Μετανάστ(ρι)ες και ανταγωνιστικό κίνημα: Μια γενεαλογία στραμμένη στο μέλλον

Το κείμενο που ακολουθεί είναι μια απόπειρα να αποτυπωθεί σε γραπτή μορφή η προφορική εισήγηση της συνέλευσής μας στην εκδήλωση «Επαφή: Προβολή & συζήτηση για τους κοινούς αγώνες ντόπιων και μεταναστ(ρι)ών», η οποία πραγματοποιήθηκε στις 3 Οκτωβρίου 2020 στον κατειλημμένο χώρο του Common Multiple στην Φοιτητική Εστία της Πανεπιστημιούπολης με αφορμή το ντοκιμαντέρ της ομάδας Pyropath για την ιστορία του καταυλισμού των μεταναστών στην Πάτρα και του αλληλέγγυου κινήματος την περίοδο 2005-2009 αλλά και την έκδοση της μπροσούρας μας «Μαζί ή τίποτα: Εμπειρίες κοινών αγώνων ντόπιων και μεταναστ(ρι)ών την τελευταία δεκαετία».

Τόσο το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ όσο και η εν λόγω μπροσούρα αποτελούν για εμάς δύο παραδείγματα καταγραφής της παρελθοντικής κινηματικής μνήμης και απόπειρας για μετατροπή της σε εργαλείο αγώνα στο παρόν και το μέλλον. Θεωρούμε παραδοσιακά ότι η ιστορία του κοινωνικού ανταγωνισμού πρέπει να είναι μια ιστορία δημόσια και προσβάσιμη, η οποία καταγράφεται από τα ίδια τα υποκείμενα του αγώνα κι όχι από τους “ειδικούς” (ακαδημαϊκούς ή μη) που γράφουν για λογαριασμό τους, διαχωρισμένα από τις ίδιες τις κοινότητες των εκμεταλλευόμενων και των καταπιεζόμενων. Έτσι, αντιμετωπίζουμε την παραγωγή πρακτικής θεωρίας μέσα από την συλλογική επεξεργασία της ίδιας μας της κοινωνικής εμπειρίας ως θεμελιώδες επίδικο για το ανταγωνιστικό κίνημα. Θέλουμε να βγάζουμε διδάγματα από αυτό που κάνουμε ώστε να αλλάζουμε αυτό που είμαστε.

Στην εισήγησή μας, λοιπόν, προσπαθήσαμε να κάνουμε μια αναδρομή στους μεταναστευτικούς αγώνες των τελευταίων 30 χρόνων και την σχέση που είχε το ντόπιο ανταγωνιστικό κίνημα μαζί τους, έτσι ώστε να μπορέσουμε να δούμε τις τομές και τις ασυνέχειες που συνθέτουν την διαχρονική πρόκληση που ονομάζεται συνάντηση ντόπιων και μεταναστ(ρι)ών μέσα σε κοινούς αγώνες. Δεδομένου ότι η “προσφυγική κρίση” (όπως την ονομάζουν τα αφεντικά) του ‘15 συνεχίζεται ασταμάτητα με τη μορφή αφενός του πολέμου εναντίων των μεταναστ(ρι)ών στα σύνορα κι αφετέρου της διαχείρισής τους ως πλεονάζοντα πληθυσμό μέσα στην ελληνική επικράτεια, θεωρούμε ότι αυτοί οι αγώνες είναι πιο επείγοντες από ποτέ. Είτε μιλάμε για την κρατικοστρατιωτική εξόντωση στα χερσαία και θαλάσσια σύνορα είτε μιλάμε για την ανθρωπιστική διαχείριση διαρκούς εκτάκτου ανάγκης μέσα από το σύστημα των camps και των ΜΚΟ, πόσο μάλλον σε συνθήκες σκληρής ρατσιστικής υγειονομικής καταστολής με αφορμή τον covid, το ερώτημα του πώς αγωνιζόμαστε από κοινού με τους/τις μετανάστ(ρι)ες ενάντια στην εκμετάλλευση και την καταπίεση αποτελεί ένα από τα πιο κομβικά αλλά και δύσκολα της συγκυρίας.

