Οι εισηγήσεις της εκδήλωσης παρουσίασης του Αιωνίως Άνεργη που πραγματοποιήθηκε στο στέκι Πέρασμα στις 29 Μαΐου του ’19:
Θα ήθελα αρχικά να αναφερθώ στους λόγους για τους οποίους επιλέξαμε να εκδώσουμε το βιβλίο της Αντιγόνης Η. στη σειρά μαρτυριών που εκτείνονται από τη βιομηχανική εργασία έως τις σύγχρονες μορφές επισφάλειας [i]. Πριν όμως αναφερθώ στη σημασία της συγκεκριμένης μαρτυρίας πάνω στο θέμα της ανεργίας θα ήθελα να πω δυο λόγια γενικότερα για τη σειρά εκδόσεων με θέμα τις μαρτυρίες.
Ι.
Η σειρά εκδόσεων εργατικών μαρτυριών εξετάζει εμπειρίες διαφορετικών υποκειμένων σε μια ιστορική προοπτική πηγαίνοντας από τις πιο σταθερές μορφές εργασίας της περιόδου της φορντικής ρύθμισης (πλήρης απασχόληση, σταθερή εργασία, χαμηλά ποσοστά ανεργίας κλπ.) στις σύγχρονες μορφές απορύθμισης της αγοράς εργασίας (συμβάσεις ορισμένου χρόνου, μερική απασχόληση, εκ περιτροπής εργασία, ελαστικά ωράρια κλπ.) μεταξύ ανεργίας κι επισφάλειας. Σκοπός της να προσεγγίσει τις μεταβολές στην εργασία όχι από τα «πάνω», στη βάση δηλαδή κάποιων τεχνολογικών αλλαγών που σχεδιάζονται και εισάγονται στην παραγωγή από το Κεφάλαιο (ή μέσα από τη λεγόμενη διαδικασία «εξορθολογισμού» της διαδικασίας της παραγωγής), αλλά μέσα από την εμπειρία υποκειμένων που διαμορφώνονται από και διαμορφώνουν αυτά τα «αντικειμενικά δεδομένα» της παραγωγής με τη συλλογική και ατομική τους δράση. Δράση που περιλαμβάνει αδιαχώριστα διαμάχες και υποχωρήσεις, συγκρούσεις και συναινέσεις. Ανάμεσα στις εγκαθιδρυμένες σχέσεις εξουσίας, τους διαμορφωμένους κανόνες και τους παγιωμένους θεσμούς (ό,τι δηλαδή μπορεί να ιδωθεί ως «δομικοί καθορισμοί») από τη μία πλευρά και σε μια ιστορική συνθήκη, μια κληρονομημένη κατάσταση από την άλλη πλευρά υπάρχει η δράση των ίδιων των συλλογικών υποκειμένων να μετασχηματίσουν αυτούς τους παραδεδομένους κανόνες και τις εγκαθιδρυμένες σχέσεις, η δράση μεταβολής της συνθήκης που παρέλαβαν. Αυτήν τη δράση, με τα πολλαπλά προβλήματα που θέτει στην ερμηνεία του νοήματός της, τις αντιφάσεις και τις αναδιπλώσεις της θέλει να φέρει στο φως η δημοσίευση των εργασιακών εμπειριών.
Οι εμπειρίες αποτελούν σημείο εκκίνησης για εμάς, όχι με σκοπό να κλειστούμε στην περιγραφή της διαφορετικότητας των «βιωμάτων», αλλά –εντάσσοντας αυτές τις εμπειρίες στις ιστορικές, κοινωνικές, οικονομικές, τις πολιτικές τους σχέσεις και τις αναπαραστάσεις που αυτές παράγουν– για να ανέλθουμε από τη μερικότητα των εμπειριών στη γενικότητα των συλλογικών φαινομένων [ii]. Ιδωμένες από τη σκοπιά μιας θεωρίας της δράσης. Για ποιο λόγο; Γιατί από την υποκειμενικότητα (των εμπειριών) στην αντικειμενικότητα (των συνθηκών); Από τη δράση στο σύστημα; Και γιατί όχι το αντίστροφο από το σύστημα στη δράση, στην αναζήτηση των δομικών προσδιορισμών της δράσης; Γιατί οι εμπειρίες θέτουν εκ νέου στο επίκεντρο το πρόβλημα της διαδικασίας υποκειμενοποίησης. Ζήτημα που δεν μπορεί να αναχθεί ούτε στην «αντικειμενικότητα» των μηχανισμών εσωτερίκευσης κανόνων και συμπεριφορών του συστήματος ούτε και στην «υποκειμενικότητα» της βούλησης που θα περιόριζε τη δράση σε μια σειρά από «ορθολογικές» επιλογές. Στη μορφή του «αλλοτριωμένου» και πλήρους κυριαρχημένου υποκειμένου της πρώτης οπτικής αντιστοιχεί, από την αντίστροφη, η μορφή του εγωιστικού, ηρωικού ή «ναρκισσιστικού» υποκειμένου της δεύτερης [iii]. Δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Όμως εμείς αναφερόμαστε σε διαδικασίες υποκειμενοποίησης προκειμένου να αναδείξουμε τάσεις υπό διαμόρφωση, εντάσεις, ανταγωνισμούς και προβλήματα [iv].
Υπάρχει ωστόσο κι ένας ακόμα λόγος για τον οποίο ασχολούμαστε με τις εμπειρίες. Γιατί αποτελούν την κύρια οδό που μας φέρνει απευθείας αντιμέτωπους με το πώς τίθεται κάθε φορά το «κοινωνικό ζήτημα». Ένα θέμα που αντιμετωπίζεται συνήθως εργαλειακά από τους πολιτικούς χώρους: οι πολιτικές συλλογικότητες το θυμούνται, κατά κύριο λόγο, όταν ξεσπά κάποιος συλλογικός αγώνας ή στο βαθμό που μπορούν να αποκομίσουν οφέλη, υλικά ή συμβολικά ασχολούμενες με αυτό.
