφάσεις της συνέλευσης στο αμέσως επόμενο όργανο απόφασης, είτε αυτό είναι η συνέλευση όλων των παραγωγικών μονάδων μιας περιοχής, είτε η συνέλευση όλων των παραγωγικών μονάδων όλων των περιοχών μιας χώρας, είτε ένα οποιαδήποτε άλλο σώμα που αναλαμβάνει να παίξει ρόλο δευτεροβάθμιου οργάνου. Σ’ αυτό το σχήμα υπάρχουν διάφορες παραλλαγές που δεν έχουν μεγάλη σημασία για την συζήτηση που κάνουμε: π.χ. ο Μπούκτσιν μιλάει για συνομοσπονδία στη βάση της γειτονιάς (δηλαδή του τόπου που κατοικεί κάποιος), όχι του τόπου παραγωγής. Όπως και να χει το πράγμα, κεντρικό χαρακτηριστικό αυτού του σχήματος, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είναι μια προσπάθεια θεωρητικοποίησης των συμπεριφορών, και των πρακτικών που ανέπτυξε το επαναστατικό κίνημα, είτε στην Κομμούνα, είτε στα αρχικά στάδια της Ρώσικης επανάστασης, είτε στην Ισπανική επανάσταση του 36-39, είτε στην Ουγγρική επανάσταση το 1956, κ.α., είναι  η από τα κάτω προς τα πάνω ροή, δηλαδή η μετάβαση από το μερικό (από το εργοστάσιο και την γειτονιά, από το σχολείο και το πανεπιστήμιο) στο γενικό (στη συνέλευση των γειτονιών, και στη συνέλευση των παραγωγικών μεθόδων, στη συνέλευση όλων των σχολείων κι όλων των πανεπιστημίων). Αυτό συνέβη όχι μόνο σε επαναστατικές περιόδους, όπως αυτές που αναφέραμε ήδη, και δεν υπονοούμε εδώ ότι βρισκόμαστε σε προεπαναστατική περίοδο, αλλά ακόμα και σε περιόδους εξεγέρσεων όπως τα μαθητικά του 90-91 (ο Δεκέμβρης είναι άλλη ιστορία).

Πάει να πει ότι, για να ξαναγυρίσουμε στο παρών, κακά τα ψέματα: ακόμα κι αν η πλατεία Συντάγματος αποκτήσει μια πιο ομοιογενή σύνθεση συμφερόντων, αναγκών και επιθυμιών, ακόμα κι αν οι πολιτικές διαφοροποιήσεις εξομαλυνθούν (π.χ. διώξουν οι μεν τους δε), συνεχίζει να υπάρχει ένα μείζον διαδικαστικό θέμα. Αυτό που υπονοώ ξεκάθαρα εδώ προφανώς δεν έχει να κάνει μόνο με τη μορφή της διαδικασίας, αλλά και με το περιεχόμενο της: με λίγα λόγια ποιους εκπροσωπεί στην πραγματικότητα η πλατεία Συντάγματος, εκτός από τον καθένα που συμμετέχει στις διαδικασίες.

Τον καθένα που συμμετέχει στις διαδικασίες κάθε φορά που γίνεται, όχι σε κάθε συνέλευση: η σύνθεση της πλατείας και της Συνέλευσης εκτός από εξαιρετικά διαφοροποιημένη, είναι και αρκούντως ρευστή: κόσμος πάει και έρχεται, κάποιοι έρχονται και κάποιοι φεύγουν, αυτοί που συμμετέχουν στη λήψη μιας απόφασης, πιθανόν να απέχουν από την υλοποίηση της. Όλα αυτά είναι πραγματικά διαδικαστικά προβλήματα που πρέπει να τα έχουμε στο μυαλό μας πολύ καλά, για να μην ισχυριζόμαστε αύριο ότι «για την αποτυχία της συνέλευσης φταίει η άμεση δημοκρατία».

Από την άλλη υπάρχει και κάτι άλλο που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο το ‘χει τονίσει ο Καστοριάδης και επαναλαμβάνεται πολλές φορές από τους πρωταγωνιστές της αργεντίνικης εξέγερσης του 2001, όπως φαίνεται μέσα από τις διηγήσεις τους στο βιβλίο Οριζοντιότητα [3]: ότι η άμεση δημοκρατία, η οριζοντιότητα που λένε οι αργεντίνοι, δεν είναι απλά μια μορφή οργάνωσης, είναι και μια ολόκληρη διαδικασία συμμετοχής, ανάληψης ευθυνών, σεβασμού στη διαφορετική γνώμη (κι όσων έχουν ίδια συμφέροντα), είναι δηλαδή κι ένα διαφορετικό περιεχόμενο πολιτικής, είναι η μέθοδος και η ουσία μιας ανταγωνιστικής προς την κυρίαρχη πολιτική, αυτή δηλαδή της ανάθεσης ευθυνών, της αντιπροσώπευσης, της διεύθυνσης από τους λίγους και της εκτέλεσης των αποφάσεων από τους πολλούς, της ιεραρχίας των ειδικών (του λόγου και της δράσης) κλπ.