Ένας ακόμα λόγος που κατ’ εμάς καθιστά απαραίτητη μια τέτοια περιοδολόγηση των μεταναστευτικών αγώνων είναι ο εξής. Πολύ συχνά, ακόμα και χωρίς τέτοια πρόθεση, το ανταγωνιστικό κίνημα τείνει να σκέφτεται πάνω στους μετανάστες ως ένα εξαθλιωμένο υποκείμενο που μάλλον απλά περιορίζεται στον ρόλο του παθητικού αποδέκτη των κρατικών πολιτικών και των κοινωνικών δυνάμεων. Απεναντίας, εμείς θεωρούμε ότι η ιστορία του μεταναστευτικού υποκειμένου στην Ελλάδα είναι αδιαχώριστη από τους αγώνες του για αναγνώριση, νομιμοποίηση, αποδοχή, αυτοαξιοποίηση, ανατίμηση. Οι μετανάστ(ρι)ες έδιναν και δίνουν αγώνες, χωρίς να περιμένουν το ντόπιο κίνημα να τους αναγνωρίσει ή να τους αναδείξει ως τέτοιους. Ως κομμάτι της τάξης μας, το πιο υποτιμημένο και αορατοποιημένο, οι μετανάστ(ρι)ες βρίσκονται εκ των πραγμάτων σε μια ιστορική ανταγωνιστική κίνηση – πάντα ζωντανή και πάντα αντιφατική. Κι ως συνήθως, το ερώτημα είναι πώς θα συνθέσουμε τις διάχυτες αρνήσεις σε κοινότητες ζωής και αγώνα, πώς θα συνδέσουμε τις αντιστάσεις, πώς θα αμφισβητήσουμε τους διαχωρισμούς, πώς θα επινοήσουμε νέους τρόπους να υπάρχουμε και να σχετιζόμαστε.

Στις γραμμές που ακολουθούν, θα προσπαθήσουμε να ανατρέξουμε στους μεταναστευτικούς αγώνες των τελευταίων τριών δεκαετιών και τα κεντρικά χαρακτηριστικά τους, χρησιμοποιώντας ως βασικούς άξονες τα ιστορικά σημεία καμπής, την κοινωνική σύνθεση του μεταναστευτικού υποκειμένου και την σχέση αυτών των αγώνων με το ντόπιο κίνημα. Προφανώς, μια τέτοια γενεαλογία δε μπορεί να είναι πλήρης. Εκ των πραγμάτων, υπάρχουν ελλείψεις και σχηματοποιήσεις που προκύπτουν είτε από τα δικά μας όρια όσον αφορά την γνώση και την εμπειρία είτε από την ανάγκη να συμπυκνώσουμε πολύπλοκα κοινωνικο-ιστορικά φαινόμενα μέσα σε λίγες γραμμές. Σε κάθε περίπτωση, όμως, θεωρούμε ότι είναι ένα εγχείρημα χρήσιμο για τους αγωνιζόμενους και τις αγωνιζόμενες σήμερα.

Πρώτη φάση: από τη δεκαετία του ‘90 μέχρι τα μέσα των 00s

Είναι αξιοσημείωτο ότι οι μεταναστευτικοί αγώνες στην Ελλάδα ξεκινάνε μαζί με τους πρώτους αυτόνομους εργοστασιακούς αγώνες της μεταπολίτευσης, καθώς στην πρώτη απεργία μετά την πτώση της χούντας, τον Οκτώβρη του 1974 στο εργοστάσιο της National Can στην Ελευσίνα, συμμετέχουν με ενθουσιασμό και Πακιστανοί εργάτες. Αλλά για τις ανάγκες αυτού του κειμένου θα ξεκινήσουμε την περιοδολόγηση από τα 90s όπου έχουμε για πρώτη φορά συνεκτικότερα μεταναστευτικά ρεύματα στην Ελλάδα κι ο μετανάστης αρχίζει να αναδύεται για πρώτη φορά ως μαζική διακριτή φιγούρα στην ελληνική κοινωνία.