Από την άλλη πλευρά, η συζήτηση γύρω από τα κοινωνικά ζητήματα, αλλά και τα υποκείμενα που τα θέτουν διεξάγεται όταν τα ίδια έχουν ήδη εγκαταλείψει την κοινωνική σκηνή δράσης τους (όπως για παράδειγμα οι βιομηχανικοί εργάτες). Αντίθετα, η συζήτηση γύρω από υποκείμενα υπαρκτά, γύρω από τα χαρακτηριστικά τους γνωρίσματα και τις πολιτικές τους συμπεριφορές, υποκείμενα που βρίσκονται δίπλα μας ή που και εμείς οι ίδιοι ή ίδιες αποτελούμε μέρος τους (όπως στην περίπτωση αυτή οι άνεργοι ή επισφαλείς εργαζόμενες) συνήθως δεν αποτελεί καν μέρος της πολιτικής ανάλυσης. Ακόμα, δε, λιγότερο όταν αναφερόμαστε σε υποκείμενα που μιλάνε σε πρώτο πρόσωπο πάνω στη συνθήκη τους και όχι όπως παρουσιάζονται συνήθως στα πλαίσια της κυρίαρχης αφήγησης: ως θύματα που υπομένουν μαρτυρικά την κατάστασή τους.
Επομένως, η σειρά αυτή θέλει αφενός να δώσει το λόγο σε κοινωνικές φιγούρες που βρίσκονται δίπλα μας και δε μιλάνε δημόσια συχνά. Αφετέρου να εγγράψει τις εμπειρίες τους σε έναν ιστορικό ορίζοντα (από τη χειρονακτική εργασία του κόσμου της βαριάς βιομηχανίας μέχρι την εργασία στον τριτογενή τομέα παραγωγής και τις υπηρεσίες) προκειμένου να τις εξετάσει συγκριτικά. Με σκοπό να εντοπίσουμε διαφορές, όσο και περάσματα, κοινά σημεία. Είναι δυνατόν να συγκρίνουμε μαρτυρίες τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, ειπωμένες σε εντελώς διαφορετικά κοινωνικά, οικονομικά και ιστορικά πλαίσια (π.χ. η Ρενώ του της δεκαετίας του ’60 με τις σύγχρονες μορφές εργασίας στον τριτογενή τομέα παραγωγής;). Δεν είναι όσο εστιάζουμε αποκλειστικά την προσοχή μας στην περιγραφή της μοναδικότητας του κάθε βιώματος. Είναι όσο επιχειρούμε να εντοπίσουμε τα στοιχεία εκείνα που δομούν και συνέχουν μεταξύ τους τις εμπειρίες. Ανευρίσκοντας κοινά σημεία ανεξάρτητα από τα χαρακτηριστικά του κάθε υποκειμένου (καταγωγή, χρώμα δέρματος, φύλο κλπ): η καπιταλιστική συνθήκη και η αγορά εργασίας δομούν τις διαφορετικές εμπειρίες. Πιο συγκεκριμένα ερχόμενοι στο τώρα τόσο η πραγματικότητα της ανεργίας, ειδικά στους νέους έως 25 ετών αλλά όχι μόνο, και η ένταση της εκμετάλλευσης αποτελούν διαμορφωτικό στοιχείο της εμπειρίας χιλιάδων ανθρώπων στη χώρα αυτή όσο και η αντίσταση στην ακραία εκμετάλλευση και στην αντικειμενοποίηση στους ρυθμούς της παραγωγής.
Κοινοποιώντας, λοιπόν, μαρτυρίες όπως αυτή της Αντιγόνης Η. αναζητούμε αναλογίες με καταστάσεις που έχει ο καθένας και η καθεμιά βιώσει. Και σας καλούμε να συζητήσουμε απόψε πάνω σε εμπειρίες, προσφέροντας ο καθένας και η καθεμιά την δική της μικρή συμβολή γιατί κάθε εμπειρία αποτελεί ψηφίδα ενός ευρύτερου μωσαϊκού που αποτυπώνει την συνθήκη που ζούμε.
Στο βαθμό που κοινοποιούνται οι εμπειρίες μπορούν δυνητικά να γίνουν κτήμα μιας δημόσιας διαβούλευσης πάνω σε όσα θίγουν ακριβώς γιατί διαθέτουν μια σχετική αυτονομία από αυτόν/ην που τις εκθέτει. Παρότι υποκειμενικές, μερικές, μονομερείς ή αποσπασματικές μπορούν να μας αγγίζουν ακόμα κι αν διαφέρουμε μεταξύ μας, βρισκόμαστε σε άλλα γεωγραφικά μήκη και πλάτη, μιλάμε άλλη γλώσσα, έχουμε άλλες συνήθειες και κουλτούρα. Μπορούν να μας κινητοποιούν στο βαθμό που αναφέρονται σε καταστάσεις εκμετάλλευσης και καταπίεσης [v]. Ταυτόχρονα όμως, στη βάση αυτών των καταστάσεων καταπίεσης και εκμετάλλευσης στις οποίες αναφέρονται και που ο καθένας ή η καθεμιά έχει έρθει αντιμέτωπος ή αντιμέτωπη, μπορούμε να οικοδομήσουμε μια συλλογική οπτική πάνω στο τι κάνουμε απέναντι στην παρούσα κατάσταση επισφάλειας και ανεργίας που ζούμε. Πηγαίνοντας από την περιγραφή μιας κατάστασης στην κατανόησή της και από εκεί στη δράση.
Λόγω της ανταπόκρισης που είχε η έκδοση του βιβλίου της Αντιγόνης πάνω στην ανεργία αποφασίσαμε να φτιάξουμε ένα μπλογκ (aioniosanerges.blogspot.com) που να κοινοποιεί τέτοιες μικρές καθημερινές ιστορίες από συνεντεύξεις για δουλειά ή από την εργασιακή καθημερινότητα και καλούμε όποια ή όποιον επιθυμεί να μας στείλει προς δημοσίευση τέτοιες ιστορίες. Ταυτόχρονα, η δημοσίευση της μαρτυρίας της Αντιγόνης Η. εντάσσεται σε ένα πλαίσιο έρευνας πάνω στις σύγχρονες εργασιακές συνθήκες.
Παρόλο που το ζήτημα της επισφάλειας των συνθηκών εργασίας μας δεν είναι κάτι νέο, εξετάζοντάς το σε βάθος χρόνου (τα τελευταία 30 χρόνια) εμφανίζει εντυπωσιακή άνοδο. Την ίδια στιγμή όμως υπάρχει ασάφεια σχετικά με το τι αποτελεί επισφάλεια και τι όχι.