Γ. Η σημασία και οι προοπτικές αυτής της ιστορίας: τι μπορούμε να κάνουμε, τι έχει νόημα να επιδιώξουμε.

Τα δρώντα πολιτικά υποκείμενα (οι πολιτικοποιημένοι εκμεταλλευόμενοι, τα υποκείμενα του κοινωνικού ανταγωνισμού, ή όπως αλλιώς μπορεί να μας χαρακτηρίσει κάποιος), δεν είμαστε ούτε θεατές, ούτε χειροκροτητές: αναπνέουμε μέσα στους κοινωνικούς αγώνες και πάμε χέρι-χέρι με την ιστορική κίνηση. Η ιστορία του Συντάγματος μας έφερε σε αμηχανία, μας γέμισε απορίες, μας οδήγησε να την ψάξουμε, να την εξετάσουμε κριτικά και τελικά να κατανοήσουμε τη σημασία της.

Και τη σημασία παράλληλα του να είμαστε εκεί, όπως είμαστε καθημερινά μέσα στους χώρους της δουλειάς μας σε διαρκή κόντρα με τους προϊσταμένους και τα αφεντικά μας, όπως είμαστε στις γειτονιές μας, όπως είμαστε στους δρόμους και στις πλατείες. Κι όλα αυτά χωρίς να φετιχοποιούμε ούτε τις μάζες, ούτε το πλήθος, κατανοώντας τις ανάγκες και τις επιθυμίες των εκμεταλλευόμενων, προσπαθώντας να φτιάξουμε κοινότητες αγώνα και αντίστασης απέναντι όχι μόνο στον παραλογισμό της κρίσης, αλλά απέναντι στον παραλογισμό του συστήματος που η κατάσταση κρίσης αποτελεί μόνο μια εκδήλωση του. Αυτό το κείμενο ως εκ τούτου, δεν έχει νόημα να διαβαστεί ούτε από τους κοινωνιολόγους των αγώνων, ούτε από τους ιδεολόγους της επανάστασης, απ’ όσους περιμένουν δηλαδή την καθαρή επιβεβαίωση των πραγμάτων που έχουν στο κεφάλι τους για να πάρουν μυρωδιά από τον κοινωνικό ανταγωνισμό, ή απ’ όσους ταμπουρώνονται στα πολιτικά τους μπακάλικα, μέχρι την στιγμή που θα περάσει η καταιγίδα για να βγουν μετά σαν τα σαλιγκάρια και να φτύσουν με τα σάλια τους τις πληγές της μνήμης (των αγώνων μας). Όλοι αυτοί ας μη χάνουν το χρόνο τους, δεν απευθυνόμαστε σ’ αυτούς. Εμείς μιλάμε μόνο με αγωνιζόμενους, με ανθρώπους που είμαστε δίπλα τους και που θέλουμε να βρεθούμε δίπλα τους μέσα σε διαδικασίες αγώνα.

Η σημασία συμβάντων και διαδικασιών όπως αυτή του Συντάγματος, είναι τεράστια, και δεν είναι τυχαίο, ότι οι μηχανισμοί του συστήματος δουλεύουν στο φουλ για την ευνουχίσουν όσο μπορούν: τέτοιες καταστάσεις το κράτος στο σύνολο του τις τρέμει, ειδικά σήμερα που το κεφάλαιο παίζει το μεγάλο του στοίχημα σε βάρος της ζωντανής εργασίας, σε βάρος των εργαζομένων δηλαδή, προκειμένου να καταφέρει να υπερβεί την κρίση που το μαστίζει. Ακόμα και στο απλό κυβερνητικό επίπεδο είναι σχεδόν βέβαιο ότι πολύ δύσκολα η σημερινή κυβέρνηση θα αντέξει για πολύ καιρό ακόμα, το πιο πιθανό είναι ότι πολύ σύντομα θα πάμε σε καταστάσεις κυβερνήσεων εθνικής ενότητας. Αλλά αυτό δεν είναι το πιο σημαντικό. Το πιο σημαντικό είναι ότι ένας ολόκληρος κόσμος σηκώθηκε από τον καναπέ του και αναζητά συλλογικές λύσεις στα προβλήματα του. Το μεγάλο στοίχημα των καιρών μας είναι η κατεύθυνση που θα πάει αυτός ο κόσμος: θα καταφέρει την σύνθεση του να την κάνει η άκρα δεξιά, ή έστω ένα αριστερό πατριωτικό σχήμα (τύπου Σπίθα) και να τον στρέψει προς επικίνδυνες για το μέλλον μας καταστάσεις; Δηλαδή προς την εθνική ενότητα και ότι αυτό συνεπάγεται για τους εκμεταλλευόμενους αυτής της χώρας; Ή θα καταφέρουμε να την κάνουμε εμείς και να την στρέψουμε προς την κοινωνική απελευθέρωση;