Σ’ αυτήν την πρώτη φάση της περιοδολόγησης, κεντρική σημασία παίζουν οι μετανάστ(ρι)ες από τα Βαλκάνια και το ανατολικό μπλοκ, ιδιαίτερα από την Αλβανία, μετά από την κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των μεταναστών, κατευθείαν παρανομοποιημένων και στιγματισμένων, εργάζεται σε χειρωνακτικές δουλειές: χωράφια, οικοδομή, δημόσια έργα. Σε τομείς δηλαδή όπου άκμαζε ο ελληνικός καπιταλισμός των 90s. Ταυτόχρονα, οι μετανάστ(ρι)ες αυτού του κύματος βρίσκονταν εν πολλοίς στην αόρατη αναπαραγωγική εργασία της καθαριότητας ή στην μαύρη οικονομία της σεξεργασίας.

Αντιμετωπίζοντας τον διάχυτο, αιματοβαμμένο και θεσμοποιημένο ρατσισμό της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και την βαθιά ταξική υποτίμηση μέσα από την καταδίκη στις πιο βαριές κι ανεπιθύμητες δουλειές, οι βαλκάνιοι μετανάστες του ‘90 διεκδίκησαν ορατότητα και ενσωμάτωση με διάφορους τρόπους κατά την διάρκεια της δεκαετίας. Χαρακτηριστικότερος αγώνας αυτής της φιγούρας ήταν το σύνολο των αντιστάσεων που αναπτύχθηκαν σε ολυμπιακά κάτεργα κατά την περίοδο πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Σ’ αυτές τις κινητοποιήσεις, με αιχμές τις απαράδεκτες συνθήκες εργασίας και τα θανατηφόρα εργατικά ατυχήματα, υπήρξαν σημαντικές στιγμές συνάντησης ντόπιων και μεταναστών εργατών που είχαν κυρίως ως σημείο αναφοράς την εφημερίδα Εργοτάξιο.

Εκείνη την περίοδο, με σημαντικό ορόσημο το αντι-αλβανικό πογκρόμ του 2004, έπειτα από την ήττα της Εθνικής Ελλάδος από την αντίστοιχη της Αλβανίας στο ποδόσφαιρο, το ντόπιο κίνημα, με πρωτεργάτη κάποιες τάσεις κυρίως του αντιεξουσιαστικού χώρου και της διεθνιστικής αριστεράς, προσπάθησε να βάλει κάποια σημαντικά αναχώματα απέναντι στον επελαύνοντα ρατσισμό και εθνικισμό. Σε πολιτικό επίπεδο όμως οι διαδικασίες αγώνα στις οποίες συναντιούνταν ντόπιοι και μετανάστες ήταν λίγες και διασκορπισμένες. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, το κίνημα εξέφραζε την αλληλεγγύη του με τρόπο εξωτερικό και διαχωρισμένο, φετιχοποιώντας ενίοτε το ίδιο το μεταναστευτικό υποκείμενο κι αποδίδοντάς του με εξωτικοποιητικό τρόπο μαγικές επαναστατικές ιδιότητες – εκείνες που υποτίθεται πως είχε απωλέσει δια παντός το εθνικόφρον και υποταγμένο ελληνικό προλεταριάτο.

Δεύτερη φάση: Από τα μέσα των 00s μέχρι το 2015

Η εποχή μετά την Ολυμπιάδα φέρνει μια σειρά από σημαντικές αλλαγές στην ελληνική κοινωνία και τις μεταναστευτικής φιγούρες μέσα σε αυτήν. Οι πόλεμοι της αυτοκρατορίας στη Μέση Ανατολή μετά την 11η Σεπτεμβρίου δημιουργούν ένα νέο περιβάλλον στο εσωτερικό και το εξωτερικό των δυτικών καπιταλιστικών κοινωνιών. Από τη μία, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις των συμμάχων (ανάμεσά τους και το ελληνικό κράτος φυσικά) δημιουργούν μεγάλα μεταναστευτικά κύματα από την Ανατολή προς τη Δύση, καθώς οι άνθρωποι προσπαθούν να ξεφύγουν από την αθλιότητα του πολέμου. Από την άλλη, τα δόγματα ασφάλειας αναβαθμίζονται μέσα από την ανακήρυξη των μεταναστ(ρι)ών από την Αφρική και την Ασία σε παρανομοποιημένο εσωτερικό εχθρό, καθώς τα δυτικά κράτη θωρακίζονται νομικο-κατασταλτικά απέναντι στην μεταναστευτική κίνηση. Έχει πλέον ανατείλει η εποχή του Fortress Europe, της Frontex, των απελάσεων και των πνιγμών, της ισλαμοφοβίας και της αντι-τρομοκρατίας.