Πώς λοιπόν να προσεγγίζαμε το φαινόμενο της επισφάλειας; Βασιζόμενοι αποκλειστικά στις μαρτυρίες ή εξετάζοντας τις ίδιες τις συμβάσεις εργασίας που υπογράφονται στις προσλήψεις που γίνονται τα τελευταία χρόνια; Η απάντηση είναι πως και οι δυο απαντήσεις από μόνες τους είναι ανεπαρκείς. Ανεπαρκής είναι μια φορμαλιστική προσέγγιση: το να κοιτάμε μόνο τη μορφή της σύμβασης αφού ακόμα και θέσεις που καταγράφονται στα επίσημα στατιστικά ως πλήρους απασχόλησης υποκρύπτουν επισφάλεια (συμβάσεις πλήρους απασχόλησης και ορισμένου χρόνου, εποχιακή εργασία). Εξίσου ανεπαρκής όμως από την άλλη πλευρά είναι και η λύση της διερεύνησης του εύρους του φαινομένου στη βάση απλώς αφηγήσεων και εμπειριών.
Έχοντας υπόψη αυτή τη διττή ανεπάρκεια επιχειρούμε να προσεγγίσουμε το θέμα συνδυάζοντας μαρτυρίες, συνεντεύξεις και συλλέγοντας στατιστικά στοιχεία, αλλάζοντας όμως τον τρόπο προσέγγισης, επιχειρώντας να διευρύνουμε τα εργαλεία της ταξικής σύνθεσης: εξετάζοντας τον τρόπο ενσωμάτωσης στις εργασιακές σχέσεις (σταθερότητα εργασίας) και την απόκριση απέναντι στις συνθήκες εργασίας (αμοιβή, αντικείμενο εργασίας και επαγγελματικές σχέσεις) και συνδέοντας τη σχέση των διαφορετικών τρόπων ενσωμάτωσης στις εργασιακές σχέσεις με τις πολιτικές συμπεριφορές (ανάπτυξη αιτημάτων, συμμετοχής σε σωματεία και συνελεύσεις ανέργων). Δεν είναι εδώ ο χώρος για να αναφερθούμε αναλυτικότερα πάνω σε αυτά τα ζητήματα που έχουν προκύψει από τις απαντήσεις που λάβαμε ως τώρα. Όποια και όποιος ωστόσο θέλει μπορεί να απαντήσει στις σύντομες ερωτήσεις του ερωτηματολογίου στην παρακάτω διεύθυνση και θα ελπίζουμε να επανέλθουμε με τα αποτελέσματα: bit.do/kinoumenoitopoi
ΙΙ.
Ερχόμενος τώρα στη σημασία του βιβλίου της Αντιγόνης. Η Αντιγόνη θίγει το ζήτημα της ανεργίας ως μιας συνθήκης, που παρότι μπορεί να διακόπτεται από μερικές περιόδους εντατικής εργασίας σε προσωρινές δουλειές, παραμένει σε βάθος χρόνους διαρκής. Μια αιώνια, όπως την περιγράφει γλαφυρά, κατάσταση χωρίς διέξοδο. Να πω εδώ με την ευκαιρία αυτή πως παρά τους πανηγυρισμούς της κυβέρνησης Σύριζα για τη μείωση της ανεργίας ως ποσοστό επί του ενεργού πληθυσμού (από κοντά στο 28% την περίοδο 2013-14 στο 18,5% τον Ιανουάριο του 19) [vi], η μείωση αυτή δεν είναι παρά η άλλη όψη της αντικατάστασης θέσεων πλήρους απασχόλησης, με θέσεις μερικής ή εκ περιτροπής απασχόλησης. Ακόμα και με τα επίσημα στοιχεία του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ του υπουργείου εργασία οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης όχι απλά να επικρατούν έναντι της πλήρους απασχόλησης από το 2015 και μετά, αλλά έχουν εκτοξευτεί σε πάνω από το 50%. Αν παρατηρήσουμε τώρα τις εξελίξεις σε ένα διάστημα 15 ετών θα δούμε ότι οι συμβάσεις μερικής απασχόλησης από κοντά στο 18%, που ήταν την περίοδο πριν την τυπική είσοδο στην οικονομική κρίση και των πολιτικών που ακολουθήθηκαν, πλέον αποτελούν τον κανόνα στις συμβάσεις εργασίας που συνάπτονται. Πρόκειται συχνά για θέσεις χαμηλής ειδίκευσης με ακραία χαμηλούς μισθούς δηλαδή με μισθούς 317 ευρώ σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΦΚΑ [vii]. Αν συνυπολογίσουμε στο γεγονός αυτό ότι ακόμα και θέσεις πλήρους απασχόλησης μπορεί να περιλαμβάνουν συμβάσεις ορισμένου χρόνου και περιορισμένης διάρκειας καταλαβαίνουμε ότι η επισφάλεια δεν τείνει απλώς να γίνει ο κανόνας, αλλά υποκρύπτει μαζί και περιόδους ανεργίας. Το συμπέρασμα λοιπόν στην πραγματικότητα είναι πως η ανεργία αντιμετωπίζεται με την εισαγωγή ακόμα μεγαλύτερης επισφάλειας που περιλαμβάνει ανεργία. Αυτό είναι και σε επίπεδο κυρίαρχης ιδεολογίας η ρητορική που ισχυρίζεται πως για να αυξηθεί η απασχόληση χρειάζεται ανάπτυξη. Για να υπάρξει ανάπτυξη χρειάζεται ανταγωνιστικότητα. Για να υπάρξει ανταγωνιστικότητα χρειάζονται νέες συμβάσεις που περιλαμβάνουν «ευέλικτες» μορφές εργασίας… Και «ευέλικτες» μορφές εργασίας προϋποθέτουν μειωμένους μισθούς, απουσία εργασιακών δικαιωμάτων και υποκρύπτουν παράλληλα μεγάλες περιόδους ανεργίας.
Για να επανέλθω τώρα στο βιβλίο της Αντιγόνης Η. Η μαρτυρία αυτή αποτελείται από μικρές ιστορίες που περιγράφουν συνεντεύξεις με εργοδότες για μια θέση εργασίας στον τομέα των υπηρεσιών (από τηλεφωνικά κέντρα έως θέση αεροσυνοδού), αλλά μαζί και εμπειρίες από δοκιμαστικά σε εταιρίες λιανικού εμπορίου μέχρι εργασία σε μοίρασμα φυλλαδίων. Ταυτόχρονα, αναφέρεται στην επισφάλεια ως μια κατάσταση αβεβαιότητας για το μέλλον, τη βύθιση σε ένα παρόν που τρέχει με όλο και πιο γρήγορους ρυθμούς προκειμένου να καταφέρεις να παραμείνεις στην ίδια κατάσταση: να καταφέρεις να επιβιώσεις. Οι ιστορίες αναφέρονται στις κακές συνθήκες εργασίας, τις ανταγωνιστικές σχέσεις με υποψήφιους συναδέλφους για την εξεύρεση μιας θέσης εργασίας, αλλά και στην απουσία συλλογικών διεκδικήσεων.