Κακά τα ψέματα η ιστορία του Συντάγματος και των πλατειών όλης της επικράτειας σήμερα, δε συνιστά προεπαναστατική κατάσταση. Το επαναστατικό κίνημα σ’ αυτόν τον τόπο δεν είναι τόσο δυνατό, τόσο οργανωμένο, τόσο συγκροτημένο και τόσο ώριμο, ώστε να καταφέρει να πάρει όλες τις εξουσίες που έχουμε χάσει ως εκμεταλλευόμενοι και δεν είναι εδώ ο χώρος για να επιχειρηματολογήσουμε επ’αυτού.

Από την άλλη αν δούμε την ιστορία του κοινωνικού ανταγωνισμού σ’ αυτό τον τόπο τα τελευταία χρόνια, σε ένα μακροεπίπεδο, δηλαδή όχι από μέρα σε μέρα, ούτε από μήνα σε μήνα, αλλά πιο συνολικά, είναι ολοφάνερη μια μη-γραμμική, τεθλασμένη αλλά εν πάσει περιπτώσει συγκεκριμένη άνοδος του επιπέδου των κοινωνικών αγώνων. Στην πραγματικότητα μιλάμε για ένα σερνόμενο Δεκέμβρη (2008) στην Ελλάδα, για να μην πούμε για ένα σερνόμενο Μάη, αν πάρουμε ως αφετηρία της μελέτης το πρώτο σοβαρό ξέσπασμα του κοινωνικού ανταγωνισμού τη δεκαετία του 2000, δηλαδή τα φοιτητικά του Μάη-Ιούνη του 2006. Η δυσαρέσκεια και η αντίσταση διευρύνονται, το ανταγωνιστικό κίνημα προσπαθεί να φτιάξει δομές και να βρει ριζώματα και δεν είναι τυχαία η όλο και πιο βίαιη και αδιαφοροποίητη διαχείριση από το κράτος, του κόσμου που συμμετέχει στις απεργιακές διαδηλώσεις. Αν και η κατάσταση του κινήματος είναι εμβρυακή ακόμα, όπως και να χει το πράγμα, η ανάδυση του κοινωνικού παράγοντα σπρώχνει τα πράγματα και πιέζει για να βρει νέους τρόπους έκφρασης.

Σ’ αυτό το πλαίσιο ιστορικές διαδικασίες όπως αυτές του Συντάγματος, αποκτούν μεγάλη σημασία όχι μόνο κι όχι τόσο για τα τρέχοντα αποτελέσματα που μπορούν να έχουν (που κι αυτά είναι σημαντικά: είναι σημαντικό να μην περάσει το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα τώρα, άσχετα αν προσπαθήσει να το περάσει τροποποιημένο μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας), πολύ περισσότερο για τη συνθήκη που διαμορφώνουν, για τον κοινωνικά εκπαιδευτικό τους ρόλο στην αξία της συμμετοχής στα κοινά προβλήματα και στις αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες επιλύσης τους, για την αυτοπεποίθηση που μπορούν να μας δώσουν μετά από αυτό το σοκ που έχουμε υποστεί ένα χρόνο τώρα.

Για να μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα. Αργά ή γρήγορα οι διαδηλώσεις στο Σύνταγμα θα σταματήσουν. Το πιο πιθανό είναι να κουραστεί ο κόσμος του «πάνω» Συντάγματος και ή να εκφυλιστεί σταδιακά η διαδικασία του «κάτω Συντάγματος», ή το κράτος να μην την αφήσει να το ζαλίζει άλλο, αποφασίζοντας να την τελειώσει με δυναμικό τρόπο. Έτσι γινόταν πάντα τα πράγματα στην ιστορία, έτσι είναι το πιο πιθανό να γίνουν και τώρα (το πιο πιθανό, όχι το σίγουρο). Με αυτή την έννοια το ερώτημα είναι τι μπορούμε να κάνουμε εμείς ως μια τάση μέσα στο ανταγωνιστικό κίνημα στην σημερινή συγκυρία.

Με δεδομένες τις διαφοροποιήσεις που διαπερνούν τις διαδικασίες της πλατείας Συντάγματος και την πραγματική αδυναμία της να συγκροτηθεί σε πολιτικό σώμα, όπως αναλύσαμε πιο πάνω, το πλέον ενδιαφέρον που μπορεί να προκύψει από αυτή την ιστορία, είναι οι διαδικασίες της πλατείας να αποκεντρωθούν προς τις γειτονιές της Αθήνας. Αυτό δε σημαίνει η συνέλευση της πλατείας να μεταφερθεί σε άλλες πλατείες, κάθε άλλο. Σημαίνει αντίθετα ότι πρέπει να στηθούν αντίστοιχες διαδικασίες στις πλατείες κάθε γειτονιάς, που θα έχουν πιο ξεκάθαρα χαρακτήρα κέντρων και κοινοτήτων αγώνα.