Έτσι, εκείνη την περίοδο αναδύεται σε όλη την Ευρώπη η κοινωνική φιγούρα του μετανάστη χωρίς χαρτιά, κυρίως αφρικανικής και ασιατικής καταγωγής, με τους αγώνες των sans-papiers να δίνουν εν πολλοίς τον τόνο των μεταναστευτικών αγώνων σε όλη την ήπειρο. Ταυτόχρονα, τα παιδιά των μεταναστών που προηγούμενου ρεύματος, η λεγόμενη β’ γενιά, βρίσκεται πλέον μαζικά μέσα στους εκπαιδευτικούς και εργασιακούς χώρους, αποτελώντας ένα ιδιαίτερα ζωντανό κομμάτι του νεανικού μητροπολιτικού προλεταριάτου, το οποίο αρχίζει να αντιδράει συνολικότερα ενάντια στην επισφαλειοποίηση της εργασίας και της ζωής μετά την «χρυσή εποχή» των Ολυμπιακών Αγώνων, καθώς πλησιάζαμε σιγά σιγά στην βαθιά καπιταλιστική κρίση/αναδιάρθρωση που επρόκειτο να στιγματίσει την επόμενη δεκαετία. Έτσι, αυτή η φουρνιά μεταναστών δεύτερης γενιάς αρχίζει να εμφανίζεται όλο και περισσότερο μέσα στο ανταγωνιστικό κίνημα, με ορόσημο επαφής τις φοιτητικές καταλήψεις του ‘06-07 και την εξέγερση του Δεκέμβρη του ‘08, βγάζοντας ενίοτε και διακριτό ριζοσπαστικό λόγο ως μεταναστευτικό υποκείμενο.

Όσον αφορά τα νέα μαζικά μεταναστευτικά ρεύματα από την Ασία και την Αφρική, κεντρικότερες φιγούρες είναι αυτές των μικροπωλητών μέσα στις πόλεις (ιδιαίτερα γύρω από τα πανεπιστήμια) και των εργατών γης στην επαρχία. Ειδικά η πρώτη φιγούρα συναντιέται με αγωνιζόμενους φοιτητές/τριες που υπερασπίζονται την κοινωνική χρήση του πανεπιστημιακού ασύλου απέναντι στα κυνηγητά των (δημοτο)μπατσων, συστήνωντας τις πρώτες μαζικές κοινές συνελεύσεις μικροπωλητών-αλληλέγγυων στις σχολές των ΕΜΜΕ και της ΑΣΟΕΕ. Σημαντικότερος σταθμός όμως για τους αγώνες των μεταναστών που ζουν και κινούνται στις παρυφές της Πατησίων και εν γένει του μητροπολιτικού κέντρου της Αθήνας ήταν η εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008. Αρχικά, υπήρξε μεγάλη συμμετοχή μεταναστών στα προλεταριακά ψώνια, την έμπρακτη κριτική του εμπορεύματος μέσω της απαλλοτρίωσης, που πραγματοποιούνταν κατά τη διάρκεια της εξέγερσης πλάι στις συγκρούσεις με την αστυνομία. Έπειτα, λίγο μετά το Δεκέμβρη κι εν μέσω της αντι-εξέγερσης της κυριαρχίας, οι μετανάστες βγήκαν ξανά με εξεγερτικό τρόπο στο δρόμο στα μέσα του 2009 με αφορμή το σκίσιμο του Κορανίου από μπάτσο κατά τη διάρκεια αστυνομικού ελέγχου μετανάστη στα Πατήσια (κι επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε την κατάληψη στέγης μεταναστών στο παλιό Εφετείο που εκκενώθηκε εκείνο το καλοκαίρι). Την ίδια περίοδο, παράλληλα με την εξεγερτική κίνηση που διεκδικούσε έμπρακτα ορατότητα, οι μεταναστευτικές κοινότητες ανέπτυξαν μια σειρά από αγώνες για τη νομική αναγνώριση, την ελληνική ιθαγένεια και την εργατική ανατίμηση, κομβικότερος από τους οποίους υπήρξε η απεργία πείνας των 300 μεταναστών στις αρχές του 2011.