Δεν πρόκειται για το πρώτο της βιβλίο. Στα γράμματα έχει εμφανιστεί με τη συλλογή διηγημάτων Βενζίνη: Δεκατρείς ιστορίες για αγρίες, Θεσσαλονίκη, Ένεκεν, 2017, ενώ μόλις εκδόθηκε και το δεύτερο λογοτεχνικό της βιβλίο με τίτλο Στον καιρό των ζωντανών, Θεσσαλονίκη, Ακυβέρνητες Πολιτείες, 2019 και την ίδια στιγμή έχει γράψει από ποίηση μέχρι διηγήματα και κριτικές ταινιών σε διάφορα μπλογκς και περιοδικά.
Ήδη λοιπόν γνωστή, σε όσες/ους παρακολουθούν τα λογοτεχνικά δρώμενα, για ένα λογοτεχνικό ύφος μεταξύ ρεαλισμού [viii] και σουρεαλισμού, γράφει σε ανάλογο ύφος και τις ιστορίες που συγκεντρώνονται στο βιβλίο Αιωνίως Άνεργη. Ιστορίες που έχουν ως στόχο τους να εκθέσουν την πραγματικότητα ως έχει με το ανεξάλειπτο άγχος επιβίωσης που περιλαμβάνει. Την ίδια στιγμή όσα περιγράφει δε μένουν απλώς στη ρεαλιστική αποτύπωση των καταστάσεων με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπη. Οι εσωτερικοί μονόλογοι που σχολιάζουν όσα βιώνει και οι ταυτόχρονα κοφτές και επιθετικά ωμές διατυπώσεις εκθέτουν την ένταση της βίας που αντιμετωπίζει. Το στοιχείο του παράξενου και του ανοίκειου που πετυχαίνει η Αντιγόνη μέσα από τους μονολόγους αυτούς δημιουργούν μια αποστασιοποίηση από όσα περιγράφει: από τον σεξισμό και την περιφρόνηση των εργοδοτών μέχρι και την οικονομική διάσταση της εκμετάλλευσης. Οι ιστορίες της, παρότι γραμμένες ακολουθώντας σχεδόν τη ροή του προφορικού λόγου, απαιτεί μιας οξυμένη εγρήγορση που αγγίζει τον αναγνώστη ήδη από τις πρώτες γραμμές του βιβλίου και τον πιέζει σχεδόν να αναστοχαστεί πάνω σε ανάλογες δικές του εμπειρίες. Ίσως αυτό να είναι απόρροια και του αυτοσαρκασμού με τον οποίο προσεγγίζει τις καταστάσεις τις οποίες περιγράφει.
Η οπτική της δεν είναι μοιρολατρική όχι επειδή έχει διανθίσει τις ιστορίες της με χιούμορ και αυτοσαρκασμό. Κυρίως γιατί η εμπειρία της είναι χωρισμένη ανάμεσα σε αντιτιθέμενες μεταξύ τους πρακτικές. Πρακτικές που συγκρούονται διαρκώς μεταξύ τους: η πιεστική ανάγκη για δουλειά με σκοπό την επιβίωση από τη μια πλευρά και από την άλλη πλευρά το αίσθημα αυτοσεβασμού και δικαιοσύνης που οδηγεί στην άρνηση αποδοχής των όρων της ίδιας της της εκμετάλλευσης. Γιατί συγκρούονται αυτές οι πρακτικές; Γιατί μέσα στο καθεστώς των σύγχρονων εργασιακών σχέσεων φαντάζει όλο και πιο δύσκολο να συμφιλιωθεί η απαίτηση για εξεύρεση μιας δουλειάς με αξιοπρεπείς απολαβές από τη μία πλευρά και μιας δουλειάς που να παρέχει ένα, όπως κι αν οριστεί, αίσθημα αυτονομίας (το οποίο εξάλλου η Αντιγόνη Η. αντλεί μέσα από τις καλλιτεχνικές τις ανησυχίες και δραστηριότητες, οι οποίες όμως δεν μπορούν να εξασφαλίσουν τα προς το ζην. Η δημιουργική εργασία δεν πληρώνει λογαριασμούς ως γνωστών…). Αυτή η απουσία ενός νοήματος για τις δουλειές αυτές που δεν έχουν άλλο σκοπό πέρα από το βιοπορισμό και μαζί η απουσία ενός αισθήματος κοινωνικής χρησιμότητας μέσω της εργασίας βιώνονται ως προσωπική αποτυχία.
Αυτές λοιπόν οι αντιφάσεις που στις ιστορίες της περιγράφονται ως εσωτερικές συγκρούσεις παράγουν νόημα, αποτελούν πρόβλημα που μας φέρνουν κατευθείαν στα ζητήματα της υποκειμενοποίησης. Κι αν η μαρτυρία αυτή αποτελεί αυθεντική αποτύπωση της συνθήκης της ανεργίας και της επισφάλειας είναι ακριβώς για αυτό της το χαρακτηριστικό: γιατί διατυπώνεται σε μια γλώσσα που αμφιταλαντεύεται διαρκώς μεταξύ της ανάγκης για επιβίωση και της βούλησης για δημιουργία και αξιοπρέπεια, μεταξύ πραγματικότητας και δυνατότητας χωρίς ποτέ να σταθεροποιείται προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Η εκμετάλλευση που περιγράφει και η καταπίεση που βιώνει δεν ενοποιεί αυτήν την εμπειρία, δεν την οδηγεί σε σταθερές αναφορές ούτε λαμβάνει συλλογικά χαρακτηριστικά, αλλά την κατακερματίζει ακόμα περισσότερο σε μια σειρά από εξατομικευμένες και κατακερματισμένες πρακτικές.
