Ας ξεκινήσουμε από τα θετικά. Όχι για να έχουμε αυταπάτες για τα αποτελέσματα της χθεσινής και της προχθεσινής μάχης και της συνέχειας τους. Αλλά γιατί το κεντρικό διακύβευμα της καταστολής είναι πάντα η ενσωμάτωση του φόβου. Ότι κάθε αντίσταση είναι μάταια, από την στιγμή που αυτοί έχουν έναν παντοδύναμο στρατό μαζί τους. Κι όμως όλο το προηγούμενο διάστημα μέχρι να φτάσουμε στην χθεσινή επικράτηση της κατασταλτικής χούντας στους δρόμους και στην πλατεία, αποδεικνύει ότι μόνο παντοδύναμοι δεν είναι.
1
Καταρχήν, καμία κυβέρνηση, καμία εξουσία, κανένα κράτος δεν επικράτησε ποτέ αποκλειστικά με την καταστολή. Στους από πάνω λείπουν οι κοινωνικές συμμαχίες, γι’ αυτό και ψάχνουν λύσεις συσπείρωσης σύσσωμου του πολιτικού προσωπικού που στηρίζει τις μέχρι στιγμής επιλογές της (μεγαλο)αστικής τάξης, γι’ αυτό και οι από κάτω τους αποκαλούν «χούντα» και προτάσσουν την αποκατάσταση του δημοκρατικού κοινωνικού συμβολαίου που έχει πληγεί. Όμως ακόμη και η χούντα των συνταγματαρχών είχε πιο υπολογίσιμες συμμαχίες σε μικρομεσαία στρώματα που μια χαρά βολεύονταν στην οικονομική ανάπτυξη που τους εγγυούνταν. Το (μ)ΠΑ(τ)ΣΟΚ με την ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου και την ολομέτωπη επίθεση στην εκλογική/συνδικαλιστική βάση που το στήριζε στη μεταπολίτευση, έχει εξαντλήσει όλες τις εφεδρείες του (στα μικροαστικά στρώματα και στην, λιγότερο ή περισσότερο, μικροαστικοποιημένη εργατική τάξη) και το προσωπικό του περιμένει απλά την ανταμοιβή του από την αστική τάξη για την βρώμικη δουλειά που κατάφερε με χαρακτηριστική επιτυχία (να ναι καλά η διατριβή στους αγώνες και στα κινήματα λόγω του «Πολυτεχνείου») να φέρει εις πέρας.
Επειδή ακριβώς η καταστολή από μόνη της, σύμφωνα με τους διαλεκτικούς νόμους της φύσης (δράση-αντίδραση) και της ιστορίας φέρνει (αργά ή γρήγορα) αντίστοιχης ποσότητας αντιβία από την πλευρά μας, το σύστημα ξέρει ότι παίζει με την φωτιά όταν προχωράει σε επιλογές σαν την χθεσινή, γι’ αυτό και προτιμά να καταφεύγει σ’ αυτήν μόνο αφού έχουν εξαντληθεί τα άλλα όπλα του. Πριν στείλει τους μπάτσους να επιτεθούν, είχε εδώ και 35 μέρες δοκιμάσει με την ολομέτωπη επίθεση (αγάπης) των δημοσιογράφων να ενσωματώσει μερίδα των διαδηλωτών στη θεαματική φιγούρα του «αγανακτισμένου/μη βίαιου πολίτη» που αντιπαρατίθεται στην φιγούρα του «βίαου/κουκουλοφόρου διαδηλωτή».
Με αρχή την απεργία στις 15 Ιούνη και κατάληξη την χθεσινή 48ώρη, όλα δείχνουν ότι αυτός ο (όχι εξ’ ολοκλήρου κατασκευασμένος από τους θεαματικούς μηχανισμούς) διαχωρισμός απέτυχε. Το πλήθος των δεκάδων χιλιάδων διαδηλωτών είχε ενσωματώσει πλειοψηφικά τη χρήση μέσων αυτοπροστασίας που παραπέμπουν στην φιγούρα του «κουκουλοφόρου» (από απλές μάσκες και γυαλιά μέχρι πυροσβεστήρες και κράνη), ενώ λίγο πριν την ολομέτωπη επίθεση των μπάτσων τα οδοφράγματα και ο πετροπόλεμος ήταν η μόνη αποδεκτή γραμμή άμυνας που είχε αναγκαστικά απομείνει (πολλοί «αγανακτισμένοι» διαδηλωτές βέβαια τα έβρισκαν λίγα για να εμποδίσουν τους μπάτσους –και ως προς αυτό δικαιώθηκαν-, επικαλούμενοι την ανάγκη χρήσης… καλάσνικοφ). Μπορεί λοιπόν οι μπάτσοι το απόγευμα, μετά από πολύωρες και αιματηρές μάχες να πήραν την πλατεία και τους δρόμους, αλλά το πολιτικό κόστος γι’ αυτήν τους την επιλογή γνωρίζουν ότι είναι η ριζοσπαστικοποίηση του κόσμου που διαδηλώνει, τόσο ως προς τα μέσα πάλης που δύναται να χρησιμοποιήσει, όσο και ως προς την πολιτική άποψη που διαμορφώνει για τους ένστολους μισθοφόρους της «χούντας» (δεν ήταν λίγοι/ες που τους έβλεπαν ως εργαζόμενους που πλήττονται το προηγούμενο διάστημα).