Αυτό το πράγμα, φαίνεται πως ήδη έχει γίνει συνείδηση σε πολύ κόσμο, και με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, συμβαίνει ήδη: νέες συνελεύσεις γειτονιάς φτιάχνονται, όσες υπάρχουν ήδη διευρύνονται, κλπ. Αν αυτή τάση επεκταθεί σε αξιόλογο βαθμό είναι ήδη ένα μεγάλο κέρδος, ακόμα περισσότερο εφόσον αυτές οι διαδικασίες προσανατολιστούν προς το σκοπό της αντίστασης στις συνθήκες της κρίσης και της αντιμετώπισης της στο τοπικό επίπεδο, κι όχι προς την κατεύθυνση που στρέφονται παραδοσιακά μέχρι τώρα οι συνελεύσεις των γειτονιών, δηλαδή προς την επανοικειοποίηση των δημόσιων χώρων, πολύ σημαντική από μόνη της, αλλά πολύ περιορισμένη σαν πρακτική για να απαντήσει ουσιαστικά στην επίθεση του κεφαλαίου.

Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι η πλατεία Συντάγματος μπορεί να παίξει το ρόλο σημείου συνάντησης ενός συνόλου κοινωνικών σχέσεων, μιας γνωριμίας δηλαδή των ανθρώπων μεταξύ τους και μιας απόφασης συνεύρεσης και από κοινού δράσης τους. Κι εδώ η συμμετοχή στην πολιτική διαδικασία των ομάδων εργασίας, που σημαίνει αναλαμβάνω ευθύνες, δεσμεύομαι να υλοποιήσω αποφάσεις, συμμετέχω σε μια δράση, αποκτά ένα τεράστιο ρόλο εκπαίδευσης για ανθρώπους που πρώτη φορά αποφασίζουν να πάρουν στα χέρια τους τις ζωές τους. Γι ‘αυτό είναι πολύ σημαντικό αποφάσεις που αφορούν εξωστρεφείς δράσεις κι όχι απλώς διαχειριστικά ζητήματα να υλοποιούνται για να μην εμπαιδώνεται μια κατάσταση ανευθυνότητας στον κόσμο που συμμετέχει και παρακολουθεί αυτές τις διαδικασίες.

Όπως και να χει το πράγμα, όπως ακριβώς και το Δεκέμβρη, το ερώτημα που μας μπαίνει είναι πώς οι εκμεταλλευόμενοι που κατεβαίνουν στο δρόμο, σε όποια κατάσταση και να βρίσκονται (άνεργοι, απολυμένοι, επισφαλείς, απόφοιτοι, κλπ), δε θα πάνε σπίτι τους, αλλά θα βρουν στις δομές και στις διαδικασίες μας σοβαρά κίνητρα για να συνεχίσουν να αγωνίζονται· που πάει να πει τις προϋποθέσεις που θα αλλάζουν την καθημερινότητα τους στο σήμερα, κι όχι απλώς τις ρητορικές διακηρύξεις για ένα ουτοπικό και αβέβαιο μέλλον.

Hobo

Σημειώσεις:

[1]. Αυτή η ιστορία αξίζει να τύχει αφήγησης.

[2]. Προφανώς ο ορισμός αυτός είναι δικός μου, όσον αφορά την κοινότητα συμφερόντων· ωστόσο δεν είναι και εντελώς αυθαίρετος. Τα sections στο Παρίσι κατά την Κομμούνα  ήταν sections τεχνιτών, τα σοβιέτ στην Ρωσία ήταν σοβιέτ εργατών-στρατιωτών, τα συμβούλια στην Γερμανία και στην Ουγγαρία ήταν συμβούλια εργατών, οι κολλεκτίβες στην Ισπανία ήταν είτε εργατικές, είτε εργατών και ακτημόνων της γης, οι καταλλειμένες επιχειρήσεις στην Αργεντινή σήμερα είναι επιχειρήσεις εργατών-παραγωγών, είτε είναι κατειλλημένα εργοστάσια, είτε κατειλλημένες κλινικές, είτε κατειλλημένα τυπογραφεία, κ.ο.κ. Μοντέλα κοινότητας με αντικρουόμενα συμφέροντα υπάρχουν μόνο θεωρητικά (υποθέτω στο μυαλό του Μπούκτσιν και της Μπιέλ): στην πράξη προφανώς τα αντιτιθέμενα συμφέροντα διαλύουν την ψευδή ενότητα και διαχωρίζουν την ήρα από το στάρι.

[3]. Η ελληνική μετάφραση του βιβλίου “Horizontalidad: Voces de Poder Popular en Argentina“, βρίσκεται υπό έκδοση από τη ΣΚΥΑ και συνελεύσεις γειτονιάς.