Όσο δεν υπάρχουν κοινότητες αγώνα, που να είναι σε θέση να επεξεργάζονται εμπειρίες εκμετάλλευσης και αντίστασης, που να μπορούν να χτίζουν κοινά συμφέροντα και να διεκδικούν αιτήματα πάνω στο έδαφος των σχέσεων που δημιουργούνται με τα υποκείμενα του αγώνα, τόσο η δυσαρέσκεια από μόνη της απέναντι στις σύγχρονες συνθήκες εργασίας θα κομματιάζουν τις πρακτικές και θα τις οδηγούν σε τροχιές χωρίς διέξοδο χαοτικής βίωσης ασύνδετων στιγμών. Ούτε όμως όλοι και όλες οι άνεργες προέρχονται από τις ίδιες κοινωνικές και οικονομικές τάξεις. Ούτε έχουν την ίδια σχέση με την εργασία και άρα την ίδια σχέση με την απώλειά της.
Κάτι τελευταίο πριν δώσω τον λόγο στην ίδια που μου έκανε εντύπωση και με τρομερή ενάργεια περιγράφει από την αρχή έως το τέλος των ιστοριών που εκθέτει. Πρόκειται για κάτι που δε διατυπώνει ρητά αλλά κυρίως διαπερνά από την αρχή έως το τέλος όλες τις ιστορίες της: πως η αναζήτηση μιας θέσης εργασίας για επιβίωση αποτελεί «πλήρη απασχόληση», μια πολύ δηλαδή κοπιαστική δουλειά που περιλαμβάνει ατελείωτες ώρες ψαξίματος σε χιλιάδες αγγελίες, επισκέψεις σε ΟΑΕΔ και συμμετοχή σε δοκιμαστικά και συνεντεύξεις.
* . *
Το Αιωνίως Άνεργη ξεκίνησε σαν ένα μπλογκ-ημερολόγιο διεξόδου (eternallyunemployed.blogspot.com) από την απόγνωση και τη μοναξιά που ένιωθα κάθε φορά που γυρνούσα από τις συνεντεύξεις και από δουλειές που έχω κάνει. Ο πρώτος λόγος για τον οποίο έγραφα ήταν η εκτόνωση της αγωνίας, της απογοήτευσης και της απελπισίας που δημιουργούν οι απανωτές αποτυχημένες απόπειρες εύρεσης εργασίας. Ο δεύτερος λόγος ήταν η έλλειψη κάποιου μάλλον «βασικού ενστίκτου» που θα έπρεπε να έχω και δεν έχω. Αυτό το υποτιθέμενο «ένστικτο» βοηθάει στο να προσαρμόζεσαι στην πραγματικότητα. Μέσα μου ανέπτυξα και ακόμα καλλιεργώ μία ευγενή άρνηση απέναντι στην υποταγή και στην οικονομική εξάρτηση από τις ανώτερες πολιτικές και κοινωνικές τάξεις. Το ότι μεγάλωσα σε φτωχή οικογένεια, με όλες τις δυσκολίες που συνεπάγεται αυτό, δε με περιόριζε στο να διαβάζω το πώς λειτουργεί ο κόσμος, τα μικροσυστήματα των σχέσεων, η κοινωνία. Άρα, ο τρίτος λόγος, για τον οποία κατέγραφα την αλληλεπίδραση μου με την εργασία, είναι μία έμφυτη και δημιουργική αντίσταση που προβάλλω απέναντι στο δυστυχές υπάρχον και επικρατές.
Το μπλογκ που έγινε βιβλίο βασίζεται στη μη αποδοχή αυτού που συμβαίνει και κατονομάζεται ως «πραγματικότητα», που για κάποιον λόγο οφείλουμε όλες να το αποδεχόμαστε χωρίς να λέμε τίποτα κι αν δεν το αποδεχθούμε, φταίμε εμείς.
Όπως τα περισσότερα σύγχρονα οικονομικοπολιτικά περιβάλλοντα στηρίζονται δομικά στη φτώχια και στην αδικία, έτσι συμβαίνει και με το περιβάλλον εργασίας της Θεσσαλονίκης. Μεγαλώνουμε σε εκπαιδευτικά και μεταβαίνουμε σε εργασιακά συστήματα που υποτίθεται ότι προάγουν την ευτυχία και την πρόοδο, χωρίς όμως να μπορούν να καταστείλουν την ανισότητα. Μοναδικός στόχος του οποιοδήποτε καπιταλιστικού συστήματος είναι να επιβιώσει, πράγμα που σημαίνει ότι τα άτομα-μέλη των κατώτερων τάξεων οφείλουν να θυσιαστούν. Στις φτωχές τάξεις δίνεται η ψευδαίσθηση ευκαιριών και ανέλιξης, με σκοπό την παραπλάνησή τους. Στην πραγματικότητα, όσοι/ες ανήκουμε σε αυτές, γεννιόμαστε, ζούμε και υπάρχουμε κατάφορα σε συνθήκες ανισότητας. Για εμάς η ευτυχία, οι συνθήκες ζωής, περίθαλψης, υγείας, στέγασης, εργασίας, ύπαρξης -εν τέλει-για εμάς όλα ορίζονται με διαφορετικούς όρους.
Θα πρέπει να λάβουμε πολύ σοβαρά υπόψη ότι οι δείκτες ανεργίας δεν καταγράφουν τις πολυάριθμες από επιλογή άνεργες. Η από επιλογή ανεργία είναι πλέον συνηθισμένη, καθώς οι εργαζόμενες στο ελληνικό κράτος δεν αμειβόμαστε σωστά, δίκαια και ανθρώπινα. Ακόμα και σε πολύ σκληρές, πολύωρες δουλειές, αναγκαζόμαστε να κάνουμε απλήρωτες υπερωρίες, φορτωνόμαστε με υπερβολικές αρμοδιότητες και οφείλουμε να βγάζουμε δουλειά δύο και τριών ατόμων. Φίλη μου εργάζεται σε κατασκευαστική εταιρεία στο λογιστικό τμήμα εδώ και περίπου ένα χρόνο. Δουλεύει σε έγγραφα και υπολογιστές τουλάχιστον δέκα ώρες τη μέρα, αμείβεται εφτακόσια ευρώ το μήνα και όταν σχολάει το Σάββατο απόγευμα, της μένει μιάμιση μέρα για να ξεκουραστεί και να ξαναρχίσει την εργασία της, με αποτέλεσμα να μην προλαβαίνει να κάνει τίποτε άλλο. Η συγκεκριμένη, θεωρείται από τις πριμοδοτημένες, γιατί βγάζει εφτακόσια ευρώ, που για τα δεδομένα της γενιάς μας είναι αρκετά χρήματα.