2
Μια άλλη αποτυχία του κράτους έγκειται στην προσπάθεια να στραφεί η αγανάκτηση προς εθνικιστική κατεύθυνση, έτσι ώστε να μπορεί σε δεύτερο χρόνο να είναι διαχειρίσιμη από μια οικουμενική κυβέρνηση που (όπως και η τωρινή) θα ανακηρύξει τους μετανάστες/ξένους εργάτες σε νο1 πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας. Έστω και με τον «πολιτικά άκομψο» παραδοσιακό τρόπο του βρωμόξυλου μεταξύ α/α και φασιστών, υποδηλώνεται ότι «το αίμα, νερό δεν γίνεται» κι ότι οι φασίστες, λόγω του παρελθόντος των κοινωνικών αγώνων που έχουν δοθεί σε αυτό το κομμάτι γης, δε χωράνε στο στρατόπεδο των από τα κάτω. Σε συμβολικό επίπεδο αυτός ο διαχωρισμός επιτεύχθηκε και με την αυθόρμητη ανακήρυξη του «ψωμί-παιδεία-ελευθερία» σε κεντρικό ενωτικό σύνθημα. (Ας σημειωθεί και αυτό: πέρα από τ’ ότι οι αγώνες του παρόντος είναι καταδικασμένοι να καταφεύγουν στα «φαντάσματα» του παρελθόντος, τέτοιου είδους συμβολισμοί εκφράζουν και μια πραγματικότητα της κοινωνικής/πολιτικής σύνθεσης των υποκειμένων που κατεβαίνουν στον δρόμο. Οι μεσήλικες της «γενιάς του Πολυτεχνείου» και των μεταπολιτευτικών αγώνων μαζί με τη νέα γενιά της επισφάλειας, των 500ευρώ, της πολιτισμικής/εκπαιδευτικής παρακμής και της αστυνομοκρατίας. Αυτά τα δυο υποκείμενα επίσης το κράτος θα ήθελε να είναι χωριστά. Οι άνεργοι να βρίζουν τους δημοσίους υπαλλήλους και αντίστροφα -βάζει άλλωστε εισφορά στους δεύτερους, και καλά υπέρ των πρώτων). Από την άλλη, η πατριωτική (υπέρ της υπεράσπισης της «εθνικής ανεξαρτησίας») τάση του υπάρχοντος κινήματος παραμένει ένας εσωτερικός εχθρός που μπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνος στο σκηνικό που θα ακολουθήσει μια ενδεχόμενη ανατροπή της πολιτικής του μνημονίου μέσω λαϊκής εξέγερσης.