4 Σχόλια

  1. Σε γενικές γραμμές η ανάλυσή σου είναι σωστή. Συμμερίζομαι τις αγωνίες σου για την πάρα πέρα πορεία του κινήματος των πλατειών.
    Συτην πόλη μου συμμετέχω ενεργά και παρεμβαίνω στην δημόσια συζήτηση με μεγάλη ανταπόκριση.
    Ομως επιφυλάσσομαι για την παρα πέρα πορεία. Είτε η πλατεία Συντάγματος θα χωρέσει όλη την Ελλάδα και θα κάνει το μπαμ ,είτε θα εκφυλιστεί για την ώρα.
    Ανοιγεται μεγάλο θέμα , και μετά? Πως οργανώνεται το τμήμα που θέλει να προχωρήσει το κίνημα μπροστά? Δεν το βλέπω με τις μικρές πλατείες. Θα ήθελα να ακούσω και άλλες απόψεις και από άλλους και να συζητηθεί πρώτα μεταξύ μας και να ξεκαθαριστεί ποιοί είμαστε και τι θέλουμε.

  2. Μερικές παρατηρήσεις σχετικά με το θέμα της αμεσοδημοκρατίας, πάνω σ’ ένα κείμενο που κατά τ’ άλλα με εκφράζει σχεδόν απόλυτα.

    Ένα ζητούμενο που πιάνει το κείμενο είναι η μη ταύτιση (ταξικών) συμφερόντων ανάμεσα στο πλήθος κόσμου που κατεβαίνει στο Σύνταγμα ή και συμμετέχει στην λαϊκή συνέλευση. Αυτό που δεν αναφέρεται όμως είναι ότι ακριβώς αυτή η διαφοροποίηση ανάμεσα στις τάξεις δύναται να καλυφθεί υπό τον μανδύα της δημοκρατίας, έστω και άμεσης. Από την στιγμή που αναγνωρίζουμε τους εαυτούς μας μόνο ως άτομα/ανθρώπους/Έλληνες κι όχι ως εκμεταλλευόμενους/εργαζόμενους/άνεργους/προλετάριους κι άλλες κοινωνικές ταυτότητες τα δυο ενοποιητικά στοιχεία όλου αυτού του πλήθους δύνανται να είναι το έθνος κι η δημοκρατία. Το πρώτο ευτυχώς έχει εξοβελιστεί από την συνέλευση (αλλά όχι από το Σύνταγμα) ως κύριο ενοποιητικό στοιχείο, έστω και μέσω της ρητορικής απεύθυνσης και προς τους μετανάστες και των αντιφασιστικών και διεθνιστικών αντιλήψεων που παλέψαμε στο να βρουν χώρο. Το δεύτερο όμως παραμένει ως όριο και συγκαλύπτει σε μικρό ή μεγάλο βαθμό το γεγονός ότι το πρόβλημα στην ζωή μας δεν είναι απλά ο τρόπος λήψης των αποφάσεων και συμμετοχής μας σε αυτόν ως άτομα-ψηφοφόροι, αλλά συνολικά ο έλεγχος της ζωής μας στα ασφυκτικά πλαίσια της κεφαλαιοκρατικής σχέσης και η αδυναμία μας να παλέψουμε ενάντια σε αυτήν την αλλοτρίωση/πτώχευση μέσω κοινοτήτων αγώνα.

    Από την άλλη προφανώς πρέπει να αναγνωρίσουμε στο αίτημα για “άμεση δημοκρατία τώρα” μια αντισυστημική διάθεση που δεν βλέπει περιθώρια βελτίωσης στο υπάρχον μέσω μιας “πραγματικής” δημοκρατίας, όπως και την επιρροή που ασκούν οι κινηματικές δομές αγώνα κι οι αντιιεραρχικές τάσεις στους αγώνες όλου του προηγούμενου διαστήματος. Όπως και μια τάση, έστω και ξεκινώντας από το εποικοδόμημα της πολιτικής, μια συνολική διάθεση “να πάρουμε τις ζωές στα χέρια μας”.