Οι επίσημοι δείκτες ανεργίας δεν μιλάνε σκόπιμα για όλους/ες τους εργαζόμενους/ες. Μέσα σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται γονείς, ηλικιωμένες, μετανάστες, φοιτητές, φοιτήτριες, άτομα που δουλεύουν δύο και τρεις παρτ-τάιμ δουλειές, για να βγάλουν από τετρακόσια μέχρι εξακόσια ευρώ τον μήνα και στο τέλος, πρέπει να πούνε και ευχαριστώ. Οι δείκτες δεν μιλάνε για ανθρώπους που πουλάνε φθηνά και υποχωρητικά χρόνο από τη ζωή τους, θυσιάζουν τα ενδιαφέροντα και το είναι τους, καταπιέζονται για να μπορούν απλώς να ζήσουν μέσα στην ταξική ανισότητα. Οι δείκτες δεν μιλάνε σίγουρα για τους εργαζόμενους στα παράπλευρα περιβάλλοντα εργασίας. Δηλαδή, δεν αναφέρονται στις καθαρίστριες που υπάρχουν σε όλους τους χώρους, στη σερβιτόρα που μας σερβίρει τον καφέ, στον ντελιβερά που μας φέρνει το φαγητό σπίτι, στον υπάλληλο του καταστήματος ψιλικών ή του σούπερ μάρκετ της γειτονιάς, στον βοηθό του κομμωτηρίου, στον τύπο που πουλάει χαρτομάντιλα στο φανάρι, στην τηλεφωνήτρια που σας διαφημίζει τα πακέτα τηλεφωνίας και σε άλλα άτομα που δουλεύουν μπορεί και χωρίς ένσημα και ασφάλιση, αλλά έχουν δουλειά και πρέπει να το εκτιμούν.
Μπορεί κάποιος να πει ότι στην Ελλάδα, οι θέσεις εργασίες είναι άφθονες και ότι όποιος/α θέλει να βρει δουλειά, βρίσκει. Βεβαίως. Όμως για τι θέσεις εργασίας μιλάμε; Οι περισσότερες από αυτές είναι θέσεις, εντελώς, κακοπληρωμένες, με άθλιες συνθήκες εργασίας που σου υπόσχονται σωματική εξόντωση και ψυχική αποδυνάμωση. Φίλος μου βρήκε πρόσφατα δουλειά, μετά από πολύ μεγάλη αναζήτηση και κατέληξε σε αυτή, για να επιβιώσει. Η δουλειά είναι σε ιδιωτικό κυλικείο δημόσιου νοσοκομείου. Πληρώνεται εικοσιτέσσερα κόμμα ογδόντα ευρώ το οχτάωρο με μισά ένσημα και παράνομες, απλήρωτες υπερωρίες που σκοπό έχουν την καθαριότητα του μαγαζιού. Στις υποχρεώσεις του έχει να κάνει όλες τις απαραίτητες δουλειές προετοιμασίας, ενώ καλείται να εξυπηρετήσει τρία με τέσσερα άτομα το λεπτό. Οι εργοδότες του έχουν μία μεγάλη επιχείρηση κυλικείων σε όλη την Ελλάδα, ενώ δεν έχουν προσωπική συναναστροφή με τους εργαζόμενους. Στη θέση τους στέλνουν άτομα που φοβίζουν και απειλούν τους υπαλλήλους, ώστε να δουλεύουν σε εντατικούς ρυθμούς, για να αυξάνεται το κέρδος και η παραγωγή. Η τακτική της εταιρείας είναι να προσλαμβάνει διαφορετικά άτομα κάθε μήνα, καθώς μετά από το διάστημα των τριάντα ημερών κανείς δεν αντέχει να συνεχίσει σε αυτή τη δουλειά. Όλοι παραιτούνται κάποια στιγμή και ξέρουν πως είναι εκεί για να πάρουν τα ελάχιστα χρήματα, ώστε να ζήσουν και να σκεφτούν πώς μπορούν να συνεχίσουν Φανταστείτε το αυτό σε πάρα πολλές επιχειρήσεις και εργασίες που λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο και διαφοροποιούνται σε λίγα πράγματα και μπορεί να έχουν σε κάποιες περιπτώσεις και χειρότερα χαρακτηριστικά.
Άλλο περιστατικό. Φίλη μου με ένα παιδί και ποσοστό αναπηρίας δούλευε με πρόγραμμα του ΟΑΕΔ σε γραφείο γιατρού ως γραμματέας. Τον μισό της μισθό τον πλήρωνε ο ΟΑΕΔ, ενώ κάθε μέρα ο γιατρός φρόντιζε να τη ρωτάει για να του υπενθυμίζει εκείνη με τη σειρά της, πόσα χρήματα την πληρώνει αυτός, ώστε να την κάνει να νιώθει υπόχρεη. Επίτηδες, την έβαλε μέσα σε μία σαδιστική διαδικασία να διορθώσει το ερευνητικό του έργο, κάτι που δεν συμπεριλαμβανόταν στα καθήκοντά της ως γραμματέας. Μετά από λίγο καιρό την απέλυσε, πριν λήξει η σύμβασή της. Η κοπέλα είναι ακόμα άνεργη.
Με αυτά τα πολύ απλά παραδείγματα, αυτό που θέλω να δείξω είναι ότι στην καθημερινή αγορά εργασίας, οι θέσεις μπορεί να φαίνονται πολλές, για αυτούς που χρειάζονται δουλειά, όμως δεν είναι. Για να μπορέσει κάποιος/α να εργαστεί, υπό αυτές τις συνθήκες, χρειάζεται να κάνει σοβαρές υποχωρήσεις που μπορεί να τον/την οδηγήσουν στην πνευματική εξαθλίωση και στη σωματική εξουθένωση. Δεν είναι ψέμα ότι εμείς που δουλεύουμε ή ψάχνουμε δουλειά σε αυτές τις συνθήκες, ξεπουλάμε τα σώματα και τη διάθεσή μας σε άτομα που μπορεί να μας φέρονται παρανοϊκά ή σαδιστικά μερικές φορές. Μας εκμεταλλεύονται, μας ξεζουμίζουν και μας ανακυκλώνουν. Είναι κοινό μυστικό πλέον. Υπάρχουν πολλά νεαρά -και όχι μόνο- άτομα εκεί έξω που συμβιβάζονται, δέχονται καταπίεση, εκβιασμούς, απειλές από τους εργοδότες/τριές τους, για να δουλεύουν πιο γρήγορα, πιο αποτελεσματικά και αποδοτικά. Η εξουσία των εργοδοτών/τριών ασκείται με σκοπό την επίτευξη του όλο και μεγαλύτερου κέρδους για τους ίδιους.