3
Οι κρατικοί/θεαματικοί διαχωρισμοί και χειρισμοί μπορεί να μην πέρασαν, αλλά δε μπορούμε να ισχυριστούμε ότι είχαν μηδενικό αποτέλεσμα. Υπάρχει μια εμφανέστατη ποσοτική διαφορά μεταξύ του πλήθους που πλημμύρισε το κέντρο την Κυριακή 5 Ιούνη καθώς και του πλήθους της απεργιακής διαδήλωσης στις 15 Ιούνη, με το πλήθος που συγκεντρώθηκε χτες και προχτές. Το ότι η μεγάλη πλειοψηφία της εργατικής τάξης αδυνατεί να απεργήσει δεν είναι πλέον καμιά μεγάλη επαναστατική αλήθεια –το κράτος μάλιστα με τη βιασύνη του να καθαρίσει το κέντρο μετά τις 17:00 δείχνει να το γνωρίζει επίσης. Όμως όσο το κίνημα ριζοσπαστικοποιείται, άλλο τόσο θεωρεί ότι σημειώνει παράπλευρες απώλειες σε στρώματα που τόσα χρόνια αποτελούσαν την σιωπηλή (και, λιγότερο ή περισσότερο, μικροαστική) πλειοψηφία. Κομμάτια του πλήθους της 5ης Ιούνη πιθανόν να είναι πιο δεκτικά στην κρατική προπαγάνδα περί «κουκουλοφόρων που αμαυρώνουν τις ειρηνικές διαδηλώσεις» και γι’ αυτό τον λόγο να μη στηρίζουν τις γενικές απεργίες, όπως και κομμάτια του πλήθους της 15ης Ιούνη να φοβήθηκαν απλά να κατέβουν στη 48ωρη γιατί δεν έχουν συνηθίσει/φοβούνται/δεν αντέχουν το χημικό πόλεμο. Όσοι/ες έχουμε λιώσει δεκάδες σόλες παπουτσιών σε διαδηλώσεις (για να μην μιλήσουμε για όσους φετιχοποιούν την βία), τείνουμε να μην υπολογίζουμε αυτή την υπαρκτότατη συνέπεια της καταστολής, που μπορεί να απαντηθεί μόνο με την αποτελεσματική χρήση της αντιβίας όσο και με δομές αλληλεγγύης όπως οι ιατρικές ομάδες σε πλατεία και μετρό που συνεισέφεραν στην παραμονή του «άμαχου πληθυσμού» στην πλατεία (και γι’ αυτό χτυπήθηκαν βάναυσα από τους μπάτσους).
Όπως και να έχει, όταν οι αραβικές εξεγέρσεις χτυπήθηκαν με πραγματικά πυρά, κι όχι μόνο με γκλοπιές και χημικό πόλεμο, κατάφεραν να απαντήσουν διασφαλίζοντας την ακόμα μεγαλύτερη αποφασιστική κάθοδο πλήθους εξεγερμένων στον δρόμο. Εδώ, τ’ ότι ο κόσμος γίνεται πιο αποφασιστικός αλλά μειώνεται σε ποσότητα, δεν προμηνύει καλά πράγματα, τουλάχιστον για το αμέσως επόμενο διάστημα. Το θέμα των διακοπών, της αδυναμίας απεργίας, των μετρό που ο κόσμος νόμιζε ότι δεν λειτουργούσαν, των λεωφορείων και του ηλεκτρικού που απεργούσαν, καλό είναι να υπολογίζονται, αλλά στη σωστή τους διάσταση. Γιατί το κράτος δε θα μπορούσε να χτυπήσει χτες με τόση μανία ή ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, αν είχε εκατοντάδες χιλιάδες κόσμο στον δρόμο κι όχι μια πανελλαδική μάζωξη που νομίζω ότι ποσοτικά ξεπερνάει τις καλύτερες στιγμές των γενικών απεργιών του τελευταίου χρόνου, χωρίς όμως να φτάνει την μαζικότητα της διαδήλωσης της 5ης Μάη.
Από την άλλη ας έχουμε στα υπ’ όψιν –ίσως όχι και τόσο για το άμεσο μέλλον- κομμάτια της προλεταριακής νεολαία των συνοικιών και των γηπέδων που πλαισίωσε τις διαδηλώσεις το τελευταίο 48ώρο, με ιδιαίτερα εμφανή παρουσία τόσο στις συγκρούσεις το βράδυ της Τρίτης, όσο και γενικότερα στην κουλτούρα οδομαχίας που φέρνει μαζί της. Αυτό το αντιφατικό κοινωνικό κομμάτι στη χειρότερη περίπτωση (κι ειδικότερα όταν έχει «πολιτικοποιηθεί» στα πεζοδρόμια των Εξαρχείων) οδηγεί σε αυτιστικές μειοψηφικές συγκρούσεις στις πλάτες της μεγάλης μάζας του πλήθους (όπως γινόταν για πολλή ώρα το απόγευμα της Τρίτης στην Αμαλίας), στην καλύτερη περίπτωση ανεβάζει τον πήχη της αντιβίας προς όφελος των πολλών με τις «τεχνικές» γνώσεις που κατέχει (π.χ. οι μολότοφ που έπεσαν χτες αργά το βράδυ γύρω από το Σύνταγμα). Στις αραβικές εξεγέρσεις πάντως ήταν τέτοια κομμάτια νεολαίας που βοήθησαν στο σπάσιμο του κατασταλτικού φόβου και εντέλει συνεισέφεραν στην μαζικοποίηση των διαδηλώσεων.