Όσον αφορά τη σχέση των μεταναστευτικών αγώνων με το ανταγωνιστικό κίνημα, τα πράγματα αρχίζουν να γίνονται πιο πλούσια αλλά και πιο αντιφατικά. Τα σημεία επαφής είναι σίγουρα περισσότερα σε διάφορα επίπεδα, αλλά οι ιδεολογικές σταθερές του α/α χώρου συχνά εμποδίζουν τον εντοπισμό των δυνατοτήτων συνάντησης εκεί που αναδύονται πραγματικά και έμπρακτα. Για παράδειγμα, από τη μία πλευρά το κίνημα αναγνώρισε τη συμμετοχή μεταναστών στην εξέγερση του Δεκέμβρη (χωρίς να λείπουν βέβαια κι οι συντηρητικές φωνές που μίλαγαν για “πλιάτσικο” κλπ), αλλά στην πλειοψηφία του απέτυχε να αναγνωρίσει παρόμοια εξεγερτικά χαρακτηριστικά στις αντιδράσεις για το σκίσιμο του Κορανίου, θεωρώντας πως πρόκειται για μια στενά εννοούμενη θρησκευτικού τύπου κινητοποίηση. Ταυτόχρονα, παρότι παράγεται πολύς κι έντονος αλληλέγγυος λόγος από τη μεριά του κινήματος, οι αγώνες για χαρτιά και δικαιώματα συχνά θεωρούνται ρεφορμιστικοί από τον α/α χώρο και γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης/καπελώματος από την αριστερά. Αποτέλεσμα αυτών των πολιτικο-ιδεολογικών αντιφάσεων ήταν εν πολλοίς να μείνει αναξιοποίητος ένας σημαντικός πλούτος κινηματικών εμπειριών συνάντησης μεταξύ ντόπιων και μεταναστ(ρι)ών (μεταξύ των οποίων και το παράδειγμα του καταυλισμού στην Πάτρα που παρουσίασε το ντοκιμαντέρ ή η συνέλευση μεταναστών/αλληλέγγυων στην ΑΣΟΕΕ που καταγράψαμε αναλυτικά ως ΣΚΥΑ μέσα από τα έντυπά μας), αφού επρόκειτο για αγώνες που δεν κυκλοφόρησαν και ούτε αποτιμήθηκαν όσο τους άξιζε προκειμένου να αποτελέσουν πυξίδα για το μέλλον μέσα από την απόπειρα για ξεπέρασμα των ορίων τους.

Βέβαια, σ’ αυτήν την πλούσια περίοδο που αναβαθμίστηκαν οι μεταναστευτικοί αγώνες αναβαθμίστηκαν μαζί κι οι εσωτερικές ή εξωτερικές αντιθέσεις τους. Για παράδειγμα, ένα σημαντικό ζήτημα ήταν το πώς μπορείς να φτιάξεις μόνιμες σχέσεις αγώνα όταν η κεντρική μεταναστευτική φιγούρα της περιόδου βρίσκεται εν πολλοίς σε transit κατάσταση και επιχειρεί να φύγει από την Ελλάδα όσο πιο άμεσα γίνεται. Επίσης, υπήρξε για εμάς κομβικό επίδικο η σύνδεση ντόπιων και μεταναστ(ρι)ών μέσα στους αγώνες ενάντια στην αναδιάρθρωση, την υποτίμηση και την λιτότητα κατά την περίοδο 2010-2012, κάτι που δυστυχώς δε συνέβη ποτέ. Για την ακρίβεια, η αδυναμία σύνδεσης μέσα στις μαζικές κινητοποιήσεις της περιόδου στο κέντρο και τις γειτονιές ήταν ένα σημαντικό όριο εκείνου του κύκλου αγώνων, μη επιτρέποντας μεταξύ άλλων στο κίνημα να καταφέρει να μπλοκάρει αποτελεσματικά τις αστυνομικές επιχειρήσεις του Ξένιου Δία κατά των μεταναστών αλλά και τη μεγάλη άνοδο της δράσης της Χρυσής Αυγής στο δρόμο.