Η ανώτερη και μέση καπιταλιστική τάξη επωφελείται, χωρίς να διαμοιράζει τα κέρδη της ισόποσα στις κατώτερες τάξεις. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι πλούσιοι να γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι. Για πόσο ακόμα, άγνωστο. Αυτό το σχέδιο προορίζεται να οδηγήσει στην καταστροφή, καθώς ζούμε την τέταρτη μεγαλύτερη οικονομική κρίση που έχει περάσει ο καπιταλισμός. Βλέπουμε τα ποσοστά ανεργίας, μετανάστευσης και αυτοκτονιών να αυξάνονται, τους μισθούς, τις συντάξεις, τα επιδόματα και τις αποδοχές να κατεβαίνουν και ένα μεγάλο μέρος της αγοράς να μαραίνεται από τα ίδια του τα κέρδη. Όταν έχεις ένα ολόκληρο χωράφι και ποτίζεις μόνο εσένα, τα φυτά σου θα μαραθούν και δεν πρόκειται να σου δώσουν τους καρπούς που αναμένεις. Εάν τα ποδοπατάς και τα τσακίζεις, μέχρι να βγάλουν καρπούς, τότε τα φυτά σου οφείλουν να κάνουν δικό τους χωράφι κάπου αλλού και να σε φτύσουν στη μούρη.
Όσοι νομίζουν ότι η ανεργία οφείλεται σε έλλειψη προσόντων ή ικανοτήτων απατώνται. Τα πτυχία, οι πιστοποιήσεις, τα σεμινάρια, όλη αυτή η τρομερά ψυχοφθόρα διαδικασία να γίνεις όλο και καλύτερη, όλο και καλύτερη, αυτόματα αυξάνει τον ανταγωνισμό και φυσικά το στρες και στο άγχος ανάμεσα στους υποψηφίους. Οι παράλογες απαιτήσεις μερικών εργοδοτών κάνουν τις άνεργες να παλεύουν μεταξύ τους, πράγμα που δεν έχει κανένα νόημα για αυτές τις ίδιες, αφού εν τέλει, μπροστά στον εργοδότη δεν κρίνονται για τις ικανότητές τους, αλλά για το πόσο χρήμα μπορούν να φέρουν στην επιχείρηση. Επιπλέον, το σύστημα ασφάλισης είναι σαθρό και γελοίο. Δεν υπάρχουν επαρκείς έλεγχοι, οπότε αν προσληφθείς σε κάποια δουλειά παρτ-τάιμ ή φουλ-τάιμ από αυτές τις ευκαιριακές, δεν θα μπορέσεις να έχεις την κατάλληλη περίθαλψη ποτέ. Για σύνταξη ούτε λόγος. Η γενιά μας δεν μιλάει για σύνταξη, μιλάει για πόνους στη μέση και στην πλάτη από τα κουβαλήματα και ατελείωτα πήγαινε-έλα, μιλάει για εξάντληση της υπομονής, για έλλειψη αξιοπρέπειας και απουσία σεβασμού. Δεν υπάρχει ανθρωπιά, οι εργοδότες/τριες θεωρούν ότι άπαξ και είμαστε στην επιχείρηση, τότε τους ανήκουμε και οφείλουμε να εργαζόμαστε με σταθερούς και ολοένα αυξανόμενους ρυθμούς, σαν ρομπότ. Απώτερος σκοπός να δουλέψουμε όσο μπορούμε και μετά να μας απολύσουν ή ακόμα χειρότερα να εξωθηθούμε στην παραίτηση για να αντικατασταθούμε με νέο αίμα, πιο φρέσκο, πιο δυναμικό, πιο πολλά υποσχόμενο. Αν δεν τους κάνουμε, είναι δικό μας πρόβλημα, γιατί σίγουρα θα βρούνε πολύ γρήγορα κάποια να μας αντικαταστήσει από τις χιλιάδες που περιμένουν εκεί έξω αγωνιώντας.
Αυτή τη στιγμή είμαι επισήμως άνεργη, γιατί δεν έχω ένσημα, αλλά κάνω τρεις δουλειές, μπορεί και τέσσερις ανά περιόδους, χωρίς να πληρώνομαι σταθερά, χωρίς να καταγράφεται πουθενά ο κόπος και η κούραση που δαπανώ για να μπορώ απλώς να βγάζω το πολύ τετρακόσια ευρώ τον μήνα, ώστε να αυτοσυντηρούμαι. Δεν είμαι η μόνη σε αυτή την κατάσταση. Έχω φίλες που μένουν άνεργες από επιλογή, γιατί δεν θέλουν να δουλέψουν σε αυτό τον ρυθμό. Πλησιάζουν τα τριάντα, ενώ μένουν στα σπίτια των γονιών τους, συγκεντρώνουν πτυχία, πιστοποιητικά, κάνουν αιτήσεις στον ΟΑΕΔ για βάουτσερ και για θέσεις εργασίες στο δημόσιο, μαζί με εκατοντάδες, χιλιάδες υποψήφιες και περιμένουμε όλες μαζί να προσληφθούμε με εξάμηνες και οχτάμηνες συμβάσεις. Δηλαδή, το λες και λίγο κατάλοιπο χριστιανικής πίστης όλο αυτό. Και άντε και μας πήραν για έξι μήνες. Μετά από την εξάμηνη σύμβαση τι; Μέχρι πότε όλες αυτές οι ενήλικες γυναίκες και άνδρες θα μπορούν να συντηρούνται από τους γονείς τους, εφόσον και αυτοί με τη σειρά τους βλέπουν τους μισθούς τους να κατεβαίνουν και τις συντάξεις τους να φτάνουν μέχρι και τα 300 ευρώ. Εάν όλα αυτά τα άτομα θέλουν να ζήσουν ή να κάνουν δική τους οικογένεια, είναι υποχρεωμένες να φύγουν από την Ελλάδα και να αναζητήσουν κάποια άλλη θέση εργασίας στο εξωτερικό. Στην Ελλάδα φλερτάρουν με την κατάθλιψη και άλλες παθογένειες που τονώνονται από την κρίση και την ανεργία.