4
Η αντίφαση μεταξύ επαναστατικής ρητορικής και καθημερινής απραξίας που ήταν παρούσα εδώ και ένα μήνα στις πλατείες, δεν ξεπεράστηκε σχεδόν καθόλου και ήταν εμφανής στην ποσότητα του κόσμου που στήριξε τους πρωινούς «μη-συμβολικούς» αποκλεισμούς γύρω από το Κυνοβούλιο. Οι λαϊκές συνελεύσεις στις πλατείες έχουν σταθεροποιηθεί αλλά σε καμία περίπτωση δεν έχουν μαζικοποιηθεί τόσο ώστε να προμηνύουν για μια εξεγερσιακή διαφορά στο επόμενο (δύσκολο λόγω διακοπών) διάστημα. Η αποφασιστική καμπή που σηματοδότησε η 48ώρη ρίχνει τώρα το μπαλάκι σε αυτές τις δομές να αναλάβουν το δύσκολο έργο να συσπειρώσουν το κίνημα σε πρακτική και μακροχρόνια βάση: Από τη μια η κατασταλτική χούντα που ορθώνεται για να υπερασπιστεί την αναπαραγωγή του γερασμένου καπιταλιστικού συστήματος, από την άλλη οι ταξικοί αγώνες που γεννιούνται για λόγους εξασφάλισης της αναπαραγωγής της εργατικής τάξης. Το δίλημμα είναι εδώ ολοζώντανο και καθόλου ιδεολογικό, άρα αρκούντως επαναστατικό: Ή αυτοί ή εμείς, ή θα νικήσει ο τρόμος ή θα νικήσει ο δρόμος.
Δεν διαφωνώ με τις διαπιστώσεις απλά να δώσω μερικές λίγο διαφορετικές πτυχές.
Νομίζω πως είναι “κοινωνικός νόμος” ότι όσο αυξάνεται η βία στον δρόμο, τόσο μειώνεται η ποσότητα του κόσμου. Υπάρχουν φωτεινές εξαιρέσεις ασφαλώς, αλλά νομίζω πως είναι απλά εξαιρέσεις. Όσο και να μας γεμίζει ελπίδα, θάρρος και περηφάνια η εικόνα της κυρίας μέσης ηλικίας που την πέφτει στους ματάδες, νομίζω πως μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι οι συγκρούσεις του μέλλοντος -όπως συνέβη και με εκείνες του παρελθόντος- θα δοθούν από λίγους και νέους.
Αυτό λοιπόν δεν είναι κάτι που θα πρέπει να μας παραξενεύει. Το επιχείρημα ότι στην τάδε πορεία είναι λίγοι και η πλειοψηφία είναι σπίτια της (άρα συμφωνεί με τα μέτρα) είναι επιχείρημα που χρησιμοποιούν συχνά οι δημοσιογράφοι/φερέφωνα του συστήματος για να λασπολογήσουν κατά απεργιών και κινητοποιήσεων και αντιμετωπίζει την πορεία διαμαρτυρίας, το συλλαλητήριο και την μαχητική διαδήλωση σαν περιπτώσεις έμπρακτης ψηφοφορίας στην οποία απλά μετράς κεφάλια. Ακραία μεταστροφή του δημοκρατικού επιχειρήματος.
Γιατί βέβαια με την ίδια λογική θα μπορούσαμε να πούμε ότι όποιος δεν είναι σήμερα το μεσημέρι στο κολωνάκι για ψώνια, απορρίπτει την αγορά του κολωνακίου (για να μην πω ότι είναι κατά της αγοράς του κολωνακίου) και επομένως για λόγους δημοκρατίας θα πρέπει να απαγορευτούν τα ψώνια στο κολωνάκι.
Άρα το ζήτημα δεν είναι αν κατέβηκε απλά “πολύς” κόσμος στο σύνταγμα το διήμερο, αλλά αν κατέβηκε ο κόσμος που κρίνουμε ότι αντιστοιχούσε στην συγκέντρωση τόσο από πλευράς ποσότητας όσο και από πλευράς ποιότητας.