    Ένα δεύτερο ζήτημα είναι ότι ο φετιχισμός της (αμεσο)δημοκρατίας ως τρόπου επίλυσης του ταξικού ζητήματος δεν δημιουργεί πρόβλημα μόνο στο Σύνταγμα, που όπως σωστά επισημαίνεται δεν υπάρχει η γειωμένη κοινωνική βάση για να αντιπαλευθεί η ανάθεση κτλ. Και στις λαϊκές συνελεύσεις των γειτονιών που υπάρχει αυτή η γειωμένη κοινωνική βάση, πολλές φορές η κουβέντα μονοπωλείται γύρω από τα προτάγματα, το πολιτικό πλαίσιο κτλ., πράγματα άλλωστε που σχεδόν αποκλειστικά απασχολούν τα “κομματσοσκυλα με πολιτικά”, που από την στιγμή που θα ψηφιστεί το μότο τους (π.χ. “δεν πληρώνουμε, δεν χρωστάμε, δεν πουλάμε”), νοιώθουν όπως στις φοιτητικές συνελεύσεις που υπερψηφιζόταν το πλαίσιο της παράταξης τους. Αλλά κι ο κόσμος που ψηφίζει περισσότερο από το ύφος του ομιλητή και των προτάσεων, ενώ από την μια αποδοκιμάζει -και καλά κάνει- τα κομματόσκυλα που ψάχνουν ένα κίνημα κατάλληλα ντυμένο ώστε να φορέσει το ξύλινο καπέλο τους, από την άλλη παρασύρεται από το κατάλληλο “μη ξύλινο ύφος” με την ίδια λογική που παρασύρεται από ωραία βιντεάκια στο Youtube, ανεξαρτήτως του περιεχομένου τους και των (διαφημιστικών) στοχεύσεων αυτών που τα φτιάχνουν.

    Το αποτέλεσμα όλων των παραπάνω -κι εγώ νομίζω της (άμεσο)δημοκρατίας ως όριο του συγκεκριμένου κινήματος- είναι οι εκμεταλλευόμενοι να θεωρούν ότι αποκαθιστούν την απώλεια εξουσίας στις ζωές τους μέσω της ανάτασης του χειρός στις συνελεύσεις. Αυτό είναι ένα ζήτημα που δεν το συναντάμε πρώτη φορά στους κοινωνικούς αγώνες. Στο (επίσης διαταξικό και αμεσοδημοκρατικό) φοιτητικό κίνημα του 2006-07 υπήρχε μαζική υπερψήφιση αγωνιστικών προτάσεων στις συνελεύσεις από πλήθη “απολίτικων” φοιτητών (παρεμπίπτοντος πολλοί/ες από αυτούς έγιναν καρακαγκαν αναρχικοί/ες και μηδενιστές που “κράζουν” το τωρινό κίνημα) και απουσία πλειοψηφικής συμμετοχής σε πρακτικές δράσεις. Αυτό το κενό στην τότε περίπτωση καλύφθηκε από τον πόλεμο με την καταστολή στους δρόμους, στην τώρα περίπτωση οι αυταπάτες περί ειρήνης και Γκάντι, μαζί με τους εκτονωτικούς/διασπαστικούς χειρισμούς του κράτους δεν έχουν βοηθήσει (μέχρι στιγμής – λίγες ώρες πριν την ιστορική 24ωρη απεργία της 15/6) στο να ξεπεραστεί το κενό μεταξύ επαναστατικής φρασεολογίας και ακίνδυνης απραξίας.

    Όλα τα παραπάνω τα σημειώνω ως αυτοκριτική σε ένα κίνημα που συμμετέχω, όχι για να σκορπίσω απογοήτευση ως προς τα που μπορεί να φτάσει η αναστάτωση (για μένα μια όχι και εντελώς απίθανη δυνατότητα είναι άλλωστε μια διαταξική-λαϊκή εξέγερση που θα αναγκάσει σε αποχώρηση “με ελικόπτερο” την κυβέρνηση, θα δείξει ένα επίπεδο δύναμης και της τάξης μας απέναντι στην επίθεση του μνημονίου, θα δημιουργήσει διαδικασίες ανασύνθεσης της τάξης μας συνολικότερα σε επαναστατική κατεύθυνση -απέναντι και στην όποια “οικουμενική” κυβέρνηση θα προσπαθήσει να ενσωματώσει τους “αγανακτισμένους” μικροαστούς σε πατριωτική κατεύθυνση- και μην ξεχνάμε θα στείλει ένα μήνυμα στην υπόλοιπη ευρωπαϊκή εργατική τάξη για το τι μπορεί να κάνει απέναντι στην κρίση), αλλά για να γνωρίζουμε τα όρια ενός αγώνα απέναντι στα οποία πρέπει και μπορούμε να αναμετρηθούμε, όπως άλλωστε έγινε κι από κινηματικές μειοψηφίες εκείνον τον Μάη-Ιούνη πριν από 5 χρόνια.

  3. Για την παρέλαση ομιλητών από ΝΑΡ /ΣΕΚ/ακόμη κι ΟΚΔΕ-Σπάρτακο κι όχι μόνο,χθες τί μπορεί να πει κανείς;
    Η Κατάληξη; Κατάληξη να μπει ένα τσιτάτο στο περιβόητο ψήφισμα για την Ε.Ε. Το κοινό υπερψήφισε,χειροκρότησε,δίχως όμως να κάτσει ν΄απαιτήσει να συζητηθεί σε μια μέρα ξεχωριστά το ζήτημα της ε.ε. Όταν,μάλιστα,κάποιος έβαλε το θέμα ως:¨δεν είναι δυνατό να θυμίζει μάχη γραμμών ένα τέτοιο θέμα¨ αποδοκιμάστηκε από την πλατεία.