Τρίτη φάση: Από το 2015 μέχρι σήμερα

Η τελευταία πενταετία ήταν μια περίοδος πολύ πυκνή όσον αφορά τη μετανάστευση. Μερικές φορές είναι πιο δύσκολο να διαβάσουμε το κοντινό παρελθόν παρά το μακρινό, αφού αυτό ακόμα δεν έχει παγώσει στο χρόνο ώστε να γίνει ιστορία με γιώτα κεφαλαίο. Είναι ιστορία με γιώτα μικρό, συντίθεται σε πολλούς διαφορετικούς χώρους και χρόνους, επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες ταυτόχρονα, ενώ συμμετέχουν κι εμείς ενεργά σε αυτήν διαμορφώνοντάς την με τρόπους που ενίοτε δεν μας είναι ακόμα διάφανοι. Όπως και να ‘χει όμως από το 2015 μέχρι και σήμερα έχουμε συσσωρεύσει εμπειρίες, εικόνες και απόψεις γύρω από την μεταναστευτική κίνηση και τα υποκείμενά της με τρόπο που μοιραία θα επηρεάζουν το πώς βλέπουμε το ζήτημα για πολλά χρόνια ακόμα.

Δεδομένου ότι μιλάμε για μια περίοδο που βρίσκεται ακόμα εν εξελίξει ως κύκλος μεταναστευτικών αγώνων, και καθώς πολλά κομμάτια του κινήματος έχουν άμεση σχέση με αρκετές πλευρές αυτών των αγώνων, θα προσπαθήσουμε να είμαστε σύντομοι και συνοπτικοί αφού σε μεγάλο βαθμό μιλάμε για πράγματα είτε γνωστά είτε κατατεθειμένα πρόσφατα (βλ. και τα δύο μεγάλα μας κείμενα πάνω στο θέμα της διαχείρισης των μεταναστών την τελευταία πενταετία μέσα από το στρατο-ανθρωπιστικό σύμπλεγμα των camps, των “προγραμμάτων ένταξης” και της αναδιαρθρωμένης πρόνοιας των ΜΚΟ). Ως σημεία καμπής αυτού του κύκλου εντοπίζουμε προφανώς τον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία και τη γενικότερη μοίρα των αραβικών εξεγέρσεων του 2011, γεγονότα που δημιούργησαν νέα μεταναστευτικά ρεύματα από την Ασία και την Αφρική προς την Ευρώπη. Με ορόσημο την μαζική διέλευση συνόρων που ξεκινάει το 2015, βρισκόμαστε πλέον μέσα στη διαρκή “προσφυγική κρίση”, όπως την ονόμασαν τα αφεντικά.