Και σε σχέση με αυτό θα μου επιτρέψεις να πω ότι οι αντιστοιχίσεις με τις αραβικές εξεγέρσεις (που στην αριστερά ιδιαίτερα, είναι πολύ της μόδας τελευταία) είναι μάλλον ατυχείς. Δεν μπορούμε να συγκρίνουμε δύο εντελώς διαφορετικά καθεστώτα και δύο εντελώς διαφορετικά πλαίσια. Για να το πω με λίγα λόγια: στην αίγυπτο ή θα έβγαιναν πολλοί ή δεν θα έβγαιναν καθόλου (γιατί όπως θα βγαιναν έτσι και θα εξαφανίζονταν). Εκεί έχουν να πολεμήσουν την ωμή απολυταρχία, ενώ εδώ έχουμε να πολεμήσουμε την πλάγια αφομοίωση. Έτσι όταν εδώ προκύπτει άμεση σύγκρουση, καμιά φορά καταλήγει υπέρ μας γιατί το καθεστώς αυτοεκτίθεται ξεπερνώντας τα κοινοβουλευτικά πλαίσια πάνω στα οποια στηρίζει την νομιμοποιησή του.
Απο την άλλη λέμε ότι δεν κατέβηκε πολύς κόσμος (να ξεκαθαρίσω για να μην υπάρχει παρεξήγηση ότι συμφωνώ ότι πράγματι ο κόσμος ήταν λίγος για την συγκυρία και σε σχέση με τα συμφέροντα που θίγονται) αλλά θα ρωτήσω:”και γιατί θα έπρεπε να κατέβει;”
Τα μέτρα του πρώτου και του δεύτερου μνημόνιου θίγουν άμεσα, ελάχιστα από τα στρώματα που επιβιώνουν οριακά. Αυτά τα στρώματα έχουν χτυπηθεί αλύπητα και εξακολουθούν να χτυπιούνται από τις συνέπειες της κρίσης και έμμεσα μόνο από τα μέτρα της κυβέρνησης. Πράγμα καθόλου τυχαίο βέβαια αφού παρόλη την απερισκεψία με την οποία τα αφεντικά ανοίγουν μέτωπα, είναι ξεκάθαρο ότι γνωρίζουν ότι δεν είναι έξυπνο να παίζεις με την απελπισία των ανθρώπων. Έτσι αυτό που νιώθει άμεσα σαν απειλή ο προλετάριος των κατώτερων στρωμάτων είναι η προσταγή όχι της κυβέρνησης, αλλά του ίδιου του οικονομικού νόμου. Του νόμου δηλαδή που μεταφράζεται στο δίλημμα που του μπαίνει σαν μαχαίρι στο λαιμό: “ή απολύεσαι/δέχεσαι μείωση μισθού/αύξηση χρόνου εργασίας ή πτωχεύουμε και δεν παίρνεις ούτε ψίχουλο”.
Και εδώ ερχόμαστε στο δεύτερο σημείο που θέλω να θίξω και αναφέρεσαι και εσύ. Στο ζήτημα δηλαδή του ανταγωνισμού πέρα από τα συλλαλητήρια και τις κεντρικές συγκρούσεις. Για μένα αν υπάρχει κάτι που πρέπει να μας προβληματίσει είναι η αναντιστοιχία των κεντρικών συνθημάτων, συγκρούσεων, κινητοποιήσεων και αντίστοιχα της έλλειψης αντίστοιχων παραδειγμάτων απευθείας στο πεδίο του καθημερινού ανταγωνισμού, δηλαδή στις δουλειές, στις γειτονιές κτλ. Και βέβαια δεν θεωρώ ανευ σημασίας τις προσπάθειες που γίνονται, αλλά -στο πνεύμα των όσων γράφω παραπάνω- αν συγκρίνουμε την κατάσταση των προλετάριων και τους αγώνες που δίνουν από κοινού για να μην χειροτερέψει η ζωή τους, βρίσκονται ξεκάθαρα σε αναντιστοιχία. Βλέπουμε -και ζούμε- μια εξαθλίωση που δεν βρίσκει συλλογικούς και ανταγωνιστικούς τρόπους εκδήλωσης και αυτό είναι το βασικότερο πρόβλημα.
Για να μην ανοίγω όμως θέμα μέσα στο θέμα απλά να σημειώσω ότι σε σχέση με αυτό το ζήτημα αναδεικνύονται ανάγλυφα οι ευθύνες της αριστεράς (μικρής και μεγάλης, κοινοβουλευτικής και εξωκοινοβουλευτικής) που αντί να πέσει με τα μούτρα στην ενίσχυση των αγώνων και εν τέλει του κινήματος, εμφανίζεται με τα φλάμπουρα όπου μαζεύεται κόσμος, απλά δηλώνει παρουσία και αναμένει τελικά την ώρα της κάλπης για να ανταμειφθεί.