Κλείνοντας, θα ήθελα να συμπυκνώσω το νόημα της καταγραφής αυτών των μαρτυριών του Αιωνίως Άνεργη σε μία παράγραφο. Σε αυτό, ανακαλώ τον αγαπημένο Φουκώ που γράφει στη Μικροφυσική της Εξουσίας (Μ. Φουκώ, Η Μικροφυσική της Εξουσίας, σελ. 81), ότι υπάρχουν πολλά είδη αγώνων που αντιστέκονται στις μορφές κυριαρχίας. Ένας από αυτούς είναι και ο αγώνας ενάντια στις μορφές εκμετάλλευσης που διαχωρίζουν το άτομο από αυτό που παράγει και με αυτόν τον τρόπο διασφαλίζουν την υποταγή του στους άλλους. Ας μη φτάσουμε στο σημείο να αφανιστούμε οικειοθελώς μέσα από την ίδια μας την εργασία. Ας μιλήσουμε μεταξύ μας, ανοιχτά για αυτό. Ας φέρουμε επιτέλους το θέμα της πραγματικής ανισότητας στην επιφάνεια, ας μην κάνουμε ταμπού την απλή επιβίωση. Ανάμεσά μας άνθρωποι οδηγούνται ακόμα και στον θάνατο, λόγω της αδυναμίας επιβίωσης. Σαφώς και υπάρχουν ποικίλα ζητήματα που οφείλουν να μας απασχολούν, εντούτοις υπάρχουν σοβαρά ζητήματα σε αυτό που λέμε ιδιωτικός χώρος εργασίας στην Ελλάδα –τι να πούμε και για το δημόσιο, βέβαια–, καθώς και ευρύτερα στην ελληνική οικονομία. Προβλήματα που θα έπρεπε να μας αφυπνίζουν και να μας εξεγείρουν, προβλήματα που θα έπρεπε να μας συσπειρώνουν, ώστε να αντιδράσουμε συλλογικά. Οφείλουμε να σταθούμε ενάντια στην οποιαδήποτε εξουσία των εργοδοτών γιατί το «ναι» που θα πούμε σε οποιαδήποτε μορφή καταπίεσης θα είναι «ναι» για όλες και όχι μόνο για εμάς. Αυτό που θα δεχθείς να σου κάνουν, δεν το κάνουν μόνο σε εσένα, αλλά το κάνουν σε όλες μας και αυτό πρέπει κάποια στιγμή να σταματήσει. Έχουμε τη δύναμη να πούμε πολλά «όχι» και να τα στηρίξουμε, ώστε να παλέψουμε για αυτά που δικαιούμαστε και μας αξίζουν.
Σημειώσεις:
[i] Μέχρι στιγμής έχουν εκδοθεί οι μαρτυρίες του Paul Romano, Ο Αμερικανός Εργάτης, Κινούμενοι Τόποι, Αθήνα, 2014 και του Daniel Mothé, Το ημερολόγιο ενός εργάτη της Renault, Κινούμενοι Τόποι, Αθήνα, 2015.
[ii] Βλ. σχετικά το άρθρο μου «Τι είναι και (τι θέλουν) οι εργατικές μαρτυρίες».
[iii] Έχουμε συζητήσει αναφορικά με τα αδιέξοδα τόσο γύρω από τη θεώρηση του «αλλοτριωμένου» όσο και αυτής του «ναρκισσιστικού» υποκειμένου στο άρθρο «Διάλογος για την ανταγωνιστική έρευνα».
[iv] Βλ. Claude Lefort, Η Προλεταριακή Εμπειρία, Στάσει Εκπίπτοντες, Αθήνα, 2008.
[v] Για τη σχέση τους με την πολιτική δράση βλ. «Τι είναι (και τι θέλουν) οι εργατικές μαρτυρίες». Για τη σχετική συζήτηση μεταξύ εμπειρίας, βιωματικής πραγματικότητας και κυρίαρχης ιδεολογίας βλ. το άρθρο μου «Η εφημερίδα Tribune Ouvrière της Renault: μεταξύ οργανωτικής μορφής και εργατικής γραφής» και επίσης Εργατική εμπειρία, αυτονομία της τάξης, κοινωνικός ανταγωνισμός: Συζήτηση με αφορμή την έκδοση του βιβλίου το Ημερολόγιο ενός εργάτη της Ρενώ του Ντανιέλ Μοτέ.
[vi] Το ποσοστό ανεργίας σύμφωνα με τα στοιχεία που δίνει η Eurostat: Ελλάδα (18,5% με στοιχεία του Ιανουαρίου 2019), στην Ισπανία (14%) και στην Ιταλία (10,2%). Τα χαμηλότερα ποσοστά ανεργίας σημειώθηκαν στην Τσεχία (1,9%) και στη Γερμανία (3,2%): https://ec.europa.eu/eurostat/statistics-explained/index.php/Unemployment_statistics Ας έχουμε υπόψη πως τα μειωμένα ποσοστό αφορούν τον ενεργό πληθυσμό, ο οποίος έχει μειωθεί τουλάχιστον κατά 250.000 με 300.000 άτομα, αν όχι περισσότερο, τα τελευταία χρόνια λόγω μετανάστευσης για εξεύρεσης εργασίας στο εξωτερικό.
[vii] Από το σύνολο των 2.057.917 προσλήψεων οι πλήρους απασχόλησης είναι λιγότερες από τις μισές και για την ακρίβεια 966.808. Οι 1.091.109 θέσεις εργασίας αφορούν κακοπληρωμένες ευέλικτες θέσεις εργασίας. Οι 833.250 είναι μερικής απασχόλησης και οι 257.859 εκ περιτροπής απασχόλησης. https://www.docdroid.net/W1T1ORD/erganh-septembrios-2018.doc & https://www.taxheaven.gr/laws/circular/view/id/30725 & http://www.topontiki.gr/article/330029/stoiheia-sok-toy-efka-kato-apo-ta-400-eyro-o-misthos-merikis-apasholisis & https://government.gov.gr/wp-content/uploads/2018/11/10.-ERGANH-%CE%9F%CE%9A%CE%A4%CE%A9%CE%92%CE%A1%CE%99%CE%9F%CE%A3-2018.pdf
[viii] Βλ. σχετικά Δήμος Χλωπτσιούδης «Η νατουραλιστική οπτική της Αντιγόνης Ηλιάδη».
Υποβολή απάντησης