Αν επιχειρούσαμε μια σύγκριση με τις μεταναστευτικές φιγούρες της προηγούμενης περιόδου, τότε η διαφορά δεν βρίσκεται τόσο στην κοινωνική/εθνοτική σύνθεση αλλά στην μετατροπή του μεταναστευτικού υποκειμένου σε αντικείμενο ενός νέου τύπου κρατικής διαχείρισης. Η δημιουργία του συστήματος των camps και των ΜΚΟ που χαρακτηρίζεται από τον στρατιωτικοποιημένο ανθρωπισμό και την αναδιαρθρωμένη οικονομία της πρόνοιας, μια πολιτική με συνέχεια ανάμεσα σε ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, οδηγεί σε έναν νέο αποκλεισμό από την εργασία και την κοινωνική ζωή μέσα από την διαχείριση των μεταναστ(ρι)ών ως πλεονάζοντα πληθυσμό. Μέσα σε αυτήν την συνθήκη, τα κεντρικά ζητήματα που έβαλαν μπροστά οι αγώνες των μεταναστ(ρι)ών ήταν η ελευθερία κίνησης, τα χαρτιά και το άσυλο, η κάλυψη των αναγκών κοινωνικής αναπαραγωγής. Την τελευταία πενταετία, λοιπόν, οι σημαντικότεροι αγωνιστικοί σταθμοί για τα νέα μεταναστευτικά υποκείμενα ήταν η αμφισβήτηση των συνόρων μέσα από την διεκδίκηση της ελευθερίας κίνησης (όπως αποτυπώθηκε στην Ειδομένη το ‘15 με την έκρηξη όλων των αντιθέσεων της συγκυρίας γύρω από τη μετανάστευση), οι διαρκείς εξεγέρσεις μέσα στα camps από τη Μόρια μέχρι την Αμυγδαλέζα, αλλά και οι πολλές απόπειρες καταλήψεων στέγης μέσα στο κέντρο της πόλης σε Αθήνα και Θεσσαλονίκης.

Σ’ αυτήν την τελευταία φάση, το ντόπιο κίνημα εμπλέκεται σε αρκετά μεγάλο βαθμό με τους πρόσφυγες, ειδικά κατά την πρώτη περίοδο του 2015-2017 και κυρίως μέσα από την έκφραση αλληλεγγύης σε συμβολικό αλλά και πρακτικό επίπεδο. Καθώς αναβαθμίζεται η εμπλοκή με το μεταναστευτικό υποκείμενο, βέβαια, αναβαθμίζονται μαζί και οι αντιφάσεις του αγώνα. Για παράδειγμα, οι καταλήψεις στέγης αυτής της περιόδου αποτέλεσαν πολύ σημαντικούς σταθμούς επαφής ανάμεσα σε ντόπιους/ες και μετανάστ(ρι)ες, αλλά ταυτόχρονα ανέδειξαν και την αδυναμία της αυτοοργάνωσης (όσο κι αν επεκτείνεται) να καλύψει αποτελεσματικά της κοινωνικές ανάγκες των προσφύγων και προσφυγισσών. Σε αρκετές περιπτώσεις οι καταλήψεις στέγης κατέρρευσαν υπό το βάρος των ευθυνών και των αντιφάσεών τους. Ακόμα και στις καλύτερες στιγμές τους όμως, σημαντικές αν μη τι άλλο, δεν κατάφεραν να συνδυαστούν με ένα κύμα διεκδικητικών αγώνων γύρω από την “προσφυγική κρίση” που θα επιχειρούσε να συγκρουστεί ευθέως με το κράτος όσον αφορά τα δικαιώματα και τις ανάγκες των μεταναστ(ρι)ών.

Αυτός ο κύκλος λοιπόν συνάντησε κάποια κρίσιμα πρώτα όρια στην ανεπάρκεια της αυτοοργάνωσης ως πρότασης για επίλυση του προσφυγικού, στην απουσία διεκδικητικών/συγκρουσιακών αγώνων, στην αδυναμία σταθερής σύνδεσης του ντόπιου κινήματος με τα camps (πέρα από την απαραίτητη και χρήσιμη πολιτική υπεράσπιση των εξεγέρσεων), στην ευρύτερη τάση ΜΚΟποίησης της αλληλεγγύης προς τους μετανάστες και στην δυσκολία σύνδεσης των αγώνων των επισφαλών της ανθρωπιστικής βιομηχανίας της ιδιωτικοποιημένης πρόνοιας των ΜΚΟ με αυτούς των προσφύγων. Παρόλα αυτά, δεδομένου ότι ο συγκεκριμένος κύκλος βρίσκεται ακόμα εν εξελίξει, βρίσκουμε ότι οι πρόσφατες εμπειρίες αγώνα όπως οι κινητοποιήσεις ενάντια στις εξώσεις προσφύγων/προσφυγισσών που ξεκίνησαν με την απεργία της ΣΒΕΜΚΟ τον Απρίλιο του 2019 και η δημιουργία της κοινότητας του Solidarity With Migrants το 2020 μπορούν να ιδωθούν ως δυναμικές απόπειρες για ένα έμπρακτο και δημιουργικό ξεπέρασμα των κινηματικών ορίων της προηγούμενης περιόδου. Με όλες τις δυσκολίες και τις αντιφάσεις τους, είναι αγώνες που μας βοηθούν να κοιτάζουμε το μέλλον με μια συγκρατημένη αισιοδοξία.