    Δεν έχω καθημερινή τριβή κι επαφή με την πλατεία,αλλιώς τα διάβαζα κι αλλιώς τα περίμενα.Ούτε έχω πρόβλημα με κόμματα,αντί-κόμματα και μη-κόμματα,αλλά αυτό το μια από τα ίδια,σαν Συντονιστικό Φοιτητικών Καταλήψεων αρχίζει και κουράζει…Τα συνεχή bullets,η ξύλινη γλώσσα και σαν κερασάκι στην τούρτα η γιούχα των υπερασπιστών του μαύρου υφάσματος{sic!} μήπως και αποτρέψουν την “καταδίκη” των πρακτικών των πάσης φύσεως κουκουλοφόρων! Α ναι! Κατά τα άλλα,οι προηγούμενοι κάποτε δεν ήθελαν να ψηφίζουν ούτε με ανάρτηση της χείρας τους,αλλά ήταν με την ομοφωνία πρώτα και πάντα…

    Έλεος!!! Η μετα-καπιταλιστική κοινωνία θα στηριχθεί στα μια από τα ίδια;
    1000 φορές Πωλ Ποτ

    υ.γ. άραγε οι “φιλοΕΕ” ή σωστότερα με oι “την άλλη Ευρώπη” πού βρισκόντουσαν χθες;;; Όχι πως χαλάστηκα,να απλά θυμήθηκα κάποιες εποχές που κρατάγανε ένα 4σέλιδο και το κούναγαν διάφοροι και σου έλεγαν: ” ή συμφωνείς ή το μπαούλο¨!