Κοιτώντας λοξά προς την επόμενη φάση

Όλα όσα έχουμε πει μέχρι τώρα αποτελούν κάθε άλλο παρά μία οριστική διαπραγμάτευση του ζητήματος. Για εμάς το επίδικο της συνάντησης ντόπιων και μεταναστ(ρι)ών εκμεταλλευόμενων μέσα σε ανταγωνιστικές κοινότητες ζωής και αγώνα είναι ένα διαρκώς ανοιχτό ερώτημα. Ελπίζουμε αυτή η κατάθεση να καταφέρει να συνδράμει στην δημιουργία μιας κινηματικής δημόσιας σφαίρας όπου τέτοια ζητήματα γίνονται αντικείμενο συζήτησης με όρους άμεσους και συλλογικούς, αντιμετωπίζοντας τις θεωρητικές και πρακτικές τους προκλήσεις με τη σοβαρότητα και την ευαισθησία που τους αξίζει. Σ’ αυτήν την κατεύθυνση, λοιπόν, κλείνουμε το παρόν κείμενο καταθέτοντας τρία ειδικότερα ερωτήματα που προκύπτουν πάνω στη δημιουργία των πολυεθνικών κοινοτήτων του μέλλοντος μέσα από την επεξεργασία της εμπειρίας και της μνήμης του παρελθόντος.

Πρώτον, θεωρούμε ότι οι σημερινοί μας αγώνες γύρω από τη μεταναστευτική κίνηση θα πρέπει να καταφέρουν να διαπραγματευτούν με δημιουργικό τρόπο την αντίφαση ανάμεσα στην διεκδίκηση παροχών/δικαιωμάτων για τους μετανάστες και στην επιθυμία για άμεση καταστροφή του συστήματος διαχείρισης τους, αφού σε αυτήν την φάση η κοινωνική αναπαραγωγή τους ως κοινωνικά υποκείμενα περνάει αναγκαστικά μέσα από το κράτος.

Δεύτερον, αποτελεί διαχρονικό στοίχημα η δημιουργία εκείνων των συνθηκών που θα καταφέρουν να καταστήσουν τις πολιτικές και οργανωτικές μορφές του ανταγωνιστικού κινήματος προσβάσιμες σε μεταναστευτικά υποκείμενα. Υπάρχει ένα ανοιχτό επίδικο ανοιχτότητας των διαδικασιών, υπαρχόντων και μελλοντικών, η οποία να λαμβάνει με ουσιαστικό τρόπο υπόψιν τις γλωσσικές/νομικές/πολιτισμικές διαφορές που διαμορφώνουν την μεταναστευτική εμπειρία.

Τρίτον και τελευταίο, θέλουμε να αρχίσουμε να διαπραγματευόμαστε ως ανταγωνιστικό κίνημα το ζήτημα του υποκειμένου του αγώνα. Μ’ αυτό εννοούμε πως καλούμαστε ως εκμεταλλευόμενα και καταπιεζόμενα υποκείμενα να επινοήσουμε μαζί το κοινό συμφέρον και την κοινή επιθυμία, όχι απλά να το ξεθάψουμε ως κάτι που υπάρχει ήδη εν υπνώσει κι απλά περιμένει εμάς να το ενεργοποιήσουμε. Για εμάς η (ανα)σύνθεση του ανταγωνιστικού υποκειμένου είναι μια δημιουργική ιστορική διαδικασία που είναι αξεδιάλυτα δεμένη με τις κοινότητες που σχηματίζουμε μέσα από τους χειροπιαστούς αγώνες μας εδώ, άμεσα, σήμερα.

 

Συνέλευση για την

Κυκλοφορία των Αγώνων

Οκτώβριος ’20, Αθήνα

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*