  4. Να συμφωνήσουμε καταρχήν σε κάτι σημαντικό: το οργανωτικό ζήτημα είναι κεφαλαιώδες σε κάθε έκφανση του πολιτικού, της συλλογικής ρύθμισης δηλαδή των κοινών προβλημάτων. Πόσο μάλλον στην ανταγωνιστική πολιτική, στην πολιτική δηλαδή που αμφισβητεί πρακτικά την κυριαρχία και την εκμετάλλευση.
    Δεύτερο. Το επαναστατικό κίνημα σε όλη την ιστορία του ανέπτυξε δύο μορφές οργάνωσης (με παραλλαγές): η μία είναι η λενινιστική, της συγκεντροποίησης της εξουσίας και της κάθετης ροής των αποφάσεων (από τα πάνω προς τα κάτω), του αρχηγού και των αντιπροσώπων και η άλλη είναι της οριζόντιας και αντιιεραρχικής λήψης των αποφάσεων (είτε αυτή ονομάζεται άμεση δημοκρατία, είτε οριζοντιότητα στην αργεντινή, είτε δεν ξέρω πως αλλιώς), των εκπροσώπων που είναι διαρκώς ανακλητοί κι εκτελεστές των αποφάσεων της συνέλευσης. Πρωτοβουλιακές μορφές οργάνωσης, ή μορφές οργάνωσης που απαιτούν ομόφωνη λήψη αποφάσεων, είναι παραλλαγές της αμεσοδημοκρατικής μορφής, άσχετα αν εμπλέκουν ή όχι αρχές πλειοψηφίας ή μειοψηφίας.
    Τρίτο. Το να επιχειρηματολογούμε υπέρ ή κατά της άμεσης δημοκρατίας σαν αυτή να αποτελεί το σκοπό μιας συγκεκριμένης κοινωνικής μορφής (είτε αυτή είναι η συνέλευση γειτονιάς, είτε το σωματείο, είτε μια οποιαδήποτε κοινότητα ανθρώπων, είτε ολόκληρη η κοινωνία) καταντάει όπως η συζήτηση για την βία. Η άμεση δημοκρατία (μορφή και ταυτόγχρονα περιεχόμενο οργάνωσης, με την έννοια ότι είναι εχθρική στην ανάθεση, και στην ανευθυνότητα των μελών μιας κοινότητας, ότι ενθαρρύνει και ευνοεί την συμμετοχή όχι μόνο στην λήψη αλλά και στην εκτέλεση των αποφάσεων κλπ) είναι πρώτα από όλα μέσο και μετά σκοπός (Και ας μην ξεχνάμε: τα μέσα μας πρέπει να βρίσκονται σε διαλεκτική σχέση με τους σκοπούς μας). Σκοπός μας είναι να καταστρέψουμε το κεφάλαιο και να πάρουμε τις ζωές μας στα χέρια μας, όχι να χτίσουμε «οάσεις αμεσοδημοκρατίας» μέσα στην έρημο του καπιταλισμού. Αυτό το πράγμα είμαι σίγουρος ότι δεν το έχω διαβάσει ποτέ από τους εγχώριους ιδεολόγους, είτε αυτούς που θεοποιούν την άμεση δημοκρατία, είτε αυτούς που την αναθεματίζουν (εννοείται ότι σ’ αυτούς δεν κατατάσσω κατά καμία έννοια τον αγαπητό σύντροφο πολυεργαλείο).
    Αντίθετα ένας Κορνήλιος (που ανάθεμα με αν υπάρχουν 5 άνθρωποι στην ελλάδα που τον έχουν –απλώς- διαβάσει με ένα τρόπο κριτικό), έχει γράψει κάπου: «δεν έχει κανένα νόημα να λέμε ότι οι δεσμοφύλακες θα αποφασίζουν αμεσοδημοκρατικά για την δουλειά τους, ούτε ότι οι βιομηχανικοί εργάτες θα αυτοδιαχειρίζονται την αλυσίδα παραγωγής σε μια αυτοδιευθυνόμενη κοινωνία»• με την έννοια ότι δεν μπορεί να υπάρχουν φυλακές, ούτε αλυσίδα παραγωγής στον κομμουνισμό (κι άρα ότι η άμεση δημοκρατία είναι μέσο μεν, σε διαλεκτική σχέση με ένα σκοπό δε).
    Με αυτή την έννοια είναι λάθος κατά την γνώμη μου να αποδίδεται στην άμεση δημοκρατία ως όριο το ότι «οι εκμεταλλευόμενοι θεωρούν ότι αποκαθιστούν την απώλεια εξουσίας στις ζωές τους μέσω της ανάτασης του χειρός στις συνελεύσεις».
    Είναι το ίδιο σα να αποδίδει κάποιος στην «κινηματική αντιβία» την ευθύνη για το γεγονός ότι δεν κατεβαίνουν στις πορείες οι εκμεταλλευόμενοι (ένα επιχείρημα που το συναντούσαμε πιο παλιά στις αναλύσεις της αριστεράς ή κομματιών της αντιεξουσίας, κάποιες φορές το είχα χρησιμοποιήσει κι εγώ, όταν ήμουν πιτσιρικάς).
    Και πάντως μπορούμε να συζητήσουμε σε κάποια φάση το γιατί η συμμετοχή πολλών εκμεταλλευόμενων εξαντλείται σε αυτό που γράφεις.
    Συμπερασματικά: ας μην φετιχοποιούμε μορφές και περιεχόμενα οργάνωσης και δράσης Εμείς ως εκμεταλλευόμενοι, πολιτικοποιημένοι ή όχι, όταν σηκώσουμε ψηλά την γροθιά, όταν γινόμαστε δηλαδή ανταγωνιστική υποκειμενικότητα, έχουμε και την ιστορική εμπειρία και την ευφυϊα να επινοήσουμε αυτές τις μορφές κι αυτά τα περιεχόμενα που αντιστοιχούν στις συλλογικές (ιστορικές) ανάγκες και επιθυμίες μας.
    Τέλος. Ας αποϊδεολογικοποιήσουμε λίγο ακόμα την ιστορία της πλατείας Συντάγματος. Όλες οι ιδεολογικές αποκυρήξεις της βίας πήγαν περίπατο πριν 3 ημέρες, εκτός από την φωνή του μικροφώνου -όταν επί 6 ώρες 10000 χιλιάδες κόσμου (και οι «πρώην αγανακτισμένοι» -που οι περισσότεροι- βαφτίστηκαν ουσιαστικά στον κοινωνικό ανταγωνισμό) συγκρουόταν με τους μπάτσους- που κραύγαζε «απαντάμε ειρηνικά στις προκλήσεις της αστυνομίας» (!).
    Αλλά αυτό είναι το λιγότερο. Το περισσότερο είναι ότι όλο και πιο πολύς κόσμος αντιλαμβάνεται ότι η ιστορία της πλατείας Συντάγματος, εκτός από το να αιμοδοτεί τις γειτονιές κι άλλες απόπειρες συλλογικής αυτοοργάνωσης, συντηρεί παράλληλα μια υλική δύναμη αντίστασης κι ένα συγκεκριμένο κλίμα αμφισβήτησης και οργής στα μεσοδιαστήματα των γενικών απεργιών και των κρίσιμων διαδηλώσεων τις ημέρες της ψήφισης των νομοσχεδίων.
    (κι ότι έχουμε πει παραπάνω ισχύει)

    Υ.γ. Για την παραπέρα ανάπτυξη του διαλόγου θα πρότεινα στον ODA Nobunaga να μας δώσει μερικές πληροφορίες παραπάνω για το σε ποια πόλη συμμετέχει, ποια είναι η εκεί σύνθεση/ανταπόκριση του κόσμου, ποια τα πρακτικά ζητήματα που μπαίνουν στην τοπική συνέλευση. Και τέλος ποια είναι η δική του (αδιαμόρφωτη ή όχι, δεν έχει σημασία) γνώμη για τα ζητήματα που βάζει στο τέλος της παρέμβασης του (πως θα συνεχιστεί η ιστορία αυτή, κ.α.)

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*